Δήμητρα Κούκουρα, «Ο λόγος του Θεού και το λειτουργικό κήρυγμα»

ΑΓ&ΟΛ_305

Η εισήγηση της Καθηγήτριας της Ομιλητικής του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ στο διεθνές επιστημονικό συνέδριο με θέμα: «Αγία Γραφή και Ορθόδοξη Λατρεία»

Οι αποδέκτες και ο χώρος που αρθρώνεται ο λόγος του Θεού προσδιορίζουν τις πτυχές του περιεχομένου του και διαμορφώνουν τα είδη του. Το μήνυμα παραμένει πάντοτε το ίδιο: ο σταυρωμένος και αναστημένος Χριστός, που χαρίζει τη ζωή και την ανάσταση σ’ εκείνους που θα τον πιστέψουν και θα τον ακολουθήσουν. Κήρυγμα απαράδεκτο για τους Ιουδαίους και ανόητο για τους Εθνικούς, για όσους όμως κάλεσε ο Θεός, ο Χριστός είναι η δύναμη και η σοφία του Θεού (Α’ Κορ. 1:23-25).

1. Είδη κηρύγματος στην Καινή Διαθήκη

Η ομιλητική εικόνα που συνάγεται από την Καινή Διαθήκη οδηγεί σε δύο μορφές: α) την ερμηνεία των Γραφών εντός ή εκτός της Συναγωγής με δεδομένη την πραγματικότητα του ένσαρκου πλέον Λόγου και το κάλεσμα σε μετάνοια και β) το κήρυγμα στα έθνη. Στην πρώτη περίπτωση αποδέκτες του λόγου του Θεού είναι οι Ιουδαίοι που έχουν ανατραφεί με την Παλαιά Διαθήκη και καλούνται να συνειδητοποιήσουν ότι έχει έρθει το πλήρωμα του Νόμου και των Προφητών[1]. Στη δεύτερη, ο λόγος του Θεού τρέχει και δοξάζεται ανάμεσα στους εθνικούς, οι οποίοι «ἀγνοοῦντες εὐσεβοῦν τόν θεόν[2]» και από το στόμα των Αποστόλων και των μαθητών τους πρώτη φορά ακούν για τον Θεό, ο οποίος «θα κρίνει την οικουμένη με δικαιοσύνη μέσω ενός ανδρός, που τον όρισε ως κριτή ανασταίνοντάς τον από τους νεκρούς»[3]. Πιο συγκεκριμένα: στη δεύτερη αυτή περίπτωση πρόκειται για το ιεραποστολικό κήρυγμα που καλεί πάντα τα έθνη να πιστέψουν, να βαπτιστούν και να γίνουν μέλη της ευχαριστιακής κοινότητας και της δόξας του Χριστού. Η πρώτη αναφέρεται στον λόγο παρακλήσεως και οικοδομής, που διδάσκει τη Γραφή, στερεώνει την πίστη των Χριστιανών και καλλιεργεί τη δεκτικότητά τους στις δωρεές του Αγίου Πνεύματος.

Ο προφορικός χαρακτήρας του κηρύγματος κληροδότησε στη σύγχρονη έρευνα λιγοστές σποραδικές πληροφορίες, που αποτελούν και τις λιγοστές ψηφίδες στην προσπάθεια να ιστορηθεί το κήρυγμα της πρώιμης χριστιανικής περιόδου[4]. Οπωσδήποτε η μαρτυρία του φιλοσόφου Ιουστίνου για τη «συνέλευση» των Χριστιανών κατά τη λεγόμενη ημέρα του ηλίου[5], το κήρυγμα και την τέλεση του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας[6] τον 2ο αιώνα είναι προσδιοριστική: ο αναγνώστης αναγινώσκει ακαθόριστα ως προς την έκτασή τους χωρία από τα ευαγγέλια και τους προφήτες και ο προεστώς με τον λόγο του νουθετεί και παραινεί τους πιστούς να μιμούνται όσα άκουσαν από τα ιερά κείμενα. Η λέξη “νουθετεί” παραπέμπει στην τακτική του Απ. Παύλου, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στις Πράξεις των Αποστόλων (20:31): «διὸ γρηγορεῖτε, μνημονεύοντες ὅτι τριετίαν νύκτα καὶ ἡμέραν οὐκ ἐπαυσάμην μετὰ δακρύων νουθετῶν ἕνα ἕκαστον» ή στην Επιστολή του προς τους Κολοσσαείς 1:28 «ὃν (Χριστόν) ἡμεῖς καταγγέλλομεν νουθετοῦντες πάντα ἄνθρωπον καὶ διδάσκοντες πάντα ἄνθρωπον ἐν πάσῃ σοφίᾳ, ἵνα παραστήσωμεν πάντα ἄνθρωπον τέλειον ἐν Χριστῷ».

ΑΓ&ΟΛ_2632. Η χριστιανική ομιλία

Στις αρχές του ίδιου  2ου αιώνα οι προφήτες των αποστολικών χρόνων μετεξελίσσονται σε διδασκάλους, η χριστιανική λατρεία αποσπάται από τη συναγωγή αποκτώντας την ιδιαιτερότητά της, τα ιερά κείμενα αρχίζουν να οριοθετούνται ως προς την κανονικότητά τους  και το χριστιανικό κήρυγμα προσλαμβάνει τη δική του μορφή. Η χριστιανική «ομιλία» είναι ένα καινούριο λογοτεχνικό είδος στην Ιστορία της Γραμματείας, με συγκεκριμένους αποδέκτες, στόχο, περιεχόμενο και γλώσσα. Απευθύνεται στα μέλη της ευχαριστιακής κοινότητας, ερμηνεύει τη Γραφή και στοχεύει στην πνευματική οικοδομή των πιστών. Κατά τη γένεσή της η γλώσσα της ήταν η Ελληνιστική Κοινή και το ύφος της απλό. Η γνωστή ως Β΄ Κλήμεντος προς Κορινθίους Επιστολή[7] πιθανόν να αποτελεί το πρώτο δείγμα της χριστιανικής ομιλίας. Μαρτυρεί επιδράσεις από τον ιουδαϊκό και ελληνιστικό περίγυρο και αποτυπώνει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του είδους, στη μορφή και το περιεχόμενο, τα οποία  διατηρήθηκαν διαμέσου των αιώνων και επί το πλείστον επιβιώνουν μέχρι και σήμερα.

Ο προεστώς ερμηνεύει τη Γραφή στηριζόμενος στη μαρτυρία της ίδιας της Γραφής, στην πίστη και όχι στη λογική επιχειρηματολογία (fides/ratio). Παράλληλα χρησιμοποιεί ιδιαίτερους εκφραστικούς τρόπους, που απαντούν στους διαλόγους του Πλάτωνα και στην προφορική διδασκαλία των Κυνικών[8]: έναν εικονικό συνομιλητή στον οποίο απευθύνεται ο ομιλητής σε β’ ενικό πρόσωπο (π.χ. «φής λέγεις, ὁρᾷς βλέπεις) ή κάποιον άλλον υποτιθέμενο στο γ’ ενικό πρόσωπο («φησίν», λέγει κάποιος). Επίσης χρησιμοποιούνται ερωτήσεις που συνήθως περιλαμβάνουν και τις απαντήσεις (σχήμα υποφοράς και ανθυποφοράς) ή τις εννοούν (ρητορικές ερωτήσεις/σχήμα ανανταπόδοτο).

Τον 4ο αι., μετά την κατάπαυση των διωγμών εναντίον των Χριστιανών, η Εκκλησία εγκαινίασε συστηματικό διάλογο με τους αττικιστές διανοούμενους της εποχής, για να τους μεταφέρει την αλήθεια του Ευαγγελίου. Τότε η γλώσσα και το απλό ύφος της χριστιανικής ομιλίας υποχωρούν, τουλάχιστον ως προς τη γραπτή τους μορφή. Η  γλώσσα  υπακούει πλέον στους κανόνες της Γραμματικής και του Συντακτικού της αρχαίας αττικής διαλέκτου και το ύφος «εξωραΐζεται», με μία ποικιλία ρητορικών σχημάτων, κατά τα προστάγματα των αττικιστών και της Β’ Σοφιστικής απογόνου του αρχαίου ρήτορα Γοργία. Με αυτόν τον τρόπο ο Ιωάννης Χρυσόστομος και οι Καππαδόκες Πατέρες εξασφάλισαν τη διεισδυτικότητα του χριστιανικού μηνύματος στους στεγανούς χώρους των ρητόρων και των σοφιστών, όπου το «κήρυγμα των αλιέων» (sermo pescatorius) με την απλή του γλώσσα δεν είχε καμία δυνατότητα αποδοχής[9]. Κύριος λόγος το «πρέπον» (decorum), θεμελιώδες αξίωμα της Ρητορικής: τα υψηλά νοήματα απαιτούν υψηλή γλώσσα[10] (Hochsprache-Hochliteratur) ή αντιστρόφως μια απλή προφορική γλώσσα, απαξιωμένη παντελώς από τη γραπτή λογοτεχνική παραγωγή, δεν μπορεί να διατυπώσει μία υψηλή αλήθεια, επομένως ούτε τον Αποκαλυπτικό Λόγο των Χριστιανών.

Το αισθητικό αποτέλεσμα των ερμηνευτικών ομιλιών του 4ου αι. είναι όντως θαυμάσιο. Οπωσδήποτε όμως μεγαλειωδέστερη είναι η πνευματική εμπειρία των Γραφών που εκφράζουν. Παρόλα αυτά,  το ερώτημα  που πάντοτε τίθεται είναι η κατανόηση του περιεχομένου τους από τους πολυπληθέστερους ακροατές, που δεν είχαν φοιτήσει στα σχολεία των ρητόρων και δεν είχαν διδαχτεί την αρχαία αττική. Μία απάντηση πιθανόν να είναι ότι οι ομιλίες έχουν διασωθεί σε γραπτή μορφή, η οποία ίσως δεν αντιστοιχεί στην προφορική τους απόδοση, εφόσον η προφορική γλώσσα των ελληνοφώνων ακροατών αυτών των κηρυγμάτων τον 4ο αιώνα ήδη είχε απόκλιση εννέα αιώνων από την αρχαία αττική.

ΑΓ&ΟΛ_2983. Επιδράσεις του πατερικού ομιλητικού παραδείγματος

Το πλούσιο  ομιλητικό του έργο του Ιωάννου Χρυσοστόμου που έχει διασωθεί παρουσιάζει ευρύτατη βιβλική τεκμηρίωση και βαθύ θεολογικό προβληματισμό[11], διατυπωμένο μ’ ένα εξαίσιο γλωσσικό ύφος. Το αποτέλεσμα ήταν οι ομιλίες του να απαντούν ανωνύμως σε μεταγενέστερα Ομιλιάρια καλύπτοντας τη μεγαλύτερη έκταση της ομιλίας ενός νεώτερου ομιλητή ή και ολάκερη την ομιλία[12]. Πρόκειται για μία εποχή που στο ευρύτερο λογοτεχνικό περιβάλλον η μίμηση (imitatio) των παλαιοτέρων προτύπων αποτελεί αρετή και όχι ποινικό αδίκημα λογοκλοπής (plagiarismus)[13]. Η οικείωση εξάλλου ερμηνευτικών υπομνημάτων κορυφαίων διδασκάλων της Εκκλησίας, όπως είναι ο ιερός Χρυσόστομος, αποτελεί επιπλέον δικλείδα ασφαλείας για την ορθότητα της ερμηνείας. Βεβαίως αυτό δεν ισχύει για όλους τους μεταγενέστερους. Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς ακολουθεί το παραδεδομένο ομιλητικό  παράδειγμα ως προς τη μορφή και τη βιβλική τεκμηρίωση, αλλά τον θεολογικό προβληματισμό της εποχής του.

Αυτό το ομιλητικό παράδειγμα προβάλλεται και στην εποχή μας από τα εγχειρίδια της Ομιλητικής[14] και πράγματι εφαρμόζεται, όπως αποδεικνύεται από έρευνες που αναφέρονται στη σύγχρονη ομιλητική χαρτογράφηση[15], αλλά  και από την απλή παρατήρηση. Το κήρυγμα της Εκκλησίας στη θεία λατρεία και σε όλες τις ιερές ακολουθίες, όπου εν συντομία οφείλει να γίνεται, ερμηνεύει τη Γραφή, εμπνέεται από τη Γραφή και στηρίζεται στη Γραφή. Το μυστήριο της πίστεως είναι μέγα. Ακατανόητο και ασύλληπτο για την ανθρώπινη λογική. Γι αυτόν τον λόγο στη θεία λατρεία κωδικοποιείται με ποικίλους τρόπους: τις φορητές εικόνες, τις τοιχογραφίες, την αρχιτεκτονική και τον διάκοσμο του ιερού ναού, την υμνογραφία, τις ευχές, τα αναγνώσματα και την προφορική διδασκαλία με το κήρυγμα. Όμως η αποκωδικοποίηση και η πρόσληψη του μηνύματος δεν είναι πάντοτε ευχερής. Προϋποθέτει την εξοικείωση με τις Γραφές και την ανάλογη καλλιέργεια που ξεκινά με την κατήχηση.

ΑΓ&ΟΛ_2664. Ο κήρυκας και οι ακροατές του

Το λειτουργικό κήρυγμα προϋποθέτει τον κήρυκα και το εκκλησίασμα που κατά κανόνα είναι οι ακροατές του εντός του ναού ή και εκτός, αν μεταδίδεται με επιπλέον μέσα επικοινωνίας (τηλεόραση, κοινωνική δικτύωση, μαγνητόφωνο κλπ). Κατ’ εξοχήν κήρυκας είναι ο Επίσκοπος, ο οποίος, όταν αμελεί ή ραθυμεί να καλλιεργεί την ευσέβεια του λαού, καθαιρείται, κατά τους κανόνες της Εκκλησίας (νη’ Αποστολικός, Πενθέκτης ξδ’). Ο ίδιος οφείλει να είναι διδακτικός (Α’ Τιμ. 3:2), για να μπορεί να παρακινεί το ποίμνιό του προς την υγιαίνουσα διδασκαλία και να ελέγχει τους αντιβαίνοντας αυτήν (Προς Τίτον, 1:9). Κήρυκας είναι και ο πρεσβύτερος, διότι από τις ευχές της χειροτονίας του[16] αξιώθηκε «να κηρύττει το ευαγγέλιον της βασιλείας του Θεού και να ιερουργεί τον λόγον της αληθείας». Σπανιότερα κήρυκας είναι και ένας λαϊκός, με τη ευλογία του επιχωρίου Επισκόπου, όταν συντρέχουν ειδικοί λόγοι και πληρούνται απαραίτητες προϋποθέσεις. Το έργο του κήρυκα δεν είναι καθόλου εύκολο. Εκείνο που καλείται να επιτελέσει είναι η «διερμηνεία» των Γραφών, όπως αναφέρεται στο Ευχολόγιο του Σεραπίωνα, η οποία προϋποθέτει τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος. Ώστε ο ίδιος κήρυκας να μάθει τις Γραφές, για να τις ερμηνεύει με σαφήνεια και ακρίβεια και το εκκλησίασμα να προσλάβει το κήρυγμα/μήνυμά του και να ωφεληθεί[17]. Παρόμοιο είναι και το περιεχόμενο των αιτημάτων στην εκτενέστερη παρόμοια ευχή της θείας λειτουργίας του Μ. Βασιλείου και του Ιωάννου Χρυσοστόμου[18] πριν από το ευαγγελικό ανάγνωσμα: η κατανόηση του μηνύματος του ευαγγελίου προϋποθέτει το φως του Χριστού που καταυγάζει τον ανθρώπινο νου, για να κατανοήσει το κήρυγμα, δηλαδή το μήνυμα του ευαγγελίου. Η ευχή προσθέτει ότι χρειάζεται να καταπατηθούν τα πάθη, ώστε οι πιστοί να διάγουν πνευματική πολιτεία και να ποιούν το θέλημα του Θεού. Ίδιος είναι και ο στόχος του κηρύγματος που διδάσκει, προτρέπει (παρακαλεί) και πνευματικά οικοδομεί.

Αυτό το καίριο αίτημα προφανώς δεν ευοδώνεται από μόνο του, αλλά προϋποθέτει και την ανθρώπινη συνεργία: συνολική γνώση της Γραφής, διαρκή προσεκτική μελέτη της, θεολογική κατάρτιση, έγκαιρη προετοιμασία για το κήρυγμα κάθε Κυριακής, προβληματισμό του κήρυκα για όσα συμβαίνουν στον κοινωνικό του περίγυρο και απαραίτητη γνώση των αποδεκτών του: σε ποιους απευθύνεται, ποια είναι τα προβλήματά τους και οι απορίες τους, ποιες οι γνώσεις τους για τα θεμελιώδη της χριστιανικής πίστης. Όχι σπάνια εμπειρικές έρευνες σε βαπτισμένους Χριστιανούς δείχνουν απαντήσεις ρέπουσες άλλοτε προς τον Νεστοριανισμό και άλλοτε προς τον Αρειανισμό. Ακόμη και άγνοια όσων με περισσή ευλάβεια ψάλλουν, π.χ τον παρακλητικό κανόνα. Ίσως όμως το πιο ανησυχητικό όλων είναι οι απαντήσεις που προέρχονται από τη δημοφιλή ενδιάμεση ακολουθία της Αναστάσεως[19] και ειδικότερα ως προς το γεγονός που με τόσες λάμψεις και τόσους κρότους εορτάζεται. Στην ερώτηση τί εορτάζουμε, η απάντηση μπορεί να περιλαμβάνει την ανάσταση του Χριστού, αλλά όχι και των ανθρώπων. Ο δεύτερος στίχος του πανηγυρικού αναστάσιμου παιάνα «καί ἐν τοῖς μνήμασιν ζωήν χαρισάμενος» δεν γίνεται αντιληπτός. Σε αυτήν, όμως, την περίπτωση «ματαία ἡμῶν ἡ πίστις», εφόσον οι βαπτισμένοι Χριστιανοί και θεωρούμενοι ως πιστοί δεν συνειδητοποιούν ότι «πάντες ζωοποιηθήσονται»[20], παρόλη την ευλάβεια και παρόλη την ευσέβεια που ενδεχομένως επιδεικνύουν.[21] Και αν η προσδοκία των Χριστιανών, όπως διατυπώνεται στο Σύμβολο της Πίστεως, δεν είναι η κοινή ανάσταση των νεκρών, τότε το ήθος τους και οι επιλογές τους δεν είναι ανάλογα. Η μαρτυρία τους δεν είναι σταυροαναστάσιμη και η πορεία τους δεν είναι στα βήματα του Αναστημένου Ιησού.

ΑΓ&ΟΛ_3255. Δυσκολίες στη μετάδοση του μηνύματος του ευαγγελίου

Είναι φανερό ότι παρόμοια ευρήματα ερευνών[22] αλλά και  κοινές διαπιστώσεις καθιστούν εντονότερη την ανάγκη του επανευαγγελισμού των βαπτισμένων μελών της Εκκλησίας και την εκ θεμελίων αναθεώρηση του κατηχητικού της έργου. Για τον κήρυκα πολλαπλασιάζουν τον προβληματισμό για το περιεχόμενο του κηρύγματός του κάθε Κυριακή. Δεν είναι μόνον η επανάληψη των αυτών περικοπών στις Κυριακές του έτους, που πιθανόν να δημιουργεί δυσκολίες. Οπωσδήποτε η αναθεώρηση των βιβλικών αναγνωσμάτων και το έργο του ιεροκήρυκα θα διευκόλυνε και τις γνώσεις των πιστών θα επαύξανε.  Όσο όμως αυτό δεν γίνεται, επαφίεται στην προσωπική πνευματική μέριμνα των πιστών να μελετούν κάθε ημέρα την Αγία Γραφή και στους κήρυκες να αναζητούν, με αφορμή τις δεδομένες περικοπές,  απαντήσεις για τις τρέχουσες ανάγκες της ευχαριστιακής τους κοινότητας.

Η σύνθεση του εκκλησιάσματος δεν είναι πάντοτε καθορισμένη ως προς την ηλικία, τη συχνότητα του εκκλησιασμού, τη γνώση  της Αγίας Γραφής, των δρώμενων στη θεία λειτουργία και τις ιερές ακολουθίες, τους ιδιαίτερους προβληματισμούς, τις προσλαμβάνουσες παραστάσεις. Το κοινό σημείο είναι η προσέλευση στη «συνέλευση». Το κίνητρο για ορισμένους είναι πιθανόν η ανάγκη περισυλλογής, η δέηση και η ικεσία για δύσκολες καταστάσεις, η δοξολογία για ευχάριστα γεγονότα, ακόμη και η κοινωνικότητα ως αντίδοτο της μοναξιάς ή και η γενικότερη υπαρξιακή αναζήτηση. Για τους συνειδητούς Χριστιανούς είναι η συλλειτουργία κλήρου και λαού στην τέλεση του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας και η μετοχή στο Μυστικό Δείπνο του Χριστού. Όλοι όμως έχουν ανάγκη να ακούσουν αυτό που διδάσκει η Αγία Γραφή και να λάβουν απαντήσεις στα ερωτηματικά τους που το ένα διαδέχεται το άλλο.

Συνήθως παρατηρείται άγνοια ή κατά προσέγγισιν γνώση της διδασκαλίας της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης κι ελλιπής γνώση για τα  τελούμενα στη θεία λατρεία, τα ποικίλα σύμβολα, τα δρώμενα. Εξάλλου όχι σπάνια οι ιερές τελετές καλύπτονται από πέπλο μαγείας, εφόσον το περιεχόμενό τους είναι άγνωστο. Πρόκειται για φαινόμενα ανησυχητικά που οφείλονται εν πολλοίς στην έλλειψη βαπτισματικών κατηχήσεων[23] και συνεχούς πνευματικής οικοδομής.

Σύμφωνα μ’ ένα πρακτικό και χρήσιμο εγχειρίδιο Ομιλητικής, το λειτουργικό κήρυγμα οφείλει να είναι: αγιογραφικό, χριστοκεντρικό, πατερικό, μυσταγωγικό, πρακτικό, σαφές και συγκεκριμένο, ανεπιτήδευτο, λόγος παρακλήσεως, συγχρονισμένο, προσωπικό[24].

Αν αναλογιστεί κανείς πόση κατάρτιση, προσπάθεια και αφοσίωση χρειάζεται να έχει ο κήρυκας, για να περιλαμβάνει τα χαρακτηριστικά αυτά στο κήρυγμά του, κατανοεί πόσο αναγκαία και ουσιαστική είναι η ευχή της θείας λειτουργίας που προηγείται του ευαγγγελικού αναγνώσματος. Ο φωτισμός του Αγίου Πνεύματος είναι απαραίτητος και στον ομιλητή και στους ακροατές του, οι οποίοι, όσο κι αν φαίνονται προσεκτικοί, είναι πολύ πιθανόν την ώρα του κηρύγματος να έχουν φραγή ακροάσεων. Αυτό σημαίνει πολύπλευρη προσπάθεια για την αποκατάσταση του κυκλώματος της επικοινωνίας.

Αν αυτό συμβεί, με εκατέρωθεν προσπάθειες για την αγαθή δεκτικότητα των δωρεών του Αγίου Πνεύματος, τότε «οἱ ἐν ὁδῷ» πορεύονται «μετά φόβου Θεοῦ πίστεως καί ἀγάπης», για να προσλάβουν τα τίμια δώρα και πριν από την απόλυση ψάλλουν εν επιγνώσει τον ύμνο: «πληρωθήτω τό στόμα ἡμῶν…» τονίζοντας ιδιαίτερα τον χαρακτηριστικό στίχο  του «ὅλην τήν ἡμέραν μελετᾶν τήν δικαιοσύνην σου».

Μια παρόμοια επιλογή σημαίνει διαρκή εφαρμογή του θελήματος του Θεού, όπως γίνεται αντιληπτό από τη διαρκή μελέτη των Γραφών και εκδηλώνεται με την πολιτεία των Χριστιανών στην κοινωνία που ζουν, στη «λειτουργία μετά τη Λειτουργία» κατά τη γνωστή ιεραποστολική φράση του Αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστασίου[25].

ΑΓ&ΟΛ_317

[1] Μκ 1:14-15 , Λκ 4:23-27, Πρ 2:14-41

[2] Πρ 17:23

[3] Πρ 17:31

[4] Βλέπε σχετικά Alistair Stewart- Sykes, From prophecy to Preaching, A Search for the Origins of The Christian Homily, Brill, 2001.

[5] Πβ Sun-day  και Son-tag στις αγγλοσαξωνικές γλώσσες, ενώ ημέρα Κυρίου >Κυριακή, Dominica> dimanche στην ελληνική, λατινική και τις λατινογενείς γλώσσες

[6] Ιγνατίου, Απολογία, 1,67 «τῇ τοῦ ἡλίου λεγομένῃ ἡμέρᾳ πάντων κατὰ πόλεις ἢ ἀγροὺς μενόντων ἐπὶ τὸ αὐτὸ συνέλευσις γίνεται, καὶ τὰ ἀπομνημονεύματα τῶν ἀποστόλων ἢ τὰ συγγράμματα τῶν προφητῶν ἀναγινώσκεται, μέχρις ἐγχωρεῖ. (4) εἶτα παυσαμένου τοῦ ἀναγινώσκοντος ὁ προεστὼς διὰ λόγου τὴν νουθεσίαν καὶ πρόκλησιν τῆς τῶν καλῶν τούτων μιμήσεως ποιεῖται. (5) ἔπειτα ἀνιστάμεθα
κοινῇ πάντες καὶ εὐχὰς πέμπομεν·καί, ὡς προέφημεν, παυσαμένων ἡμῶν τῆς εὐχῆς ἄρτος προσφέρεται καὶ οἶνος καὶ ὕδωρ καὶ ὁ προεστὼς εὐχὰς ὁμοίως καὶ εὐχαριστίας, ὅση δύναμις αὐτῷ, ἀναπέμπει, καὶ ὁ λαὸς ἐπευφημεῖ λέγων τὸ Ἀμήν».

[7] Βλέπε σχετικά, Δήμητρας Κούκουρα, Η χριστιανική ομιλία, Εκδόσεις Μπαρμπουνάκη, Θεσσαλονίκη 201, σελ. 171-208.

[8] Παλαιότερα γινόταν λόγος για τη «διατριβή», ένα λογοτεχνικό είδος  που αποδιδόταν στους Κυνικούς, η προφορική διδασκαλία των  οποίων επηρέασε το κήρυγμα του Απ. Παύλου και τη διαμόρφωση της χριστιανικής ομιλίας. Νεώτερες έρευνες έδειξαν πως παρόμοιο είδος δεν υπήρξε. Βλέπε σχετικά H. D. Jocelyn, Diatribes and Sermons, Liverpool Classical Monthly LCM 8,6 (June 1983), pp 89-91.

[9] Για τη στάση των μεγάλων Διδασκάλων της Εκκλησίας απέναντι στη Β’ Σοφιστική και τις υφολογικές προτάσεις της βλέπε, Δήμητρας Κούκουρα, Η Ρητορική και η Εκκλησιαστική Ρητορική, Εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη, 3η έκδ.2011, σελ. 199-281.

[10] Ελληνισμός=σωστή χρήση της αττικής, λόγος=επαρκής τεκμηρίωση, λέξις=κατάλληλη διατύπωση Θεοφράστου Περί λέξεως (πρέπον), Αριστοτέλους Ρητορική 1408 α (10).

[11] Στυλιανού Παπαδόπουλου, Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος. Τόμος Α΄. “Η Ζωή του, η Δράση του, οι Συγγραφές του”, σελ 144-185.

[12] Βλέπε Αριστοτέλους –Αμβροσίου Ζωγράφου, Επισκόπου Ζήλων, Ὁ Γαβριήλ Θεσσαλονίκης καί τό ἀποδιδόμενον εἰς αὐτόν ἀνέκδοτον Ὁμιλιάριον” Εκδόσεις ΚΒΕ Θεσσαλονίκη, 2007.

[13] Βλέπε Κούκουρα, Η Ρητορική, σελ. 101-106.

[14] Παναγιώτη Τρεμπέλα Ομιλητική, Εκδόσεις Ο Σωτήρ. Αθήναι 1976, σελ. 196-275 και Ιωάννου Φουντούλη, Ομιλητική, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 173-188.

[15] Πβ. Δήμητρα Κούκουρα, Μεθοδολογική προσέγγιση ομιλητικών κειμένων, Λόγοι Επισκόπων, Εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2006, όπου μελετώνται εγκύκλιοι των Χριστουγέννων ελληνοφώνων Ιεραρχών.

[16] Ο Θεὸς ὁ ἄναρχος καὶ ἀτελεύτητος, ὁ πάσης κτίσεως πρεσβύτατος ὑπάρχων, ὁ τῇ προσηγορίᾳ τοῦ πρεσβυτέρου τιμήσας τοὺς ἐν τῷ βαθμῷ τούτῳ ἀξιωθέντας ἱερουργεῖν τὸν λόγον τῆς ἀληθείας…Ὸ Θεός, ὸ μέγας ἐν δυνάμει, καὶ ἀνεξιχνίαστος ἐν συνέσει, ὁ θαυμαστὸς ἐν βουλαῖς, ὑπὲρ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρὠπων.  Αὐτός, Κύριε, καὶ τοῦτον, ὅν εὐδόκησας τὸν τοῦ Πρεσβυτέρου ὑπεισελθεῖν βαθμόν, πλήρωσον τῆς τοῦ Ἁγίου σου Πνεύματος δωρεᾶς ἵνα γένηται ἄξιος παρεστάναι ἀμέμπτως τῷ Θυσιαστηρίω σου, κηρύσσειν τὸ Εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας σου, ἱερουργεῖν τὸν λόγον τῆς ἀληθείας σου, προσεφέρειν σοι δῶρα καὶ θυσίας πνευματικάς, ΤΑΞΙΣ ΓΙΝΟΜΕΝΗ ΕΠΙ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ, Ευχολόγιον το Μέγα.

[17] Παρακαλῶ σε, Πνεῦμα Ἅγιον, ἀπόστειλον εἰς τὴν ἡμετέραν διάνοιαν καὶ χάρισαι ἡμῖν μαθεῖν τὰς Θείας Γραφὰς ἀπὸ ἁγίου Πνεύματος καὶ διερμηνεύειν καθαρῶς καὶ ἀξίως, ἵνα ὠφεληθῶσιν οἱ παρόντες λαοὶ πάντες. ἡ Α΄εὐχὴ τῆς Κυριακῆς στὸ Εὐχολόγιο τοῦ Σεραπίωνος (4ος αἰ.)
 ΒΕΠΕΣ 43, σ. 71.

[18] Ἱερεύς (χαμηλοφώνως): Ἔλλαμψον ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν, φιλάνθρωπε, Δέσποτα, τὸ τῆς Σῆς θεογνωσίας ἀκήρατον φῶς, καὶ τοὺς τῆς διανοίας ἡμῶν διάνοιξον ὀφθαλμοὺς εἰς τὴν τῶν εὐαγγελικῶν Σου κηρυγμάτων κατανόησιν. Ἔνθες ἡμῖν καὶ τὸν τῶν μακαρίων Σου ἐντολῶν φόβον, ἵνα τὰς σαρκικὰς ἐπιθυμίας πάσας καταπατήσαντες, πνευματικὴν πολιτείαν μετέλθωμεν, πάντα τὰ πρὸς εὐαρέστησιν τὴν Σὴν καὶ φρονοῦντες καὶ πράττοντες. Σὺ γὰρ εἶ ὁ φωτισμὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων ἡμῶν, Χριστὲ ὁ Θεός, καὶ Σοὶ τὴν δόξαν ἀναπέμπομεν, σὺν τῷ ἀνάρχῳ Σου Πατρὶ καὶ τῷ παναγίῳ καὶ ἀγαθῷ καὶ ζωοποιῷ Σου Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν (Λειτουργία Ιωάννου Χρυσοστόμου, ευχή προ της αναγνώσεως της ευαγγελικής περικοπής).

[19] Βλέπε σχετικά Πρωτοπρ. Αλκιβιάδη Καλύβα, Η Μεγάλη Εβδομάδα και το Πάσχα στην Ελληνορθό-δοξη Εκκλησία, Μτφρ. Δήμητρας Κούκουρα, Εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονικη 1999, σελ. 177-184.

[20] Α΄Κορ. 15:17,22

[21]  Πβ το τετράστιχο από τη δημώδη ποίηση, όπου είναι εμφανής η ευσέβεια, όχι όμως η αναστάσιμη προσδοκία:

     T’αντρειωμένου τάρματα δεν πρέπει να πουλιώνται,
     μόν’ πρέπει τους ’στην εκκλησιά κ’ εκεί να λειτουργιώνται,
     πρέπει να κρέμονται ψηλά σ’ αραχνιασμένο πύργο,
     να τρώει η σκουριά το σίδερο κι η γη τον αντρειωμένο.

[22] Πρόκειται για πορίσματα που προκύπτουν από έρευνες που διενεργούνται στο πλαίσιο μεταπτυχιακών και διδακτορικών εργασιών.

[23] Για την προετοιμασία των ενηλίκων προ του βαπτίσματος, πριν από την επικράτηση του νηπιοβαπτισμού, βλέπε Χρήστου Βασιλόπουλου, Οι Κατηχήσεις του Κυρίλλου Ιεροσολύμων. Ψυχοπαιδαγωγική προσέγγιση, Θεσσαλονίκη  2 1998.

[24] Ιωάννου Φουντούλη, Ομιλητική, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 61-98.

[25] Αναστασίου Αρχιεπισκόπου Αλβανίας, Ιεραποστολή στα ίχνη του Χριστού, Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2007, σελ. 129-132.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.