Δεύτερη ημέρα του διατμηματικού συνεδρίου «Στοχασμός του Θανάτου: Διεπιστημονικές Προσεγγίσεις»

Οι περιλήψεις των εισηγήσεων προέρχονται από τη Φοιτητική Πρωτοβουλία Διοργάνωσης Εκδηλώσεων και Συνεδρίων Α.Π.Θ. (http://synedrianeon.blogspot.gr/), η οποία διοργανώνει το συνέδριο.

Βασίλης Κάλφας, Καθηγητής, Τμήμα Φιλοσοφίας & Παιδαγωγικής Α.Π.Θ. Ο θάνατος στον Πλάτωνα.

Η μελέτη θα προσπαθήσει να διεισδύσει στην σκέψη του Πλάτωνα και τις αντιλήψεις του περί του θανάτου. Θα ερευνήσουμε το θέμα μέσα από τις υπάρχουσες πηγές και θα επιχειρήσουμε να κατανοήσουμε πώς όριζε το θάνατο ο φιλόσοφος και μέσω αυτού πώς όριζε τη ζωή και ποια ήταν η φιλοσοφία του γύρω απ’ το ίσως πιο κομβικό σημείο της ανθρώπινης ζωής.

Γιώργος Ζωγραφίδης, Αναπληρωτής Καθηγητής, Τμήμα Φιλοσοφίας & Παιδαγωγικής Α.Π.Θ. Μια ζωή που αρνείται τον Θάνατο παύει να είναι απεριόριστη. Ζώντας επικούρεια, πεθαίνοντας στωικά.

Είναι ο θάνατος αυτό που κατεξοχήν (οφείλουμε να) σκεφτόμαστε στη ζωή μας, ειδικά αν είμαστε φιλόσοφοι, ή μήπως είναι αυτό που δεν θα το ζήσουμε ποτέ οι ίδιοι και γι’ αυτό δεν έχει νόημα να το σκεφτόμαστε όσο ζούμε, κάτι ἀδιάφορον για μας; Επικούρειοι και Στωικοί επιχείρησαν να απαντήσουν στο εναγώνιο ερώτημα του ανοχύρωτου ανθρώπου της ελληνιστικής εποχής υποτιμώντας φιλοσοφικά τη σημασία του θανάτου και υποδεικνύοντας τρόπους υπέρβασής του, είτε με την ίδια μας τη στοχαστική ζωή είτε με την εθελούσια έξοδό μας από αυτήν: αν μια ζωή είναι αξιοβίωτη μόνο όταν είναι φιλοσοφική, το ίδιο κι ένας θάνατος.

Γιάννης Τζιφόπουλος, Καθηγητής, Τμήμα Φιλολογίας Α.Π.Θ. Ο κερδηθείς παράδεισος, σήμερα και τότε.

Η αγωνία και ο φόβος του θανάτου είναι αισθήματα εγγενή της φύσης των ανθρώπων—όχι όμως και των άλλων έμβιων όντων—και ακολουθούν τον άνθρωπο από την πρώτη του εμφάνιση στη γη, ενώ η μετά τον θάνατον κατάσταση αποτελεί αντικείμενο συνεχούς προβληματισμού σε κάθε πολιτισμό και σε κάθε εποχή. Η ελληνική περίπτωση κατέχει μία από τις εξέχουσες θέσεις ανάμεσα στους ανθρώπινους πολιτισμούς, γιατί σε πολύ διαφορετικές χρονικές περιόδους και με εργαλεία τη λογοτεχνία, την τελετουργία, τη φιλοσοφία, αργότερα τη θεολογία δημιούργησε συστήματα κατανόησης και έκφρασης του νοήματος του θανάτου και της ζωής μετά θάνατον με στόχο τον κατευνασμό της αγωνίας και την υπέρβαση του φόβου του θανάτου.

Η αρχαία ελληνική και λατινική γραμματεία προσφέρει ποικιλία απόψεων και αντιλήψεων επί του θέματος, μία από τις οποίες επαγγέλλεται ότι με τον θάνατο ο νεκρός δεν πεθαίνει, αλλά ξαναγεννιέται ως ήρωας και θεός και ζει για πάντα στον Άδη μάκαρ, όλβιος και ευδαίμων. Η εικόνα αυτή για τα μετά θάνατον δεν απορρέει μόνον από έμμεσες αναφορές στα λογοτεχνικά κείμενα, αλλά και από μια ειδική κατηγορία κειμένων, τα αποκαλούμενα βακχικά-ορφικά (συνολικά 46 μέχρι στιγμής) τα οποία είναι χαραγμένα σε χρυσά ελάσματα, στο σχήμα είτε του στόματος είτε ορθογωνίου παραλληλόγραμμου, ή στο σχήμα φύλλων ελιάς, μυρτιάς και κισσού, και λεπτά όσο το χαρτί. Οι εντυπωσιακές ομοιότητες των ενπίγραφων αυτών ελασμάτων, τα οποία χρονολογούνται από τον 5ο π.Χ. μέχρι τον 1ο μ.Χ. αιώνα και προέρχονται από τάφους της Ιταλίας, της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας, της Πελοποννήσου και της Κρήτης, οδηγούν στο βέβαιο συμπέρασμα ότι όλα έχουν ως κοινό σημείο αναφοράς έναν ιερόν λόγον και αποτελούν ομάδες μιας συγκεκριμένης μυστηριακής λατρείας, αυτής των βακχικών. Από την πρωτοβυζαντινή όμως περίοδο και εξής αντί χρυσών ελασμάτων κάποιοι νεκροί συνοδεύονται από ενεπίγραφα ή γραπτά πήλινα όστρακα τα οποία αποκτούν νέο περιεχόμενο, συμβολισμό και σημασία, όπως υπογραμμίζει και η ανώνυμη Νεκρώσιμος Ακολουθία της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, όπου είναι εμφανής η προσπάθεια συγκερασμού, οικειοποίησης και συμβιβασμού των περισσότερων αντιλήψεων και δοξασιών περί θανάτου και του επέκεινα που τότε ήταν διαδεδομένες.

Ακόμα και αν ο ανθρώπινος θάνατος και η ανθρώπινη ζωή θα παραμείνουν για πάντα διαμετρικά αντίθετες και ασύμβατες έννοιες, οι ελληνικές απαντήσεις απέναντι στο άλυτο μυστήριο του θανάτου καταδεικνύουν απόπειρες, έστω και αποτυχημένες, διαμεσολάβησης μεταξύ της ζωής και του θανάτου αλλά και προσπάθειες συμβιβασμού των ζωντανών με το σημαντικότερο γεγονός της ζωής τους. Αυτές οι δοξασίες, αντιλήψεις και ιδεολογίες, ανάμεσα στις οποίες και ο μετά θάνατον κερδηθείς παράδεισος, αποκαλύπτουν και το βαθύτερο νόημα της ίδιας της ανθρώπινης ζωής.

Άρης Στυλιανού, Επίκουρος Καθηγητής, Τμήμα Πολιτικών Επιστημών. Δύο φιλοσοφικές αντιλήψεις περί θανάτου: Χομπς και Σπινόζα.

Στην παρούσα εισήγηση θα επιχειρηθεί η σύγκριση και η ανάδειξη των ουσιωδών διαφορών ανάμεσα σε δύο φιλοσοφικές αντιλήψεις περί θανάτου: της θεωρίας του Χομπς και εκείνης του Σπινόζα.

Για τον Χομπς, ο άνθρωπος είναι απλά και μόνο μια έμβια μηχανή, που λειτουργεί με βάση την κυκλοφορία του αίματος και την κατάσταση των ζωτικών του οργάνων. Το χειρότερο πράγμα που μπορεί να του συμβεί, είναι να διακοπεί αυτή η βιολογική ζωή του, δηλαδή να πεθάνει. Ο θάνατος λοιπόν πρέπει να αποφευχθεί πάση θυσία, και ακριβώς πάνω στον φόβο τού (πρόωρου και ξαφνικού) θανάτου θα οικοδομηθεί όλη η χομπσιανή πολιτική θεωρία.

Για τον Σπινόζα, αντίθετα, ο θάνατος, εάν και όταν επέλθει, αποτελεί απλώς ένα ατύχημα, μια αταίριαστη συνάντηση, είναι σαν να μην υπάρχει: «Ο ελεύθερος άνθρωπος δεν σκέφτεται κανένα πράγμα λιγότερο, απ’ ό,τι τον θάνατο, και η σοφία του δεν είναι μελέτη θανάτου, αλλά μελέτη ζωής» (Ηθική, 4, 67). Ο σοφός άνθρωπος δεν φοβάται τον θάνατο, ούτε καν τον σκέφτεται. Αντίθετα, σκέφτεται μόνο τη ζωή και επιθυμεί να ενεργεί, δηλαδή να διατηρεί το είναι του.

Θάνατος και ζωή ή θάνατος εναντίον ζωής, λοιπόν, για δύο στοχαστές που, ενώ ξεκινούν από παρόμοιες φιλοσοφικές παραδοχές, αποκλίνουν τα μέγιστα κατά τη συλλογιστική διαδρομή της ανθρωπολογίας και της πολιτικής τους θεωρίας.

Παναγιώτης Θανασάς, Επίκουρος Καθηγητής, Τμήμα Φιλοσοφίας & Παιδαγωγικής. Χάιντεγκερ. Ο θάνατος ως προϋπόθεση αυθεντικότητας.

 Ο Χάιντεγκερ φαίνεται να συμφωνεί με τον Επίκουρο: ο άνθρωπος δεν μπορεί να έχει εμπειρία του θανάτου. Συγχρόνως όμως επιχειρεί να καταδείξει ότι αυτή η στάση είναι ανεπαρκής για τη σύλληψη τόσο του θανάτου όσο και του ανθρώπου. Ο θάνατος για τον Χάιντεγκερ έχει σημασία όχι ως ‘γεγονός’ αλλά ως πέρας: ολοκληρώνει τον βίο προσδίδοντάς του τον πεπερασμένο του χαρακτήρα και εξατομικεύοντάς τον. Η ύπαρξη δεν θα προσκρούσει κάποια στιγμή στον θάνατό της, αλλά αποτελεί ουσιωδώς ένα «Είναι-προς-θάνατον». Και σχετιζόμαστε με τον θάνατό μας όχι στο πλαίσιο μιας θεωρητικής ενατένισης, αλλά αποκλειστικά χάρη στη θεμελιώδη διάθεση της «αγωνίας», η οποία μας φέρνει ενώπιον της «βέβαιης» αλλά συγχρόνως «απροσδιόριστης» δυνατότητας του θανάτου μας και μέσω αυτού ενώπιον της ρηγματωμένης ολότητας της ατομικής μας ύπαρξης.

Μιχάλης Μπαρτσίδης, Διδάκτωρ Φιλοσοφίας. Derrida/E. Said: επι-ζήν και latestyle.

Στοχαζόμενος τον θάνατο ο Jacques Derrida προτείνει την υπέρβαση της αντίθεσης ζωή/ θάνατος με την έννοια του επι-ζήν(survivre). Η σημασία της έννοιας όχι μόνο δεν ταυτίζεται με την τρέχουσα σημασία του όρου ως έκπτωση της ζωής σε απλή επιβίωση αλλά, αντιστρέφοντας, παραπέμπει στην αρχέγονη επιβίωση όπου η ζωή διενεργείται ως επι-ζήν. Με μια πρωτότυπη φιλοσοφική τοποθέτηση διπλής κίνησης, ο Derrida, αφενός, αποδέχεται την αλήθεια του πλατωνικού κελεύσματος σύμφωνα με το οποίο φιλοσοφία είναι να μαθαίνεις να πεθαίνεις χωρίς, από την άλλη, να παραδίδεται στην αλήθεια αυτή. Η άρνηση να μάθεις την αποδοχή του θανάτου συνοδεύεται από αισθήματα μιας μελαγχολικής εξέγερσης.

Στο σημείο αυτό μπορούμε να θέσουμε σε μια δημιουργική συνάντηση αλλά και σε αντιπαραβολή με την ντεριντιανή έννοια του επι-ζήν την έννοια του «όψιμου ύφους»(latestyle) του Edward Said, έννοια την οποία παραλαμβάνει από τον Adorno μετασχηματίζοντας την. Ο μεγάλος καλλιτέχνης(Μπετόβεν) ή επιστήμων(Φρόυντ) οδεύοντας προς τα τέλη του βίου του, αντί να συμφιλιώνεται ειρηνικά με το παραχθέν έργο εκρήγνυται ανοίγοντας νέα ερωτήματα, γράφει με παράταιρο για την ηλικία του ύφος, συνομιλεί μέσα στη μοναξιά του δημιουργού με την αποστολή του και μόνο, αφήνοντας ουβερτούρες ως κληρονομιές αντί για μεγαλειώδεις γραμμικές, τακτοποιημένες και αρμονικές συνθέσεις- έργα.

Η εννοιολογική συνάντηση που προκαλούμε δείχνει ότι διαταράσσοντας την ταύτιση του παρόντος με τον εαυτό του ανοίγουμε την πολλαπλότητα των χρόνων φτιάχνοντας μια «ζώσα υποκειμενικότητα» η οποία θέτοντας ερωτήσεις στον εαυτό (της) σχετικά με τον εαυτό της, αφήνει ίχνη ή κληρονομιές απευθύνεται σε άλλα ζώντα άτομα και συνδέεται με τον κοινό χρόνο μιας εποχής.

Άννα Κόλτσιου-Νικήτα, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Φιλολογίας, Τμήμα Θεολογίας. Η παραμυθία του θανάτου στην προχριστιανική γραμματεία.

Ο προχριστιανικός ελληνορωμαϊκός κόσμος, δημιούργησε την παραμυθητική λογοτεχνία, συχνότερη αφορμή για τη συγγραφή της οποίας αναφέρεται ο θάνατος. Στοιχεία παραμυθίας του θανάτου εντοπίζονται, όπως είναι φυσικό, κυρίως σε επιτύμβια επιγράμματα και σε επιταφίους λόγους, αλλά και σε όλα σχεδόν τα γραμματειακά είδη: το έπος, τη λυρική ποίηση, την τραγωδία, την επιστολογραφία. Σταδιακά δημιουργήθηκε μια μακρά παράδοση η οποία χρησιμοποιεί σειρά από παραμυθητικούς «τόπους», που συνιστούν ένα corpus παραμυθητικής επιχειρηματολογίας, το οποίο παρουσιάζουμε πολύ ενδεικτικά στην ανακοίνωσή μας. Αυτή την αγωνία και τον πόνο του προχριστιανικού κόσμου μπροστά στο θάνατο, που καμιά λογοτεχνία και καμιά φιλοσοφία εν τέλει δεν μπόρεσε να κατευνάσει, έμελλε να θέσει επί διαφορετικής βάσεως το μήνυμα του χριστιανισμού.

Χαράλαμπος Ατματζίδης, Επίκουρος Καθηγητής, Τμήμα Θεολογίας. Θάνατος δεύτερος και/ή δισθανής και/ή θάνατος αθάνατος και/ή δεύτερος θάνατος. Διακείμενο και ιδεολογία.

Στην παρούσα εισήγηση εξετάζεται η αντίληψη για τον δεύτερο θάνατο, όπως αυτή απαντά στο βιβλίο της Αποκάλυψης (2,11. 20,6.14.21,8) και σε άλλα εξωχριστιανικά κείμενα.

Η έρευνα αυτή αποσκοπεί στην καταγραφή της αντίληψης για τον δεύτερο θάνατο και στην αναζήτηση του σκοπού αναφοράς της και όχι στην ανάδειξη της διαχρονίας των κειμενικών αυτών αντιλήψεων.

Ο κειμενικός κυκεώνας τομογραφείται, τα διάφορα ευρήματα ανασύρονται, ταξινομούνται και ερμηνεύονται. Μεθοδολογικά εργαλεία σε αυτή την προσπάθεια αποτελούν η ανάλυση της δομής του κειμένου, που στηρίζεται στις θεωρίες περί διακειμένου και περί κωδίκων που ενυπάρχουν σε αυτό. Η έρευνα αυτή συμβάλλει στην οριοθέτηση της ιδεολογίας που εγκρύπτεται μέσα στην αντίληψη αυτή περί «δευτέρου θανάτου».

Στη έρευνα εξετάζονται κυρίως κείμενα για τον δεύτερο θάνατο από την Αποκάλυψη (2,11. 20,6.14.21,8), από την αρχαία αιγυπτιακή κειμενική παράδοση, από την Οδύσσεια του Ομήρου (μ, 21-22), από τον Φίλωνα τον Αλεξανδρέα (Περί άθλων, επιτιμίων και αρών, 70) και τον Πλούταρχο (Περί του εμφαινομένου προσώπου τω κύκλω της σελήνης, 942f – 943b). Επίσης εξετάζονται συνοπτικά κείμενα από τον Ψευδό-Φίλωνα, τον Επίκτητο, τον Αχιλλέα Τάτιο, τον Λουκιανό, τον Μακρόβιο και την ραβινική γραμματεία.

Η ανάλυση των παραπάνω κειμένων αναδεικνύει την ύπαρξη ενός διακειμένου για τον δεύτερο θάνατο που ενσωματώνει κώδικες δηλωτικούς του χρόνου, τόπου, τρόπου και αποτελέσματος. Διαπιστώνεται ότι οι κώδικες αυτοί παραμένουν ως προς τον πυρήνα τους σημασιολογικά αμετάβλητοι, διαφοροποιούνται όμως ως προς το περίβλημά τους και ως προς το εκάστοτε κείμενο. Ταυτόχρονα όλοι οι κώδικες συνιστούν αναπόσπαστο μέρος του διακειμένου του δευτέρου θανάτου, που ως παγετώνας αποτελούμενος από διάφορα μόρια ύδατος διατρέχει το κειμενικό έδαφος.

Η αξιολόγηση των παραπάνω ευρημάτων αναδεικνύει και την ιδεολογία που χαρακτηρίζει το διακείμενο περί δεύτερου θανάτου. Αυτή δεν είναι ενιαία και μονολιθική αλλά πολύμορφη και πολυσήμαντη και οφείλεται στην εκάστοτε ιδεολογία που κυριαρχεί στο κάθε ένα από τα παραπάνω κείμενα.

Φώτης Ιωαννίδης, Αναπληρωτής Καθηγητής, Τμήμα Θεολογίας. Ο θάνατος στη δυτική μεσαιωνική παράδοση.

Στο δυτικό Μεσαίωνα ο θάνατος επενδύεται με ένα τρομακτικό σενάριο, που παράγει φόβο. Η επαγγελλόμενη μετά θάνατον ζωή δεν αποτελεί πλέον μια πηγή παρηγοριάς κι ελπίδας αλλά μάλλον τρομοκρατίας.

Η δυτική μεσαιωνική λογοτεχνία, η καλλιτεχνική εικονογραφία και τα θεατρικά δρώμενα γνωρίζουν μεγάλη ανάπτυξη και τρέφονται με αυτήν την τρομακτική περί θανάτου θεματολογία, στην οποία συνηγορούν και τα πολλά δεινά που βιώνει η κοινωνία, όπως η πανούκλα, η πείνα, οι ταραχές και οι πόλεμοι.

Τα ισχυρά σύμβολα του Μεσαίωνα μπορούμε να πούμε ότι ήταν δύο, ο θάνατος και ο διάβολος. Το χαμηλό επίπεδο μόρφωσης των απλών ανθρώπων αλλά και των κληρικών συνέβαλε τα μέγιστα στην επιβολή του εκφοβισμού. Ο θάνατος έγινε το κυρίαρχο σύμβολο, γιατί υπήρχε σε κάθε οικογένεια σε μεγάλη συχνότητα. Ο διάβολος χρησιμοποιήθηκε από την παντοδύναμη εκκλησία ως μέσο εκφοβισμού των ανθρώπων, ανεξάρτητα από την κοινωνική τους τάξη.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.