Λειτουργία ὑπέρ τῆς Οἰκουμένης

Του αναπληρωτή καθηγητή του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ Παναγιώτη Σκαλτσή

Διημερίδα_89Στά Δίπτυχα τῆς θείας Λειτουργίας τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου ὑπάρχει καί ἡ ἑξῆς δέηση· «Ἔτι προσφέρομέν σοι τήν λογικήν ταύτην λατρείαν ὑπέρ τῆς οἰκουμένης, ὑπέρ τῆς ἁγίας σου καθολικῆς καί ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας». Τά ἐρωτήματα πού τίθενται ἐδῶ εἶναι ποιά ἡ ἔννοια τοῦ ὅρου οἰκουμένη, πῶς συνδέεται ἡ οἰκουμένη μέ τό σωτηριολογικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ καί τήν ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας στόν κόσμο, καί γιά ποιό λόγο ἡ οἰκουμένη σχετίζεται μέ τή θεία Εὐχαριστία καί ἐντάσσεται στό κείμενο τῆς θείας Λειτουργίας.

Μέ τόν ὅρο «οἰκουμένη» ἐννοοῦμε τόσο τήν ἔκταση τῆς κατοικούμενης γῆς[1], ὅσο καί τούς ἀνθρώπους «τούς κατοικοῦντας ἐπί τῆς γῆς»[2], ὅλα τά ἔθνη τά «ὑπό τόν οὐρανόν»[3]. Σέ κάποια περίπτωση ἐννοεῖται ὁ μελλοντικός κόσμος καί ὁ μελλοντικός βίος· «Οὐ γάρ ἀγγέλοις ὑπέταξε τήν οἰκουμένην τήν μέλλουσαν»[4]. Καί τοῦτο γιά νά φανεῖ ὅτι ἡ ἀρχή καί ὁ σκοπός τῶν πάντων, ὁ ἀρχηγός τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ Χριστός[5].

Ἡ οἰκουμένη, λοιπόν, ὡς τό πλῆθος τοῦ κόσμου πού κατοικεῖ πάνω στή γῆ ἀποτελεῖ καί τό σκοπό τοῦ σωτηριολογικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ. «Κατῆλθεν εἰς τήν καθ’ ἡμᾶς οἰκουμένην ὁ λόγος καί ἐσαρκώθη»[6] γράφει ὁ Μεθόδιος Ὀλύμπου γιά τό Χριστό πού ἔγι­νε ἄνθρωπος «ἵνα ζωήν ἔχωσι καί περισσόν»[7] ὅλοι ὅσοι ἐπι­ζητοῦν τή σωτηρία[8]. Σταυρώθηκε μέ τούς ληστές ὁ Χριστός καί κάλεσε ὅλους στόν Παράδεισο[9]. Πέθανε γιά ὅλους «εἰς τό γενέσθαι τούς πολλούς ἕν σῶμα ἐν Χριστῷ»[10], καί ἐνέδυσε «τήν οἰκου­μένην ἀθα­νασίαν»[11]. Μ’ αὐτήν τήν ἔννοια ὁ Κύριος «τήν οἰκουμένην πληροῖ»[12] καί οἱ πάντες προσκυνοῦν καί λατρεύουν τό λυτρωτή τους.

Αὐτό ἀκριβῶς τό ὑπέρ τῆς οἰκουμένης σωτηριολογικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ συνεχίζει ἡ Ἐκκλησία μέσα στόν κόσμο. Ἡ Ἐκκλησία αὐτοῦ «ἡ πολλή καί μεγάλη –γράφει ὁ Εὐσέβιος Καισαρείας– διαλάμπει καθ’ ὅλης τῆς οἰκουμένης»[13]. Τό εὐαγγέλιο τῆς βασιλείας κηρύχθηκε σ’ ὅλη τήν οἰκουμένη[14], «ἀπό περάτων ἕως περάτων»[15], καί τό κήρυγμα τοῦ Ἰησοῦ διά τῶν Ἀποστόλων, μέ πρωτεργάτη τόν ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν Παῦλο, διαδόθηκε «ἐν τοῖς ἔθνεσιν»[16]. Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία διεσπάρη στά πέρατα τῆς γῆς, ἀλλά διεφύλαξε τό ἀποστολικό κήρυγμα μέ πολλή ἐπιμέλεια «ὡς ἕνα οἶκον οἰκοῦσα… καί γάρ αἱ κατά κόσμον διάλεκτοι ἀνόμοιοι, ἀλλ’ ἡ δύναμις τῆς παραδόσεως μία καί ἡ αὐτή»[17].

Ἀπό τά παραπάνω γίνεται φανερό ὅτι τήν οἰκουμενικότητα τῆς Ἐκκλησίας δέν τήν προσδιορίζει μόνο ἡ τοπική της ἐμβέλεια, ἀλλά καί ἡ ἀλήθεια τήν ὁποίαν ἐκφράζει, μία ἀλήθεια πού διατηρεῖται ἀναλλοίωτη ἀνά τούς αἰῶνες καί ἀποτελεῖ κριτήριο καί τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας. «Ἡ οἰκουμενικότητα τῆς Ἐκκλη­σίας θεμελιώνεται στόν Χριστό, πού προσέλαβε στήν ὑπόστασή του ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα. Καί ἡ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι παρουσία τοῦ Χριστοῦ μέσα στήν Ἐκκλησία οἰκοδομεῖ τήν οἰκουμενικότητά της, ἡ ὁποία δέν ἐξαντλεῖται στήν ἐξάπλωσή της σέ ὁλόκληρη τήν οἰκουμένη, δηλαδή τήν παγκοσμιότητα, ἀλλά συμπεριλαμβάνει καί τήν ἀδιάκοπη διατήρησή της μέσα στόν χρόνο, δηλαδή τή διαχρονικότητα. Αὐτό ἄλλωστε δηλώνει καί ἡ ἔννοια τῆς καθολικότητας, πού ἀποτελεῖ βασικό γνώρισμα τῆς Ἐκκλησίας»[18].

Οἰκουμενικότητα καί Καθολικότητα εἶναι ἔννοιες ἀλληλέν­δετες ὅσον ἀφορᾶ τήν Ἐκκλησία. Δέν μπορεῖ δηλαδή ἡ Ἐκκλησία νά ἔχει οἰκουμενικό χαρακτήρα ἐάν πάσχει ὡς πρός τήν αὐτο­συνειδησία της καί ἐάν ἡ ἑνότητά της δέν θεμελιώνεται στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, στήν κοινωνία τῆς Ἁγίας Τριάδος καί τά μυστήρια[19]. «Ἡ ὀρθόδοξη ἤ καθολική Ἐκκλησιολογία συνδέεται ἄρρη­κτα καί ἁρμονικά μέ τό τριαδικό καί τό χριστολογικό δόγμα. Γι’ αὐτό ἄλλωστε δέν ὑπῆρχε καμιά ἀνάγκη στήν Ἀρχαία Ἐκκλησία νά προσδιοριστεῖ μέ δογματικό ὅρο ἡ φύση τῆς Ἐκκλησίας, χώρια ἀπό τό ὅτι δέν ὑπῆρχε καμιά συγκε­κριμένη πρόκληση. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό σῶμα τοῦ σαρκωμένου Λόγου πού κάνει δυνατή τήν ἐποικοινωνία τῶν πιστῶν. Ὁ σαρκωμένος Λόγος μέσα στό ἱστορικό γίγνεσθαι προωθεῖ τήν ἀνθρώπινη κοινότητα στόν τελικό της σκοπό ἤ καλύτερα στήν τελική της ἐκλάμπρυνση…ι Δίχως τόν Λόγο καί δίχως τό πρότυπο τῆς τριαδικῆς ἑνότητας πού πραγματώνεται στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μέ τήν καρποφορία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δέν μποροῦμε νά ἐννοήσουμε ἐκκλησιαστική κοινότητα στόν ἱστορικό χῶρο. Ἔτσι φανερώνεται τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας καί κάθε μυστήριο πού εἶναι ἡ συνάφεια κτιστῆς καί ἄκτιστης πραγματικότητας… Μέ ἄλλα λόγια γιά νά τελεσιουργηθεῖ αὐτό τό μυστήριο ὑπάρχουν 1) μετοχή στόν Λόγο (ἄσαρκο καί σαρκωμένο) καί 2) συγκρότηση μιᾶς ἑνότητας κατά χάρη καί κατά τό πρότυπο τῆς τριαδικῆς κοινωνίας. Γι’ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία εἶναι Μία, Ἁγία καί Καθολική πού θεμελιώθηκε στό ἔργο τῶν ἀποστόλων. Κάθε σχίσμα καί αἵρεση ἀλλοιώνουν τήν ἑνότητα, διαβρώνουν τήν ἀγάπη καί ἀπομακρύνουν τά μέλη ἀπό τόν Θεό»[20].

Αὐτή ἀκριβῶς ἡ σχέση Οἰκουμενικότητας καί Καθολικότητας τῆς Ἐκκλησίας τονίζεται ἰδιαίτερα καί στή συνάφεια τοῦ κειμένου τῆς θείας Λειτουργίας πού ἑρμηνεύουμε. Ἡ ἀποστροφή «ὑπέρ τῆς οἰκουμένης» ὁλοκληρώνεται μέ τή δέηση «ὑπέρ τῆς ἁγίας σου καθολικῆς καί ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας». Ἀνάλογη δέηση ὑπάρχει καί σέ ἄλλες Ἀναφορές. Στή θεία Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου π.χ. καί μετά τόν καθαγιασμό τῶν τιμίων δώρων ὁ ἱερέας εὔχεται· «Μνήσθητι, Κύριε, τῆς ἁγίας σου καθολικῆς Ἐκκλησίας, τῆς ἀπό περάτων ἕως περάτων τῆς οἰκουμένης καί εἰρήνευσον αὐτήν…». Τό ἴδιο καί στήν Ἀναφορά τοῦ ἁγίου Ἰακώβου, πρίν τά «Μνήσθητι» τῶν Διπτύχων ὁ λειτουργός δέεται· «Προσφέρομέν σοι, δέσποτα, καί ὑπέρ τῶν ἁγίων σου τόπων… καί ὑπέρ τῆς κατά πᾶσαν οἰκουμένην ἁγίας σου καθολικῆς καί ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας»[21].

Σύμφωνα μέ τά παραπάνω κείμενα ἡ Ἐκκλησία ἀγκαλιάζει ὅλη τήν οἰκουμένη. «Μέ τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ τό πνευματικό κέντρο τοῦ κόσμου, πού συγκεφαλαιώνει ὁλόκληρη τήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας ἀπό τόν πρῶτο ἄνθρωπο ὥς τόν τελευταῖο πού θά γεννηθεῖ ἀπό γυναίκα»[22]. Καί δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι αὐτό πραγματοποιεῖται μέσα ἀπό τά Μυστήρια καί δή τή θεία Εὐχαριστία, τό κατ’ ἐξοχήν Μυστήριο τῆς κοινωνίας τῆς ἑνότητας καί τῆς καθολικότητας.

Ἡ θεία Εὐχαριστία εἶναι τό κατ’ ἐξοχήν Μυστήριο τῆς ἑνό­τητας καί τῆς καθολικότητας, διότι σ’ αὐτήν «σημαίνεται»[23], φανερώνεται ἡ Ἐκκλησία ὡς σῶμα Χριστοῦ, καθόσον «ἕν σῶμα οἱ πολλοί ἐσμεν, οἱ γάρ πάντες ἐκ τοῦ ἑνός ἄρτου μετέχομεν»[24]. Ὅσοι μετέχουν στόν ἕνα ἄρτο ἀφ’ ἑνός ἑνώνονται μεταξύ τους μετέχοντες «τῆς Χριστοῦ θεότητος»[25], ἀφ’ ἑτέρου γίνονται καθολικοί καί οἰκουμενικοί ἐφόσον «κάθε λειτουργία τελεῖται σέ κοινωνία μέ τή σύνολη, τήν καθολική Ἐκκλη­σία, καί στό ὄνομα τῆς οἰκουμενικῆς αὐτῆς καί καθολικῆς Ἐκκλησίας»[26].

Μέσα ἀπο τό μυστηριακό γεγονός τῆς θείας Εὐχαριστίας ἐπιβε­βαιώ­νεται ὅτι ἐνώπιόν μας εἶναι ὁ Χριστός «τό κοινόν τῆς οἰκουμένης καθάρσιον»[27]. Συνεχίζεται ἡ πράξη τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, νά προσφέρεται δηλαδή τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου «περί πολλῶν»[28], πού σημαίνει γιά τή σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου[29]. Ἡ θεία Εὐχαριστία ἔχει τήν ἴδια οἰκουμενική ἀποστολή πού ἔχει καί τό γεγονός τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Κυρίου. Ὅπως ἐκείνη ἡ θυσία προσφέρθηκε ἐφάπαξ γιά τή σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου[30], ἔτσι καί ἡ εὐχαριστιακή θυσία προσφέρεται συνεχῶς ὑπέρ «τῆς σωτηρίας τῆς οἰκουμένης»[31]. Κάθε φορά πού λειτουργούμαστε, ὁμολογοῦμε «τό μυστήριον τό φρικτόν, ὅτι ὑπέρ τῆς οἰκουμένης ἔδωκεν ἑαυτόν ὁ Θεός»[32].

Ἡ ἀναφορά λοιπόν τῆς θείας Λειτουργίας στήν οἰκουμένη σημαίνει ἀναφορά στήν ἁγία, καθολική καί ἀποστολική Ἐκκλησία πού διασώζει καί διακηρύττει τό σωτηριῶδες μήνυμα τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἀποστόλων σ’ ὁλόκληρο τόν κόσμο. Ὑποδηλώνει τό οἰκουμενικό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας καί τό διαρκές αἴτημα γιά τήν εἰρήνη τοῦ κόσμου καί τήν ἑνότητα τῆς πίστεως[33], γιά τήν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τή βίωση τῆς οἰκουμενικότητας ἀπό κάθε μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ.

Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ το Νοέμβριο του 2013


[1]. Πράξ. 24, 5: «Πᾶσι τοῖς Ἰουδαίοις τοῖς κατά τήν οἰκουμένην». Ρωμ. 10, 18: «Εἰς πᾶσαν τήν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος αὐτῶν, καί εἰς τά πέρατα τῆς οἰκου­μένης τά ρήματα αὐτῶν». Ἀποκ. 3, 10: «Ὅτι ἐτήρησας τόν λόγον τῆς ὑπομονῆς μου, κἀγώ σε τηρήσω ἐκ τῆς ὥρας τοῦ πειρασμοῦ τῆς μελλούσης ἔρχεσθαι ἐπί τῆς οἰκουμένης ὅλης».
[2]. Ἀποκ. 3, 10. Πρβλ. Λουκ. 2, 1: «Ἐξῆλθε δόγμα… ἀπογράφεσθαι πᾶσαν τήν οἰκουμένην». Πράξ. 17, 31: «Διότι ἔστησεν ἡμέραν ἐν ᾗ μέλλει κρίνειν τήν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ».
[3]. Πράξ. 2, 5.
[4]. Ἑβρ. 2, 5.
[5]. Ἑβρ. 2, 10: «Ἔπρεπε γάρ αὐτῷ, δι’ ὅν τά πάντα καί δι’ οὗ τά πάντα, πολλούς υἱούς εἰς δόξαν ἀγαγόντα, τόν ἀρχηγόν τῆς σωτηρίας αὐτῶν διά παθημάτων τελειῶσαι».
[6]. Μεθόδιου Ολύμπου, Περί Ἀναστάσεως, PG 18, 329D.
[7]. Ἰω. 10, 10.
[8]. Γιά τό ὅτι ἡ Ἐνσάρκωση τοῦ Λόγου ἀποτελεῖ τό θεμέλιο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου βλ. Ηλ. Δ. Μουτσουλα, Ἡ σάρκωσις τοῦ Λόγου καί ἡ θέωσις τοῦ ἀνθρώπου κατά τήν διδασκαλίαν Γρηγορίου τοῦ Νύσσης, Ἀθῆναι 1965. Αρτεμιου Ραντοσαβλιεβιτσ, Τό Μυστήριον τῆς Σωτηρίας κατά τόν ἅγιον Μάξιμον τόν Ὁμολογητήν, Ἀθῆναι 1975, σσ. 181 ἑξ.
[9]. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ὁμιλία εἰς Προδοσίαν, PG 61, 690.
[10]. Μεγάλου Βασιλείου, Ἀρχή τῶν Ἠθικῶν, PG 31, 750.
[11]. Σεβηριανού Γαβάλων, Εἰς τήν πέμπτην ἡμέραν τῆς κοσμοποιΐας, PG 56, 483.
[12]. Διδύμου Αλεξανδρείας, De Trinitate, 3, 2, PG 39, 804C.
[13]. Ευσεβίου Καισαρείας, Ὑπομνήματα εἰς τούς ψαλμούς, ΛΔ΄, PG 23, 312C.
[14]. Ματθ. 24, 14: «Καί κηρυχθήσεται τοῦτο τό εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας ἐν ὅλῃ τῇ οἰκουμένῃ».
[15]. Κλήμεντος Ρώμης, Διαταγαί τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, VIII, I, PG 1, 1085.
[16]. Γαλ. 1, 16. Γιά τόν οἰκουμενικό χαρακτήρα τοῦ ἔργου τοῦ ἀποστόλου Παύλου βλ. Χ. Κ. Οικονόμου, «Ἀπό τήν Ἰουδαϊκή ἐνδοστρέφεια στήν οἰκουμενική ἀποστολή τοῦ Παύλου», ἐν Βιβλικές Μελέτες γιά τόν ἀρχέγονο Χριστιανισμό, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1998, σσ. 123-147.
[17]. Ειρηναίου, Κατά Αἱρέσεων, PG 7, 549A· 552Α. Πρβλ. Ιουστινου, Διάλογος, 53, 5, PG 6, 593B· «Τῶν κατά τήν οἰκουμένην ἐκκλησιῶν».
[18]. Γ. Ι. Μαντζαρίδη, «Οἰκουμενικότητα καί οἰκουμενισμός», ἐν Χριστιανική Ἠθική Ι, Εἰσαγωγή-Γενικές Ἀρχές, Σύγχρονη προβληματική, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2002, σ. 269. Πρβλ. Β. Σ. Ψευτογκα, «Οἰκουμενι­κότητα τῆς Ἐκκλησίας καί Οἰκουμενισμός», ἐν Ἐπιστημονική Ἐπετηρίδα Θεολογικῆς Σχολῆς, Νέα Σειρά, Τμῆμα Θεολογίας, Τιμητικό Ἀφιέρωμα στόν Ὁμότιμο Καθηγητή Νίκο Γρ. Ζαχαρόπουλο [Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης], τόμ. 7, Θεσσαλονίκη 1997, σσ. 384-390: «Ἡ οἰκουμενικότητα τῆς Ἐκκλησίας ἔχει στή συνείδηση τῶν τέκνων της διπλή ἔννοια καί σημασία. Ἡ μία νοεῖται στήν ὁριζόντια διάσταση καί ἡ ἄλλη στήν κάθετη. Ἡ αὐθεντική ἔκφρασή της πρέπει νά συνδυάζει καί τίς δύο αὐτές διαστάσεις. Ἡ πρώτη ἀφορᾶ στήν ἐπέκταση τῆς Ἐκκλησίας σ’ ὁλόκληρη τήν οἰκουμένη, σ’ ὅλον τόν κόσμο. Ἡ δεύτερη ἀναφέρεται καί ἀφορᾶ στήν οὐσία της, πού εἶναι ἡ γνησιότητα καί καθαρότητα τῆς πίστης ἤ μέ ἄλλον ὅρον ἡ ὀρθότητα τοῦ δόγματος καί ἡ ἀκρίβεια τοῦ βίου τῶν μελῶν της».
[19]. Χ. Α. Σταμούλη, «Φύση καί Ἀγάπη. Ἡ ἐφαρμογή τοῦ τριαδικοῦ σχήματος στό διάλογο τῶν Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Οἰκουμένης», ἐν Ἐπιστημονική Ἐπετηρίδα Θεολογικῆς Σχολῆς, Νέα Σειρά, Τμῆμα Θεολογίας, Τιμητικό Ἀφιέρωμα στόν Ὁμότιμο Καθηγητή Γρ. Ζαχαρόπουλο [Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης], τόμ. 7, Θεσσαλονίκη 1997, σσ. 277-292.
[20]. Ν. Α. Ματσούκα, Οἰκουμενική Κίνηση, ἱστορία – θεολογία [Φιλοσοφική καί Θεολογική Βιβλιοθήκη, 4], ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1991, σσ. 253-254.
[21]. Περισσότερα γιά τήν οἰκουμενική διάσταση τῆς θείας Λειτουργίας βλ. Γεωργίου Τσέτση (Πρωτ/ρου), Ὁ οἰκουμενικός χαρακτήρ τῆς θείας Λειτουργίας, Λευκωσία-Κύπρος 1966.
[22]. Βασίλειου Ι. Καλλιακμάνη (Πρωτ/ρου), Μεθοδολογικά πρότερα τῆς ποιμαντικῆς, Λεντίῳ ζωννύμενοι, ἐκδ. «Μυγδονία», Θεσσαλονίκη 2000, σ. 227.
[23]. Νικολάου Καβάσιλα, Εἰς τήν θείαν Λειτουργίαν…, ἐν Φιλοκαλία τῶν Νηπτικῶν καί Ἀσκητικῶν 33, Πατερικαί Ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», Θεσσαλονίκη 1979, σ. 191.
[24]. Α΄ Κορ. 10, 17. Γιά τή θεολογία τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ καί τή μυστηριακή ἑνότητα τῶν πιστῶν βλ. Ι. Σ. Πετρου, Ἑνότητα καί διάσπαση τῆς κοινωνίας τῶν πιστῶν κατά τόν Μ. Βασίλειο (Διατριβή ἐπί Διδακτορίᾳ), Θεσσαλονίκη 1983, σσ. 19, 84. Α. Σμέμαν, Εὐχαριστία. Τό Μυστήριο τῆς Βασιλείας, Μετάφρ. ἀπό τά αγγλικά: Ἰωσήφ Ροηλίδης, ἐκδ. «Ἀκρίτας», Ἀθήνα 22000, σσ. 181-215.
[25]. Ιωάννου Δαμασκηνού, Fragmenta in S. Matthaeum, PG 96, 1409C.
[26]. π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Θέματα Ὀρθοδόξου Θεολογίας, ἐκδ. «Ἄρτος ζωῆς», Ἀθήνα 1989, σ. 169.
[27]. Ιωάννου Χρυσοστόμου, ΕΠΕ 18α, 692. Βλ. καί Γρηγορίου (Ἱερομονάχου), Ἡ θεία Λειτουργία, Σχόλια, Ἅγιον Ὄρος 31993, σσ. 286-287.
[28]. Ματθ. 6, 28. Πρβλ. Μάρκ. 14, 24· Λουκ. 22, 20.
[29]. Η. Σουντζίδη, «Ἡ ἔννοια τοῦ “ὑπέρ πολλῶν” (Μάρκ. 14, 24)», ἐν Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς 80 (1997) 261-266.
[30]. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Κατά Ἰουδαίων, 7, PG 48, 918β΄. «Τήν κοινήν ὑπέρ τῆς οἰκουμένης γενομένην θυσίαν».
[31]. Νικολάου Καβάσιλα, Εἰς τήν θείαν Λειτουργίαν…, ὅ.π., σ. 218.
[32]. Ιωάννου Χρυσοστόμου, ΕΠΕ 37, 150.

[33]. I. Bria-Π. Βασιλειάδη, Ὀρθόδοξη Χριστιανική Μαρτυρία [Ἐκκλησία-Κοινωνία-Οἰκουμένη, 1], ἐκδ. «Τέρτιος», σσ. 155-156.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑ ΑΡΘΡΑ και χαρακτηρίσθηκε . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.