Μετά την πανδημία: Το παρόν και το μέλλον του θρησκευτικού τουρισμού

Μονή Αγίου Νικολάου Αναπαυσά, Μετέωρα

Του αναπληρωτή καθηγητή του Τμήματος Θεολογίας ΑΠΘ Χρήστου Τσιρώνη

Λίγο μόνο καιρό πριν, ο κόσμος έμοιαζε με μια εικόνα βολεμένη στο κάδρο των βεβαιοτήτων μας. Οι μελέτες υπογράμμιζαν το δυναμικό στοιχείο του θρησκευτικού τουρισμού και την αυξητική τάση των δραστηριοτήτων που σχετίζονται με το θρησκευτικό βίωμα και τις πολιτιστικές του εκφράσεις (UNWTO, Tourism Towards 2030/Global Overview). Το θρησκευτικό ενδιαφέρον είχε μάλιστα εδώ και καιρό συνδεθεί με μια δυναμική κατηγορία κινήτρων (visiting friends and relatives, “VFR”, health, religion ) με την επίσκεψη δηλαδή σε οικεία πρόσωπα, καθώς και με το ταξίδι με στόχο την υγεία και την ποιότητα ζωής. Aς μην ξεχνάμε επίσης ότι όσοι ασχολούμαστε με τον θρησκευτικό τουρισμό και τις προσκυνηματικές περιηγήσεις τονίζαμε σε αρκετές περιπτώσεις το μεγάλο τους αναπτυξιακό φορτίο: από την μια μεριά δεν περιορίζονται στην γνώριμη για την Ελλάδα εποχή του μαζικού τουρισμού, ενώ από την άλλη μεριά μπορούν να αποδυναμώσουν την περιφερειακή ανισότητα προσελκύοντας επισκέπτες σε προορισμούς που δεν επικεντρώνονται αποκλειστικά στα 3 “S” του μαζικού τουρισμού (Sea- Sun-Sand).

Το ξέσπασμα της πανδημίας covid-19 και τα μέτρα εγκλεισμού με στόχο τον περιορισμό των θανατηφόρων αποτελεσμάτων έκαναν τους ανθρώπους σε όλον τον πλανήτη να κρατήσουν την ανάσα τους. Έκπληξη, φόβος, αμφιβολία, ανησυχία και αβεβαιότητα για το μέλλον έκαναν διαδοχικά την εμφάνισή τους και τελικώς εμφανίστηκαν όλα μαζί ωσάν το δεύτερο παλιρροιακό κύμα που διαδέχθηκε το τρομώδες πέρασμα της πανδημίας. Τώρα λοιπόν ήρθε η ώρα να βαδίσουμε πέρα από τις βεβαιότητες που είχαμε μέχρι στιγμής και να εργαστούμε για την οργάνωση και εφαρμογή ενός στρατηγικού σχεδιασμού για τον θρησκευτικό τουρισμό. Ο σχεδιασμός αυτός πρέπει και να ατενίζει το μέλλον και να είναι απολύτως ρεαλιστικός στην βάση των σημερινών δεδομένων. Θα πρέπει επίσης να βασίζεται στο «δέσιμο» θεωρίας και πράξης, στην συνάντηση της επιστημονικής γνώσης με την επαγγελματική εμπειρία. Στο σημείο που είμαστε δεν έχουμε περιθώριο πολλών επιλογών και γι’ αυτό πρέπει να ενώσουμε τις δυνάμεις όλων των εμπλεκόμενων φορέων σε ένα πλαίσιο συνέργειας και αμοιβαίου ενδιαφέροντος. Πριν να οργανωθούν τα σχέδια δράσης απαιτείται πρώτα απ’ όλα μια καθαρή ματιά στα πράγματα καθώς και ορισμένες γενναίες παραδοχές.

Από τα πολλά που θα μπορούσε να πει κανείς για τις αναγκαίως ειλικρινείς παραδοχές μας, ας επιλέξουμε δύο που είναι και οι πιο καίριες για τον επανασχεδιασμό και την επανεκκίνηση μετά την πανδημία των θρησκευτικών επισκέψεων: Α. Ο Γ. Σεφέρης έγραφε το ’60 «όλα τουριστικά και πολιτισμένα, στο τέλος δε θα’χουν τίποτε άλλο στο μυαλό τους παρά μια σειρά ασύνδετες cartes postales..». Από τότε έχουν αλλάξει πάρα πολλά, πλην όμως συχνά είναι δύσκολο να μην παρατηρήσει κανείς ότι η Ελλάδα συνεχίζει να επενδύει στην μέθοδο των όμορφων φωτογραφιών σε σχέση με την ανάδειξη των θρησκευτικών προορισμών. Η σκοπιμότητα ενός σύντομου κειμένου δεν επιτρέπει την αναλυτική παρουσίαση όλων των προσφερόμενων επιλογών. Ενδεικτικά μόνο ας σημειώσουμε την έννοια της αυθεντικής εμπειρίας και την συμπερίληψη των κινήτρων, των επιθυμιών και των αναγκών των επισκεπτών ως βασικών στοιχείων στην κατάρτιση ενός μακρόπνοου στρατηγικού σχεδιασμού με σύγχρονους όρους. Αυτά βέβαια δεν μπορεί να έχουν καμιά ισχύ, αν δεν γίνει ουσιαστική δουλειά στο πεδίο της ανάδειξης, καταγραφής και παρουσίασης της ταυτότητας των θρησκευτικών προορισμών στην Ελλάδα. Β. Η δεύτερη παραδοχή είναι πιο ευκολονόητη: στην Ελλάδα έχουμε πληθώρα άξιων στελεχών στον τουρισμό και ανθρώπων που γνωρίζουν καλά την θρησκευτική παράδοση. Χρειάζεται όμως ακόμη πολύ δουλειά ώστε στο πεδίο του θρησκευτικού τουρισμού να καταρτιστεί και να ενταχθεί το ανθρώπινο δυναμικό που μπορεί να γνωρίζει το θρησκευτικό βίωμα και την τουριστική πραγματικότητα.

Βασιλική Αγίου Αχιλλείου, Μικρή Πρέσπα

Με αυτά τα δεδομένα ακολουθούν λίγες σκέψεις χωρίς την φιλοδοξία της άμεσης και απόλυτης επίλυσης των προβλημάτων και των προκλήσεων που αντιμετωπίζει ο θρησκευτικός τουρισμός στο άμεσο μέλλον, αλλά με την ειλικρινή επιθυμία της θετικής συμβολής σε μια βιώσιμη τουριστική ανάπτυξη που μπορεί να εγγυηθεί την προστασία του χαρακτήρα των θρησκευτικών προορισμών και μνημείων για το καλό του τόπου και των ανθρώπων του.

Α.  Οι πρωτοβουλίες για τον θρησκευτικό τουρισμό δεν μπορεί να συνεχίσουν ωσάν να μην υπήρξε ποτέ το γεγονός της πανδημίας. Είναι λοιπόν αναγκαίο να οργανωθούν έρευνες  -όσο το δυνατόν πιο σύντομα- ώστε να διαπιστώσουμε σε ποιο βαθμό και με ποιον τρόπο το covid-19 επηρέασε τα κίνητρα και την συμπεριφορά των επισκεπτών σε θρησκευτικά μνημεία. Η οργάνωση των θρησκευτικών περιηγήσεων πρέπει να βασίζεται στον σεβασμό της προσωπικότητας και της ακεραιότητας της ζωής των επισκεπτών. Επιπρόσθετα, είναι αναγκαία η άμεση διενέργεια – αν δεν είναι ήδη αργά –ερευνών και διαβουλεύσεων σε σχέση με την τμηματοποίηση της αγοράς, αλλά και την διαφοροποίηση του θρησκευτικού τουρισμού στη χώρα μας σε σχέση με τις προσφερόμενες επιλογές σε διεθνές επίπεδο.

Β. Η τουριστική μονοκαλλιέργεια και η θεματική αποκλειστικότητα ανά περιοχές ανήκουν πια σε έναν άλλο κόσμο. Η δικτύωση και συνέργεια μεταξύ θρησκευτικών προορισμών και μνημείων είτε ενδο-περιφερειακά είτε και μεταξύ περιφερειών θα αποτελέσει πολλαπλασιαστικό παράγοντα θρησκευτικών επισκέψεων. Μερικές από τις πιο γνωστές και μεγάλες θρησκευτικές διαδρομές στην Ελλάδα (Βήματα Απ. Παύλου, ιεραποστολική διαδρομή των Αγ. Κυρίλλου και Μεθοδίου, περιοδείες του Αγ. Κοσμά του Αιτωλού) δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να περιοριστούν σε μια στενή θεώρηση της διοικητικής οργάνωσης του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Η πρόκληση της συνέργειας αφορά στην συνεργασία μεταξύ των περιφερειών αλλά και στη συνεργασία της Εκκλησίας με τους πολιτικούς, κοινωνικούς και οικονομικούς παράγοντες του τόπου. Ας υπογραμμίσουμε ακόμη ότι στο επίπεδο της περιφερειακής οργάνωσης οφείλουμε να στοχεύσουμε όχι τόσο στην μεγέθυνση των τουριστικών ροών όσο στην ρύθμισή τους με αύξηση στη μέση δαπάνη ανά επισκέπτη, καθώς είναι γνωστό ότι η τελευταία κρατείται ακόμα χαμηλά στην Ελλάδα.

Γ. Σχεδόν κάθε δύο χρόνια πραγματοποιείται ένα μεγάλο συνέδριο με θέμα τον προσκυνηματικό τουρισμό στην Ελλάδα. Η πρωτοβουλία αυτή οργανώνεται από το Συνοδικό Γραφείο Προσκυνηματικών Περιηγήσεων της Ι. Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Παράλληλα, οργανώνονται από ακαδημαϊκούς, οικονομικούς και πολιτικούς φορείς εκατοντάδες εκθέσεις και συνέδρια στην χώρα. Τώρα είναι η ώρα κατάλληλη να προχωρήσουμε σε έναν τολμηρό επανασχεδιασμό των δράσεων, ώστε να δίνεται η δυνατότητα να συναντηθούν όλες οι δημιουργικές δυνάμεις και τα ενδιαφερόμενα μέρη για τον μελλοντικό σχεδιασμό. Η γεφύρωση των επιμέρους πρωτοβουλιών θα διανοίξει νέες προοπτικές, όπως είναι η ευρεία συμμετοχή, τα forum διαλόγου και οι συνέργειες μεταξύ ακαδημαϊκών, εκκλησιαστικών και κοινωνικο-οικονομικών οργανισμών.

Ψηφιδωτό από τη Μονή της Χώρας, Κωνσταντινούπολη

Δ. Αν μας δίδαξε κάτι η πανδημία του 2020 είναι ότι πρέπει να εντάξουμε την αβεβαιότητα στον σχεδιασμό μας. Η δημοσιοποίηση ενός πρωτοκόλλου αντιμετώπισης υγειονομικών ή άλλων προβλημάτων και η θεσμοθέτηση μιας ομάδας διαχείρισης κρίσεων ανήκουν στα πρώτα απαραίτητα μέτρα. Σε περίπτωση έκτακτων περιστατικών, δεν θα πρέπει ατομικά ο κάθε προσκυνητής ή το κάθε μοναστήρι ξεχωριστά να αναζητά να βρει λύσεις. Μια πιθανή κατάσταση πανικού θα τραυματίσει μακροπρόθεσμα και καίρια τον θρησκευτικό τουρισμό στη χώρα.

Ε. Η δημιουργία και η προώθηση ενός ευρύτερου αφηγήματος που εντάσσει τις θρησκευτικές επισκέψεις στην τοπική πραγματικότητα αλλά και τις συνδέει με την εθνική αναπτυξιακή προοπτική, ενός αφηγήματος που συναρμόζει τελικά την ομορφιά των υλικών και άυλων πολιτισμικών πόρων της χώρας μας σε ένα διακριτό και διαφοροποιημένο πλαίσιο αναφοράς, θα φωτίσει το στίγμα μας στον παγκόσμιο χάρτη. Φυσικά η δημιουργία ενός τέτοιου αφηγήματος δεν μπορεί παρά να είναι απότοκο μιας συνολικής προσπάθειας χωρίς αποκλεισμούς: τοπικοί, ακαδημαϊκοί και εκκλησιαστικοί φορείς μπορούν και οφείλουν να συμβάλλουν από κοινού.

Στ. Ο σεβασμός του κατανυκτικού χαρακτήρα των θρησκευτικών μνημείων και προορισμών αποτελεί απόλυτη προτεραιότητα ακόμη και έναντι άμεσων και κερδοφόρων αποτελεσμάτων (ακαλαίσθητες κατασκευές, πωλητήρια, εκθέσεις κ.α.). Η βιωσιμότητα των θρησκευτικών επισκέψεων σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με την οργάνωση δραστηριοτήτων που υπογραμμίζουν την ταυτότητα των μνημείων και δεν την τραυματίζουν: σεμινάρια αρχιτεκτονικής, αγιογραφίας και ψαλτικής, εργαστήρια γλώσσας, συντήρησης μνημείων και λοιπά.

Ζ. Η ένταξη των νέων τεχνολογιών είναι αναπόφευκτη. Αν χρησιμοποιηθούν με διάκριση, μπορούν να προσφέρουν πολύτιμες υπηρεσίες είτε ενισχύοντας την προσβασιμότητα (ειδικά για ΑμεΑ και ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας) είτε εμπλουτίζοντας την εμπειρία επίσκεψης (virtual αναπαραστάσεις και πληροφορίες) είτε αποφορτίζοντας τους θρησκευτικούς προορισμούς  (χρήση ηλεκτρονικών εκδοτηρίων, διαφοροποιημένο ωράριο λειτουργίας, πληροφορίες κλπ).

H. Σχεδόν όλα όσα αφορούν στους θρησκευτικούς προορισμούς στην Ελλάδα περικλείονται από ένα πολύπλοκο δίκτυ σχέσεων ως προς την κυριότητα, τη φροντίδα, τους εμπλεκόμενους φορείς, τους αρμόδιους προστασίας και τους λειτουργούς. Παράλληλα, άνθρωποι με διαφορετικά ενδιαφέροντα ή συμφέροντα στον τουρισμό μπορεί να εστιάζουν περισσότερο στην «πνευματική παρακαταθήκη» των μνημείων ή στο κερδοφόρο φορτίο των περιηγήσεων. Υπό αυτές τις συνθήκες καθίσταται απολύτως αναγκαία μια εθνική συνεννόηση για την κατάρτιση και λειτουργία ενός μακρόπνοου οδικού χάρτη για τον θρησκευτικό τουρισμό.

Μονή Ρουσσάνου, Μετέωρα

Όλα τα παραπάνω μπορούν να συνοψιστούν στη λειτουργική σχέση εντός του τρίπτυχου έρευνες-συνέργειες-μακρόπνοος στρατηγικός σχεδιασμός. Το πρώτο στοιχείο θα οδηγήσει σε προσωποκεντρικό προσανατολισμό και σεβασμό της ιδιοπροσωπίας των θρησκευτικών προορισμών, το δεύτερο στην οικονομική και κοινωνική βιωσιμότητα, το τρίτο στην ενδυνάμωση του θρησκευτικού χαρακτήρα αλλά και την υπέρβαση της αποσπασματικότητας με την ένταξη των θρησκευτικών επισκέψεων σε έναν ευρύτερο, εθνικής εμβέλειας σχεδιασμό.  Λίγο παλαιότερα είχα υπογραμμίσει ένα κεντρικό κατά τη γνώμη μου ερώτημα: «είναι οι εμπλεκόμενοι φορείς (Πολιτεία, Εκκλησία, τοπικές κοινότητες, θρησκευτικοί και πολιτιστικοί σύλλογοι, οι παράγοντες της αγοράς) έτοιμοι να αναλάβουν τις αναγκαίες πρωτοβουλίες, να κινητοποιήσουν τα καταρτισμένα στελέχη, να οργανώσουν τις στοχευμένες δράσεις ώστε να επιτευχθεί μια άρτια, σύγχρονη και βιώσιμη τουριστική ανάπτυξη;». Το ερώτημα αυτό εξακολουθεί να ισχύει ακέραιο. Τώρα πια όμως περισσότερο από ένα αναλυτικό ερώτημα έχει καταστεί ένα ζήτημα οριακό και ζωτικής σημασίας για την οργάνωση των θρησκευτικών και προσκυνηματικών περιηγήσεων στην Ελλάδα μετά την πανδημία του 2020.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑ ΑΡΘΡΑ και χαρακτηρίσθηκε . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.