Πρωτοπρ. Ιωάννης Σκιαδαρέσης (Καθηγητής Α.Π.Θ.), Η Θεία ευχαριστία ως αγιασμὸς του κόσμου

p-ioannis1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Ανέκαθεν η εκκλησία τροφοδοτούσε τα μέλη της με αρίστη τροφή. Τα δίδασκε δηλ. όχι μόνο εντατικὰ αλλὰ και με τροφή καλής ποιότητος. Αυτό, συνήθως, λέμε ότι γινόταν κυρίως κατά τον χρυσό αιώνα της (4ος και 5ος αι.). Η Κ. Διαθήκη, όμως, μας βεβαιώνει ότι γινόταν και στα χρόνια της, τον πρώτο δηλ. αι. (Βλ. λ.χ. τη σπουδαία μαρτυρία στο Εβρ 5,11—6,6, όπου φαίνονται οι διάφοροι κύκλοι θεολογικών μαθημάτων στην κατήχηση της πρώτης εκκλησίας και γίνεται μάλιστα λόγος, μεταφορικά, για γάλα και στερεά τροφή. Επίσης διακρίνονται οι πιστοί σε άπειρους, σε νηπίους και τελείους κ.λ.π. )

Είναι σαφές ότι η συνεχής αυτή διδασκαλία γινόταν για την καλύτερη μετοχή των μελών της εκκλησίας στα μυστήριά της. Να μη κατανοούνται δηλ., κατά το πρότυπο των αρχαίων μυστηριακών λατρειών, ως μαγικές τελετές αλλά ως τρόποι σωτηρίας του ανθρώπου.

Ξαναλέμε, λοιπόν, ότι η εκκλησία, όπως δεν έμεινε ποτέ χωρίς λατρεία, ή χωρίς ιεραποστολή, έτσι δεν έμεινε, από τα πρώτα της κιόλας βήματα, χωρίς σοβαρή κατήχηση των μελών της[1].

Όπως κέντρο της ζωής της πρώτης εκκλησίας ήταν η θεία ευχαριστία έτσι και κέντρο της διδαχής της ήταν προφανώς η θεία ευχαριστία. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι το μυστήριο αυτο, δηλ. η θεία ευχαριστία, βρίσκεται πίσω από τις ουσιαστικότερες, όπως θα δούμε,  σελίδες  της Κ. Διαθήκης.

Γύρω από αυτό το μυστήριο θα περιστραφούν όσα θα πω στη συνέχεια, με την ευλογία του Σεβασμιωτάτου και τη δική σας προσοχή.

Θα προσπαθήσω να μη πω δικούς μου στοχασμούς,  αλλά ό,τι η Κ. Διαθήκη αφήνει να γευτούμε από το άρρητο αυτό μυστήριο, το οποίο συμπυκνώνει όσα έκανε και κάνει ο Θεός για τη δημιουργία του και όσα μπορεί και πρέπει, ευγνωμόνως,  να κάνει ο άνθρωπος έναντι του Θεού και όλης της υπόλοιπης δημιουργίας.           

Προκαταβολικά, όμως, επιτρέψτε μου να πω κάτι ως προϋπόθεση των όσων θα ακολουθήσουν:

Θα έλεγε κάποιος ότι η  ευχαριστία δεν είναι το άπαν. Δεν προβάλλει όλα όσα έκανε σε μας και όσα ζητάει από μας ο Χριστός.  Και βεβαίως αυτό φαίνεται ότι ισχύει αν η ευχαριστία βιώνεται ως μαγική πράξη. Ισχύει αν η θεία λειτουργία γίνεται για το θεαθήναι. Εάν δεν είναι τόπος ιερών αποφάσεων και εφαλτήριο ωραίων και γνήσιων πράξεων. Όμως, η ευχαριστία συμπυκνώνει όντως το άπαν των όσων έδωκε σε μας ο Χριστός, είτε το ξέρουμε είτε όχι. Είτε το ομολογούμε είτε όχι. Αυτή τα συμπεριλαμβάνει όλα. Αυτή συμπυκνώνει και επικαιροποιεί το λόγο και το κήρυγμα του Χριστού. Δε θυμίζει απλά αλλά ενεργοποιεί στο παρόν τη θυσία του και εν γένει το αναδημιουργικό του έργο. Ταυτόχρονα είναι το άπαν των όσων ζητάει από μας ο Χριστός: το να αγιάζουμε δηλ. τον εαυτό μας, προσφερόμενοι στον Θεό, στο συνάνθρωπο και στην υπόλοιπη δημιουργία.

2. Οι ευχαριστιακοί τόποι (αναφορές) της Κ. Διαθήκης

Μετά τη γενική αυτή αξιολόγηση να ξαναπώ ότι όσα θα ακολουθήσουν για την ευχαριστία, θα στηρίζονται κυρίως στην Κ. Διαθήκη. Το κάνω αυτό όχι τόσο γιατί αυτόν το χώρο μπορώ, κάπως, να προσεγγίζω ευχερέστερα, όσο γιατί α) όπως γνωρίζουμε η ευχαριστία, που αναμφίβολα είναι το κέντρο και το κριτήριο της εκκλησιαστικής μας ζωής σήμερα, ήταν, όπως ήδη είπαμε, και στο ξεκίνημα της εκκλησίας μας επίσης το κέντρο της και το κριτήριό της και β) διότι πιστεύω ότι η Κ. Διαθήκη δικαιούται, όχι μόνο σε παρόμοιες συνάξεις ή συνέδρια, αλλά και γενικότερα στην εκκλησιαστική μας ζωή, κάτι παραπάνω από όσα της δίνονται. Θα τολμούσα, μάλιστα, να πω ότι, επειδή από τη λατρεία και δη την ευχαριστία που η Κ. Διαθήκη προβάλλει, με φειδωλότητα βεβαίως, απουσιάζουν κάποια μεταγενέστερα φορτία, από αυτά που ονομάσθηκαν, όχι άδικα, «ιερή σκουριά», θα πρέπει να αφουγκραζόμαστε με ιδιαίτερη προσοχή, το τι λέει η Κ. Διαθήκη για την ευχαριστία και γενικά τη λατρεία.

Τα βασικά καινοδιαθηκικά  κείμενα, που έχουν άμεση ή έμμεση ή και μακρινή σχέση με την ευχαριστία, τα οποία κυρίως θα έχω στο νου μου για όσα, άκρως συνεπτυγμένα, θα πω, είναι :

α. Από τα συνοπτικά ευαγγέλια φυσικά, μας αφορούν κυρίως οι διηγήσεις για το τελευταίο Δείπνο του Χριστού με τους μαθητές του[2], λιγότερο οι παραβολές των Δείπνων[3], οι σωζόμενες από τους ευαγγελιστές διηγήσεις μετοχής του Χριστού σε δείπνο[4], καθώς και κάποιες από τις μεταναστάσιμες εμφανίσεις του, κατά τις οποίες συνέτρωγε με τους μαθητές του, όπως το δείπνο του με τους δύο μαθητές τους πορευομένους προς  Εμμαούς[5] κλπ.

β. Από τις Πράξεις, βασικές είναι οι  πληροφορίες οι σχετιζόμενες με τις συνάξεις και τον τρόπο ζωής των πρώτων Χριστιανικών κοινοτήτων[6] και η, συνήθως από πολλούς παραλειπόμενη, διήγηση της κλάσης του άρτου στην Τροία με τον επισυμβάντα θάνατο του Εύτυχου και την επαναφορά του στη ζωή[7]. Στα παραπάνω, θα πρόσθετα τη διήγηση για την εκ μέρους του Παύλου ευλογία και προσφορά τροφής στους συνταξιδιώτες του κατά τη μεταφορά τους προς τη Ρώμη[8], η οποία, λεκτικά τουλάχιστον, θυμίζει ευχαριστιακές συνάφειες της Κ. Διαθήκης.

γ. Από τις επιστολές, έχω στο νου μου κυρίως τις αναφορές της Α΄ Κορ. στο γεγονός της ευχαριστίας, με αφορμή ατασθαλίες κατά τα Κυριακά δείπνα στην Κόρινθο[9], το επεισόδιο μεταξύ Πέτρου και Παύλου στην Αντιόχεια το σχετιζόμενο με το «συνεσθίειν» Χριστιανών εξ Ιουδαίων και Χριστιανών εξ εθνικών, που μας διασώζει ο Παύλος στην προς Γαλάτας[10] και κάποια πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία από την προς Εβραίους[11] ἀλλά και τις άλλες επιστολές.

δ. Από την Αποκάλυψη του Ιωάννη μας ενδιαφέρουν ειδικά κάποιες ευχαριστιακές νύξεις[12], μα κυρίως η γενικότερη ατμόσφαιρά της, καθώς κεντρικό της πρόσωπο είναι ο Χριστός ως εσφαγμένον αρνίον.

ε. Ξεχωριστά μνημονεύω το κατά Ιωάννην ευαγγέλιο και την ιδιαίτερη σχέση του με την ευχαριστία. Όπως έχει καταδειχθεί,  είναι  το ευαγγέλιο  «που… αποτελεί  την πρώτη σοβαρή προσπάθεια θεολογικής εμβάθυνσης στη διατύπωση του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας»[13]. Έχει, μάλιστα, αρκούντως υποστηριχθεί, και κατά την εκτίμησή μου όχι άδικα, ότι υπόβαθρό του είναι κυρίως η πασχάλια λατρευτική πράξη της πρώτης εκκλησίας.  Αυτό θα πει ότι, κεντρικές διηγήσεις του σχετίζονται με τα τρία βασικά μυστήρια (Βάπτισμα, Χρίσμα, Θεία Ευχαριστία) τα οποία δέχονταν οι φωτιζόμενοι κατά τη νύχτα του Μ. Σαββάτου προς την Κυριακή της Αναστάσεως.

i. Στο πλαίσιο των προηγουμένων σε σχέση με το μυστήριο της ευχαριστίας, θα πρέπει να αναφερθεί η διήγηση του εν Κανά σημείου[14] εξαιτίας της αφθονίας και της άριστης ποιότητας του κρασιού και άλλων φυσικά στοιχείων της π.χ. η μετατροπή των υδριών από δοχεία νερού, για τυπικές καθάρσεις, σε κρατήρες, θα λέγαμε, ευχαριστιακού οίνου. Τα ίδια ισχύουν επίσης για τις τρεις μεγάλες περί Χριστού εικόνες του Ιωάννη (ύδωρ, άμπελος – οίνος και άρτος[15]). Σαφώς ευχαριστιακό χαρακτήρα, όπως δείχνει και η ερμηνευτική των πατέρων, έχει ο χορτασμός των πεντακισχιλίων[16] (και αυτό ισχύει, όπως είπαμε, και για τις διηγήσεις των συνοπτικών) και όλως ιδιαιτέρως ο εκτενής λόγος του Χριστού την επομένη του χορτασμού[17], στον οποίο ο Χριστός, αυθεντικά και με πλήρη αυτοσυνειδησία, λέει: «ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα έχει ζωήν αιώνιον»[18], λόγια που αποτελούν σταυρό των ερμηνευτών για το πώς πρέπει να κατανοείται η ευχαριστία.

ii. Κορυφαίο κείμενο, που αντικαθιστά στο ευαγγέλιο του Ιωάννη τη συνοπτική διήγηση του μυστηρίου της ευχαριστίας, είναι η νίψη των ποδών[19], με τις όποιες ετερότητές του έναντι των συνοπτικών, και η αρχιερατική προσευχή που ακολουθεί[20]. Στα προηγούμενα θα μπορούσε να προστεθεί και η περιγραφή της μεταναστάσιμης εμφάνισης του Κυρίου στο 21,13 κατά την οποία ο Χριστός: «λαμβάνει τον άρτον και δίδωσιν αυτοίς» (τοις μαθηταίς) κ.λ.π. προφανώς εξαιτίας της ευχαριστιακής της ορολογίας, πράγμα που, όπως είπαμε, ισχύει και για περιγραφές άλλων μεταναστάσιμων εμφανίσεων του Χριστού, συνδεδεμένων με γεύμα ή δείπνο με τους μαθητές του.

Είναι αυτονόητο ότι, από όλα αυτά τα κείμενα θα αντλήσω ελάχιστα στοιχεία, όσα κρίνω αναγκαία για την παρούσα περίπτωση. Ξεκινώ με μια σύντομη γνωριμία με τον όρο ευχαριστία.

3. Ο Χριστός αγιάζει εαυτόν υπέρ του κόσμου: Προσφέρει εαυτόν και τα πράγματα του κόσμου στον Πατέρα.

Ο όρος ευχαριστία μάς είναι γνωστός ως παράλληλος του όρου λειτουργία. Είναι προφανές ότι από τους δυο αυτούς όρους, ο όρος λειτουργία προσδιορίζει την ευχαριστία ως έργο του λαού και όχι ως ιδιωτική, μεμονωμένη πράξη. Το βάρος δηλ. σ αυτόν τον όρο πέφτει κυρίως στο ποιος κάνει αυτήν την πράξη. Και δεν είναι άλλος παρά ο λαός του Θεού, η εκκλησία ως συναγμένο σώμα, με κεφαλή τον Χριστό. Ο όρος ευχαριστία όμως δηλώνει το τι είναι αυτή η πράξη. Το βάρος σ’ αυτή την περίπτωση πέφτει στο περιεχόμενο και στο ποιόν της πράξης αυτής.

Εμάς εδώ ενδιαφέρει πιο πολύ ο όρος ευχαριστία. Σ’ αυτόν τον όρο ας στρέψουμε λίγο την προσοχή μας. Για να τον εννοήσουμε, όσο γίνεται, στο πνεύμα της Κ. Διαθήκης.

Για το πώς η Κ.Δ. καταλαβαίνει την ευχαριστία, ως πράξη δηλ. που «προσδιορίζει το είναι και την ταυτότητα της εκκλησίας[21]», αρκεί να υπενθυμίσω μόνο τα εξής λόγια, που ο Χριστός απηύθυνε προς τον Πατέρα, ευθύς μετά τον Μ. Δείπνο και τα οποία διασώζει, ως γνωστό, ο ευαγγελιστής Ιωάννης. Αυτά τα λόγια αποτελούν το κέντρο της εισήγησής μου και παρακαλώ ας τα προσέξουμε. «Υπέρ  αυτών εγώ αγιάζω εμαυτόν», λέει ο πορευόμενος προς το σταυρό Ιησούς,  «ίνα ώσιν και αυτοί ηγιασμένοι εν αληθεία»[22]. Τα λόγια αυτά σημαίνουν: «για χάρη αυτών, των δώδεκα, εγώ αφιερώνω και προσφέρω τον εαυτό μου σε σένα,  Πατέρα, ώστε και αυτοί, μέσα στην αλήθεια, να είναι αφιερωμένοι και να προσφέρονται σε σένα». Στα παραπάνω λόγια του Χριστού, ας προσέξουμε την έννοια του αγιάζω που θα πει: προσφέρω ή αφιερώνω τον εαυτό μου στον Πατέρα και έτσι τον ευχαριστώ, καθώς αυτοπροσφέρομαι σ’ αυτόν, δια της υπακοής μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού[23].

Λίγο πρίν από τον παραπάνω λόγο του, ο Χριστός, καθώς μας διαβεβαιώνουν οι Συνοπτικοί, στον Μυστικό Δείπνο, παραμονή του θανάτου του, εν όψει της τελικής και κορυφαίας πράξης προσφοράς του στον Πατέρα, τον ευχαριστεί[24] για τις τροφές που παρατίθενται στο τραπέζι για όλους τους συναγμένους συνδαιτυμόνες του. Έπειτα, προχωρεί σε κάτι πιο αποφασιστικό: σ’ αυτές τις τροφές, «εμπιστεύεται τον εαυτό του και την αιώνια αξία του λυτρωτικού του θανάτου»[25], που θα πεί: ταυτιζόμενος με αυτές, προσφέρεται  στους δικούς του, τους εν τω κόσμω, τους οποίους αγάπησε «εις τέλος»[26]. Προσφέρεται για πραγματική βρώση και πόση· για να έχουν «ζωήν …. και περισσόν»[27], καθιστάμενοι «θείας κοινωνοί φύσεως»[28] και άρα ικανοί να ζουν και αυτοί ευχαριστιακά, δηλ. μέσα στο κλίμα του «αγιάζειν» με την έννοια που είπαμε παραπάνω.

Αυτή η διπλή ενέργεια του θεανθρώπου προσδιορίζει την ευχαριστία ως αγιασμό, ως ολοκληρωτική δηλ. προσφορά του εαυτού του και όλων των πραγμάτων στον Θεό και στους ανθρώπους. Με τη διπλή αυτή προσφορά, προσφορά που αρνήθηκε να επιτελέσει ο Αδάμ, όλη η ανθρωπότητα – την οποία ο Λόγος προσέλαβε με τη σάρκωσή του – και όλα τα πράγματα του κόσμου επιστρέφουν ανανεωμένα στον Πατέρα για να ζήσουν και να πραγματώσουν τις προδιαγραφές τους.

Καθιερώνεται έτσι το μυστήριο της ευχαριστίας ως κεντρική πράξη της εκκλησίας, πράξη που τη συνιστά, την προσδιορίζει αλλά και την εκφράζει. Την πράξη αυτή, ως αγιασμό με την έννοια που είπαμε, επαναλαμβάνει κατ’ εντολή του Χριστού[29] έκτοτε η εκκλησία του, εντός της ιστορίας και του χρόνου, ομολογώντας και καταγγέλλοντας τον θάνατό του « άχρι ου έλθῃ»[30].

Όμως, θα πρέπει να δούμε και το υπόλοιπο ημιστίχιο, το οποίο συντακτικώς συνιστά μια τελική πρόταση, που δείχνει το σκοπό αλλά και τη συνέπεια του αγιασμού του Χριστού. Η τελική αυτή πρόταση είναι το: «ίνα ώσιν και αυτοί ηγιασμένοι εν αληθεία». Η πρόταση αυτή προσδιορίζει το αποτέλεσμα του αγιασμού του Χριστού (με την έννοια που είπαμε, της θυσιαστικής του δηλ. προσφοράς) αλλά και το τι συνεπάγεται για την εκκλησία η  ευχαριστία. Οι δώδεκα και όλοι εμείς, οι αποτελούντες από τη μια το ενιαίο σώμα του σαρκωθέντος Λόγου – αφού εκείνος μας προσέλαβε, όπως είπαμε, στη δική του φύση-  και βρίσκοντας, από την άλλη, ο καθένας μας, στο πρόσωπο του Χριστού, τον ανεπανάληπτο εαυτό μας, μετέχουμε στην ευχαριστία, σε δυο, θα έλεγα, πεδία : Το ένα είναι το πεδίο καταλλαγής και συνάντησης του ανθρώπου με τον Πλάστη του[31]. Σ’ αυτό το πεδίο προσφέρουμε το είναι μας, δια της υπακοής, θυσία και ευχαριστία στον Θεό εν Χριστώ δι’ αγίου Πνεύματος. Το άλλο, είναι το πεδίο συνάντησης με τον άλλον και προσφοράς στον άλλον, τον όποιον άλλον αδελφό είτε εντός είτε εκτός του τόπου και χρόνου της λατρείας. Σ’ αυτή την περίπτωση μετέχουμε στην ευχαριστία, με το να επαναλαμβάνουμε στη ζωή μας, τη θυσία του Χριστού και την προσφορά του, δια του δικού μας σταυρού και της δικής μας προσφοράς.

Τα παραπάνω σημαίνουν ότι το μυστήριο της ευχαριστίας είναι: i) η εν ελευθερία και αγάπη προσφορά της ύπαρξής μας στον Θεό, ii) η άνευ όρων αγάπη μας στον συνάνθρωπο και iii) η έμπρακτη έγνοια μας προς την υπόλοιπη δη-μιουργία.

Το προηγούμενο τρίπτυχο μας οδηγεί σε μια σώζουσα ενεργητική έκσταση, που θα πει έξοδο από τον εαυτό μας, ή με άλλα λόγια σε μια ορθή διαχείριση του εαυτού μας σε σχέση με ό,τι δεν είναι κυρίως ο εαυτός μας.

Είναι γεγονός ότι η ευχαριστία αναπτύσσει την εσωτερική ζωή του κάθε προσώπου. Αυτό όμως δεν οδηγεί σε αυτισμό και εσωστρέφεια. Η ευχαριστία, μας καλεί να υπάρχουμε κατά τον τρόπο του Χριστού, απελευθερωμένοι από τον εαυτό μας σε μια ζωή προσφοράς προς ό,τι κείται έξω από μας και είναι του Θεού δημιουργία και περιουσία. Έτσι το μυστήριο της ευχαριστίας δίνει νόημα στο μυστήριο της ύπαρξής μας.          

Όλα αυτά αν μπορέσουμε και τα κάνουμε κτήμα μας και κτήμα των αδελφών μελών της εκκλησιαστικής μας κοινότητας ποιάς άλλης ευχαριστιακής αγωγής έχουμε ανάγκη;

Μετά τη σύντομη επαφή μας με το πώς κατανοεί η Κ. Διαθήκη την ευχαριστία, περνάμε σε κάποια άλλα δεδομένα για την ευχαριστία στα κείμενα που σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με την ευχαριστία και τα οποία προανέφερα.

4. Αδυναμία ανταπόκρισης. Στρεβλώσεις. Αντιευχαριστιακό, μη αποδεκτὸ ήθος.

Είδαμε το νόημα του «αγιάζειν» σε σχέση με τον Χριστό αλλά και σε σχέση με τους μαθητές του και το ταυτίσαμε με την έννοια της προσφοράς και της θυσιαστικής αγάπης, πράγματα που μας συγκινούν ιδιαίτερα. Ωστόσο, η ίδια η Κ. Διαθήκη μάς συγκλονίζει επίσης δείχνοντάς μας ότι ήδη από τα χρόνια της ζωής του Χριστού το ευχαριστιακό ήθος των ανθρώπων δεν ήταν πάντα υπαρκτό ούτε και εκεί που αναμενόταν ως αυτονόητο. Έναντι του πλούτου της δωρεάς του Χριστού οι άνθρωποι, ακόμη και οι μυημένοι μαθητές, επέδειξαν συχνά παντελή αδυναμία ανταπόκρισης. Αυτό σημαίνει ότι στη γενναιοδωρία της ευχαριστίας και κάθε προσφοράς του Χριστού οι δικές μας πιθανότητες νὰ ανταποκριθούμε είναι μετρημένες και πάντως όχι ανάλογες.

Μελετώντας την Κ. Διαθήκη είμαστε σε θέση να ξέρουμε ή να διαισθανόμαστε όψεις ενός αντιευχαριστιακού ήθους, που στιγμάτιζε ακόμη και τους μαθητές, και μάλιστα σε στιγμές που θα αναμενόταν το αντίθετο. Θα έλεγα επ’ αυτού ότι ευτυχώς που οι ιεροί συγγραφείς της Κ. Διαθήκης δεν εξωράϊσαν συμπεριφορές και μας τις παρουσίασαν όπως  εκδηλώθηκαν!

Θα σας υπενθυμίσω στη συνέχεια κάποιες από αυτές τις αντιευχαριστιακές συμπεριφορές. Σπεύδω όμως να πω αυτό που υπαινίχτηκα και πιο πάνω, δηλ. ότι το αντιευχαριστιακό αυτό ήθος των ανθρώπων δεν αναίρεσε, ούτε φυσικά αναιρεί και αχρειώνει την ευχαριστία με κανένα τρόπο, γιατί σ’ αυτήν ο Χριστός δεν είναι μόνο ο προσδεχόμενος και ο προσφερόμενος είναι και ο προσφέρων. Αυτός είναι όλα. Οπότε αυτός καλύπτει και τις ελλείψεις μας.

Να θυμηθούμε, λοιπόν, μερικές περιπτώσεις αντιευχαριστιακού ήθους των χρόνων της Κ. Διαθήκης, όπως αυτές αποτυπώνονται μέσα σε πλαίσια ευχαριστιακά:

Στις παραβολές π.χ. των δείπνων[32], τις οποίες ο ακροατής ή ο αναγνώστης προφανώς πρέπει να συνδέσει με το Κυριακό δείπνο, οι συμπεριφορές όλων ανεξαιρέτως των επισήμως καλεσμένων είναι αρνητικές. Οι αντιδράσεις τους, που πιθανώς στα χρόνια που γράφονταν τα ευαγγέλια (30 με 40 χρόνια αργότερα από τότε που λέχθηκαν) αντικατόπτριζαν αρνητικές συμπεριφορές μελών της εκκλησίας έναντι της ευχαριστιακής σύναξης (βλ. τη σύσταση του συγγραφέα της προς Εβραίους[33]: μη εγκαταλείποντες την επισυναγωγήν εαυτών, καθώς έθος τισίν), συνιστούν ύβρη έναντι και του καλούντος και του ιδίου του γεγονότος του δείπνου. Κι’ αυτό γιατί παραβαίνουν στοιχειώδεις κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς, καθορισμέ-νους από την κοινωνική εθιμοτυπία. Και μάλιστα με δικαιολογίες παράλογες και πολύ ανόητες. (Τις λέω ανόητες γιατί ποιος θα αγόραζε βόδια ή χωράφι χωρίς προηγουμένως να τα δοκιμάσει ή να τα δει;  Κυρίως ποιος θα παντρευόταν  και δεν θα το ήξερε τουλάχιστον λίγες μέρες πριν το δείπνο;) Από κει και πέρα στερούν και από τον εαυτό τους τη χαρά του δείπνου, την τέρψη από τα γαμήλια φαγητά και την αγαλλίαση που φέρνει η κοινωνία με το συνάνθρωπο και η τιμή που τους περιποιεί το ίδιο το κάλεσμα. Μέσα από την επιβαλλόμενη αναγωγή των παραβολών αυτών στην ευχαριστία, οι καλεσμένοι δείχνουν αντιευχαριστιακό ήθος στην κάθετη και οριζόντια διάστασή του. Οι παραβολές όμως, καθώς δεν σταματούν στην άρνηση των καλεσμένων, αλλά παρουσιάζουν τελικά την, παρά την άρνηση, πραγματοποίηση του δείπνου με όσους κλήθηκαν εκ των υστέρων, υπογραμμίζουν έτι περισσότερο την κενωτική προσφορά αλλά και αντισυμβατική συμπεριφορά του Χριστού, καθώς εμφανίζουν  τον καλούντα οικοδεσπότη/Χριστό να συντρώγει, παρά τα ήθη της εποχής, με ανθρώπους κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων.

Ακραίο αντιευχαριστιακό ήθος επιδεικνύεται και μέσα στο πλαίσιο του Μυστικού Δείπνου, όπως διασώζεται στο κατά Ιωάννην ευαγγέλιο. Εκεί, μέσα στην κορύφωση της άκρας ταπείνωσης και προσφοράς του Χριστού, τουτέστιν σ’  αυτό το ίδιο το γεγονός της ευχαριστίας, οι πιο πλησίον του Χριστού άνθρωποι, οι άνθρωποι που επί τριετίαν  είχαν προϊδεασθεί και μυηθεί από τον δάσκαλό τους στο μυστήριο του προσώπου του και της αυτοπροσφοράς του, αμαύρωναν το μεγαλείο της στιγμής και τα τελούμενα στο βάθος τους. Κατατρύχονταν από τον τρωκτικό διχασμό του ποιος είναι «μείζων»[34], έμεναν δηλ, όπως λέει ο λαός μας, στον κόσμο τους.

Ο άκρως αντιφατικός Πέτρος, που άλλοτε απέτρεπε τον Χριστό από το να σταυρωθεί, τουτέστι να  μη αυτοπροσφερθεί,  συμβουλεύοντάς τον να λυπηθεί τον εαυτό του[35], και άλλοτε επιπόλαια μεγαλοστομούσε για αιώνιο και βαθύ σύνδεσμο μαζί του[36], το βράδυ του Μ. Δείπνου, ταπεινόσχημα, στην ουσία σάρκαζε την κένωση του Χριστού, αρνούμενος να δεχθεί τη νίψη των ποδιών του[37]. Λίγο αργότερα, ωστόσο, θα αρνιόταν κάθε σχέση μαζί του[38].

Ο Ιούδας πάλι, οδηγημένος είτε από φιλαργυρία είτε από διάψευση ελπίδων και ψευδαισθήσεων, όντας σίγουρα ήδη υποχείριο του διαβόλου[39], θα ολοκλήρωνε – και παρά τη μεσολάβηση της ευχαριστίας- την πιο παράφρονη απόφασή του: να προδώσει την πιο ιερή σχέση, τη σχέση δασκάλου -μαθητή, και να παραδώσει στο αβυσσαλέο πάθος των θρη- σκευτικών αρχόντων το πιο ιερό πρόσωπο, τον θεάνθρωπο Ιησού.

Μιας και μιλάμε για αντιευχαριστιακό ήθος του Ιούδα αλλά και των μαθητών μέσα στον ίδιο τον Μυστικό Δείπνο, ο οποίος ενσαρκώνει την ευχαριστία, να θέσω υπόψη σας την εκτίμηση που κάνω πάντα, όταν σκέφτομαι τη σχέση Ιούδα και  Χριστού: Αμέσως μετά τον χορτασμό των πεντακισχίλιων, ως γνωστό, ο Χριστός, στον εκτενή λόγο που τον διασώζει ο ευαγ- γελιστής Ιωάννης[40], υποσχέθηκε ότι αντί του μάννα θα δώσει στον κόσμο, για βρώση, τη σάρκα του και, για πόση, το αίμα του[41]. Ο λόγος αυτός φάνηκε στον κόσμο σκληρός και τους σκανδάλισε τόσο ώστε πολλοί «απήλθον … εις τα οπίσω και ουκέτι μετ’ αυτού περιεπάτουν»[42]. Οι δώδεκα, αν και προκλήθη- καν από τον Χριστό να φύγουν, δεν έφυγαν[43], έμειναν κοντά του και πάλεψαν με την πίστη. Έναν όμως από αυτούς ο Χριστός στη συνέχεια τον αποκαλεί διάβολο[44], προφανώς διότι ο σκανδαλισμός του ήταν βαθύς και αξεπέραστος. Είναι, κατά τη δήλωση του Ιωάννη, ο Ιούδας[45]. Παρά ταύτα ο Ιούδας δεν εγκατέλειψε τον όμιλο των μαθητών. Έχω την εντύπωση ότι εδώ θα πρέπει να τοποθετήσουμε την αφετηρία, ιστορικά τουλάχιστον, του προβλήματος στη σχέση Ιούδα και Χριστού.  Με την αναφορά του Χριστού στη βρώση του σώματός του και στην πόση του αίματός του, συνετελέσθη μέσα στην ύπαρξη του Ιούδα ένας σκανδαλισμός τον οποίο, σε αντίθεση με τους άλλους, δεν  μπόρεσε ποτέ να ξεριζώσει. Ενώ των υπολοίπων ο σκανδαλισμός θεραπεύτηκε, του Ιούδα  έμεινε αθεράπευτος. Δεν αποκλείεται λοιπόν η προδοσία να έχει τις ιστορικές της ρίζες στον περί ευχαριστίας, ως κενωτικής προσφοράς, λόγο του Χριστού μετά το χορτασμό των πεντακισχιλίων.

Να επιμείνουμε λίγο ακόμη στην ίδια συνάφεια: Ο Χριστός κάλεσε τον Ισραήλ, να τον αποδεχθεί ως τροφή ανώτερη του μάννα[46]. Και αυτό επίσης ήταν για κείνους μείζον σκάνδαλο. Εδώ ακριβώς βρίσκεται η μόνιμη απειλή: να βάλει και ο Χριστιανός το μάννα της σήμερον, πιο πάνω από τον σαρκωμένο Λόγο. Να υιοθετήσει, με άλλα  λόγια, μια από τις προτάσεις  του διαβόλου στον Χριστό, ευθύς μετά το βάπτισμά του: αντί του Χριστού να προτιμήσει άλλα πράγματα που τον υποκαθιστούν.

Να θυμηθούμε και άλλες αρνητικές συμπεριφορές, συνδεδεμένες άμεσα ή έμμεσα με την ίδια την πράξη της ευχαριστίας στα αποστολικά χρόνια;

Πολλά έκτροπα και άπρεπα πράγματα στην εκκλησία της Κορίνθου, όπως μας πληροφορεί η Α΄ Κορ[47], συνέβαιναν στο πλαίσιο των Κυριακών δείπνων: πρόκειται για το σκανδαλισμό των αδύνατων και πτωχών εξαιτίας της συμπεριφοράς των πατρώνων πλουσίων, που εύρισκαν ακόμη και το χώρο της ευχαριστίας ευκαιρία ισχυροποίησης των κεκτημένων τους και άσκησης εξουσίας πάνω στους οικονομικά ανίσχυρους[48]. Και γενικότερα πρόκειται για μη διάκριση του σώματος του Χριστού, όπως κι αν κατανοηθεί η απουσία διάκρισης (απουσία ευαισθησίας έναντι των αδυνάτων αδελφών ή απουσία διάκρισης κατά τη μετοχή του άρτου και του ποτηρίου).

Από όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, που δείχνουν ότι διαρκούσης της συγγραφής των βιβλίων της Κ. Διαθήκης (πέμπτη μέχρι δέκατη δεκαετία του πρώτου αι.) παρατηρούνταν σοβαρές αποκλίσεις από το ήθος της ευχαριστίας, τρία είναι τα βασικά εξαγόμενα:

α) Ο τρόπος με τον οποίο συχνά τοποθετείται ο άνθρωπος έναντι της ευχαριστίας δεν είναι ανάλογος του μεγέθους της.

β) Το μυστήριο της κενωτικής αγάπης και της θυσιαστικής προσφοράς του Χριστού απαιτεί υπέρβαση της ατομικότητας και των περιορισμών που δημιουργεί η πεπτωκυία, όπως λέμε, φύση μας. Το γνήσιο ευχαριστιακό ήθος στον άνθρωπο, ήθος κενωτικό, απαιτεί, όπως θα δούμε και παρακάτω, την εν ταπεινώσει εγκατάλειψή του στο Άγιο Πνεύμα, η οποία  δεν συμβαδίζει με την μη άρνηση της εγωπάθειάς μας.

Και γ) η συμπεριφορά του ανθρώπου σε σχέση με την ευχαριστία και εντός της ευχαριστίας κρίνει γενικότερα και τη σχέση του με τον Χριστό. Άρα η σχέση του ανθρώπου με τον Χριστό περνάει οπωσδήποτε  μέσα από την ευχαριστία.

Μη μείνουμε όμως στην στρέβλωση. Να προχωρήσουμε στα θετικά και να τονίσουμε ότι η ευχαριστία στην Καινή Διαθήκη παρουσιάζεται κυρίως ως το γεγονός ή ὤς ο τόπος, όπου ο άνθρωπος ή καλύτερα η κοινότητα των πιστών δέχεται μεγάλα δώρα και προσφορές από τον Θεό, αλλά και η ίδια πρέπει και μπορεί να επιδείξει  και – όντως συχνά επιδεικνύει – μεγάλες επιδόσεις ως ευφρόσυνη ανταπόκρισή της στη θυσιαστική αγάπη του Θεού, την οποία καταγγέλλει  η ευχαριστία.

5. Ευχαριστία: ο τόπος  μεγάλων δωρεών  του  Θεού στον άνθρωπο αλλά και μεγάλων επιδόσεων του ανθρώπου

Στην ενότητα αυτή, την τελευταία, να δούμε, με συντομία, ποιες θετικές αποτιμήσεις κάνει η Κ. Διαθήκη για τη σχέση πιστών και ευχαριστίας. Για το ήθος τους εντός αυτής.

Ἡ ευχαριστία, ως γεγονός που λαμβάνει χώρα μέσα στην ιστορία, είναι, σύμφωνα με όσα γι’ αυτήν καταθέτει η Κ. Διαθήκη:

α)  Το κατ’ εξοχήν μυστήριο, που συνάγει, δυνάμει του Σταυρού και της Ανάστασης του Χριστού, όπως θα πει ο Ιωάννης[49], «εις εν» όχι μόνο εσχατολογικά αλλά και εντός της ιστορίας και του κόσμου τούτου – παρόλα τα αρνητικά από τα οποία ο κόσμος αυτός συντίθεται –  τα   διασκορπισμένα, από το έργο του διαβόλου και την ανθρώπινη αστοχία, τέκνα του Θεού. Τα συνάγει «εις εν», χωρίς να στερεί από τον καθένα την προσωπικότητά του και χωρίς να τον μεταβάλλει σε μάζα.

β) Είναι ὁ τόπος, όπου κυρίως γνωρίζεται ή καλύτερα «επιγινώσκεται»[50] ο Χριστός. Και υπογραμμίζω: γνωρίζεται και δεν παρατηρείται. Ούτε γίνεται αντικείμενο στοχασμού ή συζητήσεων. Να θυμηθούμε το δείπνο του αναστημένου Χριστού με τους δύο συνοδοιπόρους του προς Εμμαούς, όπως το διηγείται ο ιστορικός της πρώτης εκκλησίας, ο Λουκάς[51]. Ο άγνωστος, καθ’ όλο το διάστημα της μεταξύ τους συζήτησης, Χριστός, γνωρίζεται μόνο «εν τη κλάσει του άρτου». Όταν  δηλ εκείνος ο άγνωστος λαβών «τον άρτον ευλόγησε και κλάσας επεδίδου αυτοίς»[52]. Κι όταν μετά την κλάση, οι δυο μαθητές πιθανώς θα ήθελαν να ξαναπιάσουν συζήτηση μαζί του για επίλυση αποριών τους, εκείνος «άφαντος εγένετο απ’ αυτών[53]». Έτσι καταδεικνύεται ότι η ευχαριστία είναι τροφή, κοινωνία και καύση καρδιάς[54] όσων συνοδοιπορούν με τον αναστημένο Χριστό κι όχι στοχαστική συζήτηση ή προβληματισμοί.

Προς την ίδια βεβαιότητα οδηγεί και το άλλο μετααναστάσιμο περιστατικό που διηγείται ο Ιωάννης[55] και που μνημονεύσαμε πιο πάνω: ο Χριστός στέκεται στον αιγιαλόν, και οι μαθητές καλούνται να αριστήσουν «τον άρτον» που τους έδωσε και το «οψάριον». Πάλι εκεί, στο πλαίσιο αυτού του αρίστου, οι μαθητές γνώρισαν καλά τον Χριστό, και γι’ αυτό «ουδείς… ετόλμα εξετάσαι  αυτόν, σύ τις ει, ειδότες ότι ο Κύριος εστίν»[56] και δεν αμφέβαλλαν πια για το ποιος και τι είναι ο συνδαιτυμόνας τους.

γ) Ἡ ευχαριστία, προκειμένου να κατανοηθεί και να βιωθεί, απαιτεί αλλά και δημιουργεί την παρουσία του άγιου Πνεύματος. Συνεπώς, η ευχαριστία είναι ο τόπος, όπου ο άνθρωπος συνδέεται όχι μόνο με τον Υιό και κατ’επέκταση με τον Πατέρα, αλλά απαραιτήτως και με το άγιο Πνεύμα. Να θυμηθούμε την πληροφορία που δίνει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, ο ευαγγελιστής που περισσότερο από κάθε άλλο συγγραφέα συνδέει Χριστολογία με Πνευματολογία, διηγούμενος τον Μυστικό Δείπνο. Σημειώνει, λοιπόν, εκεί ο Ιωάννης ότι η κενωτική συμπεριφορά του Χριστού, η πράξη δηλ της ευχαριστίας, έμεινε απρόσιτη για εκείνο το εσπέρας στους μαθητές. Πιο συγκεκριμένα ο Χριστός, απευθυνόμενος στον Πέτρο, του λέει : «ο εγώ ποιώ συ ουκ οίδας άρτι, γνώσῃ δε μετά ταύτα»[57]. Η ευχαριστία συνεπώς θα κατανοηθεί από τους μαθητές «μετά ταύτα», και όπως λένε οι ερμηνευτές Πατέρες, μετά την Πεντηκοστή. Αυτό σημαίνει ότι η ευχαριστία, μας παραπέμπει ή καλύτερα μας συνδέει απαραιτήτως,  και με το Άγιο Πνεύμα, τον άλλο παράκλητο. Αν δεν συμβεί αυτό, μένουμε στο σύθαμπο, στο οποίο έμειναν και οι απόστολοι το βράδυ του Μυστικού Δείπνου. Να το πούμε αλλιώς: με την ευχαριστία έχουμε κοινωνία με την τριαδική Θεότητα.

δ) Ἡ ευχαριστία επίσης είναι το μυστήριο, δια του οποίου ο άνθρωπος οδηγείται εν Χριστώ, από την τυπική μνηστεία του με τον Θεό, στον ευφρόσυνο γάμο και την τέλεια κοινωνία μαζί του, που αποτελεί καρπό της σάρκωσης του Λόγου. Μόνο, ύστερα από τη σάρκωση του Λόγου, ο κόσμος πέρασε από το μερικό στο πλήρες. Από το ατελές στο τέλειο. Από το νερό των καθαρμών της παλαιάς λατρείας στον καλό οίνο και την αγαλλίαση των Μεσσιανικών χρόνων. Αυτή τη βεβαιότητα αποκομίζει κανείς μελετώντας το εν Κανά σημείο[58].

ε) Συνεχίζοντας την παρουσίαση του τι είναι η ευχαριστία στην Κ. Διαθήκη να υπογραμμίσουμε ότι είναι ο τόπος αναίρεσης του θανάτου και εμπειρίας της αναστάσεως. Στο βιβλίο των Πράξεων έχουμε μια από τις πληρέστερες και αρχαιότερες διηγήσεις για σύναξη, εκτενέστατο κήρυγμα και κλάση του άρτου (ευχαριστία) από τον Παύλο μέρα Κυριακή στην κοινότητα της Τροίας[59]. Πρόκειται για τη μοναδική περίπτωση, στην οποία λέγεται ξεκάθαρα ότι ο τελών την κλάση και το συνδεδεμένο με αυτή κήρυγμα είναι Απόστολος. Η μοναδική επίσης περίπτωση, όπου στο πλαίσιο της κλάσης του άρτου, ένα μέλος της κοινότητας και μάλιστα νεαρό, χάνει, παράκαιρα και βίαια, τη ζωή του και την ξαναποκτά, με την παρέμβαση του Παύλου, δυνάμει όμως της ευχαριστίας.

Επιτρέψτε μου εδώ να επιμείνω λιγάκι: Η διήγηση, φαίνεται ότι προήλθε από συνένωση δυο επί μέρους περιστατικών, που το καθένα έλαβε χώρα σε διαφορετικό χρόνο. Στο πρώτο, δηλ. τη σύναξη της κοινότητας για την κλάση τού άρτου, ο Λουκάς εντάσσει- εγγράφει καλύτερα- το δεύτερο, την ανάσταση του Εύτυχου. Η εγγραφή αυτή αποτελεί συνειδητή επιλογή του Λουκά, για να επιβεβαιώσει αυτό που είναι η ευχαριστία: πρόληψη της βασιλείας του Θεού και μετοχή του ανθρώπου στην αναστημένη ζωή του Χριστού. Συνεπώς, η όλη διήγηση αποτελεί νοηματοδότηση της ευχαριστιακής σύναξης καὶ εμπειρική ερμηνεία της, ως γεγονότος θεανθρώπινης κοινωνίας που σημαίνει τον ερχομό της βασιλείας του Θεού εντός της ιστορίας και αναίρεση της δύναμης του θανάτου.

στ) Ἡ ευχαριστία είναι ο κατ̉ εξοχήν τόπος υπέρβασης των διακρίσεων. Ο χορτασμός όλων των παρισταμένων στο, ευχαριστιακού προσανατολισμού[60], θαύμα των πεντακισχιλίων, το «πάντες»  στην προτροπή του Χριστού «λάβετε φάγετε….πίετε» κατά τον Μυστικό Δείπνο, η συμμετοχή του Ιούδα στην ευχαριστία, η αγωνία και οι προτροπές του Παύλου στους Κορινθίους να μη σκανδαλίζονται, στα κυριακά δείπνα οι ασθενείς και οι αδύνατοι από τη συμπεριφορά των πλουσίων, η παρουσία  του Εύτυχου, προφανώς δούλου[61], κατά την κλάση του άρτου στην Τροία και η δυναμική παρέμβαση του Παύλου για την επάνοδό του στη ζωή, η πράξη του Παύλου κατά τον πλουν προς Ρώμη να προσφέρει άρτο μετ’ ευχαριστίας σε όλους τους συνεπιβάτες και δη απόκληρους και κατάδικους και κακοποιούς όλα αυτά τα στοιχεία κ.π.ά. δείχνουν ότι η ευχαριστία, ως πράξη της εκκλησίας στους χρόνους της Κ. Διαθήκης, δικαίωνε την ύπαρξή της καθώς ήταν μια πράξη υπέρβασης των διακρίσεων και ανοιχτή προς όλους, χωρίς ίχνος ελιτισμού. Χωρίς επίσης να παραβιάζει τη συνείδηση και την ελευθερία κανενός ζητούσε να της ανοίξουν θύρα κοινωνίας οι πάντες. Είναι συγκινητική εκείνη η εικόνα της Αποκάλυψης[62], όπου ο Χριστός στέκεται μπροστά στην πόρτα και κρούει, χωρίς βεβαίως να την παραβιάζει. Υπομονετικά και διακριτικά αναμένει να του ανοίξουν, να μπει στο σπίτι και να δειπνήσει με τους οικείους του.

Για το ότι η ευχαριστία της πρώτης εκκλησίας ήταν πράξη ανοιχτή ας προσέξουμε την πληροφορία των Πράξεων ότι κατά την κλάση του άρτου στην Τροία δεν ήταν μόνο δυνατή η μετοχή όλων αλλά και τα παράθυρα της οικίας ήταν ανοιχτά[63] και ικανές λαμπάδες ήταν αναμμένες[64] ώστε να είναι η σύναξη  ορατή, άρα μη επιλήψιμη.

ζ) Είναι ακόμη η ευχαριστία, όπως επιμαρτυρεί και η ορθόδοξη λειτουργική μας παράδοση, ο τόπος συνάντησης των ανθρώπων με ολόκληρη την κτίση, υπό τα είδη των τροφών που αυτή χρησιμοποιεί (νερό, κρασί, ψωμί). Και όχι μόνο συνάντησης του ανθρώπου μαζί της, αλλά και πλήρους καταξίωσης κάθε τι υλικού. Δια της ευχαριστίας υποβάλλεται ένας απέραντος σεβασμός προς την ύλη, ο οποίος ενισχύεται μέσω της πλήρους  κατάφασής της που εκφράζουν οι ευχές της. Θα έλεγε, λοιπόν, κανείς ότι αν ο πόθος θέασης του προσώπου καί ακούσματος της λαλιάς του αδελφού μαρτυρεί το κοινωνικό ευχαριστιακό μας ήθος, ο μέσω της ευχαριστίας συνδεσμός μας με την υπόλοιπη δημιουργία και τον υλικό κόσμο εκφράζει την κοσμική, αν μπορούμε να την αποκαλέσουμε έτσι, πνευματικότητά μας, που εκδηλώνεται με μια άκρως κενωτική και προσεκτική εκ μέρους μας έγνοια και φροντίδα προς την κτίση. Μέσα δε από αυτή την έγνοια προετοιμάζεται η τέλεια σχέση ανθρώπου και κτίσης στη δοξασμένη τους μορφή στα έσχατα, όπως παρουσιάζεται στις τελικές οράσεις της Αποκάλυψης του Ιωάννη (κεφάλαια 21 και 22). Αυτή η προετοιμασία συντελείται μέσα από την ευχαριστία.

η) Η ευχαριστία προβάλλεται στην Κ. Διαθήκη ως ο τόπος και το κατ’ εξοχήν γεγονός ευφροσύνης, χαράς και αγαλλίασης της συναγμένης κοινότητας. Και μόνο να λάβει κανείς υπόψη του την πληροφορία των Πράξεων για τα μέλη της κοινότητας των Ιεροσολύμων ότι «κλώντες τε κατ’ οίκον άρτον, μετελάμβανον τροφής εν αγαλλιάσει και αφελότητι καρδίας» κατανοεί την ευχαριστία ως γεγονός της εορτάζουσας κοινότητας, πηγή και πρόξενο ανεκλάλητης χαράς. Δεν υπάρχουν καλύτερα κείμενα στην Κ. Διαθήκη, τα οποία να κάνουν τόσο λόγο για τη χαρά και την αγαλλίαση, ως βιώματα του ανθρώπου, από αυτά που βρίσκονται σε ευχαριστιακές συνάφειες. Τα βιώματα αυτά είναι οι άμεσοι καρποί της επίγνωσης της παρουσίας του Θεού, βιώματα που αποτελούν πρόληψη της χαράς των εσχάτων. Είναι όμως και πνευματικά ανθρώπινα εκδηλώματα εξαιτίας της σωματικής παρουσίας των αδελφών και της κοινωνίας των ανθρωπίνων προσώπων. Θα μπορούσαμε, ίσως, να μιλήσουμε στην προκειμένη περίπτωση ειδικά για μια θεολογία της αγαλλίασης, μέσα απὸ τις αισθήσεις[65] και όλη τη σωματικότητα του ανθρώπου. Αυτό σημαίνει ότι το να βλέπει και να ακούει κανείς το συνάνθρωπο, το να απολαμβάνει εκδήλως το πρόσωπο και τη λαλιά του, το να επιποθεί τη συντροφιά του και να χαίρεται τη συνάντησή του ανήκει στα βασικά στοιχεία ήθους που δημιουργούνται μέσα στην ευχαριστία. Τα στοιχεία αυτά δεν είναι κοσμικά, άρα μη «πνευματικά», εκδηλώματα εξωστρεφών τάχα ανθρώπων. Δεν ανήκουν στην επιφάνεια της ζωής, αλλά εκφράζουν πνευματικότητα. Θα έλεγα τη γνήσια πνευματικότητα. Όπως η αναφορά στον Θεό δεν είναι μια ατομική  και μόνον υπόθεση ή θολός μυστικισμός και δεν μένει η αναφορά μας αυτή σε κρύφια ή χλωμά βιώματα ή διανοήματα, μη κοινωνικώς (εκκλησιαστικώς) επαληθεύσιμα, αλλά είναι σχέση αισθητή και ψηλαφητή, σχέση έκδηλη, έτσι και η μεταξύ των  ανθρώπων – και μάλιστα των πιστών- σχέση οφείλει να δημιουργεί ρεαλιστική κοινωνία έκδηλου πόθου, χαράς και αγαλλίασης. Σχέση εκφραζόμενη και επαληθεύσιμη. Κοινωνία όπου, σύμφωνα με τη λειτουργική προτροπή «αλλήλους απολάβετε και αλλήλους ασπαζώμεθα»[66], ο πιστός όχι μόνο ανακαλύπτει αλλά και απολαμβάνει όλο τον αδελφό με τη σωματική παρουσία του: το βλέμμα, το χαμόγελο, τις κινήσεις, το λόγο και φυσικά τη σκέψη του. Κοινωνία, όπου η αγάπη των πιστών θα είναι εναγκαλιστική, ή κατά την ωραία διατύπωση του π. Αλ. Σμέμαν, «αγάπη ορώσα»[67] καὶ θα συμπλήρωνα και «ακούουσα». Είναι βεβαίως προφανές, ότι τα παραπάνω προϋποθέτουν εκ μέρους τοῦ ανθρώπου και γύμναση και κουμάντο όλων των αισθήσεων και όλου του ανθρωπίνου σώματος. Άλλωστε, γι’ αυτό η προς Εβραίους επιστολή μιλάει για «γυμνασμένα αισθητήρια»[68] που αποκτώνται με την έξη και τα έχουν οι τέλειοι.

θ) Ἡ ευχαριστία στην Κ. Διαθήκη ήταν και πρέπει να μείνει  ο τόπος έγνοιας για τον αδελφό και ενδιαφέροντος για την αύξηση της εκκλησίας. Είναι γνωστό ότι στο πλαίσιο της ευχαριστίας, όπως μας πληροφορεί ο πρωτεργάτης γι’ αυτές Παύλος[69], γίνονταν στα χρόνια συγγραφής της Κ. Διαθήκης οι λογείες ή οι συνεισφορές για τους πτωχούς αδελφούς, η  διακονία των αγίων, «όπως γένηται ισότης»,  όπως θα γράψει στη σχετική συνάφεια στους Κορίνθιους ο Απόστολος Παύλος[70]. Είναι προφανές ότι η έγνοια για τους ασθενείς αδελφούς και η φροντίδα της προώθησης της ιεραποστολής ήταν πράξεις των πιστών που εναρμονίζονταν με την κενωτική αγάπη του Χριστού, ο οποίος, «επτώχευσεν πλούσιος ων», για να πλουτίσουμε με τη δική του φτώχεια[71]. Έτσι, η ευχαριστία δεν αποτελεί εντός του χρόνου διάλειμμα στην πορεία του ευαγγελίου, διάλειμμα απραξίας της εκκλησίας, αλλά πράξη αύξησης και έκτασής της ώς τα έσχατα, νοούμενα όχι τόσο με κατηγορίες χρονικές όσο ποιοτικές.

ι) Ένα ακόμη γνώρισμα της ευχαριστίας στα χρόνια της Κ. Διαθήκης αλλά και διαχρονικά ήταν ὀτι λειτουργούσε ὠς οδηγός και μοντέλο για την εν διαλόγω με τον κόσμο προώθηση του έργου της εκκλησίας εντός της ιστορίας. Η ευχαριστία διδάσκει το διάλογο. Η λειτουργία, στη δομή που είχε ανέκαθεν, είναι ένας διάλογος ιερέως και λαού. Αυτός ο διάλογος, (που απηχείται στο τελευταίο κεφάλαιο της Από-κάλυψης με το «λέγει ο μαρτυρών ταύτα· ναι, έρχομαι ταχύ. Αμήν, έρχου κύριε Ιησού»[72] ή στην Α’ Κορ[73], όπου ορίζεται ως αναγκαία η χρήση του «αμήν», ως απάντηση-συγκατάθεση σε ό,τι ειπώθηκε στη σύναξη) είναι χαρακτηριστικό του ήθους που δημιουργεί η ευχαριστία και που υπέβαλε στην εκκλησία για τη γενικότερη στάση της έναντι του κόσμου. Είναι εδώ αναγκαίο να τονίσουμε ότι με διάλογο προωθούσε την πίστη της η εκκλησία και δεν την επέβαλε στανικά. Να θυμηθούμε το πολλάκις αναφερθέν περιστατικό της κλάσης του άρτου στην Τροία. Δυο φορές λέγεται εκεί ότι ο Παύλος κήρυξε επί μακρόν, πριν και μετά την κλάση του άρτου, «διαλεγόμενος»[74] με τα μέλη της κοινότητας.                    

ια) Κυρίως η ευχαριστία είναι ο τόπος καθημερινής τροφής της εκκλησίας και δια βίου αγωγής των πιστών. Η ευχαριστία, με την ιερουργία του ευαγγελικού λόγου και την κοινωνία του σαρκωθέντος Λόγου, αναδεικνύεται τροφή της εκκλησίας μηδέποτε δαπανώμενη.  Κι αυτό γιατί η ευχαριστία προϋποθέτει μόνιμη κίνηση αγάπης του Δημιουργού προς τα κτίσματά του και διαρκή σχέση του ανθρώπου με τον Θεό. Οι Πράξεις των Αποστόλων μας μιλούν για μια «καθ’ ημέραν» κλάση του άρτου εκ μέρους των πιστών[75].  Η Αποκάλυψη εξάλλου παρουσιάζει τη λατρεία ως γεγονός ακατάπαυστο (βλ «και ανάπαυσιν ουκ έχουσιν ημέρας και νυκτός»[76] και αναγκαίο. Το εν λόγω βιβλίο, περισσότερο από κάθε άλλο βιβλίο της Κ. Διαθήκης, υποβάλλει το χρέος η λατρεία και ειδικά η ευχαριστία να μην είναι είδος πολυτελείας ή μέρος αφρόντιδος βίου, εμφανιζόμενο σε καταστάσεις κοινωνικής και οικονομικής ανέσεως και πλαστής ησυχίας, αλλά οργανικό και ουσιώδες μέρος της πραγματικής ζωής, με όλες τις σκληρότητές της, τους πολέμους της, τις τραγωδίες της και τους φυσικούς και υπερφυσικούς αγώνες και αγωνίες της[77].

ιβ) Ακόμη η ευχαριστία είναι το γεγονός που δημιουργεί ολοένα στάση ζωής όχι μόνο ειδικά στους πιστούς αλλά και γενικότερα στην κοινωνία. Δεν είναι μια πράξη που αφήνει αδιάφορο τον υπόλοιπο κόσμο, τον εκτός. Η μέσω αυτής αγαθή επίδραση στους πιστούς έχει αντίκτυπο στον κόσμο. Ο Λουκάς στις Πράξεις, νιώθοντας τη δύναμη που η ευχαριστία έχει από τη φύση της και την επίδραση που ασκεί στην κοινωνία,  με χαρακτηριστικό τρόπο θα παρατηρήσει ότι οι άλλοι, τα μη μέλη της εκκλησίας, παρατηρώντας τη θετική πορεία της ζωής των πρώτων Χριστιανών, κέντρο της οποίας ήταν η «καθ’ ημέραν» κλάση του άρτου[78], ολοένα προσθέτονταν στην εκκλησία[79].

Τέλος  ιγ) Η ευχαριστία είναι ο χώρος που απαιτεί ένα ιδιαίτερο ιερατικό ήθος για μας τους κληρικούς. Αυτό το ήθος διαμορφώνει και επιβάλλει περισσότερο μια προφητική και θυσιαστική, κατά το πρότυπο του Χριστού, παρά μια θεσμική και εξουσιαστική ιερωσύνη είτε πρόκειται για τη γενική είτε την ειδική, όπως συνήθως λέγεται.

Επίλογος

Ανακεφαλαιώνοντας όσα με συντομία παρουσιάσαμε πιο πάνω μπορούμε να επαναλάβουμε ότι η ευχαριστία είναι:

α) ο τόπος όπου η εκκλησιαστική κοινότητα βιώνει την κενωτική αγάπη του Χριστού προς όλους και όλα, καρπώνεται εντός της ιστορίας τις πλούσιες προσφορές του και μπορεί η ίδια να οδηγείται στις πιο υψηλές επιδόσεις της ως ευφρόσυνη  δική της απάντηση στις δωρεές του Χριστού.

β) η κατ εξοχήν διά βίου αγωγή των ανθρώπων. Άγει τους πιστούς σε τρόπους ύπαρξης και συμπεριφοράς αποδεκτούς, ελέγξιμους εντός της κοινωνίας και στην καθημερινή ζωή τους.

Με ένα λόγο ἡ ευχαριστία αποτελεί την πιο καλή τροφή για αύξηση όσων ωραίων και συνεχή μείωση όσων αρνητικών υπάρχουν στον άνθρωπο και στην κοινωνία.

Κάθε αγωγή πάνω στα μέλη της εκκλησίας δεν μπορεί να κινείται έξω από το προηγούμενο γενικό ευχαριστιακό πλαίσιο.

%ce%ac%ce%b3%ce%b9%ce%bf%cf%82-%cf%87%ce%b1%cf%81%ce%ac%ce%bb%ce%b1%ce%bc%cf%80%ce%bf%cf%82_122

[1] Βλ Χ. Κ. Βασιλόπουλου, Oἱ Κατηχήσεις τοῦ Κυρίλλου Ιεροσολύμων. Ψυχοπαιδαγωγιὴ προσέγγιση. Β΄ Έκδοση. Εκδόσεις αδελφ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2003.

[2] Μκ 14, 17-31. Μθ 26, 20-35. Λκ 22, 14-38.

[3] Μθ 22, 1-14.Λκ 14, 15-24.

[4] Λ.χ. Μκ 2, 15-17. Μθ 9, 9-13. Λκ 5, 27-32.

[5] Λκ 24, 13-35 ( Μκ 16,12-13).

[6]  Πρ  Απος 2, 42. 46-47 . 5, 42.

[7]  Πρ 20, 7-12.

[8]  Πρ 27, 35. 36.

[9] Πρ 11, 20 εξ. 14, 1εξ.

[10] Γαλ 2, 11-14.

[11] Εβρ 5, 11-6, 7. 7,1εξ. 10, 25.

[12] Αποκ 2,17. 2,21.

[13]   Π. Βασιλειάδη, Lex Orandi.  Aθήναι, 2005, 179. 

[14] Ιω 2, 1-11.

[15] Για τις εικόνες αυτές βλ. Γιόσεφ Ράτσινγκερ, Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ΄, Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ, Α΄Μέρος: Από τη βάπτιση έως τη Μεταμόρφωση. (Μετάφ. Σ. Δεσπότης), Αθήνα 2007, 233—275.

[16] Ιω 6,1-15.

[17] Ιω 6, 16-71.

[18] Ιω 6, 54.

[19] Ιω 13,1-20.

[20] Ιω  κεφ 17.

[21] Π. Βασιλειάδη, ό.π. 155.

[22] Ιω 17, 19.

[23] Φιλιπ 2, 8.

[24]  Βλ.  τη μετοχή ευχαριστήσας (Μκ 14,23. Μθ 26,27. Λκ 22, 17 .19. Α΄Κορ 11,24).

[25] Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας, Αθήνα 1970,  422.

[26] Ιω 13,1.

[27] Ιω 10,10.

[28] Β΄Πέτρ 1,4.

[29] Λκ 22,19. Α΄Κορ 11,26.  

[30] Α΄ Κορ 11.26.

[31] Ωραία ανάπτυξη των όσων εδώ λέγονται σύντομα βλ Β. Γιούλτση, «Δόγμα και ήθος στην ευχαριστιακή κοινωνία της Ορθοδόξου Εκκλησίας», στο Κήρυγμα και Ευχαριστία. Xαριστήριος τόμος προς τιμήν του Παναγιωτάτου Μητροπολίτου  Θεσσαλονίκης Ανθίμου, Αθήνα 2009, σ. 129-141.

[32] Ενδιαφέρουσα ανάλυση της παραβολής του μεγάλου δείπνου, κατά τή διήγηση του Λουκά (Λκ 14,15-24), βρίσκει κανείς στη μελέτη του χωρεπισκόπου Τριμυθούντος (νυν Μητροπολίτου Βασιλείας και Αμμοχώστου) Βασιλείου Καρα- γιάννη, Ευαγγέλιο και Ζωή. Οι Παραβολές. Λευκωσία 1998, σ. 77-97. Γιὰ περισσότερα βλ. L. Schottroff, Von der Schwierigkeit zu teilen (Das große Abendmahl) Lk 14,12-24 (EvThom) στον συλλογικό τόμο Kompentium der Gleihnisse Jesu, herausgegeben von R. Zimmermann, Gütersloh-München 2007, σ. 593-603, όπου και επιλεγμένη βιβλιογραφία.

[33] Εβρ. 10,25.

[34]  Λκ 22, 24.

[35] Μθ 16,22.

[36] Μκ 14, 14,29. Μθ 26,33.

[37] Ιω 13, 6-8.

[38] Μκ 14,68. 70. 71 και παράλληλα.

[39] Ιω, 13,2 πρβλ Λκ 22,3.

[40] Ιω 6, 26-71.

[41] Ιω 6, 27. 35. 48. 50-58.

[42] Ιω 6, 66.

[43] Ιω 6, 67-69.

[44] Ιω 6, 70.

[45] Ιω 6, 71.

[46] Ιω 6, 31-35.

[47] Α΄ Κορ 11, 17-34.

[48] Για τα προβλήματα αυτά βλ την εργασία του συναδέλφου Δ. Πασσάκου, Ευχαριστία και Ιεραποστολή, Κοινωνιολογικές Προϋποθέσεις της Παύλειας Θεολογίας, Αθήνα 1997, ιδιαίτερα  σ. 137-193.

[49] Ιω 11,52.

[50] Βλ το επέγνωσαν στο Λκ  24,31.

[51] Λκ 24, 13-35.

[52] Λκ 24, 31.

[53] Λκ 22, 31.

[54] Λκ 22, 32.

[55] Ιω 21.

[56] Ιω 21, 12.

[57] Ιω 13, 7.

[58] Ιω 2,1-11. Για τη σχέση του καλού οίνου του σημείου της Κανά με τον ευχαριστιακό οίνο βλ Χ. Καρακόλη, Η θεολογική σημασία των θαυμάτων στο κατά Ιωάννην ευαγγέλιο, Θεσσαλονίκη 1997, 114.

[59] Πρ Αποσ 20,7-12. Ανάλυση του επεισοδίου βλ στη μελέτη μας «Ένα παράδειγμα Ευχαριστιακής Σύναξης από την Καινή Διαθήκη (Πράξεις Αποστόλων 20,7-12) στο Παύλειες Μελέτες A΄, Θεσσαλονίκη 2005,  51-110.

[60] Για τη σχέση ευχαριστίας και του θαύματος του χορτασμού των πεντακισχιλίων βλ. ενδεικτικά: Ι. Καραβιδόπουλου, «Απαρχαί εκκλησιολογίας εις το κατά Μάρκον ευαγγέλιον» ΕΕΘΣΘ 17 (1972), 43-92. Π. Βασιλειάδη ό.π. 179-197. Χ. Καρακόλη, ό.π. 160-181. Σ. Αγουρίδη, Το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο Α΄ Κεφ 1-12, Θεσσαλονίκη, 2005, 392 εξ. H. Thyen, Das Johannes- evangelium, Tübingen 2005, 333-383, ιδιαίτερα σ. 370 εξ.  U. Schnelle, Das Evangelium nach Johannes, Leipzig 20094, 128-155.

[61] Ότι ο Εύτυχος, που μετέχει στην κλάση του άρτου στην Τροία ήταν πιθανώς δούλος μαρτυρεί ο όρος παίς, που χρησιμοποιεί γι’ αυτόν ο Λουκάς (Πρ 20, 12), παράλληλα με τον όρο νεανίας (Πρ Αποσ 20, 9). Για την υπόθεση αυτή βλ. B. Witherington, The Acts of the Apostles, Cambridge 1988, σ. 607 και τη μελέτη μας: «Ένα παράδειγμα…», σ. 76, υποσ. 38.

[62] Αποκ 3,20: ιδού έστηκα επί την θύραν και κρούω· εάν τις ακούση της φωνής μου και ανοίξη την θύραν και εισελεύσομαι προς αυτόν και δειπνήσω μετ’ αυτού και αυτός μετ’ εμού.

[63] Γι’ αυτό και έπεσε ο Εύτυχος από το παράθυρο του τριστέγου κάτω (Πρ Αποσ  20, 9).

[64] Πρ   Αποσ 20, 8.

[65] Για το ρόλο των αισθήσεων και μάλιστα της όρασης και  ακοής στον Απόστολο Παύλο βλ τῆ μελέτη μας «Όραση και ακοή στην ανθρωπολογία του Παύλου» στο Παύλειες Μελέτες  Α΄ Θεσσαλονίκη 2005, σ. 151-184.

[66] Κυρίλλου Ιεροσολύμων. Μυσταγωγικές Κατηχήσεις. Εκδόσεις  Αποστολικής Διακονίας, Αθήναι, 1990, σ. 182.

[67] Αλ. Σμέμαν, Ημερολόγιο 1973-1983. Ν. Σμύρνη 2002, σ. 291.

[68] Εβρ 5, 14. (πρβλ. 12, 11). Είναι άκρως ενδιαφέρον να τονιστεί πόσο η ευχαριστία κατανοήθηκε στην πρώτη εκκλησία ως ιατρείο και φάρμακο των αισθήσεων. Αρκεί να θυμηθεί κανείς την πληροφορία των Κατηχήσεων του Αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων (ό.π. σ. 226-228) ότι οι πιστοί πριν κοινωνήσουν του σώματος του Κυρίου άγγιζαν με αυτό τους οφθαλμούς και το μέτωπό τους για αγιασμό · μετά δε την πόση του αίματος και εν όσω έμενε στα χείλη τους ακόμη η υγρασία από τη μετάληψη, έχριαν με τα δάκτυλά τους τους οφθαλμούς, το μέτωπο και τα λοιπά αισθητήρια. 

[69] Βλ. την προτροπή του στους Κορινθίους: «κατά μίαν σαββάτου (ή σαββάτων) έκαστος υμών παρ’ εαυτώ τιθέτω θησαυρίζων ό, τι αν ευοδώται, ίνα μη όταν έλθω τότε λογείαι γίνωντα»ι. (Α΄ Κορ 16, 2). Για το μεγάλο θέμα της Παύλειας Λογείας βλ. Π. Βασλειάδης, Παύλος, Τομές στη Θεολογία του Α, Θεσσαλονίκη, 2004, σ. 241-447.

[70] Β΄Κορ 8, 14.

[71]  Β΄Κορ 8, 9.

[72] Αποκ 22, 20. Για τη σχέση του στίχου αυτού με τη λειτουργία της πρώτης εκκλησίας βλ M. A. Kavanagh, Apocalypse 22, 6-21 as Concluding Liturgical Dialogue. Roma, 1984. (πολυγ.)

[73] Α΄Κορ 14, 16.

[74]  Πρ  Απος 20, 7 . 8.

[75]  Πρ 2, 46. 

[76]  Αποκ 4, 8.

[77] Δημητρίου Τρακατέλη, (Νυν Αρχιεπισκόπου Αμερικής), «Αποκάλυψη και Ιερωσύνη. Ένα όραμα Λατρείας, Μάχης και Νίκης» στο: Τιμητικόν Αφιέρωμα εις τον Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης ΙΕΡΟΘΕΟΝ επί τη συμπληρώσει τριακονταετούς ποιμαντορίας (1967-1997). Ύδρα 1997, σ. 145-159.

[78] Πρ  Αποσ 2, 46.

[79] Πρ  Αποσ 2, 47.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑ ΑΡΘΡΑ και χαρακτηρίσθηκε . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.