Χαράλαμπος Ατματζίδης, Ο σύγχρονος χριστιανός της Δύσης και η επικαιροποίηση των μηνυμάτων της Καινής Διαθήκης στην μετανεοτερικότητα

ΙΔ Συμπόσιο_238

Η εισήγηση του Αναπληρωτή Καθηγητή του Τμήματος Θεολογίας ΑΠΘ στο ΙΔ΄ Διαχριστιανικό Συμπόσιο με θέμα «Ευαγγελισμός και Επανευαγγελισμός στην Ευρώπη του 21ου αιώνα» στη Θεσσαλονίκη

Κυρίες και κύριοι

Ι. Ο κόσμος και ο χριστιανός στην μετανεοτερικότητα

1. Εισαγωγικά επισημαίνω ότι κατά τη νεοτερική εποχή σημειώθηκαν στον τομέα της επιστήμης σημαντικά επιτεύγματα. Αυτά καλλιέργησαν στον άνθρωπο την περί προόδου άποψη και την βεβαιότητα ότι ο άνθρωπος είναι ικανός αξιοποιώντας τις δυνάμεις του ορθού λόγου να αποκτήσει απόλυτη και αντικειμενική γνώση των πραγμάτων.

Ταυτόχρονα όμως οφείλω να επισημάνω ότι η ανθρωπότητα έζησε, ιδιαίτερα τον εικοστό αιώνα, σημαντικές και πολλές φορές δραματικές εμπειρίες, όπως τη  γένεση και ανάπτυξη του φασισμού και του σταλινισμού, την έκπτωση του ατόμου, την αποτυχία του εργατικού προλεταριακού κινήματος, την ψευδαίσθηση της χειραφέτησης του ανθρώπου στη δεκαετία του 60 κ.ά.

Όλα αυτά στάθηκαν η αφορμή να αναπτυχθούν στον χώρο της φιλοσοφίας θεωρητικές τάσεις κριτικής του Λόγου και της διαδικασίας του κοινωνικού εξορθολογισμού. Ταυτόχρονα σηματοδότησαν την έναρξη της νέας κατάστασης, η οποία περιγράφεται ως μετανεοτερική.

Έκτοτε αναπτύσσεται ένας οξύς αλλά και γόνιμος διάλογος μεταξύ των εκφραστών της μετανεοτερικότητας και της νεοτερικότητας. Από τον διάλογο αυτό προκύπτουν ιδιαίτερα σημαντικές τοποθετήσεις για τον σύγχρονο κόσμο. Παρακάτω αναφέρω ορισμένες από αυτές, που άπτονται του θέματός μας. Έτσι η μετανεοτερικότητα:

α) Αποκηρύσσει την κυριαρχία του λόγου και αρνείται την εκδοχή της προόδου, η οποία καλλιεργήθηκε στους κόλπους της νεοτερικότητας. Ακόμη απορρίπτει τις μεγάλες αφηγήσεις, τα μεγάλα δηλαδή θρησκευτικά, πολιτικά, πολιτισμικά, ιδεολογικά κ.ά. συστήματα, επί των οποίων θεμελιώθηκαν πολιτικοί και κοινωνικοί θεσμοί, τρόποι διανόησης και συμπεριφορές.

Επίσης αυτή και σε σχέση με τις μεγάλες αφηγήσεις απορρίπτει κάθε μορφή τελεολογίας. Αντιμάχεται δηλαδή ιδέες, όπως του F. Fykoygiama, ο οποίος επικαλείται τον K. Marx και τον ιδεαλιστή φιλόσοφο G. W. F. Hegel για να εξυμνήσει τον θρίαμβο του καπιταλισμού, που αποτελεί γι΄ αυτόν  “το τέλος της ιστορίας”.

Στο ίδιο πλαίσιο, η μετανεοτερικότητα θεωρεί ότι έχουν πεθάνει οι πάσης φύσεως ιδεολογίες, οι οποίες απαιτούσαν από τους ανθρώπους την ευθυγράμμισή τους στην «αλήθεια» που αυτές εξέφραζαν. Κατά την μετανεοτερικότητα, δεν υπάρχει μια συγκροτημένη επιστήμη η οποία εξελίσσεται προοδευτικά διά μέσου της ιστορίας με στόχο την κατάκτηση της απόλυτης αλήθειας. Αντίθετα, υπάρχουν πολλές αλήθειες, που κάθε μια τους καθορίζεται από τις δοξασίες της εκάστοτε κοινωνίας ή εποχής. Η αλήθεια αλλάζει καθώς αλλάζει η κοινωνία.

β) Επίσης, η μετανεοτερικότητα ευνοεί την διαφορετικότητα, την απροσδιοριστία και την ποικιλομορφία, και αντιτίθεται στην κοινωνική τάξη πραγμάτων και την τυποποίηση της γνώσης, που αποτελούν βασικές αρχές της νεοτερικότητας.

γ) Τέλος, η μετανεοτερικότητα αποκλείει την μια και μοναδική ανάγνωση του κάθε κείμενου. Η μετανεοτερικότητα επέκτεινε τον θάνατο των ιδεολογιών και στο περιεχόμενο του κειμένου.

Στις παραπάνω αυτές τρεις κύριες θέσεις ή πραγματικότητες, που πρόβαλλε η μετανεοτερικότητα, θα επανέλθουμε στο δεύτερο μέρος της εισήγησής μας.

ΙΔ Συμπόσιο_257

2. Στο μετανεοτερικό πλαίσιο που περιγράψαμε είναι ενταγμένος και ο σύγχρονος χριστιανός της Δύσης. Αυτός είναι ταυτόχρονα μέλος της χριστιανικής «οικογένειας» και μέρος της ποικιλόμορφης δυτικής κοινωνίας. Πρόκειται για μια πραγματικότητα, που αν αγνοηθεί, επιφέρει πολυεπίπεδες συνέπειες στην κοινωνική συνοχή της Δύσης.

Ο σύγχρονος χριστιανός της Δύσης παρουσιάζει όμως και μια ιδιαιτερότητα, η οποία αφορά τον ίδιο και την πρόσληψη του κυριότερου θρησκευτικού του κειμένου, της Καινής Διαθήκης (: ΚΔ). Ο χριστιανός, καθώς προσεγγίζει την ΚΔ, μοιάζει, για να μιλήσω παραβολικά, με την επαφή που έχει ένα αμάθητο παιδί της πόλης που εκδράμει για πρώτη φορά με την οικογένειά του στην εξοχή  κατά την άνοιξη. Εκεί βλέπει για πρώτη φορά τα χωράφια με το καταπράσινο στάχυ και νομίζει ότι πρόκειται για το γκαζόν της πολυκατοικίας, όπου ζει. Ενώ λοιπόν ο σύγχρονος χριστιανός έχει κοινό πνευματικό υπόβαθρο με τον χριστιανό του αρχέγονου χριστιανισμού, εν τούτοις αδυνατεί να προσεγγίσει τις αρχέγονες θέσεις του χριστιανισμού, τις ενσωματωμένες στην ΚΔ, και γι’ αυτό πολλές φορές τις παρερμηνεύει.

Ο χριστιανός και ο χριστιανισμός, ως τέκνα δύο πολιτισμών, του ανατολικού – ισραηλιτικού και του δυτικού – ελληνορωμαϊκού, κινούνται μεταξύ των δύο αυτών πολιτισμικών κόσμων. Αυτό είναι αποτυπωμένο με τον καλύτερο τρόπο στην «Χάρτα» του χριστιανισμού, την ΚΔ, η οποία αποτελεί το σημείο αναφοράς όλων των μελών της χριστιανικής κοινότητας, όλες τις εποχές. Ταυτόχρονα όμως είναι καταγεγραμμένα από την καινοδιαθηκική και γενικά την θεολογική επιστήμη τα σημάδια μιας επαναλαμβανόμενης μέσα στον χρόνο δυσλειτουργίας σε ό,τι αφορά την επικοινωνία των χριστιανών με το «Χάρτα» τους, την ΚΔ.

Η επικοινωνιακή αυτή δυσλειτουργία, εξακολουθεί να υπάρχει και στην σημερινή εποχή. Είναι δεδομένο ότι ο σύγχρονος άνθρωπος κατά την πρόσληψη της ΚΔ δεν διαθέτει την πολιτισμική υποδομή του ανθρώπου της Μεσογείου του πρώτου αιώνα μ.Χ.. Είναι λοιπόν δύσκολο ως και αδύνατο να προσεγγίσει το κείμενο της ΚΔ και να προσλάβει το μήνυμά της. Για να μιλήσω με ένα παράδειγμα: Αλήθεια, τι μπορεί να προσλάβει ο άνθρωπος του εικοστού πρώτου αιώνα από το Ρωμ 3,25, στο οποίο αναφέρεται:

ὃν προέθετο ὁ θεὸς ἱλαστήριον διὰ [τῆς] πίστεως ἐν τῷ αὐτοῦ αἵματι εἰς ἔνδειξιν τῆς δικαιοσύνης αὐτοῦ διὰ τὴν πάρεσιν τῶν προγεγονότων ἁμαρτημάτων

Πώς αλήθεια ο σύγχρονος αναγνώστης θα προσεγγίσει την σκέψη του απ. Παύλου, αφού η γνώση του είναι τουλάχιστον ομιχλώδης σε ό,τι αφορά τις λατρευτικές συνήθειες των Ισραηλιτών του πρώτου αιώνα μ.Χ. και ειδικά του τι είναι το «ἱλαστήριον/kaporeth». Είναι επόμενο λοιπόν αυτός να νομίζει κάτι ανάλογο με αυτό που νομίζει το παιδί του παραδείγματός μας.

Ο σύγχρονος χριστιανός χρειάζεται ιστορική ανατροφοδότηση και  μύηση στο περιεχόμενο της ΚΔ. Ταυτόχρονα χρειάζεται βοήθεια να προσεγγίσει την ΚΔ με τέτοιο τρόπο που θα τον βοηθήσει όχι μόνον να γνωρίσει ιστορικά και εγκυκλοπαιδικά το περιεχόμενο της ΚΔ, αλλά να αποκωδικοποιήσει τα πολιτιστικά μοτίβα που χρησιμοποιούν οι συγγραφείς τις ΚΔ για να εκφράσουν τα μηνύματά τους.

Αυτή η αποκωδικοποίηση ή καλύτερα η πρόσληψη της ΚΔ, θα επιφέρει την επικαιροποίηση των μηνυμάτων της κατά την μετανεοτερική εποχή.

ΙΔ Συμπόσιο_194

ΙΙ. Οι προϋποθέσεις της επικαιροποίησης των μηνυμάτων της ΚΔ από τον χριστιανό στην μετανεοτερική εποχή

Η δυσκολία της πρόσληψης των μηνυμάτων της ΚΔ, που περιγράψαμε παραπάνω, δύναται κατά την γνώμη μας, να ξεπεραστεί και έτσι να οδηγηθεί ο χριστιανός σε μια επικαιροποίηση των μηνυμάτων της ΚΔ, αν τηρηθούν οι εξής τρεις προϋποθέσεις:

1. Πρώτα απ’ όλα ο σύγχρονος χριστιανός πρέπει να λάβει υπόψη του τα πορίσματα της καινοδιαθηκικής επιστήμης για την εκπληκτική θεολογική ποικιλομορφία της ΚΔ.

Στην καινοδιαθηκική επιστήμη είναι πλέον αποδεκτό ότι στα κείμενα της ΚΔ, ο Θεός και η άμεση ή η έμμεση, μέσω του Ιησού Χριστού, δυναμική, αγαπητική, δημιουργική και αναμορφωτική παρουσία Του στον κόσμο και τους ανθρώπους περιγράφεται μέσα από ένα πλήθος ιδεών και εικόνων. Αυτές είναι στενά συνδεδεμένες με τις θρησκευτικές και εν γένει πολιτισμικές αντιλήψεις των κατοίκων της Μεσογείου του πρώτου και ολίγον του δεύτερου μ.Χ. αιώνα. Η δημοκρατική αυτή πολυφωνία αρνείται την ύπαρξη μιας μονολιθικής θεολογικής ιδέας, που υποτίθεται ότι διατρέχει όλη την ΚΔ και την ενοποιεί κατά τρόπο απόλυτο και δογματικό. Γι’ αυτό τονίζεται από διαπρεπείς καινοδιαθηκολόγους, όπως ο R. Bultmann, ότι στην ΚΔ πρέπει να αναζητούνται και να εξιστορούνται οι πολλές θεολογίες του αρχέγονου χριστιανισμού, γιατί δεν είναι δυνατόν να αναζητηθεί μια ενότητα στην θεολογία της ΚΔ. Επίσης επισημαίνεται ότι οι θεολογίες αυτές είναι ενταγμένες και κατανοούνται μέσα στην συνάφειά τους.

Ευθύς αμέσως παραθέτω μερικά παραδείγματα που αναδεικνύουν το νέο και καινοφανές που υπάρχει στην ΚΔ:

Είναι αξιοπρόσεκτη η πολυποίκιλη σύνδεση του Ιησού με τον Θεό, η οποία είναι άλλοτε συχνή, άλλοτε σπάνια, άλλοτε χαλαρή και άλλοτε στενή. Η ποικιλότητα αυτή καθρεφτίζεται π.χ. στα Ευαγγέλια, στα θαύματα και στις διηγήσεις του Πάθους, και στις επιστολές (πρβλ. Α΄ Κορ 15,3β-5 · Φιλ 2,5-11 · Κολ 1,15-20 · Β΄ Πε 1,1-2).

Επίσης αξιοσημείωτη είναι η πολυποίκιλη αποτύπωση της σωτηρίας που φέρνει ο Θεός στον κόσμο, όπως αυτή περιγράφεται με το μοτίβο της δικαίωσης (Ρωμ και Γαλ) και της καταλλαγής (Β΄ Κορ 5,18-19 · Ρω 5,10).

Τέλος, αξιοπρόσεκτη είναι η ποικιλομορφία του χριστιανικού έθους, το οποίο διαμορφώνεται με βάση την θεολογία, την χριστολογία και την σωτηριολογία. Έτσι π.χ. η προτροπή της αγάπης προς τον Θεό και προς τον συνάνθρωπο προσλαμβάνει πολλά πρόσωπα ανάλογα με το καινοδιαθηκικό κείμενο και την συνάφειά του (βλ. π.χ. Γαλ 5,13-14· Β΄ Κορ 8-9· Α΄ Ιω 4).

Η παραπάνω αναγνώριση της θεολογικής ποικιλομορφίας της ΚΔ που χρωματίζεται από τις εκάστοτε ιστορικές συνθήκες, δεν απέτρεψε  βέβαια πολλούς θεολόγους να αναζητήσουν μια κυρίαρχη θεολογική σύλληψη,  η οποία, κατά την  γνώμη τους, διαπερνά και ενοποιεί όλη την Θεολογία της ΚΔ. Έτσι πολλοί ερευνητές εντοπίζουν την ενότητα αυτή είτε σε ένα κεντρικό πρόσωπο που διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στην ΚΔ είτε σε μια ιδέα ή θεολογική σύλληψη, που διατρέχει μέρος της ΚΔ ή όλη την ΚΔ.

Θεωρώ ότι πολλές από τις παραπάνω απόπειρες ξεκινούν από ομολογιακές προκαταλήψεις, τις οποίες δεν είναι του παρόντος να αναδείξω. Θεωρώ επίσης ότι οι προσπάθειες αυτές να αναζητηθεί μια κεντρική ιδέα ως η ραχοκοκαλιά της ΚΔ δεν είναι επιστημονικά απροϋπόθετες και ως εκ τούτου πάσχουν ως προς την επιστημονικότητά τους. Αντίθετα κρίνω ότι είναι απόλυτα σεβαστές, αφού αυτές εκφράζουν θέσεις είτε των ίδιων των ερευνητών είτε των Ομολογιών στις οποίες αυτοί ανήκουν.

Και κάτι τελευταίο. Αλήθεια τι είναι πιο μετανεοτερικό από το να δεχτούμε ότι η ΚΔ είτε για λόγους επιστημονικούς είτε για λόγους ομολογιακούς αναγνωρίζεται άμεσα ή έμμεσα ως ένα κείμενο που εμπεριέχει τόσες και ποικίλες θεολογικές τοποθετήσεις, όσες και οι αναγνώστες της;

ΙΔ Συμπόσιο_245

2. Η δεύτερη προϋπόθεση για να ξεπεραστεί η δυσκολία της πρόσληψης των μηνυμάτων της ΚΔ από τον σύγχρονο χριστιανό της Δύσης, ώστε αυτός να οδηγηθεί σε μια επικαιροποίηση των μηνυμάτων της ΚΔ, έγκειται στην ανάγνωσή της και στην ανίχνευση του τρόπου με τον οποίο οι πρώτοι χριστιανοί λειτούργησαν ως μέλη των κοινωνιών του πρώτου μ.Χ. αιώνα.

Υπογραμμίζω ότι οι χριστιανοί του πρώτου αιώνα μ.Χ., δεν λησμόνησαν την ιουδαϊκή ή ειδωλολατρική τους πολιτισμική ταυτότητα ούτε απέτρεψαν την επιρροή οπτικών και πολιτισμικών συμβόλων του ιουδαϊκού και ελληνορωμαϊκού κόσμου. Αντίθετα επιστράτευσαν όλα αυτά στην διακονία του Ευαγγελίου του Ιησού Χριστού.

Στο πλαίσιο αυτό π.χ. ο Παύλος αντιμετώπισε τις διάφορες οπτικές και τα διάφορα πολιτισμικά σύμβολά τους, με τέσσερις τρόπους. Άλλοτε τα αποδέχτηκε, άλλοτε τα σχετικοποίησε, άλλοτε συγκρούστηκε με αυτά και τέλος, άλλα τα μετασχημάτισε.

Ταυτόχρονα όμως η όλη στάση που κράτησε  ο Παύλος, αλλά και οι πρώτοι χριστιανοί,  έδειξε ότι αυτοί αναγνώρισαν τους πολιτισμούς ως ανθρώπινες δραστηριότητες που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο της δημιουργίας του Θεού. Ως εκ τούτου, προσπάθησαν, διατηρώντας τον σεβασμό τους σε αυτούς, να χρησιμοποιήσουν στοιχεία τους, τα οποία κατά τη γνώμη του βοηθούσαν στην διάδοση του Ευαγγελίου του Ιησού Χριστού.

Επίσης, διαπιστώνουμε ότι οι χριστιανοί δεν επιχείρησαν την αποκοπή τους από την κοινωνία ή την περιθωριοποίησή τους μέσα σε αυτή. Αντίθετα ανακαλύπτουμε ένα δημιουργικό άνοιγμα προς την κοινωνία, μια κριτική κατάφαση σε αυτή και μέσα από όλα αυτά μια αναγνώριση της ιδιαιτερότητας, του ιδιώματος που διαθέτει κάθε πολιτισμός.

Υπό την έννοια αυτή ο απόστολος Παύλος και το πρωτοχριστιανικό κίνημα αναδεικνύονται πρότυπα προς μίμηση ως προς την αντιμετώπιση και αποκωδικοποίηση των διάφορων πολιτισμών σήμερα, την εποχή της μετανεοτερικότητας.

ΙΔ Συμπόσιο_273

3. Η τρίτη προϋπόθεση για να ξεπεραστεί η δυσκολία της πρόσληψης των μηνυμάτων της ΚΔ από τον σύγχρονο χριστιανό της Δύσης, ώστε αυτός να οδηγηθεί σε μια επικαιροποίηση των μηνυμάτων της ΚΔ, εντοπίζεται στην φροντίδα του να επωφεληθεί από την διάγνωση για τον σύγχρονο κόσμο και τον άνθρωπο, στην οποία κατέληξαν οι θιασώτες της μετανεοτερικότητας.

Η τρίτη αυτή προϋπόθεση  δεν έχει μόνο γνωσιακό χαρακτήρα, αλλά και θεληματικό και υπαρξιακό.

Από την μια, ο σύγχρονος χριστιανός καλείται να μελετήσει, να επεξεργαστεί και να προσαρμόσει στην δική του περίπτωση τα πολλά και προκλητικά «προϊόντα» της μετανεοτερικότητας.

Από την άλλη, ο σύγχρονος χριστιανός πρέπει να αντιμετωπίσει μια άλλη πραγματικότητα εντός  της υπάρχουσας. Αυτή είναι η χριστιανική «οικογένεια» και η εμπλοκή του σε αυτή. Ο χριστιανός βρίσκεται στην δύσκολη θέση να αξιολογήσει αυτό του οποίου αποτελεί μέρος. Είναι δηλαδή ταυτόχρονα και αξιολογητής και αξιολογούμενος.

Ο σύγχρονος χριστιανός, για να μπορέσει να υπερβεί την αντιφατική αυτή κατάσταση, έχει δύο επιλογές: Η μία είναι να αποστασιοποιηθεί από την χριστιανική «οικογένεια» και στην συνέχεια να την αξιολογήσει «αντικειμενικά». Η άλλη είναι να παραμείνει στην χριστιανική «οικογένεια» και ταυτόχρονα να φροντίσει να την αξιολογήσει. Η πρώτη επιλογή είναι λογική, η δεύτερη είναι παράδοξη.  Η πρώτη, ως προϊόν λογικής επεξεργασίας, οδηγεί στον αποχρωματισμό του σύγχρονου ανθρώπου από τα χριστιανικά του χαρακτηριστικά. Η δεύτερη, καθρεφτίζει την βούληση του σύγχρονου χριστιανού να συνεχίσει να αποτελεί μέρος της χριστιανικής «οικογένειας». Σημειώνω ότι η δεύτερη αυτή επιλογή έρχεται μεν σε αντίφαση με την μετανεοτερική λογική, ταυτόχρονα όμως ταυτίζεται με την επιλογή των πρώτων χριστιανών. Αυτοί, προτίμησαν να καταστούν ελεύθεροι και ταυτόχρονα δούλοι του Ιησού Χριστού μέσω της βουλήσεώς τους. Η επιλογή τους αυτή στηρίχτηκε στην αποδοχή της μωρίας του σταυρού, από την σοφία του κόσμου, και στην πεποίθηση του υπαρξιακού κέρδους που αποκομίζουν συμπαρατασσόμενοι με τον Χριστό.

Σήμερα λοιπόν, ο χριστιανός δεν καλείται να επιλέξει την είσοδό και παραμονή του στην χριστιανική οικογένεια.  Σήμερα αυτός καλείται να προτιμήσει την παραμονή του στην χριστιανική οικογένεια, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί και η οποία αποτελεί για την μετανεοτερικότητα μια από τις μεγάλες αφηγήσεις.

Στην μετανεοτερική εποχή, ο χριστιανός είναι αναγκασμένος να χρησιμοποιήσει, ν’ αντιμετωπίσει, ακόμη και να συγκρουστεί με τις θέσεις ή τις πραγματικότητες που ανάδειξε η μετανεοτερικότητα.

α) Η πρώτη πραγματικότητα, είναι η μεγάλη αφήγηση του χριστιανισμού ή μετααφήγηση του  χριστιανισμού. Με αυτή συνδέονται η χριστιανική τελεολογία και η χριστιανική εσχατολογία.

Η μεγάλη αφήγηση του χριστιανισμού αποτελεί το τελικό δημιούργημα διαχρονικών προσλήψεων και συγκερασμού δράσεων και ιδεών. Αυτές αρχίζουν με την εμφάνιση του Ιησού, την δράση του απ. Παύλου και των άλλων προσωπικοτήτων του αρχέγονου χριστιανισμού και φτάνουν μέχρι την διαμόρφωση των διάφορων χριστιανικών Ομολογιών.

Αυτό που θέλω όμως να τονίσω, είναι ότι οι αρχέγονες αυτές καινοδιαθηκικές αφηγήσεις περιέχουν τα κύρια χαρακτηριστικά της τελικής μεγάλης αφήγησης του χριστιανισμού.

Πρώτο απ΄ όλα  περιλαμβάνουν την αντίληψη ότι ο Ιησούς Χριστός είναι η απόλυτη αλήθεια. Αυτό φαίνεται στην περίφημη ιωάννεια φράση, όπου ο Ιησούς φέρεται ν’ αυτοπροσδιορίζεται λέγοντας :

 «(ἐγώ εἰμι) ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή” (Ιω 14,6).

Στην παραπάνω φράση και ευρύτερα στην ΚΔ, αρχίζει να μορφοποιείται έστω και κατά τρόπο πρωτόγονο και πυρηνικό η αρχή της απόλυτης αλήθειας, που επισήμανε η μετανεοτερικότητα ως κύριο χαρακτηριστικό της νεοτερικότητας. Αυτή η απόλυτη αλήθεια εκφράζεται μέσα από το πρόσωπο και το έργο του Ιησού και την στενή του σχέση με τον Θεό.

Παράλληλα με την μεγάλη αφήγηση του χριστιανισμού έχουμε την χριστιανική τελεολογία, με την οποία τονίζεται ότι ο Χριστός είναι το τέλος όλων, συμπεριλαμβανομένου και του μωσαϊκού Νόμου.

Επίσης έχουμε την χριστιανική εσχατολογία, με την οποία εκφράζεται η σταθερή πίστη των πρώτων χριστιανών ότι αυτοί θα κριθούν ή θα σωθούν κατά τα έσχατα και με τον ερχομό της Δευτέρας Παρουσίας  του Κυρίου.

Θα πρέπει να σημειώσω όμως, ότι ενώ η παρουσία των χαρακτηριστικών αυτών είναι δεδομένη στην μεγάλη αφήγηση του χριστιανισμού, εν τούτοις αυτή διαφέρει από τις υπόλοιπες μεγάλες αφηγήσεις, τουλάχιστον κατά το αρχικό στάδιο διαμόρφωσής της, αυτό της εποχής της ΚΔ.

Πρώτα από όλα η μεγάλη αφήγηση του χριστιανισμού, η χριστιανική τελεολογία και η χριστιανική εσχατολογία, στην αρχέγονη μορφή τους, δεν στηρίζονται αποκλειστικά στη λογική. Σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν σε αυτή και άλλα στοιχεία, όπως η πίστη και η αγάπη, τα οποία είναι ταυτόχρονα γνωσιακού, υπαρξιακού, βουλητικού και κοινωνικού χαρακτήρα. Μιλώντας παραβολικά, θεωρώ ότι στον πρώτο χριστιανισμό κυριαρχεί το «διονυσιακό» και όχι το «απολλώνιο». Και αυτό συμβαίνει επειδή ο αρχέγονος χριστιανισμός, αποτελείται από κοινότητες, στις οποίες υπερισχύει το ενθουσιαστικό   στοιχείο.

Επίσης η μεγάλη αφήγηση του χριστιανισμού, στην πρώτη της καινοδιαθηκική εκδοχή, δεν έχει ολοκληρωθεί, ούτε έχει αναδείξει τα αρνητικά χαρακτηριστικά μιας μεγάλης αφήγησης, όπως τα περιγράψαμε παραπάνω. Βέβαια και η μεγάλη αφήγηση του χριστιανισμού, αργότερα, αποκτά πολλά από τα αρνητικά χαρακτηριστικά των μεγάλων αφηγήσεων. Ας θυμηθούμε π.χ. τους διάφορους «θρησκευτικούς»  πόλεμους και την σκληρή συμπεριφορά της καθεστωτικής εκκλησίας απέναντι στους διαφωνούντες χριστιανούς. Τέτοια αρνητικά φαινόμενα όμως δύσκολα συναντούμε στον πρώτο χριστιανισμό και σε κάθε περίπτωση, όταν αυτά εμφανίζονται, αντιμετωπίζονται διαφορετικά.

β) Μια άλλη μετανεοτερική πραγματικότητα, που οφείλει να λάβει σοβαρά υπόψη του ο σύγχρονος χριστιανός είναι η εμμονή στην διαφορετικότητα και στην ποικιλομορφία.

Απέναντι στο φαινόμενο αυτό, ο σύγχρονος χριστιανός χρειάζεται να κρατήσει μια κριτική στάση. Να αποφύγει την πολυδιάσπαση και το αντίθετό της την ομογενοποίηση και να επιχειρήσει μια εξισορρόπηση μεταξύ των δύο.  Αυτή άλλωστε είδαμε ότι ήταν και η στάση των πρώτων χριστιανών.

Η παραπάνω στάση μπορεί σήμερα να αποτελέσει τον καταλύτη για την επίλυση προβλημάτων  που εμφανίζονται μεταξύ των χριστιανών αλλά και των χριστιανών με τα άλλα μέλη της σύγχρονης κοινωνίας.

Η ΚΔ, δεν είναι ακόμη χρωματισμένη αρνητικά από την παθογένεια της μεγάλης αφήγησης του χριστιανισμού. Γι’ αυτό αποτελεί το σημείο αναφοράς του συγχρόνου χριστιανού στην προσπάθεια του να ξεπεράσει τα σημερινά προβλήματα, τα σχετικά με την απολυτοποίηση ιδεών και ενεργειών στην μετανεοτερικότητα. Είδαμε π.χ. προηγουμένως πώς η θεολογική ποικιλομορφία της ΚΔ αναδεικνύει ως φυσιολογική την ποικιλομορφία που υπάρχει στον αρχέγονο χριστιανισμό και ως κανονική την αποδοχή του διαφορετικού μέσα και έξω από την χριστιανική κοινότητα.

γ) Τέλος ο σύγχρονος χριστιανός, οφείλει να υιοθετήσει την θετική στάση της μετανεοτερικότητας απέναντι στις πολλαπλές αναγνώσεις οποιουδήποτε κειμένου ή άλλου πολιτισμικού στοιχείου. Η θετική αυτή ανταπόκριση του σύγχρονου χριστιανού είναι το ασφαλέστερο φάρμακο κατά της ασθένειας του απόλυτου και του ολοκληρωτικού.

 Στην ΚΔ, διαπιστώσαμε ήδη πώς οι πρώτοι χριστιανοί προσέλαβαν κατά τρόπο διαπλαστικό τα διάφορα πολιτισμικά στοιχεία και έτσι κατέστησαν εαυτούς «προδρόμους» της μετανεοτερικότητας.

Ο σύγχρονος χριστιανός, αν δεν θέλει να αποκοπεί από την κοινωνία και αν δεν επιθυμεί να προβαίνει σε αντικοινωνικές δράσεις, πρέπει να λάβει υπόψη του τις «υποδείξεις» της μετανεοτερικότητας. Αρωγός στην προσπάθειά του αυτή είναι η ΚΔ, η οποία βρίθει παραδειγμάτων που φανερώνουν την δημιουργική προσαρμογή των πρώτων χριστιανών στα κοινωνικά φαινόμενα της εποχής.

ΙΔ Συμπόσιο_165

Επιλεγόμενα

Διαπιστώσαμε την χρησιμότητα της ανάγνωσης από τον σύγχρονο χριστιανό των πραγματικοτήτων, που ισχύουν σήμερα.

Ο σύγχρονος χριστιανός, με την υιοθέτηση των παραπάνω μετανεοτερικών «υποδείξεων» δύναται να επιτύχει την αρμονική συμβίωσή του με τους χριστιανούς αδελφούς του και με τα άλλα  μέλη της κοινωνίας, χωρίς να αποκοπεί από την χριστιανική οικογένεια.

Στην προσπάθειά του αυτή έχει πολύτιμους οδηγούς πρώτα από όλα την ΚΔ και έπειτα την καινοδιαθηκική επιστήμη, η οποία τον βοηθά ν’  ανακαλύψει  την εκπληκτική ποικιλομορφία της  Θεολογίας της ΚΔ και την αξιοπρόσεκτη και σοφή αντιμετώπιση των πολιτισμών από τους πρώτους χριστιανούς  τόσο για την έκφραση της πίστης τους όσο και για την ειρηνική συνύπαρξη τους με τους συνάνθρωπους τους.

Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη τα παραπάνω, θεωρώ ότι είναι επιβεβλημένη και δυνατή η επικαιροποίηση των μηνυμάτων της ΚΔ από τον χριστιανό της Δύσης κατά την μετανεοτερική εποχή.

ΙΔ Συμπόσιο_269

Όπως πετυχημένα το γράφει ο ποιητής:

Ο Ιουλιανός πηγαίνει πάλιν αναγνώστης

πολλής τες ιερές Γραφές διαβάζει,

και την χριστιανική του ευλάβεια ο λαός θαυμάζει.

                                             (Κ. Π. Καβάφης, Ο Ιουλιανός εν Νικομηδεία)
Σας ευχαριστώ.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.