Angelo Di Berardino, Ο Λέων ο Μέγας και το χριστιανικό ημερολόγιο: εν μέσω Ανατολής και Δύσης

D90_21

Η εισήγηση του Καθηγητή του Πανεπιστημίου Augustinianum της Ρώμης στο διεθνές επιστημονικό συνέδριο με θέμα: “Ο πάπας Λέων Α΄, ως γέφυρα διαλόγου Ανατολής και Δύσης” που έγινε στη Θεσσαλονίκη (20-21 Απριλίου 2015)

Η καθιέρωση της χριστιανικής «σάρωσης» του κοινωνικού, πολιτικού και θρησκευτικού χρόνου,  κατά τη διάρκεια του τετάρτου αιώνα, αποτελεί μια εξελικτική διαδικασία βραδύνουσα και πολύπλοκη ως προς την πρόσληψη διαφορετικών μεθόδων: 1) Η ίδρυση των χριστιανικών εορτών ως feriae publicae, καθιερώνονται από τον Κωνσταντίνο και συνεχίζονται μετέπειτα, με τη διεύρυνση του αριθμού των εορτών. 2) Η αναγνώριση ορισμένων ημερών ή και περιόδων του έτους, για την εκπλήρωση ή την αποχή από ορισμένες πράξεις ratione temporis (πχ η Σαρακοστή). 3) Η σταδιακή ματαίωση των παγανιστικών δημόσιων σταυρώσεων. 4) Η μετακίνηση ή και καταβαράθρωση των παγανιστικών ειδώλων από τα ιερά, επομένως, η παρακμή των εορτών που συνδέονταν με αυτά. 5) Το κλείσιμο, ο αφανισμός, η αναδιάρθρωση των ειδωλολατρικών ναών και η δήμευση των αφιερωμάτων τους. 6) Η κατάργηση των επίσημων αργιών (feriae) για τις παγανιστικές εορτές, οι οποίες αποτελούσαν dies iuridici, δηλαδή, κοινές και εργάσιμες ημέρες. 7) H απαγόρευση των θεαμάτων κατά τις ημέρες των χριστιανικών εορτών. 8) Η διατήρηση του λαϊκού χαρακτήρα των θεαμάτων προς τέρψιν του λαού. 9) Η δημιουργία μιας κοινής ιεροπραξίας που αντικαθιστά την προγενέστερη παγανιστική.

I). Η πρώτη νομοθεσία που επέβαλε την αργία, προέρχεται από τον Κωνσταντίνο  το 321 (CI 7, 12, 2), η οποία δεν συμπεριλήφθηκε στον Θεοδοσιανό Κώδικα, αλλά μόνο σε εκείνον του Ιουστινιανού . Εάν η ημερομηνία θυροκόλλησης  -δεν προσδιορίζει συγκεκριμένα την πόλη, θα μπορούσε να είναι η Ρώμη- είναι στις 3 Μαρτίου, δημοσιεύθηκε λίγο καιρό πριν, όταν ο Κωνσταντίνος βρισκόταν στο Ιλλυρικό. Το απόσπασμα διασώζεται στον Κώδικα του Ιουστινιανού ως κομμάτι του αντιγράφου που απεστάλη  στον Ελπίδιο, το αξίωμα του οποίου δεν υποδηλώνεται, αλλά την περίοδο εκείνη (321-324) ήταν vicarious urbis Romae.

Ο νόμος του 386, που εκδόθηκε στην Aquileia από τον Βαλεντινιανό Β’, επαναλάμβανε σε τρία διαφορετικά σημεία τον Κώδικα του Θεοδοσίου (2,8,18· 8,8,3: μόνον εκεί που υπάρχει η Interpretatio· 11,17,13). Δηλαδή, πρόκειται για το πειστήριο της σημαντικότητάς του. Ανασυνέτασσε το εβραϊκό ημερολόγιο, απαγορεύοντας κάθε δικαστική πράξη τις Κυριακές. Η περίοδος της Σαρακοστής και του Πάσχα, λόγω της σπουδαιότητάς της για την χριστιανική πνευματικότητα, επηρέασε την αυτοκρατορική εξουσία για την λήψη δύο σπουδαίων ανθρωπιστικών μέτρων: την πασχαλινή αμνηστία το 367  και την αναστολή των βασανιστηρίων κατά την περίοδο της Σαρακοστής σε περιοχές, όπου ο λειτουργικός χαρακτήρας εκείνων των ημερών συμμορφωνόταν με τις αρχές του χριστιανικού βίου. Αμέσως μετά από την δημοσίευση του Cunctos populos, στις 3 Μαρτίου του 380 από τον Θεοδόσιο, στην Θεσσαλονίκη, εκδόθηκε ο νόμος CTh 9, 35, 4, που εμπεριέχεται στον Κώδικα του Ιουστινιανού (CI 3, 12, 5), αλλά υπό τον τίτλο De feriis. Αναγνωρίζοντας μέσω μιας μακροσκελούς φρασεολογίας, τη χριστιανική Σαρακοστή, όριζε ότι κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου αναστελλόταν κάθε ποινική δραστηριότητα, επομένως ακόμα και οι ανακρίσεις, οι οποίες κατέληγαν συνήθως στον βασανισμό. Η αιτία της αναστολής κάθε ποινικής διαδικασίας είναι η qualitas της προ-πασχαλινής περιόδου, ένα διάστημα σημαντικό για την προετοιμασία της εορτής του Πάσχα.

D90_70

Οι Πατέρες της Εκκλησίας αναγνωρίζουν και επιτιμούν αυτήν την αυτοκρατορική νομοθεσία. Η ροπή προς τον ανθρωπισμό είναι ratione temporis, δηλαδή pro reverentia religionis, όπως αναφέρει η interpretatio: η Σαρακοστή είναι μια ιδιάζουσα περίοδος για τον χριστιανό, η οποία προάγεται περισσότερο κατά τον τέταρτο αιώνα αλλά  διαφέρει ως προς τη διάρκεια και την συστηματοποίησή της στις κατά τόπους Εκκλησίες.

Η συστηματοποίησή της ολοκληρώθηκε με την διαίρεση του χρόνου και τη συγκρότηση του ημερολογίου προγράμματος για τις δικαστικές και θερινές διακοπές, από τον Θεοδόσιο στις 7 Αυγούστου του 389, κατά την διάρκεια της διαμονής του στη Ρώμη (μαζί με τον Βαλεντιανό Β’), με μια νομοθεσία, που καθόριζε λεπτομερώς όλο το σύστημα των δικαστικών αργιών (CTh 2, 8, 19, διατηρείται αλλά επεκτείνεται στο CI 3, 12, 6· βλ. επίσης στη νομοθεσία του Θεοδοσίου του Β’ 15, 5, 5 του 425). Η μοναδική παραδοσιακή παγανιστική εορτή που περιλαμβάνεται στους νόμους είναι εκείνη των Καλένδων τον Ιανουάριο. Επιπροσθέτως, αναφέρονται τέσσερις εορτές που σήμερα τις ονομάζουμε “αστικές” (στην πραγματικότητα δεν επρόκειτο για καθαρά αστικές): α) Οι επέτειοι (Natales) της ιδρύσεως των δύο πρωτευουσών. β) Στον κατάλογο των feriae του Θεοδοσίου, θεωρούνταν ως εορταστικές ημέρες οι δύο Natales imperatoris και imperii του αυτοκράτορα που επικρατούσε. Καταστέλλονταν όλες οι επέτειοι των άλλων νεκρών αυτοκρατόρων.

Η εξέλιξη της οργάνωσης του ημερολογίου του κοινωνικού χρόνου συνδέθηκε με τις ημέρες που διοργανώνονταν τα δημόσια θεάματα. Στις 20 Μαΐου του 386 (CTh 15, 5, 2), ο Θεοδόσιος απαγόρεψε τα θεάματα τις Κυριακές (dies solis), λαμβάνοντας υπ’ όψιν του μια προγενέστερη νομοθεσία, η οποία δε μας διασώζεται. Η σημείωση στο τέλος (nec divinam venerationem confecta sollemnitate confundat) είναι σημαντική, καθότι καταδεικνύει την καινούργια νοοτροπία ως προς την αντίληψη των εορταστικών ημερών. Οι παγανιστικές εορτές είχαν μια συγκεκριμένη δυναμική που σχετιζόταν με την ημέρα, ήταν το εγκόσμιο μερίδιο που προσέφεραν στους θεούς, και ήταν μια ημέρα nefastus για τους άνδρες. Απεναντίας η solemnitas του dies solis των χριστιανών έχει ως σημείο αναφοράς την divina veneratio, διότι εκείνη την ημέρα τελούνταν τα χριστιανικά μυστήρια (CTh 2, 8, 20· 15, 5, 2).

Η απαγόρευση των θεαμάτων την ημέρα της Κυριακής, ως μιας ημέρας που το ίδιο της το όνομα επιφέρει ευλάβεια, επαναλαμβάνεται στα 399 από τον Αρκάδιο με έναν νόμο που εκδόθηκε την Κωνσταντινούπολη (CTh 2, 8, 23). Στη Δύση, την 1η Απριλίου του 409, ο Ονώριος θέσπισε ανάλογο νόμο CTh 2, 8, 25. II). Την 1η Φεβρουαρίου του 425 (15, 5, 5) ο Θεοδόσιος Β’ εξέδωσε ένα διάταγμα, που αναδιοργάνωνε όλο τη διάθρωση του ημερολογίου ως προς τις ημέρες που απαγορεύονταν τα θεάματα, σε σχέση με το λειτουργικό χριστιανικό ημερολόγιο, σύμφωνα με την αρχή: aluid esse supplicatio num noverint tempus, aliud voluptatum.  Ο αριθμός των ημερών των χριστιανικών εορτών, κατά τις οποίες απαγορεύονταν τα θεάματα, διευρύνθηκε, καθώς συμπεριλήφθηκαν οι εορτές των Επιφανίων και των Χριστουγέννων -δύο γιορτές που το 425 εορτάζονταν είτε στη Ρώμη είτε στην Κωνσταντινούπολη- και οι ημέρες της πασχαλινής περιόδου.

Ο νόμος εμπεριέχεται και στον Κώδικα του Ιουστινιανού (CI 3, 12, 6, στον κανόνα De feriis), ο οποίος είναι μια αναθεώρηση των εδαφίων των νόμων που τροποποιήθηκαν σε διάφορα χρονικά διαστήματα.

D90_6

Τροποποιήθηκε στην Ανατολή το 425,  το διάταγμα του CTh 15, 5, 5 το οποίο αφορούσε την απαγόρευση των θεαμάτων κατά τη διάρκεια των χριστιανικών εορτών, που ήταν: 1) Η Κυριακή, ως πρώτη ημέρα της εβδομάδος, μια τυπική χριστιανική έκφραση (και όχι μέρος του week-end, ή το τέλος της εβδομάδος). 2) Τα Χριστούγεννα και τα Επιφάνια (χρησιμοποιεί τον πληθυντικό epiphanorum Christi). 3) Οι ημέρες του Πάσχα (μια εβδομάδα πριν και μια εβδομάδα μετά το Πάσχα). 4) Η Πεντηκοστή, δηλαδή η μετα-πασχαλινή περίοδος. Ωστόσο, ο όρος δεν είχε αποσαφηνιστεί, διότι οι νεοφώτιστοι δεν έφεραν το λευκό ένδυμα καθ΄ όλη τη διάρκεια της μετα-πασχαλινής περιόδου, παρά μόνον την πρώτη εβδομάδα. Αλλά, τι υποδηλώνει η έκφραση commemoratio apostolicae passionis; Υπάρχουν δυο ερμηνείες: η περίοδος μετά το Πάσχα, όταν συνδέονται με τις Πράξεις των Αποστόλων ή με τις εορτές των Αποστόλων. Ο Ιουστινιανός (CI 3, 12, 6), ενσωματώνοντας αυτόν το νόμο σε εκείνον του 389 (CTh 2, 8, 19), εάν δε διορθώθηκε το κείμενο, γίνεται κατανοητό, με μια δεύτερη ανάγνωση, ότι οι εορτές των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου ήταν στις 29 Ιουνίου . Πρώτα στη Δύση και μετέπειτα στην Ανατολή, η εορτή ήταν στις 29 Ιουνίου (Consularia Constantinpolitana). Πριν επικρατήσει αυτή η ημερομηνία, σε διάφορες ανατολικές περιοχές, εορτάζονταν στις 28 Δεκεμβρίου και σε άλλες στις 27.  Ο Γρηγόριος Νύσσης  ισχυρίζεται ότι, έπειτα από τα Χριστούγεννα, εορτάζονταν διάφορες γιορτές, μεταξύ των οποίων και εκείνη των αγίων Πέτρου και Παύλου, οι δύο Απόστολοι πάντα μαζί, στις 28 Δεκεμβρίου. Το Calendarium Syriacum το 411, αρειανικής προέλευσης εκδόθηκε στη Νικομήδεια το 360-362 περίπου και χρησιμοποιήθηκε από τον συγγραφέα του ιερωνυμιανού Μαρτυρολογίου, αναφέρει την ίδια ημερομηνία στις 28 Δεκεμβρίου: “Στην πόλη της Ρώμης ο Απόστολος Παύλος και ο Σίμων Πέτρος”.  Στα Ιεροσόλυμα, τον έβδομο αιώνα ακόμα, εορτάζονταν στις 28 Δεκεμβρίου (Σωφρόνιος: PG 87, 3361). Σύμφωνα με τα ίδια πρακτικά, οι Αρμένιοι εόρταζαν μαζί τον Πέτρο και Παύλο στις 27 Δεκεμβρίου, ενώ οι Νεστοριανοί την Παρασκευή μετά τα Θεοφάνια. Το ημερολόγιο του Ossirinco (535-436) αναφέρει την ημέρα της 27ης Δεκεμβρίου. Στη Νέα Ρώμη, ίσως, υιοθετήθηκε η ρωμαϊκή ημερομηνία κατά το έτος της βασιλείας του Αναστασίου (491-518) (Teodoro Lettore, HE 2, 16), την εποχή της επίσκεψης του συγκλητικού  Φαύστου.

Όπως σκιαγραφήθηκε η θρησκεία, ως ένα δημόσιο γεγονός περιλαμβάνει: 1) λατρευτικές πράξεις σε  δημόσιο μέρος  με τη συμμετοχή των κοσμικών αρχόντων  και όλου του λαού (η αποχή τους θα μπορούσε να θεωρηθεί ως hostis publicus, αφού δεν λάμβαναν μέρος στην επίτευξη της pax deorum) και τους επίσημα διορισμένους υπουργούς. 2) Ιερείς, λιτανείες, ύμνους. 3) Δημόσια θεάματα με θρησκευτικό χαρακτήρα. 4) Δημόσια συμπόσια και διάφορες μορφές διασκέδασης. Η δημόσια θρησκεία ήταν σημάδι της ενότητας των πολιτών και της νομιμοφροσύνης τους προς την civitas.

III) α) Το ημερολόγιο του 425, που επικράτησε για τις χριστιανικές εορτές, επικυρώθηκε στην Ανατολή –όχι σε όλη την Ανατολή- και στη Δύση. Υπήρχαν τοπικά ημερολόγια αλλά, για την οργάνωση του κοσμικού χρόνου, όλοι ακολουθούσαν το Ιουλιανό ημερολόγιο, δηλαδή εκείνο του Ιούλιου Καίσαρα και διορθώθηκε από τον Αύγουστο. Μερικές φορές τα κείμενα αναφέρουν δύο ημερολόγια: το Ιουλιανό και το τοπικό, όπως στην περίπτωση του βίου του Πορφύριου από τη Γάζα και πώς έφτασε στην Αίγυπτο.

Σε αυτό το ημερολόγιο του Θεοδοσιανού Κώδικα λείπουν ορισμένες χριστιανικές εορτές, που ήταν εξόχως σημαντικές. Για παράδειγμα, η εορτή της Ανάληψης, όπως διαχωρίζεται από την Πεντηκοστή, διαδόθηκε στα τέλη του τετάρτου αιώνα. Παρά το γεγονός ότι με θρησκευτική ευλάβεια εορταζόταν την Πέμπτη, σαράντα ημέρες μετά το Πάσχα και δέκα μέρες πριν από την Πεντηκοστή, δεν συμπεριλήφθηκε στη νομοθεσία του 425 (15, 5, 5). Γιατί; Για 380 έτη η εορτή της Ανάληψης, είχε ήδη εξαπλωθεί σε διάφορες περιοχές. Επομένως, θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε ότι η θέσπισή της ήταν αρκετά προγενέστερη από εκείνα τα έτη. Πράγματι, στην περιοχή της Αντιόχειας, οι Αποστολικές Διαταγές (5, 20, 2) θεωρούσαν την Ανάληψη ως μια μεγάλη εορτή. Επίσης, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος διασώζει διάφορες μαρτυρίες. Ο πιο παλαιός λόγος που διασώζεται κατά την εορτή της Ανάληψης εκφωνήθηκε το 388 από τον Γρηγόριο Νύσσης (PG 46, 689D-693 C· CPG 323-327).

Υπήρξε το τέλειο τυχαίο γεγονός στον εορτασμό της Κυριακής. Στη Ρώμη, ο Πάπας εόρταζε συνήθως στη Βασιλική Λατερανού, ενώ οι πρεσβύτεροι σε άλλες εκκλησίες. Φαίνεται ότι ο Λέων κήρυξε μόνο σε μεγάλες εορτές και όχι τις Κυριακές. Μέσα από το κήρυγμά του μπορούμε να ανασυντάξουμε το ρωμαϊκό λειτουργικό έτος. Έλαβε τη φροντίδα της λειτουργίας. Το Sacramentarium Veronense (κάποτε αναφέρεται και ως Leonianum), που χρονολογείται κατά τον έκτο αιώνα, περιλαμβάνει επίσης κείμενα από εκείνον (πρβλ. Eric Palazzo, Scientia Liturgica Ι). Πρόκειται για συλλογή τριακοσίων εντύπων για τον Θερισμό (Libelli Missarum) σύμφωνα με το αστικό ημερολόγιο, με σημείο εκκίνησης  τον Απρίλιο (το πρώτο μέρος που λείπει).

D90_101

Δεν υπήρχε στη Ρώμη η περίοδος της Ανάληψης, αλλά τα Χριστούγεννα ο Πάπας  τελούσε τρεις Ιερουργίες. Η γιορτή των Θεοφανίων τελούταν μόνο για την Προσκύνηση των Μάγων, και δεν αναφερόταν στο Βάπτισμα, όπως συνέβη σε ορισμένες περιοχές. Παρατηρώντας το ίδιο ημερολόγιο, υπάρχουν διαφορές στις κατά τόπους εκκλησίες καθ΄ όλη τη διάρκεια της Σαρακοστής, όπως μαρτυρείται από τον Σωκράτη (ΗΕ V, 22) και τον Σωζομενό (HE VII, 19, 7-9). Η τελευταία αυτή προσδιορίζει ότι στην Κωνσταντινούπολη διαρκούσε επτά εβδομάδες. Την εποχή του   Λέοντα του Μεγάλου, στη Ρώμη νήστευαν για σαράντα ημέρες, αρχής γενομένης από την Δευτέρα μετά την πρώτη Κυριακή των Νηστειών μέχρι τη Μεγάλη Πέμπτη (ebdomada maior).

β) Σύμφωνα με την παράδοση, έπειτα από τη Σύνοδο της Νικαίας το 325, ήταν η Εκκλησία της Αλεξάνδρειας που καθόριζε την ημερομηνία του Πάσχα και την διαβίβαζε στις Εκκλησίες που εξαρτιόνταν από εκείνην, αλλά και σε άλλες μεγάλες Εκκλησίες (όπως της Ρώμης και της Αντιόχειας) και αργότερα στην Κωνσταντινούπολη. Όμως, ο αλεξανδρινός τρόπος υπολογισμού, κατά τη διάρκεια του τετάρτου αιώνα, και κατά τον πέμπτο ακόμα, δεν ήταν αποδεκτός παντού, καθώς συνήθιζαν να χρησιμοποιούν άλλους τρόπους υπολογισμού ή τα τοπικά έθιμα. Ο Αυτοκράτορας Λέων Μαρκιανός θυμάται τις πρακτικές αυτές και προσθέτει: «Ήταν καθήκον του κάθε επισκόπου, κάθε χρόνο να ανακοινώνει την ακριβή ημέρα της προαναφερθείσας εορτής στην Αποστολική Έδρα, η οποία, στη συνέχεια, εξέδιδε επιστολή με την επίσημη ανακοίνωση προς όλους, διαδίδοντάς την και  στις πιο απομακρυσμένες Εκκλησίες» (Ep. 121, 1: PL 54, 1055). Επίσης, ο Κύριλλος Αλεξανδρείας υπενθυμίζει τη δέσμευση της Αλεξανδρινής Εκκλησίας στην Tabula Paschalis, που εκπονήθηκε από τον ίδιο. Ήδη οι επίσκοποι της συνόδου της Αρλέτης, το 314, είχαν ζητήσει από τον Πάπα Σιλβέστρο να ορίσει την ημερομηνία για τις Εκκλησίες της Δύσης.

Αλλά μετά τη σύνοδο, εξ’ αιτίας των διαφορετικών τρόπων υπολογισμού, προκλήθηκε διάσταση απόψεων. Για πρώτη φορά, υπήρξε διαφωνία μεταξύ Ρώμης και Αλεξάνδρειας το 349, ώστε να μην υπερβαίνεται ο χρόνος που καθορίστηκε από τους παλαιότερους, σύμφωνα με τους Ρωμαίους. Στη συνέχεια, εκείνοι επικαλέστηκαν την Petri apostoli traditionem.  Σε αυτήν την περίπτωση, οι Αλεξανδρινοί (Αθανάσιος) ήταν διαλλακτικοί και αποδέχθηκαν την ημερομηνία της 26ης Μαρτίου, αποδεχόμενοι  εκείνη της 23ης Απριλίου.

Η κατάσταση, κατά την εποχή του Λέοντος (440-461), ήταν η εξής: όλοι ακολούθησαν το Ιουλιανό ημερολόγιο. Για τις εορτές υπήρχε η απόλυτη ταύτιση ως προς την χρονολόγηση. Όλες οι εκκλησίες εόρταζαν την ίδια ημέρα, αν και με διαφορετικούς τρόπους. Ωστόσο, κάποιες χρονιές υπήρχαν διαφοροποιήσεις για τις κινητές εορτές (Πάσχα, Ανάληψη και Πεντηκοστή), όχι για τις σταθερές, όπως τα Χριστούγεννα, τα Θεοφάνια και την επέτειο του Πέτρου και Παύλου (στις 29 Ιουνίου). Οι τρεις κινητές γιορτές -και οι μέρες της νηστείας- ήταν στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους και εξαρτιόνταν από τον υπολογισμό του Πάσχα, σύστημα υπολογισμού που διέφερε στη Ρώμη και την Αλεξάνδρεια. Ξακουστή ήταν η ημερομηνία του 387, όταν, σύμφωνα με την Εκκλησία της Αλεξάνδρειας, το Πάσχα έπρεπε να γιορτάζεται στις 25 Απριλίου, ημερομηνία που δεν έγινε αποδεκτή από την Ρωμαϊκή Εκκλησία. Διασώζονται δύο σημαντικές μαρτυρίες. Η μια προέρχεται από το Μιλάνο, όπου ο Αμβρόσιος, διαφωνώντας με τη Ρώμη, προτιμούσε τον αλεξανδρινό υπολογισμό από τον ρωμαϊκό. Όσον αφορά τη δεύτερη μαρτυρία, πρόκειται για έναν Λόγο, αποδιδόμενο στον Ιωάννη τον Χρυσόστομο , που εκφωνήθηκε στη Μικρά Ασία το 387. Όχι μόνον ο κλήρος αλλά και οι πιστοί δυσκολεύονταν να κατανοήσουν τη διάκριση μεταξύ σταθερών και κινητών εορτών, και την απόκλιση ως προς τη χρονολόγηση του Πάσχα. Ο συντάκτης απαντά σε αυτές τις δυσκολίες. Η ομιλία δεν εκφωνήθηκε κατά την πασχαλινή περίοδο αλλά όταν ανακοινώθηκε η ημερομηνία της γιορτής του, που τελούταν συνήθως την ημέρα των Θεοφανείων.

γ) Υπήρχαν δύο αιτίες ως προς τη διάσταση των απόψεων, σχετικά με τη χρονολόγηση του Πάσχα ανάμεσα στην Εκκλησία της Ρώμης (δυτική), και εκείνες που ακολουθούσαν την αλεξανδρινή μέθοδο υπολογισμού. Η πρώτη ήταν το ρωμαϊκό supputatio romana vetus, που ακολούθησε έναν κύκλο 84 ηλιακών ετών (1039 σεληνιακούς μήνες), ενώ εκείνη της  αλεξανδρινής,  κύκλο 19 ηλιακών ετών. Ο δεύτερος λόγος ήταν η δυσκολία της Ρώμης να δεχτεί την πασχαλινή ημερομηνία μετά το την 21η Απριλίου, εξ’ αιτίας της μεγάλη επετείου της ίδρυσης της Ρώμης. Αυτή η γιορτή και εκείνη της ιδρύσεως της Κωνσταντινούπολης, ήταν οι μοναδικές, θα μπορούσαμε να πούμε, αστικές εορτές (ανώτερες των εορτών του εκάστοτε αυτοκράτορα).

Από τον Λέοντα τον Μέγα σώζονται 98 Λόγοι, που εκφωνήθηκαν κατά τη διάρκεια των σπουδαιότερων ρωμαϊκών εορτών (των Χριστουγέννων, Θεοφανίων, των Παθών, του Πάσχα [Ανάστασης], της Αναλήψεως, της Πεντηκοστής, της Μεταμορφώσεως), την ημέρα μνήμης των αγίων Πέτρου και Παύλου, του Αγίου Λαυρεντίου, την ημέρα της επετείου της χειροτονίας του επ’ ευκαιρίας  της περιόδου της νηστείας  που τηρούταν στη Ρώμη, των εράνων .

Την εποχή του Λέοντα, υπήρξαν δύο διαφωνίες με την Εκκλησία της Αλεξάνδρειας επί της χρονολόγησης του Πάσχα. Στα 444, σύμφωνα με το ρωμαϊκό ημερολογιακό κύκλο, το Πάσχα θα έπρεπε να εορτάζεται στις 26 Μαρτίου. Σύμφωνα με το αλεξανδρινό, στις 23 Απριλίου. Ο Λέων γράφει στον Κύριλλο και στον Πασχασινό στη Σικελία. Αμφότεροι υπερασπίζονταν την 23η Απριλίου, ακολουθώντας τον πίνακα του Θεόφιλου. Έτσι, το Πάσχα εορτάστηκε εκείνη την ημέρα (21η Απριλίου, το πάθους, γιορτή των Χριστουγέννων στη Ρώμη), τόσο στη Δύση όσο και στην Ανατολή.

Στα 455, το πιο δύσκολο και το πιο γνωστό ερώτημα παραμένει, την οδηγία προς τον αυτοκράτορα Μαρκιανού (450-457) από πλευράς του Πάπα Λέοντα, ο οποίος του απέστειλε μια σημαντική επιστολή. Σύμφωνα με το ρωμαϊκό υπολογισμό, η ημερομηνία του Πάσχα ήταν η 17η  Απριλίου.  Ωστόσο, σύμφωνα με εκείνον την Αλεξάνδρειας ήταν η 24η Απριλίου. Ο Λέοντας είχε δεσμευτεί, ήδη από τα τέλη του 453, ακριβώς δύο χρόνια πριν από τη γιορτή, αφενός, να λάβει περισσότερες πληροφορίες και, αφετέρου, να μεταπείσει τον μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων. Γράφει εκ νέου στον Πασχασινό. (Ep. 88, 4: PL 54, 929· δεν μας διασώζεται η απάντηση), στον Ιουλιανό, επίσκοπο της Κω (Ep.122: PL 54, 1058-1060· 127, 2 και 131, 2: 54, 1072-1082), και στον ίδιο τον αυτοκράτορα Μαρκιανό (Ep. 121 PL 54, 1055-1058). Στην επιστολή του εκφράζει τις θέσεις του πολύ χαρακτηριστικά (Ep 121). Γράφει ότι η προτεινόμενη ημερομηνία, στις 24 Απριλίου, είναι αυτή που έρχεται σε αντίθεση με την παράδοση, επειδή υπερβαίνει κατά πολύ το προκαθορισμένο χρονικό διάστημα. Ο πασχάλιος αλεξανδρινός πίνακας, καταρτίστηκε από τον επίσκοπο Θεόφιλο (385 – 412), ένας πίνακας των εκατό χρόνων, που παρουσιάστηκε ενώπιον του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Α’ μεταξύ του 385 και του 395.  Σύμφωνα με αυτό σύστημα, για το 453 ήταν στις 12 Απριλίου, για το 454 στις 4 Απριλίου, ενώ για το 455 στις 24 Απριλίου. Αυτό “υπερέβαινε κατά πολύ την καθορισμένη διάταξη των παλαιότερων προβλέψεων, ενώ άλλοι είχαν προσδιορίσει την ίδια γιορτή στις 17 Απριλίου “(Ep. 121,2 : PL 54,1056 – 57). Στο τέλος της επιστολής προς τον αυτοκράτορα, o Λέων ζήτησε από εξειδικευμένους ερευνητές να μελετήσουν καλύτερα το ζήτημα, με σκοπό να καθορίσουν μια ημέρα που, από τη μια, να μην αποκλίνει από την παράδοση και τις διατάξεις των Πατέρων, και από την άλλη πλευρά, να πρέπει να υπερβαίνει τα όρια των καθορισμένων ημερομηνιών (Ep. 121, 3: PL 54, 455).

Σύμφωνα με την επεξήγηση του Λέοντα, η πιο αξιόπιστη περίοδος είναι από 22 Μαρτίου έως 21 Απριλίου, και όχι πριν ή πιο μετά. Ο Λέων παραδέχεται μία εξαίρεση: υπάρχει η πιθανότητα το Πάσχα να πέφτει, στις 22 ή 23 Απριλίου, όπως είχε συμβεί το 444. Σε αυτή την ιδιάζουσα περίπτωση (είτε 22 είτε 23 Απριλίου) είναι εφικτός ο εορτασμός, διότι η ημέρα του Πάθους παραμένει εντός των ορίων της καθορισμένης περιόδου. Εκτός αυτής της εξαίρεσης, αθετείται η παράδοση που επιθυμούσαν οι Πατέρες. Ως εκ τούτου, η ημερομηνία της 24ης  Απριλίου είναι μη αποδεκτή, διότι έρχεται σε αντίθεση με τις παραδόσεις (Ep. 121, 2). Για να απορρίψει την ημερομηνία της 24ης, ο Λέων ο Μέγας αναφέρεται ξανά στο Πάθος του Ιησού.

D90_91

Ο Λέων ήθελε το Πάσχα να εορτάζονταν, και μαζί με αυτό μια βαρύνουσα έλλειψη: δεν θα υπήρχε ουδεμία αστοχία, αν η Καθολική Εκκλησία δεν τηρούσε τις απαιτήσεις της αλήθειας και της ενότητας ως προς τη λειτουργία των πρωταρχικών μυστηρίων  (121,3: PL 54, 1058· πρβλ. Ep. 127). Η αγωνία για τον εορτασμό σε μια κοινή ημερομηνία ξεκίνησε από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ήδη κατά την εποχή της Συνόδου της Νικαίας. Ακόμα και οι μεταγενέστεροι αυτοκράτορες έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον για ένα ενιαίο λειτουργικό ημερολόγιο, επειδή αυτό είχε μια στενή σχέση με την πολιτική, κοινωνική, δικαστική και διοικητική εφαρμογή πολλών νόμων. Οι νόμοι αυτοί εξαρτιόνταν από τις χριστιανικές γιορτές, όπως, για παράδειγμα, αυτές για τα βασανιστήρια, για τις πασχαλινές αμνηστεύσεις, για την απόδοση δικαιοσύνης, σχετικά με τις δικαστικές διαδικασίες, για τα θεάματα.

Ο αυτοκράτορας Μαρκιανός ζήτησε τη γνώμη του Προτερίου (451-457), του νέου επίσκοπου της Αλεξάνδρειας. Δεν διασώζεται η απάντησή του προς τον αυτοκράτορα, ωστόσο κατέφθασε μια επιστολή προς τον Πάπα Λέοντα το 444 , που υποστήριζε ότι ο αλεξανδρινός τρόπος υπολογισμού δεν εμπεριείχε κανένα σφάλμα (Ep. 133: PL 54,1084-1094) και, επομένως, το Πάσχα πρέπει να εορτάζεται στις 24 Απριλίου . Η επιστολή του Προτερίου αποτελεί μια ευρεία επεξήγηση, για ποιο λόγο η σωστή ημερομηνία είναι της 24ης, ενώ είναι λανθασμένη αυτή της 17ης Απριλίου.  Ο Πάπας Λέων δεν πείστηκε απόλυτα (Ep. 137, 1: PL54, 1100) αλλά αποδέχθηκε τον αλεξανδρινό υπολογισμό και έγραψε προς τους επισκόπους της Γαλατίας, της Ισπανίας και άλλων επαρχιών να εορτάσουν το Πάσχα στις 24 Απριλίου (Ep. 138: PL 54 , 1101-1102) ως ένα σημάδι της ειρήνης και της ενότητας. Ακόμα και ο αυτοκράτορας εξέφρασε τις αμφιβολίες του αλλά συμφώνησε με την αλεξανδρινή εκδοχή για το ύψιστο αγαθό της ενότητας.

Η συμφωνία του 455 δεν είναι το τέλος της ιστορίας του υπολογισμού του Πάσχα. Συνεχίζει και, ακόμη και σήμερα, τίθεται υπό συζήτηση. Το 457 ο Πάπας Λέων ζήτησε από τον Βιτόριο της Ακουϊτανίας να αναπτύξουν νέους πασχάλειους  πίνακες. Ακόμα, το 525 ο Πάπας Ιωάννης Α’ (523-526) ανέθεσε στον Διονύσιο τον Μικρό, που ακολουθούσε τον αλεξανδρινό κύκλο των 19 σεληνιακών ετών να προετοιμάσει έναν πίνακα για τα έτη από το 532 έως το 626 Anno Domini.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.