Ιωάννης Τσεβάς, «Η Προσφορά της Ελληνικής Βιβλικής Εταιρίας στις Ευαγγελικές Εκκλησίες στην Ελλάδα»

EBE_187

Η ομιλία του Διευθυντή του Ελληνικού Ιστορικού Ευαγγελικού Αρχείου στο Διεθνές Συνέδριο με θέμα: «Η Μετάφραση της Βίβλου στην Εκκλησία και στην Εκπαίδευση» 

«φόβος οὐκ ἔστιν ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἀλλ᾽ ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον».

Η προσφορά της Βιβλικής Εταιρίας στην Ευαγγελική Εκκλησία της Ελλάδος είναι τριπλή.

Η πρώτη και σημαντικότερη προσφορά, είναι ότι η Βιβλική Εταιρία έδωσε διαχρονικά στην Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία το βασικό στοιχείο, το εργαλείο και τον οδηγό της πίστεώς της, που είναι η Αγία Γραφή.

Από την Αναμόρφωση του 16ου αιώνα υποστηρίκτηκε ότι η βάση της πίστεως της Διαμαρτυρόμενης εκκλησίας είναι η Αγία Γραφή, ο γραπτός Λόγος και μόνον αυτός. Ως εκ τούτου η Ομολογία Πίστεως της Ελληνικής Ευαγγελικής Εκκλησίας στο πρώτο άρθρο της σημειώνει τα εξής:

«πιστεύομεν εις την Αγίαν Γραφήν  (ήτοι τα 39 κανονικά βιβλία της Παλαιάς και τα 27 της Καινής διαθήκης) ως το μόνον θεόπνευστον Βιβλίον και ως την μόνην πηγήν και τον μόνον κανόνα πίστεως και έργων, και ότι είναι αύτη πλήρης, επαρκής, ασφαλής, και αλάθητος οδηγός δια πάσαν περίστασιν πνευματικής απορίας και δυσκολίας».

Με αυτό το άρθρο ορίζεται ότι ο λόγος του Θεού είναι η μόνη βάση και ο μόνος οδηγός. Σημειώνεται ότι είναι «επαρκής», δηλαδή δεν υπάρχει για τους ευαγγελικούς ανάγκη κάτι άλλου όπως η λοιπή ιερά παράδοση. Αυτό σημαίνει ότι αφού είναι ο μόνος οδηγός και η μόνη βάση, τότε συστήνεται, θεωρείται απαραίτητο μάλλον, οι ευαγγελικοί να μελετούν την Αγία Γραφή. Η ατομική ανάγνωση και εντρύφηση στην αγία Γραφή και στις διδασκαλίες της είναι απαραίτητα μέσα χάριτος. Αυτό οπωσδήποτε είναι μία ευαγγελική συνήθεια αφού για πολλά χρόνια στα άλλα δόγματα υπήρχαν απαγορεύσεις.

Αυτή η ανάγκη για ύπαρξη της Αγίας Γραφής στις ευαγγελικές εκκλησίες και στα ευαγγελικά σπίτια σε κατανοητή γλώσσα καλύφθηκε από την Βιβλική Εταιρία.

EBE_52_FC

Όπως είπαμε η Ευαγγελική εκκλησία προσπάθησε με κάθε τρόπο να φέρει κοντά στους ανθρώπους την Αγία Γραφή. Ας αναφέρουμε δύο παραδείγματα από τις εκκλησίες του Πόντου και της Καππαδοκίας που δείχνουν την συγκεκριμένη κατεύθυνση.

Στις ευαγγελικές εκκλησίες του Πόντου υπήρχαν οι λεγόμενες «ευαγγελίστριες», γυναίκες, που συγκέντρωναν στις εκκλησίες γυναίκες μέσης και μεγαλύτερης ηλικίας, που ήταν εντελώς αγράμματες, ώστε να τους διδάξουν ανάγνωση. Ο στόχος ήταν να τους δοθεί η δυνατότητα και η ικανότητα να μελετήσουν μόνες τους την Αγία Γραφή. Αυτός ο αναπάντεχος αλφαβητισμός χάριν της Γραφής, έδωσε δυνατότητες στις ευαγγελικές γυναίκες, που άλλες γυναίκες δεν είχαν, αυτά όμως δεν είναι του παρόντος.

Η ίδια ανάγκη για προσωπική μελέτη της Αγίας Γραφής έκανε την Βιβλική Εταιρία στην Κωνσταντινούπολη να επεκτείνει και να δώσει στους τουρκόφωνους έλληνες της Καππαδοκίας τα καλύτερα σχεδιασμένα βιβλία, στα καραμανλήδικα (τουρκικά με ελληνικό αλφάβητο) ώστε να μπορέσουν να τα διαβάζουν με μεγαλύτερη άνεση, επίσης να κάνουν τις περισσότερες και ποιοτικότερες εκδόσεις της Αγίας Γραφής στην γλώσσα αυτή.

Αυτή η ατομική ανάγκη και υποχρέωση έκανε τους ευαγγελικούς στην Ελλάδα να υποστηρίξουν, να αγκαλιάσουν την Βιβλική Εταιρία αφού αυτή τους προμήθευε με μεταφράσεις εκπονηθείσες από τα πιο αρμόδια πρόσωπα κάθε εποχής, που συμβαίνει να είναι πάντα θεολόγοι καθηγητές πανεπιστημίου. Ας σημειωθεί ότι η Βιβλική Εταιρία δεν υπήρξε ποτέ εξάρτημα ή διακονία της Ευαγγελικής Εκκλησίας ούτε στην Ελλάδα ούτε στον κόσμο. Δηλαδή δεν ήταν κάποιου είδους Ευαγγελική Αποστολική Διακονία κάποιος εκδοτικός βραχίονας των ευαγγελικών. Ήταν πάντα ανεξάρτητη. Με ευαγγελικούς διευθυντές, αλλά ανεξάρτητη.

EBE_168

Αν δεν υπήρχε η Βιβλική Εταιρία, δεν θα είχαν την Αγία Γραφή, γιατί απλά δεν υπήρχαν άλλες μεταφράσεις, και δεν υπήρχαν άλλες εκδόσεις. Πολύ αργότερα εμφανίστηκαν λίγες μεταφράσεις που εξεδόθησαν σε πολύ μικρούς αριθμούς. Αναφέρουμε εκδόσεις και ημερομηνίες: μετάφραση των 4 ευαγγελίων το 1900 στην έκδοση της Βασίλισσας Όλγας, μετάφραση Α. Πάλλη το 1902, μετάφραση του κατά Ματθαίον από τον σύλλογο «Ανάπλασις» το 1900. Έκδοση του κειμένου από το Πατριαρχείο το 1904 και πάλι του κειμένου από τον σύλλογο «Ζωή» το 1929. Αυτές ήταν οι μόνες προπολεμικές εκδόσεις της Αγίας Γραφής οι εκτός Βιβλικής Εταιρίας.

Πέραν της γλώσσας και των μεταφράσεων, η Βιβλική Εταιρία φρόντισε ώστε να υπάρχει σε οποιαδήποτε ποσότητα η Αγία Γραφή και σε οποιοδήποτε σχήμα. Να υπάρχει σε όλα τα σχήματα ώστε να μπορεί καθένας να την μεταφέρει μαζί του, να την έχει στο στρατό ή στον πόλεμο τότε, να την έχει επίσημα μεγάλη στο σπίτι του ή στον άμβωνα και μικρή ώστε να την έχει στην τσέπη του στο ταξίδι. Να υπάρχει σε μετάφραση, ή σε κείμενο και μετάφραση, ώστε να μπορεί να ανατρέχει στο κείμενο όποιος το επιθυμεί. Δεν υπήρξε ποτέ άλλος εκδοτικός οργανισμός, που να εξέδωσε την Αγία Γραφή τόσο πολύ και να την εξέδωσε σε τόσα πολλά σχήματα.

Υπάρχει το ερώτημα το σχετικό με τις μεταφράσεις: γιατί έπρεπε οι ευαγγελικοί να διαβάζουν την Αγία Γραφή σε μετάφραση; Αυτή είναι μία ερώτηση που αφενός έχει την απάντησή της στην διαμαρτύρόμενη ιστορία αφετέρου οι λόγοι είναι προφανώς πρακτικοί. Ένα από τα πρώτα πράγματα που έκανε ο Λούθηρος, απομονωμένος στο κάστρο του Βάρτμπουργκ το 1521, ήταν η μετάφραση της Καινής Διαθήκης. Και αυτό γιατί θεωρούσε ότι οι συμπατριώτες του έπρεπε να έλθουν σε επαφή με τον Λόγο του Θεού στην γλώσσα, που κατανοούσαν, και όχι στα λατινικά, που ήταν η γλώσσα των επιστημόνων της εποχής. Αυτό είναι το έναυσμα της υπάρξεως και της υποστηρίξεως των μεταφράσεων στους ευαγγελικούς. Την Αγία Γραφή πρέπει να την έχει να την μελετά και να την χρησιμοποιεί ιδιωτικώς ο οποιοσδήποτε και γιαυτό έπρεπε να υπάρχει μετάφραση για να την κατανοεί ο οποιοσδήποτε. Οφείλουμε να πούμε εδώ ότι ανέκαθεν οι ευαγγελικοί σύστηναν το Κείμενο για εκείνους, που μπορούσαν να το χρησιμοποιήσουν. Επίσης η Βιβλική Εταιρία μετά τα Ευαγγελιακά του 1901, διακινούσε για πολλά χρόνια μόνο το Κείμενο γιατί υπήρχε η κρατική απαγόρευση, έως ότου αυτή η απαγόρευση ατόνησε και άρχισε να κυκλοφορεί εκ νέου η μετάφραση. Και ένα σχετικό περιστατικό: ο Μητροπολίτης Αθηνών Μελέτιος Μεταξάκης (ήταν Μητροπολίτης –Αρχιεπίσκοπος σήμερα- από το 1918 μέχρι το 1920) ήταν ο πρώτος που έδωσε εντολή να εκτελωνιστούν αμέσως τα πρώτα δύο κιβώτια με την μετάφραση Βάμβα, που είχαν έλθει από το Λονδίνο όπου τυπώθηκαν, όταν η απαγόρευση των μεταφράσεων ατόνησε.

Δεύτερο σημείο προσφοράς της Βιβλικής Εταιρίας στην Ευαγγελική Εκκλησία είναι η διεκκλησιαστικότητα. Ο όρος ίσως αντικαταστήσει τον όρο «οικουμενικότητα», που είναι για πολλούς φορτισμένος με αρνητικές έννοιες. Οφείλουμε να πούμε ότι η Βιβλική Εταιρία από την ίδρυσή της το 1804 ήταν διεκκλησιαστική στην μορφή της. Καμμιά φορά παραήταν. Το 1831 δηλαδή 27 χρόνια από την ίδρυσή της διασπάστηκε. Οι εκκλησίες και οι άνθρωποι, που θεωρούσαν ότι η Βιβλική Εταρία έπρεπε να είναι αμιγώς ευαγγελική, δημιούργησαν την ακόμα υπάρχουσα Τριαδική Βιβλική Εταιρία. Οι λόγοι ήταν οι εξής: η Βιβλική Εταιρία τύπωνε για εκείνους, που το επιθυμούσαν, τα δευτεροκανονικά βιβλία. Δεύτερο και γιαυτό και παραπάνω είπαμε «παραήταν διεκκλησιαστική»: η Βιβλική Εταιρία απασχολούσε στο προσωπικό της πρόσωπα που ανήκαν στην εκκλησία των Ουνιτάριων ή Μοναδιστών ή Αντιτριαδιστών. Αυτά τα δύο στοιχεία θεωρήθηκαν λάθη ασυγχώρητα, που οδήγησαν στην ίδρυση της «Τριαδικής Βιβλικής Εταιρίας» με δικό της έργο.

Αυτά όμως σήμαιναν ότι η Βιβλική Εταιρία είχε μία πιο ευρεία νοοτροπία, που περιλάμβανε φροντίδα για πρόσωπα όχι της διαμαρτυρόμενης εκκλησίας αλλά και της καθολικής και της ορθόδοξης, που εντάσσουν στον Κανόνα τους και τα δευτεροκανονικά βιβλία. Ένα άλλο στοιχείο για να αποδείξουμε την διεκκλησιαστικότητα στην νοοτροπία της Βιβλικής Εταιρίας από την αρχή: στην Ρωσσία ιδρύθηκε το 1813 η Ρωσσική Βιβλική Εταιρία της Αγίας Πετρούπολης, παρουσία πολλών ρώσσων επισκόπων και του Τσάρου, ο οποίος έγινε μέλος της και μάλιστα κάθε χρόνο έκανε μία χορηγία.

EBE_193

Η διεκκλησιαστικότητα αυτή φάνηκε και στην περίπτωση της Ελλάδας. Ο κύριος μεταφραστής της Καινής Διαθήκης ήταν ο γνωστός καθηγητής Πανεπιστημίου και αρχιμανδρίτης Νεόφυτος Βάμβας, που μαζί με τον Κ.Τυπάλδο-Ιακωβάτο, τον Ιωαννίδη, τον Ληβς και τον Λάουντς εκπόνησαν το μεγάλο έργο. Θα μπορούσαν να βρεθούν ελληνιστές, ξένοι διαμαρτυρόμενοι, που θα μπορούσαν να εκπονήσουν μία καλή μετάφραση αλλά ο καθηγητής Βάμβας θεωρήθηκε ο καλύτερος τότε. Μέχρι τότε η μετάφραση που η νεοπαγής Βιβλική Εταιρία χρησιμοποιούσε είχε εκπονηθεί πάλι από ορθόδοξα χέρια, του μοναχού Μάξιμου Καλλιουπολίτη ή του Ιλαρίωνος Τορνόβου. Το ότι όλοι οι παραπάνω ήταν ή φιλοπροτεστάντες, όπως ο Πατριάρχης Κύριλλος ο Λούκαρις, είτε φιλοδιαφωτιστές και ως εκ τούτου υποχρεωτικά φιλοπροτεστάντες, όπως ο Βάμβας, είναι μία κατάσταση κατανοητή. Με ποιούς θα συνεργάζονταν οι της Βιβλικής Εταιρίας παρά με εκείνους που ήταν θετικοί ή εν πάσει περιπτώσει διεκκλησιαστικοί στην νοοτροπία τους. Ουδέποτε άλλωστε ο Βάμβας ή άλλος, επειδή συνεργάστηκε με την Βιβλική Εταιρία άλλαξε, λόγω της συνεργασίας αυτής, την προσωπική του δογματική τοποθέτηση. Όταν εκδόθηκε ολόκληρη η μετάφραση Βάμβα, το 1851, ο διευθυντής της ήταν άγγλος, αλλά λίγα χρόνια αργότερα ο διευθυντής της ήταν ορθόδοξος έλληνας.

Το γιατί από το 1859 ο διευθυντής της ήταν ευαγγελικός, ο Μ. Δ. Καλοποθάκης μας το λένε οι αριθμοί των πωλήσεων. Οι ορθόδοξοι διευθυντές ήταν καλοί μεν αλλά δεν είχαν τον πόθο να κυκλοφορήσει η Αγία Γραφή.

Οφείλουμε να πούμε ότι η διεκκλησιαστικότητα της Βιβλικής Εταιρίας φάνηκε και στην πρόσληψη προσώπων, που θα έκαναν την διανομή της Αγίας Γραφής, οι λεγόμενοι Κολπορτερς (=βιβλιοπώλες των Αγίων Γραφών), οι οποίοι ήταν ορθόδοξοι. Δεν υπήρχαν άλλωστε ευαγγελικοί τέτοιοι. Αλλά και πάλι πρέπει να σημειώσουμε ότι η όχι και τόσο «φανατική» ας πω αντίληψή τους έναντι της Βιβλικής Εταιρίας, η κάποια έλλειψη ενδιαφέροντος από πλευράς τους προς την Αγία Γραφή, έκαναν τον Καλοποθάκη να αλλάξει το προσωπικό του και να προσλάβει προϊόντος του χρόνου ευαγγελικούς κολπορτερς. Έκτοτε η Βιβλική Εταιρία στην Ελλάδα πλέον χαρακτηρίζεται προτεσταντική και συχνά οι άνθρωποί της διώκονται ή υπάρχουν κατασχέσεις και καταστροφές των βιβλίων. Το γεγονός της πωλήσεως μεταφράσεων της Αγίας Γραφής υπολογιζόταν σαν προτεσταντική συνήθεια οπότε καταδικαζόταν. Η κατάσταση αυτή με τα χρόνια άλλαξε σημαντικά με επισκόπους να βοηθούν το έργο της Εταιρίας και με αποτέλεσμα κάθε χρόνο να αυξάνεται η κυκλοφορία της Γραφής. Πάντα όμως η Βιβλική Εταιρία είχε την σφραγίδα της προτεσταντικής οργάνωσεως, κάτι που παρά το γεγονός ότι έχουν αλλάξει τα πράγματα εντελώς, υπάρχει ακόμα σαν νοοτροπία σε ορισμένους. Αυτό είναι κατανοητό, αφού όπως είπαμε υπάρχει προϊστορία, αφού από τον καιρό Κυρίλλου του Λουκάρεως υπάρχει ανάμιξη διαμαρτυρομένων στην μετάφραση, έκδοση και διάδοση της Αγίας Γραφής, δηλαδή επί τρείς αιώνες. Αυτά λίγο δύσκολα αλλάζουν.

Και ερχόμαστε τώρα στην τελευταία τεσσαρακονταετία. Η μετάφραση Βάμβα είχε αρχίσει πλέον να κλείνει τον κύκλο της και είχε χάσει την δυνατότητα επαφής με το γλωσσικό ιδίωμα, που είχε επικρατήσει στον έγγραφο λόγο. Το γλωσσικό αίσθημα είχε απομακρυνθεί από αυτήν. Έτσι αρχικά η Βιβλική Εταιρία (υπό ευαγγελική διεύθυνση) προώθησε την μετάφραση του καθηγητή Βέλλα και κυκλοφόρησε την Καινή Διαθήκη, που αυτός είχε εκπονήσει, και αργότερα πάλι με ευαγγελική διεύθυνση παρήγγειλε από τους Καθηγητές, που τιμήθηκαν χθες, την Νέα Μετάφραση της Βίβλου. Παράλληλα είχε συσταθεί μία συμβουλευτική επιτροπή διεκκλησιαστική, στην οποία συμμετείχαν πολλοί εκ των καθηγητών και άλλοι, πρόσωπα και των τριών δογμάτων. Αυτά όλα τα σημειώνουμε για να τονίσουμε ότι η Βιβλική Εταιρία επί ευαγγελικής διευθύνσεως παρήγγειλε και εξέδιδε μεταφράσεις ετοιμασμένες όχι από ευαγγελικούς αλλά από τους καλύτερους έλληνες επιστήμονες ανεξαρτήτως της δογματικής τοποθετήσεως.

EBE_301

Και μετά ήλθε η στιγμή η Βιβλική Εταιρία να μεταβληθεί σε ελληνικό νομικό πρόσωπο. Ο κόσμος είχε αλλάξει. Τα καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης είχαν καταρρεύσει, και μία ελληνική Βιβλική Εταιρία θα έδινε την κατεύθυνση σε νέες εθνικές βιβλικές εταιρίες, που θα δημιουργούνταν στις χώρες αυτές. Οι ιθύνοντες του εξωτερικού αποφάσισαν ότι το έργο της Εταιρίας θα το έκανε πολύ καλύτερα μία διεύθυνση που να είχε το θρήσκευμα της χώρας, στην οποία αυτή δραστηριοποιείτο.

Αυτό έγινε με έναν διεκκλησιαστικό τρόπο, δηλαδή συνεπήχθη μία αστική μη κερδοσκοπική εταιρία με μέλη της τους μεταφραστές καθηγητές και άλλα πρόσωπα και των τριών δογμάτων, με πρώτο διευθυντή τον αείμνηστο Μάσσο, πρώτο πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου τον αείμνηστο αιδέσιμο Νικολαο Τσιανικλίδη και πρώτο πρόεδρο της συνελεύσεως τον μακαριστό Μητροπολίτη Νέας Σμύρνης Αγαθάγγελο. Έτσι και παρά τις αρχικές αμφιβολίες, καχυποψίες και κυρίως ανασφάλειες, κατόρθωσε η Βιβλική Εταιρία να γίνει Ελληνική, να συγκεντρώσει πρόσωπα από τα τρία χριστιανικά δόγματα, να ανταποκριθεί στις ανάγκες μιας Ευρώπης που άλλαζε και να ανταποκριθεί χωρίς πλέον δογματικές ανησυχίες στο μεγάλο έργο της Αγίας Γραφής.

Αυτό που χάρισε στην ευαγγελική εκκλησία αυτή η διεκκλησιαστικότητα που πλέον ίσχυε, ήταν τα εξής:

Πρώτον, για πρώτη φορά υπήρχε η αναγνώριση από τα πλέον επίσημα όργανα ότι μία οργάνωση-εκδοτικός οίκος με διαμαρτυρόμενη προϊστορία στην Ελλάδα όπως η Βιβλική Εταιρία ήταν κάτι καλό και έπρεπε να στηριχθεί. Για πρώτη φορά επισήμως η Εταιρία, που στο παρελθόν είχε τρομοκρατήσει γενεές ιεραρχών, ιερέων και μοναχών ή του απλού λαού, είχε πλέον έναν ιεράρχη επικεφαλής απεσταλμένο της Ιεράς Συνόδου. Για πρώτη φορά οι μεταφράσεις, που παγίως καταδικάζονταν κατά το παρελθόν, γίνονταν μία επιθυμητή πραγματικότητα. Για πρώτη φορά πρόσωπα από τα τρία δόγματα ήταν υποχρεωμένα να συνυπάρξουν, να συζητήσουν και να συναποφασίσουν. Για πρώτη φορά υπήρχε μία συντροφιά ανθρώπων, που γνωρίστηκαν και συνεργάστηκαν και απέδωσαν αυτές οι συνεργασίες. Αυτό ήταν καλό για τους ευαγγελικούς και τις ευαγγελικές εκκλησίες. Πολλές στεναχώριες και παράπονα του παρελθόντος βρήκαν την λύση τους στην Βιβλική Εταιρία.

Θα μου επιτρέψετε να προσθέσω και είμαι σίγουρος ότι πολλοί θα συμφωνήσουν, ότι η χριστιανική και αδελφική του στάση, η λαμπερή φυσιογνωμία, ο δοτικός χαρακτήρας, η καλοσύνη και η φιλικότητα, το διεκκλησιαστικό του πνεύμα και η προσπάθειά του να συγκεραστούν οι απόψεις και να παρακαμφθούν τα εμπόδια, η απόλυτη ειλικρίνεια των προθέσεων του και η δημιουργική του νοοτροπία σε ένα έργο, που όχι μόνο αγαπούσε αλλά όπως είχα διαπιστώσει προσωπικά, κυριολεκτικά «λάτρευε», έκαναν την παρουσία του πρώτου προέδρου του ΔΣ του αιδέσιμου Νίκου Τσιανικλίδη, θετικά καταλυτική στα πρώτα εκείνα βήματα της διεκκλησιαστικής πλέον εταιρίας. Καταλυτικό για τις μεταξύ μας σχέσεις, καταλυτικό όμως και στην αποδοχή της εταιρίας όπως ήταν πλέον, από την δική του εκκλησιαστική ομάδα.

Τρίτο και τελευταίο, η γόνιμη συζήτηση που ξεκίνησε μέσα στην Ευαγγελική Εκκλησία της Ελλάδος για πολλά θέματα σχετιζόμενα με την Νέα Μετάφραση της Βίβλου. Ένα από αυτά είναι η χρήση μίας μετάφρασης που χρησιμοποιεί μία γλώσσα αρκετά προχωρημένη, που διέπεται ίσως από τη λογική της πρώτης μεταπολιτευτικής δεκαετίας. Ένα άλλο θέμα ήταν το σημαντικό ζήτημα της «δυναμικής αντιστοιχίας» σε αντιδιαστολή με την «κατά λέξη» μετάφραση. Αυτά και κάποια άλλα απασχόλησαν και απασχολούν την εκκλησία με ποικίλους τρόπους. Υπάρχουν θετικές και αρνητικές θέσεις. Όλοι αναγνωρίζουν την ανάγκη της νέας μετάφρασης, αναγνωρίζουν την ποιότητα της εργασίας. Αναγνωρίζουν την σημασία αυτού του εγχειρήματος. Αυτά όλα είναι σημαντικά για την Ευαγγελική Εκκλησία. Ακόμα και το γεγονός ότι υπάρχει μία νέα μετάφραση είναι σημαντικό για τον λόγο ότι πυροδοτεί μία συζήτηση και μία ανταλλαγή απόψεων. Το ότι γίνεται συζήτηση για την Αγία Γραφή είναι μία παγίως καλή εξέλιξη. Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο για τους ευαγγελικούς ήταν ότι η έκδοση αυτή είχε τις ευλογίες των Πατριαρχείων και Εκκλησίας της Ελλάδος, γιατί έδωσε την αγία Γραφή στους έλληνες ευρύτερα χωρίς τις γνωστές ανησυχίες τριών αιώνων ότι η μεταφρασμένη Βίβλος είναι «προτεσταντικό έντυπο». Αυτή η έκδοση της ΝΜΒ ήταν σημαντική γιατί θα έλεγα ότι είναι η πρώτη και μόνη «επίσημη» μετάφραση, όπως την ορίζει το Σύνταγμα, ανεξαρτήτως αν κάποιος συμφωνεί με το συγκεκριμένο άρθρο. Έχουν κυκλοφορήσει πολλές μεταφράσεις της Αγίας Γραφής και από ορθοδόξους και από ευαγγελικούς και πλέον λόγω της πλειάδας, ίσως υπάρχει ανάγκη για την επισημοποίηση της μετάφρασης, και η ΝΜΒ είναι έτσι.

EBE_181

Η προσφορά της Βιβλικής Εταιρίας στην Ευαγγελική εκκλησία είναι ότι παρέχει το μέσο για τον επανευαγγελισμό των ελλήνων. Ο Επανευαγγελισμός των ανθρώπων γίνεται με αρχή το ευαγγέλιο. Τι έννούμε με αυτόν τον όρο; Εννοούμε ότι μέσω του Ευαγγελίου ο αδιάφορος ευαγγελικός ο μη ενδιαφερόμενος με τα πράγματα του Θεού ευαγγελικός, θα επανέλθει στην πίστη στην οποία βαπτίστηκε, κατηχήθηκε, μεγάλωσε. Αντιστοίχως ο ορθόδοξος η ο καθολικός που δεν ενδιαφέρεται για την πίστη στην οποία μεγάλωσε πιστεύουμε ότι έχει αναγκη να επανευαγγελιστεί.  Υπάρχουν τόσο πολλοί άνθρωποι γύρω μας που δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον για τον Θεό, για τον Χριστό, για την πίστη, για την εκκλησία. Ποιος είναι ο τρόπος να επανελκυστεί και σε τι να επανελκυστεί. Νομίζω ότι ο τρόπος είναι το Ευαγγέλιο και η διδασκαλία του, το κάλεσμα στην πίστη του Χριστού, που αυτό απευθύνει. Το Ευαγγέλιο είναι το εργαλείο με το οποίο αυτός θα επαναγγιχτεί για να οδηγηθεί στην σωτηρία. Υπάρχει αντικληρικαλισμός, υπάρχει αντίθεση στην πολιτική και στην επαφή της εκκλησίας με την πολιτική, υπάρχει αντίθεση στην θεσμική εκκλησία και όλα αυτά τα ακούμε συχνά. Η μόνη λύση το μόνο κλειδί για μία τέτοια προσέγγιση είναι η Αγία Γραφή. Αυτή είναι τουλάχιστον η πεποίθησή μου. Η αγία Γραφή που παρηγορεί, υπενθυμίζει, διδάσκει. Αυτήν την Αγία Γραφή κυκλοφορεί η Βιβλική Εταιρία στην πιο προσεγγίσιμη μορφή της, την μετάφραση. Για όλους τους αναφερθέντες λόγους την μεγάλη προσφορά προς αυτήν, η Ελληνική Ευαγγελική Εκκλησία στηρίζει, συμμετέχει και προβάλλει την Βιβλική Εταιρία.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.