Χαράλαμπος Ατματζίδης, Οι όροι “αὐτάρκεια” και “αὐτάρκης” στην παύλεια θεολογία και την ελληνική φιλοσοφία

dsc_5283

Η ομιλία του αναπληρωτή καθηγητή του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ στην Ι.Μ. Βλατάδων για τον εορτασμό του Αποστόλου Παύλου

Θεοφιλέστατε,

κύριε Διευθυντά του Ιδρύματος,

κυρίες και κύριοι

Για μια ακόμη φορά συναχθήκαμε στον φιλόξενο αυτόν χώρο του Οικουμενικού Πατριαρχείου μας για να τιμήσουμε τoν «τρισμέγιστο φωστήρα» απόστολο Παύλο. Ήδη κατά τον  εσπερινό και την θεία λειτουργία η κοινότητα των πιστών αναγνώρισε και τίμησε την προσφορά του Σαούλ του «θείου αυτού σαγηνευτή των εθνών». Σε μας απομένει να επισημάνουμε λίγα ακόμη για τον  Παύλο, ψήγματα, αφιερωμένα στον μεγάλο απόστολο, ψήγματα, που συμπυκνωμένα περιέχονται στις εκφράσεις του απολυτίκιου του αγίου που μόλις ψάλαμε, και τα οποία περιγράφουν τον Σαύλο ως τον «Αθηναίων διδάσκαλο» και της «Οικουμένης αγλάισμα».

Γιατί όμως «Αθηναίων διδάσκαλο», αφού γνωρίζουμε από την περιγραφή του Λουκά ότι ο Παύλος μόνον ειρωνικά σχόλια απεκόμισε από τους φιλοσοφημένους Αθηναίους, όταν μίλησε σε αυτούς; Και γιατί «οικουμένης αγλάισμα», αφού πολλοί παραδοσιακοί χριστιανοί, της ημεδαπής και της αλλοδαπής, θεωρούν τον Παύλο ως τον νευρωτικό «new born christian», για να χρησιμοποιήσω σύγχρονη ορολογία, ο οποίος αποκηρύσσει μετά βδελυγμίας την παλιά του πίστη και αγωνίζεται με αντιεβραϊκό μένος, ως ένα είδος «Νενέκου», να στεριώσει τη νέα πίστη, τη μοναδική πίστη, την αλάνθαστη πίστη, την μη έχουσα ίχνος από τα ιουδαϊκά ψεγάδια της πατρογονικής του θρησκείας;

Φοβούμαι ή μάλλον είμαι πεπεισμένος ότι όλοι οι παραπάνω φωτογράφισαν τον Παύλο με ευρυγώνιο φακό και τον παρουσίασαν παραμορφωμένο.

Αντίθετα, η σύγχρονη έρευνα έδειξε πώς ο απόστολος Παύλος είναι και φιλοσοφημένος νους και οικουμενικός άνδρας. Φυτεύει την χριστιανική  δοξασία στο πολιτισμικό περιβάλλον της εποχής του και την ενδυναμώνει με την φιλοσοφική καβαλίνα του ελληνορωμαϊκού κόσμου. Αυτό φαίνεται όταν διαβάζουμε τόσο τις δικές του επιστολές όσο και τις επιστολές εκείνες που έγραψαν αργότερα οι μαθητές του στην Έφεσο, στο μεγάλο αυτό εργαστήρι του χριστιανισμού του πρώτου και του δεύτερου μ.Χ. αιώνα.

Αγαπητές και αγαπητοί μου,

δεν σκοπεύω να σας κουράσω. Ζητώ μόνον την υπομονή σας να σας δείξω με ένα παράδειγμα την αλήθεια των όσων παραπάνω υποστήριξα. Αναφέρομαι στην φιλοσοφική έννοια της «αυτάρκειας» και στο επίθετο «αυτάρκης», που είναι λέξεις κεντρικής σημασίας για τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό, που τότε κυριαρχούσε στον μεσογειακό χώρο, στον χώρο δηλαδή που μεγάλωσε και ανδρώθηκε και ο Σαούλ και οι συμπατριώτες του Ιουδαίοι.

Αξιοπρόσεκτο επίσης είναι ότι η έννοια «αυτάρκεια» και το επίθετο «αυτάρκης» απαντούν στην μετάφραση των Εβδομήκοντα, μόνον στα βιβλία της λεγόμενης σοφιολογικής γραμματείας[1]. Αντίθετα και οι δύο παραπάνω λέξεις χρησιμοποιούνται υπερβαλλόντως από τον μεγάλο Ιουδαίο θεολόγο και φιλόσοφο, τον  Φίλωνα από την Αλεξάνδρεια, τον άνδρα που τόσο επηρέασε την δική μας Πατερική Θεολογία.

Τα παραπάνω, δείχνουν την πνευματική οικειότητα των ελληνιστών Ιουδαίων προς τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό, οικειότητα που συνεχίζει να συντηρεί και ο χριστιανός πλέον Παύλος. Ως μέλος του πρώτου χριστιανισμού, ο Σαούλ ήλθε σ’ επαφή με τους πολιτισμούς της περιοχής και ανάπτυξε με αυτούς μια πολυδιάστατη επικοινωνία, στο πλαίσιο της οποίας προσέλαβε και ενσωμάτωσε θύραθεν αρχές και αξίες. Τα παραδείγματα είναι πολλά. Εμείς θα εξετάσουμε σήμερα πώς μέσω του αποστόλου των εθνών η αντίληψη περί αυτάρκειας της ελληνορωμαϊκής φιλοσοφίας επηρέασε τις αντιλήψεις των πρώτων χριστιανών.

Πριν όμως προχωρήσουμε στο καθεαυτό θέμα μας, λίγα λόγια για τον πολιτισμό και τον ορισμό του. Δύσκολο εγχείρημα, όταν μάλιστα αυτό επιχειρείται από έναν μη ειδικό. Γι’ αυτό καταφεύγω σε έναν από τους πολλούς διατυπωμένους ορισμούς, που οριοθετεί τον πολιτισμό ως το «το ενοποιημένο σύνολο συστημάτων, τα οποία εμπεριέχουν από τη μια μεριά συγκεκριμένες ιδέες, αισθήματα και αξίες και από την άλλη τα πρότυπα και τα παράγωγα αυτών των ιδεών, συναισθημάτων και αξιών»[2].

Εξειδικεύοντας τον παραπάνω γενικό ορισμό διαπιστώνουμε τη συνθετότητα που διακρίνει το μεσογειακό πολιτισμό[3], στο πλαίσιο του οποίου συντελείται μια κοσμογονική διασταύρωση πολλών διαφορετικών και πολλές φορές ετερόκλητων επιμέρους πολιτισμικών στοιχείων, συμπεριλαμβανομένων και των χριστιανικών. Έτσι ο πρώτος χριστιανισμός, καθώς συνδέεται με τον πολιτισμό της Μεσογείου, αγγίζει πολλές από τις επιμέρους πλευρές του. Αντίστοιχα, ο μεσογειακός πολιτισμός καθώς τέμνεται με τον πρώτο χριστιανισμό, επηρεάζει με τη σειρά του τις ιδέες και τις συνήθειες των πρώτων χριστιανών. Έτσι, αρχίζει και διαμορφώνεται ένας νέος πολιτισμός, ο χριστιανικός.

Η διαδικασία αυτή αλληλοσύνδεσης και αλληλεπίδρασης μεταξύ πρώτου χριστιανισμού και μεσογειακού πολιτισμού είναι περίπλοκη και πολυεπίπεδη και διαμορφώνεται με βάση την θρησκεία, την φυλετική καταγωγή, την κοινωνική θέση, την οικονομική κατάσταση, την παιδεία, και τις οπτικές ή τους τρόπους σκέψης για την ζωή και την δράση του ανθρώπου που διαθέτει ο κάθε πολιτισμός[4].

Αποτέλεσμα της παραπάνω αλληλοσύνδεσης και αλληλεπίδρασης είναι η αλλαγή που επέρχεται στον τρόπο σκέψης και δράσης του ανθρώπου. Ο πολιτισμός, επειδή από την φύση του δεν είναι στατικός,  καθώς έρχεται σε επαφή με τον πρώτο χριστιανισμό, αλλάζει και αναδιαμορφώνεται. Ο απ. Παύλος, π.χ. πριν γίνει χριστιανός ανήκε πολιτισμικά στον παραδοσιακό ιουδαϊσμό και ήταν διώκτης των χριστιανών. Όταν όμως έρχεται σε επαφή με το Ευαγγέλιο, επηρεάζεται από αυτό και μεταστρέφεται στον χριστιανισμό, διότι θεωρεί πλέον ότι ο χριστιανισμός του προσφέρει πειστικότερες εξηγήσεις σχετικά με την ζωή και τον τρόπο αναστροφής του ανθρώπου, από ό,τι ο Ιουδαϊσμός[5].

Στο παραπάνω πλαίσιο αλληλεπίδρασης μεταξύ των δύο πολιτισμών, ο πρώτος χριστιανισμός χρησιμοποιεί τις διάφορες οπτικές και το «σύστημα συμβόλων[6] του μεσογειακού πολιτισμού προκειμένου αυτός να ενταχθεί στον πολιτισμικό περίγυρο της Μεσογείου.

Αγαπητοί μου, εδώ θα περαιώσω τη γενική κοινωνική ακτινοσκόπηση της αλληλεπίδρασης μεταξύ των δύο πολιτισμών. Θα συνεχίσω όμως με το κύριο θέμα μου που είναι η εξέταση της κοινής διαπολιτισμικής έννοιας της αυτάρκειας.

Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να σημειώσω ότι ο πρώτος χριστιανισμός, κατά το στάδιο διαμόρφωσής του, ενσωμάτωσε στους κόλπους του νέους πιστούς, οι οποίοι προέρχονταν από διάφορα στρώματα της τότε κοινωνίας. Μεταξύ αυτών υπήρχαν και πολλοί ευκατάστατοι νέοι πιστοί. Ανέκυψε λοιπόν το πρόβλημα της συμβατότητας του πλούτου με την ζωή του χριστιανού, καθώς και της αναγκαιότητας και διαχείρισης του πλούτου μέσα στην χριστιανική κοινότητα. Το όλο θέμα συνδέθηκε ακόμη με τη λειτουργία της σημαντικής για τον θύραθεν αρχαιοελληνικό πολιτισμό έννοιας της «αυτάρκειας» στον πρώτο χριστιανισμό.

Αυτή η κεντρικής σημασίας έννοια της «αὐτάρκειας» και του επίθετου «αὐτάρκης» απαντούν επανειλημμένα στην αρχαιοελληνική γραμματεία. Στην Καινή Διαθήκη[7] η έννοια της «αυτάρκειας» απαντά δύο φορές, στο Β΄ Κορ 9,8[8] και στο Α΄ Τιμ 6,6 και το επίθετο «αυτάρκης» απαντά μια φορά, στο Φιλ 4,11.

Με το ουσιαστικό «αυτάρκεια» δηλώνεται «το να αρκείται κάποιος με  όσα έχει, το να ζει κάποιος άνετα από την περιουσία του και να έχει οικονομική ανεξαρτησία». Με το επίθετο  «αὐτάρκης» δηλώνεται «ο καθ᾽ εαυτόν επαρκής, αυτός που δεν έχει την ανάγκη άλλου, και ο «ικανός, ο επαρκής»[9].

Εμάς από το ευρύ αυτό εννοιολογικό φάσμα των λέξεων αυτάρκεια και αυτάρκης μας ενδιαφέρει το ατομικό, εσωτερικό και υπαρξιακό περιεχόμενο των όρων και το κοινωνικό περιεχόμενο των όρων.

Η πρώτη, η ατομική, εσωτερική και υπαρξιακή διάσταση των όρων αυτάρκης και αυτάρκεια, καθρεφτίζεται, μεταξύ των άλλων, στον φιλόσοφο Σωκράτη που χαρακτηρίζεται ότι ήταν «αὐτάρκης…καὶ σεμνός» [10]. Ο Σωκράτης δηλαδή, διέθετε την  εσωτερική αυτάρκεια, που τον απελευθέρωσε από κάθε είδους εξάρτηση. Αυτός αποτελεί πρότυπο αυτάρκη ανθρώπου, γιατί είχε κατορθώσει ν’ αναπτύξει την αρετή της αυτάρκειας, την εσωτερική δηλαδή ικανότητα του «ἀρκεῖσθαι», του να είναι κάποιος εσωτερικά ανεξάρτητος, ήρεμος, χωρίς να δέεται της βοήθειας κανενός και να έχει πετύχει «τὸ αὔταρκες ἐν παντί»[11].

H πραγμάτωση της αρετής της αυτάρκειας αποτέλεσε επίσης «το μέγα αγαθό»[12]  για τον παρεξηγημένο φιλόσοφο Επίκουρο, ο οποίος θεωρούσε ότι αυτή  οδηγεί στην πραγμάτωση της αληθινής ζωής του ανθρώπου. Αυτός, απαλλαγμένος από την αναζήτηση και απόκτηση του περιττού και υλικού καθίσταται «άοκνος», φίλεργος και προσηλωμένος στην πραγμάτωση της πραγματικής ζωής[13].

Αλλά και ο στωικός φιλόσοφος Επίκτητος αναγνωρίζει τη μεγάλη αξία της αρετής της αυτάρκειας. Αυτή, μαζί με την αρετή της σωφροσύνης, ρυθμίζει, κατά τον φιλόσοφο την καθημερινή ζωή του ανθρώπου και τον προάγει ηθικά[14].

Επιπρόσθετα όμως, ο Επίκτητος θεωρεί ότι ο άνθρωπος μπορεί να ζει μόνος, ακριβέστερα, απομονωμένος μέσα στην κοινωνία και να είναι αυτάρκης. Αυτό θα το κατορθώσει αν εφαρμόσει τα εξής τέσσερα:  Αν, πρώτα απ’ όλα δεν λάβει υπόψη του την άποψη ότι το φυσιολογικό για τους ανθρώπους είναι η κοινωνικότητα, η αμοιβαία αγάπη και οι ανθρώπινες συναναστροφές[15]. Έπειτα, αν μιμηθεί τον Δία, ο οποίος είναι οντολογικά «αυτάρκης» και λειτουργεί αυτόνομα[16]. Επίσης, αν απορρίψει την ειρήνη και την ασφάλεια που φαίνεται ότι παρέχει η ρωμαϊκή αυτοκρατορία (ο Καίσαρας), δηλαδή το τότε πολιτικό σύστημα. Αυτό, κατά τον φιλόσοφο, δεν μπορεί να λύσει οντολογικά και υπαρξιακά προβλήματα του ανθρώπου[17]. Τέλος, αν ακολουθήσει τη λογική των φιλοσόφων, η οποία προτρέπει τους ανθρώπους να κρατήσουν μια απόσταση απ’ όλα τα πράγματα, ώστε να ζουν ήσυχα και ελεύθερα απ’ όλα[18]. Αν γίνουν αυτά, ισχυρίζεται ο Επίκτητος, τότε ο άνθρωπος επιτυγχάνει την αρετή της αυτάρκειας. Αυτός είναι πλέον ελεύθερος από κάθε είδους εξωτερική εξάρτηση, η οποία θα μπορούσε να διαταράξει την εσωτερική του υπαρξιακή  αρμονία (ειρήνη)[19].

Τους παραπάνω φιλοσόφους ακολουθούν οι Κυνικοί φιλόσοφοι. Και αυτοί  αναγνωρίζουν τη μεγάλη αξία της αρετής της αυτάρκειας, ως μέσο ηθικής τελειοποίησης, και φροντίζουν να καταστούν αυτάρκεις εφαρμόζοντας μιαν απέριττη, σε όλα τα επίπεδα, ζωή[20].

Έχουμε όμως και την δεύτερη διάσταση των όρων «αυτάρκης» και «αυτάρκεια», την κοινωνική διάσταση, που διατύπωσε κατά τρόπο αυθεντικό ο μεγάλος Αριστοτέλης. Η αυτάρκεια για τον Μακεδόνα φιλόσοφο είναι ένα κατεξοχήν κοινωνικό αγαθό, είναι το ιδεώδες της οργάνωσης της πόλης. Η αυτάρκεια συντελεί στην τέλεια εναρμόνιση του μεγέθους της πόλης, του πληθυσμού και των πόρων της· τόσο η ελάττωση όσο και η υπερβολή των παραπάνω είναι πάθηση της πόλης[21]. Μέσα στην οργανωμένη αυτή πολιτική κοινωνία εκπληρώνεται και ο τελικός σκοπός της κοινωνικής διαβίωσης του ανθρώπου, η αυτάρκειά του, αφού ο καταμερισμός των έργων στο σύνολο διασφαλίζει από κάθε πλευρά τον ατομικό βίο. Συνεπώς, αποχωριζόμενο το άτομο της πολιτικής κοινωνίας παύει να είναι αύταρκες και αλλοτριώνεται. Επομένως, κατά τον Αριστοτέλη, το άτομο «αντρώνεται» πολιτικά και κοινωνικά, μόνον όταν λειτουργεί ως μέλος της πόλης. Κατά τον Αριστοτέλη μια ύπαρξη μπορεί να ζει εκτός της κοινωνικής ζωής, μόνον αν αυτή δεν μπορεί να προσαρμοστεί σε μια κοινωνική ζωή και αν η ύπαρξη αυτή δεν έχει ανάγκη να ζει σε μια οργανωμένη κοινωνία, δεν δέεται δηλαδή κανενός, γιατί είναι αυτάρκης. Αλλά τότε, σύμφωνα με την περίφημη πλέον ρήση του φιλοσόφου, αυτές οι υπάρξεις είναι «ή θηρίον ή θεός»[22]. Τέλος, άξιο προσοχής είναι ότι ο Αριστοτέλης παρομοιάζει την οργανική σύνδεση του ατόμου με την κοινωνία, εντός της οποίας πραγματώνεται η αυτάρκεια, με το ανθρώπινο σώμα, του οποίου τα μέλη είναι οργανικά ενωμένα μεταξύ τους. Αυτό δεν πρέπει να διαφύγει της προσοχής μας. Να θυμηθούμε ότι και ο απόστολος  Παύλος συνδυάζει την εικόνα του ανθρωπίνου σώματος με την χριστιανική αρετή της αγάπης, την οποία τα μέλη της χριστιανικής κοινότητας προτρέπονται ν’ ασκούν[23].

Με την τελευταίας μας αυτή επισήμανση έχουμε μια θαυμάσια ευκαιρία να μεταβούμε στην άλλη όχθη του θέματος, της σημασίας που έχει η «αυτάρκεια»  στην χριστιανική, ακριβέστερα την παύλεια σκέψη. Εδώ βέβαια δεν θα έχουμε την ευκαιρία να επιβεβαιώσουμε τον ποιητή που ισχυρίζεται ότι εμείς οι άνθρωποι «φτιάχνουμε ποιήματα με λέξεις από ποιήματα γραμμένα σ’ άλλους καιρούς από άλλους ποιητές”. Αυτό είναι πραγματικότητα. “Εμείς οι άνθρωποι, “συνεχίζουμε βάζοντας τ’ όνομά μας δίπλα σ’ άλλα ονόματα ακόμα και σ’ εκείνα που θα θέλαμε να σβήσουμε”. Όμως, εδώ θα έχουμε την ευκαιρία να επιβεβαιώσουμε ότι εμείς οι άνθρωποι και ο απόστολος Παύλος μαζί μας ότι ναι μεν  “Σφετεριζόμαστε έργα” ταυτόχρονα όμως, “τροποποιούμε σχέδια, αλλάζουμε προοπτικές κάτι καινούργιο επινοούμε φτιάχνουμε πράγματα ολότελα δικά μας αφήνοντας πάντοτε τα ίχνη μιας προγενέστερης προέλευσης”.

Στο Β΄ Κορ 9,8, λοιπόν ο απ. Παύλος, στο πλαίσιο του εράνου («λογείας») προς τους έχοντες ανάγκη χριστιανούς[24], προτρέπει τους πιστούς  να βοηθούν τους συνανθρώπους τους και τους βεβαιώνει ότι  ο Θεός, επειδή είναι η πηγή κάθε δωρεάς (χάριτος) και είναι έτοιμος να ανταποδώσει το καλό έχει την δυνατότητα να τους χορηγήσει πλουσιοπάροχα κάθε δωρεά («δυνατεῖ δὲ ὁ θεὸς πᾶσαν χάριν περισσεῦσαι εἰς ὑμᾶς») [25], ώστε αυτοί να είναι σε όλα «αυτάρκεις» και να μπορούν να προσφέρουν έμπρακτα και με το παραπάνω την αγάπης τους προς τους συνανθρώπους τους. Η αυτάρκεια λοιπόν που αναφέρει ο απόστολος στο εν λόγω χωρίο σημαίνει ξεκάθαρα την αυτάρκεια σε υλικά αγαθά[26].

Το θέμα, ως προς τη σημασία της αυτάρκειας, περιπλέκεται με την φράση που συναντούμε στο Α΄ Τιμ 6,6 , όπου ο συγγραφέας της επιστολής αναφέρει: «Ἔστιν δὲ πορισμὸς μέγας ἡ εὐσέβεια μετὰ αὐταρκείας». Τι σημαίνει άραγε στον στίχο αυτό η λέξη «αυτάρκεια».

Σημαίνει[27] την τάση που αναπτύσσει ο άνθρωπος «…ν’ ασκεί την εσωτερική ικανότητα του «ἀρκεῖσθαι» και να καθίσταται εσωτερικά ανεξάρτητος, ήρεμος και χωρίς την ανάγκη κανενός»[28], όπως ο Σωκράτης, που αναφέραμε παραπάνω;

Μήπως όμως η λέξη «αυτάρκεια» σημαίνει[29] περισσότερο την ικανοποίηση που αισθάνεται ένα άτομο να αρκείται με αυτά που έχει και να μην επιθυμεί περισσότερα; Αν η λέξη έχει αυτή τη σημασία, τότε μας θυμίζει το Πρμ 30,8, όπου ο πιστός παρακαλεί τον Θεό «πλοῦτον δὲ καὶ πενίαν μή μοι δῷς, σύνταξον δέ μοι τὰ δέοντα καὶ τὰ αὐτάρκη»[30] και το Φιλ 4,11, όπου ο απ. Παύλος αναφέρει ότι «ἐγὼ γὰρ ἔμαθον ἐν οἷς εἰμι αὐτάρκης εἶναι».

Μήπως όμως με τις παραπάνω προσλήψεις παραβλέπουμε το κοινωνικό περιεχόμενο της «αυτάρκειας;

Αγαπητοί μου, θεωρώ ότι πρέπει να λάβουμε υπόψη μας και την κοινωνική διάσταση της αυτάρκειας.  Και επιχειρηματολογώ επ’ αυτού.

Πρώτα απ’ όλα δεν πρέπει να διαφύγει της προσοχής μας ότι στη συνάφεια του κειμένου (Α΄ Τιμ 6,6-10.17-19) προβάλλονται κατεξοχήν κοινωνικές αρετές, όπως η ολιγάρκεια, η αποφυγή της φιλαργυρίας και η αγαθοεργία. Ο συγγραφέας, για να πείσει τους ακροατές του για την αξία της ολιγάρκειας, προβάλλει το επιχείρημα ότι η αυτάρκεια αντιστοιχεί πλήρως με τον τρόπο ύπαρξης του ανθρώπου στη γη. Αυτός έρχεται στη γη και φεύγει απ’ αυτή χωρίς κάποιο περιουσιακό στοιχείο (Α΄ Τιμ 6,7-8). Η διαπίστωση αυτή τον βοηθά να συνειδητοποιήσει ότι στη ζωή του χρειάζεται τα εντελώς απαραίτητα[31].

Επίσης στην ίδια συνάφεια ο συγγραφέας προβάλλει ανάλογα επιχειρήματα για να πείσει τους πιστούς να αποφεύγουν την φιλαργυρία και να κάνουν αγαθοεργίες. Ο χριστιανός αποδεχόμενος έμπρακτα τις αρετές αυτές, συμβάλλει τόσο στην αρμονική λειτουργία της κοινότητάς του, αίροντας τις κοινωνικές ανισότητες (Α΄ Τιμ 6,18), όσο και στην υπαρξιακή ολοκλήρωση και συμμετοχή του στην όντως ζωή (Α΄ Τιμ 6,9-10.19).

Στην επιστολή προς Τιμόθεον λοιπόν φαίνεται να κατανοείται η «αυτάρκεια» περισσότερο ως κοινωνική αρετή[32] και λιγότερο ως αρετή που σχετίζεται με την ατομική και την εσωτερική υπαρξιακή σφαίρα του πιστού.

Ολοκληρώνω τέλος, με το Φιλ 4,11, όπου ο απόστολος Παύλος χρησιμοποιεί τον όρο «αυτάρκης». Συγκεκριμένα εκφράζει τη μεγάλη του χαρά, επειδή γνωρίζει ότι οι χριστιανοί των Φιλίππων τον σκέφτονται πάντοτε και ενδιαφέρονται γι’ αυτόν, αν και δεν τους δόθηκε η ευκαιρία να το εκδηλώσουν. Τους διαβεβαιώνει παράλληλα ότι έμαθε να αρκείται σε όσα έχει (: «οὐχ ὅτι καθ᾿ ὑστέρησιν λέγω, ἐγὼ γὰρ ἔμαθον ἐν οἷς εἰμι αὐτάρκης εἶναι»).

Ο απόστολος των εθνών τονίζει ότι η ζωή τον δίδαξε (πρβλ. Β΄ Κορ 11,23-29[33]) να είναι πάντοτε αυτάρκης. Τονίζει πώς κατόρθωσε μέσα από την καθημερινή άσκηση να καταστεί ανεξάρτητος από οποιαδήποτε εξάρτηση. Αυτό όμως δεν το πέτυχε μόνος του, αλλά με την θεία αρωγή. Ο Παύλος πιστεύει ακράδαντα ότι η επίτευξη της αυτάρκειας δεν αποτελεί καθαρά ανθρώπινο κατόρθωμα, όπως στους Στωικούς, αλλά επιτυγχάνεται με την βοήθεια του Θεού[34].

Θεοφιλέστατε,

κυρίες και κύριοι,

Παραπάνω διαπιστώσαμε πόσο ποικιλόμορφα χρησιμοποιούνται οι έννοιες «αυτάρκεια» και «αυτάρκης»  στον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό.

Επίσης είδαμε πώς ο απόστολος Παύλος και οι μαθητές του υιοθετούν τη γλώσσα της ελληνορωμαϊκής φιλοσοφίας και συγκεκριμένα τις δύο φιλοσοφικά φορτισμένες λέξεις «αυτάρκης» και «αυτάρκεια». Ταυτόχρονα αυτοί όμως μετασχηματίζουν το περιεχόμενό τους. Υιοθετούν περισσότερο την αριστοτελική πολιτικοκοινωνική σημασία τους και ταυτόχρονα τους χρωματίζουν χριστιανικά.

Για τον απόστολο Παύλο και τους μαθητές του, ο χριστιανός, αν και ζει σε μια απολυταρχικά δομημένη κοινωνία, εν τούτοις αυτός λειτουργεί ως μέλος της χριστιανικής κοινότητας, ως μέλος μιας «δημοκρατικής» και «αλληλέγγυας» κοινότητας που έχει ως πρότυπό της τον Χριστό και την πολυποίκιλη προσφορά του στον συνάνθρωπο, με αποκορύφωμα την θυσία του για την ανθρωπότητα. Μέσα στη νέα αυτή κοινότητα, η αυτοτέλεια του πιστού, πραγματώνεται με την ενεργή συμμετοχή του στα κοινά και την ανιδιοτελή  προσφορά του προς τον συνάνθρωπο.

Έτσι, τον πρώτο αιώνα μ.Χ., χάρη στον απόστολο των εθνών Παύλο, ανατέλλει ένας καινούργιος πολιτισμός, ο πολιτισμός του πρώτου χριστιανισμού, ο οποίος συνυπάρχει και συνδιαλέγεται με τους άλλους πολιτισμούς. Ο χριστιανισμός αυτός δεν προβάλλεται μέσα στην ελληνορωμαϊκή κοινωνία ως η μεγάλη και η μοναδική αλήθεια, αλλά ως η εναλλακτική πρόταση που προσφέρει στους ταλαιπωρημένους ανθρώπους της ρωμαϊκής κοινωνίας ένα νέο πρότυπο ζωής,  που έχει θεμελιωθεί πάνω στην διδασκαλία, στο έργο και κυρίως στην θυσία του Ιησού Χριστού και έχει κτιστεί με υλικά διάφορα που χρησιμοποίησαν παλιότεροι τεχνίτες,
Ιουδαίοι και εθνικοί.

Σας ευχαριστώ.

Βλατάδων

[1] Πρβλ. «αὐτάρκεια» (Σολ 5,16)· «αὐτάρκης» ( Δ´ Μακ 9,9·  Πρμ  30,8· Σειρ 5,1· 11,24· 31,28· 40, 18).

[2] P. Hiebert, Anthropological Insights for Missionaries, Grand Rapids, Baker, Michigan, 1985, 30.

[3] Βλ. και J. H. Yoder, “How H. Richard Niebuhr Reasoned: A Critique of Christ and Culture”, στο G. H. Stassen, D. M. Yeager and J. H. Yoder, ed., Authentic Transformation: A New Vision of Christ ad Culture, Nashville, 1996, 54-61.

[4] Για τις οπτικές ή τρόπους σκέψης (worldviews) βλ., μεταξύ των άλλων, C. H. Kraft, Anthropology for Christian Witness, Maryknoll, Orbis, New York, 1996, 51-68.  Σημειώνουμε ότι οι οπτικές αυτές δεν είναι ορατές με την πρώτη ματιά, όμως αυτές βοηθούν τους ανθρώπους να «δουν» και να «κατανοήσουν» τον κόσμο. Προβάλλουν π.χ. διάφορες ιστορίες με τις  οποίες δίνονται απαντήσεις για την ύπαρξη μιας ομάδας και για τον σκοπό ύπαρξής της. Τέτοια «ιστορία» είναι π.χ. η ιστορία της σωτηρίας που προσφέρει ο Θεός στους Ισραηλίτες, απελευθερώνοντάς τους από την δουλεία της Αιγύπτου. Ένα σύγχρονο παράδειγμα τέτοιας «ιστορίας» είναι το «αμερικανικό όνειρο», οπτική που κυριαρχεί στην αμερικανική κοινωνία.

[5] P. Hiebert, ό.π., 49· Ν. Τ. Wright, ‪‪ The New Testament and the people of God, Fortress Press, Minneapolis, 1992, 125.

[6] Για την συμβολική διάσταση της κοινωνίας βλ., μεταξύ άλλων, C. Geertz, The Interpretation of Cultures, New York, 1973, 3-141· C. J. Schreiter, Constructing Local Theologies, Maryknoll, Orbis, N.Y., 1985, 49-75.

[7] Οι βιβλικές παραπομπές είναι από τις κριτικές εκδόσεις της Αγίας Γραφής: H Παλαιά Διαθήκη κατά τους O’ (Septuaginta), έκδοση A. Rahlfs, Stuttgart 1965 & Novum Testamentum Graece, Nestle-Aland, 27η έκδοση, Stuttgart 1993.

[8] Οι συντμήσεις των βιβλίων της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης είναι από την Αγία Γραφή που εκδίδει η Ελληνική Βιβλική Εταιρία (:Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη), Μετάφραση από τα πρωτότυπα κείμενα, Αθήνα, 2003, η΄).

[9] H. G. Liddell / R. Scott, A Greek-English Lexicon, Oxford 1953 (Mέγα Λεξικόν της Eλληνικής Γλώσσης, μετ. Ξ. Mόσχου και επιμ. M. Kωνσταντινίδη), Aθήναι · Βλ. και BDAG (W. Bauer / A. G. Danker, A Greek-English Lexicon of the NT, 2000 · Για την «αὐτάρκεια» στον αρχαιοελληνικό κόσμο βλ. συνοπτικά S. Meyer-Schwelling, «αὐτάρκεια», DNP (Der neue Pauli) τ. 2, 345-348. Βλ. επίσης G. Kittel, «αὐτάρκεια, αὐτάρκης», ThWNT, I, 466-467.

[10] Διογένη Λαέρτιου, Βίοι και γνώμαι των εν φιλοσοφία ευδοκιμησάντων (Vitae philosophorum), έκδ. H.S. Long, Diogenis Laertii vitae philosophorum, τ. 2, Oxford, 1964/1966, 2,24.

[11] Marcus Aurelius Antoninus, Τὰ εἰς ἑαυτόν, A. S. L. Farquharson, ed., The meditations of the emperor Marcus Aurelius, vol. 1, Oxford: Clarendon Press, 1944/1968, 1,16· βλ. και  U. Heckel,  TBLNT, 725.

[12] Βλ. Ο Επίκουρος, Άπαντα, έκδ. Φιλολογική ομάδα Κάκτου, Αθήνα 1994, 130.

[13] Βλ. Ο Επίκουρος, Άπαντα, έκδ. Φιλολογική ομάδα Κάκτου, Αθήνα 1994, 130-131, όπου ο φιλόσοφος τονίζει ότι «… οὐχ ἵνα πάντως τοῖς ὀλίγοις χρώμεθα, ἀλλ’ ὅπως ἐὰν μὴ ἔχωμεν τὰ πολλά, τοῖς ὀλίγοις χρώμεθα, πεπεισμένοι γνησίως ὅτι ἥδιστα πολυτελείας ἀπολαύουσιν οἱ ἥκιστα ταύτης δεόμενοι»· «… τὸ συνεθίζειν οὖν ἐν ταῖς ἁπλαῖς καὶ οὐ πολυτελέσι διαίταις καὶ ὑγιείας ἐστὶ συμπληρωτικὸν καὶ πρὸς τὰς ἀναγκαίας τοῦ βίου χρήσεις ἄοκνον ποιεῖ τὸν ἄνθρωπον».

[14] Βλ. Επίκτητος (κατά τον Στοβαίο), H. Schenkl, Εpicteti dissertationes ab Arriano digestae, Gnomologium Epicteteum, Leibzig 1916/1965, 481: «… Τὸ καλῶς ζῆν τοῦ πολυτελῶς διαφέρει· τὸ μὲν γὰρ ἐκ σωφροσύνης καὶ αὐταρκείας καὶ εὐταξίας καὶ κοσμιότητος καὶ εὐτελείας παραγίνεται, τὸ δὲ ἐξ ἀκολασίας καὶ τρυφῆς καὶ ἀταξίας καὶ ἀκοσμίας».

[15] Όπως χαρακτηριστικά ο φιλόσοφος αναφέρει, Διατριβαί 3,13,5, μερικοί «…οὐ γὰρ ἐπινοοῦσι διεξαγωγὴν μόνου καὶ ἀπό τινος φυσικοῦ ὁρμώμενοι, ἀπὸ τοῦ φύσει κοινωνικοῦ εἶναι καὶ φιλαλλήλου καὶ ἡδέως συναναστρέφεσθαι ἀνθρώποις».

[16] Επικτήτου, Διατριβαί 3,13,7εξ.: «…αὐτὸς ἑαυτῷ σύνεστιν καὶ ἡσυχάζει ἐφ’ ἑαυτοῦ καὶ ἐννοεῖ τὴν διοίκησιν τὴν ἑαυτοῦ οἵα ἐστὶ καὶ ἐν ἐπινοίαις γίνεται πρεπούσαις ἑαυτῷ».

[17] Επικτήτου, Διατριβαί 3,13,9εξ.: «…Ὁρᾶτε γάρ, ὅτι εἰρήνην μεγάλην ὁ Καῖσαρ ἡμῖν δοκεῖ παρέχειν, ὅτι οὐκ εἰσὶν οὐκέτι πόλεμοι οὐδὲ μάχαι οὐδὲ λῃστήρια μεγάλα οὐδὲ πειρατικά, ἀλλ’ ἔξεστιν πάσῃ ὥρᾳ ὁδεύειν, πλεῖν ἀπ’ ἀνατολῶν ἐπὶ δυσμάς. μή τι οὖν καὶ ἀπὸ πυρετοῦ δύναται ἡμῖν εἰρήνην παρασχεῖν, μή τι καὶ ἀπὸ ναυαγίου, μή τι καὶ ἀπὸ ἐμπρησμοῦ ἢ ἀπὸ σεισμοῦ ἢ ἀπὸ κεραυνοῦ; ἄγε ἀπ’ ἔρωτος; οὐ δύναται. ἀπὸ πένθους; οὐ δύναται. ἀπὸ φθόνου; οὐ δύναται. ἀπ’ οὐδενὸς ἁπλῶς τούτων».

[18] Επικτήτου, Διατριβαί 3,13,11εξ.: «…οὐ λυπηθήσεσθε, οὐκ ὀργισθήσεσθε, οὐκ ἀναγκασθήσεσθε, οὐ κωλυθήσεσθε, ἀπαθεῖς δὲ καὶ ἐλεύθεροι διάξετε ἀπὸ πάντων».

[19] Επικτήτου, Διατριβαί, 3,13,12εξ.: «…ταύτην τὴν εἰρήνην τις ἔχων… δηλαδή την ειρήνη, την … ὑπὸ τοῦ θεοῦ κεκηρυγμένην διὰ τοῦ λόγου… και όχι την ειρήνη την … κεκηρυγμένην…ὑπὸ τοῦ Καίσαρος (πόθεν γὰρ αὐτῷ ταύτην κηρύξαι;)…, τότε, αναρωτιέται ο φιλόσοφος, οὐκ ἀρκεῖται (εννοείται ο άνθρωπος) ὅταν ᾖ μόνος, ἐπιβλέπων καὶ ἐνθυμούμενος «νῦν ἐμοὶ κακὸν οὐδὲν δύναται συμβῆναι…».

[20] Ο Διογένης ο Λαέρτιος, 6,104, αναφέρει χαρακτηριστικά  για τους Κυνικούς ότι « Ἀρέσκει δ’ αὐτοῖς καὶ λιτῶς βιοῦν, αὐτάρκεσι χρωμένοις σιτίοις καὶ τρίβωσι μόνοις, πλούτου καὶ δόξης καὶ εὐγενείας καταφρονοῦσιν...».

[21] Aριστοτέλους, Πολιτικά, έκδ. W. D. Ross, Aristotelis politica, Oxford 1957,1325b. Βλ. και ό.π., 1252b: «…ἡ δ’ ἐκ πλειόνων κωμῶν κοινωνία τέλειος πόλις, ἤδη πάσης ἔχουσα πέρας τῆς αὐταρκείας ὡς ἔπος εἰπεῖν, γινομένη μὲν τοῦ ζῆν ἕνεκεν, οὖσα δὲ τοῦ εὖ ζῆν».

[22] Aριστοτέλους, Πολιτικά, 1253a «… ὅτι μὲν οὖν ἡ πόλις καὶ φύσει καὶ πρότερον ἢ ἕκαστος, δῆλον· εἰ γὰρ μὴ αὐτάρκης ἕκαστος χωρισθείς, ὁμοίως τοῖς ἄλλοις μέρεσιν ἕξει πρὸς τὸ ὅλον, ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι’ αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός. φύσει μὲν οὖν ἡ ὁρμὴ ἐν πᾶσιν ἐπὶ τὴν τοιαύτην κοινωνίαν· ὁ δὲ πρῶτος συστήσας μεγίστων ἀγαθῶν αἴτιος…».

[23] Επισημαίνουμε ότι η εικόνα του ανθρώπινου σώματος χρησιμοποιείται και από τον απ. Παύλο και μάλιστα σε παραινετικά κείμενα (Ρωμ 12,4· Α΄ Κορ 12,12-27). Και στα δύο κείμενα, αλλά ιδιαίτερα στο Ρωμ 12 η εικόνα αυτή συνδυάζεται με τη χριστιανική αρετή της αγάπης, την οποία τα μέλη της χριστιανικής κοινότητας προτρέπονται ν’ ασκούν.

[24] Για την λογεία βλ., μεταξύ των άλλων, Χ. Ατματζίδης, «Η λογεία ως πρότυπο άσκησης της αγάπης και της κοινωνικής αλληλεγγύης μεταξύ των χριστιανών», Εισήγηση στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου, Θεολογική Ημερίδα, θέμα: Εις Διακονίαν του σώματος του Χριστού, Κύπρος, 27 Σεπτεμβρίου 2012. Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό της Ι. Μ. Κωνσταντίας-Αμμοχώστου Πνευματική Διακονία, 17 (2013), 20-36· βλ. και Χ. Ατματζίδης, Καινοδιαθηκικά, εκδόσεις Ostracon, Critical Approaches to the Bible, vol. II, Θεσσαλονίκη 2014, 131-157· του ίδιου, Ερμηνευτικές και θεολογικές προσεγγίσεις στην Καινή Διαθήκη, εκδόσεις Ostracon, Critical Approaches to the Bible, vol. IV, Θεσσαλονίκη 2014, 223-249.

[25]  Για τις διάφορες θέσεις επί του θέματος βλ., μεταξύ των άλλων,  H. Windisch, Der zweite Korintherbrief, Göttingen 1924, 277· M. Theobald, Die überströmende Gnade. Studien zur einem paulinischen Motivfeld, 1982, 294 · D. Georgi, Die Armen zu gedenken. Die Geschichte der Kollekte des Paulus für Jerusalem, Neukirchen-Vluyn, 1994, 70· V. P. Furnish, II Corinthians, The Anchor Bible, New York 1984, 447-448· M. E. Thrall, 2 Corinthians 8-13, T & T Clark International, London 2004, 577-578.

[26] Έτσι η πλειονότητα των ερευνητών, όπως οι H. Windisch, ό.π., 278· M. E. Thrall, ό.π., 578-579· P. Barnett, The Second Epistle to the Corinthians, The New International Commentary on the New Testament, Michigan/ Cambridge, U. K., 438-439· F. J. Matera, II Corinthians, The New Testament Library, Westminster John Nox Press, Louisville London, 2003, 206.

[27] Έτσι, μεταξύ άλλων, οι Μ. Dibelius, Die Pastoralbriefe, HNT 13, neu bearbeitet von H. Conzelmann (Dibelius/Conzelmann), Tübingen 1955, 64-65· Ν. Brox, Die Pastoralbriefe, Regensburg 1989, 209εξ.· L. Oberlinner, Die Pastoralbriefe. Kommentar zum ersten Timotheusbrief, (HThK), τ. X1/2, Freiburg/Basel/Wien 1994, 278εξ.

[28] Ο ορισμός από τον G. Kittel, «αὐτάρκεια, αὐτάρκης», ThWNT, I, 466.

[29] Έτσι, μεταξύ άλλων, οι J. Roloff, Der erste Brief an Timotheus, Evangelisch-Katholischer Kommentar zum Neuen Tesatament XV (EKK XV), Neukirchen-Vluyn 1988, 334,εξ.· Ι. Η. Marshall, The Pastoral Epistles, The International Critical Commentary (ICC), Edinburgh 1999, 645.

[30] Βλ. και Σειρ 11,24 («μὴ εἴπῃς· αὐτάρκη μοί ἐστι»)· 31,28 («ἀγαλλίαμα καρδίας καὶ εὐφροσύνη ψυχῆς οἶνος πινόμενος ἐν καιρῷ αὐτάρκης»)· πρβλ. Δ΄ Μακ 9,9· Ψαλμ Σολ 5,18.

[31] Και οι δύο αυτοί στίχοι σχετίζονται: α) Με παλαιοδιαθηκικά χωρία. Το Α΄ Τιμ 6,7 με τα χωρία: Ιώβ 1,21· Εκ 5,14· Σολ 7,6. Το Α΄ Τιμ 6,8 με τα χωρία: Γεν 28,20· Εκ 29,21. β) Με αντίστοιχες θέσεις της ελληνιστικής ιουδαϊκής γραμματείας και της στωικής φιλοσοφίας. 1) Παράλληλα για το Α΄ Τιμ 6,7: Ο Φίλων ο Ιουδαίος, Περ τν ναφερομένων ν είδει νόμων, έκδ. L. Cohn, Philonis Alexandrini opera quae supersunt, τ. 5, Berlin 1906/1962, 1,294εξ., αναρωτιέται: «σὲ τί ποιεῖν ἁρμόττει πρὸς ἀνθρώπους; και απαντά: τὸν μηδὲν εἰς τὸν κόσμον ἀλλὰ μηδὲ σαυτὸν εἰσενηνοχότα; γυμνὸς μὲν γάρ, θαυμάσιε, ἦλθες, γυμνὸς δὲ πάλιν ἄπεις». Επίσης, ο Σενέκας στην Επιστολή 102, 24εξ., αναφέρει ότι «…αρμόζει στη φύση, όπως εμφανιστήκαμε στη γη, έτσι και να την εγκαταλείπουμε. Δεν επιτρέπεται να πάρεις μαζί σου τίποτε περισσότερο από αυτά που έχεις εισφέρει». (Το μεταφρασμένο απόσπασμα είναι από το έργο του M. Rosenbach, [Hrsg.], L. Annaeus Seneca, Philosophischen Schriften, Lateinisch u. Deutsch, Bd. 1-5, Darmstadt 1999). Η αντίληψη αυτή είναι ευρύτατα διαδεδομένη στην αρχαιότητα. Γι’ άλλα παραδείγματα από πηγές βλ. M. Dibelius, 65· I. H. Marshall, 645-646· W. Mounce, 342. 2) Παράλληλα για το Α΄ Τιμ 6,8: Ο Επίκτητος, Εγχειρίδιον, έκδ. H. Schenkl, Epikteti dissertationes ab Arriano digestae, Leibzig/Stuttgart 1916/1965, 33,7, τονίζει στους ακροατές του: «… τὰ περὶ τὸ σῶμα μέχρι τῆς χρείας ψιλῆς παραλάμβανε, οἷον τροφάς, πόμα, ἀμπεχόνην, οἰκίαν, οἰκετίαν· τὸ δὲ πρὸς δόξαν ἢ τρυφὴν ἅπαν περίγραφε». Γι’ άλλα παραδείγματα βλ. M. Dibelius, 65· I. H. Marshall, 647-649.

[32] Βλ. και Χ. Οικονόμου, ««Αυτάρκης και αυτάρκεια στους Στωικούς και στον Απόστολο Παύλο»», ο οποίος, χωρίς ν’ αναφερθεί στον Αριστοτέλη, αλλά επικαλούμενος παύλεια χωρία, τονίζει την κοινωνική διάσταση της αυτάρκειας στο Α΄ Τιμ 6,6, γράφοντας χαρακτηριστικά, ό.π., 33: «Για τον Παύλο όμως είναι αδιανόητο να υπάρχει χριστιανός αυτάρκης χωρίς να κοινωνεί την αυτάρκεια του και στον πλησίον». Βλ. επίσης Σ. Δεσπότης, Υπόμνημα στην Α΄ Τιμόθεον. Ο χριστιανισμός και η «σιωπηλή» εξακτίνωσή του στον κόσμο, Έκδ. Tremendum, Αθήνα 2014, 474-478, όπου αναφέρονται και οι δύο διαστάσεις της έννοιας της επάρκειας και ταυτόχρονα τονίζεται περισσότερο η σχέση του χωρίου με το Φιλ 4,11.

[33] Για τους καταλόγους παθημάτων του απ. Παύλου βλ., μεταξύ των άλλων, Χ. Ατματζίδης, Θεολογία της Καινής Διαθήκης, Εισαγωγή, θεολογία των παύλειων επιστολών και θεολογία της ιωάννειας γραμματείας,  εκδόσεις Ostracon, Critical Approaches to the Bible, vol. III, Θεσσαλονίκη 2014, 168-171 (γενικά) · Π. Κουκότσικα, Ο απόστολος Παύλος και η ρητορική. Μια αγαστή σύμπραξη, εκδόσεις Ostracon, Critical Approaches to the Bible, vol. VIII, Θεσσαλονίκη 2015, 126-135 (αναλυτικά).

[34] Βλ., μεταξύ των άλλων, P. T. O’ Brien, The Epistle to the Philippians, The New International Greek Testament Commentary, Michigan/Cambridge, 2013, 431· G. F. Hawthorne, Philippians, Word Biblical Commentary, Vol. 43, Texas, 1983, 264· Βλ. και Χ. Οικονόμου, «Αυτάρκης και αυτάρκεια στους Στωικούς και στον Απόστολο Παύλο», 33, ο οποίος συμπεραίνει ότι «ενώ η αυτάρκεια των Στωικών έχει την έννοια της ολιγάρκειας, της λιτότητας και της επάρκειας στα λίγα υλικά μέσα που χρειάζονται για να ζήσει ο άνθρωπος, ο Παύλος ξέρει να είναι αυτάρκης και στα πολλά και στη στέρηση· «χορτάζεσθαι καὶ πεινᾶν καὶ περισσεύειν καὶ ὑστερεῖσθαι» (Φιλ 4,12).

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ και χαρακτηρίσθηκε . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.