Angelo Di Berardino, Ο άγιος Αμβρόσιος και η απαρχή του χριστιανικού ημερολογίου

Η εισήγηση του Καθηγητή του Πατρολογικού Ινστιτούτου Augustinianum της Ρώμης στο Διεθνές Συνέδριο με θέμα: «Ο Αμβρόσιος Μεδιολάνων στη χριστιανική γραμματεία και θεολογία»

Αμβρόσιος_2

Η γέννηση ενός νέου ημερολογίου

Μέχρι τις αρχές του τετάρτου αιώνα, στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, επικρατούσαν διάφορα ημερολόγια: το επίσημο ρωμαϊκό των τοπικών πόλεων ή περιοχών, το αντίστοιχο εβραϊκό για τους Ιουδαίους και ημερολόγια που αφορούσαν τις εκάστοτε θρησκευτικές ομάδες, σχετιζόμενα με τις δικές τους λατρευτικές τελετές. Η οργάνωση και η ροή του κοινωνικού, πολιτικού και λατρευτικού χρόνου στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία συσχετίζονταν με τα ημερολόγια, τα οποία προσέδιδαν επιπροσθέτως μια εξειδικευμένη ταυτότητα, αφ’ ενός, στις αστικές κοινότητες και, αφετέρου, σε κάθε πολίτη ατομικά. Η οργάνωση του κοινωνικού και του λατρευτικού χρόνου σε μια κοινότητα ή ένα λαό συμβαδίζει με ένα σύστημα αξιών και πεποιθήσεων, το οποίο έρχεται σε συμφωνία  με την ίδια την κοινότητα. Είναι μια κοινωνική επίφαση, που μπορεί να μεταλλαχθεί, όταν αλλάζουν οι παράμετροι αναφοράς της. Αυτό συμβαίνει κατά τη διάρκεια του τετάρτου αιώνα.

Εκτός από το γενικό και επίσημο χρονοδιάγραμμα που αφορούσε το στρατό και τη διακυβέρνηση, υπήρχαν πολυάριθμα τοπικα ημερολόγια, κυρίως στην Ανατολή (στη Μικρά Ασία, την Αίγυπτο και τη Συρία). Οι Ιουδαίοι ακολουθούσαν ένα δικό τους κοινωνικό και λατρευτικό χρόνο, ο οποίος ήταν επίσης γνωστός από τους ειδωλολάτρες και συνάμα καθοριστικός για το διαχωρισμό τους από την κοινωνία. Αυτός τους απέφερε διάκριση και προβολή. Ομοίως, και οι Χριστιανοί έπρεπε να ρυθμίσουν την θρησκευτική και κοινωνική ζωή τους, σύμφωνα με τη δική τους εσχατολογία. Τα περισσότερα ημερολόγια του τετάρτου αιώνα επινοήθηκαν για τη διαίρεση του κοινωνικού χρόνου. Για παράδειγμα, στις πόλεις όπου κατοικούσαν Ιουδαίοι, αυτοί τελούσαν τις εορτές τους, στις οποίες, όπως στην Αντιόχεια, συμμετείχαν και οι χριστιανοί: “Ἑορταί τῶν ἀθλίων καί ταλαιπώρων Ἱουδαίων μέλλουσι προσελαύνειν συνεχεῖς καί ἐπάλληλοι, αἱ σάλπιγγες, αἱ σκηνοπηγίαι, αἱ νηστείαι” (Ιωάννης Χρυσ., Κατά Ιουδ. 1,1: PG 48,844).

Οι Χριστιανοί είχαν δικό τους ημερολόγιο για την οργάνωση είτε του λειτουργικού είτε του κοσμικού τους έτους· όσον αφορά στο υπόλοιπο, συμβάδιζαν με το κατά τόπους κρατικό. Υπήρχαν δύο αρχέγονες χριστιανικές γιορτές: η εβδομαδιαία κυριακάτικη και η ετήσια εορτή του Πάσχα. Αυτές οι δύο συσσωμάτωναν  το πάθος και την ανάσταση του Χριστού, όπως επίσης τη δημιουργία του κόσμου στην απαρχή του χρόνου. Η πρώτη της εβδομάδας των επτά ημερών με το καθόλα συμβατικό εγκόσμιο μέτρο· η δεύτερη με την ετήσια επανάληψή της παρέπεμπε στον ηλιακό και σεληνιακό κύκλο· επομένως, είχε κινητή ημερομηνία. Οι δύο γιορτές δεν είχαν τον εορταστικό χαρακτήρα του παγανισμού και του Ιουδαϊσμού. Η σταθερή συνάντηση σε τακτή ημέρα συνεισέφερε στο να σχηματοποιηθεί η δική τους κοινή και δημόσια ταυτότητα, που θα τους διαχώριζε από τους Εβραίους και από τους Εθνικούς. Ομοίως, δημιούργησαν και ενίσχυσαν την αίσθηση ότι ανήκουν σε μια κοινότητα με το συνακόλουθο αποτέλεσμα να διαχωρίζονται από τους άλλους, από όλους εκείνους που είχαν ένα διαφορετικό κοσμικό μέτρο.

Αμβρόσιος_70

Η Πεντηκοστή, ήδη από τον δεύτερο αιώνα, εορτάζονταν εμφατικά. Ο Ωριγένης, πράγματι, ομιλεί για τρεις γιορτές: “Ἐάν δε τις πρός ταῦτα ἀνθυποφέρῃ τά περί τῶν παρ’ ἡμῖν Κυριακῶν, ἤ Παρασκευῶν, ἤ τοῦ Πάσχα, ἤ τῆς Πεντηκοστής δι’ ἡμερῶν γινόμενα· λεκτέον καί προς τοῦτο, ὅτι ὁ μέν τέλειος […] ἀεί ἐν ταῖς ἡμέραις καί ἀεί ἄγει Κυριακάς ἡμέρας” (Κατά Κέλσου 8.22). Η Κυριακή, “την βασιλίδα, τήν ὕπατον πασῶν τῶν ἡμερών” (Ιγνάτιος Αντ.: PG 5,769) ήταν το εβδομαδιαίο Πάσχα, η «εορτή των εορτών».

Κατά τη διάρκεια του τρίτου αιώνα και στις αρχές του τετάρτου, το χριστιανικό ημερολόγιο εμπλουτίστηκε με τον εορτασμό των μαρτύρων, τη “γέννηση” της Σαρακοστής και τις απαρχές των εορτών των Θεοφανείων και των Χριστουγέννων.[1] Κατά τον τέταρτο αιώνα, το χριστιανικό ημερολόγιο αντικαθιστά βραδέως το δημόσιο και αυτοκρατορικό, για να επιβληθεί στις πολιτικές αρχές, υποκαθιστώντας με πολύ αργούς ρυθμούς το ειδωλολατρικό.

Από τον Κωνσταντίνο, με την επιρροή της χριστιανικής θρησκείας, το παλιό ρωμαϊκό ημερολόγιο άρχισε να αλλάζει ριζικά, διότι επί της βάσης του υπήρχε μια άλλη αντίληψη του χρόνου και της θρησκείας, αξίωμα που καθορίστηκε από την qualitas της εποχής του ιερού και του βέβηλου, καθώς ο χρόνος, για τους Ρωμαίους και τους Εβραίους, δεν ήταν μόνο μια εγκόσμια αριθμητική ποσότητα αλλά είχε τη δική του συγκεκριμένη ιδιότητα. (CI 7,12,2[2]) Η νομοθεσία του Κωνσταντίνου έδωσε το έναυσμα για μια πλήρη αλλαγή της διαίρεσης του κοσμικού χρόνου και, επομένως, του εν γένει ρυθμού των αστικών, κοινωνικών, πολιτικών, διοικητικών και εκπαιδευτικών πεπραγμένων. Οι μεταγενέστεροι νόμοι δεν αξίωναν πλέον την κυριακή ανάπαυση των τεχνιτών και όσων εργάζονταν στην ύπαιθρο αλλά ούτε καν οι επίσκοποι αποζητούσαν μια συνολική ανάπαυση.[3] Αυτοί ήθελαν τη συμμετοχή στη λατρεία, το άκουσμα του κηρύγματος και τη μη συμμετοχή στα θεάματα. Πολλοί νόμοι συμμορφώθηκαν με το ημερολόγιο και δημοσιεύθηκαν, όταν στον επισκοπικό θρόνο του Μιλάνο ήταν ο Αμβρόσιος· ορισμένοι δημοσιεύτηκαν στη Δύση και άλλοι στην Ανατολή.

Ποια ήταν η ανταπόκριση των ειδωλολατρών σε αυτή την αλλαγή της διάρθρωσης του δημόσιου και κοινωνικού χρόνου; Δεν διασώζονται σχετικές μαρτυρίες αλλά σίγουρα συνάντησαν αρκετές δυσκολίες δεδομένου ότι η θέσπιση των νέων νόμων, κάποιοι από τους οποίους χάθηκαν, είχε ως σκοπό να επιβάλει το ρυθμό του χρόνου επί της βάσης του χριστιανικού ημερολογίου. Η οργάνωση του κοινωνικού χριστιανικού χρόνου ανατέθηκε αποκλειστικά στις εκκλησιαστικές αρχές, που συνήθως λάμβαναν αποφάσεις διαμέσου συνεδριάσεων. Αλλά αυτή η οργάνωση σχετιζόταν με τις νέες χριστιανικές αξίες, που σιγά-σιγά καθόριζαν και το ρυθμό της αστικής ζωής. Οι εβδομαδιαίες εορτές την Κυριακή σηματοδοτούσαν την αναστολή των διαδικασιών παντός τύπου, όπως και την απαγόρευση της είσπραξης των φόρων και των οφειλών. Ο εορτασμός του Πάσχα συμπεριλήφθηκε με αυτοκρατορική βούληση από τον Βαλεντινιανό τον Α΄, όπως και οι αμνηστίες για πολυάριθμα εγκλήματα. Στη Σαρακοστή, η οποία διέφερε ως προς τη διάρκεια από περιοχή σε περιοχή, αναστέλλονταν οι διαδικασίες των βασανιστηρίων. Η οργάνωση του κοινωνικού χρόνου, λατρευτικού και δημόσιου, αντικαθιστά σιγά-σιγά εκείνο το ειδωλολατρικό, μεταλλάσσοντας τον τρόπο ζωής της αρχαίας πόλης-κράτους. Οι εορτές της Χριστιανοσύνης, αν και μερικές φορές λάμβαναν χώρα έξω από τα τείχη των εκκλησιών, δεν είχαν κανένα πολιτικό χαρακτήρα, διότι οι αρχές της πόλης συμμετείχαν εκεί ως fideles, «πιστοί»,  και όχι ως εξουσία.

 Αμβρόσιος_60

O Αμβρόσιος και το νέο ημερολόγιο

Την εποχή του Αμβροσίου η dies solis «ημέρα ήλιου», η χριστιανική Κυριακή, προσέλαβε μια βαρύνουσα κοινωνική και πολιτική σημασία για την θέσπιση των διαφόρων νομοθετικών διατάξεων. Στα 368 ο Βαλεντινιανός ο Α΄ (CTh 8,8,1, επαναλαμβάνεται στο 11,7,10) απαγόρευσε να έχει τη δυνατότητα κάποιος να μηνύσει ένα χριστιανό την ημέρα της Κυριακής (την Κυριακή αναστέλλονταν οι διαδικασίες: CTh 2,8,18 του 386· 2,8,19· βλ. CTh 8,8,1). Το 389 (CTh 2,8,19· βλ. CTh 2,8,21 του 392),[4] ένα διάταγμα δημοσιεύθηκε από τον Θεοδόσιο, κατά τη διάρκεια την επισκέψεώς του του στη Ρώμη, με το οποίο παρέτεινε την περίοδο αργίας των δικαστήριων με την ενσωμάτωση των δύο εβδομάδων που συνδέονται με το Πάσχα μαζί με τη dies solis. Το 386[5] ο Θεοδόσιος απαγόρευσε τα θεάματα την Κυριακή (15,5,2 της 20ης Μαΐου του 386), παραπέμποντας σε μια προγενέστερη νομοθεσία.[6] Η απαγόρευση αυτή επαναλαμβάνεται το 392 (2,8,20), επειδή η προσέλευση στα θεάματα (spectaculorum concursus) εμπόδιζε τον εορτασμό των θείων χριστιανικών μυστηρίων. Ένας άλλος νόμος, που εκδόθηκε στη Δύση από τον Βαλεντινιανό Β΄ στις 3 Νοεμβρίου του 386 και εφαρμόστηκε στη Ρώμη στις 24 Νοεμβρίου απαγόρευε τις δικαστικές διαδικασίες τις Κυριακές (CΤh 2,8,18[7]). Δεν είναι εύκολο να καταδείξουμε ότι οποιοσδήποτε από αυτούς τους νόμους, που θεσπίστηκαν στη Δύση, έχει δημοσιευθεί με παρότρυνση του Αμβροσίου, επειδή κανένας από αυτούς δεν εκδόθηκε στο Μιλάνο (δεν αποτελεί  ένα πειστικό επιχείρημα) αλλά αυτοί οι νόμοι σίγουρα εφαρμόστηκαν στην πρωτεύουσα του δυτικού τμήματος της αυτοκρατορίας. Σε απομακρυσμένες περιοχές μερικές φορές η εφαρμογή τους αγνοήθηκε από τους διοικητές. Ο εορτασμός της Κυριακής στο Μιλάνο ήταν ευρέως γνωστή.[8] Αυτή ήταν η παλαιότερη χριστιανική γιορτή και επομένως αποδεκτή από όλους τους Χριστιανούς.

Εκτός από τα κείμενα του Αμβροσίου και την μεταγενέστερη παράδοση του Μιλάνου, άλλες τρεις πηγές είναι εξίσου σημαντικές για την ανασύνταξη του ημερολογίου αυτής της πόλης. Η πρώτη προέρχεται από τον Φιλάστριο, επίσκοπο Βρεσκίας: μία εκκλησία πλησίον εκείνης του Μιλάνο (η απόσταση είναι περίπου εκατό χιλιόμετρα)· του Cromazio από την Aquileia: πόλη που βρίσκεται σε απόσταση λιγότερο από 400 χιλιόμετρα, αλλά σε έναν πολυσύχναστο και στενά συνδεδεμένο δρόμο με το Μιλάνο. Όλοι, ακόμα και οι αυτοκράτορες, σταματούσαν στο Μιλάνο και την Aquileia. Τέλος, από το Μάξιμο του Τορίνο, επίσκοπο μιας εκκλησίας περίπου 150 χλμ. δυτικά αλλά πάντα στενά συνδεδεμένης με το Μιλάνο.

Ο Φιλάστριος Βρεσκίας († πριν το 397), συχνός επισκέπτης του Μιλάνο και φίλος του Αμβροσίου Μεδιολάνων, μεταξύ του 380 και 390 θεωρούσε αιρετικούς εκείνους που χρησιμοποιούσαν ειδωλολατρικά ονόματα για τις ημέρες της εβδομάδας (αρ. 113: PL 12,1238 = 85: CSEL 38,78). Ο ίδιος απαριθμεί ως επίσημες τέσσερεις μεγάλες εορτές (festivitates maiores): των Χριστουγέννων, των Θεοφανείων, του Πάσχα και της Αναλήψεως. Δεν συμπεριλαμβάνει, ωστόσο, εκείνη της Πεντηκοστής (Haer. 140,2· βλ. 141), που εορταζόταν την Κυριακή όπως το Πάσχα. Ως εκ τούτου, αυτές ήταν και οι σημαντικές εορτές στο Μιλάνο.

Την εποχή εκείνη υπήρχε ακόμα η έννοια του λειτουργικού έτους, αν και στη λειτουργία ψαλλόταν η δομή και η διάρθρωση του χριστιανικού χρόνου, με τρόπο παρόμοιο, όπως αναπτύχτηκε στο Μεσαίωνα. Στο ημερολόγιο του 336, το  Depositio martyrum, «Μαρτυρολόγιο», ξεκινά με τη μνημόνευση της λίστας των μαρτύρων με τη γέννηση του Ιησού στις 25 Δεκεμβρίου και, επομένως, σημειώνεται η απαρχή του καταλόγου των χριστιανικών εορτών. Το κείμενο δεν αναφέρει τίποτα για το πώς η μνήμη εορτάζεται. Το Depositio αποτελεί μέρος του αποκαλούμενου Cronografo του 354. Σε αυτή τη συλλογή των εγγράφων, δίδεται μια ακόμα ευκαιρία να επιβεβαιωθεί η γέννηση του Χριστού στις 25 Δεκεμβρίου (στο Fasti consulares, σελ. 56), ενώ στην αρχή της λίστας των επισκόπων της Ρώμης εντοπίζεται ο θάνατός του στις 25 Μαρτίου (σελ. 73).

Τα Χριστούγεννα έπρεπε να ανυψωθούν ξανά κατά τον τρίτο αιώνα, διότι ακόμη οι Δονατιστές, που αποσχίσθηκαν από την Καθολική Εκκλησία, γύρω στο 311, τα εόρταζαν. Ίσως ο πρώτος Λόγος που διασώζεται για τα Χριστούγεννα είναι εκείνος που αποδίδεται στον Οπτάτο Μιλέβης (Νουμιδία, σημερινή Mila, Hamala, Αλγερία) (CPL 245, στο· CPPM 1,1973· PLS 1,288-294), που εκφωνήθηκε περίπου στα 361. Σύμφωνα με αυτόν τον λόγο, το λειτουργικό περιεχόμενο εορτής θυμίζει τη γέννηση του Ιησού, την προσκύνηση των Μάγων και τη σφαγή των Νηπίων (infantes). Αλλά πριν τον Οπτάτο, ο Αμβρόσιος μάς πληροφορεί ότι η αδελφή του, Μαρκελλίνα, εκάρη στον Άγιο Πέτρο από τα χέρια του Πάπα Λιβερίου κατά την εορτή των Χριστουγέννων (353 – 354) (De virg. 3,1,1). Στη Ρώμη γνώρισε τη γιορτή των Χριστουγέννων. Δεν διασώζεται κάποια πληροφορία για το πώς αυτή εορταζόταν. Στο Μιλάνο, η εορτή δεν υφίστατο ακόμα. Όταν ο Αμβρόσιος εξελέγη επίσκοπος, την ενσωμάτωσε πιθανότατα πριν το 380. Ο εορτασμός εξαπλώθηκε στη βόρεια Ιταλία. Ίσως σε ορισμένες πόλεις είχε ήδη καθιερωθεί και σύντομα κατέστη μια festivitas maior. Ο Φιλάστριος μαρτυρεί τον εορτασμό της στη Βρεσκία και ο Cromazio († 407/408) στην Aquileia (παρ. στον 32ο Λόγο του ομιλεί για την εορτή Χριστούγεννων). Ο Αμβρόσιος δεν ομιλεί με την ενθρόνισή του, διότι ακόμα δεν είχε καθιερωθεί ο εορτασμός. Ωστόσο, ο Φιλάστριος βεβαιώνει την ύπαρξη μιας νηστείας πριν από τα Χριστούγεννα (Divers. Haer. 149,3) αλλά δεν προσδιορίζει τη χρονική διάρκεια. Αυτή η νηστεία τελούταν ακόμη και πριν από τα Θεοφάνεια.[9] Θα πρέπει να σημειωθεί, πριν προχωρήσουμε, ότι οι δύο αυτές εορτές, ήταν στη διαδικασία της αποσαφήνισης και ως προς τον εορτασμό και τη σημασία της αργίας στη βόρεια Ιταλία. Για το λόγο αυτό, οι ισχυρισμοί κάποιου συγγραφέα (δηλ. του Αμβροσίου, του Φιλάστριου, του Cromazio, του Μαξίμου) κάνουν αναφορές σε διαφορετικές εποχές και διαφορετικές συνθήκες. Για παράδειγμα, ο Μάξιμος του Τορίνο κάνει γνωστό ότι, η νηστεία πριν από τα Χριστούγεννα ενδέχεται να είχε διάρκεια δύο εβδομάδων (Sermo 61,4).

Αμβρ_55

Η εορτή των Θεοφανείων, που λέμε ότι είναι ανατολικής προέλευσης, μαρτυρείται για πρώτη φορά από έναν ειδωλολάτρη συγγραφέα, τον Αμμιανό Μαρκελλίνο, ο οποίος γράφει ότι ο Ιουλιανός, το 361, πήγε στην εκκλησία στην πόλη της Βιέννης, στη Γαλατία, “την ημέρα της εορτής, όπου οι Χριστιανοί εόρταζαν κατά τον μήνα Ιανουάριο, με την ονομασία Θεοφάνεια· αφού προσευχήθηκε με επισημότητα στο Θεό τους, απομακρύνθηκε”.[10] Επομένως, ο Ιουλιανός πήγε στην τοπική εκκλησία, όπου τα Θεοφάνεια είναι μια dies feriarum, άρα μια ημέρα εορτασμού. Τι νόημα θα είχε η έκφραση του Αμμιανού «dies feriarum»; Αναφέρεται σε μια εορτή για τους Χριστιανούς μονάχα ή σε μια εορτή αναγνωρισμένη ακόμα και από την αυτοκρατορική αρχή για όλους τους πολίτες; Ο Αμμιανός χρησιμοποιεί την παραδοσιακή ορολογία, για να αναφερθεί σε μια εορταστική ημέρα, dies feriarum, η οποία είναι συνδεδεμένη με τη χριστιανική ορολογία, μεταγράφοντας την ελληνική φράση στα λατινικά.

Η πρώτη αναφορά που μας καθιστά γνωστό ότι τα Θεοφάνεια και τα Χριστούγεννα ήταν ημέρες κατά τις οποίες δεν τελούνταν θεάματα, είναι από τον Ονόριο (CTh 2,8,24 del 400 [405]), religionis intuitu. Αλλά ήταν σε τέτοιο βαθμό διαδεδομένη αυτή η εορτή στη Γαλατία;

Το λειτουργικό περιεχόμενο της εορτής διέφερε. Για παράδειγμα, σε κάποια μέρη εορταζόταν μόνον η γέννηση του Κυρίου. Στη βόρεια Ιταλία επιπροσθέτως η Προσκύνηση των Μάγων. Στη Ραβέννα η Προσκύνηση των Μάγων εορταζόταν  στις 6 Ιανουαρίου. Η Εκκλησίας της Ρώμης και της Αφρικής τελούσαν την μνήμη της Γεννήσεως του Σωτήρος στις 25 Δεκεμβρίου, ενώ στις 6 Ιανουαρίου την Προσκύνηση των Μάγων στον Βασιλέα. Η μνήμη της σφαγής των νηπίων, που αναφέρεται από τον Ματθαίο,[11] τελούταν στη Ρώμη μετά τα Χριστούγεννα, ενώ στην Αφρική συνδεόταν με τα Θεοφάνεια. Στη βόρεια Ιταλία υπάρχουν αποκλίνουσες παραδόσεις, οι οποίες ενοποιούνται και αποσαφηνίζονται. Ο Φιλάστριος επισημαίνει ότι στην εποχή του αποτελούσε αντικείμενο συζήτησης, το αν θα έπρεπε εορταστούν τα Θεοφάνεια, καθώς ορισμένοι την θεωρούσαν ως επανάληψη των Χριστουγέννων (Haer. 140,1). Μια ακόμα ένδειξη της αρχαιότητας των δύο ημερών θα μπορούσε να αποτελέσει το γεγονός ότι τιμόνταν ακόμα και από τους λατινόφωνους Αρειανούς, όπως αποδεικνύεται από Λόγους που δημοσιεύθηκαν προσφάτως από τον R. Étaix. Οι Λόγοι αυτοί βρέθηκαν στο Μόναχο της Βαυαρίας,[12] όπως επίσης και εκείνο των Αρειανών της Βερόνα.[13] Η σπουδαιότητα του περιεχομένου τόσο στην πρώτη όσο και στη δεύτερη ημέρα είναι η επέτειος της γέννησης του Ιησού στα Χριστούγεννα, και η προσκύνηση των Μάγων, ενώ στα Θεοφάνεια είναι η βάπτιση. Ο άλλος αρειανός λατίνος συγγραφέας, ο καλούμενος Μαξιμίνος από το Botte, στην πραγματικότητα είναι ο ανώνυμος συντάκτης του Collectio Veronensis (CCL 87, σ.σ. 61-56).

Δεν έχει διασωθεί κανένα κήρυγμα του Αμβρόσιου για την εορτή των Χριστουγέννων αλλά θεωρείται ότι στο Μιλάνο έκανε μνεία για τη γέννηση του Σωτήρος και την προσκύνηση των Μάγων. Επί αυτού του θέματος μάς διαφωτίζει ο Μάξιμος του Τορίνο, καθόσον η εκκλησία του Τορίνο ακολουθούσε, κατά πάσα πιθανότητα, την παράδοση του Μιλάνο. Στην εκκλησία του Τορίνο στα Θεοφάνεια εορτάζονταν η βάπτιση του Ιησού και το θαύμα στην Κανά. Ενώ ο 34ος Λόγος του  Cromazio, επ’ ευκαιρίας των Φώτων στις 6 Ιανουαρίου, μας προτρέπει να σκεφτούμε ότι στην Aquileia τιμήθηκε μόνο το βάπτισμα του Ιησού. Ο έβδομος ύμνος του Αμβροσίου, Illuminans altissimus, για την εορτή των Θεοφανείων, εξυμνεί τέσσερις θεοφάνειες του Χριστού: το βάπτισμα στον Ιορδάνη· τον αστέρα και την Προσκύνηση των Μάγων, το θαύμα της μεταβολής του νερού σε οίνο στην Κανά, τον πολλαπλασιασμό των άρτων.

Ενώ οι σύγχρονοι μελετητές συζητούν επί του ζητήματος του εορτασμού στις μεμονωμένες εκκλησίες, πιστεύω ότι πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ του λειτουργικού περιεχομένου και του πραγματικού εορτασμού της. Ωστόσο, το έθος του Μιλάνο και της Aquileia διέφεραν από αυτό της Εκκλησία της Ρώμης και της Αφρικής, για τις οποίες η Θεία Λειτουργία των Θεοφανείων τελούταν προς ανάμνηση της Προσκύνηση των Μάγων μονάχα. Στην Αφρική, σύμφωνα με το κήρυγμα του Αυγουστίνου[14], στα Θεοφάνεια εορταζόταν η Προσκύνηση των Μάγων, ενώ στα Χριστούγεννα η Προσκύνηση των βοσκών. Κατόπιν, στη βόρεια Ιταλία, τα πράγματα άλλαξαν: στα Χριστούγεννα μόνον η γέννηση του Σωτήρος και στα Θεοφάνεια η Προσκύνηση των Μάγων. Στη Θεία Λειτουργία, κατά τις κατοπινές ημέρες της 25ης Δεκεμβρίου, αφθονούσαν οι εκδηλώσεις μνήμης: στις 26 των Αγίων Νηπίων, στις 27 του Αγ. Στεφάνου, στις 28 του Ιωάννου του Ευαγγελιστού, κ.λ.π.

Αμβρόσιος_26

Το Πάσχα, festum publicae salutis, (Αμβροσίου, Extra coll Επιστ. extra coll. 13,13 [Maur. 23,13]) εορταζόταν με μεγάλη επισημότητα, και κατά το τέλος του triduum sacrum (Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή).[15] Αλλά όλη η Μεγάλη Εβδομάδα ήταν σημαντική, διότι τη Δευτέρα, την Τρίτη και την Τετάρτη είχαμε δύο ευχαριστιακές συνάξεις (βλ. Επ. 20η προς τη Μαρκελλίνα). Ακόμη και το κήρυγμα ήταν φλογερό: κατά τη διάρκεια αυτής της εβδομάδος εκφωνούταν η Εξαήμερος. Αλλά και η εβδομάδα μετά το Πάσχα έβριθε παραινέσεων προς τους νεοφώτιστους. Ένας ύμνος –η αυθεντικότητα του οποίου αμφισβητείται- συντέθηκε για τη γιορτή του Πάσχα και συνοψίζει την πασχαλινή θεολογία, η οποία αρχίζει με το Hic est dies. Εμμένει στο θάνατο του Χριστού, που ξεπλύνει τα ανομήματα και συγχωρεί. Ακόμη μιλά στο κήρυγμα για το θάνατο του Χριστού ως επικράτηση (mors eius victoria est) αλλά το Πάσχα είναι επίσης η transitus, η διέλευση, του Χριστού (και όχι μόνον passio/πάθος) και η transitus των ψυχών (πρβλ. Εφ 7,10 *· De sacramentis 1,4,12· Εξαήμερος 1,4,14). Αυτή η αντίληψη σχετικά με το Πάσχα, έχει την προέλευση της από την Αλεξάνδρεια και όχι την Ασία, ενώ αποτελεί μια καινοτομία στη βόρεια Ιταλία και σίγουρα εισηγητής της ήταν ο Αμβρόσιος. Δεν συναντάται στην πλούσια κηρυκτική δράση του Ζήνωνος της Βερόνα. Αυτή επηρέασε την αυγουστίνεια θεολογία και κατέστη ευρέως διαδεδομένη στο δυτικό κόσμο.

Επίσης, στο Μιλάνο εορταζόταν η Σαρακοστή, περίοδος κατά την οποία ο ίδιος δεν θα μπορούσε να απουσιάζει λόγω occupatus diebus ingruentibus quadragesimae, γράφτηκε το 379 (Eπ. 2,27), στη διάρκεια της οποίας έπρεπε να κηρύττει κάθε μέρα προς νουθεσία των κατηχουμένων. Η διάρκεια αυτής της περιόδου ποικίλλει από εκκλησία σε εκκλησία. Ο τεχνικός όρος παντού ήταν Σαρακοστή αλλά υποδήλωνε μια χρονική διάρκεια, που διέφερε στις κατά τόπους εκκλησίες. Ο ιστορικός Σωκράτης († μετά το 439) περιγράφει, με κάποια ανακρίβεια, τη μεγάλη ποικιλία των λατρευτικών εθών  (HE 7, κεφ. 22) των έξι εβδομάδων στην Αλεξάνδρεια, παρομοίως στην Ελλάδα και στην Ιλλυρία. Στην Ιερουσαλήμ όμως ήταν, σύμφωνα με την Εγερία, ήταν διάρκειας οκτώ εβδομάδων· στο Μιλάνο λίγες μέρες λιγότερες απ’ ότι στη Ρώμη, στην Αντιόχεια οκτώ εβδομάδες, κ.ο.κ. Οι μαρτυρίες του πέμπτου αιώνα επιβεβαιώνουν ότι στα Ιεροσόλυμα ήταν επτά εβδομάδες.[16] Υπήρξαν, επίσης, μερικές φορές παρεκκλίσεις ως προς την ημερομηνία. Ο Αμβρόσιος, το 387, δεν ακολουθεί το supputatio romana, «ρωμαικό σύστημα υπολογισμού», για τον υπολογισμό της ημερομηνίας του Πάσχα αλλά το Αλεξανδρινό. Αμέσως, αυτή η διαφοροποίηση ως προς τον υπολογισμό του Πάσχα και των εορταστικών εκδηλώσεων συνδέθηκε στενά με σφοδρές εκκλησιαστικές διαμάχες, όπως επίσης είχε συνέπειες σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο, καθώς λέγει κατηγορηματικά ο Κύριλλος Αλεξανδρείας, σχετικά με αυτό το ζήτημα: Cum…  esset… magna confusio in omni ecclesia in praetorio vel palatio.[17] Για ποιο λόγο υπήρχε magna confusio in praterio vel palatio; Γιατί βεβαίως και στο Μιλάνο, κατά την εποχή του Αμβροσίου, οι αυτοκρατορικά νόμοι έπρεπε να εφαρμόζονται όπως είχαν δημοσιευθεί, κατ’ αναλογία του λειτουργικού χρόνου (religionis intuitu). Για παράδειγμα η πασχαλινή αμνηστία (indulgentia), ξεκίνησε από τον Βαλεντινιανού τον Α΄ το 367 (CΤh 9,38,3: Ob diem paschae· βλ. CΤh 9,38,4 του 368· 9,38.6 του 381),[18] και συνέχισε να χορηγείται (ob diem paschae, quem intimo corde celebramus).

Πάντα ως προς την ratione temporis, «χρονική έννοια», στις 3 Μαρτίου 380 o Θεοδόσιος στη Θεσσαλονίκη, εξέδωσε νόμο CTh 9,35,4, που συμβάδιζε και αυτός με τον Κώδικα του Ιουστινιανού (CI 3,12,5), ο οποίος αναγνώριζε, υπό το πρίσμα μιας μακροσκελούς έκφρασης, τη χριστιανική Σαρακοστή, και υπαγόρευε ότι, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου θα αναστελλόταν οποιαδήποτε ποινική δίωξη και ως εκ τούτου η αναζήτηση αποδεικτικών στοιχείων, η οποία λάμβανε χώρα συνήθως  διαμέσου των βασανιστηρίων. Το κίνητρο για την αναστολή όλων των διαδικασιών ήταν η ιδιομορφία – όχι της ενδεικτικής qualitas των εβραϊκών και ειδωλολατρικών εορτών – του προ-πασχαλινού χρόνου, μιας ιδιαίτερης στιγμής σχετιζόμενης με την προετοιμασία για το Πάσχα. Η ανθρωπιστική ροπή έχει ratione temporis «χρονική έννοια»[19], δηλαδή pro reverentia religionis, «θρησκευτικό σεβασμό», όπως λέγει η interpretatio: η Σαρακοστή είναι ένα χρονικό διάστημα ιδιαίτερα χριστιανικό, που είχε αναπτυχθεί πλήρως κατά τη διάρκεια του τέταρτου αιώνα αλλά με ποικιλομορφία ως προς τη διάρκεια και ως προς την οργάνωση στις κατά τόπους εκκλησίες. Οι κυβερνώντες έπρεπε να γνωρίζουν την περίοδο της τοπικής Τεσσαρακοστής –την αρχή και το τέλος–, για να αναστείλουν τις νομικές διαδικασίες και τα βασανιστήρια κατά τη διάρκειά της (CTh 9,35,4 της 3ης Μαρτίου του 380 [CI 3,12,5]· CTh 9,35,5 της 6ης  Σεπτεμβρίου του 389[20]· βλ. 9,35,7).

Αναστέλλοντας τα βασανιστήρια, επίσης αναστέλλονταν και οι θανατικές ποινές που τελούνταν έπειτα από δικαστική απόφαση, προβλεπόμενες για πλειάδα εγκλημάτων[21] είτε αποτρεπόταν ο θάνατος, που συνέβαινε συχνά κατά τη διάρκεια των βασανιστηρίων.[22] Μερικές φορές τα βασανιστήρια ήταν μέρος της ποινής, διότι έναν παραβάτη πρώτα τον βασάνιζαν και στη συνέχεια τον σκότωναν. Πολλές φορές έχαναν τη ζωή τους άνθρωποι, η ενοχή των οποίων όμως δεν είχε αποδειχθεί ούτε έπειτα από βασανισμό, πηγαίνοντας ενάντια στην επιδίωξη της νομικής διαδικασίας, η οποία στόχευε στη διασφάλιση της αλήθειας (ad eruendam veritatem).

Εάν ο νόμος του Θεοδοσίου εφαρμοζόταν, η Σαρακοστή θα πρέπει να αποτελούσε μια περίοδο δίχως αιματηρά θεάματα στη ρωμαϊκή Αγορά και δίχως την κηλίδωση από τη δολοφονία των ανθρώπων, πιθανότατα και αθώων. Για ένα μικρό χρονικό διάστημα δεν υφίστατο “ο κήπος των βασάνων”[23] της ρωμαϊκής κοινωνίας, του τετάρτου αιώνα, που διακατεχόταν από μια “δικαστική ωμότητα”.[24] Αυτό αναφέρεται στο νόμο CTh 2,8,24 (του 400 [405]), που απαγόρευε τα θεάματα κατά την εβδομάδα που προηγούταν και επόταν του Πάσχα religionis intuitu· για τον ίδιο λόγο όλες οι κοινωνικές και θρησκευτικές διαδικασίες δεν έπρεπε να τελούνται κατά την ημέρα της Κυριακής.

Αμβρ_17

Το 389 (CTh 2,8,19), (Ο κύριος σκοπός του νόμου είναι η οργάνωση των dies iuridici, δηλαδή των ημερών κατά τις οποίες μπορούσε να απονεμηθεί δικαιοσύνη) ένα νομοσχέδιο δημοσιεύθηκε από τον Θεοδόσιο, κατά τη διάρκεια της επισκέψεώς του στη Ρώμη, με το οποίο διεύρυνε το διάστημα της αργίας  των δικαστηρίων με την συμπερίληψη των δύο συνδεδεμένων εβδομάδων με το Πάσχα, μαζί με τη dies solis: […] Η βησιγοτθική interpretatio προσθέτει επίσης τις χριστιανικές εορτές των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων, που υπάγονταν σε μια καθορισμένη ημερομηνία, οι οποίες θα αρχίσουν να θεωρούνται  ημέρες αργίας μεταγενέστερα του 389, ημερομηνία που εμείς αγνοούμε.

Η περίοδος μετά το Πάσχα και μέχρι την εορτή της Πεντηκοστής, θεωρούταν εορταστική, με την έννοια ότι δεν υπήρχαν νηστείες.[25] Διαδόθηκε μια εορτή που ονομάστηκε Μεσοπεντηκοστή (In mediante die festo), την Τετάρτη της τέταρτης εβδομάδας του Πάσχα.[26] Αλλά είναι υστερόχρονη του Αμβροσίου. Η τελευταία festivitas maior «μεγάλη εορτή», που μνημονεύεται από τον Φιλάστριο είναι η Ανάληψη αλλά δεν αναφέρεται από τον Αμβρόσιο. Στην Aquileia μαρτυρείται από τον Cromazio, του οποίου διασώζεται ένας Λόγος, ο όγδοος[27], και μιλά για την εορτή ως μια solemnitas την τεσσαρακοστή ημέρα μετά την ανάσταση. “Η επισημότητα εκείνης  της ημέρας έχει από μόνη της μια μεγάλη εορταστική χάρη”. Ο συγγραφέας εμμένει σε αυτόν τον εορτασμό, ίσως γιατί ήταν σε διαδικασία καθιέρωσης. Η εορτή της Αναλήψεως ως ξεχωριστή από την Πεντηκοστή, περί το έτος 380, ήταν ήδη αρκετά διαδεδομένη σε διάφορες περιοχές· για το λόγο αυτό μπορούμε να υποθέσουμε ότι η θεμελίωσή της ήταν προγενέστερη ως προς εκείνα τα χρόνια. Σε ένα Λόγο ο Αυγουστίνος επισημαίνει: εορτάζουμε λοιπόν, αυτήν την ιερή τεσσαρακοστή μέρα (της Αναλήψεως)· πράγματι μαζί με μας, την εορτάζουν σε όλον τον κόσμο[28]. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος δίδει διάφορα παραδείγματα (PG 50,456 και 463· 50,441-452: Λόγος επ’ ευκαιρίας της εορτής) και λέγει ότι είναι μια καθολική και αρχαία γιορτή.[29]

Στις αρχές του πέμπτου αιώνα, η Ανάληψη, παρά το γεγονός ότι εορταζόταν με θρησκευτική κατάνυξη την Πέμπτη, σαράντα μέρες μετά το Πάσχα και δέκα ημέρες πριν από την Πεντηκοστή, δεν συμπεριλήφθηκε σε κανένα νόμο της αρχαιότητας ούτε καν στον Κώδικα του Ιουστινιανού. Όπως επίσης, εκείνη την εποχή δεν ήταν αναγνωρισμένες οι εορτές των μαρτύρων, οι οποίοι περιελάμβαναν μόνον έναν θρησκευτικό εορτασμό.


[1] S. K. Roll, Toward the origins of Christmas, Kampen  1995.
[2] Constantinus A. Helpidio. Omnes iudices urbanaeque plebes et artium officia cunctarum venerabili die solis quiescant. ruri tamen positi agrorum culturae libere licenterque inserviant, quoniam frequenter evenit, ut non alio aptius die frumenta sulcis aut vineae scrobibus commendentur, ne occasione momenti pereat commoditas caelesti provisione concessa. pp.V Non. Mart. Crispo II et Constantino II Conss. (έτος 321 ).
[3] Βλ. Cfr. W. Rordorf, Sabato e domenica nella Chiesa antica, Torino 1979, p. XIX e nota 54.
[4] Ο κύριος σκοπός του νόμου είναι η οργάνωση των dies iuridici, δηλαδή των ημερών στις οποίες επιτρεπόταν να απονεμηθεί η δικαιοσύνη.
[5] Ο O. Seeck πρότεινε ως επικρατέστερη χρονολογία το 394, βλ. O. Seeck, Regsten der Kaiser und Päpste für die Jahre 311 bis 476 n. Chr., Stuttgart 1919, σελ. 94.
[6] Για επιπλέον προβληματισμούς επί του παρόντος νόμου, βλ.  A. Di Berardino, La cristianizzazione del tempo nei secoli IV-V: la domenica: Augustinianum 42(2002), σ.σ. 97-125.
[7] Αυτός ο νόμος επαναλαμβάνεται τρεις φορές στο CTh 2,8,18· 8,8,3· 11,7,13.
[8] E. Cattaneo, La religione a Milano nell’età di sant’Ambrogio,  Milano 1974, σ.σ. 56-74.
[9] Nam per annum quatuor ieiunia in Ecclesia celebrantur: in Natali primum, deinde in Pascha, tertium in Epiphania, quartum in Pentecoste.
[10] feriarum die, quem celebrantes mense Ianuario Christiani Epiphania dictitant, progressus in eorum ecclesiam sollemniter numine orato discessit
[11] Επίσης στον Μακρόβιο, Saturnalia 2,4,11:. “Όταν (ο Αύγουστος) πληροφορήθηκε ​​ότι στη Συρία ο Ηρώδης, ο βασιλιάς των Εβραίων, σκότωσε όλα τα παιδιά ηλικίας κάτω των δύο ετών (intra bimatum), μεταξύ των οποίων ήταν ακόμα και ο ίδιος του ο υιός, σχολίασε: είναι προτιμότερο να είσαι ένας χοίρος του Ηρώδη, παρά να είσαι υιός του”.
[12] Gryson Roger, Les sermons ariens du Codex monacensis 6329. Étude critique. REAug 39(1993)333-358, εδώ σελ. 341.
[13] R. Gryson, Scripta arriana latina: CC 87,47-56 (δύο λόγοι, ένας για τα Χριστούγεννα και ένας άλλος για τα Θεοφάνια)· Idem, R. Gryson, Le recueil arien de Vérone: Ms. LI de la Bibliothèque Capitulaire et feuillets inédits de la collection Giustiniani Recanati, Steenbrugge 1982.
[14] Αυγουστίνος, Θεοφάνεια: Λόγ. 199-204· 373-375. Ο Etaix δημοσίευσε ένα άλλο απόσπασμα για τα  Θεοφάνεια: RB 98(1988) σελ. 12.
[15] E. Cattaneo, Dalla veglia pasquale alla formazione del triduo pasquale: Rivista di pastorale liturgica 5(1967)134-141.
[16] Βλ. Αρμενικό Ωρολόγιον: PO 35,100-103.
[17] M. Zelzer,  Zum Osterfestbrief des hl. Ambrosius und zur römischen Osterfestberechnung des 4. Jh: Wiener Studien 91(1978)187-204, κείμενο στη σελ. 202.
[18] Βλ. A. Di Berardino, Tempo cristiano e la prima amnistia pasquale di Valentiniano I, in: Munera amicitiae Miscellanea Pricoco,  Soveria Mannelli 2003, σ.σ. 130-150.
[19] Σύμφωνα με το νόμο CTh 2,8,24 απαγορεύονταν τα παίγνια κατά τις χριστιανικές εορτές religionis intuitu.
[20] CTh 9,35,5 Sacratis quadragesimae diebus nulla supplicia sint corporis, quibus absolutio expectatur animarum.
[21]  MacMullen, Judicial savagery in the Roman Empire: Chiron  16 (1986) σ.σ. 157-161
[22] Αυγουστίνος, De civ Dei 19,6· Λιβάνιος, Oratio 54· ο Αμμιανός ομιλεί συχνά περί αυτών, στα πρακτικά των δικαστικών διαδικασιών.
[23] J.P.Callu, Le jardin des supplices au Bas-Empire, στο Du châtiment dans la cité. Supplices corporels et peine de mort dans le monde antique, Paris  1984,313-359.
[24] R. MacMullen, Judicial savagery in the Roman Empire: Chiron  16 (1986) 147-166.
[25] Die Pentecostes vacante ieunio laus dicitur Deo, alleluia cantatutur (De apol. Prophetae David 8,42).
[26] H. Drobner: NDPAC 2,3222.
[27] Βλ.. J. Lemarié, SCh 154, σ.σ 183-194.
[28] Lambot 25,4, Rev. Bén. 62(1952)97-100 (=PLS 2,830; Nuova Bib. Agost., 265F,4, τ. 33, σελ. 984).

[29] Σε αυτή την περίπτωση μιλώντας για μεγάλες εορτές μνημονεύει κατά σειρά μόνο τα Θεοφάνεια, το Πάσχα και την Πεντηκοστής (PG 50,454). Οι Αποστολικές Διαταγές, στην περιοχή της Αντιοχείας, δίδουν μία από τις πρώτες μαρτυρίες για τον εορτασμό της Αναλήψεως (5,20,3).

 

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.