Φώτιος Ιωαννίδης, Η ερμηνευτική των Γραφών στον Αμβρόσιο Μεδιολάνων

Αμβρόσιος_96

Η εισήγηση του Αναπληρωτή Καθηγητή και Αναπληρωτή Προέδρου του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ στο Διεθνές Συνέδριο με θέμα: «Ο Αμβρόσιος Μεδιολάνων στη χριστιανική γραμματεία και θεολογία»

1. Εισαγωγικό σχόλιο

Στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες οι Πατέρες της δυτικής Εκκλησίας, όπως ο Ιερώνυμος, ο Ιλάριος, ο Αμβρόσιος και ο Αυγουστίνος, ερμηνεύουν πνευματικά την Αγία Γραφή και συνδέουν την Παλαιά με την Καινή Διαθήκη, υποστηρίζοντας ότι τα βιβλικά χωρία μπορούν να ερμηνευθούν σε διαφορετικά επίπεδα.

Ο Αμβρόσιος επικεντρώνεται στην ηθική και την αλληγορική-πνευματική ερμηνεία, εμμένοντας στην αρχή πως η Γραφή μπορεί να μας αποκαλύψει το μυστήριο του Χριστού και της Εκκλησίας.

Τα βιβλία που ο ίδιος ερμήνευσε σε μεγαλύτερη έκταση και ασχολήθηκε με ιδιαίτερη προσοχή είναι η Γένεση, το Άσμα Ασμάτων, οι Ψαλμοί και το κατά Λουκάν Ευαγγέλιο.[1]

Η εξηγητική δραστηριότητα του αγίου Αμβροσίου έχει κυρίως ποιμαντικό χαρακτήρα και συνδέεται άμεσα με την άσκηση της επισκοπικής διακονίας του στο Μιλάνο. Ο ίδιος είχε βαθιά συναίσθηση του λειτουργήματός του και υπήρξε ικανότατος κήρυκας του θείου λόγου.[2] Πίστευε στο ιερό χρέος του να μεταδίδει στους ανθρώπους τις θείες εντολές και να τις υπερασπίζεται σε μια εποχή μεγάλων ανακατατάξεων στο κοινωνικό, πολιτικό και εκκλησιαστικό γίγνεσθαι. Η ερμηνεία της Γραφής δεν αποτελεί αυτόνομο έργο ή απλό διανοητικό εγχείρημα, αλλά είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη λατρευτική πράξη της Εκκλησίας. Η ευχαριστιακή σύναξη την καταξιώνει και η αγιοπνευματική εμπειρία την αναδεικνύει και τη φωτίζει.

Ο Αμβρόσιος καταλαμβάνει εξέχουσα θέση στη λατινική χριστιανική γραμματεία, γιατί κρατά μια σοφή ισορροπία ανάμεσα στη δυτική και ανατολική εξηγητική παράδοση, ιδιαιτέρως εκείνης της Αλεξάνδρειας. Υποστηρίζει με ζέση ότι η Αγία Γραφή είναι ο τόπος της συνεχούς παρουσίας του Θεού. Στο περιεχόμενό της βλέπει την αποκάλυψη του τριαδικού Θεού και τη φανέρωση της σωτηριώδους επέμβασής Του στην ιστορία. Αυτή η πεποίθηση τον οδήγησε στο να αναζητά μέσα στο ιερό κείμενο το φως και τις κρυμμένες αλήθειες, ώστε ο ίδιος να αντλεί την εσωτερική δύναμη για την αντιμετώπιση των ποικίλων ποιμαντικών ζητημάτων.

Ο άγιος συχνά υιοθετεί όχι μόνο τις ερμηνευτικές αρχές, αλλά και την προσέγγιση του Φίλωνα του Αλεξανδρέα και του Ωριγένη και είναι πεπεισμένος ότι κάθε βήμα του βιβλικού κειμένου μπορεί να διαβαστεί σε πολλά ερμηνευτικά επίπεδα.[3] Eφαρμόζει συστηματικά τα κριτήρια ερμηνείας της αλεξανδρινής σχολής, κυρίως την ωριγένεια τριμερή μέθοδο προσέγγισης: ιστορική, ηθική και πνευματική. Προσπαθεί να αναδείξει την πολλαπλότητα των σημασιών στο ιερό κείμενο, προβάλλοντας τρεις τρόπους εξήγησης. Την κατά γράμμα ερμηνεία, που αντιλαμβάνεται την απλή σημασία των πραγματικών περιστατικών και την κυριολεξία,[4] την ηθική, η οποία επηρεάζει τη ζωή των χριστιανών[5] και την αλληγορική, που εστιάζει στην κατανόηση του μυστηρίου του Θεού και της παρουσίας του Χριστού, η οποία κρύβεται κάτω από το περίβλημα των λέξεων.[6]  Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα της εικόνας της καρυδιάς, που ο Αμβρόσιος αντλεί από τον Ωριγένη,[7] και η οποία αναφέρεται στην ιστορία της διπλής αμαρτίας που τέλεσε ο Δαβίδ, της μοιχείας και της δολοφονίας. [8]

Σε αρκετές περιπτώσεις, κυρίως στην ερμηνεία των Ψαλμών, ο Αμβρόσιος φαίνεται να γνωρίζει, και σε κάποιο βαθμό να χρησιμοποιεί, τις προσεγγίσεις του Διδύμου Αλεξανδρέα και του Μ. Βασιλείου.[9] Η σχέση μάλιστα Βασιλείου και Αμβροσίου εμφαίνεται περισσότερο στη συγγραφή της Εξαημέρου, αλλά είναι γεγονός πως η Εξαήμερος (Hexameron) του δυτικού Πατέρα δεν στερείται πρωτοτυπίας ούτε παρουσιάζει δουλική εξάρτηση από τη βασιλειανή.[10]

Αμβρόσιος_45

2. Παραδείγματα αμβροσιανής ερμηνευτικής

Ο Αμβρόσιος έχει ως στόχο να αποκαλύψει το βαθύτερο νόημα του ιερού κειμένου, ιδωμένου χριστολογικά και εκκλησιολογικά, μέσω της τυπολογικής ερμηνείας των γεγονότων ή των προσώπων του παρελθόντος.

Η Γραφή παραλληλίζεται με την απεραντοσύνη της θάλασσας, που κρύβει τα αβυσσαλέα της βάθη και η οποία τροφοδοτείται από γλυκείς και καθαρούς ποταμούς.

Τα “γλυκά και καθαρά ποτάμια” σημαίνουν ερμηνευτικά την καθαρότητα του θείου μηνύματος, αλλά και την ίδια τη βούληση του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου. Το “γλυκό και καθαρό νερό” που ρέει, είναι οι ομιλίες που τέρπουν την ψυχή του ακροατή με τη γλυκύτητα των ηθικών επιταγών τους. Αυτές οι εικόνες αποτελούν το βαθύτερο νόημα της Αγίας Γραφής, που αρδεύει τις ψυχές με το “πνευματικό ποτό”.

Ο συνδυασμός των παραπάνω εννοιών και εικόνων επιτρέπει στον Αμβρόσιο να διευκρινίσει αυτού του είδους την προσέγγιση της Αγίας Γραφής: δηλαδή την κατά γράμμα, που καλύπτει την προφανή αίσθηση του κειμένου, με μία “άμεση καθαρότητα”, χωρίς περαιτέρω εμβαθύνσεις, και την αλληγορική, που συνήθως εκφράζεται με τον όρο intellegibilis και αναφέρεται ως ερμηνεία που πηγαίνει πέρα από την κατά γράμμα προσέγγιση. Από αυτή τη δεύτερη, πηγάζουν δύο τύποι ερμηνείας: η ηθική και η μυστική. Στην πρώτη περίπτωση ο πιστός γεύεται το “μέλι” ή το “γάλα” των ηθικών διδαχών και ασκεί τις αρετές, ενώ με τη δεύτερη διερευνά τις υπερφυσικές πραγματικότητες, τη δράση και το μυστήριο του Θεού, αλλά και του κρυμμένου Χριστού που είναι παρών σε ολόκληρη τη Γραφή.[11]

Ο άγιος παρομοιάζει τη γλυκύτητα και τη θρεπτική αξία του μελιού (Ψλ 118,103) με το λόγο του Θεού, ο οποίος μιλάει απευθείας στις ανθρώπινες καρδιές, προκαλώντας αισθήματα ειλικρινούς μετανοίας για τις αμαρτίες που διαπράχθηκαν.[12]

Πιστεύει πως η πνευματική ζωή των χριστιανών στερεύει, αν δεν ποτίζεται από το λόγο του Θεού, ο οποίος λειτουργεί όπως η βροχή ή το χιόνι σε ένα στεγνό έδαφος. Ή οι σπόροι, που αν δε βρουν κατάλληλο κλίμα, δε μπορούν να βλαστήσουν και να αναπτυχθούν. Έτσι ακριβώς λειτουργεί και η πνευματική ζωή. Παραμένει στείρα, αν δεν τρέφεται επαρκώς από τη θεία Γραφή.

Μέσα στα ίδια ερμηνευτικά πλαίσια, ο Αμβρόσιος προσδιορίζει τη σχέση του πιστού με τη Γραφή σύμφωνα με την εικόνα του ανθρώπου που πηγαίνει κάθε μέρα στο πηγάδι για να πάρει νερό. Η εικόνα του πηγαδιού παρουσιάζει διττή σημασία. Αντιπροσωπεύει από τη μία πλευρά το “βάθος” του Μυστηρίου του Θεού και από την άλλη το μέσο, που χρησιμοποιείται για την άρδευση του κήπου της ψυχής. Έτσι το φρέαρ αναδεικνύεται σε ζώσα πηγή, που συντελεί στην πνευματική μεταμόρφωση που προκλήθηκε από το θείο λόγο.

Αμβρόσιος_18

Πολλές φορές ο ιερός Πατέρας υπογραμμίζει την ακαταληψία αρκετών χωρίων ή και βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης, η οποία δημιουργεί προβλήματα στην κατανόηση και την ερμηνεία της. Πιστεύει όμως πως ο πιστός που προσεγγίζει τα κείμενα της Καινής Διαθήκης είναι σε θέση να διεισδύσει βαθύτερα στη σημασία της Παλαιάς, αφού ο ίδιος ο Χριστός τον οδηγεί στην αποκάλυψη του Λόγου και του σχεδίου της σωτηρίας. Ο Ίδιος το ολοκληρώνει και αποκαλύπτει το κρυμμένο πνευματικό της νόημα. Ωστόσο, αυτό δεν απαλλάσσει τον ερμηνευτή από το να διερευνήσει ακούραστα την Αγία Γραφή και να την αγαπήσει, ώστε να μάθει πώς να αποκωδικοποιήσει τα μηνύματά της και να βρει σε αυτή την πηγή του ζώντος ύδατος.[13]

Η Παλαιά Διαθήκη βρίσκει την πληρότητά της στην Καινή. Η πρώτη απευθύνεται σε ένα λαό ακατέργαστο και είναι αναποτελεσματική για το σκοπό της εξαγοράς και της ανανέωσής του.[14] Έτσι η πρώτη Διαθήκη έρχεται προς βοήθεια της δεύτερης.[15]

Ο Αμβρόσιος θεωρεί την Αγία Γραφή ως τροφή της ψυχής από την οποία τρέφεται πνευματικά και ζωογονείται. Η τροφή αυτή μάλιστα παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία, η οποία συνίσταται στα διάφορα λογοτεχνικά είδη που τη συνθέτουν.[16] Ο Νόμος και το Ευαγγέλιο αντιπροσωπεύουν την τροφή της ενήλικης ζωής, η οποία απαιτεί ωριμότητα στην πίστη, μετοχή στη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας και σημαντική ερμηνευτική ικανότητα, ιδίως ως προς τα πιο σκοτεινά χωρία της Γραφής. Τα πιο τρυφερά και εύγευστα για την ηθική τους αξία τμήματα, όπως οι Ψαλμοί και το Άσμα Ασμάτων, ταιριάζουν καλύτερα στο στάδιο της πνευματικής ανάπτυξης και απαιτούν μια σταδιακή προσέγγιση. Πάντως, υπογραμμίζει ότι είναι πολύ σημαντικό ο πιστός να τρέφεται άφθονα με αυτό το ουράνιο έδεσμα.

Το να γεύεται κανείς καθημερινά την “τροφή των ουρανίων Γραφών (Scripturarum cibos caelestium)” σημαίνει να τροφοδοτεί συνεχώς την ύπαρξή του με την υπόσχεση της αιώνιας ζωής, ώστε να μεταμορφωθεί στην καινή ζωή του Ευαγγελίου, δοξάζοντας τον Θεό με τη στάση της ζωής του.[17]Η σύνδεση των δύο Διαθηκών είναι απαραίτητη για τη σταδιακή ωριμότητα στην πίστη. Προτρέπει λοιπόν ο άγιος τον πιστό να πιει πρώτα από το ποτήρι με την Παλαιά Διαθήκη κι ύστερα από εκείνο με την Καινή, γιατί αν δεν πιει από το πρώτο, δεν μπορεί να πιει από το δεύτερο. Πρέπει να πιει το πρώτο, για να μετριάσει τη δίψα του, κι ακολούθως το δεύτερο, για την επίτευξη του κορεσμού. Πρέπει όμως να πιει κι από τα δύο ποτήρια, γιατί και τα δύο περιέχουν το λόγο Του και τα δύο περιέχουν το Χριστό, που είναι η ζωή, η ειρήνη, το ζων ύδωρ, το αίμα που μας εξαγόρασε.[18]

Σε πολλές περιπτώσεις, όπου το σχετικό βιβλικό κείμενο δίνει τις αφορμές για μία ευχαριστιακή ερμηνευτική προσέγγιση, ο άγιος παρομοιάζει τον άρτο της θείας ευχαριστίας, που είναι ο προσφερόμενος Χριστός, με την τροφή που παρέχει η Γραφή. Ο Αμβρόσιος συνδυάζει ερμηνευτικά το χωρίο των Παροιμιών 9,5[19] με εκείνο του Άσματος των Ασμάτων 5,1[20] σχετικά με το δείπνο που παραθέτει η σοφία (conuiuium sapientiae). Αυτό το δείπνο παραλληλίζεται, αλλά και ταυτίζεται, με το ευχαριστιακό δείπνο της Εκκλησίας (conuiuium ecclesiae).[21] Σε αυτή την προοπτική, είναι φανερό πως το χριστολογικό δόγμα και η εκκλησιολογική οπτική αλληλοσυμπληρώνονται.

Αμβρόσιος_16

Ο Αμβρόσιος θέλει πρώτα να κατανοήσουν οι ακροατές του ότι για να γευτούν τον αληθινό άρτο που ικανοποιεί την πείνα του ανθρώπου και να πιουν τον μεθυστικό οίνο πρέπει να κατευθυνθούν στο “δείπνο της σοφίας”,[22] ανταποκρινόμενοι έτσι στην πρόσκληση της Εκκλησίας, που εκφράζεται μέσα από τα λόγια του χωρίου των Παροιμιών και του Άσματος των Ασμάτων. Ο πιστός βιώνει τη “μέθη της χάριτος” (ebrietas gratiae), επειδή ο Χριστός είναι παρών και γίνεται τροφή για χάρη μας.[23]

Με βάση το συγκεκριμένο χωρίο του Άσματος ο άγιος τοποθετεί το “δείπνο της σοφίας” και το “δείπνο της Εκκλησίας” στον παράδεισο.[24] Τέλος, αναφερόμενος στις Παροιμίες 9,1 δηλώνει ότι ο άρτος που καταναλώνεται στον “οίκο της σοφίας” είναι απαραίτητος για την ανάπτυξή μας, αφού μας ενώνει με το Χριστό.

Σε άλλη συνάφεια, ερμηνεύοντας ο επίσκοπος του Μιλάνου το χωρίο του κατά Λουκάν Ευαγγελίου 11,33[25] επισημαίνει πως η εικόνα του λύχνου στο λυχνοστάτη αναφέρεται στην πίστη, η οποία τρέφεται από το φως του Χριστού που λάμπει μέσα στην Εκκλησία.[26] Σε μια δεύτερη ερμηνευτική προσέγγιση, σημειώνει πως είναι ο λόγος του Θεού, που καταμαρτυρείται από τους πιστούς και φωτίζει εκείνους που επιθυμούν να ενταχθούν στην εκκλησιαστική κοινότητα.

Το χωρίο 11,33 του Λουκά συνδυάζεται με εκείνο του Ψαλμού 118,105.[27] Σε αυτή τη συνάφεια, ο λύχνος, που καθοδηγεί τα βήματα του ανθρώπου στην πίστη της Εκκλησίας, η οποία διαχέει το φως του Χριστού, υπογραμμίζει το χριστολογικό και εκκλησιολογικό περιεχόμενο του αμβροσιανού κηρύγματος αλλά και της ερμηνευτικής του.

Ο Λόγος του Θεού είναι ο λύχνος που οδηγεί τα βήματα του ανθρώπου προς τα ουράνια αγαθά, εμπνέοντάς του την περιφρόνηση για τα παρόντα και επίγεια και κατευθύνοντάς τον προς την αναζήτηση των μελλοντικών και αόρατων αγαθών.[28] Τα βιβλικά του υπομνήματα φανερώνουν την πεποίθηση του αγίου ότι η ιερή ιστορία βρίσκει την πνευματική της εκπλήρωση στη ζωή κάθε πιστού και πως αυτή έχει σαφή εσχατολογική προοπτική.[29]

Αμβρ_65

Η σχέση του Αμβροσίου με την Αγία Γραφή είναι μια σχέση ερωτική και μεθυστική. Είναι μια σχέση μυστική, πνευματική, που οδηγεί στη γνώση και στην ένωση με την απόλυτη ωραιότητα και γλυκύτητα, τον Ιησού Χριστό. Τα λόγια της Γραφής ξεδιψούν και καλούν τον πιστό σε μια νηφάλια πνευματική μέθη. Τη μέθη της ένωσης με το Χριστό. Είναι χαρακτηριστικά τα όσα ο ίδιος ο Αμβρόσιος μας παραδίδει: «Ο νους μας, ας είναι πάντα μαζί Του. Ας μην απομακρυνθεί ποτέ από το ναό Του και από το λόγο Του. Να είναι πάντα απασχολημένος με τη μελέτη των Γραφών και την προσευχή, αφού ο λόγος Του είναι αιώνιος και εργάζεται μέσα μας. Και όπως κάθε μέρα αρχίζουμε από Αυτόν και τελειώνουμε σε Αυτόν, προσευχόμενοι, είτε στην εκκλησία είτε στο σπίτι, ολόκληρη η πορεία της ζωής μας ας παραμείνει σταθερά σε Αυτόν».[30]


[1] C. PASINI, Ambrogio di Milano. Azione e pensiero di un vescovo, ed. San Paolo, Milano 1997², 187· G. MASCHIO, Ambrogio di Milano e la Bibbia, Interpretare la Bibbia Oggi 3.3, ed. Queriniana, Brescia 2004.
[2] G. NAUROY, “L’Écriture dans la pastorale d’Ambroise de Milan”, Bible de tous les temps, t. 3: Le monde latin et la Bible, Paris, Beauchesne, 1986, 371-408.
[3] Βλ. σχετικά H. SAVON, Saint Ambrose devant l’exégèse de Philon le Juif, Paris 1977· CH. MARKSCHIES, “Ambrosius und Origenes. Bemerkungen zur Exegetischen Hermeneutik zweier Kirchenväter”, Origeniana Septima. Origenes in den Auseinandersetzungen des 4. Jahrhunderts, W. A. BIENERT – U. KÜHNEWEG (ed) [Bibliotheca Ephemeridum Theologicarum Lovaniensium 137], Leuven, Peeters, 1999, 545-570· C. CORSATO, La «Expositio euangelii secundum Lucam» di sant’Ambrogio. Ermeneutica, simbologia, fonti [Studia Ephemeridis Augustinianum 43], Roma 1993.
[4] L. F. PIZZOLATO, La dottrina esegetica di sant’Ambrogio [Studia Patristica Mediolanensia, 9], Vita e Pensiero, Milano 1978, 223, 236.
[5] C. CORSATO, La Expositio euangelii secundum Lucam, ό.π., 40-49.
[6] H. SAVON, “Maniérisme et allégorie dans l’oeuvre d’Ambroise de Milan”, Revue des
Études Latines 55 (1977), 203-221· ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, “Le temps de l’exégèse allégorique dans la catéchèse d’Ambroise de Milan”, Le temps chrétien de la fin de l’Antiquité au Moyen Âge (llle-XIIIe siècles), Paris: Éditions du C.N.R.S. 1984· M. SIMONETTI, Lettera e/o allegoria. Un contributo alla storia dell’esegesi patristica (Studia Ephemeridis Augustinianum, 23), Roma 1985, 278-280.
[7] ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ ΜΕΔΙΟΛΑΝΩΝ, Apologia David altera, X, 50 [Sancti Ambrosii Episcopi Mediolanensis Opera 5], Roma 1981, 198. Πρβλ. ΩΡΙΓEΝΗΣ, Homiliae in Numeros 9, 7, 3 [SC 415], 252-255.
[8] Β Βασ. 11, 2-17.
[9] FR. BRASCHI, L’Explanatio Psalmorum XII di Ambrogio: una proposta di lettura unitaria. Αnalisi tematica, contenuto teologico e contesto ecclesiale, tom. I, Studia Ephemeridis Augustinianum 105, Institutum Patristicum Augustinianum, Roma 2007, 47 εξ.
[10] C. PASINI, La bellezza del creato e la redenzione di Dio. Antologia di passi dell’ “Esamerone” di sant’Ambrogio. Presentazione, introduzione e commenti, Milano 2006· F. IOANNIDIS, “Scienza e Teologia negli Hexaemeron di Basilio Magno e di Gregorio di Nissa”, La cultura scientifico-naturalistica nei Padri della Chiesa (I-V sec.), XXXV Incontro di Studiosi dell’antichità cristiana (4-6 Maggio 2006), Studia Ephemeridis Augustinianum 101, Institutum Patristicum Augustinianum, Roma 2007, 153-162.
[11] L. F. PIZZOLATO, La dottrina esegetica di sant’Ambrogio, ό.π., 41-42, 131-133.
[12] ΑΜΒΡOΣΙΟΣ ΜΕΔΙΟΛAΝΩΝ, Expositio Psalmi CXVIII XIII, 23 [Sancti Ambrosii Episcopi Mediolanensis Opera 10], Roma 1987, 78-81· ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Expositionis Evangelii secundum Lucam – Libri VI-X VII, 15 [Sancti Ambrosii Episcopi Mediolanensis Opera 12], Roma 1997², 106.
[13] G. NAUROY, “La structure du “De Isaac uel anima” et la cohérence de l’allégorèse d’Ambroise de Milan”, Ambrose de Milan Écriture et esthétique d’une exégèse pastorale, Bern 2003, 447-449.
[14] L. F. PIZZOLATO, La dottrina esegetica, ό.π., 49-50.
[15] ΑΜΒΡOΣΙΟΣ ΜΕΔΙΟΛAΝΩΝ, De interpellatione Iob et David IV, 4, 18 [Sancti Ambrosii Episcopi Mediolanensis Opera 4], Roma 1980, 240.
[16] L. F. PIZZOLATO, La dottrina esegetica, ό.π., 28-36.
[17] ΑΜΒΡOΣΙΟΣ ΜΕΔΙΟΛAΝΩΝ, Expositio Psalmi CXVIII XXII, 19 [Sancti Ambrosii Episcopi Mediolanensis Opera 10], Roma 1987, 406.
[18] ΑΜΒΡOΣΙΟΣ ΜΕΔΙΟΛAΝΩΝ, Explanatio Psalmorum XII I, 33 [Sancti Ambrosii Episcopi Mediolanensis Opera 7/I], Roma 1980, 79, 81.
[19] “ἔλθετε φάγετε τῶν ἐμῶν ἄρτων καὶ πίετε οἶνον, ὃν ἐκέρασα ὑμῖν”.
[20] “φάγετε, πλησίοι, καὶ πίετε καὶ μεθύσθητε, ἀδελφοί”.
[21] ΑΜΒΡOΣΙΟΣ ΜΕΔΙΟΛAΝΩΝ, De Cain et Abel I, 5, 19 [Sancti Ambrosii Episcopi Mediolanensis Opera 2/1], Roma 1984, 206 εξ.
[22] E. DASSMANN, La sobria ebbrezza dello spirito. La spirituαlità di S. Ambrogio, Vescovo di Milano, Romite Ambrosiane, Sacro Monte di Varese 1975, 153-156, υποσ. 7.
[23] ΑΜΒΡOΣΙΟΣ ΜΕΔΙΟΛAΝΩΝ, Expositio Psalmi CXVIII XV, 28 [Sancti Ambrosii Episcopi Mediolanensis Opera 10], Roma 1987, 158-161.
[24] ΑΜΒΡOΣΙΟΣ ΜΕΔΙΟΛAΝΩΝ, De Cain et Abel I, 5, 19, ό.π., 206 εξ.
[25] “Οὐδεὶς δὲ λύχνον ἅψας εἰς κρυπτὴν τίθησιν οὐδὲ ὑπὸ τὸν μόδιον, ἀλλ᾿ ἐπὶ τὴν λυχνίαν, ἵνα οἱ εἰσπορευόμενοι τὸ φέγγος βλέπωσιν”.
[26] ΑΜΒΡOΣΙΟΣ ΜΕΔΙΟΛAΝΩΝ, Expositionis Evangelii secundum Lucam – Libri VI-X VII, 98 [Sancti Ambrosii Episcopi Mediolanensis Opera 12], Roma 1997², 166 εξ.
[27] “Λύχνος τοῖς ποσί μου ὁ νόμος σου καὶ φῶς ταῖς τρίβοις μου”.
[28] ΑΜΒΡOΣΙΟΣ ΜΕΔΙΟΛAΝΩΝ, Expositio Psalmi CXVIII VII, 2 [Sancti Ambrosii Episcopi Mediolanensis Opera 9], Roma 1987, 274 εξ. Βλ. επίσης ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Expositio Psalmi CXVIII XIV, 5 [Sancti Ambrosii Episcopi Mediolanensis Opera 10], Roma 1987, 88 εξ· ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, Apologia David altera, IV, 4, 14 [Sancti Ambrosii Episcopi Mediolanensis Opera 5], Roma 1981, 234-237.
[29] E. LAMIRANDE, “Le thème de la Jérusalem céleste chez saint Ambroise”, Revue des Etudes Augustiniennes 29 (1983), 209-232.

[30] ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ ΜΕΔΙΟΛΑΝΩΝ, De Abraham II, 5, 22 [Sancti Ambrosii Episcopi Mediolanensis Opera 2/II], Roma 1984, 156 εξ.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.