Πέτρος Βασιλειάδης, «Η xαρά του Ευαγγελίου»: Μια Ορθόδοξη ιεραποστολική αποτίμηση

D90_198

Η εισήγηση του Ομότιμου Καθηγητή του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ στη διεθνή επιστημονική ημερίδα με θέμα: «Φραγκίσκος Α΄ Επίσκοπος Ρώμης-Βαρθολομαίος Α΄ Οικουμενικός Πατριάρχης. Πρότυπα θρησκευτικών ηγετών στον 21ο αιώνα» (21 Απριλίου 2015)

Όταν ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος, ο τρίτος μεγάλος Πατριάρχης της νεώτερης Ορθοδοξίας (μετά τον Ιωακείμ Γ΄ και τον Αθηναγόρα) υποδέχτηκε κατά την θρονική εορτή του 2014 στο μαρτυρικό Φανάρι τον Πάπα Φραγκίσκο, διατύπωσα δημόσια και με πλήρη επίγνωση, ότι ο νυν επίσκοπος Ρώμης «εκ λόγων και πράξεων βρίσκεται εγγύτερα στην Ορθοδοξία από κάθε άλλο προκάτοχό του στην καθέδρα της μετά το σχίσμα Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Κάτι που εν πολλοίς οφείλεται και στην θετική επίδραση του διαλόγου, και την συνεπακόλουθη καλήν αλλοίωσιν των συνομιλητών μας, και φυσικά αποδεικνύει την ορθότητα των πανορθοδόξων συνοδικών αποφάσεων για την ‘ίσοις όροις’ συμμετοχή μας στον θεολογικό διάλογο με την δυτική χριστιανοσύνη» (Amen.gr 30.11.14). Είχα τότε δεχτεί, καλοπροαίρετη οφείλω να ομολογήσω, κριτική σε καθαρά θεολογικό επίπεδο, με το αιτιολογικό, ότι ίσως η εκτίμησή μου αυτή είναι κάπως πρόωρη, τη στιγμή μάλιστα που δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα κάποια θεαματική πρόοδος στον επίσημο θεολογικό διάλογο με την Καθολική Εκκλησία.

Στη σημερινή μου ομιλία θα επιχειρήσω όχι μόνο να αιτιολογήσω την περσινή μου εκείνη εκτίμηση – είχε άλλωστε προηγηθεί πολύ περισσότερο θετική δημόσια αποτίμησή μου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (αγγλιστί) του ήθους και ύφους του νέου τότε ρωμαίου ποντίφικα, με προεκτάσεις μάλιστα στο παγκόσμιο χριστιανικό στερέωμα – αλλά και να στοιχειοθετήσω τη νέα απρόσμενη καμπή στη ιστορία του χριστιανισμού, την οποία σηματοδοτεί η πρώτη προσωπική εγκύκλιος του Πάπα Φραγκίσκου «Evangelii Gaudium (Η χαρά του ευαγγελίου)» (εφεξής ΧΕ). Είχε προηγηθεί η Lumen fidei, αλλά αυτή ήταν έργο του προκατόχου του, το οποίο απλώς εξέδωσε ως επίσκοπος Ρώμης ο Πάπας Φραγκίσκος.

– Αν η πληθωρική παρουσία του Λέοντα Α΄ σε εκκλησιολογικό επίπεδο θεωρήθηκε ότι προέβαλε, και στην ουσία καθιέρωσε, το πρωτείο του επισκόπου Ρώμης επί τη βάσει του «Πετρινείου αξιώματος», οι υπερβολές του οποίου σταδιακά οδήγησαν στην συγκεντρωτική δομή της Εκκλησίας της Ρώμης, και τελικά στο σχίσμα Ανατολής-Δύσεως, και

– αν η πρωτοβουλία του Πάπα Ιωάννη ΚΓ΄ (Ρονκάλι) να συγκαλέσει την επαναστατική για τα μέχρι τότε ρωμαιοκαθολικά δεδομένα Β΄ Βατικανή Σύνοδο, η οποία ως γνωστόν ολοκληρώθηκε επί των ημερών του διαδόχου του Πάπα Παύλου Στ΄ (1962-65), ουσιαστικά σήμανε την είσοδο επίσημα της Καθολικής Εκκλησίας στον ειλικρινή οικουμενικό διάλογο, εγκαταλείποντας την μέχρι τότε θέση περί «επιστροφής στην Ρώμη», και υιοθετώντας την «επιστροφή με την Ρώμη» (που ουσιαστικά σήμαινε την «επιστροφή της Ρώμης») στην αναζήτηση της ορατής ενότητας της Εκκλησίας του Χριστού,

D90_6

– η εγκύκλιος του νυν προκαθημένου της «πρεσβυτέρας» Ρώμης, Πάπα Φραγκίσκου, έχει σημάνει – τελεσίδικα θέλω να πιστεύω – την άρση και του τελευταίου (κατά τη γνώμη μου ουσιαστικού) εμποδίου για την ενότητα των χριστιανών, αλλά και την ένωση των παραδοσιακών εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως. Εν πάση περιπτώσει, η ιστορία θα καταγράψει στο μέλλον, ότι ο σύγχρονος χριστιανικός κόσμος, και όχι μόνον η Καθολική Εκκλησία, διαιρείται πλέον στην προ της παπικής εγκυκλίου «Η χαρά του ευαγγελίου» της 24ης Νοεμβρίου του 2013, και στην μετά απ’ αυτήν. Η εκτίμησή μου αυτή μπορεί να φαντάζει υπεραισιόδοξη, ίσως και ουτοπική, αλλά εναρμονίζεται πλήρως με τα οράματα του μεγάλου χριστιανού ηγέτη Πατριάρχη Αθηναγόρα, σε εποχές μάλιστα με πολύ μικρότερης εμβέλειας ανοίγματα της Καθολικής Εκκλησίας, αλλά και την δυναμική εκκλησιαστική πολιτική του νυν Οικουμενικού Πατριάρχου και επισκόπου της «νέας» Ρώμης Βαρθολομαίου.

Η σύντομη σημερινή παρέμβασή μου δεν φιλοδοξεί φυσικά να προβεί σε διεξοδική ανάλυση της Αποστολικής Προτροπής, του πιο ριζοσπαστικού ιεραποστολικού κειμένου της νεώτερης ιστορίας (βλ. επ’ αυτού την εξαιρετική σύντομη παρουσίασή της στο περιοδικό Σύναξη 130, 2014, σελ. 85εξ, από τον καθ. κ. Δημήτριο Κεραμιδά, αλλά και την ελληνική της μετάφραση από την εν Ελλάδι Καθολική Εκκλησία). Θα περιοριστεί αναγκαστικά στην υπογράμμιση των δύο κυρίαρχων αξόνων αυτού του κειμένου, που δικαιολογούν τον πιο πάνω χαρακτηρισμό του κειμένου ως τομής στην ιστορία της χριστιανικής μαρτυρίας. Και φυσικά η οπτική γωνία της, όπως αναφέρεται και στο πρόγραμμα, θα είναι αυτή της Ορθόδοξης ιεραποστολής, με βάση τόσο τα επίσημα συνοδικά κείμενα της συντεταγμένης Ορθοδοξίας, όσο και εκείνα της παγκόσμιας ιεραποστολής στα οποία είναι εμφανής και αδιαμφισβήτητη η επίδραση ή τουλάχιστον η συμβολή της Ορθόδοξης θεολογίας τα τελευταία πενήντα χρόνια μέσω του οικουμενικού διαλόγου. Οι δύο αυτοί άξονες είναι:

(α) η εγκατάλειψη της κατανόησης της Εκκλησίας ως φρουρίου (και παραδόσεως με διάφορα κεκτημένα, συμπεριλαμβανομένων και των θεολογικών) που πρέπει να υπερασπιζόμαστε με αμυντική διάθεση απέναντι στον έξω κόσμο και τα ιδεολογικά του ρεύματα, και η επιστροφή στην ιεραποστολική και διακονική «έξοδο» της Εκκλησίας στον κόσμο, ιδιαίτερα των πτωχών και κατατρεγμένων, και

(β) η εγκατάλειψη της έννοιας της αμαρτίας ως «ατομικού» κακού και η υιοθέτηση της αμαρτίας με την παραδοσιακή βιβλική έννοια του «δομικού» κακού.

Κατά την Evangelii Gaudium (ΧΕ) δεν θα πρέπει να μιλάμε «περισσότερο για το νόμο παρά για τη χάρη, περισσότερο για την Εκκλησία παρά για τον Ιησού Χριστό, περισσότερο για τον Πάπα παρά για τον Λόγο του Θεού» (38). «Όλες οι αρετές είναι στην υπηρεσία της … αγάπης. Αν η πρόσκληση αυτή δεν λάμπει με έμφαση και με ελκυστικότητα, το ηθικό οικοδόμημα της Εκκλησίας διατρέχει τον κίνδυνο να αποβεί ένας χάρτινος πύργος, και αυτός είναι ο χειρότερος κίνδυνος. Διότι στην περίπτωση αυτή, δεν θα είναι πραγματικά το Ευαγγέλιο που αναγγέλλεται, αλλά κάποιες επιμέρους δογματικές ή ηθικές αλήθειες που προέρχονται από ορισμένες ιδεολογικές επιλογές. Το μήνυμα θα διατρέχει τον κίνδυνο να χάσει τη φρεσκάδα του και να μην έχει πια «το άρωμα του Ευαγγελίου» (39).

Σε κάποια από τα προ της δημοσιεύσεως της ΧΕ ριζοσπαστικά αποφθέγματά του ο Πάπας Φραγκίσκος έλεγε: «Δεν μπορούμε να επιμένουμε μόνο σε θέματα που σχετίζονται με την άμβλωση, τους γάμους ομοφυλοφίλων και τη χρήση των αντισυλληπτικών μεθόδων. Αυτό δεν είναι δυνατό. Δεν έχω μιλήσει πολύ για αυτά τα πράγματα, και γι’ αυτό με έχουν επικρίνει. Αλλά όταν μιλούμε για αυτά τα θέματα, θα πρέπει να το κάνουμε  μέσα στη συγκεκριμένη συνάφεια. Η διδασκαλία της Εκκλησίας για το θέμα αυτό είναι σαφής, και εγώ είμαι μέλος της εκκλησίας. Δεν είναι απαραίτητο να μιλάμε για αυτά τα θέματα όλη την ώρα, αλλά για το ευαγγέλιο». «Ποιος είμαι εγώ για να κρίνω έναν ομοφυλόφιλο που με καλή θέληση επιζητεί τον Θεό; Δεν μπορούμε να περιθωριοποιήσουμε όλους αυτούς τους ανθρώπους».

Όπως είναι γνωστό, οι απαρχές της χριστιανικής ιεραποστολής ανάγονται στη σταδιακή ρήξη μεταξύ της πανίσχυρης Καθολικής Εκκλησίας (στη θεσμική βέβαια έκφρασή της) και του δυτικο-ευρωπαϊκού πολιτισμού, που ήταν φυσικό να επέλθει ως αποτέλεσμα του δόγματος της εκκοσμίκευσης και της αναγκαστικής εξώθησης της θρησκείας στην ιδιωτική σφαίρα.Καθ’ όλη σχεδόν την περίοδο της νεωτερικότητας, και κυρίως κατά την πρώτη φάση της, η Δυτική Εκκλησία προσπάθησε ουσιαστικά να ανασυστήσει την παλαιά στατική αντίληψη ενός χριστιανικού κόσμου, μιας χριστιανικής τάξεως, υποδαυλίζοντας τη θεσμική αντίθεση Εκκλησίας και κόσμου. Οι παλαιότεροι ιεραποστολικοί όροι εκχριστιανισμός, προσηλυτισμός, ευαγγελισμός αυτό ακριβώς σηματοδοτούσαν.

D90_165

Σημείο αναφοράς της αποστολής της Εκκλησίας σ’ εκείνη τη φάση ήταν η αντίληψη της παγκοσμιότητας, μιας παγκόσμιας εκκλησίας, όπως κατά το παρελθόν συνέβαινε επί της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας: ένας Θεός – ένας αυτοκράτορας, μία εκκλησία – μία αυτοκρατορία. Η ατυχής σύνδεση της χριστιανικής ιεραποστολής με την αποικιοκρατία την οδήγησε στην πεποίθηση ότι χρέος της Εκκλησίας ήταν να μεταφέρει στην υπόλοιπη ανθρωπότητα τις ευλογίες του δυτικού (δηλ. αστικού) χριστιανικού πολιτισμού. Με μεγάλη δυσκολία η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία υιοθέτησε μια νέα κατανόηση της μαρτυρίας της Εκκλησίας. Μπορεί η κοινωνική αλλαγή να έπαψε να θεωρείται ως ρήξη ή επανάσταση εναντίον της θεϊκής τάξεως, αλλ’ ως αποτέλεσμα της δράσεως του Θεού, ποτέ όμως δεν ήρθε σε ευθεία αντιπαράθεση με το ισχύον οικονομικό σύστημα και την κυρίαρχη τάξη πραγμάτων.

Βεβαίως,ο Θεός άρχισε σταδιακά να αναγνωρίζεται ως ο δημιουργός της ιστορικής αλλαγής, και στη θέση ενός θεοκρατικά δομημένου κόσμου, άρχισε να εμφανίζεται πλέον ο κόσμος της ιστορίας, μέσα στην οποία επιτελείται το έργο του Θεού. Μπορεί στη θέση της θεσμικής έκφρασης της πανίσχυρης ακόμη δυτικής Εκκλησίας να επανήλθε το γεγονός Χριστός, αλλά και πάλι η παλαιά θεοκρατική παγκοσμιότητα απλώς έδωσε τη θέση της στην χριστοκεντρική παγκοσμιότητα.  Ποτέ όμως επίσημα δεν διακηρύχτηκε, ότι ο ατομισμός και το ισχύον άδικο σύστημα της παγκόσμιας οικονομίας ισοδυναμούν με τον «χρυσούν μόσχον» της Π.Δ. και συνδέονται άρρηκτα με την καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος και του όλου οικοσυστήματος.

Μπορεί να έγιναν θετικά βήματα, όπως π.χ. στην περίπτωση της σταδιακής εγκατάλειψης της ιδέας ότι η ιεραποστολή είναι υπόθεση των μεμονωμένων χριστιανών (missio christianorum), ή στην περίπτωση της αναγνώρισης της ιεραποστολικής ευθύνης της Εκκλησίας στο σύνολό της (missio ecclesiae). Μπορεί η Καθολική Εκκλησία στα πλαίσια της οικουμενικής κίνησης να αναγνώρισε με τους λοιπούς χριστιανούς ότι το πραγματικό υποκείμενο της ιεραποστολής δεν είναι ούτε και αυτή η Εκκλησία, αλλά ο ίδιος ο Θεός (missio Dei),  γενικά όμως, ο δυτικός χριστιανισμός περιόριζε αυτή τη δυναμική ιεραποστολική αντίληψη στην αποστολή του Χριστού (missio Christi).

Σ΄ αυτό ακριβώς το κρίσιμο σημείο για το μέλλον της παγκόσμιας ιεραποστολής έκανε αισθητή την παρουσία της η Ορθόδοξη θεολογία, σημαντικότερη συμβολή της οποίας υπήρξε – στα πλαίσια του οικουμενικού διαλόγου – η επανανακάλυψη της τριαδικής θεολογίας, και ειδικότερα της «οικονομίας του Αγίου Πνεύματος», αναγκάζοντας τον Καρδινάλιο Walter Kasper να κάνει λόγο για βαθιά ριζωμένη πνευματολογική λήθη στον Δυτικό χριστιανισμό, τόσο στην Καθολική όσο και στην Προτεσταντική μορφή του.

D90_134

Με τη συνδρομή της Ορθόδοξης θεολογίας έγινε κατανοητό ότι αυτή καθαυτή η υπόσταση της θεότητας είναι πρωταρχικά ζωή κοινωνίας,και ότι η επέμβαση του Θεού στην ιστορία στοχεύει στο να οδηγήσει την ανθρωπότητα, αλλά και ολόκληρη τη δημιουργία, σ’ αυτή την κοινωνία με την ίδια την ύπαρξη του Θεού. Η αυθεντική ιεραποστολή δεν στοχεύει αποκλειστικά στη διάδοση ή στη μεταβίβαση διανοητικών αληθειών, δογμάτων, ηθικών επιταγών κλπ., αλλά στη μεταφορά της ζωής της κοινωνίας που ενυπάρχει στη θεότητα.

Η εγκατάλειψη της χριστοκεντρικής παγκοσμιότητας και η θεμελίωση της χριστιανικής ιεραποστολής με πιο σταθερό τρόπο στο τριαδικό δόγμα είχε ως αποτέλεσμα την εγκατάλειψη της ιμπεριαλιστικής, επεκτατικής και προσηλυτιστικής τακτικής της χριστιανικής ιεραποστολής του 19ου, αλλά και των αρχών του 20ου αι., με τις ολέθριες συνέπειες για τον Ορθόδοξο αλλά και τον τρίτο κόσμο, και την υιοθέτηση μιας περισσότερο περιεκτικής και ολιστικής κοινής χριστιανικής μαρτυρίας. Πρακτικά αυτό σήμαινε εμπλοκή των χριστιανών στους κοινωνικούς αγώνες (θεολογία της απελευθέρωσης), στην καταπολέμηση του ρατσισμού (με τα γνωστά προγράμματα εναντίον του απαρντχάιντ, και της ανύψωσης της θέσης των γυναικών κλπ.), αλλά και καταδίκη του προσηλυτισμού. όχι μόνο μεταξύ χριστιανών διαφορετικών δογμάτων, αλλά και προς τους πιστούς των άλλων ζωντανών θρησκευμάτων. Οι ιεραποστολικοί όροι, οι οποίοι χρησιμοποιούνται πλέον, είναι μαρτυρία και δια-θρησκειακός διάλογος. Θεολογικά, αλλά και πρακτικά, οι πιστοί των άλλων θρησκειών δεν είναι πια αντικείμενα της χριστιανικής ιεραποστολής, αλλά εταίροι στο διάλογο, με στόχο ευαγγελιζόμενοι και ευαγγελιστές/ιεραπόστολοι να καταστούν συνεργοί στο έργο του Αγ. Πνεύματος για την έλευση, έστω και προληπτικά,της Βασιλείας του Θεού στον κόσμο. Αυτή η οικουμενική χριστιανική αντίληψη περί ιεραποστολής για πρώτη φορά, και μάλιστα με εντονότερο τρόπο, εμπεριέχεται σε παπική εγκύκλιο.

Με την Αποστολική του Προτροπή, όμως, ο Πάπας Φραγκίσκος διέρρηξε επί πλέον μια για πάντα τις όποιες υπόγειες διαδρομές πίστευαν πολλοί ότι διατηρούσε η Καθολική Εκκλησία με το κεφάλαιο και το πανίσχυρο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. «Σήμερα οφείλουμε να πούμε» ρητά και κατηγορηματικά τέσσερα Όχι:

1. Όχι σε μια οικονομία αποκλεισμού και ανισότητας.

2. Όχι στη νέα ειδωλολατρία του χρήματος. Μια από τις αιτίες αυτής της κατάστασης βρίσκεται στη σχέση που έχουμε καθιερώσει με το χρήμα, αφού  αποδεχόμαστε αδιαμαρτύρητα την επικυριαρχία του πάνω μας και πάνω στις κοινωνίες μας. Η χρηματοοικονομική κρίση που διανύουμε, μας κάνει να ξεχνούμε ότι η πηγή της είναι μια βαθιά ανθρωπολογική κρίση: η άρνηση του πρωτείου του ανθρώπινου όντος! Δημιουργήσαμε νέα είδωλα. Η λατρεία του παλαιού χρυσού μοσχαριού (βλ. Εξ. 32,1-35) βρήκε μια νέα και απάνθρωπη εκδοχή στον φετιχισμό του χρήματος και στη δικτατορία μιας οικονομίας χωρίς πρόσωπο και χωρίς ένα αληθινά ανθρώπινο σκοπό. Η παγκόσμια κρίση, που πλήττει τη χρηματοδότηση και την οικονομία, φανερώνει τις ανισορροπίες τους και πάνω απ’ όλα τη σοβαρή έλλειψη ανθρωπολογικού προσανατολισμού, που περιορίζει το ανθρώπινο ον σε μία μόνο από τις ανάγκες του: την κατανάλωση …

3. Όχι σε ένα χρήμα που κυβερνά αντί να υπηρετεί … Η ηθική, – μια ηθική μη ιδεολογικοποιημένη – συμβάλλει στη δημιουργία μιας ισορροπίας και μιας κοινωνικής τάξης πιο ανθρώπινης. Υπό αυτήν την έννοια, (για πρώτη φορά Ρωμαίος ποντίφικας προτρέπει) … τους κυβερνήτες των διαφόρων χωρών να μελετήσουν τα λόγια ενός σοφού της αρχαιότητας (του ιερού Χρυσοστόμου): ‘Το να μη μοιράζεσαι τα αγαθά σου με τους φτωχούς σημαίνει ότι τους κλέβεις και ότι τους στερείς τη ζωή. Τα αγαθά που κατέχουμε δεν είναι δικά μας, αλλά δικά τους’.

4. Όχι στην ανισότητα που γεννά βία.

D90_194

H Εκκλησία δεν μπορεί να ενεργεί ως θεσμός του κόσμου τούτου, ούτε η χριστιανική θεολογία να νομιμοποιεί την θεσμική έκφραση ακόμη και της Εκκλησίας, αλλά να αντιμετωπίζει κριτικά τους θεσμούς του κόσμου τούτου και προφητικά να καταγγέλλει τις άδικες δομές του.

«Ο Χριστός μας λύτρωσε όλους, όλους μας, με το αίμα του: όλους μας, όχι μόνο τους Καθολικούς. Ακόμη και τους άθεους», διατρανώνει ο Πάπας Φραγκίσος, και συνεχίζει: «Πιστεύω στον Θεό, όχι σε έναν Καθολικό Θεό, δεν υπάρχει Καθολικός Θεός, υπάρχει Θεός». «Ο προσηλυτισμός είναι μια ανοησία, δεν έχει κανένα νόημα. Πρέπει να γνωρίσουμε ο ένας τον άλλον, να ακούσουμε ο ένας τον άλλο και να βελτιώσουμε τις γνώσεις μας για τον κόσμο γύρω μας». Όλες αυτές οι ριζοσπαστικές αναφορές, τόσο οι προσωπικές του Πάπα Φραγκίσκου σε διάφορες εκδηλώσεις, όσο και αυτές που εμπεριέχονται στην ΧΕ, δεν προσήλκυσαν μόνο το ενδιαφέρον των ΜΜΕ παγκοσμίως, αλλά συντάραξαν συθέμελα και την Μέκκα του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος, την Wall Street, με αποτέλεσμα την επομένη κιόλας της δημοσιοποίησής της να χαρακτηριστεί η ΧΕ ως καθαρός μαρξισμός! Σήμερα, ενάμισι χρόνο μετά, η αποδοχή του Πάπα Φραγκίσκου και όσων διαλαμβάνει η ΧΕ είναι απίστευτη, όχι μόνον ανάμεσα στους Καθολικούς, όχι ακόμη και ανάμεσα στους πλέον δεδηλωμένους πολέμιους του καθολικισμού, τους ακραίους συντηρητικούς ευαγγελικούς (προφανώς λόγω της έμφασης στην ιεραποστολή), αλλά και μεταξύ ατόμων που πιθανώς δεν είχαν ιδέα για τον χριστιανισμό, μια και αντιλαμβάνονται πως μια διεθνούς κύρους προσωπικότητα υπερασπίζεται το δικαίωμά τους στη ζωή, όπως ακριβώς και όσοι καθημερινώς πλήττονται από τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής ανεξαρτήτως θρησκεύματος θεωρούν προστάτη τους τον Οικουμενικό Πατριάρχη.

Για να είναι, βέβαια, αντικειμενική μια αποτίμηση της ΧΕ θα πρέπει κανείς να την κρίνει και με βάση τα όσα σε διορθόδοξο και οικουμενικό περιβάλλον είχαν προηγηθεί. Γιατί αν για κάτι ξεχωρίζει ο νυν προκαθήμενος της Καθολικής Εκκλησίας αυτό είναι ότι ακούει τι λέει όχι μόνον η δική του παράδοση, αλλά και των άλλων: ετερόδοξη, αλλόθρησκη, ακόμη και κοσμική. Και επί πλέον δεν φείδεται αυτοκριτικής. Αλλιώς, σε μια κατά παράδοση και κατά τεκμήριο συγκεντρωτική εκκλησία δεν θα έγραφε για τους λαϊκούς, ότι «δεν βρήκαν χώρο στις τοπικές τους Εκκλησίες για να μπορέσουν να εκφραστούν και να δράσουν, εξαιτίας ενός υπερβολικού κληρικαλισμού που τους κρατά στο περιθώριο των αποφάσεων» (102).

Το 2013, έτος της δημοσίευσης της Αποστολικής Προτροπής, ήταν η χρονιά που υιοθετήθηκαν σε παγκόσμιο διαχριστιανικό επίπεδο, με αποκορύφωμα την τελευταία Γ.Σ. του ΠΣΕ στο Μπουσάν της Ν. Κορέας, δύο παρόμοια ιεραποστολικά κείμενα: η Έκκληση για Δράση, την οποία προετοίμασε με συμμετοχή και Καθολικών η υπο-επιτροπή της ΑGAPE «Φτώχεια-Πλούτος-Οικολογία» (PWE), και η νέα Ιεραποστολική Διακήρυξη Together Towards Life, επίσης με ουσιαστική συμμετοχή και Καθολικών. Σε πλείστα όσα σημεία παρατηρείται ταύτιση απόψεων της ΧΕ με τα οικουμενικά αυτά κείμενα που προηγούνται χρονικά και δουλεύτηκαν για 5 περίπου χρόνια (βλ. τις μελέτες μου στην Θεολογία και το διεθνές ιεραποστολικό περιοδικό IRM). Επειδή ως εκπρόσωπος της Ορθόδοξης θεολογίας είχα την ευκαιρία και την τιμή να συμμετέχω ενεργά στη σύνταξη αμφοτέρων των οικουμενικών αυτών κειμένων, είμαι σε θέση ταπεινά να ομολογήσω πως η ΧΕ τα υπερέβη σε τόλμη και δυναμισμό.

D90_202

Δεν μπορώ, όμως, να μη υπογραμμίσω την σε μεγάλο βαθμό συμφωνία της ΧΕ και με την Ορθόδοξη παράδοση, πράγμα που σημαίνει ότι οι ενέργειες άκρας ταπείνωσης  του Πάπα Φραγκίσκου – των οποίων γίναμε κοινωνοί τόσο κατά την επίσκεψη στο Φανάρι, όσο και κατά την κοινή με τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο προσκύνηση στην Αγία Πόλη Ιερουσαλήμ –  δεν ήταν απλά επικοινωνιακά τεχνάσματα. Γι’ αυτό πολύ σύντομα θα αναφερθώ στην προτελευταία διακήρυξη των προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών το 2008. Εκεί υπογραμμίζεται χαρακτηριστικά, ότι ο ατομισμός και το ισχύον άδικο σύστημα της παγκόσμιας οικονομίας «συνδέονται άρρηκτα με την καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος και του όλου οικοσυστήματος (§ 5). Οι Ορθόδοξοι χριστιανοί συμμερίζονται μετά των άλλων, θρησκευομένων ή μη ανθρώπων του πλανήτου, την ευθύνη για τη σύγχρονη κρίση, διότι ανέχθηκαν ή συμβιβάστηκαν ακρίτως και προς ακραίες επιλογές του ανθρώπου χωρίς την αξιόπιστη αντιπαράθεση προς αυτές του λόγου της πίστεως. Έχουν, συνεπώς, και αυτοί μείζονα υποχρέωση να συμβάλλουν στην υπέρβαση των διασπάσεων του κόσμου. Η χριστιανική διδασκαλία δια την οντολογική ενότητα του ανθρώπινου γένους και της θείας δημιουργίας, όπως αυτή εκφράζεται στο μυστήριο του εν Χριστώ απολυτρωτικού έργου, αποτελεί θεμελιώδη βάση για την ερμηνεία της σχέσεως του ανθρώπου με τον Θεό και τον κόσμο (§ 6)…Το χάσμα μεταξύ πλουσίων και πτωχών διευρύνεται δραματικά εξ αιτίας της οικονομικής κρίσης, που συνήθως είναι αποτέλεσμα μανιακής κερδοσκοπίας εκ μέρους οικονομικών παραγόντων και στρεβλής οικονομικής δραστηριότητας, η οποία, στερούμενη ανθρωπολογικής διαστάσεως και ευαισθησίας, δεν εξυπηρετεί, τελικά, τις πραγματικές ανάγκες της ανθρωπότητας. Βιώσιμη οικονομία είναι εκείνη, που συνδυάζει την αποτελεσματικότητα με την δικαιοσύνη και την κοινωνική αλληλεγγύη (§ 8).

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.