Χαράλαμπος Ατματζίδης, Αποκαλύψεως 2,1.6α Μια ενδεχόμενη μαριολογική πρόσληψη

dsc_5283

Η εισήγηση του Αναπληρωτή Καθηγητή του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ στο 14ο Διεθνές Συνέδριο της Ελληνικής Εταιρείας Βιβλικών Σπουδών με θέμα: «Το πρόσωπο της Μητέρας του Χριστού στην Αγία Γραφή»

Στο Απ 12,1.6α περιγράφεται με εντυπωσιακό τρόπο η στέψη μιας γυναίκας, η ταυτότητα της οποίας είναι αρκετά δύσκολο να εντοπιστεί.

Στην εισήγησή μου θα επιχειρήσω να ταυτοποιήσω την γυναίκα αυτή με τη βοήθεια δύο ερμηνευτικών προσεγγίσεων, της απολλώνιας και την διονυσιακής, όπως εγώ τις ονομάζω.

Στο Απ 12,1.6α αναφέρεται χαρακτηριστικά:

Καὶ σημεῖον μέγα ὤφθη ἐν τῷ οὐρανῷ,

γυνὴ περιβεβλημένη τὸν ἥλιον,

καὶ ἡ σελήνη ὑποκάτω τῶν ποδῶν αὐτῆς

καὶ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς στέφανος ἀστέρων δώδεκα

…καὶ ἡ γυνὴ ἔφυγεν εἰς τὴν ἔρημον.

Πρόκειται για μια ακόμη εντυπωσιακή αφήγηση από το βιβλίο της Αποκάλυψης, του θαυμαστού και ταυτόχρονα δυσκολοπρόσιτου αυτού βιβλίου της Καινής Διαθήκης.

Το κείμενο αυτό, όπως άλλωστε και όλο το βιβλίο της Αποκάλυψης, είναι γεμάτο από εικόνες και συμβολισμούς που εντυπωσιάζουν τον αναγνώστη και τον παρακινούν ν’ αφεθεί, να καθοδηγηθεί από την φαντασία και το συναίσθημα.

Ο αναγνώστης μοιάζει με τον ιππέα, που πάνω σε αραβικό άτι καλπάζει στην έξοχη κοιλάδα της Αποκάλυψης. Συνεπαρμένος από το θαυμαστό θέαμα αφήνει την φαντασία του να καλπάσει και αυτή και νοηματοδοτεί με την βοήθειά της πολύτροπα το έτσι κι αλλιώς πολυσήμαντο κείμενο.

Με παρόμοιο τρόπο αντιδρά και ο αναγνώστης R. M. Rilke στο ποίημα του για τον «Βίο της Μαρίας», στο οποίο ταυτίζει την γυναίκα του Απ 12,1 με την Μαρία, την μητέρα του Ιησού.

14%ce%bf-%ce%b5%ce%b5%ce%b2%cf%83025

Ι. Απολλώνια & διονυσιακή ερμηνεία

Η παραπάνω ανάγνωση του βιβλικού κειμένου από τον R. M. Rilke προκαλεί αυτόματα τις ενστάσεις της «αντικειμενικής ερμηνείας» ή αλλιώς της «απολλώνιας ερμηνείας», όπως εγώ την ονοματίζω.

Με τους παραπάνω όρους ορίζω τη μέθοδο εκείνη, η οποία στηριζόμενη στις βασικές αρχές της αριστοτελικής λογικής αναζητά την ιστορική ακρίβεια και την αληθινή πρόθεση του συγγραφέα. Και, ομολογουμένως, κανένας δεν θα αμφισβητήσει ότι από όλες τις «απολλώνιες ερμηνευτικές», η ιστορικοκριτική μέθοδος ερμηνείας είναι η πιο αντιπροσωπευτική «αντικειμενική» μέθοδος ανάλυσης της Γραφής. Θεωρώ ότι δεν χρειάζεται να πω περισσότερα γι’ αυτή.

Αντίθετα, η ανάγνωση του συγκεκριμένου χωρίου από τον R. M. Rilke βρίσκει σύμφωνη την άλλη ερμηνεία, την «υποκειμενική ερμηνεία», ή «διονυσιακή ερμηνεία», όπως εγώ την ονομάζω.

Σημειώνω ότι η ερμηνεία αυτή στηρίζεται στην υποκειμενικότητα του αναγνώστη. Σε λιγότερο βαθμό χρησιμοποιεί βέβαια και αυτή τη λογική, δηλαδή στοιχεία της «αντικειμενικής ερμηνείας».

Επίσης, η διονυσιακή ερμηνεία δεν θεωρεί πρωταγωνιστή της όλης ερμηνευτικής διαδικασίας το κείμενο, αυτό δηλαδή που θεωρείται το σταθερό αντικείμενο της ανάγνωσης. Ούτε τον συγγραφέα, τον οποίο πολλές φορές απομακρύνει εντελώς από το αναγνωστικό τρίγωνο. Αντίθετα, ο ήρωας της αναγνωστικής διαδικασίας είναι ο αναγνώστης ή καλύτερα οι αναγνώστες του κειμένου. Αυτοί εκφράζουν την υποκειμενικότητα, αφού ο καθένας προσλαμβάνει διαφορετικά το ίδιο κείμενο.

Ως παράδειγμα διονυσιακής ερμηνείας αναφέρω την αναγνωστική θεωρία, και δη την θεωρία της πρόσληψης, που είναι σήμερα, ο κατά την γνώμη μου πιο πετυχημένος τρόπος προσέγγισης των κειμένων.

Πριν κλείσω όμως με την αναφορά μου στην ερμηνευτική των κειμένων, θεωρώ χρήσιμο να παραθέσω λίγες πληροφορίες για την αναγνωστική θεωρία και τον χρυσό κανόνα που την διέπει. Αυτός ταυτίζεται σε μεγάλο βαθμό με την περίφημη θεωρία «περί  σύμμειξης των οριζόντων του συγγραφέα και του αναγνώστη ενός κειμένου». Σύμφωνα με την θεωρία αυτή, που διατύπωσε ο H. G. Gadamer, το νόημα ενός λογοτεχνικού έργου δεν εξαντλείται ποτέ στις προθέσεις του συγγραφέα. Καθώς το έργο περνά από το ένα πολιτισμικό ή κοινωνικό πλαίσιο στο άλλο, οι αναγνώστες μπορούν να αποκομίσουν από αυτό καινούργια νοήματα, τα οποία ίσως δεν είχαν προβλέψει ο συγγραφέας ή το σύγχρονό του αναγνωστικό κοινό.

Έτσι, η κατανόηση του κειμένου επιτυγχάνεται με τη «συγχώνευση των οριζόντων», δηλαδή ο ιστορικός ορίζοντας των αναγνωστών συγχωνεύεται με τον ιστορικό ορίζοντα του έργου.

Κατά την συγχώνευση των δύο οριζόντων ο αναγνώστης επιλέγει από τον ορίζοντα του κειμένου εκείνη την απόχρωση του νοήματος του κειμένου, την οποία αυτός θεωρεί ότι εκφράζει το αυθεντικό νόημα του κειμένου.

Ακόμη, σύμφωνα με την θεωρία της σύμμειξης των οριζόντων του κειμένου και του αναγνώστη, κάθε κατανόηση του κειμένου από τον εκάστοτε αναγνώστη είναι παραγωγική, είναι διαπλαστική, είναι πάντα η κατανόηση κάτι διαφορετικού, η συνειδητοποίηση νέων δυνατοτήτων του κειμένου, μια μετατροπή του.

Βέβαια, πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος της σχετικοποίησης του νοήματος του κειμένου. Αυτός όμως μπορεί να αποδυναμωθεί, επειδή το κείμενο, περιέχει πάντα μιαν αυθεντία ή αντικειμενική δομή, όπως υποστηρίζει ο θεωρητικός της λογοτεχνίας  ο W. Iser.

Ταυτόχρονα ο αναγνώστης, έχει στη διάθεσή του, κατά τον άλλο θεωρητικό της λογοτεχνίας τον G. Fish, συγκεκριμένες ερμηνευτικές επιστημονικές στρατηγικές, οι οποίες μετριάζουν τις προσωπικές αναγνωστικές απαιτήσεις.

dsc_5234

ΙΙ. Απολλώνια προσέγγιση του Απ 12,1.6α

Εισέρχομαι τώρα στην Απολλώνια προσέγγιση του Απ12,1.6α. H ανάλυση και ερμηνεία του κειμένου πραγματοποιείται με την ιστορικοκριτική μέθοδο, η οποία αποτελεί την πλον επιφανή εκπρόσωπο της απολλώνιας προσέγγισης.

Δεν θα σας κουράσω με λεπτομέρειες. Άλλωστε όλοι εδώ είστε γνώστες της εν λόγω μεθόδου. Αν θέλετε λεπτομέρειες σας παραπέμπω στο πλήρες κείμενό μου που βρίσκεται αναρτημένο στην μερίδα μου στο academia.edu.

Εδώ θα σας παραθέσω απλώς τις τρεις ερμηνείες που δίνει η ιστορικοκριτική ανάλυση για την ταυτότητα της γυναίκας στο Απ 12,1.6α.

1) Η πρώτη ερμηνεία, που είναι ιδιαίτερα αγαπητή στους Ρωμαιοκαθολικούς, είναι μαριολογική. Θεωρείται, δηλαδή, ότι με τη «γυναίκα» εννοείται η Μαρία, η μητέρα του Μεσσία (Χριστού). Τα επιχειρήματα υπέρ ή κατά της θέσης αυτής είναι πολλά. Αναφέρω τα κυριότερα:

Υπέρ: Την θέση αυτή ενισχύουν όσα αναφέρονται στο 12,1, όπου αναφέρεται ότι η γυναίκα αυτή «ἔτεκεν υἱὸν ἄρσεν» και στο Ησ 7,14, όπου γίνεται αναφορά σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο.

Κατά: Ταυτόχρονα όμως, στον στίχο 1 υπάρχουν πειστήρια που συνδέονται με τη συγκεκριμένη γυναίκα και μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι εδώ δεν γίνεται λόγος για ένα συγκεκριμένο πρόσωπο. Τα στοιχεία αυτά είναι: Πρώτον, η σύνδεση της γυναίκας με τον αριθμό δώδεκα (Απ 12,1). Δεύτερον, η εσχατολογικού χαρακτήρα αναφορά στην φυγή στην έρημο (Απ 12,6). Τρίτον, η αναφορά στην καταδίωξη των απογόνων της γυναίκας από τον δράκοντα (Απ 12,17). Τέλος, τέταρτον, η καταχρηστική συμβολική χρήση της λέξης  «γυναίκα» στην εβραϊκή Βίβλο (Π.Δ.) για να δηλωθεί ο Ισραήλ και όχι ένα συγκεκριμένο πρόσωπο.

2) Η δεύτερη ερμηνεία υποστηρίζει ότι με τη «γυναίκα» συμβολίζεται ο Ισραήλ, όπως αυτός περιγράφεται στην εβραϊκή Βίβλο, ως ο εκλεκτός λαός του Θεού.  Και τα επιχειρήματα υπέρ ή κατά της θέσης αυτής είναι πολλά. Αναφέρω τα κυριότερα:

Υπέρ: Την θέση αυτή ενισχύουν όσα αναφέρονται, στο 12,5, για το ότι ο γιος της γυναίκας είναι ο Μεσσίας και στο 12,17, όπου η μητέρα του Μεσσία αναφέρεται ως η μητέρα «τῶν λοιπῶν τοῦ σπέρματος αὐτῆς»

Επίσης, η θέση αυτή κατορθώνει να αναδείξει τη στενή σχέση του γιου της γυναίκας (12,5) με τους υπόλοιπους απογόνους της γυναίκας (12,17), και να επιβεβαιώσει ότι ο Χριστός, όπως και οι χριστιανοί συνδέονται στενά με τον Ισραήλ.

Κατά: Ταυτόχρονα όμως πρέπει να σημειωθεί ότι ο συγγραφέας της Αποκάλυψης σε όλο το κείμενό του ενδιαφέρεται για τους εμπερίστατους χριστιανούς και θέλει να τους παρηγορήσει και να τους στηρίξει. Για το συγγραφέα της Αποκάλυψης ο Ισραήλ είναι η «συναγωγὴ τοῦ σατανᾶ» (Απ 2,9-10 · 3,9).

3) Η τρίτη ερμηνεία υποστηρίζει ότι με τη «γυναίκα» συμβολίζεται κατά τρόπο ενιαίο ο λαός του Θεού (Ισραήλ), της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Την θέση αυτή εκπροσωπούν και πολλοί σύγχρονοι ερμηνευτές από τον χώρο της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Η θέση αυτή θεωρείται και η πιο πειστική Και τα επιχειρήματα υπέρ ή κατά της θέσης αυτής είναι πολλά. Αναφέρω τα κυριότερα:

Κατά: Προϋποθέτει ότι ο αληθινός Ιαραήλ είναι η Εκκλησία και ότι όσα αναφέρονται στην Π.Δ. εννοούν την νέο Ισραήλ και όχι τον Ισραήλ της Π.Δ. Αυτό όμως δεν είναι δεδομένο, αλλά αποτελεί μια interpretatio  christiana.

Υπέρ: Η ερμηνεία αυτή κατορθώνει να αντιστοιχήσει στον ένα Μεσσία (Χριστό) τον έναν λαό του Θεού, τον λαό του Θεού της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Έτσι εναρμονίζεται με τους λόγους του Χριστού στο Ιω 10,16 και με τα αναφερόμενα στο Δαν 7,27.

Τέλος, η ερμηνεία αυτή βοηθά να αποφευχθεί να θεωρηθεί ότι η γυναίκα συμβολίζει μόνο το λαό του Θεού της Κ.Δ. Αν συνέβαινε αυτό, τότε ο Χριστός θα παρουσιάζονταν να προέρχεται από την Εκκλησία, ενώ συμβαίνει το αντίθετο. Ας θυμηθούμε τα λόγια από το Ιω 15,16.

Αξιολογώντας την απολλώνια – ιστορικοκριτική  προσέγγιση του Απ 12 παρατηρούμε ότι αυτή έχει ένα μειονέκτημα  και ένα πλεονέκτημα

Μειονέκτημα: Δεν μας βοηθά να καταλήξουμε σε μια λύση. Προκρίνεται βέβαια από τους περισσότερους ερμηνευτές η λύση ότι με τη λέξη “γυνή” εννοείται η Εκκλησία. Η λύση όμως αυτή δεν είναι η μόνη δυνατή, ούτε και γίνεται αποδεκτή ως η μόνη δυνατή. Υπάρχει, όπως συνήθως συμβαίνει στην ιστορικοκριτική ανάλυση, μια πλειάδα θέσεων, για τις οποίες ερίζουν οι υποστηρικτές της.

Πλεονέκτημα: Εμείς όμως θεωρούμε ότι η παραπάνω περιγραφείσα ως μεθοδολογική «αδυναμία» της απολλώνιας προσέγγισης φανερώνει την φρεσκάδα και την ευρωστία της. Αυτή, προτείνοντας πολλές ερμηνείες για το συγκεκριμένο χωρίο, πλησιάζει την διονυσιακή ερμηνεία. Την προσέγγιση αυτή θα την διαπιστώσουμε παρακάτω παραθέτοντας την ποιητική ερμηνεία του Απ 12,1.6α από τον R. M. Rilke.

Σημειώνουμε, τέλος, ότι υπάρχουν πολλές άλλες διονυσιακές προσεγγίσεις του Απ 12 στον χώρο της θεολογίας και της τέχνης, τις οποίες δεν είναι δυνατόν ν’ αναπτύξουμε στο πλαίσιο μιας εισηγήσεως.

dsc_5290

ΙΙΙ. Διονυσιακή ερμηνεία του Απ 12,1.6α

Έρχομαι τώρα στις περίφημες δυο στροφές του ποιήματος του R. M. Rilke, που φέρουν την επιγραφή:

ΑΝΑΠΑΥΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΦΥΓΗ ΣΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ

Εν τούτοις, πάση θυσία έπρεπε

λίγο να ξεκουραστούν. Και τότε, δες:

το δένδρο, που ακίνητο κρεμόταν ψηλά τους,

σαν υπηρέτης υποκλίθηκε μπροστά τους.

Το ίδιο εκείνο δένδρο

που στεφάνωνε με τα κλαδιά του

για το Αιώνιο, τα μέτωπα των νεκρών Φαραώ,

έγειρε. Ένιωσε ν’ ανθίζουν νέοι στέφανοι.

Κι αυτοί, καθώς σε όνειρο, κάθισαν από κάτω.

Ο R. M. Rilke αγγίζει με το ποίημά του αυτό δύο καινοδιαθηκικά κείμενα: αναμφίβολα το Μτ 2,13-14, το οποίο αναφέρεται στην φυγή της αγίας οικογένειας στην έρημο – Αίγυπτο και ενδεχόμενα το Απ 12,1.6α, όπου γίνεται λόγος για μια γυναίκα που καταφεύγει στην έρημο για να αποφύγει τον δράκοντα.  Ταυτόχρονα ο R. M. Rilke συνδέει τα δύο κείμενα με το πρόσωπο της Μαρίας της μητέρας του Ιησού.

Είναι αξιοπρόσεκτο όμως, πώς φτάνει στην σύνδεση αυτή.

  1. Το πρώτο που εισημαίνουμε είναι ότι η ανάγνωση του βιβλικού κειμένου είναι προσωπική, φέρει δηλαδή τη σφραγίδα του R. M. Rilke.

Μόνον  ο ποιητής και διανοητής R. M. Rilke, ο αναθρεμμένος με τα νάματα του Ρωμαιοκαθολικισμού, των λογοτεχνικών ρευμάτων της κεντρικής Ευρώπης, του τολστοϊκού μυστικισμού, και της κιργκεκωριανής φιλοσοφικό- θρησκευτικής σκέψης, αυτός o προσωρινά διατελέσας και  γραμματέας του γλύπτη Auguste Rodin, θα μπορούσε να προσλάβει το εν λόγω βιβλικό κείμενο με τον συγκεκριμένο τρόπο.

  1. Δεύτερο, βλέπουμε ότι κατά την ανάγνωση επέρχεται η σύμμειξη των δύο οριζόντων, του ορίζοντα του βιβλικού κειμένου και του ορίζοντα του αναγνώστη R. M. Rilke.
  2. Τρίτο, από τον ορίζοντα του κειμένου επιλέγονται από τον R. M. Rilke εκείνα τα νοήματα που αντιπροσωπεύουν την κοσμοθεωρία του ποιητή. Έχουμε δηλαδή μια προσωπική νοηματοδότηση του βιβλικού κειμένου.

Η προσωπική αυτή νοηματοδότηση συντελείται από τον R. M. Rilke, κατά την ανάγνωση του βιβλικού κειμένου. Παρατηρούμε ότι ο ποιητής χρησιμοποιεί και νοηματοδοτεί τους διάφορους κώδικες του βιβλικού κειμένου κατά έναν ιδιαίτερο, διαφορετικό και προσωπικό τρόπο.

Έτσι οι λέξεις-κώδικες «ουρανός» και «έρημος» του βιβλικού κειμένου που εκφράζουν την παρουσία του Θεού και τη δράση του στον κόσμο, αλλάζουν περιεχόμενο. Γίνονται δένδρο, που μέσα στην έρημο στεφανώνει την γυναίκα. Με άλλα λόγια τα δρώμενα στο κείμενο του R. M. Rilke προσδιορίζονται τοπικά. Είναι η γη, ο εδώ κόσμος, τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο.

Για τον R. M. Rilke o Θεός είναι ο «Deus absconditus» και “βρίσκεται πλέον στο Άρρητο· έπαψε πλέον να είναι ο “Γείτονας – Θεός”, όπως τον περιγράφει σε άλλο προγενέστερο ποίημά του ο R. M. Rilke (στο  Βιβλίου των Ωρών). Πλέον ανάμεσα στον Θεό και τον άνθρωπο ορθώνεται απροσπέλαστη η εικόνα του Κόσμου.

Επιπρόσθετα επισημαίνουμε ότι ακόμη και οι κώδικες που σηματοδοτούν την υπεροχή της γυναίκας, ο ήλιος, η σελήνη και το στεφάνι με τα δώδεκα αστέρια, εκλαμβάνονται από τον R. M. Rilke ως μέρος της φύσης και όχι ως ένδειξη της υπερφυσικής παρουσίας μέσω μιας οιονεί θείας φύσης (ήλιος, σελήνη, αστέρια).

Επίσης, o R. M. Rilke αλλάζει τον κώδικα που περιγράφει περιφραστικά την υπεροχή της γυναίκας στο Απ 12,1.6α. Ο ποιητής, εμφορούμενος από το δικό του κοσμοείδωλο αντικαθιστά τις εκφράσεις «περιβεβλημένη τὸν ἥλιον…ἡ σελήνη ὑποκάτω τῶν ποδῶν αὐτῆς…ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς στέφανος ἀστέρων δώδεκα». Τοποθετεί στη θέση τους την εικόνα, με την οποία “ιστορείται” πώς το δένδρο υποκλίνεται και στεφανώνει τη Μαρία και τους άλλους. Το δένδρο, το αρχέτυπο αυτό σύμβολο, που θεωρείται ότι είναι ταυτόχρονα πηγή ζωής, γνώσης και εξουσίας, είναι αυτό που στεφανώνει τη Μαρία, τίποτε άλλο. Για τον R. M. Rilke δεν υπάρχει, δηλαδή, κάτι που δραστηριοποιείται επί της γης, άνωθεν, έξωθεν, ουρανόθεν. Για ακόμη μια φορά προβάλλεται η απουσία του Θεού και η παρουσία της φύσης.

Τέλος, στο ποίημα αυτό του R. M. Rilke  μας αποκαλύπτεται “…η ιδιότυπη θρησκευτική αντίληψη του ποιητή: μέσα στην τολμηρή και αντί-θεολογική πεποίθηση του ότι ο άνθρωπος προϋπάρχει του Θεού, είναι αναγκασμένος να Τον εφεύρει εκ νέου, όχι πλέον με όρους του Υπερβατικού, αλλά του Επίγειου  ως φυσική ανάγκη”.

Αξιολογώντας την διονυσιακή ερμηνεία του Απ 12 με το παράδειγμα της προσέγγισης του R. M. Rilke, παρατηρούμε ότι αυτή έχει ένα μειονέκτημα  και ένα μεγάλο πλεονέκτημα.

Μειονέκτημα:  Αυτή, με το να αποδέχεται τόσες προσεγγίσεις σε ένα κείμενο όσες και οι αναγνώστες σχετικοποιεί την αυθεντία του κειμένου και τρομάζει τον πιστό, ο οποίος αναζητά εναγώνια τη μια αλήθεια του κειμένου.

Πλεονέκτημα: Με το να προτείνει η ερμηνεία αυτή πολλές και διαφορετικές λύσεις αναδεικνύει την αξία κάθε αναγνώστη και ταυτόχρονα απελευθερώνει το κείμενο από την υποτιθέμενη, μια και αληθινή, αλλά ταυτόχρονα και εξουσιαστική και δογματική ερμηνεία.

Το χωρίο μέσα από την συγκεκριμένη ανάγνωση αλλά και τις πολλές άλλες αναγνώσεις επιταχύνεται νοηματικά και αγκαλιάζει ποικίλες πολιτισμικές εκφάνσεις.

Το αναγνωστικό τοπίο μοιάζει πλέον με κοιλάδα γεμάτη από πλήθος αγριολούλουδων, πλημμυρισμένη από χρώματα και ευωδίες. Τίποτε δεν υπολείπεται σε ωραιότητα και άρωμα, τίποτε δεν είναι ασήμαντο, όλα είναι αληθινά. Ούτε είναι δυνατόν οι αναγνώσεις αυτές να κατηγοριοποιηθούν αξιακά.

dsc_5251

Επιλεγόμενα

α) Η ανθρωπότητα έχει εισέλθει στην περίοδο της μετανεοτερικότητας ή ύστερης νεοτερικότητας. Αυτή με το διεισδυτικό και αποδομιστικό της πνεύμα ξεσκέπασε τις αρνητικές αντιλήψεις της νεοτερικότητας, μεταξύ των οποίων και την αντίληψη για μια και μοναδική κατανόηση ενός κειμένου.

Ταυτόχρονα η μετανεοτερικότητα πρότεινε την χειραφέτηση του σύγχρονου ανθρώπου από τις αγκυλώσεις της νεοτερικότητας και πρόταξε τον κοινωνικό και πολιτισμικό πλουραλισμό.

β) Στο παραπάνω πλαίσιο μπορούν να ενταχθούν και να συνυπάρξουν και οι δυο ερμηνευτικές προσεγγίσεις, χωρίς να θεωρηθεί ότι αυτές χάνουν την ιδιοσυστασία τους.

Η απολλώνια ερμηνεία του Απ 12,1.6α, στηριζόμενη στην αρχή της αναζήτησης της ιστορικής ακριβείας και της αντικειμενικότητας, μπορεί να προσφέρει τις υπηρεσίες της αναζητώντας την μιαν αλήθεια του κειμένου και προτείνοντας πολλές και ισοδύναμες ερμηνείες.

Η διονυσιακή ερμηνεία του Απ 12,1.6α μπορεί να συνυπάρξει με την απολλώνια προσέγγιση και να προσφέρει τις πολλές, όσες είναι οι αναγνώστες ενός κειμένου, ερμηνείες.

γ) Η ένσταση ότι ένας τέτοιος ερμηνευτικός πληθωρισμός μπορεί να οδηγήσει στην σχετικοποίηση του νοήματος του κειμένου ακόμη και στην εξαφάνισή του και την αντικατάστασή του από το διακείμενο, μπορεί να αποδυναμωθεί με βάση δύο επιχειρήματα ή δικλίδες ασφαλείας.

Πρώτον, με το επιχείρημα του W. Iser ότι το κείμενο έχει μιαν αντικειμενική δομή, ακόμη κι αν αυτή πρέπει να συμπληρωθεί από τον αναγνώστη.

Δεύτερον, με το επιχείρημα του G. Fish περί «ερμηνευτικών στρατηγικών» των αναγνωστών. Αυτοί πρέπει να προτιμούν τις αναγνώσεις των αποκαλούμενων επαρκών ή πληροφορημένων αναγνωστών. Εκείνων δηλαδή που έχουν γαλουχηθεί στα πανεπιστημιακά ιδρύματα και μας παρέχουν αναγνώσεις που δεν αποκλίνουν τόσο πολύ μεταξύ τους, ώστε να ματαιώσουν κάθε λογικό διάλογο.

Το παραπάνω βέβαια δεν σημαίνει ότι προκρίνουμε την απόρριψη των υπόλοιπων αναγνώσεων. Συμφωνήσαμε ότι κάτι τέτοιο αντιβαίνει στο σύγχρονο μετανεοτερικό κλίμα και οδηγεί σε κοινωνική και πολιτισμική οπισθοδρόμηση.  

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.