Χαράλαμπος Ατματζίδης, Οι ιωάννειες επιστολές και οι πρώτοι χριστιανοί της Εφέσου

DSC_5771

Η εισήγηση του Αναπληρωτή Καθηγητή του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ στο Β Αγιολογικό Συνέδριο της Σμύρνης με θέμα: Οι απαρχές του Χριστιανισμού στην Ιωνία και οι βιβλικοί άγιοι (7-9/02/2016)

Αν η Αθήνα και η Ρώμη υπήρξαν το κέντρο του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού η Μ. Ασία με τα μεγάλα αστικά κέντρα της υπήρξε το κέντρο του χριστιανισμού. Είναι λοιπόν μεγάλη η τιμή να συμμετέχω στο παρόν συνέδριο που αναφέρεται στους Αγίους της Μ. Ασίας και ευχαριστώ γι’ αυτό τον Οικουμενικό μας Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο και τους συντελεστές του Συνεδρίου.

Σμύρνη_72

Eισαγωγικά

Στην Α΄ Επιστολή Ιωάννου ο συγγραφέας της απευθυνόμενος στους αποδέκτες της Επιστολής του, τους αντιδιαστέλλει από τους άλλους συμπολίτες τους και τονίζει ότι «αὐτοὶ (οι άλλοι) ἐκ τοῦ κόσμου εἰσίν, διὰ τοῦτο ἐκ τοῦ κόσμου λαλοῦσιν καὶ ὁ κόσμος αὐτῶν ἀκούει (Α΄ Ιω 4,5).

Παρακάτω συνεχίζει και τους υπενθυμίζει λέγοντας το χαρακτηριστικό: οἴδαμεν ὅτι ἐκ τοῦ θεοῦ ἐσμεν καὶ ὁ κόσμος ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται” (Α΄ Ιω 5,15). Από τα δύο αυτά αποσπάσματα από την Α΄ Ιω διακρίνουμε την ύπαρξη μιας ομάδας χριστιανών με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, στην οποία ανήκει και ο άγνωστος και μη αναφερόμενος συντάκτης  της εν λόγω Επιστολής.

Στην παρούσα εισήγησή μας θα ασχοληθούμε πρώτα με τα κειμενικά χαρακτηριστικά των Β΄ και Γ΄ Ιω στο πλαίσιο της ευρύτερης ιωάννειας γραμματείας και θα επιχειρήσουμε να οριοθετήσουμε τις κοινότητες, προς τις οποίες απευθύνονται οι επιστολές αυτές (Ι). Στη συνέχεια θα αναφερθούμε στα χαρακτηριστικά των κοινοτήτων αυτών και στις ηγετικές μορφές που πρωταγωνιστούν σ’ αυτές (ΙΙ). Κατόπιν θα ασχοληθούμε με τα προβλήματα που ανέκυψαν στις κοινότητες αυτές (ΙΙΙ). Τέλος θα ολοκληρώσουμε με τα συμπεράσματα.

Σμύρνη_126

Ι. Τα χαρακτηριστικά των επιστολών Β΄ και Γ΄ Ιω και οι ιωάννειες κοινότητες

Πριν προχωρήσουμε στην εξέταση των κειμενικών χαρακτηριστικών των Επιστολών Β΄ και Γ΄ Ιω σημειώνουμε επιγραμματικά ότι οι Επιστολές θεωρούνται από την παράδοση της Εκκλησίας ότι γράφτηκαν από τον Ιωάννη, τον μαθητή του Ιησού Χριστού.

Στην έρευνα είναι ευρέως αποδεκτό ότι οι τρεις αυτές Επιστολές και το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο ανήκουν στην αποκαλούμενη ιωάννεια γραμματεία, που δημιουργήθηκε από τους χριστιανούς που ανήκαν στον αποκαλούμενο ιωάννειο κύκλο ή ιωάννεια Σχολή και δραστηριοποιούνταν στην περιοχή της Εφέσου. Αξιοπρόσεκτο είναι ότι και η παράδοση της Εκκλησίας συμφωνεί για την σύνδεση της Εφέσου με την ιωάννεια γραμματεία. Συγκεκριμένα ο Ειρηναίος αναφέρει ότι ο Ιωάννης, ο μαθητής του Κυρίου, εξέδωσε το τέταρτο Ευαγγέλιο στην Έφεσο.

Ως προς την θέση και την λειτουργία των ιωάννειων Επιστολών στον χωροχρόνο επισημαίνουμε ότι αυτές, όπως και κάθε κείμενο, είναι προϊόντα και ταυτόχρονα διαμορφώτριες της ιστορίας.

Μετά τις παραπάνω εισαγωγικές παρατηρήσεις υπεισερχόμαστε στην εξέταση των κειμενικών χαρακτηριστικών των Β΄ και Γ΄ Ιω.

Θα αναφέρουμε πρώτα ορισμένα, τα σημαντικότερα κατά τη γνώμη μας, από τα στοιχεία που αφορούν όλη την ιωάννεια γραμματεία και αναδεικνύουν ότι αυτή είναι μια ξεχωριστή κειμενική παράδοση.

Στη συνέχεια θα σημειώσουμε επιπλέον και ορισμένα στοιχεία από την Β΄ και Γ΄ Ιω, τα οποία ενδιαφέρουν ειδικότερα το θέμα μας.

  1. 1. Στοιχεία ή χαρακτηριστικά που αφορούν όλα τα ιωάννεια κείμενα είναι τα εξής:

α) Γλωσσικές ομοιότητες. Στα ιωάννεια κείμενα χρησιμοποιούνται λέξεις ή εκφράσεις που δεν απαντούν τόσο συχνά στα άλλα κείμενα της Κ.Δ.. Τέτοιες είναι οι λέξεις: ἀγαπᾶν, ἀλήθεια, ἀληθής, γεννᾶν, γινώσκειν, ἐντολή, ζωή, κόσμος, μαρτυρεῖν, μένειν, μισεῖν. Χαρακτηριστικές είναι επίσης οι εκφράσεις σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, που απαντούν ιδιαίτερα στους προλόγους των Α΄ Ιω 1,1-4 (ἀκηκόαμεν, ἑωράκαμεν, ἐθεασάμεθα, ἀπαγγέλομεν, γράφομεν) και Ιω 1,1-18 (ἐθεασάμεθα, ἐλάβομεν) και Ιω 21,24 (οἴδαμεν). Τέλος, στα ιωάννεια έργα είτε δεν απαντούν είτε απαντούν αραιά άλλες λέξεις, όπως ἀπόστολος, δύναμις, ἐλπίς, εὐαγγελίζεσθαι, εὐαγγέλιον, πρόσωπον, σοφία, οι οποίες χρησιμοποιούνται συχνά σε άλλα κείμενα της Κ.Δ.

β) Ομοιότητες θεολογικού περιεχομένου. Αναφέρουμε ενδεικτικά ότι στα έργα αυτά τονίζεται η ενότητα του Πατέρα με τον Υιό και η ενσάρκωση του Υιού. Επιπλέον, είναι εμφανής ο «δυαλισμός», με τον οποίο επισημαίνεται η διαφορά μεταξύ των μη πιστών (κόσμος) και των πιστών στον Θεό. Αναφέρεται, ακόμη, ότι οι άνθρωποι είναι γεννημένοι από τον Θεό και ότι είναι σε θέση να γνωρίσουν τον Θεό. Επίσης, με τη βοήθεια του ρήματος «μένειν» καλούνται οι πιστοί να παραμείνουν κοντά στον Θεό, τον Ιησού Χριστό, την «ορθή» διδασκαλία και να εφαρμόζουν τις εντολές του Θεού. Η έννοια της ἀλήθειας διαδραματίζει, επίσης, σημαντικό ρόλο στα έργα, γι’ αυτό και οι πιστοί θεωρούνται ότι «είναι» από την αλήθεια, γνωρίζουν την αλήθεια και καλούνται να παραμένουν στην αλήθεια. Τέλος, η εντολή της αγάπης αποτελεί κοινό στοιχείο των ιωάννειων έργων.

γ) Στα ιωάννεια κείμενα χρησιμοποιούνται από κοινού όροι, με τους οποίους περιγράφονται ιδέες και καταστάσεις σχετικές με τις ιωάννειες κοινότητες. Αυτό μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα, γιατί σχετίζεται με το θέμα μας. Ένας από τους όρους αυτούς είναι δανεισμένος από την ορολογία των διαπροσωπικών σχέσεων της εποχής. Έτσι ο αποστολέας της Γ΄ Ιω πρεσβύτερος χρησιμοποιεί τον όρο φίλος (Γ΄ Ιω 15) για να χαρακτηρίσει τόσο τους συναποστολείς όσο και τους αποδέκτες της επιστολής. Τον ίδιο χαρακτηρισμό για τα μέλη της κοινότητας βρίσκουμε στο Ευαγγέλιο (Ιω 11,11 · 15,14-15). Επίσης, χρησιμοποιούνται όροι δανεισμένοι από τον θεσμό της οικογένειας, όπως οι όροι τεκνία, τέκνα θεοῦ και ἀδελφοί. Ακόμη, ο αποστολέας των Β΄ και Γ΄ Ιω ονομάζεται πρεσβύτερος, δηλαδή αποκαλείται με έναν όρο που συνδέεται στην Π.Δ., στην υπόλοιπη Κ.Δ. και στην ελληνορωμαϊκή παράδοση με μια μορφή άσκησης εξουσίας. Τέλος, μόνο στην Β΄ Ιω βρίσκουμε να αποκαλείται ο αποδέκτης της επιστολής με την έκφραση «ἐκλεκτή κυρία».

  1. Σε ότι αφορά σε στοιχεία ή χαρακτηριστικά των Β΄ και Γ΄ Ιω, που αφορούν ειδικότερα το θέμα μας και τα οποία αναδεικνύουν την ιδιαιτερότητα των δύο Επιστολών μέσα στην ιωάννεια κειμενική παράδοση αναφέρουμε:

Κατ’ αρχήν και οι δύο Επιστολές είναι πολύ μικρές σε έκταση, ώστε στο παρελθόν υποστηρίχθηκε ότι δεν ήταν πραγματικές επιστολές, αλλά τους δόθηκε το περίγραμμα της επιστολής για να περιβληθούν αυτές με αυθεντία.

Επίσης, και οι δύο Επιστολές αναφέρουν ως αποστολέα τους κάποιον πρεσβύτερο, ενώ αποστέλλονται σε διαφορετικό αποδέκτη, η μεν Β΄ Ιω προς την ἐκλεκτή κυρία και η Γ΄ Ιω προς τον Γάιο.

Επίσης είναι χαρακτηριστικό ότι οι δύο Επιστολές καθρεφτίζουν η κάθε μια διαφορετικές συνθήκες συγγραφής, όπως φαίνεται, μεταξύ των άλλων για τη Β΄ Ιω στους στίχους 10-11 και για την Γ΄ Ιω στο περιστατικό με τον Διοτρέφη.

Ένα άλλο, τέλος, χρήσιμο για το θέμα μας χαρακτηριστικό των δύο Επιστολών είναι ο εκκλησιολογικός τους χαρακτήρας. Και στις δύο είναι φανερό το ενδιαφέρον για τις χριστιανικές κοινότητες προς τις οποίες απευθύνονται. Σημειώνουμε ότι ο όρος «ἐκκλησία» εμφανίζεται σε όλη την ιωάννεια γραμματεία μόνον στην Γ΄ Ιω 6 και 9. Στην Β΄ Ιω, αντίθετα, οι χριστιανικές κοινότητες ονοματίζονται, όπως αναφέραμε και παραπάνω, ως ἀδελφές και τα μέλη τους ως τέκνα (Β΄ Ιω 13 · βλ. και Β΄ Ιω 1).

Υπάρχει βέβαια και η έκφραση ἐκλεκτή κυρία, που για αρκετούς ερευνητές αναφέρεται στην εκκλησία. Για την ορθότητα όμως ή μη της παραπάνω θέσης θα αναφερθούμε παρακάτω.

Εδώ σημειώνουμε μόνον την απορία, γιατί στη Γ΄ Ιω η χριστιανική κοινότητα αποκαλείται ἐκκλησία, ενώ στην Β΄ Ιω με τις συμβολικές λέξεις ή εκφράσεις ἐκλεκτή κυρία, ἀδελφή, τέκνα, τεκνία, την ίδια στιγμή που ως αποστολέας κατονομάζεται και στις δύο Επιστολές ο πρεσβύτερος;

Σημειώνουμε, τέλος, ότι έγιναν απόπειρες από τους ερευνητές να εξηγηθούν κοινωνιολογικά – γλωσσολογικά οι ιδιαιτερότητες αυτές των ιωάννειων κειμένων. Από τους ερευνητές αυτούς, οι B. J. Malina, R. L. Rohrbaugh και N. Neyrey ασχολήθηκαν με το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο και ο Χ. Ατματζίδης με τις ιωάννειες Επιστολές. Οι προσπάθειες τους αυτές στηρίχτηκαν στα αποτελέσματα της έρευνας του κοινωνιολόγου – γλωσσολόγου M. A. K. Halliday περί ύπαρξης αντί-γλώσσας σε συγκεκριμένες ομάδες. Σύμφωνα με αυτόν η αντί-γλώσσα αποτελεί προϊόν μιας αποστασιοποιημένης από τον κοινωνικό περίγυρο κοινωνικής ομάδας, η οποία προβάλλει ένα άλλο μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης (αντί-κοινωνία) και αυτό το εκφράζει και μέσα από την αντί-γλώσσα που χρησιμοποιεί.

Το αποτέλεσμα των ερευνών αυτών ήταν η ανάδειξη της ιδιαίτερης γλώσσας (αντί-γλώσσα) που χρησιμοποιούν οι ιωάννειες κοινότητες και της ιδιαίτερης κοινωνικής σύνθεσης των μελών της (αντί-κοινωνία). Οι ιωάννειες αυτές κοινότητες, έχοντας τον δικό τους εσωτερικό γλωσσικό κώδικα επικοινωνίας (αντί-γλώσσα) διαμορφώνουν μια ιδιαίτερη κοινωνική ταυτότητα (αντί-κοινωνία). Αυτή την ενισχύουν εσωτερικά και την θωρακίζουν εξωτερικά σε σχέση με τις υπόλοιπες χριστιανικές κοινότητες. Ταυτόχρονα, όμως, οι ιωάννειες εκκλησίες ζουν και συνδιαλέγονται με τις υπόλοιπες χριστιανικές κοινότητες, προστατεύοντας παράλληλα την θεολογική και κοινωνική ιδιοσυστασία τους.

Συμπερασματικά διαπιστώνουμε ότι οι μικρές «το δέμας» Β΄ και Γ΄ Ιω Επιστολές ομοιάζουν γλωσσολογικά με τα υπόλοιπα ιωάννεια κείμενα και προέρχονται από την ιωάννεια σχολή. Ταυτόχρονα η ιδιαίτερη γλώσσα που χρησιμοποιείται σε αυτές μας φανερώνει ότι οι Επιστολές αυτές συνδέονται με μια συγκεκριμένη ομάδα χριστιανικών κοινοτήτων, που βρίσκονται στην Έφεσο ή γύρω από αυτή. Οι κοινότητες αυτές χωρίς να είναι αποκομμένες από τις υπόλοιπες χριστιανικές κοινότητες της περιοχής διατηρούν την αυτονομία τους και την οργανωτική και θεολογική ιδιαιτερότητά τους.

ΙΙ. Οι ιωάννειες κοινότητες και οι ηγέτες τους

Στις ιωάννειες επιστολές γίνεται άμεσα ή έμμεσα λόγος για τις ιωάννειες κοινότητες και τους ηγέτες των.

  1. Σε ό,τι αφορά τις ιωάννειες κοινότητες, αυτές οργανώθηκαν, όπως άλλωστε και οι υπόλοιπες πρώτο-χριστιανικές κοινότητες σε μικρές τοπικές / κατ’ οίκον εκκλησίες 30 – 50 ατόμων, που χρησιμοποιούσαν για τις συνάξεις τους οικίες ευκατάστατων χριστιανών που διέθεταν κάποια ευρύχωρη αίθουσα (atrium) . Ως περιοχή εμφάνισης και δράσης των κοινοτήτων αυτών θεωρείται η Μ. Ασία και πιο συγκεκριμένα η Έφεσος και η περιοχή γύρω από αυτή. Δεν θα ασχοληθούμε περαιτέρω με το θέμα του τόπου εμφάνισης των κοινοτήτων αυτών, απλώς παραπέμπουμε στην κλασική πλέον σχετική εργασία του P. Trebilco.

Για την ύπαρξη πολλών ιωάννειων κοινοτήτων συνηγορεί η Α΄ Ιω. Η επιστολή αυτή απευθύνεται σε περισσότερες κοινότητες. Αντίθετα, η Β΄ Ιω αποστέλλεται σε μια κοινότητα και η Γ΄ Ιω απευθύνεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, τον Γάιο.

Στις Β΄ και Γ΄ Ιω γίνεται αναφορά για τρεις τουλάχιστον κοινότητες, που είναι η κοινότητα του πρεσβυτέρου (Β΄ Ιω), η κοινότητα που αποκαλείται «ἐκλεκτὴ κυρία»  (Β΄ Ιω) και η κοινότητα του Γάιου (Γ΄ Ιω). Σημειώνουμε ότι ο τελευταίος δεν ήταν μέλος της κοινότητας του πρεσβυτέρου ούτε της κοινότητας ενός άλλους ηγετικού στελέχους, του Διοτρέφη. Σημειώνουμε επίσης ότι ο Διοτρέφης πρέπει να ανήκε στην εκκλησία («ἐκλεκτὴ κυρία») που περιγράφεται στην Β΄ Ιω.

Η επικοινωνία μεταξύ των κοινοτήτων αυτών πρέπει να γινόταν ποικιλότροπα, όπως: α) Με επίσημες επιστολές που αντάλλασσαν οι κοινότητες μεταξύ τους (Β΄ Ιω). β) Με επιστολές μιας κοινότητας που αποστέλλονταν προς συγκεκριμένα και διακεκριμένα μέλη μια άλλης κοινότητας (Β΄ Ιω). γ) Με τους περιοδεύοντες κήρυκες, οι οποίοι ήταν επιφορτισμένοι με τη διάδοση του μηνύματος του Ευαγγελίου (Β΄ Ιω 10· Γ΄ Ιω 3.5-8). δ) Με συγκεκριμένα πρόσωπα, όπως ο Δημήτριος (Γ΄ Ιω). ε) Με την επίσκεψη του πρεσβυτέρου ως ηγέτη των ιωάννειων κοινοτήτων (Β΄ Ιω 12· Γ΄ Ιω 10).

Τα παραπάνω φανερώνουν μιαν οργανωμένη δικτύωση μεταξύ των ιωάννειων κοινοτήτων.

Παρατηρούμε τέλος, ότι στις δύο σύντομες ιωάννειες Επιστολές  (Β΄/Γ΄ Ιω), που είναι και το κύριο αντικείμενο της εισήγησής μας  κυριαρχεί η πολυεπίπεδη σύγκρουση μεταξύ του πρεσβυτέρου και του Διοτρέφη (πρβλ. Γ΄ Ιω).

Συμπερασματικά διαπιστώνουμε ότι οι πολλές ιωάννειες κοινότητες στην περιοχή της Εφέσου, παρουσιάζουν μια αξιοσημείωτη οργάνωση, στο πλαίσιο της οποίας τα μέλη τους  επικοινωνούν δημιουργικά μεταξύ τους.

  1. Σε ό,τι αφορά τους ηγέτες των κοινοτήτων αυτών: Αυτοί είναι σύμφωνα με τις δύο Επιστολές ο πρεσβύτερος και ο Διοτρέφης και είναι οι προσωπικότητες που κυριαρχούν στις ιωάννειες κοινότητες των Β΄/Γ’ Ιω και διεκδικούν την πρωτοκαθεδρία. Στη συνέχεια θα προβούμε στην ταυτοποίηση των προσωπικοτήτων αυτών.

2.1 Στις Β΄/Γ΄ Ιω ο αποστολέας των αυτοαποκαλείται «ὁ πρεσβύτερος». Ο όρος αυτός είναι δύσκολο να προσδιοριστεί. Γι’ αυτό αναπτύχθηκε εκτενής επιστημονική συζήτηση ιδιαίτερα σε ό,τι έχει σχέση με τις πληροφορίες του Ευσεβίου (π.χ. Βλ. Σ. Αγουρίδη). Εξαιτίας του χρόνου δεν παραθέτουμε την σχετική συζήτηση, για την οποία σας παραπέμπουμε στο πλήρες κείμενο της εισήγησής μας. Αναφέρουμε απλώς ότι αυτή στηρίχτηκε στις πηγές που είναι: ο Παπίας και οι πληροφορίες του, τις οποίες αναφέρει ο Ευσέβιος. Άλλη πηγή είναι ο ίδιος ο Ευσέβιος (Εκκλ. Ιστορ., ΙΙΙ, 3-9), ο Ειρηναίος (Adv. Haereses, 36) και οι Β΄ & Γ΄ Ιω.

Παρακάτω αναφέρουμε τις πληροφορίες από τις δύο ιωάννειες Επιστολές, οι οποίες θεωρούμε ότι θα βοηθήσουν για την καλύτερη προσέγγιση του θέματός μας.

Σμύρνη_174

Ο Πρόεδρος της πρώτης πρωινής συνεδρίας της Δευτέρας, Μητροπολίτης Κορωνείας Παντελεήμων

Συγκεκριμένα:

1) Οι χαιρετισμοί του πρεσβυτέρου στα  Β΄ Ιω 13 και Γ΄ Ιω 15 μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο συγγραφέας των Β΄ και Γ΄ Ιω συντάσσει και αποστέλλει τις επιστολές του μάλλον σε κοινότητες που δεν τις θεωρεί δικές του.

2) Επίσης αξιοπρόσεκτο είναι ότι ο συγγραφέας των δύο επιστολών ξεκινά με τις φράσεις:  «Ο πρεσβύτερος ἐκλεκτῇ κυρίᾳ καὶ τοῖς τέκνοις αὐτῆς» (Β΄ Ιω 1) και «Ο πρεσβύτερος Γαΐῳ τῷ ἀγαπητῷ…” (Γ΄ Ιω 1) χωρίς ν’ αναφέρει το όνομά του ούτε το όνομα κάποιας τοπικής εκκλησίας. Τα παραπάνω μπορούν να μας οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι οι αναγνώστες των επιστολών υπολάμβαναν τον όρο “πρεσβύτερος”  ως το κύριο όνομα του αποστολέα. Ακόμη,  ότι  αυτός δεν ήταν ένας από τους πρεσβυτέρους, τους υπεύθυνους για τις τοπικές χριστιανικές κοινότητες, αλλά ότι ήταν ο ηγέτης τους ή ότι είχε την μοναδική ή μια ξεχωριστή εξουσία σε περισσότερο της μιας τοπικές εκκλησίες. Αυτή η εξουσία του παρείχε και το δικαίωμα ν’ απευθύνεται τη μια φορά στην αδελφή εκκλησία, την οποία αποκαλεί  «ἐκλεκτή κυρία» (Β΄ Ιω) και την άλλη φορά στην εκκλησία που σχετίζεται με τον Γάιο και τον Διοτρέφη (Γ΄ Ιω).

3) Ακόμη, παρατηρούμε ότι ο συγγραφέας των δύο επιστολών αυτοσυστήνεται ως «ο πρεσβύτερος» και με την «ιδιότητά» του αυτή συμβουλεύει και δίνει οδηγίες προς τους χριστιανούς-αποδέκτες των δύο επιστολών. Φαίνεται, λοιπόν, ότι ο χαρακτηρισμός «πρεσβύτερος» εμπεριέχει ή τουλάχιστον υπαινίσσεται μια μορφή αυθεντίας.

4) Παράλληλα όμως παρατηρούμε την περιορισμένη δυνατότητα παρέμβασης του πρεσβυτέρου στα πράγματα των τοπικών χριστιανικών κοινοτήτων, τις οποίες υποτίθεται ότι εξουσίαζε. Αυτό συμπεραίνεται από όσα ο πρεσβύτερος με παράπονο εκφράζει στο Γ΄ Ιω 9. Εκεί απευθυνόμενος στον Γάιο τον πληροφορεί:

Ἔγραψά τι τῇ ἐκκλησίᾳ· ἀλλ᾿ ὁ φιλοπρωτεύων αὐτῶν Διοτρέφης οὐκ ἐπιδέχεται ἡμᾶς

Από τον παραπάνω στίχο συνάγεται ότι ένας άλλος τοπικός ηγέτης, ο «φιλοπρωτεύων» Διοτρέφης, αμφισβητεί την εξουσία του πρεσβυτέρου και ότι  η «εξουσία» του πρεσβυτέρου επί των τοπικών εκκλησιών, σύμφωνα με την δική του ομολογία,  δεν είναι αδιαμφισβήτητη.

5) Επίσης, παρατηρούμε ότι ο πρεσβύτερος απευθύνεται προς τους πιστούς χρησιμοποιώντας εικόνες από την οικογένεια της ελληνορωμαϊκής εποχής. Παρομοιάζει τους πιστούς της τοπικής εκκλησίας ως τέκνα του (π.χ. Γ΄ Ιω 4) και έτσι τον εαυτό του ως πατέρα τους. Έτσι προβάλλεται ζωηρότερα όλη η αυθεντία και το κύρος του, που είναι προσωποπαγή και αληθινά και απορρέουν από την ισχυρή προσωπικότητα του ίδιου του πρεσβυτέρου.

6) Τέλος, πρέπει να σημειώσουμε ότι τόσο ο πρεσβύτερος  των ιωάννειων επιστολών όσο και πρεσβύτερος Ιωάννης που αναφέρει ο Πάπιας είναι φορείς μιας συγκεκριμένης παράδοσης. Αυτή η διαπίστωση μας βοηθά να θεωρήσουμε ότι οι δύο αυτοί πρεσβύτεροι είναι το ίδιο πρόσωπο.

Συμπερασματικά, ο πρεσβύτερος πρέπει να είναι ο ιδρυτής της ιωάννειας σχολής και ως τέτοιος ο αυθεντικός φορέας και εκφραστής της ιωάννειας παράδοσης. Επίσης αυτός πρέπει να χαίρει μεγάλης  εκτίμησης εκ μέρους των χριστιανών της περιοχής. Έτσι εξηγείται και το ότι οι δύο επιστολές συμπεριλήφθηκαν στον Κανόνα.

2.2 Ο Διοτρέφης, είναι ο έτερος ηγέτης στις ιωάννειες κοινότητες  Αυτός,  σύμφωνα με το Γ΄ Ιω 9-10, όχι μόνον δεν φιλοξενεί τους περιοδεύοντες ιεραποστόλους και εμποδίζει και τους άλλους χριστιανούς της κοινότητάς του να τους φιλοξενήσουν, αλλά  και τους εκδιώκει από την τοπική εκκλησία. Ασκεί δηλαδή εξουσία και αμφισβητεί την «πρωτοκαθεδρία» του πρεσβυτέρου.

Ο πρεσβύτερος αντιδρά στην πρόκληση του Διοτρέφη και με την Γ΄ Ιω κινητοποιεί τον έμπιστό του Γάιο. Του στέλνει την επιστολή με τον συνεργάτη του τον Δημήτριο και προτρέπει τον Γάιο να αποδεχτούν τους ιεραποστόλους που εκδιώχτηκαν από τον Διοτρέφη. Ταυτόχρονα ο Διοτρέφης χαρακτηρίζεται ειρωνικά από τον πρεσβύτερο ως «φιλοπρωτεύων» (Γ΄ Ιω 9). Ο χαρακτηρισμός αυτός προδίδει τις εξουσιαστικές τάσεις του Διοτρέφη, τις οποίες  αυτός κατέστησε σαφείς στους πιστούς με την αποπομπή των περιοδευόντων κηρύκων του ευαγγελίου.

Ταυτόχρονα όμως στις ιωάννειες Επιστολές έχουμε ενδείξεις ότι ο Διοτρέφης δεν ενδιαφερόταν να διαδραματίσει ηγετικό ρόλο μόνον σε διοικητικού χαρακτήρα υποθέσεις. Αντίθετα ήθελε να ηγείται και της ιδεολογικής καθοδήγησης τουλάχιστον της δικής του κοινότητας. Αυτό συνάγεται έμμεσα.

Πρώτον από το ότι το όνομα του Διοτρέφη σημαίνει κάποιον που είναι θρεμμένος από τον Δία. Αυτός  επομένως πρέπει να ήταν χριστιανός, πρώην ειδωλολάτρης, με ελληνορωμαϊκό πολιτισμικό υπόβαθρο.

Δεύτερον από το ότι ο πρεσβύτερος, όταν αναφέρεται  στον Διοτρέφη περιορίζεται στο να επισημάνει τις διοικητικού χαρακτήρα διάφορες του με αυτόν και να υποδείξει συγκεκριμένες διοικητικού χαρακτήρα ενέργειες, όπως είναι η προτροπή να μην εκδιώκουν  τους ιουδαιοχριστιανούς ιεραποστόλους (πρβλ. Γ΄ Ιω 7β · βλ. και Γ΄ Ιω 2-6).  Παρόλα αυτά όμως ο πρεσβύτερος καταφέρεται έμμεσα και πολύ συνοπτικά στις Β΄ Ιω και Γ΄ Ιω κατά χριστολογικών θέσεων δοκητικού χαρακτήρα. Ίσως λοιπόν συμπεριλαμβάνει στους εκπροσώπους των θέσεων αυτών και τον πρώην ειδωλολάτρη και αναθρεμμένο με τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό Διοτρέφη. Την σκέψη αυτή επιτείνουν όσα αναφέρονται στο Β΄ Ιω 7α, όπου ο πρεσβύτερος τονίζει χαρακτηριστικά: Οτι πολλοὶ πλάνοι ἐξῆλθον εἰς τὸν κόσμον, οἱ μὴ ὁμολογοῦντες Ἰησοῦν Χριστὸν ἐρχόμενον ἐν σαρκί.

Η παραπάνω φράση προδίδει την ύπαρξη «δοκητών» χριστιανών στην κοινότητα της Β΄ Ιω, οι θέσεις των οποίων έρχονται σε αντίθεση με την αληθινή διδασκαλία (πρβλ. Β΄ Ιω 4· Γ΄ Ιω 3,11.12).

Επίσης η αναφορά του πρεσβυτέρου στην Γ ΄Ιω, ότι πρέπει οι πιστοί να καλοδέχονται τους περιοδεύοντες κήρυκες του ευαγγελίου, οι οποίοι, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο Γ΄ Ιω 7β «μηδὲν λαμβάνοντες ἀπὸ τῶν ἐθνικῶν», δηλαδή δεν βοηθιούνται από τους εξ εθνών χριστιανούς, φανερώνει ότι οι υποστηριζόμενοι από τον πρεσβύτερο περιοδεύοντες κήρυκες ανήκαν στους εξ Ιουδαίων χριστιανούς. Από τα παραπάνω συνάγεται επιπλέον ότι και ο πρεσβύτερος πρέπει να ανήκε στους εξ Ιουδαίων χριστιανούς ή τουλάχιστον να πρόκρινε τις θέσεις τους. Έτσι εξηγείται η επιμονή του πρεσβυτέρου να τονίζει στην Β΄ Ιω την «ἐν σαρκί» (Β΄ Ιω 7α) ενανθρώπιση του Ναζωραίου.

Συμπερασματικά ο Διοτρέφης πρέπει να ήταν χριστιανός, πρώην εθνικός, και να κατείχε ηγετική θέση στην τοπική εκκλησία στην οποία ανήκε. Επίσης αυτός αμφισβητεί την εξουσία του πρεσβυτέρου και η όλη στάση του αφήνει να διαφανεί η τάση του να εξουσιάσει και άλλες κοινότητες πέραν της δικής του. Ταυτόχρονα φαίνεται να διαφοροποιείται ιδεολογικά από τον πρεσβύτερο και να θέλει να επιβάλλει τις θέσεις του στην κοινότητα.

Σμύρνη_110

ΙΙΙ. Τα προβλήματα των κοινοτήτων των Β΄ και Γ΄ Ιω

Η παραπάνω οριοθέτηση του προβλήματος αναδεικνύει και την δυσκολία που υπάρχει ως προς τον εντοπισμό του χαρακτήρα της σύγκρουσης μεταξύ του πρεσβυτέρου και του Διοτρέφη.  Αυτή μπορεί να είναι είτε διοικητική είτε δογματική είτε και τα δύο.

Στην έρευνα διατυπώθηκαν οι εξής θέσεις για τον χαρακτήρα της παραπάνω διένεξης:

  1. Η πρώτη θεωρεί ότι η σύγκρουση μεταξύ του πρεσβυτέρου και του Διοτρέφη είναι διοικητικού χαρακτήρα, σχετίζεται δηλαδή με την ηγεσία και την διοίκηση των τοπικών κοινοτήτων. Ακριβέστερα θεωρείται ότι ο πρεσβύτερος είναι ο επικεφαλής της ιεραποστολής που πραγματοποιείται στην Μ. Ασία και γι’ αυτό επιλέγει και καθοδηγεί τους περιοδεύοντες κήρυκες του Ευαγγελίου. Εναντίον των ηγεμονικών τάσεων του πρεσβυτέρου είναι ο Διοτρέφης, ο οποίος αρνείται να υπαχθεί υπό τον πρεσβύτερο και δεν δέχεται τους περιοδεύοντες κήρυκες. Πρόκειται για μια σύγκρουση μεταξύ κοινοτήτων που επιχειρούν να αυτονομηθούν ή είναι ήδη αυτόνομες, έχουν δικό τους ηγέτη, όπως είναι ο Διοτρέφης, και δεν επιθυμούν εξωτερικές παρεμβάσεις ή καθοδήγηση από άλλες δυναμικές και ηγετικές προσωπικότητες, όπως είναι ο πρεσβύτερος.
  2. Μια δεύτερη θέση υποστηρίζει ότι η σύγκρουση αυτή είναι δογματικού χαρακτήρα. Θεωρείται ότι ο πρεσβύτερος εκφράζει την ορθοδοξία και ο Διοτρέφης την αίρεση. Ο τελευταίος κατορθώνει να εξοβελίσει από την κοινότητά του τους ανθρώπους του πρεσβυτέρου, και να επιβάλλει τις δικές του «αιρετικές» απόψεις. Ο πρεσβύτερος αμύνεται των ορθόδοξων θέσεων και επιχειρεί με την Γ΄ Ιω να επαναφέρει την τοπική εκκλησία του Διοτρέφη στην ορθοδοξία.
  3. Μια τρίτη θέση υποστηρίζει ότι ο Διοτρέφης είναι ο πραγματικός επίσκοπος που φροντίζει για την κοινότητά του. Αντίθετα ο πρεσβύτερος και οι περιοδεύοντες κήρυκες που αυτός αποστέλλει για ιεραποστολή διαδίδουν μια γνωστικού χαρακτήρα διδασκαλία και γι’ αυτό έρχονται σε αντίθεση με τον Διοτρέφη, ο οποίος τους εκδιώκει από την κοινότητά του.
  4. Μια τέταρτη θέση αντιμετωπίζει, με σκεπτικισμό τις παραπάνω απόλυτες θέσεις και πρεσβεύει μία μέση λύση. Υποστηρίζει ότι η διένεξη αυτή είναι και διοικητική και δογματική.
  5. Εμείς θεωρούμε ότι δεν είναι εύκολο σήμερα να αποφανθούμε με βεβαιότητα για τα χαρακτηριστικά της σύγκρουσης μεταξύ του πρεσβυτέρου και του Διοτρέφη, που περιγράφεται ιδιαίτερα στην Γ΄ Ιω. Η δυσκολία σχετίζεται με τους εξής παράγοντες:

α) Πρώτα από όλα οι Επιστολές  είναι πολύ σύντομες και δεν μας παρέχουν αρκετά στοιχεία για να συμπεράνουμε ότι η διένεξη του πρεσβυτέρου με τον Διοτρέφη είναι διοικητική ή δογματική.

β) Για να έχουμε μια καλύτερη εικόνα του προβλήματος, είναι βέβαια δυνατόν να λάβουμε υπόψη κατά την ανάλυσή μας και τα άλλα ιωάννεια έργα, δηλαδή την Α΄ Ιω και το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο. Όμως δεν είναι απαραίτητο οι ιωάννειες Επιστολές και το Ευαγγέλιο, όταν συντάχτηκαν, να έλαβαν υπόψη τους την θεματολογία των υπολοίπων έργων. Γνωρίζουμε ότι τα καινοδιαθηκικά κείμενα γράφτηκαν για συγκεκριμένους σκοπούς το καθένα, επομένως δεν είναι απαραίτητο όλα τα ιωάννεια έργα να  αναπτύσσουν την ίδια θεματογραφία.

γ) Επιπλέον, δεν είναι βέβαιη η σειρά έκδοσης των Επιστολών Β΄/Γ΄ Ιω  σε σχέση με το υπόλοιπο ιωάννειο έργο. Όπως είναι γνωστό υπάρχουν δύο θεωρίες γι’ αυτό.

Η μια δέχεται την ακόλουθη σειρά δημοσίευσης των ιωάννειων έργων:  «κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο > Β΄ Ιω > Γ΄ Ιω > Α΄ Ιω».

Η άλλη δέχεται την ακόλουθη σειρά δημοσίευσης των ιωάννειων έργων: «Β΄ Ιω, Γ΄ Ιω, Α΄ Ιω, κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο».

Αν προτιμηθεί το πρώτο μοντέλο σειράς δημοσίευσης των ιωάννειων έργων, τότε αναδεικνύεται μέσα από αυτό το εκκλησιαστικό-διοικητικό στοιχείο. Δηλαδή, από το πλούσιο σε θεολογικές ιδέες Ευαγγέλιο καταλήγουμε σε επιστολές που περιγράφουν μιαν οργανωμένη εκκλησία. Αν προτιμηθεί το δεύτερο μοντέλο σειράς δημοσίευσης των ιωάννειων έργων, τότε αναδεικνύεται μέσα από αυτό το θεολογικό στοιχείο και μια  εξέλιξη στο δόγμα της κοινότητας.

δ) Τέταρτο, η κάθε μια από τις δύο αυτές Επιστολές (Β΄ /Γ΄ Ιω) τονίζει το ένα από τα δυο στοιχεία.

Από την μια μεριά η Β΄ Ιω τονίζει το δογματικό/θεολογικό στοιχείο. Αυτό φαίνεται, ιδίως όταν η επιστολή  αναφέρεται στην εμφάνιση ψευδοδιδασκάλων («πολλοὶ πλάνοι ἐξῆλθον εἰς τὸν κόσμον») και περιγράφει ότι αυτοί διαδίδουν μια δοκητικού χαρακτήρα διδασκαλία «…μὴ ὁμολογοῦντες Ἰησοῦν Χριστὸν ἐρχόμενον ἐν σαρκί» που σηματοδοτεί την εμφάνιση του αντιχρίστου.

Από την άλλη μεριά η Γ΄ Ιω τονίζει την διοικητικού χαρακτήρα διένεξη του πρεσβυτέρου με τον Διοτρέφη.

Βέβαια γίνεται λόγος στην Γ΄ Ιω για τους περιοδεύοντες κήρυκες που εκδίωξε ο Διοτρέφης. Αυτοί, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, αποφεύγουν τους εξ’ εθνών χριστιανούς της κοινότητας του Διοτρέφη «μηδὲν λαμβάνοντες ἀπὸ τῶν ἐθνικῶν» (Γ΄ Ιω 7β).  Η φράση αυτή σε συνδυασμό με το όνομα του Διοτρέφη, όπως σημειώσαμε παραπάνω, μας βοηθά να υποθέσουμε ότι αυτοί εκπροσωπούν μια διαφορετική θεολογία από εκείνη των μελών της κοινότητας του Διοτρέφη. Όμως δεν συντείνει στο να διατυπώσουμε με βεβαιότητα ότι η διένεξη του πρεσβυτέρου με τον Διοτρέφη σχετίζεται με θεολογικού περιεχομένου θέματα.

ε) Τέλος, προβάλλοντας το διοικητικό ή το δογματικό/θεολογικό μοντέλο για να εξηγήσουμε την διένεξη του πρεσβυτέρου με τον Διοτρέφη, παραβλέπουμε το γεγονός ότι τέτοιου χαρακτήρα μοντέλα καθρεφτίζουν άλλες συνθήκες, που εμφανίστηκαν μεταγενέστερα και δεν ταιριάζουν στο «κλίμα» του πρώτου χριστιανισμού.

Στηριζόμενοι στα παραπάνω μπορούμε να ισχυριστούμε ότι στις ιωάννειες κοινότητες που περιγράφονται στις Β΄ / Γ΄ Ιω έχουμε την εμφάνιση σε πυρηνική μορφή των πρώτων προβλημάτων. Οι κοινότητες αυτές βρίσκονται σε φάση συγκρότησης. Κατά  την περίοδο αυτή του σχηματισμού των δομών τους παρουσιάζονται οι πρώτες διχογνωμίες, οι οποίες αφορούν είτε την οργάνωση είτε την ιδεολογία των κοινοτήτων αυτών. Στο πλαίσιο αυτό μπορούμε να καταλήξουμε στο ότι η διένεξη του πρεσβυτέρου με τον Διοτρέφη καθρεφτίζει πρωτίστως τη δυναμική σύγκρουση δύο σημαντικών προσωπικοτήτων του πρώτου χριστιανισμού για τον έλεγχο των ιωάννειων κοινοτήτων. Ταυτόχρονα δεν αποκλείεται η σύγκρουση αυτή να εμπεριέχει και τα πρώτα ψήγματα ιδεολογικής διαφοροποίησης.

Σμύρνη_139

Αντί επιλόγου

Παραπάνω διαπιστώσαμε μέσα από την μελέτη των ιωάννειων Επιστολών τη σφριγηλή παρουσία των ιωάννειων κοινοτήτων στην Μ. Ασία.

Οι κοινότητες αυτές παρουσιάζουν μια αξιοσημείωτη οργάνωση, στο πλαίσιο της οποίας τα μέλη τους  επικοινωνούν δημιουργικά μεταξύ τους.

Ταυτόχρονα αυτές, χωρίς να είναι αποκομμένες από τις υπόλοιπες χριστιανικές κοινότητες της περιοχής, διατηρούν την αυτονομία τους και την οργανωτική και θεολογική ιδιαιτερότητά τους.

Διαπιστώσαμε επίσης ότι στις κοινότητες αυτές πρωταγωνιστούν δύο ισχυρές προσωπικότητες.

Ο ένας είναι ο αποκαλούμενος πρεσβύτερος, ο οποίος πρέπει να είναι ο ιδρυτής της ιωάννειας σχολής και ως τέτοιος ο αυθεντικός φορέας και εκφραστής της ιωάννειας παράδοσης. Ο πρεσβύτερος χαίρει μεγάλης  εκτίμησης εκ μέρους των χριστιανών της περιοχής.

Ό άλλος είναι ο Διοτρέφης, ο οποίος πρέπει να ήταν χριστιανός, πρώην εθνικός, και να κατείχε ηγετική θέση στην τοπική εκκλησία στην οποία ανήκε. Αυτός αμφισβητεί την εξουσία του πρεσβυτέρου και διαφοροποιείται ιδεολογικά  από αυτόν.

Τέλος διαπιστώνουμε ότι στις ιωάννειες κοινότητες έχουμε την εμφάνιση σε πυρηνική μορφή των πρώτων προβλημάτων μέσα στην Εκκλησία. Η διένεξη του πρεσβυτέρου με τον Διοτρέφη καθρεφτίζει πρωτίστως τη δυναμική σύγκρουση δύο σημαντικών προσωπικοτήτων του πρώτου χριστιανισμού για τον έλεγχο και την πνευματική καθοδήγηση των ιωάννειων κοινοτήτων. Ταυτόχρονα η σύγκρουση αυτή εμπεριέχει και τα πρώτα ψήγματα ιδεολογικής διαφοροποίησης μέσα στις χριστιανικές κοινότητες.

Ολοκληρώνοντας θέλω να υπογραμμίσω ότι η παραπάνω περιγραφή που πραγματοποιήσαμε δεν αποτελεί απλώς μιαν επιστημονική εισήγηση. Θεωρούμε ότι μπορεί να λειτουργήσει ως οδοδείκτης για την πορεία της Εκκλησίας σήμερα.

Στους σημερινούς χαλεπούς καιρούς είναι απαραίτητη  η διατήρηση της ανεξαρτησίας των επί μέρους Εκκλησιών και ταυτόχρονα η επίτευξη της ενότητάς τους μέσα από το συνοδικό σύστημα.

Ακόμη περισσότερο, απαιτείται η παρουσία εκκλησιαστικής ηγεσίας, η οποία χρειάζεται να διαθέτει εκκλησιαστικό φρόνημα, σύμφωνο με την παράδοση της Εκκλησίας, δημοκρατική ευαισθησία, ποιμαντική σωφροσύνη, σύγχρονες αντιλήψεις και τέλος βούληση.

Θεωρώ ότι όλα τα παραπάνω πραγματώνονται σήμερα με την πεφωτισμένη καθοδήγηση του Οικουμενικού μας Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου.

Στιγμιότυπο από τη συναυλία της Χαρούλας Αλεξίου στο Μέγαρο Τέχνης Σμύρνης

Στιγμιότυπο από τη συναυλία της Χαρούλας Αλεξίου στο Μέγαρο Τέχνης Σμύρνης

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.