Δήμητρα Κούκουρα, «Τίς λαλήσει τάς δυναστείας τοῦ Κυρίου» και πώς;

8ο ΔΣΟΘ_600

Η εισήγηση της Καθηγήτριας του Τμήματος Θεολογίας ΑΠΘ στο 8ο Διεθνές Συνέδριο Ορθοδόξου Θεολογίας

H απορία του ψαλμωδού για τον κήρυκα των έργων του Θεού παραμένει πάντοτε επίκαιρη: «ποιος ποτέ θα μπορέσει υμνήσει επάξια τη θαυμαστή δύναμη του Κυρίου, ώστε να ακουστούν οι ύμνοι που του ταιράζουν;» Πολύ περισσότερο ισχύει, όταν πρόκειται για το μέγα μυστήριο της ευσεβείας και τον λόγο τον του Σταυρού, που εξακολουθεί να αποτελεί και σκάνδαλο και μωρία. Στην απάντησή του ο ψαλμωδός επικεντρώνεται στο ήθος του ομιλητή και στην ανάγκη για τη διαρκή του ετοιμότητα να τηρεί τις εντολές του Θεού με ανάλογες πράξεις.

Η γνωστή εντολή του Ιησού στους μαθητές του πριν από την Ανάληψή του «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη..» είναι σαφής και διαχρονική. Η μεταφορά της χαρμόσυνης είδησης της εν Χριστώ σωτηρίας ισχύει και για όλους τους μαθητές των μαθητών έως της συντελείας των αιώνων.

Βεβαίως η εντολή άρχισε να εκτελείται από την ημέρα της Πεντηκοστής μέχρι και σήμερα. Όμως δεν αρκεί όση προσπάθεια και αν έχει γίνει, γιατί υπάρχουν δισεκατομμύρια ανθρώπων στη γη που δεν έχουν ποτέ ακούσει για «τήν ἐν ἡμῖν ἐλπίδα». Και κανείς δεν τους έχει πει ότι ο Θεός δεν είναι χαμένος κάπου στο άπειρο αδιάφορος για τον πόνο των ανθρώπων, αλλά ότι είναι άνθρωπος όπως εμείς και συγχρόνως θεός αθάνατος που μας ανασύρει από τον θάνατο και μας χαρίζει τη ζωή και την ανάσταση.

Στα κείμενα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου ανακεφαλαιώνεται ο θεμελιώδης στόχος της ορθόδοξης μαρτυρίας:

«Μετέχοντες τῆς Θείας Εὐχαριστίαςκαί προσευχόμενοι ἐν τῇ ἱερᾷ Συνάξει ὑπέρ τῆς Οἰκουμένης, καλούμεθα νά συνεχίζωμεν την «λειτουργίαν μετά τήν Λειτουργίαν» καί νά δίδωμεν τήν μαρτυρίαν περί τῆς ἀληθείας τῆς πίστεως ἡμῶν ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων, μοιραζόμενοι τάς δωρεάς τοῦ Θεοῦ μεθ’ ὁλοκλήρου τῆς ἀνθρωπότητος…(Εγκύκλιος Συνόδου).

8ο ΔΣΟΘ_381

H Εκκλησία μοιράζεται τον θησαυρό της, αυτό που είναι και αυτό που έχει: «ἡ Ἐκ­κλη­σί­α δέν ζεῖ γι­ά τόν ἑ­αυ­τό της. Με­τα­δί­δει τή μαρ­τυ­ρί­α τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου τῆς χά­ρι­τος καί τῆς ἀ­λη­θεί­ας καί προ­σφέ­ρει σέ ὅ­λη τήν οἰ­κου­μέ­νη τά δῶ­ρα τοῦ Θε­οῦ: τήν ἀ­γά­πη, τήν εἰ­ρή­νη, τήν δι­και­ο­σύ­νη, τήν κα­ταλ­λα­γή, τήν δύ­να­μη τοῦ Σταυ­ροῦ καί τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως καί τήν προσ­δο­κί­α τῆς αἰ­ω­νι­ό­τη­τος.(Μήνυμα Συνόδου).

Ο ευαγγελισμός και ο επανευαγγελισμός αποτελούν επιτακτικό χρέος για όλα τα μέλη της Εκκλησίας, κλήρο και λαό, εφόσον μαζί αποτελούν το εκκλησιαστικό πλήρωμα και οφείλουν να απευθύνονται σε ποικίλους αποδέκτες:

 α) σε εκείνους που δεν έχουν  ακούσει ποτέ το ευαγγέλιο της χάριτος και της αληθείας, β) σε εκείνους που έχουν γίνει μέλη της με το βάπτισμα αλλά έχουν απομακρυνθεί από τη ζωή της και δεν συνεργούν στην ανακαινιστική χάρη του Αγίου Πνεύματος και γ) οπωσδήποτε στα συνειδητά εκκλησιαστικά πληρώματα, με στόχο όχι μόνον την πνευματική τους οικοδομή αλλά και την καλλιέργεια του χρέους της μαρτυρίας.

Παρ’ όλα αυτά ο ευαγγελισμός των εθνών δεν αποτελεί πάντοτε  πρωταρχική μέριμνα των τοπικών μας εκκλησιών. Ο επανευαγγελισμός εκείνων που έχουν αποκοπεί από τη ζωή της Εκκλησίας δεν είναι συστηματικός και στα κηρύγματα παρακλήσεως και πνευματικής οικοδομής ο θησαυρός της πίστεως σπάνια τονίζεται ως αγαθό που πρέπει να πολλαπλασιαστεί. Και έτσι η ορθόδοξη ζώσα παράδοση μετατρέπεται σε μουσειακό είδος. Και εμείς αρκούμαστε όταν έρχονται κοντά μας να τον θαυμάσουν οι λιγοστοί υποψιασμένοι ανάμεσα στα δισεκατομμύρια που αναζητούν την αλήθεια και απαντήσεις για το κακό που περίσσευσε στις σύγχρονες κοινωνίες.

Οι προτροπές της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου είναι αφυπνιστικές. Χρειάζεται όμως και η ανάλογη ανταπόκριση με σύνεση, σχεδιασμό και υπευθυνότητα. Προ πάντων με βαθειά πίστη.

Προς το παρόν, ο εφησυχασμός που παρατηρείται στα μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας, που συνήθως κυμαίνονται με ακαθόριστα κριτήρια από 200 σε 350 εκατομμύρια πιστούς, δημιουργεί αισθητό ιεραποστολικό κενό.

Οι διαπιστώσεις που προέρχονται από τα ορμητικά χριστιανικά ρεύματα που ξεκινούν από το Νότιο Ημισφαίριο για να κηρύξουν το ευαγγέλιο σε όλη τη γη δεν είναι αβάσιμες. Στηρίζονται στην παρατήρηση και τα μετρήσιμα δεδομένα.

Επισημαίνουν πως κάθε Κυριακή οι ίδιοι αριθμούν πολυπληθή εκκλησιάσματα, ενώ οι παραδοσιακές χριστιανικές εκκλησίες ολιγάριθμους πιστούς. Οι ευκτήριοι οίκοι τους πολλαπλασιάζονται παντού, ενώ στον Βορρά και ιδιαίτερα στην Ευρώπη μεγαλοπρεπείς Καθεδρικοί ναοί εκποιούνται και αλλάζουν χρήση.

8ο ΔΣΟΘ_532

Η τραγική ειρωνεία είναι ότι επαναλαμβάνεται το ίδιο φαινόμενο «ιεροσυλίας» χώρων λατρείας, που είχε επιτελεσθεί από τα ολοκληρωτικά καθεστώτα του 20ου αιώνα. Όμως, τώρα, με τη βούληση ιστορικών τοπικών εκκλησιών καθαγιασμένοι χώροι από την τέλεση των ιερών μυστηρίων  μετατρέπονται σε πανάκριβους χώρους εστίασης και φιλοξενίας. Ευτυχώς όχι σε μηχανουργεία ή στάβλους, όπως συνέβη στις χώρες των αθεϊστικών καθεστώτων.

Παράλληλα προβάλλεται το αδιαμφισβήτητο επιχείρημα ότι το κέντρο της χριστιανικής βαρύτητας έχει πλέον μετακινηθεί στον Νότο, το κείμενο της Αγίας Γραφής μεταφράζεται και διαδίδεται με ραγδαίους ρυθμούς στις γλώσσες και τις διαλέκτους της Νοτίου Αμερικής, Αφρικής, Ασίας Ωκεανίας και σε πολλαπλά αντίτυπα. Στα δικά μας περιβάλλοντα συνηθέστερα είναι γνωστή μόνον από τα αναγνώσματα της Κυριακής.

Χωρίς αμφιβολία, τα μέλη των πολυδαίδαλων παραποτάμων που προέκυψαν από το ρεύμα της Μεταρρύθμισης αυξάνουν διαρκώς και η εντολή του Κυρίου προς τους μαθητές του και τους μαθητές των μαθητών του «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη» αποτελεί κύρια συνιστώσα της χριστιανικής τους ταυτότητας.

Όσοι εκπρόσωποι Ορθοδόξων τοπικών εκκλησιών συμμετέχουν σε παγκόσμια συνέδρια ιεραποστολής ή άλλες παγκόσμιες συναντήσεις με όλες ανεξαιρέτως τις χριστιανικές παραδόσεις, όπου είναι παρόντες και οι Evangelicals και οι Pentecostals με τα εκατοντάδες εκατομμύρια πιστών στους κόλπους τους, προβληματίζονται αρκετά για το θέμα που μας απασχολεί. Τα ερεθίσματα που λαμβάνουν, αν δεν οδηγήσουν σε μία επιπόλαιη απόρριψη αυτών που δεν είναι όπως εμείς, μπορούν να προκαλέσουν μία γόνιμη  αυτοκριτική και αφύπνιση του Ορθοδόξου χρέους. Διότι, συχνά, όταν υπάρχει η δυνατότητα σύγκρισης, ουσιαστικές παραλείψεις, που έχουν γίνει συνήθεια και τείνουν να εξελιχθούν σε τρόπο ζωής, γίνονται περισσότερο αντιληπτές.

Η πρώτη εντύπωση είναι ο ένθερμος ιεραποστολικός ζήλος, ανύπαρκτος σε τέτοιο βαθμό στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Βεβαίως οι δικές μας απορίες είναι εύλογες για την εκκλησιολογία, τη συστηματική θεολογία, τη σωτηριολογία, η αγιολογία κ.ο.κ. Ωστόσο, όλοι  ομολογούν πίστη στην Αγία Γραφή και στο Σύμβολο των Αποστόλων ή της Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως, έχουν βαθειά γνώση της Γραφής και τη δική τους πνευματική πορεία προς τον Χριστό (faith story) στον Χριστό.Tο κήρυγμά τους διατυπώνεται με ελκυστικούς εκφραστικούς τρόπους, διέπεται από αγωνιστικό φρόνημα και στοχεύει στην απαλλαγή από τα δεινά που καταδυναστεύουν τις σύγχρονες ανθρώπινες κοινωνίες.

Το δεύτερο σχόλιο είναι ο απεριόριστος γεωγραφικός τους ορίζοντας. Εξαπλώνονται παντού. Δεν διστάζουν να διεισδύσουν σε περιοχές που μπορεί ακόμη και να διαταράξουν την εύθραυστη ειρηνική συνύπαρξη πολυπληθών θρησκευτικών κοινοτήτων: π.χ στην Ινδία όπου η μεταστροφή μουσουλμάνων στον χριστιανισμό είναι θέμα αποστασίας που προκαλεί αντίποινα εναντίον όλων ανεξαιρέτως των χριστιανικών κοινοτήτων. Η πολυδιάσπαση των χριστιανικών παραδόσεων είναι άγνωστη στους οπαδούς του Κορανίου. Εκεί ισχύουν μόνο οι βασικές διχοτομίες: πιστός-άπιστος, Μωάμεθ-Χριστός και αυτοί που υφίστανται την τιμωρία είναι οι πιστοί όλως των Χριστιανικών παραδόσεων αδιακρίτως.

Εκείνο όμως που αποκτά μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την Ορθόδοξη Εκκλησία είναι ο ζήλος τους να διαδώσουν το Ευαγγέλιο και στην Ευρώπη με τις χριστιανικές καταβολές που ανάγονται στους ίδιους τους Αποστόλους. Η πρώτη αντίδραση των Ορθοδόξων είναι ότι ασκούν προσηλυτισμό. Όμως η πραγματικότητα δεν είναι τόσο απλή. Διότι ο επανευαγγελισμός είναι κοινή αγωνία όλων των ευρωπαϊκών εκκλησιών της Ορθοδόξου μη εξαιρουμένης, ενώ η πληθυσμιακή σύνθεση της γηραιάς Ηπείρου έχει σημαντικά αλλάξει. Και ενώ οι Εκκλησίες στην Ευρώπη χαρακτηρίζουν τις ιεραποστολικές εκστρατείες που  ξεκινούν από την Κορέα, τη Νιγηρία, τη Βραζιλία και άλλες χώρες του Νότου ως προσηλυτισμό, οι ποικίλοι εισαγόμενοι ιεροκήρυκες υποστηρίζουν ότι το καθήκον του ευαγγελισμού είναι κοινό και κανείς δεν μπορεί να τους απαγορεύσει να το επιτελέσουν. Ακόμη περισσότερο κανείς δεν μπορεί να τους απαγορεύσει να διαποιμάνουν τους πολυπληθείς οικονομικούς πρόσφυγες που έχουν καταφύγει στην Ευρώπη από τον Νότο.

8ο ΔΣΟΘ_369

Εκτός από τη συνεπή υπακοή στην εντολή του Χριστού για τον ευαγγελισμό των Εθνών, αυτός ο ζήλος ίσως να δικαιολογείται και από την άγνοια της εκκλησιαστικής ιστορίας, εφόσον για αρκετούς ακόμη και ο Λούθηρος είναι άγνωστος. Άρα δεν έχουν δυσκολία να στείλουν ιεραποστόλους στις Σλαβόφωνες χώρες για να ευαγγελιστούν τον Χριστό, εφόσον αγνοούν το έργο των Θεσσαλονικέων ιεραποστόλων Κυρίλλου και Μεθοδίου πριν από 11 αιώνες. Αλλά και με την ίδια ευκολία έρχονται και στη Θεσσαλονίκη να φέρουν τα «καλά νέα», χωρίς να συνειδητοποιούν ότι ο Απ. Παύλος τους πρόλαβε πριν από 20 περίπου αιώνες.

Παρόλα αυτά ο αντίλογός τους  δεν είναι αβάσιμος: δεν έχει σημασία αν κάποια φορά κηρύχτηκε το Ευαγγέλιο και η πίστη των Χριστιανών αποτυπώθηκε σε μνημεία του πολιτισμού. Τώρα τί γίνεται;

Στην Ευρώπη ο συστηματικός διωγμός από τα αθεϊστικά καθεστώτα του 20ου αιώνα άφησε πίσω του 3-4 γενιές αγεώργητες, οι οποίες, όταν έπεσαν τα τείχη του ολοκληρωτισμού, με πολλή δύσκολα συνδέθηκαν πάλι με τη ζωή της εκκλησιάς. Προφανείς αιτίες ανάμεσα σε άλλες τα ευδαιμονιστικά δυτικά πρότυπα ζωής που κυριάρχησαν και η απουσία σύγχρονων τρόπων ποιμαντικής προσέγγισης. Παράλληλα η αυτονόμηση του ορθού λόγου και ο υπερτονισμός της μοναδικότητάς για την εύρεση της αλήθειας από τον Διαφωτισμό οδήγησε άλλοτε στην περιφρόνηση και άλλοτε στην αδιαφορία για τη χριστιανική πίστη.

Στα μάτια των δυναμικών ιεραποστόλων η Ευρώπη προβάλλεται ως μία προκλητική terra missionis, εφόσον πλέον είναι πολυπολιτισμική με πληθώρα προσφύγων, οικονομικών μεταναστών και άλλων μετακινούμενων εργαζομένων ή σπουδαστών.

Και το ερώτημα είναι εμείς οι Ορθόδοξοι τί κάνουμε; Εάν Χριστιανοί νεώτερων παραδόσεων έρχονται στον Βορρά να διαδώσουν το Ευαγγέλιο σε μία ελεύθερη κοινωνία διακίνησης θρησκευτικών πεποιθήσεων οι Ορθόδοξοι τί κάνουμε;

Προφανώς οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε το χρέος που πρωτίστως υπογράμμισε η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος όχι μόνο γιατί η «κλοπή των προβάτων» από ξένους στην περιοχή, όπως συχνά τονίζεται στα κείμενα κατά του προσηλυτισμού, είναι μία πραγματικότητα, αλλά γιατί αυτή είναι η αποστολή της Εκκλησίας μας.

Το επόμενο ερώτημα είναι: με ποιον τρόπο θα επιτελέσουμε το χρέος μας;  Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Ίσως χρειάζεται να ξεκινήσει με μία έντιμη αυτοκριτική από τους ποιμένες και τους διδασκάλους, κληρικούς και λαϊκούς και σοβαρό ποιμαντικό σχεδιασμό σε σχέση με το σύγχρονο κοινωνικό και πολιτιστικό περιβάλλον. Άλλωστε η σωστή ποιμαντική αναδεικνύει κληρικούς και λαϊκούς στελέχη της Εκκλησίας και για τον επανευαγγελισμό και  για τον ευαγγελισμό. Για το μερίδιο  της ακαδημαϊκής κοινότητας θα μπορούσαμε να επισημάνουμε ανάμεσα στα πολλά τα εξής:

-εάν είναι αλήθεια πώς οι άνθρωποι, αν δεν ακούσουν, δεν θα πιστέψουν, που σημαίνει ότι η Εκκλησία οφείλει να αρθρώσει τον λόγο της, στις Θεολογικές μας Σχολές σπανιότατα διδάσκεται αυτόνομα η Ομιλητική με όλες τις παραμέτρους της επικοινωνίας, που είναι τόσο απαραίτητη για την εποχή μας. Συχνά το γνωστικό της πεδίο εκλαμβάνεται ως ενασχόληση με πρακτικές οδηγίες που θα διευκολύνουν το κήρυγμα για τη λειτουργία της Κυριακής. Όμως η ομιλητική διαδικασία είναι πολύ πιο σύνθετη και πολλοί παράγοντες εμπλέκονται. Η μεταφορά του μηνύματος του ευαγγελίου στην ποικιλία των αποδεκτών, εντός ή εκτός του ιερού ναού, στη γειτονιά μας που χώρεσε πλέον όλον τον κόσμο ή στις άκρες της γης, δια ζώσης ή με τη χρήση των ποικίλων μέσων επικοινωνίας, δεν είναι πλέον απλή υπόθεση Χρειάζονται όλοι οι θεολόγοι μας να διδάσκονται την τέχνη της επικοινωνίας διότι και ευαγγελισμός και ο επανευαγγελισμός είναι κοινή υπόθεση κληρικών και λαϊκών, ανδρών και γυναικών, στελεχών της Εκκλησίας.

– στα προγράμματα των θεολογικών μας Σχολών εκτός από  την Ομιλητική που σποραδικά απαντά ως παράρτημα κάποιου άλλου μαθήματος της Πρακτικής Θεολογίας η Ιεραποστολική εξίσου σπάνια διδάσκεται.

8ο ΔΣΟΘ_530

Μετά την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο καθ’ οδόν προς μία δεύτερη τον 21ο αιώνα η ακαδημαϊκή θεολογία έχει να συνδράμει στο έργο της Εκκλησίας με την έρευνα των πηγών και την παράλληλη σπουδή της σύγχρονης αναζήτησης. Η Θεολογία είναι πρωτίστως πνευματική εμπειρία της παρουσίας του ζώντος θεού, που αποτυπώνεται στη ζωή και τa έργα των πιστών μέσα στην κοινωνία. Η ακαδημαϊκή θεολογία περιγράφει με παραδεκτές μεθοδολογίες την παρουσία των χριστιανών μέσα στον κόσμο και διαλέγεται μαζί του για να του μεταφέρει με δικούς του κώδικες επικοινωνίας το μέγα μυστήριο της πίστεως. Σημασία έχει το μήνυμα, το αναλλοίωτο περιεχόμενό του και ο τρόπος που μεταδίδεται σε κάθε πολιτιστικό περιβάλλον.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.