Θεολογία Σαρκούμενη: Χαιρετισμός τοῦ Προέδρου τοῦ Τμήματος Θεολογίας Καθηγητή κ. Παναγιώτη Ἰ. Σκαλτσῆ στήν Τελετή Ὁρκωμοσίας τῶν τελειοφοίτων τοῦ Τμήματος

Λαρεντζάκης_280Κυρία Ἀναπληρώτρια Πρύτανη

Κύριε Κοσμήτορα

Κυρίες καί Κύριοι Συνάδελφοι

Ἀγαπητοί τελειόφοιτοι τοῦ Τμήματος Θεολογίας

τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ.

Ἡ σημερινή Δημόσια Πανηγυρική Συνεδρίαση τοῦ Τμήματος Θεολογίας ἔχει τήν ξεχωριστή τιμή καί χαρά νά ἐπιβραβεύει μέ κάθε ἐπισημότητα τόν κόπο, τό φιλοπρόοδο πνεῦμα καί τή δημιουργική στά πανεπιστημιακά ἕδρανα παρουσία καί δραστηριότητα τῶν αὐτῆς τῆς περιόδου τελειοφοίτων τοῦ Τμήματος. Τά αἰσθήματα γιά ὅλους μας, ἀλλά πρωτίστως γιά σᾶς, ἀγαπητοί μου τελειόφοιτοι, εἶναι ἀνάμεικτα καί ποικίλλα. Αἰσθήματα πού παραπέμπουν στά ἔτη τῆς σπουδῆς, τῆς μαθητείας, τῆς ἔρευνας καί τῆς μελέτης γιά τή θεολογική σας κατάρτιση. Αἰσθήματα ἐπίσης πού δημιουργοῦνται ἀπό τήν ἀναφορά στό μέλλον πού ἀνοίγεται μπροστά σας, στόν κόσμο τῶν προκλήσεων, ἀλλά καί τῶν εὐκαιριῶν.

Δέν εἶναι ἴσως τυχαῖο τό ὅτι ἡ σημερινή ἡμέρα βρίσκεται πρῶτον στό μεθέορτο κλίμα τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού συγκροτεῖ τό θεσμό τῆς Ἐκκλησίας καί προβάλλει καθημερινά ὡς ἡ πρώτη πηγή τῶν ἀγαθῶν, δεύτερον στά προεόρτια τῆς ἐν Χαλκιδόνι Ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς Τετάρτης Συνόδου οἱ Πατέρες τῆς ὁποίας «τὸν σαρκωθέντα Λόγον γάρ, Θεὸν τε καὶ ἄνθρωπον, ταῖς ἐνεργείαις ἅμα καὶ τοῖς θελήμασι, τοῖς καταλλήλοις ἡμῖν ἀνεκήρυξαν»[1], τρίτον στόν ἀπόηχο τῆς Ἀγίας καί Μεγάλης Συνόδου πού συνεκλήθη προσφάτως στό Κολυμπάρι τῶν Χανίων, γεγονός μεγάλης ἱστορικῆς καί πνευματικῆς γιά τή ζωή τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας σημασίας, καί τέταρτον μία ἀκριβῶς ἡμέρα ἀπό τή μνήμη ἑνός σύγχρονου ἁγίου, τοῦ ὀσίου Παϊσίου, πού τιμᾶται αὔριο.

Ὅλα αὐτά τά παραδείγματα, τά ὁποῖα ἐσεῖς ὡς νέοι θεολόγοι μελετᾶτε καί ἐρευνᾶτε, ἀναδεικνύουν τήν ἑνότητα τῆς θεολογίας ὡς γνώση τῶν κειμένων καί τῶν μνημείων της, ἀλλά καί ὡς πνευματέμφορη ἐσωτερική ἐμπειρία, ὡς λόγο ἔμπρακτο καί πράξη ἐλλόγιμο, ὡς πρόταση πνευματικῆς ἀφύπνισης καί ἐπανευαγγελισμοῦ τοῦ κόσμου, ὡς τό μυστήριο πού ἑρμηνεύει τό αἰώνιο στό πρόσκαιρο καί φέρνει σέ κοινωνία τό θεῖο μέ τό ἀνθρώπινο, ἀλλά καί ὡς τό κήρυγμα πού διασώζει μέσα στήν Ἐκκλησία τήν πίστη, ἡ ὁποία «καὶ χιτῶνα φοροῦσα τῆς ἀληθείας, τὸν ὑφαντὸν ἐκ τῆς ἄνω θεολογίας, ὀρθοτομεῖ καί δοξάζει τῆς εὐσεβείας τὸ μέγα μυστήριον»[2].

Ἔχει γραφεῖ ὅτι «γιὰ νὰ καταστεῖ τὸ ἔργο τῆς θεολογίας ἀντάξιο τῆς ἀποστολῆς της, ἀπαιτεῖται ὅπως ἡ θεολογίας συντρέχει καὶ συνεκδημεῖ μὲ τὴν  Ἐκκλησία στὴν πορεία της γιὰ τὴ συνεχὴ σάρκωσή της στὸν κόσμο»[3]. Τά δύο αὐτά μεγέθη, Θεολογία καί Ἐκκλησία, δέν χωρίζονται. Σημεῖο ἀναφορᾶς καί τῶν δύο εἶναι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα πού συγκροτεῖ τὴν Ἐκκλησία, ἐνεργεῖ τὰ χαρίσματα, ἐμπνέει, φωτίζει καί καθοδηγεῖ τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας νά ἔχουν ὡς κέντρο τῆς ζωῆς τους τό Χριστό, πού «ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων»[4]. Ἡ Ἐκκλησία ὡς θεματοφύλακας τῆς θεολογίας συνεχίζει διά τῶν μυστηρίων τή «σάρκωση» τοῦ Λόγου στό συνεχῶς μεταβαλλόμενο κόσμο. «Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ἡ θεολογία ἐπιχειρεῖ νὰ ἑρμηνεύει συνεχῶς τό θεῖο Λόγο στά δεδομένα τοῦ μεταβαλλόμενου κόσμου μὲ μόνο σκοπὸ τὴν ἀπὸ μέρους τοῦ κόσμου πρόσληψη καὶ οἰκείωση τοῦ θείου Λόγου στὴν ἑκάστοτε ἔκφανση τῆς ζωῆς του»[5]. Μέ τήν ἔννοια αὐτὴ ἡ θεολογία προφυλάσσει τήν Ἐκκλησία ἀπὸ παραχαράξεις καί λανθασμένες ἑρμηνεῖες τοῦ λόγου της, ἀλλά καί τῆς ζωῆς της.

α) Μιλᾶμε π.χ. σήμερα γιά τήν ἔννοια τοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπου καί θεωροῦμε ἐκεῖνον πού ἔχει ἐντρυφήσει στή σοφία τοῦ κόσμου τούτου, γνωρίζει τέλεια τό ἐπιστημονικό πεδίο πού εἰδικεύθηκε καί ἔχει λόγο γιά τά τεκταινόμενα στό κοινωνικό γίγνεσθαι. Ἔρχεται βεβαίως ἡ θεολογία, ἡ ὁποία χωρίς νά ἀπορρίπτει τά προηγούμενα, κάνει λόγο γιά τόν τέλειο ἐν Χριστῷ ἄνθρωπο, ἴδιον τοῦ ὁποίου εἶναι ἡ ἐνοίκηση τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου στήν καρδιά[6], ἡ ὑπέρβαση τοῦ φρονήματος τῆς σαρκός[7] καί ἡ ἀναστροφή ἐν τῷ κόσμῳ «οὐκ ἐν σοφίᾳ σαρκικῇ, ἀλλ’ ἐν χάριτι Θεοῦ»[8] καί «πνεύματι Θεοῦ»[9].

β) Ζοῦμε ἐπίσης στίς μέρες μας τό σύνδρομο τῶν ἀκροτήτων, τῆς ὀρμέμφυτης θρησκευτικότητας καί τοῦ φονταμενταλισμοῦ ἀπό τήν μία καί τῆς θρησκευτικῆς ἀδιαφορίας ἀπό τήν ἄλλη. Μᾶς παρασύρουν ἀκόμη φωνές πού δημιουργοῦν σύγχυση μεταξύ καλοῦ καί κακοῦ, ἀλήθειας καί ψεύδους, κτιστοῦ καί ἀκτίστου, θέτουν δέ ὡς προτεραιότητα τόν ἄνθρωπο ἔναντι τοῦ Θεοῦ (ἀκτιβισμός) καί ἐπιλέγουν γιά «ὁδὸ ζωῆς τόν τρόπο τῆς θνητότητας», δηλαδή τήν αἵρεση[10].

Ἔρχεται πάλι ἡ θεολογία καί μέ τήν «νοητὴν λαμπηδόνα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»[11] διατυπώνει «ὅρον θεοδίδακτον» κατά τήν Σύνοδον τῆς Χαλκηδόνος, ἡ ὁποία μιλᾶ γιά Θεανθρώπινη ὀντολογία πού δέν ἀφήνει περιθώρια γιά συγχύσεις, διαιρέσεις, ἀλλοιώσεις καί ἀλλοτριωτικές προσεγγίσεις. Ἡ Σύνοδος αὐτή, τήν ὁποίαν ἑορτάζουμε τήν ἐρχόμενη Κυριακή (17 Ἰουλίου), προβάλλει μία θεολογία σαρκούμενη, μέ τήν ἔννοια ὅτι ἀνεκήρυξε τόν ἀπερίγραπτον καί ἀνερμήνευτον Λόγον «σάρκα χρηματίσαντα», «Θεὸν τέλειον καὶ ἄνθρωπον, διπλοῦν ταῖς φύσεσι καὶ ταῖς ἐνεργείαις ὑπάρχοντα, διπλοῦν καὶ ταῖς θελήσεσιν, ἕνα τὸν αὐτὸν καθ’ ὑπόστασιν»[12]. Ἡ κατά τήν ἐνανθρώπηση τέλεια καί πραγματική πρόσληψη τῆς ἀνθρωπότητας ἀπό τή θεότητα, ἡ ἕνωση τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ «άσυγχύτως», ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τή θεραπεία τῆς (ἀρρωστημένης) ἀνθρώπινης φύσης[13]. Αὐτή ἀκριβῶς ἡ ἀλήθεια πού ἀπορρέει ἀπό τή σάρκωση συνεχίζεται μέσα στήν Ἐκκλησία βιούμενη στό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας ὅπου «ἡ κοινωνία τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου εἶναι μετοχὴ στὴ σάρκα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ»[14].

γ) Τήν ἀποστολή τῆς θεολογίας στήν Ἐκκλησία καί τό σύγχρονο κόσμο διεκδικοῦν καί ἐκφράζουν καί τά δύο ἄλλα παραδείγματα πού ἀναφέραμε, αὐτό τῆς σύγκλισης τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ αὐτό τῆς προσωπικότητας ἑνός σύγχρονου ἁγίου. Τό πρῶτο ἔρχεται ὡς συνέχεια τοῦ Συνοδικοῦ τρόπου ἔκφρασης τῆς Ἐκκλησίας γιά νά μᾶς δώσει σήμερα τό μήνυμα τοῦ ἐπανευαγγελισμοῦ τοῦ κόσμου, ὅπως αὐτό ἀπορρέει ἀπό τό γεγονός τῆς Ἐνσαρκώσεως. «Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος – τονίζεται στό σχετικό μήνυμα πρός τόν Ὀρθόδοξο λαό καί κάθε ἄνθρωπο καλῆς θελήσεως – ἄνοιξε τὸν ὀρίζοντά μας στὴ σύγχρονη πολύμορφη οἰκουμένη. Τόνισε τὴν εὐθύνη μας μέσα στὸ χῶρο καὶ τὸν χρόνο, πάντοτε μὲ προοπτικὴ τὴν αἰωνιότητα. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, διατηρώντας ἀλώβητο τὸν Μυστηριακὸ καὶ Σωτηριολογικὸ της χαρακτῆρα, εἶναι εὐαίσθητη στὸν πόνο, στὶς ἀγωνίες καὶ στὴν κραυγὴ γιὰ δικαιοσύνη καὶ εἰρήνη τῶν λαῶν. Εὐαγγελίζεται σήμερον ἕξ ἡμέρας τὸ σωτήριον αὐτοῦ».

Τό δεύτερο παράδειγμα, τοῦ τιμημένου αὔριο ὁσίου Παϊσίου, ἔρχεται νὰ ἐπιβεβαιώσει ὅλα τά παραπάνω περί θεολογίας ὡς γνώσης ἀλλά καί ἐμπειρίας ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, ὡς κοινωνίας ἐν τοῖς μυστηρίοις τοῦ σαρκωμένου Λόγου καί ὡς μαρτυρία τῆς ἁγιότητος στόν σύγχρονο κόσμο. Εἶναι ὁ ἀσκητής πού μίλησε γιά τή θεολογία ὡς περιγραφή καί ἑρμηνεία τῶν θείων μυστηρίων ἀπό ὅσους ἔχουν τόσο τήν ἐξωτερική μόρφωση, ὅσο καί τήν ἐσωτερική μόρφωση τῆς ψυχῆς[15]. Εἶναι τό σύγχρονο πρότυπο πού ἔζησε τὴν ἁγιότητα τόσο ὡς ἀγάπη στὸν σαρκωμένο Χριστό, ὅσο καί ὡς θυσία πρός τόν ἄλλον . «Σκοπὸς ὅμως – σημειώνει σ’ ἕναν ἀπὸ τοὺς λόγους του – εἶναι νὰ κάνω ὄχι αὐτὸ πού βολεύει ἐμένα, ἀλλὰ αὐτὸ πού βολεύει τὸν ἄλλον»[16].

Τελικά ἡ θεολογία εἶναι ἡ φωνή τῆς Ἐκκλησίας περὶ τοῦ τρόπου ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου ἐν Χριστῷ καὶ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ. Σ’ ἕναν κόσμο συγκρούσεων, ἀκραίων συμπεριφορῶν καί ἁπολυτοτήτων, πού τά πάντα κρίνονται ἐγωκεντρικά, ἐφήμερα καί πολλές φορές ἄδικα, εἶναι ἀναγκαῖος ὁ λόγος, ἀλλά καί ἡ πρακτική πού ἐπιδιώκουν τήν πνευματική ἀφύπνιση καί μεταμόρφωση τοῦ ἀνθρώπου, πού διδάσκουν τήν ἀλήθεια τῆς πρόσληψης τῆς ἀνθρωπότητας ἀπό τήν θεότητα, ἔτσι ὥστε κατά τήν εὐαγγελική μαρτυρία, ἀλλά καί τήν Πατερική καί Συνοδική διδαχή νά ἀπολαμβάνει ὁ ἄνθρωπος στή ζωή του τά δῶρα τοῦ Θεοῦ: τήν ἀγάπη Του, τήν εἰρήνη, τή δικαιοσύνη, τήν καταλλαγή, τή δύναμη τῆς Ἀναστάσεως καί τήν προσδοκία τῆς αἰωνιότητος[17].

Θερμά συγχαρητήρια καί ὁ Χριστός νά εἶναι πάντοτε τό πρότυπο στή ζωή σας!

[1] Τροπάριο δ΄ ὡδῆς τοῦ Κανόνα τοῦ Ὄρθρου τῆς ΙΓ΄ Ἰουλίου.

[2] Κοντάκιο ἑορτῆς ΙΓ΄ Ἰουλίου.

[3] Ἠλία Α. Βουλγαράκη, Χριστιανισμὸς καὶ κόσμος. Ἀναζητώντας ἕνα σύγχρονο χριστιανικὸ λόγο, ἐκδ. «Ἀρμός», Ἀθήνα 1993, σ. 67.

[4] Ἰω. 1,4.

[5] Ἠλία Ἀ. Βουλγαράκη, ὅ.π., σ.50.

[6] Ρωμ. 8, 10-11.

[7] Ρωμ. 8,6.

[8] Β΄ Κορ. 1,12.

[9] Ρωμ. 8,14.

[10] Χρήστου Γιανναρᾶ, Ἐνάντια στή θρησκεία, ἔκδ. Ἴκαρος, 2006, σ.81.

[11] Τροπάριο τῶν Αἴνων ἑορτῆς ΙΓ΄ Ἰουλίου.

[12] Τροπάριο Ἑσπερινοῦ ἑορτῆς ΙΓ΄ Ἰουλίου. Βλ. καί Γεωργίου Δ. Μαρτζέλου, Γένεση καὶ πηγὲς τοῦ ὅρου τῆς Χαλκηδόνας. Συμβολὴ στὴν  ἱστορικοδογματικὴ διερεύνηση τοῦ ὅρου τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου [Φιλοσοφική καί Θεολογική Βιβλιοθήκη, ἀριθμ. 7], ἔκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1986.

[13] Βλ. Νίκου Ἀ. Ματσούκα, Ὀρθοδοξία καὶ αἵρεση στοὺς ἐκκλησιαστικοὺς συγγραφεῖς τοῦ Δ΄, Ε΄, Στ΄ αἰῶνα, ἔκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 295. Χρυσοστόμου Ἀ. Σταμούλη, Ἄσκηση αὐτοσυνειδησίας, ἔκδ. «Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2004, σσ.193-285. Βασιλείου Ἀ. Τσίγκου, Θέματα Δογματικῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Θεσσαλονίκη 2014, σσ.163-219

[14] Χρήστου Γιανναρᾶ, ὅ.π., σ.129.

[15] Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Ἐπιστολές, Σουρωτὴ Θεσσαλονίκης, σ. 127.

[16] Γέροντος Παϊσίου Ἀγιορείτου, Λόγοι Β΄, Πνευματικὴ Ἀφύπνιση, Σουρωτὴ Θεσσαλονίκης, σ. 26.

[17] Ἀπό τήν Ἐγκύκλιο τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

 Δευτέρα, 11 Ἰουλίου 2016

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ και χαρακτηρίσθηκε . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.