Μαρία Ράντζου (Λέκτορας ΑΠΘ)-Αθανάσιος Στογιαννίδης (Λέκτορας ΑΠΘ), Προβληματισμοί για τη σχέση Πολιτικής Αγωγής και Μαθήματος των Θρησκευτικών

IMG_5369
Εισήγηση στο 13ο Διαχριστιανικό Συμπόσιο με θέμα «Χριστιανικός βίος και πολιτική εξουσία» που διεξήχθη στο Μιλάνο (28-30 Αυγούστου)
 

Η αγωγή και γενικότερα η παιδαγωγική διαδικασία στοχεύει στην κοινωνικοποίηση του παιδιού, μια διαδικασία πολύπλευρη, πολυεπίπεδη και πολυδιάστατη.[1] Καθώς μάλιστα τα κοινωνικά δεδομένα συνεχώς εξελίσσονται, απαιτούνται περισσότερες δεξιότητες από τα παιδιά, ενεργό συμμετοχή στις κοινωνικές απαιτήσεις και βέβαια καλλιέργεια απόψεων, κρίσεων και στάσεων για το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον.

Στο πλαίσιο της παραπάνω προβληματικής οι επιστήμες της Θρησκευτικής Παιδαγωγικής (Religionspädagogik) και της Διδακτικής του Μαθήματος των Θρησκευτικών (Religionsdidaktik) τα τελευταία κυρίως χρόνια δεν διερευνούν απλώς και μόνο τον τρόπο εφαρμογής μιας ιδέας, αλλά προσεγγίζουν αφενός μεν την έννοια της Παιδείας και της Μόρφωσης μέσα από μία θεολογική ματιά, αφετέρου δε την έννοια της Θρησκευτικής Μάθησης μέσα από μια παιδαγωγική ματιά. Αυτό συνεπάγεται την παρουσία ενός θεολογικού στοχασμού περί της έννοιας της παιδείας και μίας παιδαγωγικής ανάλυσης περί της έννοιας της θρησκείας.

Θα μπορούσαμε όμως να εφαρμόσουμε την παραπάνω άποψη στο χώρο της επιστημονικής θεολογίας που διερευνά την ορθόδοξη εκκλησιαστική παράδοση; Η απάντησή μας είναι ολότελα καταφατική, αρκεί να λάβουμε υπόψη μας το εξής: Μπορεί το περιεχόμενο της εκκλησιαστικής παράδοσης να είναι καταγεγραμμένο ως ιστορική πηγή και ως ανεξίτηλο μνημείο πολιτισμού, όμως οι συνθήκες και τα δεδομένα της κοινωνίας αλλάζουν, και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, που να αντιστοιχούν ελάχιστα στις συνθήκες και στα δεδομένα που γέννησαν την εκκλησιαστική παράδοση.[2] Αυτό, βέβαια, που παραδίδει η παράδοση δεν είναι οι συνθήκες, αλλά η εν αγίω Πνεύματι εμπειρία της Εκκλησίας. Και αυτό το οποίο αποτελεί αντικείμενο διδασκαλίας στο Μάθημα των Θρησκευτικών δεν είναι μόνο η ζωή της Εκκλησίας αυτή καθ’ εαυτήν, αλλά η πληροφορία και η ερμηνεία για τη ζωή της Εκκλησίας.[3] Τούτη η πληροφόρηση, επειδή έχει σκοπό να προβληματίσει τους νέους, παρουσιάζεται ως μία ερμηνευτική ματιά για τον κόσμο, δηλ. ως μία πρόταση ζωής. Η παιδαγωγική παρουσίαση-πληροφόρηση για αυτήν την πρόταση ζωής οφείλει να λαμβάνει υπόψη της τη σύγχρονη πραγματικότητα, εάν θέλει να είναι όντως μία πρόταση ζωής για τους νέους ανθρώπους και όχι απλώς ένα φολκλόρ παρωχημένων εποχών.

Με βάση αυτό το σκεπτικό, η Θρησκευτική Παιδαγωγική και η Διδακτική του Μαθήματος των Θρησκευτικών ως Θρησκευτική Παιδαγωγική του Σχολείου, αναλαμβάνουν το επίπονο έργο του διαλόγου ανάμεσα στην έννοια της Παιδείας, της Παιδαγωγικής και του τρόπου ζωής που γεύεται η Εκκλησία, έχοντας όμως ως γνώμονα δύο πράγματα: τις πολυδιάστατες αλλαγές που έχει να επιδείξει ο άνθρωπος από την εποχή της νεωτερικότητας έως σήμερα και τα δεδομένα των σύγχρονων πλουραλιστικών ευρωπαϊκών κοινωνιών.[4] Έτσι, οι δύο παραπάνω επιστήμες εστιάζουν το ενδιαφέρον τους στη διερεύνηση της σημασίας που μπορεί να έχει η θρησκευτική εμπειρία και μάθηση για τους νέους της εποχής μας αλλά και στον προσδιορισμό αυτής καθ’ εαυτής της έννοιας της θρησκευτικής αγωγής και μάθησης. Δεν ασχολούνται επομένως μόνο με τον τρόπο προσφοράς του μηνύματος, ώστε να αποτελεί μήνυμα που μπορεί να κατανοηθεί από τους νέους ανθρώπους· συνάμα καταγίνονται και με το περιεχόμενο του μηνύματος, ώστε αυτό να αποτελεί για τους μαθητές μήνυμα τρόπου ζωής, σπουδαιότητας και ενδιαφέροντος και όχι απόηχος ενός μακρινού παρελθόντος. Με αυτή την έννοια οι εν λόγω επιστήμες αναλύουν και επαναπροσδιορίζουν τους προσανατολισμούς της θρησκευτικής μάθησης και κατόπιν σχεδιάζουν και αξιολογούν την εφαρμογή της.[5] Ένα τέτοιο έργο υλοποιείται πάντοτε μέσα στο πνεύμα της αμοιβαίας συνεργασίας μεταξύ των επιμέρους κλάδων. Τούτο ισχύει τόσο για τη σχέση τους απέναντι στους κλάδους της Θεολογικής Επιστήμης όσο και απέναντι στους συναφείς κλάδους των Ανθρωπιστικών Επιστημών.

IMG_5384

Αναπόσπαστο κομμάτι της εκπαίδευσης των παιδιών με ουσιαστικά κοινωνικοποιητικά στοιχεία αποτελούν τα μαθήματα της Κοινωνικής και Πολιτικής Αγωγής και των Θρησκευτικών, διότι στοχεύουν στη διαμόρφωση μιας ολοκληρωμένης και κοινωνικά προσαρμοσμένης προσωπικότητας του παιδιού και του εφήβου.

Σχετικά με το μάθημα της Κοινωνικής και Πολιτικής αγωγής οφείλουμε να διατυπώσουμε τις ακόλουθες παρατηρήσεις: Αναφορικά με τον όρο «πολιτική» παρατηρούμε ότι διαμορφώνονται δύο νοηματοδοτήσεις:[6] η μια αναφέρεται στην πολιτική ως επάγγελμα και αφορά όλους εκείνους που ασχολούνται επαγγελματικά με τη διαχείριση των κοινών· πρόκειται για την πολιτική «από πάνω» και συνδέεται είτε με την άσκηση της εξουσίας μέσω νόμιμων διαδικασιών, είτε με αυτό που αποκαλούμε «τέχνη του εφικτού», είτε με τις πολιτικές πρακτικές και στρατηγικές που εφαρμόζει μία κυβέρνηση. Εδώ έχουμε να κάνουμε ολοφάνερα με αυτούς που αποκαλούμε «πολιτικούς» και αποτελούν τους αιρετούς άρχοντες ενός τόπου. Μια άλλη σημασία όμως βλέπει ευρύτερα το περιεχόμενο της πολιτικής αγκαλιάζοντας κάθε μορφή ευαισθητοποίησης, συμμετοχής και δημοκρατικής δράσης των απλών πολιτών σε όλα τα θέματα κοινωνικού, ηθικού, θρησκευτικού, οικονομικού, πολιτικού, εκπαιδευτικού, πολιτιστικού κ.ά. ενδιαφέροντος. Αυτού του είδους η πολιτική χαρακτηρίζεται ως πολιτική «από κάτω». Η διευρυμένη αυτή θεώρηση της πολιτικής αποτελεί και το επίκεντρο του δικού μας ενδιαφέροντος. Εν προκειμένω θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε με την άποψη που υποστηρίζει ότι η πολιτική υπάρχει σε όλα τα πράγματα, όμως δεν είναι όλα τα πράγματα πολιτική. Με άλλα λόγια, σε μια κοινωνία δεν υφίσταται τίποτε που να μην ενέχει έναν πολιτικό χαρακτήρα, χωρίς όμως να συνεπάγεται αυτόματα ότι όλα τα πράγματα είναι μόνο πολιτική. Η πολιτική ως πολιτική «από κάτω» εντοπίζεται σε όλες τις εκφάνσεις του κοινωνικού βίου, όμως, ταυτόχρονα, η κάθε μεμονωμένη διάσταση της κοινωνικής ζωής δεν εξαντλεί το περιεχόμενό της μόνο στην πολιτική της αναφορά.

Η ευρύτερη αυτή νοηματοδότηση του όρου πολιτική επεκτείνεται και στο χώρο της λεγόμενης «Πολιτικής Αγωγής» (citizenship education). Χαρακτηριστικά το Πληροφοριακό Δίκτυο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Eκπαίδευση («Ευρυδίκη») σε σχετικό του κείμενο για την Πολιτική Αγωγή στην Ευρώπη κατά το έτος 2005[7] επεσήμανε ότι στα σχολεία ορισμένων χωρών-μελών γενικός σκοπός του εν λόγω μαθήματος είναι να συνειδητοποιήσουν οι μαθητές τις αξίες που οικοδομούν τον σύγχρονο αστικό βίο (civic values) και παράλληλα να προετοιμαστούν, ώστε να είναι σε θέση να αναλάβουν έναν υπεύθυνο και δημιουργικό ρόλο ως μελλοντικοί πολίτες των σύγχρονων δημοκρατικών κοινωνιών.[8] Ειδικότερα, ανάλογα με την εκπαιδευτική πολιτική που ακολουθεί κάθε χώρα, παρουσιάζονται τρεις προσανατολισμοί ως αντικείμενα-περιεχόμενα του μαθήματος: Ο πρώτος επιδιώκει τον πολιτικό εγγραμματισμό (political literacy), δηλ. την πληροφόρηση των μαθητών για τους πολιτικούς και κοινωνικούς θεσμούς όπως επίσης και για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ο δεύτερος στρέφεται γύρω από την εκμάθηση στάσεων ζωής και κοινωνικών αξιών (attitudes and values), οι οποίες θα συμβάλλουν στη διαμόρφωση υπεύθυνων πολιτών. Τέλος, ο τρίτος προσανατολισμός θέτει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος την ενεργή συμμετοχή (active participation) των μαθητών τόσο στη σχολική ζωή όσο και στα κοινά της τοπικής κοινωνίας. Κυρίαρχη μέριμνα στην περίπτωση αυτή είναι η διδακτική υποβοήθηση των μαθητών, ώστε να γνωρίσουν τις δημοκρατικές αρχές και διαδικασίες.

Στο εκπαιδευτικό σύστημα της Ελλάδας η πολιτική αγωγή των μαθητών στην πρωτοβάθμια (νηπιαγωγείο, δημοτικό) και δευτεροβάθμια (γυμνάσιο, λύκειο) βαθμίδα εκπαίδευσης διαμορφώνεται κυρίως μέσω των μαθημάτων της «Μελέτης του Περιβάλλοντος» (Νηπιαγωγείο και πρώτες τέσσερις τάξεις του Δημοτικού) και της «Κοινωνικής και Πολιτικής Αγωγής» (Ε’- ΣΤ’ τάξεις του Δημοτικού, Γ΄ τάξη Γυμνασίου και Β΄ Λυκείου).

Ο σκοπός της Κοινωνικής και Πολιτικής Αγωγής στην προσχολική και υποχρεωτική εκπαίδευση (Νηπιαγωγείο- Δημοτικό – Γυμνάσιο) σύμφωνα με τα ισχύοντα Αναλυτικά Προγράμματα είναι:

  • η πνευματική ανάπτυξη, με την προώθηση της γνώσης και της κατανόησης του βαθύτερου νοήματος και σκοπού της ζωής και των οικουμενικών και διαχρονικών αξιών της ανθρώπινης κοινωνίας, με απώτερο στόχο την εφαρμογή τους στην καθημερινή ζωή,
  • η ηθική ανάπτυξη, με την ενθάρρυνση των μαθητών ώστε να αξιολογούν με κριτικό πνεύμα θέματα ελευθερίας, ισότητας, δικαιοσύνης, ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς και των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεών τους στην κοινωνία,
  • η κοινωνική, οικονομική και πολιτική ανάπτυξη, με τη στήριξη των μαθητών ώστε να αποκτήσουν τη γνώση, την κατανόηση και τις δεξιότητες που είναι απαραίτητα στοιχεία για την ελεύθερη, υπεύθυνη και ενεργό συμμετοχή τους στο κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό γίγνεσθαι,
  • η πολιτισμική ανάπτυξη, με την ενίσχυση της εθνικής και πολιτισμικής ταυτότητας των μαθητών, τη συνειδητοποίηση της φύσης και του ρόλου των διαφόρων ομάδων στις οποίες ανήκουν, και την αποδοχή της διαφορετικότητας και του πλουραλισμού,
  • η ανάπτυξη της ελληνικής ταυτότητας και συνείδησης με βάση την εθνική και πολιτιστική κληρονομιά μας,
  • η καλλιέργεια των κοινωνικών σχέσεων και της κοινωνικής συνοχής, της ατομικής ευθύνης και της κοινωνικής αλληλεγγύης. (ΔΕΠΠΣ 2003).

Ειδικότερα στη Β΄ Λυκείου, όπου το Μάθημα ονομάζεται «Πολιτική και Δίκαιο», στο βιβλίο του εκπαιδευτικού διαβάζουμε τα εξής: «Σκοπός του μαθήματος είναι να αποκτήσει ο μαθητής πολιτική παιδεία, να κατανοήσει την οργάνωση και τη λειτουργία της πολιτείας και να αναπτύξει πολιτική συνείδηση και κριτική σκέψη, ώστε να συμμετέχει ενεργά στο κοινωνικό και πολιτικό “γίγνεσθαι” ως ελεύθερος και υπεύθυνος πολίτης». (ΑΠΣ 2004).

Το Μάθημα των Θρησκευτικών διδάσκεται συστηματικά στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση από την Γ΄ τάξη Δημοτικού έως και τη Γ΄ Λυκείου. Στο Νηπιαγωγείο και στις δύο τάξεις του Δημοτικού (Α΄ και Β΄), όπου απουσιάζει από το Ωρολόγιο Πρόγραμμα, στο πλαίσιο της ανάπτυξης της θρησκευτικής συνείδησης του παιδιού, λαμβάνονται θέματα και αφορμές από το μάθημα της «Μελέτης του Περιβάλλοντος». Το μάθημα αυτό μπορεί να συνδεθεί με τη θρησκευτική αγωγή, αφού οι σκοποί του αναφέρονται στην ανάπτυξη της προσωπικότητας, στην καλλιέργεια οικουμενικών και πανανθρώπινων αξιών και στην ανάπτυξη της ελληνικής ταυτότητας και συνείδησης με βάση την πολιτιστική κληρονομιά.

Ο σκοπός της διδασκαλίας του Μαθήματος των Θρησκευτικών εντάσσεται στο γενικό σκοπό της εκπαίδευσης, δηλαδή στη διαμόρφωση ελεύθερων και υπεύθυνων πολιτών. Ειδικότερα η διδασκαλία του Μαθήματος των Θρησκευτικών (Δημοτικό- Γυμνάσιο) συμβάλλει:

  • Στην απόκτηση γνώσεων γύρω από τη χριστιανική πίστη και την Ορθόδοξη χριστιανική παράδοση
  • Στην ανάπτυξη θρησκευτικής συνείδησης
  • Στην προβολή της ορθόδοξης πνευματικότητας ως ατομικού και συλλογικού βιώματος
  • Στην κατανόηση της χριστιανικής πίστης ως μέσου νοηματοδότησης του κόσμου και της ζωής
  • Στην παροχή ευκαιριών στους μαθητές για θρησκευτικό προβληματισμό και στοχασμό
  • Στην κριτική επεξεργασία των θρησκευτικών παραδοχών, αξιών, στάσεων
  • Στη διερεύνηση του ρόλου που έπαιξε και παίζει ο Χριστιανισμός στον πολιτισμό και την ιστορία της Ελλάδας και της Ευρώπης
  • Στην κατανόηση της θρησκείας ως παράγοντα που συντελεί στην ανάπτυξη του πολιτισμού και της πνευματικής ζωής
  • Στην επίγνωση της ύπαρξης διαφορετικών εκφράσεων της θρησκευτικότητας
  • Στην αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων και των μεγάλων σύγχρονων διλημμάτων
  • Στην ανάπτυξη ανεξάρτητης σκέψης και ελεύθερης έκφρασης
  • Στην αξιολόγηση του Χριστιανισμού ως παράγοντα βελτίωσης της ζωής των ανθρώπων (ΔΕΠΠΣ 2003)

Διαπιστώνεται ότι το Μάθημα των Θρησκευτικών πληροφορεί τους μαθητές για την ορθόδοξη παράδοση και ζωή, και στοχεύει στο να τους ευαισθητοποιήσει με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορέσουν να διαλεχθούν μαζί της αλλά και να τοποθετηθούν κριτικά απέναντί της. Αυτό το πνεύμα του διαλόγου και της κριτικής αντιμετώπισης ενισχύεται από την αναφορά και σε άλλα θρησκεύματα έξω από το χώρο της χριστιανοσύνης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα που κινείται προς αυτή την κατεύθυνση είναι το σχετικό διδακτικό εγχειρίδιο του Μαθήματος των Θρησκευτικών που διδάσκεται στην Ελλάδα σήμερα σε μαθητές της Β΄ Λυκείου.  Ο τίτλος του εγχειριδίου είναι «Χριστιανισμός και θρησκεύματα». Το εν λόγω σύγγραμμα αποτελεί μία έκθεση του περιεχομένου της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης με τρόπο διαλογικό απέναντι σε άλλα θρησκεύματα, στα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα αλλά και στο ζήτημα της κριτικής που ασκήθηκε απέναντι στον Χριστιανισμό. Στους γενικούς σκοπούς για τη συγκεκριμένη τάξη αναφέρονται ανάμεσα στα άλλα και τα εξής:

  • Να γνωρίσουν (οι μαθητές) υπεύθυνα και από κάθε δυνατή πλευρά τη Θρησκεία ως πανανθρώπινο φαινόμενο.
  • Να μελετήσουν κατά τρόπο συστηματικό, και πάντοτε σε σχέση με τα όποια υπαρξιακά και κοινωνικά προβλήματά τους, τα καίρια και ουσιώδη στοιχεία του Χριστιανισμού, ιδιαίτερα της ορθοδοξίας, και να εμβαθύνουν χωριστά στο δυναμικό, απελευθερωτικό και μεταμορφωτικό της χαρακτήρα.
  • Να τους δοθεί η ευκαιρία να ενημερωθούν για την κριτική, την αμφισβήτηση ή και την άρνηση της χριστιανικής πίστης, καθώς και πώς αυτές αντιμετωπίζονται με αντικειμενικότητα, τιμιότητα και πνεύμα αυτοκριτικής. […]
  • τέλος να πληροφορηθούν έγκυρα για τα κυριότερα μη χριστιανικά θρησκεύματα, να τα συγκρίνουν στοιχειωδώς με το Χριστιανισμό, να επισημάνουν σε αυτά αναζητήσεις και απαντήσεις της ζωής, να εκτιμήσουν το βαθμό και τα όρια επάρκειά τους ή μη, και να μάθουν να σέβονται τις θρησκευτικές δοξασίες των άλλων». (ΑΠΣ 1998)

IMG_5401

Μέσα στο παραπάνω πλαίσιο που προδιαγράψαμε, αναφορικά με τους γενικούς σκοπούς τόσο της Κοινωνικής και Πολιτικής Αγωγής όσο και του Μαθήματος των Θρησκευτικών, πολλοί θα αναρωτιούνται για το ποια είναι η σχέση των δύο μαθημάτων, για το αν υπάρχουν σημεία επαφής ή και απόκλισης, αλλά και με ποιον τρόπο θα μπορούσαν τα δύο αυτά μαθήματα να συγκλίνουν διεπιστημονικά. Απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά μπορεί να εξάγει κανείς εύκολα, αν αναλογιστεί το εξής απλό ζήτημα: κατά πόσο έννοιες του Μαθήματος των Θρησκευτικών μπορούν να αποτελέσουν πηγή έμπνευσης και προβληματισμού για την Πολιτική Αγωγή όπως επίσης και το αντίθετο.

Aξίζει να αναφέρουμε ότι η χριστιανική εκκλησιαστική παράδοση, η οποία και συνθέτει τον κύριο όγκο των περιεχομένων, θέτει ως σημείο αναφοράς την εσχατολογική προσδοκία. Η ερμηνευτική προσέγγιση αυτής της θεώρησης σε επίπεδο εκπαιδευτικής διαδικασίας θα μπορούσε να καταλήγει στα παρακάτω συμπεράσματα: πρώτον, ότι η χριστιανική θεώρηση θέτει υπό αμφισβήτηση κάθε μορφή απολυτοποίησης και ειδωλοποίησης οποιασδήποτε ανθρώπινης πραγματικότητας.

Δεύτερον, ότι το εσχατολογικό όραμα συνδέεται με την ανάγκη της εν Χριστώ μεταμόρφωσης του ανθρώπου, δηλαδή την προοπτική της αλλαγής και άρα της απομάκρυνσης του ανθρώπου από οποιεσδήποτε αγκυλώσεις (σε ατομικό και σε κοινωνικό επίπεδο) που τον κρατούν δέσμιο σ’ ένα άγονο παρελθόν που το χαρακτηρίζει η αδυναμία διαλόγου με τις σύγχρονες προκλήσεις.

Τρίτον, ότι η ελπίδα των εσχάτων, η αναμονή της εσχατολογικής Βασιλείας του Θεού, θέτει προ των πυλών ως υπόθεση και ως πρόγραμμα ζωής τη συμφιλίωση του ανθρώπου με τον συνάνθρωπό του, την ειρηνική συνύπαρξη μαζί του και την αναγνώριση του άλλου και διαφορετικού ως πλησίον, δηλαδή ως μοναδικής και ανεπανάληπτης προσωπικότητας στην ιστορία του ανθρώπινου γένους. Με πιο απλά λόγια, το Μάθημα των Θρησκευτικών μπορεί με πνεύμα δημιουργικότητας να προβάλλει την ανάγκη πνευματικής επαγρύπνησης του ανθρώπου απέναντι σε κάθε μορφή θεοποίησης της ιδεολογίας και ολοκληρωτισμού, την υπέρβαση κάθε φονταμενταλιστικής εμμονής σε σχήματα του παρελθόντος και την απαίτηση των καιρών για αλληλοσεβασμό και ειρηνική συνύπαρξη των μεταξύ τους διαφορετικών.[9]

Αναζητώντας έννοιες του Μαθήματος της Πολιτικής Αγωγής στο Μάθημα των Θρησκευτικών θα αντιμετωπίσουμε ορισμένες δυσκολίες. Στην Πολιτική Αγωγή, όπως είδαμε, γίνεται λόγος για τις σύγχρονες αξίες του αστικού βίου (civic values). Αυτές θεμελιώνονται στα Ανθρώπινα Δικαιώματα, όπως αυτά περιγράφονται σε συμβάσεις των τελευταίων ετών. Η σύσταση όμως των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ως ιστορικό γεγονός δεν προκύπτει ως οργανική συνέχεια της εκκλησιαστικής παράδοσης, αλλά ως μία μορφή αμφισβήτησής της.[10] Αυτό όμως δεν συνεπάγεται ότι παράλληλες διατυπώσεις ή θέσεις δεν εντοπίζουμε στην εκκλησιαστική παράδοση. Άλλωστε, θα ήταν παράλογο να ισχυριστούμε ότι η εκκλησιαστική παράδοση στο σύνολό της αποτελεί τον αντίποδα της αυτονομίας του ανθρώπου· αντίποδα αποτελούσαν μονάχα εκείνα τα στοιχεία τα οποία ο άνθρωπος του Μοντέρνου εκλάμβανε, για τους δικούς του λόγους, ως δεσμευτικά της ελευθερίας του. Εξάλλου, μέσα στην Αγία Γραφή αλλά και σε κείμενα της πατερικής γραμματείας διαπιστώνει κάνεις αναρίθμητες διατυπώσεις που περιγράφουν την ανάγκη διάσωσης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, του ανθρώπινου πρόσωπου, της ανθρώπινης ελευθερίας αλλά και το σεβασμό του πλησίον.

Επομένως, από τη μια πλευρά έχουμε να κάνουμε με το Μάθημα της Κοινωνικής και Πολιτικής Αγωγής που ενδιαφέρεται να προετοιμάσει ενεργά μέλη μιας δημοκρατικής κοινωνίας και από την άλλη έχουμε να κάνουμε με ένα Μάθημα Θρησκευτικών, το οποίο, ανάμεσα στα άλλα, στοχεύει στην καλλιέργεια στάσεων, που εμπεριέχουν την έννοια του δημιουργικού και ανοιχτού διαλόγου, του αμοιβαίου σεβασμού και της ειρηνικής συνύπαρξης, θέματα κυρίως πολιτικά. Και ίσως τελικά εδώ να βρίσκεται το κλειδί για τον συσχετισμό των δύο μαθημάτων. Πρόκειται ουσιαστικά για την επισήμανση της πολιτικής διάστασης του θρησκευτικού φαινομένου.

Η πολιτική διάσταση της θρησκείας είναι κάτι που απαντάται και σε κείμενα ευρύτερης αναγνώρισης και αποδοχής στα πολιτικά τεκταινόμενα της Ευρώπης. Παράδειγμα χαρακτηριστικό αποτελεί η Σύσταση του Συμβουλίου της Ευρώπης 1720 (Recommendation) με θέμα «Εκπαίδευση και Θρησκεία», δημοσιευμένη το 2005, διατυπώνει τη θέση πως η θρησκεία και η πολιτική θα πρέπει να έχουν διακριτά όρια μεταξύ τους, δηλ. να αποτελούν θεσμικούς παράγοντες με ξεκάθαρα διαχωριστικά όρια. Εντούτοις, η ίδια Σύσταση υποστηρίζει ότι η Δημοκρατία και η θρησκεία δεν θα πρέπει να είναι ασυμβίβαστα μεγέθη, δηλ. η θρησκεία οφείλει να υπηρετεί τις αρχές του δημοκρατικού πολιτεύματος. Προς την ίδια κατεύθυνση φαίνεται να κινείται και η μεταγενέστερη Σύσταση 1804, δημοσιευμένη το 2007, με θέμα «κράτος, θρησκεία, κοσμικότητα και ανθρώπινα δικαιώματα», στην οποία εκφράζεται η άποψη ότι η θρησκεία μπορεί να διαδραματίσει έναν ευεργετικό κοινωνικό ρόλο συμβάλλοντας στον περιορισμό του θρησκευτικού φανατισμού και της μισαλλοδοξίας. Ωστόσο, η ίδια Σύσταση, ενώ προασπίζεται το δικαίωμα της ελευθερίας της θρησκευτικής έκφρασης, την ίδια στιγμή προτείνει να μην γίνονται από το κράτος αποδεκτές εκείνες οι θρησκευτικές πρακτικές που στρέφονται ενάντια στα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Η αναγνώριση της διαφορετικότητας δεν μπορεί να επιφέρει την παραγνώριση του σεβασμού του άλλου.[11] Κάπου χρειάζονται ορισμένα όρια, τα οποία και θα μπορούν να διασφαλίσουν την ειρηνική συνύπαρξη. Έτσι, λοιπόν, η αναγνώριση της διαφορετικότητας οφείλει να συμπορεύεται με την εφαρμογή των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

IG_5

Το παραπάνω πολιτικό πλαίσιο συνύπαρξης της διαφορετικότητας και των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων μπορεί να υπηρετήσει με τον καλύτερο τρόπο το Μάθημα των Θρησκευτικών που θέτει ως σημείο αναφοράς την ορθόδοξη παράδοση και ζωή. Η πληροφόρηση γύρω από την πρόταση ζωής που κομίζει η ορθόδοξη παράδοση μπορεί να αποτελέσει για τους μαθητές έναυσμα ιδιαίτερου προβληματισμού αναφορικά με την αναγκαιότητα όχι απλώς μιας ερμηνείας αλλά πρώτιστα της άμεσης εφαρμογής των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η ανάγκη για μετάβαση στην πράξη του πανανθρώπινου αιτήματος για κοινωνική δικαιοσύνη εντάσσεται στα κύρια ενδιαφέρονται του μαθήματος. Και τούτο διότι, ο τρόπος ζωής που εισηγείται η Ορθόδοξη Εκκλησία θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως ένα όραμα καθολικότητας και παγκοσμιότητας. Αυτό δικαιολογείται από το γεγονός ότι η αγιοπνευματική εμπειρία της Εκκλησίας, η οποία θεμελιώνεται στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, εκδηλώνεται στην πράξη ως δίχως όρια αγάπη και εναγκαλισμό του άλλου, ανεξάρτητα από τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, τη φυλετική του καταγωγή, το κοινωνικό του υπόβαθρο και τις πολιτικές του αντιλήψεις. Ο άλλος, δεν είναι ο ξένος, δεν είναι η κόλασή μου, δεν είναι η αφορμή της περιχαράκωσής μου, αλλά ο παράδεισός μου, η πρόκληση εξόδου από τον εγωισμό μου, η ευλογημένη ευκαιρία για να ζήσω πραγματικά ως άνθρωπος. Και όλα αυτά, διότι ο άλλος, ο διαφορετικός, είναι μια μοναδική και ανεπανάληπτη ύπαρξη στην ιστορία του ανθρώπινου γένους, είναι ύπαρξη που εικονίζει τον Τριαδικό Θεό, και επομένως, η ζωή του άλλου, είναι για μένα ζωή.[12]

Το Μάθημα των Θρησκευτικών στον Ελλαδικό χώρο, θέτοντας ως κεντρικό άξονα περιεχομένων του την παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, δεν αποσκοπεί να περιχαρακώσει τον μαθητή σ’ ένα κλειστό σύστημα που δεν επικοινωνεί· τουναντίον επιδιώκει να πληροφορήσει τους νέους ανθρώπους για έναν τρόπο ζωής που αγκαλιάζει κενωτικά-αγαπητικά τον κάθε άνθρωπο ανεξαιρέτως, και που αποτέλεσε βασική συνιστώσα διαμόρφωσης της ελληνικής παράδοσης.

Δεν θα ήταν υπερβολικό να υποστηρίξουμε, πως το Μάθημα των Θρησκευτικών που υπηρετεί αυτή την προοπτική της παγκοσμιότητας, ως εναγκαλισμό των πάντων, χωρίς να επιδιώκει να μυήσει, αλλά να πληροφορήσει και να ερμηνεύσει, είναι ένα μάθημα που μπορεί να αποτελέσει μορφωτικό αγαθό για όλους τους μαθητές, ανεξάρτητα από τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. Το όραμα της καθολικότητας και παγκοσμιότητας αποτελεί τρόπο σκέψης και ζωής που καλλιεργεί την αγαπητική συνύπαρξη, την ειρηνική συμβίωση και την αμοιβαία αναγνώριση του άλλου.

Εντούτοις, οφείλουμε να προβούμε και στην ακόλουθη επισήμανση: κατά την εκπαιδευτική διαδικασία δεν είναι γόνιμο να πληροφορούνται οι μαθητές για καταστάσεις εξωπραγματικές, ιδεατές και εξιδανικευμένες, διότι όταν θα έρθουν σε επαφή με την πραγματικότητα, τότε θα στραφούν εναντίον της γνώσης αυτής που κατέκτησαν.[13] Τι σημαίνει αυτό για το Μάθημα των Θρησκευτικών: Το όραμα της καθολικότητας απαντάται στους χαρισματικούς φορείς της Εκκλησίας, δηλ. στους αγίους και προσφέρεται ως εμπειρία στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι μέσα στο Σώμα της Εκκλησίας η καθολικότητα ως κενωτική αγάπη αποτελεί μία διαρκής πραγματικότητα που δεν επηρεάζεται από τις αδυναμίες του ανθρώπινου παράγοντα. Η Εκκλησία ως Σώμα Χριστού, ως θεανθρώπινος οργανισμός, πορεύεται σε χρόνο ιστορικό, μέσα από διαβρώσεις, πτώσεις και ανατάσεις, προσανατολισμένη πάντοτε στην κοινωνία των εσχάτων. Το όραμα της καθολικότητας θα αποκαλυφθεί στην πληρότητά του μέσα στην κοινωνία των εσχάτων. Αυτό σημαίνει ότι η ζωή της Εκκλησίας δεν θα πρέπει να παρουσιάζεται ως ένας εξιδανικευμένος τρόπος ζωής, όπου έχουν επιλυθεί όλα τα προβλήματα, και όπου ο εγωισμός, η υποκρισία και η αδικία έχουν εξαφανιστεί ολότελα. Τουναντίον, η διδακτική του εκφορά μάλλον θα πρέπει να έχει τη μορφή περιγραφής μιας βιοτής που αποτελεί εμπειρία αλλά και ταυτόχρονα αίτημα, που είναι ζωή, και την ίδια στιγμή, πρόταση ζωής, που είναι πραγματικότητα και συγχρόνως αναγκαιότητα και πρόσκληση για εφαρμογή και δράση. Μέσα από αυτή την προοπτική τονίζεται ο αντί-ιδεολογικός χαρακτήρας του Μαθήματος των Θρησκευτικών, ο οποίος υποβοηθά τους μαθητές να κρατούν μια κριτική στάση απέναντι σε κάθε μορφή ειδωλοποίησης των κτιστών. Ο αντί-ιδεολογικός χαρακτήρας, τέλος, ενέχει μία εξέχουσα πολιτική σπουδαιότητα, διότι μαθαίνει το νέο άνθρωπο, να στέκεται με κριτική ματιά απέναντι σε κάθε πράξη του ανθρώπινου βίου που υπονομεύει την ελευθερία του ανθρωπίνου προσώπου, και καταργεί τη μοναδικότητα και το ανεπανάληπτο της ύπαρξής του.

Τόσο το μάθημα της Κοινωνικής και Πολιτικής αγωγής όσο και των Θρησκευτικών συμβάλλουν στην εκπαίδευση των πολιτών, ασχολούμενοι με την κοινωνική πολυφωνία και τα θέματα που αφορούν στην ταυτότητα, ενθαρρύνουν δεξιότητες που οδηγούν στην κατανόηση των διαφορών σε τοπικό, παγκόσμιο και εθνικό επίπεδο πάντοτε σε σχέση με τις εμπειρίες των παιδιών. Οι μαθητές συνεξετάζουν τις δικές τους παραδοχές και των συμμαθητών τους και διαμορφώνουν τη δική τους κοινωνική, πολιτική και θρησκευτική ταυτότητα. Έτσι οι μαθητές χρησιμοποιούν τις γνώσεις που αποκτούν σχετικά με τις διαφορετικές θρησκευτικές παραδόσεις και αναπτύσσουν τη δική τους αίσθηση της ταυτότητας κατά τρόπο που να αναγνωρίζουν και να αποδέχονται τον διαφορετικό άλλον. Το περιεχόμενο και οι δεξιότητες που προωθούνται από αυτή τη μορφή της θρησκευτικής εκπαίδευσης συνδέονται άμεσα με μια μέγιστη μορφή της ιδιότητας του πολίτη της εκπαίδευσης στην Ευρώπη.

Από την παραπάνω ανάπτυξη του θέματος διαπιστώνεται ότι και τα δύο μαθήματα έχουν ως στόχο τη δημιουργία υπεύθυνων πολιτών, μόνο που το καθένα έχει διαφορετικές προϋποθέσεις προσέγγισης του στόχου αυτού. Ειδικότερα όμως το Μάθημα των Θρησκευτικών μπορεί να συμβάλλει στην ανάπτυξη ταυτότητας που στοχεύει στην υπεύθυνη και ενεργή συμμετοχή των παιδιών στην κοινωνία ως χριστιανών πολιτών που θα υπηρετήσουν την αλληλεγγύη, την αγάπη και τη διακονία προς τον συνάνθρωπο, τον κατ΄ εικόνα Θεού πλησίον. Και τούτο διότι το εν λόγω μάθημα αποτελεί ένα εχέγγυο για τη νοηματοδότηση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, και άρα συνεισφέρει με τρόπο δημιουργικό στη διαμόρφωση μιας σύγχρονης δημοκρατικής πολιτικής σκέψης. Έτσι, το Μάθημα των Θρησκευτικών καλλιεργεί αφενός μεν μία στάση σεβασμού και αναγνώρισης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, αφετέρου δε συμβάλλει στην αναζήτηση ενός βαθύτερου προβληματισμού και αναζήτησης νοήματος που θα τα θεμελιώνει. Ιδιαίτερα αυτό το δεύτερο έχει χαρακτηρισθεί ως ένα σημαντικό έργο, το οποίο έχουν να επιτελέσουν οι θρησκευτικές παραδόσεις σήμερα.[14]

IMG_5431

Η παραπάνω συμπεριφορά καλλιεργείται μέσα από ενότητες του Μαθήματος των Θρησκευτικών που αφορούν στους ξένους, στη διαφορετικότητα και στην ανάδειξη χαρακτηριστικών των άλλων θρησκειών, αλλά και στην αναγνώριση των κοινών χαρακτηριστικών μεταξύ των ανθρώπων. Με μια φιλελεύθερη προοπτική η σχολική θρησκευτική εκπαίδευση ασχολείται και με θέματα θρησκευτικής πολυφωνίας και παγκοσμιοποίησης. Έτσι η εκπροσώπηση διαφορετικών θρησκευτικών παραδόσεων με βάση τις προοπτικές και ανάγκες των μαθητών θεωρούνται ως ένα σημαντικό μέρος της κοινωνικής μαθησιακής διαδικασίας. Η προσέγγιση αυτή ενθαρρύνει τον προβληματισμό και την εποικοδομητική κριτική. Και βέβαια οι διαλογικές προσεγγίσεις και οι βιωματικές μέθοδοι διδασκαλίας επικεντρώνονται στην αλληλεπίδραση των μαθητών μέσα στην τάξη. Απώτερος σκοπός όλων αυτών είναι να υποβοηθηθούν παιδαγωγικά οι μαθητές, ώστε να είναι σε θέση να σέβονται τον άλλο, να αναγνωρίζουν τα δικαιώματά του, να αποδέχονται τη διαφορετικότητά του, βασιζόμενοι αφενός μεν στις συμβάσεις περί των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αφετέρου δε μία σε χριστιανική θεώρηση των Δικαιωμάτων αυτών, η οποία εστιάζεται γύρω από την έννοια του κατ’ εικόνα, αναφέρεται σε κάθε άνθρωπο και άρα διαθέτει έναν χαρακτήρα οικουμενικό και πανανθρώπινο.

Κοντολογίς, το Μάθημα των Θρησκευτικών έχει τη δυνατότητα να προσφέρει στους νέους το χώρο, το κίνητρο και τα εργαλεία του προσωπικού και κοινωνικού προβληματισμού, τη μάθηση μέσα από την ποικιλία της θρησκευτικής ζωής, και τέλος τη νοηματοδότηση της ζωής μέσα από την εμπειρία της εκκλησιαστικής παράδοσης. Αυτή η προοπτική συμβαδίζει και συντονίζεται άριστα με το παιδαγωγικό ενδιαφέρον της δημόσιας εκπαίδευσης, οι μαθητές να εξελιχθούν σε πολίτες με συνείδηση δημοκρατική και οικουμενική.


[1] Πρβλ. Ιωάννη Κογκούλη, Εισαγωγή στην Παιδαγωγική, Θεσσαλονίκη 5 2005, σσ.  19-25.
[2] Πρβλ. Ιωάννη Πέτρου, Η Ορθόδοξη Θεολογία σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία, στο: του ιδίου, Πολυπολιτισμικότητα και Θρησκευτική Ελευθερία, Θεσσαλονίκη 2 2005, σσ. 68-69.
[3] Πρβλ. Ιωάννη Κογκούλη, Διδακτική των Θρησκευτικών στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, Θεσσαλονίκη 2003, σσ. 128-130.
[4] Πρβλ. Friedrich Schweitzer / Henrik Simojoki, Moderne Religionspädagogik. Ihre Entwicklung und Identität, Gütersloh 2005, σσ. 10-12.
[5] Πρβλ. Reinhold Boschki, Einführung in die Religionspädagogik, Darmstadt 2008, σσ. 86-96.
[6] Ιωάννη Πέτρου, Χριστιανισμός, Πολιτική Εξουσία, Πολιτική, στο: του ιδίου, Χριστιανισμός και κοινωνία. Κοινωνιολογική ανάλυση των σχέσεων του Χριστιανισμού με την κοινωνία και τον πολιτισμό, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 325 και σελ. 337.
[7] Eurydice European Unit (European Commission, Directorate-General for Education and Culture),   Citizenship Education at School in Europe, 2005. (Το κείμενο είναι διαθέσιμο στο διαδίκτυο στην ιστοσελίδα: http://www.eurydice.org Ημερομηνία Προσπέλασης: 25/05/2013).
[8] Eurydice European Unit, Citizenship Education at School in Europe, ό.π., σελ. 25.
[9] Πρβλ. Ιωάννη Κογκούλη, Κατηχητική και Χριστιανική Παιδαγωγική, Θεσσαλονίκη 2000, σελ. 350: «Οι βασικότερες αρετές που προβάλλουν στην πολιτική αγωγή είναι η σύνεση, η ανεκτικότητα, η συμπάθεια, η υπομονή, ο συμβιβασμός, η ετοιμότητα για αλλαγή και ιδιαίτερα η δικαιοσύνη. Δικαιοσύνη απέναντι στο σύνολο και υπευθυνότητα για τον πλησίον. Ο Χριστός δεν επιτρέπει να ξεχωρίζεις το ξένο από το δικό σου.»
[10] Πρβλ. Ιωάννη Πέτρου, Ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και το ζήτημα των Αξιών,  στο: του ιδίου, Πολυπολιτισμικότητα και Θρησκευτική Ελευθερία, Θεσσαλονίκη 2 2005, σσ. 126-136.
[11] Ιωάννη Πέτρου, Πολιτιστικός Πλουραλισμός και Σεβασμός του Άλλου, στο: του ιδίου, Πολυπολιτισμικότητα και Θρησκευτική Ελευθερία, Θεσσαλονίκη 2 2005, σσ. 155 και 162-166.
[12] Πρβλ. τη μελέτη: Ηρακλή Ρεράκη, Ο «άλλος» στο ελληνικό σχολείο. Ορθόδοξη χριστιανοπαιδαγωγική θεώρηση, Θεσσαλονίκη 2007.
[13] Πρβλ. Ιωάννη Πέτρου, Το Μάθημα των Θρησκευτικών και η Κοινωνικοποίηση των Μαθητών, στο: του ιδίου, Κοινωνική Θεωρία και Σύγχρονος Πολιτισμός, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 298.  Βλ. επίσης: Ιωάννη Πέτρου, Κοινωνιολογία, Θεσσαλονίκη 2007, σελ. 352.

[14] Πρβλ. Ιωάννη Πέτρου,  Η πολιτική θεωρία του John Rawls για τη δικαιοσύνη και η θρησκεία, στο: του ιδίου, Θρησκεία και Κοινωνία. Κοινωνιολογική Ανάλυση των Σχέσεων Θρησκείας και Κοινωνίας στη Σύγχρονη Πραγματικότητα, Θεσσαλονίκη 2012, σελ. 469.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.