Κλαίω καί κατανύσσομαι, ὅταν τό φῶς μοι λάμψῃ
καί ἴδω τήν πτωχείαν μου καί γνῶ τό ποῦ ὑπάρχω·
καί ποῖον κόσμον κατοικῶ θνητόν, θνητός ὑπάρχων.
Καί τέρπομαι καί χαίρομαι, ὅταν κατανοήσω,
τήν ἐκ Θεοῦ δοθεῖσαν μοι κατάστασιν καί δόξαν.
Μέ τούς παραπάνω στίχους τοῦ Ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου ἄνοιξε ἡ μουσική ἐκδήλωση μέ λόγια θρησκευτική ποίηση στόν Ἱερό Ναό Ἁγίου Γεωργίου-Ροτόντα τό ἀπόγευμα τῆς 21ης Μαΐου στό πλαίσιο τοῦ 8ου Διεθνοῦς Συνεδρίου Ὀρθοδόξου Θεολογίας, πού ὀργανώθηκε ἀπό τή Θεολογική Σχολή τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης καί τελεῖ ὑπό τήν αἰγίδα τῆς Α.Θ. Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου.
Τή μεικτή χορωδία καί τήν ὀρχήστρα τοῦ Συλλόγου «Ρωμανός ὁ Μελωδός» διεύθυνε ὁ Ἄρχων Πρωτοψάλτης τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας κ. Παναγιώτης Νεοχωρίτης. Ἡ μελωδία, οἱ φωνητικές καί οἱ ὀργανικές συνθέσεις στηρίχθηκαν σέ μακάμια (μακάμ σαμπά, μακάμ σαμπά-ἀτζέμ ἀσηράν – ἴσως διαμορφωμένα σέ μια κοινή παράδοση Ὀθωμανῶν καί Βυζαντινῶν μουσικῶν), πού προσομοιάζουν ἐξωτερικά ἀλλά καί διαφέρουν ἀπό τή βυζαντινή μουσική, θά μποροῦσε νά λεχθεῖ ὅτι, συμβάλλουν μέ τούς κατάλληλους ποιητικούς στίχους στήν ἐσωστρέφεια καί τήν αὐτεπίγνωση. Ἡ μουσική αὐτή σέ συνδυασμό μέ τήν ποίηση τοῦ κορυφαίου θεολόγου Συμεών δημιούργησε στό πολυπληθές ἀκροατήριο ἐντός τοῦ μεγαλοπρεποῦς μνημείου τοῦ Ἁγίου Γεωργίου-Ροτόντα αἰσθήματα δέους, νοσταλγίας χάριτος, χαρμολύπης, παραμυθίας, εὐφροσύνης, συντριμμού καρδίας και παντοειδούς συγκινήσεως.
Οἱ ἐπεξηγήσεις πού περιλαμβάνονταν στό πρόγραμμα τῆς μουσικῆς ἐκδήλωσης συνέβαλαν στήν κατανόηση τῶν βιωμάτων τοῦ Ἁγίου Συμεών καί τή μύηση στίς λεπτές ἁγιοπνευματικές του ἐμπειρικές καταστάσεις. Σημειώνει σχετικά ὁ π. Ε. Δ.: «Οἱ πολλαπλές ἐμπειρίες τῆς θέας τοῦ θείου φω-τός δέν δημιούργησαν στόν Ἅγιο Συμεών αἴσθημα ὑπεροχῆς ἤ ὑπερηφανείας. Ἀντιθέτως, βλέποντας τήν θεία δόξα αἰσθανόταν πλήρως τή δική του μηδαμινότητα καί ἁμαρτωλότητα καί ἀποροῦσε, πῶς αὐτός ὁ ἀνάξιος ἀξιωνόταν νά γνωρίσει τόσο μεγάλη θεϊκή συγκατάβαση καί ἀγάπη!
Ἡ ὑπερηφάνεια καί ὁ φθόνος γεννῶνται ὅταν ὁ ἄνθρωπος συγκρίνει ἑαυτό του μέ τούς ἄλλους. Ἀντιθέτως, ἐάν συγκρίνεις τόν ἑαυτό σου μέ τόν Θεό, ὄχι μόνο δέν βρίσκεις πλέον τίποτε ἀξιόλογο στόν ἑαυτό σου, ἀλλά καί ὅλες οἱ διαφορές τῶν ἀνθρώπων χάνουν κάθε νόημα. Ὅλοι εἴμαστε ἀπείρως μικροί, ἀσθενεῖς, ἀτελεῖς, ἄφρονες καί ἁμαρτωλοί μπροστά στόν ἀπείρως μέγα, παντοδύναμο, τέλειο, πάνσοφο καί πανάγιο Θεό!
Αὐτή τήν ἀλήθεια τήν βίωνε ὁ Ἅγιος Συμεών πλήρως, ὅταν ἀντίκρυζε τόν Θεό. Γι’ αὐτό αἰσθανόταν τόση συντριβή, ὥστε χωρίς δυσκολία ἀπέδιδε τούς χειρότερους χαρακτηρισμούς στόν ἑαυτό του, ὅπως βλέπουμε π.χ. καί σ’ἕνα ἄλλο ποιητικό ἀριστούργημά του, τό γνωστότατο ἐκεῖνο «Ἀπό ρυπαρῶν χειλέων, ἀπό βδελυρᾶς καρδίας, ἀπό ἀκαθάρτου γλώσσης», πού διαβάζουμε στήν Ἀκολουθία τῆς θείας Μεταλήψεως.
Τήν ἀσύλληπτη διαφορά μεταξύ τῆς ἀνθρώπινης πτωχείας καί τῆς θεϊκῆς δόξης παρατηροῦμε καί στό παραπάνω κείμενο τοῦ Ἁγίου Συμεών. Μᾶς λέγει λοιπόν ὅτι, ὅποτε λάμψει σ’ αὐτόν τό θεῖον φῶς, κλαίει καθώς βλέπει τή δική του πτωχεία, ἀλλά συγχρόνως χαίρεται καί τέρπεται καθώς κατανοεῖ τή δόξα πού τοῦ χαρίζει ὁ Θεός».
Ὁ ὅσιος Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης, ἄν και ἀπέχει ἀρκετούς αἰῶνες ἀπό τήν ἐποχή πού ἔζησε ὁ ὅσιος Συμεών, δίδασκε μέ ἀνάλογο τρόπο: «Ἡ ψυχή τοῦ Χριστιανοῦ πρέπει νά εἶναι λεπτή, νά εἶναι εὐαίσθητη, νά εἶναι αἰσθηματική, νά πετάει, ὅλο νά πετάει, νά ζεῖ μές στά ὄνειρα. Νά πετάει μές τ’ ἄπειρο, μές τ’ ἄστρα, μές τά μεγαλεῖα τοῦ Θεού, μές τή σιωπή. Ὅποιος θέλει νά γίνει Χριστιανός, πρέπει πρῶτα νά γίνει ποιητής. Αὐτό εἶναι. Πρέπει νά πονάεις. Ν΄ ἀγαπάεις καί νά πονάεις... Ἡ ἀγάπη πρός τόν Χριστό εἶναι ἄλλο πράγμα, ἀπείρως ἀνώτερο. Καί ὅταν λέμε ἀγάπη, δέν εἶναι οἱ ἀρετές πού θ΄ ἀποκτήσουμε ἀλλά ἡ ἀγαπώσα καρδία πρός τόν Χριστό καί τούς ἄλλους».
Τά γλυκόηχα φωνητικά καί ὀργανικά μελωδήματα πού ἀκούσθηκαν στήν ἄριστη αὐτή συναυλιακή ἐκδήλωση, ὁπωσδήποτε διαφέρουν ἀπό τήν βυζαντινή ἐκκλησιαστική μουσική. Ὅμως, μποροῦν νά κεντρίσουν τό ἐνδιαφέρον τῶν νέων ἱεροψαλτῶν καί τῶν φοιτητῶν μας γιά τή λόγια κοσμική βυζαντινή μουσική, ἡ ὁποία θά χρησιμοποιεῖται γιά συναυλιακές ἀνάγκες ἐκτός τῶν λατρευτικῶν συνάξεων. Στή θεία λατρεία ἐντός τῶν ἱερῶν ναῶν πρέπει νά ἐπανέλθει ὁ παραδοσιακός τρόπος ψαλμώδησης τῶν ὕμνων, νά περιορισθεῖ ἡ χρήση τῶν μεγαφωνικῶν μέσων, πραγματικές ἀνάγκες νά ὀργανωθοῦν χοροί ἱεροψαλτῶν τούς ὁποίους θά ἐμπλουτίζουν παιδικές φωνές καί ἔτσι θά προάγεται τό λειτουργικό ἤθος τῆς ἀγαπώσας καί συντετριμμένης καρδίας ἀλλά καί ἐπίγνωσης τῆς εὐσπλαχνίας τοῦ Θεοῦ. Ἡ βυζαντινή ἐκκλησιαστική μουσική πού ἐπενδύει μελωδικά τίς ἀλή-θειες τῆς πίστεως, ὅταν ἐκτελεῖται σωστά καί ἐκφράζεται προσευχητικά, μυστα-γωγεῖ στό μυστήριο τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας μέ ἀνέκφραστο καί ἄρρητο τρόπο.
π. Β. Κ.