Η Βιβλική Θεώρηση του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας

Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί  μια μικρή επιλογή από τη μελέτη του ομότιμου καθηγητή του ΑΠΘ Πέτρου Βασιλειάδη, η οποία περιέχεται στο έργο: Lex Orandi. Λειτουργική Θεολογία και Λειτουργική Αναγέννηση, Ιδιόμελα 5, Aθήνα 2005, 153-178.

LexΑγία Γραφή και Ευχαριστία στη σύγχρονη θεολο­γική προβληματική συμπλέκονται διαλεκτικά, και θα έλεγε κανείς και δυναμικά, ως δύο μεγέθη πού καθορί­ζουν σε μεγάλο βαθμό την ταυτότητα της χριστιανικής διδασκαλίας. Αν στο παρελθόν κυριαρχούσε η διαλε­κτική “Αγία Γραφή-Παράδοση”, απόρροια ως επί το πλείστον της παλαιότερης θεολογικής διαμάχης Καθολικισμού και Διαμαρτύρησης, αυτό πού σήμερα καθορίζει, αλλά και στο άμεσο μέλλον πρόκειται να καθορίσει, σημαντικά τις θεολογικές αναζητήσεις εί­ναι ή σχέση του πρωτογενώς καταγεγραμμένου λόγου του θεού (Αγία Γραφή) και της πρωτογενούς εμπειρίας της Εκκλησίας (Ευχαριστία) … Όλα τα στοιχεία που διαπλέκονται από πολύ νωρίς στη Θεία Ευχαριστία (θυσιαστικά, λατρευτικά, ακόμη και χριστολογικά/σωτηριολογικά) παίρνουν νόημα και σημασία από το κυ­ρίαρχο, το ένα και μοναδικό: το εσχατολογικό.  Έγινε πλέον κατανοητό πανταχόθεν ότι η Ευχαριστία δεν ήταν μια απλή λατρευτική τελετή, αλλά η ζωντανή έκφραση της εκκλησιακής ταυτότητας  της χριστιανικής κοινότητας ως κοινωνίας των εσχάτων. Υπήρξαν, μάλιστα, ερμηνευτές, που υποστηρί­ζουν ότι δεν μπορούμε να μιλούμε για χριστιανική λατρεία, αλλά για εσχατολογικές κοινότητες. Η κοινή τράπεζα των πιστών της Πρώτης Eκκλησίας (κοινό ποτήριο το χαρακτηρίζουμε σήμερα) κατά τα κυριακά δείπνα (πρβλ. A΄ Koρ 11,10) ήταν  η κύρια εκδή­λωση της έντο­νης προσμονής, αλλά και της πρόγευσης του και­νούριου κόσμου της Βασιλείας του Θεού.

Την διαπίστωση της προτεραιότητας της εσχατολογικής διάστασης του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας ήρθαν να επιβεβαιώσουν τρεις ανεξάρτητες μεταξύ τους επιστημονικές ανακαλύψεις στον ευρύτερο βιβλικό χώρο: (α) Η σπουδαιότητα των ευχαριστιακών αναφορών της Διδαχής, το αρχικό κείμενο της οποίας μπορεί μεν να είχε ανακαλυφθεί στα τέλη του 19ου αι., οι καταλυτικές του όμως συνέπειες για το θεολογικό χαρακτήρα της Θείας Ευχαριστίας μόνο πρόσφατα άρχισαν να γίνονται αντιληπτές. (β) Η σημασία ενός ξεχασμένου ιωάννειου χωρίου τόσο για την εσχατολογική προοπτική της αρχέγονης χριστολογίας, όσο και για τις εκκλησιολογικές και ευχαριστιολογικές του συνέπειες. (γ) Η σπουδαιότητα της Πηγής των Λογίων, για την οποία μέχρι και πολύ πρόσφατα γινόταν λόγος μόνο σε ακαδημαϊκούς κύκλους για τη λύση του συνοπτικού προβλήματος.

Αρχίζοντας από το τελευταίο, έχει πλέον ακράδαντη πεποίθηση στο σύνολο σχεδόν της νεώτερης βιβλικής επιστήμης η ύπαρξη στον αρχέγονο χριστιανισμό ενός θεολο­γικού ρεύματος παράλληλου προς την κύρια “κηρυγματική/σωτηριολογική /χριστολογική” αντί­ληψη, την οποία κυρίως εκφράζει η παύλεια και κανονική συνο­πτική παράδοση. Το ρεύμα αυτό εκπροσωπεί κυρίως η παράδοση της κοινότητας της Πηγής των Λογίων, αλλά και άλλα κείμενα της πρωτοχριστιανικής γραμματείας (επιστολή Ιακώβου, Ευαγγέλιο του Θωμά κλπ). Στην παράδοση αυτή, η οποία σημειωτέον είναι και η αρχαιότερη, το χαρακτηριστικό στοιχείο είναι όχι η κηρυ­γματική (με έμφαση τη σωτηριολογία), αλλά η εσχατολογική  διά­σταση. Εκεί δεν απουσιάζει μόνον η ιστορία του πάθους, δε λεί­πουν παντελώς οι άμεσες ή έμμεσες προρρήσεις του, δεν αγνοεί­ται συστημα­τικά η λεγόμενη “παθητή” χριστολογία στα πολύ σημαντικά λόγια περί του “Yιού του ανθρώπου” της ευαγγελικής παραδόσεως, δεν υποδηλώνεται σαφέστατα με τη διάταξη της ύλης της Πηγής των Λογίων (η οποία έχει ως μόνη κορύφωση την έλευση του Yιού του ανθρώ­που, και όχι το Σταυρό και την Ανάσταση) η εσχατολογική διά­σταση του μυστηρίου της Θείας Οικονομίας. Απουσιάζει και η διή­γηση, ή έμμεση έστω αναφορά, της καθιδρυματικής πράξης σύσ­τασης της Ευχαριστίας. Η μαρτυρία αυτή συνδυαζόμενη με την απουσία και από το (κατ’ εξοχήν “ευχαριστιακό”) Δ’ ευαγγέ­λιο της σχετι­κής διήγησης βοηθάει νομίζω σημαντικά στην ανα­κάλυψη του βαθύτερου νοήματος της Θείας Ευχαριστίας.

Προς αυτή την κατεύθυνση, της μη εξιλαστήριας δηλ. ερμηνείας του θανάτου του Ιησού, και της μη κηρυγματικής κατανόησης της χριστολογίας, κινείται και η χριστολογικής σπουδαιότητας αναφορά του κατά  Ιωάννην ευαγγελίου, όπου ο ευαγγελιστής ερμηνεύοντας τη ρήση του ιουδαίου αρχιερέα υποστηρίζει ότι: «ἔμελλεν Ἰησοῦς ἀποθνῄσκειν ὑπὲρ τοῦ ἔθνους, καὶ οὐχ ὑπὲρ τοῦ ἔθνους μόνον ἀλλ᾽ ἵνα καὶ τὰ τέκνα τοῦ θεοῦ τὰ διεσκορπισμένα συναγάγῃ εἰς ἕν» (11,51-52). Σύμφωνα με τα σημαινόμενα του χωρίου αυτού ο ρόλος του αναμενόμενου Μεσσία, τον οποίο ενστερνίζεται ο Ιησούς του Δ΄ ευαγγελίου, ήταν να εγκαταστήσει τις έσχατες μέρες της ιστορίας τη βασιλεία του, συγκαλώντας σε ένα τόπο το διασκορπισμένο λαό του Θεού, προκειμένου να αποτελέσει μιαν ενότητα γύρω από το πρόσωπό του. Πρόκειται ακριβώς για την ευχαριστιακή σύναξη, με πνεύμα κοινωνίας και ενότητας, την οποία έκτοτε αδιάλειπτα επαναλαμβάνει ο λαός του Θεού.

Έρχομαι τώρα στην κυριότερη ευχαριστιακή μαρτυρία, εκείνη της Διδαχής, όπου ο εσχατολογικός προσανατολισμός είναι περισσότερο εμφανής ακόμη  και από την παύλεια ευχαριστιακή παράδοση (Α΄ Κορ 11). Αυτό μας κάνει πλέον να πιστεύουμε πως ο ίδιος ο Ιστορικός Ιησούς γιόρταζε τα κοινά δείπνα μ’ αυτήν ακριβώς την εσχατολογική προοπτική. Η Διδαχή  αποτελεί αδιάσειστη μαρτυρία, ότι δεν είναι μόνο το ποτήριο, που σαφέστατα συμβόλιζε τη νέα διαθήκη, αλλά και άρτος. Σε μια ομολογουμένως εξαίσια πρόσφατη μελέτη ένας εξέχων ευχαριστιολόγος, ο Justin Taylor, γνώστης και εραστής της Ορθόδοξης λειτουργικής παράδοσης, απέδειξε ότι ο άρτος δεν θα πρέπει να συνδεόταν αρχικά με το σταυρωμένο σώμα του Χριστού, αλλά προφανώς είχε εκκλησιολογικές προεκτάσεις, αρχίζοντας ως σύμβολο της εσχατολογικής κοινότητας.

VassiliadisΚατά την περίοδο, λοιπόν, του εσχατολογικού παραδείγματος με βάση τις μαρτυρίες της αρχέγονης χριστιανι­κής κοινότητας (K.Δ. και λοιπά πρωτοχριστιανικά/μεταποστο­λικά κείμενα, κυρίως εκείνα της Διδαχής) η παλαιότερη αντίληψη περί ευθύγραμμης ιστορικής εξέλιξης της Θείας Oικονομίας, που είχε ως συνέπεια η ευχαριστιολογία να έχει ως σημείο εκκίνησης τα “ιδρυτικά” κυριακά λόγια ή τη σπουδαιότητα αυτής καθαυ­τής της ιδρυτικής πράξης, σήμερα αμφισβητείται όλο και περισσότερο ή τουλάχιστον δεν θεωρείται ως “δεδομένο”, από το οποίο μπο­ρεί κανείς να ξεκινήσει την όποια θεολογική και εκκλησιολογική θεώρηση. Μονα­δικό, πλέον, αξιόπιστο σημείο εκκίνησης για τον προσ­διορισμό του χαρακτήρα της Ευχαριστίας, αλλά και της ευρύτε­ρης μυστηριακής θεο­λογίας, είναι  η περί της Βασιλείας του Θεού διδα­σκαλία του Ιησού και τα εσχατολογικού χαρακτήρα κοινά δείπνα στα οποία συστηματικά μετείχε και ευλογούσε ο Χριστός, το τελευταίο από τα οποία πριν από την εκούσια παράδοσή του αποτελούσε απλώς κορύφωση της όλης πρακτικής του. Σημείο εκκίνησης, με άλλα λόγια αποτελεί κατ’ ουσίαν το τρίπτυχο “Βασιλεία του Θεού – κοινωνία – Έσχατα”.

Αν θα μπορούσε κάποιος πολύ σχηματικά να χαρακτηρίσει τα τρία στάδια ή τα τρία παραδείγματα της νεώτερης περί τη Θεία Ευχαριστία έρευνας, με βάση τα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά των τριών μεγάλων χριστιανικών παραδόσεων, θα απέδιδε το μυστηριακό παράδειγμα στην κλασσική προτεσταντική βιβλική επιστήμη, το ιουδαϊκό παράδειγμα στη σύγχρονη ρωμαιοκαθολική βιβλική επιστήμη, και αναμφίβολα το εσχατολογικό παράδειγμα στην Ορθόδοξη, αν και σήμερα τέτοια διαχωριστικά όρια μεταξύ των χριστιανικών ομολογιών τείνουν πλέον σε επιστημονικό επίπεδο να εκλείψουν.

Αυτό που απομένει να αιτιολογηθεί είναι το πώς και για ποιο λόγο η σωτηριολογική ερμηνεία του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, που θεολογικά θεμελιώθηκε από τον απόστολο Παύλο με βάση τη σταυρική του θεολογία (theologia crucis), διαδέχθηκε και σχεδόν επικάλυψε την πρωτογενή εσχατολογική, που όμως διασώθηκε αρκετά ευδιάκριτα στην ευχαριστιακή λειτουργική πράξη. Κάτι τέτοιο όμως εξέρχεται των ορίων της παρούσης εισήγησης…

Η Εκκλησία επιτελεί το σωστικό της έργο όχι με εκείνα που συνήθως πράττει, ούτε με εκείνα που λέγει, αλλά κυρίως με αυτό που είναι. Αυτό το “είναι”, με άλλα λόγια αυτή η ταυτότητα και αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας, δεν είναι τίποτε άλλο παρά το όραμα ενός καινούργιου κόσμου διαφορετικού από το φθαρτό και συμβατικό στον οποίο ζούμε, το όραμα δηλαδή της προσδοκώμενης Βασιλείας του Θεού. Το όραμα αυτό η Ορθόδοξη παράδοση το έχει διαφυλάξει στην ευχαριστιακή της λατρεία, παρά τις ομολογουμένως .

Το όραμα αυτό, το οποίο οι πιστοί βιώνουν (ή ακριβέστερα οφείλουν να βιώνουν) κατά την Ευχαριστιακή σύναξη, οφείλουν να μεταλαμπαδεύουν προς τον έξω κόσμο. Εκκλησία χωρίς αυτή την ιερή “αποστολή” της απλούστατα δεν είναι Εκκλησία. Όσο κι αν σε πολλούς φαίνεται παράδοξο, η Εκκλησία δεν υπάρχει για τον εαυτό της, αλλά για τον κόσμο. Το χρέος, λοιπόν, και η μαρτυρία της Ορθοδοξίας στο σύγχρονο κόσμο έχει να κάνει κατά κύριο λόγο με αυθεντικότερη έκφραση ευχαριστιακής λειτουργικής της ταυτότητας. Αυτός πρέπει να είναι ο στόχος της λειτουργικής αναγέννησης…

Αν η ευχαριστιακή λατρεία της Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν εκφράζει πιστά τις ιδιότητες του καινούργιου κόσμου της Βασιλείας του Θεού (πλήρης και ισότιμη συμμετοχή του λαού, δυναμική έκφραση ενότητας, ειρήνης, ισότητας, αδελφοσύνης, θυσίας και προ παντός αληθούς κοινωνίας), τότε η υπέρτατη αυτή λειτουργική πράξη μπορεί να λειτουργήσει απλά σαν κάποια μαγική τελετή, και έτσι να καταντήσει κακέκτυπο και ψευδές είδωλο της πραγματικότητας που εικονίζει. Έχουμε χρέος να καταστήσουμε τον ελληνικό λαό, που στη μεγάλη του πλειοψηφία είναι ακόμη ανυποψίαστος της σπουδαιότητας της λειτουργικής κληρονομιάς της Ορθoδοξίας, κοινωνό της ρηξικέλευθης πρότασης ζωής που μεταφέρει η κυριακάτικη λειτουργία.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑ ΑΡΘΡΑ και χαρακτηρίσθηκε , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.