Στυλιανός Τσομπανίδης, Παραινέσεις σύγχρονου ευαγγελισμού. Η οικουμενική συναίνεση για την υπεράσπιση της ζωής του σύμπαντος κόσμου: μια προσέγγιση των κειμένων του Πάπα Φραγκίσκου Α΄ και του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών

ΙΔ Συμπόσιο_357

Η εισήγηση του Αναπληρωτή Καθηγητή του Τμήματος Θεολογίας ΑΠΘ στο ΙΔ΄ Διαχριστιανικό Συμπόσιο με θέμα «Ευαγγελισμός και Επανευαγγελισμός στην Ευρώπη του 21ου αιώνα» στη Θεσσαλονίκη                                   

  1. Ιδιότητες του σύγχρονου ευαγγελισμού

Στον τίτλο της εισήγησής μου η λέξη κλειδί, όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, είναι το επίθετο «σύγχρονος». Σύγχρονος, δηλαδή συγκαιρινός, αυτός που ανήκει στο παρόν, που συμβαδίζει με την εποχή του, τις τάσεις ή τις εξελίξεις που εμφανίζονται σε αυτήν ή την χαρακτηρίζουν. Το επίθετο «σύγχρονος» στην περίπτωσή μας συνοδεύει και προσδιορίζει το ουσιαστικό «ευαγγελισμός» αποδίδοντάς του κάποια ή κάποιες ιδιότητες. Η πρώτη ιδιότητα που του αποδίδει το επίθετο είναι ότι ο λόγος του Ευαγγελίου, το χριστιανικό μήνυμα, προσλαμβάνει σήμερα την ανθρώπινη «σάρκα», που λέγεται π.χ. γλώσσα, πολιτισμός, ταυτότητα και τρόπος σκέψης των λαών, για να γίνει προσιτό και κατανοητό από τους ανθρώπους στους οποίους απευθύνεται, έτσι ώστε να μπορέσει να επιτελέσει τη σωστική και θεραπευτική του αποστολή. Αυτή η λειτουργία βασίζεται στη θεμελιώδη αρχή της Σάρκωσης του Λόγου, στο ότι προκειμένου να επιτελέσει το σωτηριώδες έργο του «ο Λόγος σάρξ εγένετο και εσκήνωσε εν ημίν» (Ιω 1, 14). Στην περίπτωση αυτή έχουμε να κάνουμε με μια θεολογία σαρκούμενη, που προσλαμβάνει τη «σάρκα» του καιρού της, διακρίνεται για την ευαισθησία της απέναντι στις ιστορικές και κοινωνικές συντεταγμένες και διαλέγεται με τις εκάστοτε και εκασταχού ευρύτερες πολιτισμικές πραγματικότητες της εποχής της. Επίσης έχουμε να κάνουμε με μια Εκκλησία που ερμηνεύει συνεχώς το θείο Λόγο στα δεδομένα του σύγχρονου και μεταβαλλόμενου κόσμου, ενσαρκώνει αενάως τον λόγο της στη γλώσσα του και πραγματοποιεί έξοδο από τον εαυτό της προς συνάντηση, ευαγγελισμό και μεταμόρφωσή του (βλ. EG κεφ. Α΄, «Η Εκκλησία σε έξοδο», §§ 20-24. Πρβλ. Ν. Ματσούκας, Οικουμενική Κίνηση: Ιστορία-Θεολογία, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2003, σσ. 23, 262-263, 267 και Στ. Τσομπανίδης «‘Η Εκκλησία ως διαρκής έξοδος’. Η οικουμενικότητα της Ορθοδοξίας κατά τον Νίκο Ματσούκα», στο: του ίδιου, «Υπέρ της Οικουμένης»: Μελέτες για την Οικουμενική Κίνηση και την αποστολή της Εκκλησίας στο σημερινό κόσμο, Εκδόσεις Ostracon, Θεσσαλονίκη 2014, 611-626).

Υπό την έννοια αυτή ο σύγχρονος ευαγγελισμός αποκτά και μια άλλη ουσιαστική ιδιότητα: είναι προφητικός-εσχατολογικός. Αυτή την ιδιότητά του, που την είχε απολέσει με την πάροδο του χρόνου -γιατί κατά κανόνα οι πιστοί προτιμούν να είναι «βασιλείς» και «ιερείς» και όχι «προφήτες»- ο ευαγγελισμός την ξαναποκτά σήμερα, και έτσι διαφοροποιείται δραστικά από την κλασική, στενή, αντίληψη και πράξη του ευαγγελισμού. Αυτό που έχει κερδίσει η παγκόσμια χριστιανική κοινότητα μετά τη δεκαετία του 1960 -μετά τη Β΄ Βατικανή Σύνοδο και την Δ΄ Γενική Συνέλευση του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών (=ΠΣΕ) στην Ουψάλα το 1968- και ιδίως τα τελευταία χρόνια, είναι η εγρήγορση της προφητικής συνείδησης, η ικανότητά της δηλαδή να εντάσσεται οργανικά στο ιστορικό γίγνεσθαι και να ερμηνεύει ανά πάσα στιγμή τα εκάστοτε αιτήματά του. Όπως πολύ σωστά έχει διατυπωθεί, η ουσία του προφητικού λόγου δεν είναι «η προαγγελία των γεγονότων που πρόκειται να συμβούν, αλλά η κατανόηση της πορείας της Ιστορίας και του συγκεκριμένου ιστορικού χρέους που συνδέεται με την κάθε στιγμή» (Χ. Γιανναράς, Κρίση της προφητείας, 42010, σ. 27) .

Πιο συγκεκριμένα, αυτό σήμερα σημαίνει την ικανότητα της Εκκλησίας να ταυτίζεται με τους ανθρώπους που ανησυχούν, αγωνιούν, αγωνίζονται, ελπίζουν και φοβούνται και ιδιαίτερα με αυτούς που ένας άδικος κόσμος τους καθιστά «άφωνους», φτωχούς και αποκλεισμένους. Επίσης, σημαίνει η Εκκλησία να παίρνει συνειδητά και δραστικά το μέρος των ενδεών, των αδυνάτων, των δεινοπαθούντων, των καταπιεσμένων εναντίον των δυνάμεων που τους κρατούν σε αυτή την κατάσταση (πρβλ. Κουάμε Τζ. Λάμπι, «Αδικία και προφητικός ευαγγελισμός», στο Εμμ. Κλάψης (επιμ.), Ορθόδοξες Εκκλησίες σε έναν πλουραλιστικό κόσμο. Ένας οικουμενικός διάλογος, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2006, 311-315). Προς αυτή την προοπτική έχει μεγάλη σημασία, λοιπόν, που προσφάτως η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθόδοξης Εκκλησίας επισήμανε ότι «η Εκκλησία του Χριστού καλείται να επαναδιατυπώση και φανερώση την προφητικήν μαρτυρίαν της εις τον κόσμον, στηριζομένη εις την εμπειρίαν της πίστεως, υπενθυμίζουσα εν ταυτώ και την πραγματικήν αποστολήν αυτής, δια της καταγγελίας της Βασιλείας του Θεού» («Η αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εν τω συγχρόνω κόσμω», ΣΤ΄ § 9).

Ο σύγχρονος ευαγγελισμός έχει εγ­κα­ταλείψει την ιμ­πε­ρι­α­λι­στι­κή και ε­πε­κτα­τι­κή τα­κτι­κή της χρι­στι­α­νι­κής ι­ε­ρα­πο­στο­λής του 19ου αι­ώ­να αλ­λά και των αρ­χών του 20ού και υι­ο­θετεί μι­α πε­ρισ­σό­τε­ρο πε­ρι­ε­κτι­κή και δυναμική συμ­πε­ρι­φο­ρά της χρι­στι­α­νι­κής μαρ­τυ­ρί­ας και αποστολής στον κόσμο. Απομακρύνεται από την τακτική της στρατολόγησης όλο και περισσότερων ανθρώπων, τακτική που είναι γνωστή σε ευαγγελικούς (evangelical) προτεσταντικούς κύκλους με το γνωστό σλόγκαν «κατακτώντας τις ψυχές που βρίσκονται στο σκοτάδι» («winning the souls in darkness») και αντιλαμβάνεται το έργο του όχι πλέον περιορισμένο μόνο στη σφαίρα της προσωπικής ζωής και ως κατάκτηση ατομικών ψυχών, αλλά ως κατάφαση και κατάκτηση της ζωής απέναντι σε θανατηφόρες δυνάμεις και δομές και απευθύνει το λόγο του Θεού και τα «καλά νέα» σε κάθε πτυχή της ανθρώπινης ζωής, της κοινωνίας και της δημιουργίας. Ιδιαίτερα, έχει γίνει αντιληπτό ότι η Εκκλησία όχι μόνο δεν πρέπει να ενεργεί ως θεσμός του κόσμου τούτου, αλλά οφείλει να αντιμετωπίζει κριτικά τους θεσμούς του και προφητικά να καταγγέλλει τις άδικες δομές του.

Ο αυθεντικός ευαγγελισμός, λοιπόν, περιλαμβάνει τόσο τη μαρτυρία, όσο και την ανιδιοτελή αγαπητική διακονία και το μεταμορφωτικό έργο της Εκκλησίας.  Συνδέεται επίσης με την εσχατολογική προσδοκία «καινού ουρανού και καινής γης» (Απ 21,1), καθώς και με το χρέος του πιστού «να γίνεται πλησίον» παντός ανθρώπου  (Λκ 10,36), ιδίως του ενδεούς, σύμφωνα με το πρώτο κήρυγμα του Ιησού στη Ναζαρέτ και με την παραβολή της Τελικής Κρίσεως στο κατά Ματθαίον 25,31-46.

Δεν χρειάζεται να αναφερθεί εδώ ότι ο πρόσφατος επαναπροσδιορισμός της ευαγγελικής κλίσης της Εκκλησίας ως διακονίας, ως καταλλαγής και ανανέωσης όλης της δημιουργίας προϋποθέτει την καταδίκη του προσηλυτισμού ό­χι μό­νο με­τα­ξύ χρι­στια­νών δι­α­φο­ρε­τι­κών δογ­μά­των, αλ­λά και προς τους πι­στούς άλ­λων ζων­τα­νών θρη­σκευ­μά­των. Αυτό που τονίζεται πλέον είναι ότι αυθεντικός ευαγγελισμός βασίζεται  στην ταπεινοφροσύνη  και στο σεβασμό όλων των ανθρώπων και ανθίζει σε διαλογικό περιβάλλον. Επίσης, συνδέεται με την αλληλεγγύη. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ο σύγχρονος ευαγγελισμός πάει πιο πέρα από την αντίληψη ότι θα πρέπει να απευθύνεται σε όσους δεν έχουν γνωρίσει το Χριστιανισμό και το κοσμοσωτήριο έργο του (ευαγγελισμός) ή ακόμη ότι απευθύνεται σε ανθρώπους που έχουν κάποια γνώση, μνήμη ή εμπειρία από τη χριστιανική πίστη (επανευαγγελισμός).

Με λίγα λόγια, ο σύγχρονος ευαγγελισμός δεν στο­χεύ­ει πρω­ταρ­χι­κά στη δι­ά­δο­ση δι­α­νο­η­τι­κών α­λη­θει­ών, δογ­μά­των, η­θι­κών ε­πι­τα­γών, ούτε στην κατά κόσμον επιτυχία στο έργο της οποιασδήποτε ιεραποστολικής εταιρείας ή Εκκλησίας, ούτε στην απλή αριθμητική ποσοτική αύξηση των ατομικών μεταστροφών. Σκοπός είναι η δι­α­κο­νί­α του κό­σμου εν τα­πει­νώ­σει, η αι­σθη­το­ποί­η­ση της πα­ρου­σί­ας του Θε­ού, ο ο­ποί­ος εί­ναι α­γά­πη, η φανέρωση της Βασιλείας του Θεού· σκοπός είναι, πριν από οτιδήποτε άλλο, η ποιοτική ανανέωση των χριστιανικών κοινοτήτων προκειμένου να δώσουν παραδειγματική προφητική μαρτυρία μέσα σε συγκεκριμένες ιστορικές, κοινωνικές, πολιτιστικές και θρησκευτικές συνάφειες για τη δικαιοσύνη, την ειρήνη και την ακεραιότητα της δημιουργίας.

ΙΔ Συμπόσιο_21

  1. Η οικουμενική συναίνεση για την υπεράσπιση της ζωής του σύμπαντος κόσμου

Ο σύγχρονος ευαγγελισμός, όπως περιγράφηκε παραπάνω και όπως αναπτύχθηκε μέσα από τις επαφές και τη στενή συνεργασία των χριστιανικών Εκκλησιών από το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα και μετά, θα γνωρίσει την καλύτερή του στιγμή όταν σχεδόν ταυτόχρονα με τις Δηλώσεις και τις αποφάσεις της Ι΄ Γενικής Συνέλευσης του ΠΣΕ στο Μπουσάν της Ν. Κορέας τον Νοέμβριο του 2013[1] ο Πάπας Φραγκίσκος θα εκδώσει την πρώτη του Αποστολική Παραίνεση «Evangelii Gaudium» (Η χαρά του Ευαγγελίου) [παραπέμπεται ως EG ] και λίγο μετά, τον Μάιο του 2015, θα δώσει στη δημοσιότητα τη δεύτερη Εγκύκλιο «Laudato si’» («Δοξασμένος να’ σαι») με υπότιτλο «Για τη φροντίδα του κοινού μας οίκου» [παραπέμπεται ως LS ].

Το πιο ελπιδοφόρο γεγονός σήμερα και αυτό που είναι εντελώς νέο και αρχίζει να αποκτά ιστορική σημασία είναι ότι για πρώτη φορά μετά την έναρξη των διαχριστιανικών επαφών κατά τον προηγούμενο αιώνα φαίνεται να υπάρχει μια εκπληκτική οικουμενική συμφωνία, τόσο στον τρόπο που διαβάζονται από την παγκόσμια χριστιανική κοινότητα τα «σημεία των καιρών» -δηλαδή η πρωτοφανής κρίση που περνάει η ανθρωπότητα και η γη και εκδηλώνεται ως οικονομική, επισιτιστική, κοινωνική και οικολογική κρίση- όσο και στην αφύπνιση της αίσθησης του επίκαιρου χρέους και της αποφασιστικότητας για κοινή δράση, προκειμένου αφενός να καταπολεμηθούν τα αίτια και αφετέρου να αποτραπούν καταστροφικές συνέπειες της παρούσας κατάστασης για τον «κοινό οίκο».

Θα ήταν παράλειψη εάν δεν τονιζόταν εδώ η σημασία που έχουν για το γενικότερο κλίμα της οικουμενικής συναίνεσης που έχει διαμορφωθεί, αλλά και για τη διατύπωση μιας δυναμικής, προφητικής, έννοιας του ευαγγελισμού, τα κορυφαία γεγονότα των συναντήσεων του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου και του Πάπα Ρώμης Φραγκίσκου στα Ιεροσόλυμα και στην Κωνσταντινούπολη εντός του έτους 2014 και στη Λέσβο τον Απρίλιο του 2016, παρουσία και του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερωνύμου. Τα μηνύματά τους, οι δηλώσεις τους και οι κοινές διακηρύξεις τους σηματοδοτούν την προσπάθεια των Εκκλησιών να διακρίνουν τον «καιρό», με τη βιβλική έννοια του όρου, να διαγνώσουν δηλαδή στην κατάλληλη χρονική στιγμή (ευ-καιρία) τις προκλήσεις απέναντι στις οποίες αυτές βρίσκονται, έτσι ώστε να οδηγηθούν σε διάκριση, κοινή απόφαση και πράξη.

ΙΔ Συμπόσιο_358

α. Βασικά σημεία συμφωνίας

Η συμφωνία των κειμένων του Πάπα Φραγκίσκου και των Εκκλησιών-μελών του ΠΣΕ εκφράζεται στις παρακάτω βασικές δηλώσεις τους:

  1. Ο ευαγγελισμός συνδέεται στενά με την υπόσχεση της Βασιλείας του Θεού και με τη διακήρυξη και βίωση των αξιών της. Με τα λόγια του Πάπα Φραγκίσκου διατυπωμένο: «Ευαγγελίζομαι σημαίνει καθιστώ παρούσα μέσα στον κόσμο τη Βασιλεία του Θεού» (EG § 176. Πρβλ. Ιεραποστολή, passim). Γι’ αυτό όλες οι αποφάσεις της Ι΄ Γενικής Συνέλευσης του ΠΣΕ συγκλίνουν στην πρόταση-κλήση προς όλες τις Εκκλησίες -ενώπιον των οικονομικών, οικολογικών, κοινωνικών και πνευματικών προκλήσεων- να πραγματοποιήσουν έως την επόμενη Γενική Συνέλευση μια «προσκυνηματική πορεία για δικαιοσύνη και ειρήνη» («Pilgrimage of Justice and Peace»): «Η Συνέλευση σας καλεί να έρθετε μαζί μας σε προσκυνηματική πορεία. Είθε οι εκκλησίες να είναι κοινότητες θεραπείας και ευσπλαχνίας και είθε εμείς να σπέρνουμε την Καλή Αγγελία, ώστε να καλλιεργείται η δικαιοσύνη και η υπερέχουσα ειρήνη του Θεού να εξαπλώνεται στον κόσμο» (Μήνυμα, §§ 5, 6).
  2. Η αυξανόμενη ανισότητα και αδικία, που έχουν τις ρίζες τους στο σημερινό οικονομικό σύστημα, συνδυάζονται με τον ξέφρενο καταναλωτισμό και την παγκοσμιότητα της αδιαφορίας για τους φτωχούς και το περιβάλλον (EG §§ 54,59, 60. Πρβλ. Ιεραποστολή §§ 7, 23, 31 και LS § 203). Με απαράμιλλο τρόπο ο Πάπας Φραγκίσκος το διατυπώσει αυτό με την περίφημη φράση: «αυτή η οικονομία φονεύει» (EG § 53) και ανθρώπους και γη (πρβλ. LS § 61: το παγκόσμιο σύστημα είναι μη βιώσιμο»).
  3. Γι’ αυτό είναι χρέος των χριστιανών να αφουγκραστούν το στεναγμό και των φτωχών και της γης (Ιεραποστολή, §§ 19, 46 και Οικονομία, passim). Προς αυτή την προοπτική χρειάζεται μια σφαιρική και περιεκτική (integral) προσέγγιση, η οποία θα λαμβάνει υπόψη της και το περιβάλλον και την κοινωνία και την οικονομία (LS 49, και κεφ. IV, ιδίως § 139).
  4. Με τον τρόπο αυτό ο ευαγγελισμός προσλαμβάνει ευρεία έννοια, συνδέει το σύνολο της ζωής, όλη την οικουμένη, ανοίγεται στην κοσμική ενότητα σύνολης της δημιουργίας του Θεού (Ιεραποστολή, §§ 4, 61).
  5. Προτείνεται μια «μεταμορφωτική πνευματικότητα», η οποία θα προασπίζεται τη ζωή και θα συνδέεται με την αλληλεγγύη που σκέπτεται και δρα με όρους κοινότητας, υπηρετεί την οικονομία της ζωής του Θεού και όχι του Μαμωνά, μοιράζεται τη ζωή με άλλους στο τραπέζι του Θεού, αντί να ικανοποιεί την ατομική απληστία και την οικειοποίηση των αγαθών από λίγους (EG § 188. Πρβλ. Ιεραποστολή, §§ 29-35, Διακονία, §§ 16-22 και Οικονομία, § 7 ).
  6. Τα πρώτα υποκείμενα -και όχι αντικείμενα φιλανθρωπικής δραστηριότητας- της μεταμόρφωσης και του αγώνα για δικαιοσύνη είναι τα θύματα του συστήματος, οι φτωχοί και οι αποκλεισμένοι. Αυτό εκφράζει η πρόταση «αποστολή από το περιθώριο» (Mission from the Margins) (Ιεραποστολή, §§ 36-54 και Διακονία, §§ 8-15). Ο νέος ευαγγελισμός, όπως επισημαίνεται, υπογραμμίζει την «ανάγκη να αφήνουμε όλοι τον εαυτό μας να μας ευαγγελίζονται» οι φτωχοί και αποτελεί «μια πρόσκληση να αναγνωρίσουμε η σωστική δύναμη των υπάρξεών τους και να τις θέσουμε στο κέντρο της πορείας της Εκκλησίας» (EG § 198). Αυτό ισχύει και για «άλλα ευάλωτα και ανυπεράσπιστα όντα μέσα σε όλη τη δημιουργία που παραμένουν στο έλεος των οικονομικών συμφερόντων ή μιας χρήσης χωρίς διάκριση» (EG § 215).
  7. Η «μεταμορφωτική πνευματικότητα» που μεριμνά για τη ζωή του σύμπαντος κόσμου έχει τη ρίζα της στην ευχαριστία, η οποία είναι από μόνη της μια πράξη της κοσμικής αγάπης, συνδέει ουρανό και γη και περιλαμβάνει όλη τη δημιουργία. Η ευχαριστία συνεχίζεται στον κόσμο ως «λειτουργία μετά τη Λειτουργία» με σκοπό την απελευθέρωση των ανθρώπων και της φύσης από την αδικία, την εκμετάλλευση, την αγωνία (βλ. κυρίως LS §§ 222, 227, 231, 235, 236, 237. Πρβλ. Ιεραποστολή, §§ 17, 29, 59, 85, Διακονία, § 4 και «Εγκύκλιος της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας», § 6).

Η συμφωνία που υπάρχει σήμερα στην οικουμένη στο θέμα της προάσπισης της ζωής σε όλη την κτιστή δημιουργία, ιδιαίτερα των πιο εύθραυστων, ευάλωτων και ανυπεράσπιστων πλασμάτων, παρουσιάζεται ως μια μεγάλη ευκαιρία για την παγκόσμια Χριστιανοσύνη σε όλες τις παραδόσεις και σε όλα τα επίπεδα να συμμετάσχει σε μια κοινή προσπάθεια και να εφαρμόσει στην πράξη όλες τις διακηρύξεις της.

ΙΔ Συμπόσιο_381

β. Από τα λόγια στην προφητική πράξη

Στο ενδιαφέρον να μη μείνουν οι δηλώσεις μόνο στα λόγια και οι διακηρύξεις να εφαρμοστούν στην πράξη έγκειται η σημαντική συμβολή του σύγχρονου ευαγγελισμού με τα προφητικά στοιχεία όπως αναπτύχθηκαν παραπάνω. Ο προφητικός ευαγγελισμός έχει συνείδηση του κινδύνου να ακούει ο πιστός το μήνυμα του Ευαγγελίου απλώς από συνήθεια, μηχανικά και χωρίς επίπτωση στη ζωή του και στην κοινότητά του. Γι’ αυτό πρεσβεύει ότι ο Λόγος του Θεού που δεν βρίσκει στον/ην αδελφό/η την μόνιμη προέκταση στην πραγματικότητα δεν έχει κατανοηθεί σωστά και πνίγεται σε μια «θάλασσα από λόγια» και μάλιστα από πιστούς που τους απασχολεί μόνο μην υποπέσουν σε δογματικά σφάλματα και δεν τους απασχολεί να ακολουθήσουν τα χνάρια του Ιησού, ο οποίος με λόγια και έργα έδειξε την πορεία της διακονίας του «άλλου». Αυτή η στάση οδηγεί σε μια παθητικότητα, συγκατάβαση ή και συνενοχή με αφόρητες καταστάσεις αδικίας και με πολιτικά καθεστώτα που τις διατηρούν (EG §§ 179, 194, 199). Ο «άσαρκος» ευαγγελισμός υπηρετεί συχνά απλώς το status quo, αντί να αντιστέκεται σε καταπιεστικές και απάνθρωπες δομές και ιδεολογίες που βρίσκονται σε αντίθεση με τις αξίες της Βασιλείας του Θεού. Υπογραμμίζεται στη Διακήρυξη του ΠΣΕ «Μαζί προς τη ζωή: Ιεραποστολή και Ευαγγελισμός σε τοπία που αλλάζουν»: «Παρά το γεγονός ότι το Ευαγγέλιο τελικά είναι καλή αγγελία για όλους, ταυτόχρονα είναι κακή είδηση για εκείνες τις δυνάμεις που προωθούν το ψέμα, την αδικία και την καταπίεση. Υπό την έννοια αυτή το Ευαγγέλιο περιλαμβάνει επίσης μια προφητική κλήση, η οποία απαιτεί από εμάς εν ελπίδι και αγάπη να αντιμετωπίσουμε με την αλήθεια τους ισχυρούς (Πράξ 26,25· Κολ 1,5· Εφ 4,15). Το Ευαγγέλιο ελευθερώνει και μεταμορφώνει» (§ 91). Στο τέλος του ίδιου κειμένου, κάτω από τον τίτλο «Γιορτή της ζωής», διατυπώνονται συνοπτικά βασικές σκέψεις, οι οποίες παρουσιάζουν ομοιότητα με βασικές επίσης θέσεις των παραινέσεων «Evangelii Gaudium» και «Laudato si’» του Πάπα Φραγκίσκου. Από τις πιο αντιπροσωπευτικές είναι οι εξής αναφορές: «Διακηρύσσουμε ότι η οικονομία του Θεού βασίζεται στις αξίες της αγάπης και της δικαιοσύνης για όλους και ότι η μεταμορφωτική αποστολή αντιστέκεται στην ειδωλολατρία της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς… Η αποστολή σε αυτή τη συνάφεια χρειάζεται να λειτουργεί ως αντι-κουλτούρα και να προσφέρει εναλλακτικές σε τέτοιου τύπου ειδωλολατρικούς οραματισμούς, αφού η αποστολή ανήκει στο Θεό της ζωής, της δικαιοσύνης και της ειρήνης και όχι σε αυτόν τον ψεύτικο θεό, που φέρνει πόνο και δυστυχία στον άνθρωπο και στη φύση. Έργο της αποστολής, λοιπόν, είναι να καταγγείλει την απληστία και να συμμετάσχει και να εφαρμόσει τη θεία Οικονομία της αγάπης, του μοιράσματος και της δικαιοσύνης» (§ 108).

ΙΔ Συμπόσιο_399

γ. Η σύνδεση της πνευματικότητας με τη δικαιοσύνη, την ειρήνη και την ακεραιότητα της δημιουργίας

Σε όλες τις δηλώσεις και τις παραινέσεις του σύγχρονου ευαγγελισμού που παρουσιάζουμε υπογραμμίζεται με έμφαση ότι στο έργο αυτό μπορεί να συμβάλει ο τεράστιος πλούτος της χριστιανικής πνευματικότητας, η οποία δεν θεωρείται χωριστά από την ύλη, τη φύση ή τις πραγματικότητες αυτού του κόσμου. Ο σύγχρονος ευαγγελισμός επανασυνδέει την προσευχή και τα μυστήρια με τον αγώνα για τη δικαιοσύνη και με την κοινωνική και περιβαλλοντική μέριμνα. Αυτό το ονομάζει ο Πάπας Φραγκίσκος πολύ σωστά «περιεκτική οικολογία» και φέρνει ως έμπρακτο παράδειγμα τον άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης λέγοντας: «Αυτός ήταν ένας μυστικός και ένας προσκυνητής, που έζησε με απλότητα και σε μια θαυμάσια αρμονία με το Θεό, με τους άλλους, με τη φύση και με τον εαυτό του. Αυτός μας φανερώνει πόσο αδιάσπαστος είναι ο δεσμός ανάμεσα στη μέριμνα για τη φύση, τη δικαιοσύνη για τους φτωχούς, τη στράτευση στην κοινωνία και την εσωτερική ειρήνη» (LS § 10).

Πραγματικά είναι ελπιδοφόρο και ενθαρρυντικό το γεγονός ότι για πρώτη φορά μετά τη δεκαετία του 1980 -με τη «συνοδική πορεία αμοιβαίας υποχρέωσης για δικαιοσύνη, ειρήνη και ακεραιότητα της δημιουργίας»/JPIC στο ΠΣΕ- Πάπας υπογραμμίζει με τόση έμφαση ότι «ειρήνη, δικαιοσύνη και ακεραιότητα της δημιουργίας είναι απολύτως συνδεδεμένα θέματα» (LS § 92) και συμβάλλει ώστε να υπάρχει μια συνολική οικουμενική συμφωνία ότι τα ζητήματα της δικαιοσύνης, της ειρήνης και της ακεραιότητας της δημιουργίας δεν είναι απλώς δευτερεύοντα κοινωνικά και οικονομικο-πολιτικά προβλήματα της ανθρώπινης ζωής, αλλά θέματα που αφορούν και συνδέονται με την πίστη και τη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας και αποτελούν συστατικά του Ευαγγελίου και όχι απλές συστάσεις του.

Είναι κεφαλαιώδους σημασίας το ότι η Επιτροπή «Πίστη και Τάξη» του ΠΣΕ, στην οποία συμμετέχει και η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, στη «Δήλωση περί Ενότητας: Το Δώρο και η Κλήση του Θεού προς την Ενότητα και η δική μας δέσμευση» που επεξεργάστηκε και παρουσίασε στη Γενική Συνέλευση του Μπουσάν συνδέει, ήδη από τις πρώτες παραγράφους, το ζήτημα της Ενότητας της Εκκλησίας με το ζήτημα της ενότητας της ανθρωπότητας ή ακριβέστερα με το ερώτημα της ζωής και του θανάτου της ανθρωπότητας και της δημιουργίας: «Κοινωνική και οικονομική αδικία, φτώχεια και πείνα, πλεονεξία και πόλεμος ρημάζουν τον κόσμο μας. Υπάρχει βία και τρομοκρατία… Λαοί εκτοπίζονται και οι τόποι τους περνούν σε άλλα χέρια. Πολλές γυναίκες και παιδιά είναι θύματα βίας, ανισότητας και εμπορίας ανθρώπων, όπως και μερικοί άνδρες. Υπάρχουν οι περιθωριοποιημένοι και αποκλεισμένοι… Η κτίση έχει περιπέσει σε κακές χρήσεις και αντιμετωπίζουμε απειλές στην ισορροπία της ζωής, μια διογκούμενη οικολογική κρίση και τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής… Η ενότητα της Εκκλησίας, η ενότητα της ανθρώπινης κοινότητας και η ενότητα όλης της δημιουργίας είναι αλληλένδετες. Ο Χριστός, ο οποίος μας ενώνει, μας καλεί να ζούμε εν δικαιοσύνη και ειρήνη και επιτάσσει να συνεργαζόμαστε για δικαιοσύνη και ειρήνη στον κόσμο του Θεού» (§§ 2, 13).

ΙΔ Συμπόσιο_270

δ. Ο σύγχρονος ευαγγελισμός απευθύνεται «σε κάθε άνθρωπο» για συνεργασία

Οι Εκκλησίες αναγνωρίζουν, όπως ομολογούν οι ίδιες, ότι «… η απουσία ενότητας μεταξύ μας υπονομεύει τη μαρτυρία μας περί του Καλού Αγγέλματος του Ιησού Χριστού και καθιστά λιγότερο αξιόπιστη την μαρτυρία μας περί της ενότητας, την οποία ο Θεός επιθυμεί για όλους» (Δήλωση περί Ενότητας § 14. Πρβλ. EG §§ 244, 246). Ενώπιον της επιδείνωσης της οικονομικής, κοινωνικής και κλιματικής κρίσης, της αλληλεξάρτησης και της παγκοσμιότητας των προβλημάτων, εκτιμάται πλέον ότι η παραμορφωμένη μαρτυρία μιας διαιρεμένης και αναποφάσιστης Χριστιανοσύνης δεν ικανοποιεί κανέναν και δεν είναι «καλή μαρτυρία». Κρίνεται λοιπόν ε­πι­τα­κτι­κή και υπερε­πεί­γου­σα α­νά­γκη οι Εκ­κλη­σί­ες να εκδηλώσουν την ευθύνη και την αποστολή τους στον κόσμο με μί­α φω­νή και με κοινή συγκεκριμένη δράση και έτσι να ενισχυθεί και να αυξηθεί η σημερινή υπάρχουσα, αλλά ατελής, «κοινωνία των Εκκλησιών». Στη «Δήλωση περί Ενότητας» της Επιτροπής «Πίστη και Τάξη» αναφέρεται ρητά: «Αναγνωρίζουμε ολοένα και περισσότερο ότι καλούμαστε να μοιρασθούμε διάφορα με ετεροδόξους και να διδαχθούμε από αυτούς, να εργασθούμε μαζί τους σε κοινές προσπάθειες για δικαιοσύνη και ειρήνη και για την προστασία της ακεραιότητας της όμορφης αλλά οδυνηρώς πληγωμένης δημιουργίας του Θεού. Οι εμβαθυνόμενες αυτές σχέσεις φέρνουν νέες προκλήσεις και διευρύνουν την κατανόηση και συνεννόησή μας… Πολύ δύσκολα είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι δίνουμε αξιόπιστο μήνυμα όσο παραμένουν οι εκκλησιαστικοί μας διχασμοί…» (§§ 3, 11. Πρβλ. EG § 244, 246). Ακολουθώντας μάλιστα τη μακρά παράδοση του ΠΣΕ, από τη δεκαετία του 1960, και του δρόμου που άνοιξε η Β΄ Βατικανή Σύνοδος στους διαθρησκειακούς διαλόγους και έχοντας επίγνωση πόσο επιτακτική και επείγουσα είναι η διαθρησκειακή συνεργασία σήμερα, η ίδια Δήλωση (προσ)καλεί τους χριστιανούς «να καταστήσουν την ευημερία όλων των λαών και των πλασμάτων δική τους υπόθεση, συστρατευόμενοι με ανθρώπους άλλων δογμάτων ή και κανενός δόγματος, όπου αυτό είναι δυνατό» (§ 12).

Η πρόταση για συστράτευση με ανθρώπους άλλων δογμάτων ή και κανενός δόγματος, όπου αυτό είναι δυνατό, έχει μεγάλη σημασία και ανοίγει τους ορίζοντες του σύγχρονου ευαγγελισμού ακόμη περισσότερο.

Στο θέμα αυτό έχει εξαιρετική αξία μια αλλαγή που σημειώνεται σήμερα και αφορά στη διεύρυνση των αποδεκτών των παραινέσεων και εγκυκλίων από την έκκληση «προς όλους τους ανθρώπους καλής θελήσεως» στην έκκληση «σε κάθε άνθρωπο», ακόμη και σε ανθρώπους κακής θελήσεως θα λέγαμε, αφού η γη είναι το κοινό σπίτι όλων και τα αγαθά προορίζονται για όλους. Επομένως πρέπει να ζήσουν πραγματικά όλοι μέσα σε αυτό το σπίτι και από αυτό. Διαφορετικά η ανισότητα θα καταστρέφει και τις ανθρώπινες σχέσεις και θα αποσαρθρώνει τα θεμέλια του κοινού σπιτιού (πρβλ. LS §§93-95 και EG §§ 59, 183 και Ανοιχτοί Ορίζοντες, τεύχ. 1095, 2015, σ. 13).

ΙΔ Συμπόσιο_375

Συμπερασματική παρατήρηση

Η οικουμενική συναίνεση και συνεργασία με σκοπό της υπεράσπιση της ζωής του σύμπαντος κόσμου όχι μόνο είναι σύμφωνη με το άγγελμα του Ευαγγελίου και την προσπάθεια των χριστιανών να ζήσουν σύμφωνα με τις αξίες της Βασιλείας του Θεού, αλλά θυμίζει στην κοινωνία κατά τρόπο ρεαλιστικό το θέλημα του Θεού και μπορεί να επιβεβαιώσει ότι η κοινή φωνή των χριστιανών έχει μεγαλύτερη απήχηση από μια μεμονωμένη φωνή. Μπορεί, επίσης, να αποτελέσει ένα ελκυστικό παράδειγμα συνεργασίας για τον υπόλοιπο κόσμο (πρβλ. Ut Unum Sint §§ 40, 43, 76). Μόνο με τον τρόπο αυτό θα μπορέσουν οι χριστιανοί, όπως με αισιοδοξία υπογραμμίζεται στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθόδοξης Εκκλησίας, να προσφέρουν στο σύγχρονο κόσμο «την ελπίδα και βεβαιότητα ότι το κακόν, υπό οιανδήποτε μορφήν, δεν έχει τον τελευταίον λόγον εις την ιστορίαν και δεν πρέπει να αφεθή να κατευθύνη την πορείαν της» («Η αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εν τω συγχρόνω κόσμω», Εισαγωγή ).

[1] Ιδιαίτερα αναφέρομαι: α) στη βαρυσήμαντη νέα, δεύτερη μετά την πρώτη το 1982, Ιεραποστολική Διακήρυξη του ΠΣΕ «Μαζί προς τη ζωή: Ιεραποστολή και Ευαγγελισμός σε τοπία που αλλάζουν» (παραπέμπεται ως: Ιεραποστολή), β) στη «Δήλωση περί Ενότητας: Το Δώρο και η Κλήση του Θεού προς την Ενότητα και η δική μας δέσμευση», που επεξεργάστηκε η Επιτροπή «Πίστη και Τάξη», γ) στο κείμενο  «Οικονομία της ζωής, δικαιοσύνη και ειρήνη για όλους» (παραπέμπεται ως: Οικονομία) και στο κείμενο δ) «Θεολογικές προοπτικές της διακονίας στον 21ο αιώνα» (παραπέμπεται ως: Διακονία)

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.