Από τον πρόλογο του βιβλίου
Ο Ludwig Wittgenstein, υπογράφοντας το 1930 το προοίμιο στα χειρόγραφα των Φιλοσοφικών παρατηρήσεων [Philosophische Bemerkungen] -που δεν εκδόθηκαν παρά μονάχα μετά το θάνατό του, το 1964- παρατηρούσε: «Θα ήθελα να πω ότι “τούτο το βιβλίο γράφτηκε προς δόξαν Θεού”, αν σήμερα αυτές οι λέξεις δεν ακούγονταν ανόητες και αν, κατά συνέπεια, δεν παρερμηνεύονταν. Εκείνο που θέλουν να εκφράσουν είναι ότι τούτο το βιβλίο γράφτηκε με καλή θέληση, και στο βαθμό που δεν γράφτηκε με καλή θέληση, δηλαδή από ματαιοδοξία ή κάτι άλλο, ο συγγραφέας του θα επιθυμούσε να το δει να καταδικάζεται. Ο συγγραφέας δεν μπορεί να το αποκαθάρει από εκείνη τη σκουριά από την οποία ούτε ο ίδιος δεν είναι απαλλαγμένος». Ο ευαγγελιστής θεολόγος Gerhard Ebeling -ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της ερμηνευτικής θεολογίας-, παραπέμποντας στο κείμενο του Wittgenstein, υπογραμμίζει τη βαθιά οδύνη του φιλοσόφου της διαύγειας και της γλωσσικής ακρίβειας όταν διαπίστωνε πως σήμερα δεν είναι πλέον επιτρεπτό σε κάποιον να δηλώνει ότι μιλάει ή γράφει «προς δόξαν Θεού». Τώρα, σύμφωνα με τον Ebeling, εναπόκειται στην ερμηνευτική θεολογία να αναλάβει την αποστολή να καταστήσει εφικτό έναν θεολογικό λόγο σαφή, αυστηρό και υπεύθυνο, για τον οποίο να μπορεί να ειπωθεί με ειλικρίνεια ότι εκφέρεται «προς δόξαν Θεού». Ωστόσο, η παρατήρηση του Ebeling μπορεί να επεκταθεί σε κάθε θεολογικό εγχείρημα, το οποίο, στα όρια της κοσμικής (μη εκκλησιαστικής) κουλτούρας του 20ού αιώνα, τολμά ακόμη να αρθρώνει ένα λόγο «προς δόξαν Θεού». Ένα λόγο του οποίου τη νομιμότητα και την αναγκαιότητα ανακαλύπτει ξανά η κουλτούρα της πολυσύνθετης κοινωνίας του τέλους του αιώνα. Ήδη από τις αρχές του αιώνα, ο Ernst Troeltsch -τον οποίο ο ιστορικός von Harnack χαρακτήρισε ως τον μεγαλύτερο φιλόσοφο της ιστορίας μετά τον Hegel- επεσήμαινε: «Χωρίς τις επιθέσεις και το σαρκασμό των τέκνων του αιώνα δεν υφίστανται -στη θρησκευτική επικράτεια- πεποιθήσεις παρά μόνο κοινοτοπίες. Αυτοί οι σαρκαστές απέχουν πολύ από το να μονοπωλούν την επιστημονική σκέψη- αντιθέτως, είναι αλήθεια ότι γι’ αυτούς παραμένει αποκλεισμένο ένα μέρος της πραγματικότητας, καθώς και ότι αυτό το απρόσιτο μέρος τους φαίνεται προικισμένο με μια πληρότητα, μια διαφάνεια και μια αυτάρκεια μεγαλύτερες από ό,τι στην πραγματικότητα διαθέτει».
Ο θεολογικός λόγος του 20ού αιώνα, ως λόγος «προς δόξαν Θεού», αναπτύχθηκε εξελισσόμενος σε ένα λόγο που υπερασπιζόταν και προήγε το Humanum, συνυφασμένος με τα πιο ζωντανά ρεύματα της χριστιανικής παράδοσης. Ένα από τα κείμενα της χριστιανικής παράδοσης στα οποία παραπέμπει συχνότερα η θεολογία του 20ού αιώνα είναι η ακόλουθη φράση του Ειρηναίου τον 2ο αιώνα: «Gloria Dei vivens homo» («Δόξα Θεού ο ζων άνθρωπος»). Σε μια σημαντική φιλοσοφική διαμάχη για Το μέλλον του Διαφωτισμού (1987), σαράντα χρόνια μετά τη δημοσίευση της Διαλεκτικής τον Διαφωτισμού [Dialektik der Aufklärung] (1947) των Adorno και Horkheimer, o Johann Baptist Metz -από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της πολιτικής θεολογίας- επεσήμαινε στους φιλοσόφους που είχαν δώσει το παρών -ανάμεσα στους οποίους και ο Habermas- ότι ο πολιτισμός του Διαφωτισμού, ως πολιτισμός της ελευθερίας, της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αν θέλει να έχει μέλλον, πρέπει να γίνει δεκτικός στη συμβολή που μπορεί να προσφέρει η μνήμη του Θεού (Gottesgedächtnis) της χριστιανικής βιβλικής παράδοσης, «η οποία ακόμη σήμερα επιτρέπει να γίνεται λόγος για ανθρωπιά και αλληλεγγύη, για καταπίεση και απελευθέρωση καθώς και για διαμαρτυρία ενάντια σε μια αδικία που ακούγεται μέχρι τον ουρανό».
Σε αυτήν τη μελέτη επιχειρείται μια σφαιρική παρουσίαση της ιστορίας της χριστιανικής σκέψης του 20ού αιώνα, μέσα από την ανάδειξη των πιο σημαντικών στιγμών της, των πιο ουσιαστικών θεμάτων της, των πιο βασικών κειμένων που σημάδεψαν την πορεία της. Οι «θεολογίες», που διαδέχονται η μια την άλλη από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, πρέπει να θεωρηθούν -σύμφωνα με την προοπτικιστική (και όχι τη σχολαστική ή τη διαλεκτική) αντίληψη που υιοθετείται εδώ- ως προοπτικές πάνω στο α-σύγκριτο και συν-εμπλεκόμενο (Barth) αντικείμενο του Μυστηρίου και της Αποκαλύψεως (του κατεξοχήν θέματος της θεολογίας), μέσα στο βιωματικό, πολιτιστικό και κοινωνικό περιβάλλον, στο οποίο σιγά σιγά εκτυλίσσεται ο θεολογικός στοχασμός του αιώνα μας.