Ηλίας Ευαγγέλου, Εκκλησία και κρατική βία στον κόσμο των ορθοδόξων Σλάβων

ΘκΒ_228

Η εισήγηση του Επίκουρου Καθηγητή του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ στο Διεθνές Διεπιστημονικό Συνέδριο με θέμα: «Θρησκεία και Βία» που διεξάγεται στη Θεσσαλονίκη (27-29 Απριλίου)

Στον κόσμο των Σλάβων ο χριστιανισμός που αρχίζει να εισάγεται από τις αρχές του 9ου αι. αποτελεί επιλογή των ηγεμόνων οι οποίοι επιδίωκαν την ενσωμάτωσή τους στην κοινωνία των προηγμένων χριστιανικών κρατών της εποχής τους που μοιράζονταν τις αρχές του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού.

Στο σημείο αυτό πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η Εκκλησία από τον Μ. Κωνσταντίνο και εξής άλλαξε ριζικά την τακτική της έναντι του ρωμαϊκού κράτους, καθώς προτίμησε τη συνεργασία και την προστασία της αυτοκρατορικής εξουσίας έναντι της σύγκρουσης. Η επιλογή αυτή ωστόσο είχε ως αποτέλεσμα η Εκκλησία από διωκόμενη κοινότητα με έντονα ενθουσιαστικά χαρακτηριστικά και ελευθερία χαρισμάτων να αρχίσει να μετατρέπεται σταδιακά σε έναν αυστηρά οργανωμένο ιεραρχικό οργανισμό με έντονο θεσμικό χαρακτήρα, που έθεσε στο περιθώριο τη θέση και τον ρόλο των χαρισμάτων στη ζωή της. Βέβαια, πρέπει να υπογραμμίσουμε εδώ ότι ιδιαίτερα στον Ανατολικό Χριστιανισμό, τα χαρίσματα δεν παραμερίστηκαν ποτέ. Διατήρησαν τη θέση τους στη ζωή του Εκκλησιαστικού Σώματος διασφαλίζοντας τη χαρισματική του διάσταση και τον υπερβατικό του χαρακτήρα και απέτρεψαν τη μετατροπή του σε αμιγώς θεσμικό οργανισμό εγκόσμιων επιδιώξεων.

Στον σλαβικό κόσμο, ωστόσο, οι ηγεμόνες που επέλεξαν και επέβαλαν τον εκχριστιανισμό προσέγγιζαν τη χριστιανική πίστη και την Εκκλησία υπό την προοπτική της θεσμικής της λειτουργίας και του ρόλου της όπως είχε διαμορφωθεί μετά τον Μ. Κωνσταντίνο κυρίως στην Κωνσταντινούπολη, η οποία διέσωσε εν πολλοίς τις παραδόσεις της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Έτσι, η Εκκλησία στον σλαβικό κόσμο, ο οποίος συνδέθηκε με την Κωνσταντινούπολη και την Παράδοση του Ανατολικού Χριστιανισμού για τον οποίο θα μιλήσομε ειδικότερα εδώ, βρέθηκε υποκείμενη στην εξουσία των ηγεμόνων, καθώς αυτοί αποφάσισαν και επέβαλαν την ίδρυσή της στις χώρες τους αφενός και αφετέρου προσπάθησαν να αντιγράψουν και να αναπαράγουν τον θεσμικό της ρόλο εντός της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Η Εκκλησία στον ορθόδοξο σλαβικό κόσμο, που συνδέθηκε με την Κωνσταντινούπολη, τέθηκε υπό την προστασία των ηγεμόνων, οι οποίοι την υποστήριζαν και την ενίσχυαν. Παράλληλα όμως ήταν εξαρτημένη από την εξουσία τους και υποχρεώθηκε να ανέχεται τις παρεμβάσεις τους χωρίς να έχει τη δυνατότητα να αντιδράσει και να διαφοροποιηθεί από τον ρόλο για τον οποίο την προόριζε η πολιτική εξουσία.

Στη συνέχεια θα επιχειρήσουμε μια διαχρονική αλλά συνοπτική και εντελώς ενδεικτική παρουσίαση περιστατικών βίαιης παρέμβασης του κράτους στη σφαίρα της θρησκευτικής ζωής και ειδικότερα στη ζωή της Εκκλησίας των Ορθοδόξων Σλάβων – Βουλγάρων, Σέρβων και Ρώσων – ξεκινώντας από τη μεσαιωνική περίοδο και φτάνοντας μέχρι τη σύγχρονη εποχή.

ΘκΒ_244

Ξεκινώντας από την περίοδο του εκχριστιανισμού των Ορθοδόξων Σλάβων, οπότε και θεμελιώνεται το βασικό πλαίσιο των σχέσεων της Εκκλησίας με το Κράτος, πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι όπου υπήρχε ισχυρή κεντρική εξουσία ο χριστιανισμός επιβλήθηκε άνωθεν. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Βουλγαρίας – έναρξη του εκχριστιανισμού το 863 – και της Ρωσίας – έναρξη του εκχριστιανισμού το 988. Διαφορετική είναι η περίπτωση της Σερβίας, στην οποία δεν είχε αναδειχθεί ισχυρή κεντρική εξουσία πριν τον 12ο αιώνα, με αποτέλεσμα ο εκχριστιανισμός της να απαιτήσει πολύ περισσότερο χρόνο και διαδοχικές ιεραποστολικές προσπάθειες.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι στις δύο από τις τρεις παραπάνω χώρες που διέθεταν ισχυρή κεντρική εξουσία, η οποία επέβαλε τον εκχριστιανισμό των υπηκόων της, αυτή δεν βρισκόταν στα χέρια των Σλάβων αλλά μη σλαβικής προέλευσης φύλων, τα οποία στη συνέχεια εκσλαβίσθηκαν – στη Βουλγαρία την κεντρική εξουσία ήλεγχαν οι τουρανικής καταγωγής Πρωτοβούλγαροι ενώ στη Ρωσία οι σκανδιναβικής καταγωγής Ρως.

Με την πάροδο του χρόνου η κρατική εξουσία φρόντιζε για την ενίσχυση και την διαφύλαξη της κυρίαρχης θέσης της Εκκλησίας περιφρουρώντας την Ορθοδοξία έναντι των αιρετικών αποκλίσεων. Σε αυτές τις περιπτώσεις η χρήση βίας εκ μέρους της κρατικής εξουσίας καλυπτόταν από τν μανδύα της νομιμότητας, καθώς συγκαλούνταν συνήθως Σύνοδος. Σε αυτή συμμετείχαν ο ηγεμόνας, ο οποίος κατά την παράδοση που καθιέρωσε ο Μεγάλος Κωνσταντίνος τη συγκαλούσε, ο προκαθήμενος της Εκκλησίας, μητροπολίτες, επίσκοποι και ηγούμενοι σημαντικών μοναστηριών, ανώτεροι κρατικοί αξιωματούχοι και μέλη της Αυλής του ηγεμόνα, καθώς και οι εγκαλούμενοι κληρικοί και λαϊκοί, οι οποίοι ανακρίνονταν και εξέθεταν τις πεποιθήσεις τους. Η Σύνοδος αφού εξέταζε όλα τα στοιχεία καλούσε τους κατηγορούμενους σε μετάνοια και σε περίπτωση που επέμεναν στις απόψεις τους προχωρούσε στην εκκλησιαστική τους καταδίκη, που συνήθως ήταν η αποκοπή τους από το Εκκλησιαστικό Σώμα. Στη συνέχεια τα όργανα του κράτους αναλάμβαναν να επιβάλουν ποινές στους καταδικασμένους αιρετικούς συνήθως σωματικές τιμωρίες που ενίοτε έφταναν μέχρι και την εκτέλεσή τους.

Τέτοιες περιπτώσεις συναντούμε αρκετά συχνά στον ορθόδοξο σλαβικό κόσμο. Οι περισσότερες συνδέονται: α) με την αίρεση του βογομιλισμού, ο οποίος ξεκίνησε από τη Βουλγαρία τον 10ο αιώνα και γνώρισε ευρύτατη διάδοση στη Σερβία και τη Ρωσία, β) με διάφορες κοινότητες με αντιησυχαστικό προσανατολισμό, οι οποίες από τον 14ο αιώνα και εξής γνώρισαν επίσης μεγάλη διάδοση από τον νοτιοσλαβικό κόσμο μέχρι και τη Ρωσία και τέλος γ) με διάφορες ιουδαΐζουσες ομάδες οι οποίες εμφανίζονται επίσης στον νοτιοσλαβικό αλλά και στον ρωσικό κόσμο από τον 14ο αιώνα και εξής.

D90_02

Στη συνέχεια θα παρουσιαστούν ορισμένες χαρακτηριστικές περιπτώσεις καταδίκης και τιμωρίας από τα κρατικά όργανα καταδικασθέντων αιρετικών.

Το 1211 ο τσάρος της Βουλγαρίας Βορίλος (στον θρόνο από το 1207 έως το 1218) συγκάλεσε Σύνοδο στο Τύρνοβο υπό την προεδρία του η οποία καταδίκασε τους οπαδούς της αίρεσης του βογομιλισμού αφού τους κάλεσε να παρουσιάσουν τη διδασκαλία τους. Μετά την καταδίκη τους από τη Σύνοδο ο τσάρος τους επέβαλε ποινές που ξεκινούσαν από σωματικές τιμωρίες και εξορία και έφταναν μέχρι την εκτέλεση για τους ηγέτες της αιρετικής κίνησης. Η Σύνοδος ολοκλήρωσε τις εργασίες της με τη έκδοση του Συνοδικού της Ορθοδοξίας, το οποίο μετέφρασε από τα ελληνικά στα βουλγαρικά προσθέτοντας και τον αναθεματισμό των αιρετικών βογομίλων.

Στα μέσα του 14ου αιώνα η Βουλγαρική Εκκλησία συγκάλεσε δύο τουλάχιστον Συνόδους, προκειμένου να καταδικάσει αιρετικούς ή αλλόδοξους. Την πρώτη φορά λίγο πριν το 1359 ο πατριάρχης με τη σύμφωνη γνώμη του τσάρου Ιωάννη – Αλεξάνδρου συγκάλεσε τη Σύνοδο στο Τύρνοβο, προκειμένου να αντιμετωπίσει την αίρεση του βογομιλισμού, ο οποίος παρουσίαζε και πάλι την περίοδο αυτή ιδιαίτερη ανάπτυξη. Η Σύνοδος κάλεσε τους ηγέτες της αιρετικής κίνησης σε απολογία και κατόπιν αφού τους ζήτησε να μετανοήσουν αφόρισε όσους αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν την αιρετική τους διδασκαλία. Ο τσάρος επιπλέον επέβαλε στους καταδικασμένους αιρετικούς τον στιγματισμό τους με πυρακτωμένο σίδερο και την εξορία τους από τη χώρα. Λίγο αργότερα και πιο συγκεκριμένα το 1359 συγκλήθηκε δεύτερη Σύνοδος αυτή τη φορά με πρωτοβουλία του τσάρου Ιωάννη – Αλεξάνδρου, η οποία στράφηκε εναντίον των Ιουδαίων και των ιουδαϊζόντων χριστιανών. Η Σύνοδος βέβαια δεν είχε αρμοδιότητα να καταδικάσει τους αλλόδοξους Ιουδαίους. Έτσι διατύπωσε για μια ακόμα φορά τα ορθόδοξα δόγματα και περιορίστηκε να προειδοποιήσει τους ιουδαΐζοντες χριστιανούς με πνευματικές ποινές. Ο τσάρος πάλι επέβαλε σε ορισμένους Ιουδαίους που είχαν τολμήσει να αμφισβητήσουν τη δογματική διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας σωματικές ποινές. Η δημόσια τιμωρία όμως των Ιουδαίων αναζωπύρωσε τον θρησκευτικό φανατισμό του όχλου, ο οποίος κινήθηκε εναντίον τους δολοφονώντας έναν και ακρωτηριάζοντας έναν ακόμα.

Ανάλογη αντίδραση εναντίον αιρετικών ομάδων καταγράφεται και στη Ρωσία από το β΄ μισό του 14ου αιώνα και μετά. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της εκτέλεσης των οπαδών της αίρεσης των στριγγόλνικων στο Νόβγκοροντ το 1375. Η περίπτωση αυτή ωστόσο είναι ιδιάζουσα, καθώς δεν καταγράφεται στα χρονικά που διασώζουν τις σχετικές πληροφορίες συνοδική καταδίκη, ενώ φαίνεται να μην εμπλέκονται στις εκτελέσεις ούτε και οι τοπικές αρχές. Την τιμωρία σύμφωνα με τις πηγές αποφάσισαν και επέβαλαν μόνοι τους οι πολίτες του Νόβγκοροντ. Αυτό μπορεί να ερμηνευτεί είτε ως προσπάθεια των πηγών να απαλλάξουν τις εκκλησιαστικές και τις κρατικές αρχές από το άγος της δολοφονίας των αιρετικών είτε ως πρωτοβουλία των πολιτών του Νόβγκοροντ, οι οποίοι μέσα στο πλαίσιο των πολιτικών ελευθεριών που απολάμβαναν έδρασαν ανεξάρτητα από τις εκκλησιαστικές και πολιτικές αρχές. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημάνουμε ότι οι εκκλησιαστικές αρχές εκ των υστέρων καταδίκασαν το γεγονός και συμβούλευσαν τους κατοίκους του Νόβγκοροντ να επιβάλουν μόνο πνευματικές ποινές στους αιρετικούς.

D90_01

Έναν αιώνα περίπου αργότερα το 1490 η Σύνοδος της Ρωσικής Εκκλησίας που συγκλήθηκε για να εξετάσει την αίρεση των ιουδαϊζόντων αρνήθηκε να δεχθεί την πρόταση του αρχιεπισκόπου του Νόβγκοροντ, ο οποίος πρώτος είχε έρθει αντιμέτωπος με την αίρεση, και να επιβάλει τη θανατική ποινή στους αιρετικούς. Λίγο αργότερα βέβαια στη Σύνοδο που συγκλήθηκε το 1504 και στην οποία έλαβε μέρος ο Μεγάλος Ηγεμόνας Ιωάννης Βασίλιεβιτς, καθώς και ο διάδοχός του Βασίλειος Ιβάνοβιτς επικράτησαν πιο αυστηρές απόψεις και οι ιουδαΐζοντες καταδικάστηκαν σε σκληρές ποινές που περιλάμβαναν σωματικές τιμωρίες, εγκλεισμό αλλά και καταδίκη σε θάνατο.

Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημάνουμε τη συμπόρευση της εκκλησιαστικής ιεραρχίας με την κρατική εξουσία, την οποία προσπάθησε να επηρεάσει ώστε να αυστηροποιήσει τη στάση της έναντι των αιρετικών. Το γνήσιο εκκλησιαστικό φρόνημα στην περίπτωση αυτή διέσωσε η αντίδραση μιας μερίδας παραδοσιακών μοναχών που ακολουθώντας την Πατερική Παράδοση της Εκκλησίας καταδίκασαν τις ακρότητες της Συνόδου του 1504.

Ποιες ήταν οι συνέπειες της άνευ όρων υποταγής της Εκκλησίας στην κρατική εξουσία και ακόμα περισσότερο η αυτόβουλη προσχώρησή της στην επιδίωξη εγκόσμιων στόχων αποκαλύπτεται στη μετέπειτα πορεία της Ρωσικής Εκκλησίας. Από τον 16ο αιώνα και εξής ξεκίνησε μια πορεία εκκοσμίκευσης της Ρωσικής Εκκλησίας, η οποία άρχισε να επιδιώκει την ενίσχυση του κύρους και του ρόλου της με εγκόσμιους όρους. Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο ότι ο μοναχισμός έπαιξε κυρίαρχο ρόλο σε αυτή την πορεία. Η αντίδραση μερίδας μοναχών, αν και αποτελεί ένδειξη υγιούς εκκλησιαστικής συνείδησης, δεν ήταν αρκετή για να ακυρώσει τελικά την πορεία αυτή. Έτσι, η πορεία εκκοσμίκευσης του Εκκλησιαστικού Σώματος έφερε την αντίδραση εκ μέρους της κρατικής εξουσίας η οποία, όταν Εκκλησία άρχισε να παρεκτρέπεται αποκτώντας εγκόσμιες φιλοδοξίες, φρόντισε να την αποδυναμώσει παρεμβαίνοντας στην οργάνωση του διοικητικού της μηχανισμού με την αποδόμηση της πατριαρχικής διοίκησης και την κατάργηση της Πατριαρχικής Συνόδου έτσι ώστε να ικανοποιείται η προϋπόθεση του άμεσου ελέγχου της – αναφερόμαστε εδώ στον Μ. Πέτρο. Αυτό ωστόσο ακύρωσε ολοκληρωτικά τη χαρισματική της διάσταση αφού η διοικητική οργάνωση της Εκκλησίας αποτελεί έκφραση της αυτοσυνειδησίας της ως Σώματος Χριστού. Δηλαδή αποτυπώνει και στη διοικητική της δομή τη λειτουργική της εμπειρία. Έτσι, στη Ρωσία για πρώτη φορά στον ορθόδοξο σλαβικό κόσμο κυριάρχησε μετά τον 18ο αιώνα και σε νομικό επίπεδο η αντίληψη της απόλυτης κυριαρχίας της κρατικής εξουσίας έναντι της Εκκλησίας, η οποία αντίστοιχα περιήλθε σε δεινή θέση κάτω από τον ασφυκτικό έλεγχο του κράτους, το οποία δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει την ισχύ του εναντίον της Εκκλησίας.

ΘκΒ_209

Τις πιο ακραίες όμως συνέπειες της απόλυτης επιβολής της κρατικής εξουσίας στην Εκκλησία τις είδε ο ορθόδοξος σλαβικός κόσμος τον 20ο αιώνα, όταν πρώτα στη Ρωσία και κατόπιν στη Βουλγαρία και τη Σερβία η Ορθόδοξη Εκκλησία βρέθηκε απέναντι σε καθεστώτα που διακήρυξαν την ιδεολογική τους αντίθεση με τις αρχές και τις παραδόσεις της και κάνοντας χρήση της παγιωμένης αντίληψης υπεροχής της πολιτικής εξουσίας, στράφηκαν βίαια εναντίον της θέτοντάς την στο περιθώριο και οδηγώντας πολλά από τα μέλη της στην εξορία και τον θάνατο. Έτσι, η Εκκλησία κατά τον πρόσφατο 20ο αιώνα βίωσε δραματικά τις συνέπειες της βίαιης επιβολής της κρατικής εξουσίας, την οποία σε προηγούμενους αιώνες αξιοποίησε εναντίον των αντιπάλων της, καθώς και της εκτροπής της από τις πνευματικές της αρχές με την επιδίωξη εγκόσμιων στόχων που τη συνέδεσαν στενά με την κρατική εξουσία την οποία ηθελημένα υπηρέτησε.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.