Η εισήγηση του Καθηγητή του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας του ΑΠΘ στο Γ’ Διεθνές Αγιολογικό Συνέδριο με θέμα: «Οἱ ἀποστολικοί πατέρες καί ἡ ἐποχή τους» που έγινε στη Σμύρνη
Παναγιώτατε Πάτερ καὶ Δέσποτα,
Σεβασμιώτατοι, Θεοφιλέστατε,
Σεβαστοὶ πατέρες καὶ ὁμότιμοι καθηγητές,
Κυρίες καὶ κύριοι συνάδελφοι,
Ἐκλεκτοὶ παρευρισκόμενοι,
Εἶναι γνωστὸ ἤδη ἀπὸ τὶς Πράξεις Ἀποστόλων ὅτι ἡ Μικρὰ Ἀσία κατέστη τὸ θέατρο τῆς δράσεως τῶν πρώτων ἀποστόλων, μὲ ἐξέχουσα τὴν περίπτωση τοῦ ἀποστόλου Παύλου καὶ τῶν συνεργῶν του, ὁ ὁποῖος ἐπισκέφθηκε κατὰ τὶς περιοδεῖες του ἢ ἐπικοινωνοῦσε μὲ ἐπιστολὲς μὲ τὶς ἐκκλησιαστικὲς κοινότητες ποὺ εἶχαν δημιουργηθεῖ στὰ μικρασιατικὰ παράλια ἀλλὰ καὶ στὴν ἐνδοχώρα. Ἀρκετὲς παραδόσεις γιὰ τὴ μεταβατικὴ περίοδο ἀπὸ τὴν ἀποστολικὴ στὴν μεταποστολικὴ ἐποχὴ ἐπιβίωσαν σὲ σύγχρονες ἤ, κυρίως, μεταγενέστερες πηγές, ἀποκαλύπτοντάς μας, ὄχι σπάνια μὲ ἕναν αἰνιγματικὸ τρόπο, ἀφοῦ ἐπικαλοῦνται μαρτυρίες καὶ παραδόσεις ποὺ εἶχαν ἀπωλεσθεῖ μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου καὶ δεδομένης τῆς ἰσχυρῆς ὑπεροχῆς τῆς προφορικότητας ἔναντι τοῦ γραπτοῦ λόγου κατὰ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες, ἄγνωστες καὶ ἐντυπωσιακὲς πολλὲς φορὲς εἰδήσεις γιὰ τὴν ἀποστολικὴ ἢ μεταποστολικὴ ἱστορία τῶν ἐκκλησιαστικῶν κοινοτήτων τῆς Μικρᾶς Ἀσίας.
Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰώνα ὁ Εὐσέβιος Καισαρείας καταγράφει στὴν Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία του κάποιες ἀπὸ αὐτὲς τὶς παραδόσεις, ἀναφερόμενος στὴν περίπτωση τοῦ ἐπισκόπου Πολυκράτη, ἡγέτη τῶν θεωρούμενων «παραδοσιακῶν» ἐπισκόπων τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ποὺ ὑποστήριζαν τὸν τεσσαρεσκαιδεκατιτικὸ ὑπολογισμὸ γιὰ τὸν ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα, ὁ ὁποῖος σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν πάπα Βίκτωρα καὶ τὴν ἐκκλησία τῆς Ρώμης γιὰ νὰ στηρίξει τὴ θέση του ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ παλαιὸ ἐκκλησιαστικὸ ἔθος, ἐκθέτει τὴν ἀποστολικὴ καὶ μαρτυρικὴ αὐθεντία τῆς μικρασιατικῆς παραδόσεως ὡς ἑξῆς·
«… καὶ γὰρ κατὰ τὴν Ἀσίαν μεγάλα στοιχεῖα κεκοίμηται· ἅτινα ἀναστήσεται τῇ ἡμέρᾳ τῆς παρουσίας τοῦ κυρίου, ἐν ᾗ ἔρχεται μετὰ δόξης ἐξ οὐρανῶν καὶ ἀναζητήσει πάντας τοὺς ἁγίους, Φίλιππον τῶν δώδεκα ἀποστόλων, ὃς κεκοίμηται ἐν Ἱεραπόλει καὶ δύο θυγατέρες αὐτοῦ γεγηρακυῖαι παρθένοι καὶ ἡ ἑτέρα αὐτοῦ θυγάτηρ ἐν ἁγίῳ πνεύματι πολιτευσαμένη ἐν Ἐφέσῳ ἀναπαύεται· ἔτι δὲ καὶ Ἰωάννης ὁ ἐπὶ τὸ στῆθος τοῦ κυρίου ἀναπεσών, ὃς ἐγενήθη ἱερεὺς τὸ πέταλον πεφορεκὼς καὶ μάρτυς καὶ διδάσκαλος· οὗτος ἐν Ἐφέσῳ κεκοίμηται, ἔτι δὲ καὶ Πολύκαρπος ἐν Σμύρνῃ, καὶ ἐπίσκοπος καὶ μάρτυς· καὶ Θρασέας, καὶ ἐπίσκοπος καὶ μάρτυς ἀπὸ Εὐμενείας, ὃς ἐν Σμύρνῃ κεκοίμηται».
1. Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΚΑΙ ΚΑΘΙΕΡΩΣΗ ΤΟΥ ΟΡΟΥ «ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ»
Στὴν ἀναζήτηση αὐτῶν τῶν ἀρχαίων παραδόσεων καὶ κυρίως τοῦ ἀρχαίου πνεύματος τῆς Ἐκκλησίας καθοριστικὸ ρόλο διαδραματίζει ἡ ἐπιβίωση μιᾶς ὁμάδας κειμένων ποὺ χρονολογοῦνται στὰ τέλη τοῦ 1ου καὶ στὶς πρῶτες δεκαετίες τοῦ 2ου μ.Χ. αἰώνα, καὶ τὰ ὁποῖα περιλαμβάνονται σήμερα στὸν κύκλο τῶν λεγόμενων «Ἀποστολικῶν Πατέρων»
Ὁ ὅρος «Ἀποστολικοὶ Πατέρες» ἢ «Ἀποστολικοί» ἐμφανίζεται μὲ τὴ σημερινὴ ἔννοιά του γιὰ πρώτη φορὰ τὸ 1677 καὶ τὸ 1679, ὅταν χρησιμοποιήθηκε ἀπὸ τοὺς W(illiam) Cave ἀρχικὰ (Apostolici:… those who were contemporary with or immediately succeeded the Apostles) καὶ τὸν Jean-Baptiste Cotelier, στὴν πρώτη ἔκδοση τῶν Ἀποστολικῶν Πατερών (Sanctorum Patrum qui temporibus apostolicis floruerunt) γιὰ νὰ δηλώσει μία ὁμάδα ἐπώνυμων, ἀνώνυμων καὶ ψευδεπίγραφων συγγραφῶν τοῦ τέλους τοῦ πρώτου καὶ τῶν ἀρχῶν τοῦ δεύτερου αἰώνα. Λίγο δὲ ἀργότερα, τὸ 1693 ἐγκαινιάσθηκε ἀπὸ τὸν William Wake ὁ σύγχρονος τεχνικὸς ὅρος στὸν τίτλο τοῦ ἔργου του The Genuine Epistles of the Apostolical Fathers. Ἄν καὶ ὁ ἀείμνηστος καθηγητὴς Στυλ. Παπαδόπουλος θεωρεῖ τὸν ὅρο αὐτὸ ποὺ χρησιμοποιήθηκε γιὰ τοὺς πρώτους μετακαινοδιαθηκικοὺς συγγραφεῖς καὶ γιὰ κάποια ψευδεπίγραφα ἔργα ὡς «οὐσιαστικὸ καὶ μεθοδολογικὸ σφάλμα», σήμερα ἔχει ἐπικρατήσει τόσο στὴ διεθνὴ ὅσο καὶ στὴν ἑλληνόγλωσση πατρολογικὴ ἔρευνα, προσλαμβάνοντας, ὡστόσο, ἀρκετὰ ρευστὸ πλαίσιο, ἀφοῦ στὶς παλαιότερες καὶ νεότερες ἐκδόσεις διαφοροποεῖται αἰσθητὰ ὁ ἀριθμὸς τῶν συγγραφέων ποὺ ἐντάσσονται στοὺς «Ἀποστολικοὺς Πατέρες», φθάνοντας νὰ περιλαμβάνει ἀκόμη καὶ ἀρχαίους ἀπολογητές, ὅπως ὁ Κοδράτος, ἢ ἀρχαῖα Μαρτύρια, ὅπως τὸ Μαρτύριο τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου.
Ἐὰν ἀνατρέξουμε στὴ χριστιανικὴ γραμματεία θὰ διαπιστώσουμε ὅτι ὁ ὅρος «ἀποστολικὸς πατήρ», ἄν καὶ μαρτυρεῖται ἤδη στὸν Σεβῆρο Ἀντιοχείας τὸν ἕκτο αἰώνα, πρωτοεμφανίζεται στὶς ἑλληνικὲς πηγὲς τὸν 7ο αἰώνα στὸν Ὁδηγὸ τοῦ Ἀναστασίου Σιναΐτη, προκειμένου ὅμως νὰ δηλώσει ἕνα συγκεκριμένο συγγραφέα, τὸν Διονύσιο Ἀρεοπαγίτη («ὅθεν καὶ ὁ ἀποστολικὸς πατὴρ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης…»), καὶ ὄχι μία ὁμάδα συγγραφέων καὶ κειμένων. Στὸ ἴδιο πνεῦμα μνημονεύεται ὡς ἀποστολικὸς πατὴρ καὶ ὁ Λέων ὁ Μέγας πάπας Ρώμης στὰ πρακτικὰ τῆς Ἕκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἐνῶ καὶ στὴ σύνοδο τοῦ Λατερανοῦ τὸ 649 ἀπαντᾶ μία γενικὴ καὶ κάπως ἀόριστη ἀναφορὰ στοὺς «ἀποστολικοὺς πατέρες»: «καὶ τὰ σχίσματα διαλύεται πρὸς ἕνωσιν αὖθις πρυτανευόμενα· ἐπεὶ τοῖς θεοδιδάκτοις καὶ ἀποστολικοῖς ὑμῖν πατράσιν <οὐχ> ἑπόμενοι, ἐν γράμμασι καὶ ἀγράφως αὐτοὺς ἀναθεματίζομεν». Ἀκόμη καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ 9ου αἰώνα τὸν ὅρο αὐτὸ θὰ χρησιμοποιήσουν οἱ ὅσιοι Πλάτων τοῦ Σακκουδίου καὶ Θεόδωρος ὁ Στουδίτης σὲ ἐπιστολή τους (ἀρ. 34) πρὸς τὸν πάπα Ρώμης Λέοντα Γ´, προσφωνώντας τον: «Τῷ ἰσαγγέλῳ μακαριωτάτῳ καὶ ἀποστολικῷ πατρὶ πατέρων Λέοντι πάπᾳ Ῥώμης».
2. ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΜΑΔΑ ΤΩΝ «ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ»
Tὸ βασικότερο κριτήριο ποὺ προβλήθηκε γιὰ τὴ συμπερίληψη ἑνὸς συγγραφέα ἢ ἑνὸς ἀνώνυμου κειμένου στὴν ὁμάδα τῶν Ἀποστολικῶν Πατέρων ἦταν ἡ βέβαιη ἢ πιθανὴ σύνδεσή του μὲ πρόσωπα τοῦ ἀποστολικοῦ περιβάλλοντος ἢ ὁ χρονικὸς προσδιορισμός του στὶς τελευταῖες δεκαετίες τοῦ πρώτου ἢ στὸ πρῶτο μισὸ τοῦ δεύτερου αἰώνα καὶ ἑπομένως ἡ ἀμεσότητα τῆς θεολογικῆς παραδόσεως ποὺ ἐκόμιζαν αὐτὰ τὰ κείμενα. Αὐτὸ συνέβη ὁπωσδήποτε μὲ τρεῖς ἐξ αὐτῶν, τὸν Ἰγνάτιο Ἀντιοχείας, τὸν Πολύκαρπο Σμύρνης καὶ τὸν Κλήμεντα Ρώμης, οἱ ὁποῖοι σύμφωνα μὲ τὰ ἔργα τους καὶ τὶς πηγὲς τῶν τεσσάρων πρώτων αἰώνων, ἀνήκουν βεβαιωμένα στὸ ἱστορικὸ πλαίσιο τῆς μεταποστολικῆς ἐποχῆς. Ὅπως ἐπισημαίνει ὁ καθηγητὴς Παν. Χρήστου, οἱ Ἀποστολικοὶ Πατέρες «ἀπηχοῦν τὴν ἄμεσον παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ πρῶτοι Χριστιανοὶ εἶχον κτῆμα αὐτὸν τοῦτον τὸν Χριστόν, ἀκόμη καὶ πρὶν γραφοῦν τὰ εὐαγγέλια· αὐτὸ εἶναι ἡ ζωντανὴ παράδοσις».
Ἕνα ἄλλο κριτήριο ποὺ χρησιμοποιήθηκε κατὰ περίπτωση ἦταν, ὅπως θὰ δοῦμε, ἡ διεκδίκηση τῶν κειμένων αὐτῶν τῶν συγγραφέων γιὰ μία θέση μεταξὺ τῶν κειμένων τοῦ Κανόνα τῆς Καινῆς Διαθήκης, στοιχεῖο ποὺ κατεδείκνυε τὴν πρώιμη χρονολόγησή τους. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι κάποια ἐξ αὐτῶν μνημονεύονται τόσο στὰ ἴδια τὰ ἔργα τῶν ἀποστολικῶν πατέρων ὅσο καὶ ἐπιφανῶν συγγραφέων τῆς ἀμέσως ἐπόμενης περιόδου, ὅπως ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος Λυῶνος καὶ ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς, μὲ τὸν προσδιορισμὸ «γραφή». Θὰ μνημονεύσουμε ἐνδεικτικὰ τὴν περίπτωση τοῦ Παπία Ἱεραπόλεως, ὁ ὁποῖος στὸ ἔργο του Λογίων κυριακῶν ἐξηγήσεις χρησιμοποιεῖ δύο φορὲς τὸν συγκεκριμένο ὅρο· 1ον συνοδεύοντας τὶς Πράξεις καὶ 2ον: «καὶ ἄλλας δὲ τῇ ἰδίᾳ γραφῇ παραδίδωσιν Ἀριστίωνος τοῦ πρόσθεν δεδηλωμένου τῶν τοῦ κυρίου λόγων διηγήσεις καὶ τοῦ πρεσβυτέρου Ἰωάννου παραδόσεις». Πρόκειται, ὡστόσο, γιὰ ἕνα θέμα ποὺ ἔχει ἀπασχολήσει ἐπανειλημμένα καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ ἀπασχολεῖ τὴ σύγχρονη βιβλικὴ καὶ πατρολογικὴ ἔρευνα, γιὰ τὸ ὁποῖο δὲν θὰ σᾶς κουράσω περισσότερο, πέραν μιᾶς γενικῆς ἀποδόσεως στὸν ὅρο «γραφὴ» τοῦ περιεχομένου τῆς ἀρχαίας αὐθεντικῆς παραδόσεως ποὺ ἐκπηγάζει ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ ἀποστολικὸ περιβάλλον.
Θὰ μποροῦσαν ἐνδεχομένως νὰ προβληθοῦν καὶ κάποια κοινὰ λογοτεχνικὰ κριτήρια, ἀφοῦ στὴ συντριπτική τους πλειονότητα τὰ κείμενα τῶν Ἀποστολικῶν Πατέρων ἀνήκουν στὸ λογοτεχνικὸ εἶδος τῶν ἐπιστολῶν, ἢ ἔστω τῶν πραγματειῶν σὲ ἐπιστολιμαία μορφή, εἶδος κυρίαρχο στὴ χριστιανικὴ γραμματεία τῆς πρώιμης περιόδου.
3. Η ΠΡΟΣΛΗΨΗ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΧΙΛΙΕΤΙΑ
Τὸ ἐρώτημα, ὅμως, ποὺ χρήζει ἀπαντήσεως εἶναι ποιά ὑπῆρξε γιὰ τὴν Ἐκκλησία στὴν πάροδο τῶν αἰώνων ἡ ἀξία τῶν κειμένων τῶν Ἀποστολικῶν Πατέρων. Ποιά αὐθεντία κομίζουν τὰ κείμενα αὐτὰ καί, ἐν τέλει, ποιό ὑπῆρξε τὸ πλαίσιο ἀλλὰ καὶ τὰ αἴτια τῆς πρόσληψής τους κατὰ τοὺς ἑπόμενους αἰῶνες τόσο στὴ χριστιανικὴ Ἀνατολὴ ὅσο καὶ στὴ Δύση; Στὸ ἐρώτημα αὐτὸ θὰ προσπαθήσουμε νὰ ἀπαντήσουμε, διατρέχοντας, στὰ περιορισμένα ὅρια τῆς ἀποψινῆς εἰσηγήσεώς μας, τοὺς κύριους σταθμοὺς τῆς χριστιανικῆς γραμματείας τῆς πρώιμης καὶ βυζαντινῆς περιόδου.
Ἀσφαλῶς ἡ ἀφετηρία τῆς προσλήψεως τοῦ ἔργου ἑνὸς ἀπὸ τοὺς σημαντικότερους ἐκπροσώπους τοῦ κύκλου τῶν Ἀποστολικῶν Πατέρων, τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, ἐντοπίζεται ἤδη κατὰ τὴν μεταποστολικὴ ἐποχή, ὅταν οἱ ἐπιστολὲς τὶς ὁποῖες εἶχε συντάξει στὴ Σμύρνη καὶ τὴν Τρωάδα καὶ εἶχε ἀποστείλει σὲ ἕξι ἐκκλησιαστικὲς κοινότητες στὴ Μ. Ἀσία καὶ τὴ Ρώμη, καθὼς καὶ σὲ ἕναν ἄλλο σημαντικὸ ἡγέτη τῆς ἐκκλησίας, τὸν ἅγιο Πολύκαρπο Σμύρνης, ἀποστέλλονται ἀπὸ τὸν τελευταῖο στοὺς χριστιανοὺς τῶν Φιλίππων, συνοδεύοντας τὴν πρὸς αὐτοὺς ἐπιστολή του· «τὰς ἐπιστολὰς Ἰγνατίου τὰς πεμφθείσας ἡμῖν ὑπ’ αὐτοῦ καὶ ἄλλας, ὅσας εἴχομεν παρ’ ἡμῖν, ἐπέμψαμεν ὑμῖν, καθὼς ἐνετείλασθε· αἵτινες ὑποτεταγμέναι εἰσὶν τῇ ἐπιστολῇ ταύτῃ». Μάλιστα, στὸ παράθεμα αὐτὸ μποροῦμε νὰ ἐντοπίσουμε καὶ μιὰ ἀναφορὰ σὲ ἐπιστολιμαῖο ὑλικὸ τὸ ὁποῖο δὲν μᾶς ἔχει διασωθεῖ, ἀφοῦ ὁ Πολύκαρπος κάνει λόγο γιὰ περισσότερες τῆς μιᾶς ποὺ μᾶς ἔχει παραδοθεῖ, ἐπιστολὲς ποὺ τοῦ εἶχε ἀποστείλει ὁ Ἰγνάτιος.
Πέραν αὐτῆς τῆς μαρτυρίας, ἰδιαίτερη θέση στὴ γραμματεία τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας φαίνεται πὼς κατέχει τὸ ἀρχαιότερο κείμενο ἐξ αὐτῶν ποὺ συναπετέλεσαν τὴν ὁμάδα τῶν Ἀποστολικῶν πατέρων, ἡ Α´ Ἐπιστολὴ τοῦ Κλήμεντος Ρώμης πρὸς τὴν ἐκκλησία τῆς Κορίνθου, τὴν ὁποία χρησιμοποιεῖ μὲ συστηματικὸ τρόπο ὁ ἅγιος Πολύκαρπος στὴ μνημονευθείσα ἐπιστολή του πρὸς τοὺς Φιλιππήσιους χριστιανούς. Μάλιστα, σύμφωνα μὲ τὸν Εὐσέβιο Καισαρείας, ὁ Διονύσιος Κορίνθου σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὴν ἐκκλησία τῆς Ρώμης βεβαίωνε ὅτι καὶ στὴν ἐποχή του, περὶ τὸ 170 μ.Χ. οἱ χριστιανοὶ τῆς Κορίνθου τὴ χρησιμοποιοῦσαν ὡς ἀνάγνωσμα: «καὶ τῆς Κλήμεντος πρὸς Κορινθίους μέμνηται ἐπιστολῆς, δηλῶν ἀνέκαθεν ἐξ ἀρχαίου ἔθους ἐπὶ τῆς ἐκκλησίας τὴν ἀνάγνωσιν αὐτῆς ποιεῖσθαι».
Τὴ συγκεκριμένη ἐπιστολὴ χρησιμοποιεῖ ἤδη καὶ ὁ Εἰρηναῖος στὸ μεγάλο ἀντιαιρετικὸ ἔργο του Ἔλεγχος καὶ ἀνατροπὴ τῆς ψευδωνύμου γνώσεως, μνημονεύοντας τὸ πλαίσιο συγγραφῆς καὶ ἀποστολῆς τῆς ἐν λόγω ἐπιστολῆς ὡς «γραφῆς» τῆς ἐκκλησίας τῆς Ρώμης πρὸς τὴν ἐκκλησία τῆς Κορίνθου: «Ἐπὶ τούτου οὖν τοῦ Κλήμεντος στάσεως οὐκ ὀλίγης τοῖς ἐν Κορίνθῳ γενομένης ἀδελφοῖς, ἐπέστειλεν ἡ ἐν Ῥώμῃ ἐκκλησία ἱκανωτάτην γραφὴν τοῖς Κορινθίοις, εἰς εἰρήνην συμβιβάζουσα αὐτοὺς καὶ ἀνανεοῦσα τὴν πίστιν αὐτῶν καὶ ἣν νεωστὶ ἀπὸ τῶν ἀποστόλων παράδοσιν εἰλήφει». Γενικότερα διαπιστώνουμε ὅτι ἡ Α´ Κλήμεντος ὑπῆρξε μεταξὺ τῶν κειμένων ποὺ ἀπέλαυαν ἰδιαίτερης τιμῆς μεταξὺ τῶν ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων, τόσο κατὰ τὴν περίοδο τῶν διωγμῶν ὅσο καὶ κατὰ τὴ βυζαντινὴ περίοδο, ὅπως διαπιστώνεται ἀπὸ τὴ συχνὴ χρήση της καὶ ἀπὸ τὸν Κλήμεντα τὸν Ἀλεξανδρέα, στοὺς Στρωματεῖς του, ὁ ὁποῖος μάλιστα τὴ μνημονεύει, ὅπως καὶ ὁ Εἰρηναῖος, ὡς «γραφή». Κυρίως ὅμως ἀπὸ τὸ γεγονὸς τῆς κατατάξεώς της στὸν κανόνα τῆς Καινῆς Διαθήκης ἀπὸ τὸ Δίδυμο τὸν τυφλὸ καὶ τὴ συμπερίληψή της, μαζὶ μὲ τὴν Β´ Ἐπιστολὴ Κλήμεντος, τὴν Ἐπιστολὴ Βαρνάβα καὶ τὸν Ποιμένα τοῦ Ἑρμᾶ, στὸ σῶμα τῶν βιβλικῶν κειμένων τοῦ Ἀλεξανδρινοῦ κώδικα, ἑνὸς πολὺ σημαντικοῦ χειρογράφου, πιθανότατα τῶν ἀρχῶν τοῦ πέμπτου αἰώνα, γιὰ τὴν ἱστορία τοῦ Κανόνα τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Στὸ ἴδιο πλαίσιο εἶναι ἀξιοπρόσεκτο ὅτι τόσο ἡ Α´ Κλήμεντος, ὅσο καὶ μία ψευδεπίγραφη, γνωστὴ στὴν ἔρευνα ὡς Β´ Κλήμεντος, κατέχουν μία παρόμοια ὑψηλὴ θέση καὶ στὴ συριακὴ παράδοση, ἀφοῦ στὴ συριακὴ ἐκδοχὴ τῶν Ἀποστολικῶν Κανόνων καταγράφονται ὡς κείμενα τῆς ΚΔ, ἐνῶ καὶ σὲ ἕνα συριακὸ χειρόγραφο τῆς Καινῆς Διαθήκης τοῦ 12ου αἰώνα ἀπαντοῦν ἀμέσως μετὰ τὶς Καθολικὲς Ἐπιστολὲς καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ σῶμα τῶν Παύλειων Ἐπιστολῶν.
Γενικότερα, γιὰ νὰ ἐπανέλθουμε, στὸ ἔργο τοῦ Εἰρηναίου, τὸ ὁποῖο θεωρεῖται κρίσιμο γιὰ τὴν πρόσληψη καὶ διάδοση τῶν Ἀποστολικῶν Πατέρων, ἐντοπίζουμε σ᾽ αὐτὸ ἀναφορὲς καὶ χρήσεις καὶ ἀπὸ τὶς Ἰγνατιανὲς ἐπιστολές, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἐπιστολὴ τοῦ Πολύκαρπου Σμύρνης, τὸν Ποιμένα τοῦ Ἑρμᾶ, ἀκόμη καὶ τὸν Παπία Ἱεραπόλεως.
Ἐξίσου νευραλγικῆς σημασίας εἶναι καὶ τὸ ἔργο τοῦ Κλήμεντος τοῦ Ἀλεξανδρέως, ὁ ὁποῖος γνωρίζει, ὅπως καὶ ὁ Εἰρηναῖος, ὁ ὁποῖος ἴσως καὶ νὰ ἀποτελεῖ πιθανὴ πηγή του, τὸν «ρωμαϊκὸ κύκλο» τῶν Ἀποστολικῶν Πατέρων, δηλ. τὴν Α´ Κλήμεντος καὶ τὸν Ἑρμᾶ. Χαρακτηρίζει μάλιστα τὸν Κλήμεντα Ρώμης ὡς ἀπόστολο· «ἐν τῇ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολῇ ὁ ἀπόστολος Κλήμης» σημειώνει χαρακτηριστικὰ στὸ Δ´ Βιβλίο τῶν Στρωματέων. Ταυτόχρονα, κάνει χρήση καὶ προβάλει τὸν κυριότερο μάρτυρα τῆς ἀλεξανδρινῆς παραδόσεως στὸν κύκλο αὐτῶν τῶν κειμένων, τὴ λεγόμενη Ἐπιστολὴ Βαρνάβα, ἕνα ἔργο τὸ ὁποῖο στὴν πρώιμη παράδοση τῆς ἀλεξανδρινῆς σχολῆς καταγράφεται ὡς γνήσιο ἔργο τοῦ Βαρνάβα· μία παράδοση ἡ ὁποία παραμένει ἰσχυρὴ καὶ στὴν ἐποχὴ τῶν Καππαδοκῶν πατέρων, ἀφοῦ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος τὸ ἐπικαλεῖται στὸν ἐπιτάφιο λόγο του στὸν Μ. Βασίλειο μὲ τὴ χαρακτηριστικὴ φράση· «Βαρνάβας, ὁ ταῦτα λέγων καὶ γράφων».
Ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεὺς ἐπανειλημμένα ἀποδίδει χωρία αὐτῆς τῆς ἐπιστολῆς στὸν Βαρνάβα, στοὺς Στρωματεῖς του, ἐνῶ σὲ ἕνα σημεῖο τοῦ ἴδιου ἔργου ἐπικαλεῖται ὡς αὐτάρκη τὴ μαρτυρία τῆς Ἐπιστολῆς Βαρνάβα, συνδέοντας τὴν παράδοση αὐτὴ μὲ τὴν πρώιμη ἐπίσης παράδοση γιὰ τὴ συμπερίληψή του στὸν κύκλο τῶν ἑβδομήντα μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ· «οὔ μοι δεῖ πλειόνων λόγων, παραθεμένῳ μάρτυν τὸν ἀποστολικὸν Βαρνάβαν – ὁ δὲ τῶν ἑβδομήκοντα ἦν καὶ συνεργὸς τοῦ Παύλου – κατὰ λέξιν ὧδέ πως λέγοντα». Ἀλλὰ καὶ ὁ Ὠριγένης στὰ ἔργα του Περὶ ἀρχῶν καὶ Κατὰ Κέλσου ἐπικαλεῖται ἐπίσης τὴν ἀποστολικὴ αὐθεντία γιὰ τὸ κείμενο τῆς Ἐπιστολῆς Βαρνάβα, χαρακτηρίζοντάς την μάλιστα ὡς καθολικὴ («Γέγραπται δὴ ἐν τῇ Βαρνάβα καθολικῇ ἐπιστολῇ»). Tὴν παράδοση αὐτὴ ἀκολουθεῖ πιστὰ καὶ ὁ Δίδυμος ὁ Τυφλὸς στὰ ἑρμηνευτικὰ ὑπομνήματά του στοὺς Ψαλμοὺς καὶ στὸν προφήτη Ζαχαρία, ἐνῶ καὶ στὴ Δύση ἐπιβεβαιώνεται ἡ χρήση τῆς Ἐπιστολῆς Βαρνάβα ἀπὸ τὸν Ἱππόλυτο Ρώμης.
Ἡ ἀντίληψη αὐτὴ δικαιολογεῖ ἢ δικαιολογεῖται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Ἐπιστολὴ Βαρνάβα περιλαμβάνεται στὸ corpus τῶν βιβλικῶν κειμένων τοῦ περίφημου Σιναϊτικοῦ Κώδικα, ἀλλὰ καὶ σὲ ἕνα ἄλλο σημαντικὸ μνημεῖο τῆς αἰγυπτιακῆς παράδοσης τοῦ τέταρτου αἰώνα, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀλεξανδρινῆς θεολογικῆς σκέψης, ἕναν πάπυρο ποὺ εἶναι γνωστὸς μὲ τὸν τίτλο «Κοπτικὸ βιβλίο», ἡ δὲ κατάταξη τῆς ἐν λόγω Ἐπιστολῆς στὶς «νόθες» ἢ «ἀντιλεγόμενες γραφές», ἀπὸ τὸν Εὐσέβιο Καισαρείας, συνιστᾶ ἀσφαλῶς ἕνα πρώϊμο πλῆγμα στὸ κύρος ποὺ αὐτὴ διεκδικοῦσε, ὄχι ὡστόσο ἰδιαιτέρως ἰσχυρό, ἀφοῦ στὸν ἴδιο κατάλογο ὁ Εὐσέβιος συμπεριλαμβάνει καὶ ἄλλα κανονικὰ ἔργα τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης. Παραδόξως, ὁ Κλήμης δείχνει νὰ ἀγνοεῖ τοὺς Μικρασιάτες Ἀποστολικοὺς Πατέρες, ἐνῶ καταγράφει μία χρήση ἀπὸ τὴ Διδαχὴ τῶν δώδεκα ἀποστόλων.
Τὴν ἴδια προσήλωση στὰ κείμενα τοῦ Ρωμαϊκοῦ καὶ Ἀλεξανδρινοῦ κύκλου τῶν Ἀποστολικῶν Πατέρων ἐπιδεικνύει καὶ ὁ μεγάλος Ἀλεξανδρινὸς θεολόγος, ὁ Ὠριγένης, ὁ ὁποῖος, ὡστόσο, δὲν χρησιμοποειεῖ τὴ Διδαχή, ἐνῶ γνωρίζει τὶς ἐπιστολὲς τοῦ Ἰγνατίου.
Ἴσως ὅμως τὸν πλέον καταλυτικὸ ρόλο στὴ διάδοση καὶ καθιέρωση τῶν ἔργων συγκεκριμένων Ἀποστολικῶν Πατέρων στοὺς μεταγενέστερους χρόνους διαδραμάτισε ὁ Εὐσέβιος Καισαρείας, ὁ ὁποῖος ἀφιερώνει στὸ Τρίτο Βιβλίο τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας του ἀρκετὲς ἀναφορὲς σὲ ἔργα τοῦ κύκλου τῶν Ἀποστολικῶν Πατέρων. Μεγάλη ἐκτίμηση τρέφει, ὅπως ἤδη σημειώσαμε, στὴν Α´ Κλήμεντος, γιὰ τὴν ὁποία μάλιστα σὲ μία ἀποστροφὴ τοῦ λόγου του σημειώνει: « Τούτου δὴ οὖν ὁμολογουμένη μία ἐπιστολὴ φέρεται, μεγάλη τε καὶ θαυμασία, ἣν ὡς ἀπὸ τῆς Ῥωμαίων ἐκκλησίας τῇ Κορινθίων διετυπώσατο, στάσεως τηνικάδε κατὰ τὴν Κόρινθον γενομένης. ταύτην δὲ καὶ ἐν πλείσταις ἐκκλησίαις ἐπὶ τοῦ κοινοῦ δεδημοσιευμένην πάλαι τε καὶ καθ᾽ ἡμᾶς αὐτοὺς ἔγνωμεν». Τὸν ἴδιο θαυμασμὸ ἐκφράζει γιὰ τὸν Ἰγνάτιο καὶ τὶς ἐπιστολές του, σὲ μία ἑνιαία ἀναφορά του καὶ στὸν Πολύκαρπο, ἀλλὰ καὶ στὸν Παπία Ἱεραπόλεως:
« Διέπρεπέν γε μὴν κατὰ τούτους ἐπὶ τῆς Ἀσίας τῶν ἀποστόλων ὁμιλητὴς Πολύκαρπος, τῆς κατὰ Σμύρναν ἐκκλησίας πρὸς τῶν αὐτοπτῶν καὶ ὑπηρετῶν τοῦ κυρίου τὴν ἐπισκοπὴν ἐγκεχειρισμένος· καθ᾽ ὃν ἐγνωρίζετο Παπίας, τῆς ἐν Ἱεραπόλει παροικίας καὶ αὐτὸς ἐπίσκοπος, ὅ τε παρὰ πλείστοις εἰς ἔτι νῦν διαβόητος Ἰγνάτιος… ἐν πρώτοις μάλιστα προφυλάττεσθαι τὰς αἱρέσεις ἄρτι τότε πρῶτον ἐπιπολαζούσας παρῄνει προύτρεπέν τε πρὶξ ἔχεσθαι τῆς τῶν ποστόλων παραδόσεως, ἢν ὑπὲρ ἀσφαλείας καὶ ἐγγράφως ἤδη μαρτυρόμενος διατυποῦσθαι ἀναγκαῖον ἡγεῖτο. οὕτω δῆτα ἐν Σμύρνῃ γενόμενος, ἔνθα ὁ Πολύκαρπος ἦν, μίαν μὲν τῇ κατὰ τὴν Ἔφεσον ἐπιστολὴν ἐκκλησίᾳ γράφει, ποιμένος αὐτῆ μνημονεύων Ὀνησίμου, ἑτέραν δὲ τῇ ἐν Μαγνησίᾳ τῇ πρὸς Μαιάνδρῳ, ἔνθα πάλιν ἐπισκόπου Δαμᾶ μνήμην πεποίηται, καὶ τῇ ἐν Τράλλεσι δὲ ἄλλην, ἧς ἄρχοντα τότε ὄντα Πολύβιον ἱστορεῖ. πρὸς ταύταις καὶ τῇ Ῥωμαίων ἐκκλησίᾳ γράφει, ᾗ καὶ παράκλησιν προτείνει ὡς μὴ παραιτησάμενοι τοῦ μαρτυρίου τῆς ποθουμένης αὐτὸν ἀποστερήσαιεν ἐλπίδος».
Ρητά, ὡστόσο, δηλώνει ὅτι πρέπει νὰ καταταγοῦν στὰ νόθα βιβλία τοῦ κανόνα τῆς Καινῆς Διαθήκης «ὅ τε λεγόμενος Ποιμὴν καὶ πρὸς τούτοις ἡ φερομένη Βαρναβᾶ ἐπιστολὴ καὶ τῶν ἀποστόλων αἱ λεγόμεναι Διδαχαί».
Θὰ μπορούσαμε νὰ μνημονεύσουμε μία πλειάδα συγγραφέων τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Δύσης ποὺ χρησιμοποιοῦν ἢ μνημονεύουν καθόλη τὴν περίοδο ἀπὸ τὸν 4ο ὣς τὸν 11ο αἰώνα μεμονωμένους συγγραφεῖς ἢ ἔργα τοῦ κύκλου τῶν Ἀποστολικῶν Πατέρων, ἀλλὰ δὲν θὰ ἐπεκτείνουμε περισσότερο τὸ λόγο μας καθὼς ὁ χρόνος μας ἐξαντλεῖται. Ὡς μία γενικὴ παρατήρηση μόνον, θὰ εἴχαμε νὰ καταθέσουμε τὴ διαπίστωση ὅτι προϊόντος τοῦ χρόνου ἑδραιώνεται ἡ χρήση τῆς Α´ Κλήμεντος καὶ τῶν Ἐπιστολῶν τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου, ἀκόμη καὶ σὲ Οἰκουμενικὲς Συνόδους, ὅπως ἡ ἐν Ἐφέσω τὸ 431, ἢ στὰ περίφημα Ἀρεοπαγιτικὰ συγγράμματα τὸν 6ο αἰώνα, ἀτονεῖ δὲ σταδιακὰ ἡ χρήση τῶν ἐλασσόνων ἀποστολικῶν πατέρων. Εἶναι ἐνδεικτικὸ ὅτι τὸν ἔνατο αἰώνα ὁ Μ. Φώτιος μνημονεύει πλέον στὴ Βιβλιοθήκη του μόνον ἕναν κώδικα μὲ ἔργα ἀποστολικῶν πατέρων· τῶν δύο ἐπιστολῶν – γνήσιας καὶ ψευδεπίγραφης- τοῦ Κλήμεντος Ρώμης καὶ τῆς ἐπιστολῆς τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου: «Ἀνεγνώσθη βιβλιδάριον ἐν ᾧ Κλήμεντος ἐπιστολαὶ πρὸς Κορινθίους βʹ ἐνεφέροντο … Ἐν τῷ αὐτῷ δὲ βιβλιδαρίῳ ἀνεγνώσθη καὶ Πολυκάρπου ἐπιστολὴ πρὸς Φιλιππησίους, γέμουσα πολλῆς νουθεσίας μετὰ σαφηνείας καὶ ἁπλότητος κατὰ τὸν ἐκκλησιαστικὸν τῆς ἑρμηνείας τύπον».
Ἀσφαλῶς, ἡ ἀναπαραγωγὴ αὐτῶν τῶν κειμένων συνεχίζεται καὶ κατὰ τοὺς ἑπόμενους αἰῶνες, ὅπως διαφαίνεται ἀπὸ τὴν ὕπαρξη τοῦ περίφημου κώδικα τοῦ Μετοχίου τοῦ Παναγίου Τάφου Κων/πόλεως ἀρ. 54 τοῦ ἔτους 1056, μὲ τὴν Ἐπιστολὴ Βαρνάβα, τὶς δύο ἐπιστολὲς Κλήμεντος, κάποιες ψευδεπίγραφες ἐπιστολὲς τοῦ Ἰγνατίου καὶ τὴ Διδαχή, ἀπ᾽ ὅπου μάλιστα καὶ ἐκδόθηκε γιὰ πρώτη φορὰ ἀπὸ τὸν μητροπολίτη Νικομηδείας Φιλόθεο Βρυέννιο τὸ 1885. Ὡστόσο, ἡ προτίμηση πλέον τῶν ἐκκλησιαστικῶν συνόδων ἢ συγγραφέων περιορίζεται μόνο στοὺς δύο μείζονες ἀποστολικοὺς πατέρες, τὸν Κλήμεντα Ρώμης καὶ τὸν Ἰγνάτιο Ἀντιοχείας, ποὺ τὸ ἔργο τους, καὶ κυρίως ἡ ἐκκλησιολογία καὶ εὐχαριστιολογία τους, εἶχε πλέον περιβληθεῖ καθολικὰ μὲ τὴν αὐθεντία τῆς ἑδραιωμένης ἐκκλησιαστικῆς διδασκαλίας.