Χαράλαμπος Ατματζίδης, Οι εμφανίσεις του αναστημένου Ιησού στα Ευαγγέλια και στις Επιστολές του Ιγνατίου του Θεοφόρου

DSC_7045_165DSC_7045

Η εισήγηση του Αναπληρωτή Καθηγητή του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ στο Γ’ Διεθνές Αγιολογικό Συνέδριο με θέμα: «Οἱ ἀποστολικοί πατέρες καί ἡ ἐποχή τους» που διαξάγεται στη Σμύρνη

Είναι γνωστό σε όλους μας, πόσο επιμένει ο άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος ο και επίσκοπος Αντιοχείας, στην χριστολογία. Αυτή διατρέχει τις επιστολές του και αναδεικνύει τη στενή σχέση του επισκόπου Αντιοχείας με την πρωτοχριστιανική παράδοση.

Στην εισήγησή μας θα σταθούμε σε ένα απόσπασμα του Ιγνατίου  από την επιστολή του προς τους χριστιανούς της Σμύρνης. Αυτό αναφέρεται στην ιστορικότητα της ανάστασης του Ιησού.

Σημειώνουμε ότι με το θέμα της ιστορικότητας της ανάστασης του Ιησού, εκτός από τον Ιγνάτιο, ασχολήθηκαν ήδη τα μέλη των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων (μέσα  του πρώτου αιώνα μ.Χ.). Επειδή οι πρωτοχριστιανικές αυτές παραδόσεις και η παράδοση του Ιγνατίου αγγίζουν η μία την άλλη, τόσο ως προς τον χρόνο συγγραφής όσο και ως προς το περιεχόμενο, γι’ αυτό θεωρούμε αναγκαίο να συνεξετάσουμε την ιδιότυπη αυτή κειμενική σχέση.

Ι

Η ιστορικότητα του αναστημένου Χριστού και η  πρωτοχριστιανική παράδοση

Οι πρώτοι χριστιανοί θεμελιώνουν την πεποίθησή τους για τον αναστημένο Ιησού Χριστό σε δύο ακρογωνιαίους λίθους.

  1. Ο πρώτος ακρογωνιαίος λίθος είναι η μαρτυρία των πρώτων χριστιανών ότι ο Ιησούς μετά τον θάνατό του θάφτηκε (Α΄ Κορ 15,4: «τφη») και ότι ο τάφος του στη συνέχεια βρέθηκε κενός (πρβλ. Μκ 16,1-8 και παράλληλα · Ιω 20,1-10.11-15). Επισημαίνουμε ότι ο τονισμός των πρώτων χριστιανών της ταφής του Ιησού και του κενού τάφου, σχετίζεται με τις θεμελιακές θεολογικές θέσεις των Ιουδαίων για τη μετά τον θάνατο ζωή και για τη σωματική ανάσταση των ανθρώπων. Στον ιουδαϊσμό, όπως αργότερα και στον πρώτο χριστιανισμό, ο άνθρωπος θεωρείται ως μια ενιαία ψυχοσωματική οντότητα που φέρει το πνεύμα του Θεού. Έτσι, ο άνθρωπος πεθαίνει σωματικώς και ανασταίνεται σωματικώς. Η ταφή των σωμάτων στον Ιουδαϊσμό υπηρετεί αυτή την βασική ιουδαϊκή αντίληψη περί σωματικής αναστάσεως. Με δεδομένο ότι η ανάσταση των νεκρών θα πραγματοποιηθεί στο μέλλον, το σώμα θάβεται, ώστε ν’ αναστηθεί στο μέλλον.

Σε ό,τι αφορά το νεκρό Ιησού, τονίζεται από τους πρώτους χριστιανούς ότι ακολουθήθηκαν τα ιουδαϊκά ταφικά έθιμα και ότι το νεκρό σώμα του Ιησού θάφτηκε με προοπτική τη μελλοντική ανάσταση. Η επισήμανση όμως των πρώτων χριστιανών ότι ο τάφος του Ιησού βρέθηκε στη συνέχεια κενός, ανατρέπει την αναμενόμενη στο μέλλον ανάσταση του Ιησού και πιστοποιεί την ήδη πραγματοποιηθείσα ανάστασή του. Η ανάσταση του Ιησού είναι πλέον για τους πρώτους χριστιανούς ιστορία και όχι εσχατολογία.

  1. Ο δεύτερος ακρογωνιαίος λίθος, πάνω στον οποίο θεμελιώνουν οι πρώτοι χριστιανοί την πεποίθησή τους για τον αναστημένο Ιησού, είναι η ρητή μαρτυρία των πρώτων χριστιανών ότι ο Ιησούς μετά τον θάνατο και την ταφή του εμφανίστηκε αναστημένος σε αυτούς. Ακριβέστερα:

2.1 Ο αναστημένος Ιησούς, εμφανίζεται στους μαθητές και τους άλλους ακολούθους του, επανειλημμένα σε διαφορετικά πρόσωπα και σε διαφορετικούς τόπους.

2.2 Ο αναστημένος Ιησούς εμφανίζεται στους μαθητές και τους άλλους ακολούθους του με πολλούς τρόπους.

2.2.1 Ο Ιησούς εμφανίζεται απλά και οι μαθητές τον βλέπουν. Έτσι στο Α΄ Κορ 15,5-8 και Λκ 24,34 χρησιμοποιείται απλώς το ρήμα “ὤφθη” και με αυτό δηλώνεται ότι ο Κηφάς (: ή Πέτρος ή Σίμων), οι έντεκα μαθητές, οι πάνω από πεντακόσιοι αδελφοί, ο Ιάκωβος ο αδελφόθεος και ο Παύλος, είδαν απλώς τον Ιησού. Δεν περιγράφεται όμως η μορφή με την οποία τον είδαν. Υπονοείται όμως ότι η μορφή αυτή ταυτοποιήθηκε από τους μαθητές ως η μορφή του προπασχάλιου  Ιησού.

2.2.2 Ο αναστημένος Ιησούς εμφανίζεται με ενσώματη μορφή και αναγνωρίζεται από τους μαθητές, αφού ο Ιησούς τους διδάσκει για το νόημα της Π.Δ. και αφού πραγματοποιεί τη συμβολική πράξη της κλάσης του άρτου (Λκ 24,13-35).

2.2.3 Ο αναστημένος Ιησούς εμφανίζεται με ενσώματη μορφή σε ομάδες ανθρώπων και αναγνωρίζεται από αυτούς. Στις περιπτώσεις αυτές η “ενσώματη” μορφή με την οποία εμφανίζεται ο Ιησούς αναγνωρίζεται από τους μαθητές ως μορφή του Ιησού, μέσα από ένα ταυτόχρονο συνδυασμό στοιχείων που πιστοποιούν τη σωματική παρουσία του αναστημένου Ιησού. Τέτοια στοιχεία είναι το άγγιγμα του σώματός του, η κατανάλωση τροφής από τον Ιησού, η διδασκαλία του Ιησού για το μεσσιανικό χαρακτήρα της Π.Δ., η κλήση των μαθητών ν’ ασκήσουν ιεραποστολή και να ιδρύσουν την Εκκλησία, η χορήγηση στους μαθητές από τον Ιησού του αγίου Πνεύματος και η εξουσιοδότηση να συγχωρούν τις αμαρτίες των ανθρώπων (πρβλ. Λκ 24,36-49 και στο Ιω 20,19-23).

Παρατηρούμε λοιπόν ότι δεν αρκεί μόνον η εμφάνιση του αναστημένου Ιησού για να τον αναγνωρίσουν οι μαθητές  του, αλλά απαιτείται και η συνδρομή και άλλων στοιχείων. Το τελευταίο είναι ένδειξη της ασάφειας που υπάρχει στα κείμενα ως προς το σώμα του αναστημένου Ιησού. Γι’ αυτό επισημαίνουμε ότι η ιστορικότητα των αφηγήσεων αυτών αμφισβητήθηκε έντονα, ιδιαίτερα κατά την νεοτερική εποχή. Οι ερευνητές της περιόδου αυτής, στηριζόμενοι στη λογική, θεώρησαν ότι οι διηγήσεις για την ανάσταση του Ιησού περιείχαν πολλές ασάφειες και ιστορικές ανακρίβειες. Έτσι αμφισβήτησαν την ιστορικότητα των διηγήσεων αυτών.

Πρέπει όμως να παρατηρήσουμε ότι οι πρώτοι χριστιανοί οικοδομούν την θεολογία τους για τον αναστημένο Ιησού πρώτιστα πάνω στην εμπειρία τους. Οι πρώτοι χριστιανοί διακηρύσσουν ότι είδαν, συνομίλησαν και έζησαν καθημερινές στιγμές μαζί με τον αναστημένο Ιησού.

Σμύρνη_107

ΙΙ

Η ιστορικότητα του αναστημένου Χριστού και ο Ιγνάτιος Αντιοχείας

Ο  Ιγνάτιος Αντιοχείας έχει ως κέντρο της θεολογίας του σε όλες τις επιστολές του, τον Ιησού Χριστό.

Σημειώνουμε ότι ο Ιγνάτιος έστειλε τις επιστολές αυτές από τη Σμύρνη και την Τροία σε διάφορες πόλεις της Μ. Ασίας, στην σημερινή Τουρκία, και προς τη Ρώμη. Αυτές είναι οι επιστολές προς τους χριστιανούς της Εφέσου, της Μαγνησίας, των Τράλλεων, της Ρώμης, της Φιλαδελφείας, της Σμύρνης και η επιστολή προς τον Πολύκαρπο, τον επίσκοπο Σμύρνης. Οι επιστολές αυτές σώθηκαν μέχρι σήμερα στα ελληνικά σε δύο εκδόσεις, μια σύντομη και μια εκτενέστερη. Η γνώμη που επικρατεί σήμερα μεταξύ των ειδικών, είναι ότι, από τις δύο μορφές των επτά επιστολών του Ιγνατίου, γνήσιες είναι οι επιστολές της σύντομης μορφής, ενώ οι άλλες της εκτενέστερης μορφής είναι νόθες.

Στην προς Σμυρναίους όμως επιστολή του, στο 3,1-3, ο Ιγνάτιος, αναφέρεται εκτενέστερα απ’ ότι συνηθίζει, στον αναστημένο Ιησού.

Η αιτία που οδηγεί τον Ιγνάτιο ν’ αναφερθεί λεπτομερέστερα στον αναστημένο Ιησού καταγράφεται στο προηγούμενο κεφάλαιο, το προς Σμυρναίους 2, και είναι η εμφάνιση στην εκκλησία χριστιανών με δοκητικές αντιλήψεις. Ο Ιγνάτιος θα ασχοληθεί και στο επόμενο κεφάλαιο, το προς Σμυρναίους 3 με τους δοκητές αυτούς χριστιανούς και τις αποκλίνουσες από την ορθή πίστη θέσεις τους. Εκεί θα αναφερθεί στην πίστη του, στην ιστορικότητα της ανάστασης του Ιησού και θα παραθέσει και συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία. Αναλυτικά:

  1. Στο προς Σμυρναίους 3,1, στη σύντομη μορφή του κειμένου, ο Ιγνάτιος αναφέρει χαρακτηριστικά:

Ἐγὼ γὰρ καὶ μετὰ τὴν ἀνάστασιν ἐν σαρκὶ αὐτὸν οἶδα καὶ πιστεύω ὄντα

Ο Ιγνάτιος τονίζει ότι γνώρισε ο ίδιος τον Ιησού μετά την σωματική του ανάσταση και πιστεύει ότι ο αναστημένος Ιησούς είναι γεγονός.

Το αξιοπρόσεκτο είναι ότι ο Ιγνάτιος στο 3,1 εκφράζει την βεβαιότητα για την ιστορικότητα του αναστημένου Ιησού χρησιμοποιώντας  το ρήμα «οἶδα» και στη συνέχεια το ρήμα «πιστεύω». Ο Ιγνάτιος δεν διευκρινίζει στο κείμενο το είδος της γνώσης του για τον αναστημένο Ιησού. Έτσι η γνώση του αυτή μπορεί να παραπέμπει σε κάποια εμπειρία του ίδιου του Ιγνατίου, ανάλογης με την εμπειρία της Μαρίας Μαγδαληνής, που περιγράφεται στο Ιω 20,11-18. Να θυμηθούμε ότι στο Ιω 20,14 αναφέρεται ότι η Μαρία

«…ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω καὶ θεωρεῖ τὸν Ἰησοῦν ἑστῶτα καὶ οὐκ ᾔδει ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν.

Σμύρνη_98

Στον παραπάνω στίχο χρησιμοποιείται το ρήμα «οἶδα», για να δηλωθεί ότι η Μαρία Μαγδαληνή παρόλο που βλέπει τον Ιησού δεν τον αναγνωρίζει. Η Μαρία Μαγδαληνή ταυτοποιεί την ανθρώπινη μορφή που βρισκόταν μπροστά της με τον Ιησού, όταν η μορφή αυτή της υπενθυμίζει ένα μέρος των λόγων του Ιησού που απηύθυνε στους μαθητές του και στις μαθήτριες πριν το Πάθος του. Η υπενθύμιση αυτή της διδασκαλίας του Ιησού, βοηθά τη Μαρία Μαγδαληνή να αναγνωρίσει τον Ιησού. Τον αποκαλεί μάλιστα “ραββουνι (ὃ λέγεται διδάσκαλε)” και επιχειρεί να τον αγγίξει, ενέργεια που αποτρέπει ο Ιησούς λέγοντας “μή μου ἅπτου”. Άρα η ταυτοποίηση του αναστημένου Ιησού δεν επιτυγχάνεται μέσω της σωματικής παρουσίας του αναστημένου Ιησού, αλλά μέσω των λόγων του Ιησού προς τη Μαρία Μαγδαληνή. Η βεβαιότητα της Μαρίας της Μαγδαληνής για τον αναστημένο Ιησού θεμελιώνεται στην εμπειρία του κενού τάφου, στην εμπειρία της θέασης της άγνωστης σε αυτήν ενσώματης ανθρώπινης μορφής και στην ακοή των λόγων του Ιησού.

Και ο Ιγνάτιος χρησιμοποιεί στο 3,1 το ρήμα «οἶδα» για να δηλώσει ότι γνωρίζει για τον αναστημένο Ιησού. Στους στίχους 2 και 3 θα επικαλεστεί και δύο άλλα συμβάντα με τον αναστημένο Ιησού, που  πιστοποιούν την ανάστασή του. Αυτά όμως δεν σχετίζονται με κάποια εμφάνιση του ενσώματου αναστημένου Ιησού στον Ιγνάτιο, αλλά με την ενσώματη εμφάνιση του αναστημένου Ιησού σε μαθητές του. Η περιγραφή  λοιπόν του Ιγνατίου για τον αναστημένο Ιησού παραμένει γενική και αόριστη, χωρίς να σχετίζεται με κάποια εμπειρία του Ιγνατίου με τον αναστημένο Ιησού.

Επίσης, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε εδώ ότι η γνώση αυτή του Ιγνατίου για τον αναστημένο Ιησού μοιάζει με τη γνώση του Παύλου για τον αναστημένο Ιησού. Σημειώνουμε ότι ο Παύλος στο Α΄ Κορ 15,8 αναφέρει απλώς ότι ο Ιησούς  «ὤφθη» σε αυτόν. Καμιά επιπλέον λεπτομέρεια. Η μαρτυρία αυτή του Παύλου φαίνεται να εντάσσεται αργότερα από το συγγραφέα των Πράξεων των Αποστόλων στο έργο του και στην αφήγησή του για την κλήση του Παύλου έξω από την Δαμασκό.

  1. Στο προς Σμυρναίους 3,2, στη σύντομη μορφή του κειμένου, συνεχίζει ο Ιγνάτιος και γράφει:

καὶ ὅτε πρὸς τοὺς περὶ Πέτρον ἦλθεν, ἔφη αὐτοῖς· Λάβετε, ψηλαφήσατέ με καὶ ἴδετε ὅτι οὐκ εἰμι δαιμόνιον ἀσώματον. καὶ εὐθὺς αὐτοῦ ἥψαντο καὶ ἐπίστευσαν, κραθέντες τῇ σαρκὶ αὐτοῦ καὶ τῷ αἵματι. Διὰ τοῦτο καὶ θανάτου κατεφρόνησαν, ηὑρέθησαν δὲ ὑπὲρ θάνατον.

Ο Ιγνάτιος επικαλείται την πρωτοχριστιανική παράδοση ότι ο αναστημένος Ιησούς, όταν εμφανίστηκε στους μαθητές του, τους κάλεσε να τον ψηλαφήσουν για να διαπιστώσουν ότι δεν ήταν κάποιο ασώματο δαιμόνιο. Αυτοί, μόλις τον ψηλάφησαν, πίστεψαν, γιατί διαπίστωσαν την ενσώματη εμφάνιση του αναστημένου Ιησού. Ο Ιγνάτιος ισχυρίζεται επίσης, ότι η στέρεη πίστη των μαθητών στον αναστημένο Ιησού, τους εμψύχωσε, ώστε αυτοί ν’ αψηφήσουν τον θάνατο κατά την διάρκεια των διωγμών. Αξιοπρόσεκτα είναι ότι:

2.1 Ο Ιγνάτιος χρησιμοποιεί την έκφραση «πνεῦμα γὰρ σάρκα καὶ ὀστέα οὐκ ἔχει». Η έκφραση αυτή, μας θυμίζει όσα αναφέρονται στο Λκ 24,39. Από τη σύγκριση των δύο κειμένων  παρατηρούμε ότι ο Ιγνάτιος επαναλαμβάνει την φράση του Λουκά «πνεῦμα σάρκα καὶ ὀστέα οὐκ ἔχει», επανάληψη που συνηγορεί στο να δεχθούμε ότι ο Αποστολικός Πατέρας παραπέμπει από τον Λουκά. Όμως πρέπει να παρατηρήσουμε, ότι ο Ιγνάτιος παραπέμπει πολύ σπάνια σε κείμενά του από το κατά Λουκάν ευαγγέλιο. Επίσης πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι ο Ιγνάτιος στο προς Σμυρναίους 2 χρησιμοποιεί την έκφραση «οὖσιν ἀσωμάτοις καὶ δαιμονικοῖς», η οποία δεν απαντά σε άλλο κείμενο του Ιγνατίου. Είναι πιθανόν λοιπόν να υπάρχει κάποια αρχική πηγή από την οποία αντλούν και ο Ιγνάτιος και ο Λουκάς.

2.2 Από τη σύγκριση των δύο κειμένων παρατηρούμε επίσης, ότι ο Ιγνάτιος, για να στερεώσει την πίστη στην ιστορικότητα του αναστημένου Ιησού, επικαλείται την παράδοση που υπάρχει στα Ευαγγέλια ότι ο αναστημένος Ιησούς προτρέπει τους μαθητές  του να ψηλαφίσουν το σώμα του (Λκ 24,39-40).  Κάτι ανάλογο περιγράφεται στο Ιω 20,19-23, όπου αναφέρεται ότι ο αναστημένος Ιησούς έδειξε τα χέρια του και την πλευρά του. Τέλος, στο Ιω 20,24-29 περιγράφεται ότι ο Ιησούς παρουσιάζεται στους μαθητές του και καλεί τον Θωμά ν’ αγγίξει  την “πλευράν” του.

Ο Ιγνάτιος λοιπόν, από την πλούσια πρωτοχριστιανική παράδοση με τις εμφανίσεις του αναστημένου Ιησού, επιλέγει εδώ, στο προς Σμυρναίους 3,2, εκείνες που σχετίζονται με την ψηλάφηση ή άγγιγμα του αναστημένου σώματος του Ιησού.

2.3 Τέλος, στον στίχο 2 ο Ιγνάτιος εκφράζει την βεβαιότητα ότι η ψηλάφηση του αναστημένου σώματος του Ιησού εμψυχώνει τους μαθητές και ενδυναμώνει την πίστη τους στον Χριστό. Έτσι αυτοί αργότερα θα αντιμετωπίσουν άφοβα τους επερχόμενους διωγμούς.

  1. Στο προς Σμυρναίους 3,3, στη σύντομη μορφή του κειμένου, συνεχίζει ο Ιγνάτιος:

μετὰ δὲ τὴν ἀνάστασιν συνέφαγεν αὐτοῖς καὶ συνέπιεν ὡς σαρκικός, καίπερ πνευματικῶς ἡνωμένος τῷ πατρί.

Και στον στίχο 3 ο Ιγνάτιος επικαλείται ακόμη μια ευαγγελική παράδοση, σύμφωνα με την οποία ο αναστημένος Ιησούς έφαγε και ήπιε μαζί με τους μαθητές του (Λκ 24,41-43 · πρβλ. και Ιω 21,5.13 · Ιω 21,13).

Δύο είναι τα στοιχεία που πρέπει να προσέξουμε στο προς Σμυρναίους 3,3:

3.1 Ο Ιγνάτιος, για να αντιμετωπίσει τους δοκητές αντιπάλους του, επιλέγει από την πρωτοχριστιανική παράδοση τις αναφορές ότι ο αναστημένος Ιησούς συντρώγει με τους μαθητές του. Η μαρτυρία αυτή μαζί με την προηγούμενη μαρτυρία ότι οι μαθητές ψηλάφισαν το αναστημένο σώμα του Ιησού, αποτελούν για τον Ιγνάτιο την καλύτερη απόδειξη της ιστορικότητας του αναστημένου Ιησού.

3.2 Ταυτόχρονα όμως ο Ιγνάτιος δράττεται της ευκαιρίας και να παραθέσει με λακωνικό τρόπο την θέση του για την θεϊκή υπόσταση του Ιησού και για τη σχέση με τον Θεό Πατέρα. Για τον Ιγνάτιο ο Ιησούς Χριστός είναι ενωμένος ως προς την θεϊκή του υπόσταση με τον Θεό Πατέρα. Ο Ιγνάτιος χαρακτηρίζει την ένωση αυτή “πνευματική” για να την διακρίνει από τη σωματική.

Σμύρνη_69

ΙΙΙ

Συμπερασματικά, είδαμε ότι οι πρώτοι χριστιανοί στερέωσαν την πίστη τους στην ιστορικότητα του αναστημένο Ιησού και στην εμπειρία που είχαν με τον αναστημένο Ιησού. Στην πρωτοχριστιανική παράδοση υπάρχουν πολλές και διαφορετικές αφηγήσεις, που περιγράφουν, πώς ο αναστημένος Ιησούς εμφανίστηκε σε διάφορους μαθητές, μαθήτριες και άλλους ακολούθους του. Οι αφηγήσεις αυτές έχουν ως κοινό παρονομαστή την βεβαιότητα των πρώτον χριστιανών για την ιστορικότητα του αναστημένου Ιησού, βεβαιότητα που στεριώνεται στην εμπειρία που αυτοί είχαν με τον αναστημένο Ιησού.

Σε ό,τι αφορά τον Ιγνάτιο Αντιοχείας και στο απόσπασμά του από την επιστολή του προς Σμυρναίους (3.1-3), είδαμε την προσπάθεια του Αποστολικού Πατέρα να υπερασπιστεί την ιστορικότητα της ανάστασης του Ιησού, την οποία  αμφισβητούσαν οι δοκητές αντίπαλοί του.

Ο Ιγνάτιος διέβλεψε ότι η αμφισβήτηση της σωματικής ανάστασης του Ιησού δεν είναι απλώς ένα θεολογούμενο, αλλά ότι αυτή θα έχει σοβαρές σωτηριολογικές και εκκλησιολογικές συνέπειες.

Έτσι ο Ιγνάτιος, για να πείσει του πιστούς για την ιστορικότητα του αναστημένου Ιησού, προβάλλει πρώτα απ΄ όλα την δική του βεβαιότητα για το ότι ο Ιησούς αναστήθηκε πραγματικά. Την βεβαιότητα αυτή δεν την στηρίζει σε κάποια εμπειρία που ο ίδιος είχε, όπως οι μαθητές και οι άλλοι ακόλουθοι του Ιησού. Αντίθετα, ο Αποστολικός Πατέρας στηρίζεται στην πρωτοχριστιανική παράδοση, που περιγράφει την εμπειρία των πρώτων χριστιανών για τον αναστημένο Ιησού. Ο Ιγνάτιος, επιλέγει από την πλούσια αυτή παράδοση για τον αναστημένο Ιησού δύο ομάδες σχετικών περιστατικών. Επιλέγει περιστατικά που αφηγούνται ότι οι μαθητές άγγιξαν και ψηλάφησαν τον αναστημένο Ιησού και περιστατικά που διηγούνται ότι ο αναστημένος Ιησούς συνέφαγε με τους μαθητές του. Έτσι, διασφαλίζει την πίστη ότι ο Ιησούς Χριστός αναστήθηκε εν σώματι.

DSC_7047_167DSC_7047

Ταυτόχρονα όμως, ο Ιγνάτιος ως δεινός θεολόγος και σοφός ποιμενάρχης, φροντίζει να συνδέσει την θεολογία για τον αναστημένο Ιησού με την καθημερινή ζωή των μελών της Εκκλησίας.  Τονίζει στους πιστούς ότι η πίστη στον αναστημένο Ιησού, τους ενδυναμώνει και τους βοηθά ν’ αψηφήσουν τους διωγμούς εναντίον τους. Επίσης προβάλλει την ένωση και την κοινωνία των δύο Πρόσωπων της Αγίας Τριάδος, του Θεού Πατέρα και του Κυρίου Ιησού Χρίστου, ως πρότυπα για τους χριστιανούς, τα οποία τους εμπνέουν στην ζωή τους.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.