Αντικείμενο τής μελέτης άποτελούν οί στ. 1-10 τού κεφ. 5 της Β’ πρός Κορινθίους επιστολής του Αποστόλου Παύλου. Πρόκειται για μία από τις πλέον σπουδαίες, πολυσυζητημένες και ταυτόχρονα δύσκολες περικοπές της Καινής Διαθήκης πού έχει δεχθεί κυκεώνα αλληλοαναιρούμενων ερμηνειών εξαιτίας της μεταφορικής φύσης τού λόγου τού Παύλου σ’ αύτήν καί, κυρίως, της άντίληψης ώρισμένων ερμηνευτών ότι ή περικοπή άποτελεί κλασσικό τόπο άλλαγής προγενέστερων έσχατολογικών απόψεων τού Αποστόλου. Θά μπορούσε νά πει κανείς ότι διάφορα προβλήματα σ’ αύτήν συχνά τα δημιουργούν οί ερμηνευτές, λόγω τών ομολογιακών ή άλλων προϋποθέσεων καί στόχων τους, πολλά όμως είναι όντως ύπαρκτά. Καί ή ίδια ή περικοπή δείχνει νά έχει εντάσεις όχι μόνο με άλλα κείμενα τού Παύλου αλλά ακόμη καί μέ τον εαυτό της. ’Άλλωστε, ή Β’ Κορ στο σύνολό της άνήκει στις έπιστολές πού εγείρουν ποικίλα καί δυσεπίλυτα προβλήματα.
Αναμφισβήτητα, ή συγκεκριμένη περικοπή περιλαμβάνει όχι μόνο καίριες άλλα και σπάνιες στήν παύλεια γραμματεία αναφορές για τή δυναμική του ανθρωπίνου σώματος δυναμική πού θεμελιώνεται στις προϋποθέσεις, που ή άνθρώπινη φύση έλαβε από τον Θεό κατά τή δημιουργία της, στο άναδημιουργικό έργο του Χριστού μέ κέντρο τήν άνάστασή του και στον «άρραβώνα του Πνεύματος», πού δίδεται στον πιστό κατά τό βάπτισμα. Σπουδαίες έπίσης είναι οί άναφορές της περικοπής γιά τό παρόν και τά έσχατα τού ίδιου τού Παύλου καί κατ’ επέκταση κάθε άνθρώπου καί, τέλος, γιά τήν προοπτική του έως τήν τελική κρίση και τή ζωή πέραν αύτής. Τό ένδιαφέρον γι’ αύτήν την περικοπή, έξαιτίας ακριβώς τής καταξίωσης του ανθρωπίνου σώματος και τής έλπίδας και προοπτικής πού άνοίγει σ’ αύτό, είναι ιδιαίτερα αύξημένο, καθώς λιγοστεύουν στον κόσμο μας ολοένα και περισσότερο τά έλπιδοφόρα γιά τον άνθρωπο μηνύματα, τά όποια έχουν ρεαλιστική βάση και προοπτική.