Απόλυτα επιτυχής η εκδήλωση του Άρτου Ζωής στην 9η ΔΕΒΘ με αφορμή τις νέες εκδόσεις του

Για τρίτη συνεχή χρονιά το ίδρυμα «Άρτος Ζωής» οργάνωσε με αφορμή τις νέες του εκδόσεις συζήτηση στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου της Θεσσαλονίκης. Το θέμα της συζήτησης στη φετινή εκδήλωση ήταν «Κριτική συζήτηση, ερμηνεία, κήρυγμα: Τρεις μορφές προσέγγισης του βιβλικού λόγου» με ομιλητές τους: Γιάννη Σταυρακάκη, αναπλ. καθηγητή στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ, Χαράλαμπο Ατματζίδη, επίκ. καθηγητή στο Τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ και Μιλτιάδη Κωνσταντίνου, καθηγητή στο Τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ. Το συντονισμό της συζήτησης ανέλαβε ο διευθυντής του περιοδικού Νέα Εστία και πρόεδρος του Δ.Σ. του Ιδρύματος «Άρτος Ζωής» Σταύρος Ζουμπουλάκης.

Στην παρουσίαση του βιβλίου παρευρέθηκαν πολλά μέλη του διδακτικού προσωπικού και των δύο Τμημάτων της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, αρκετοί προπτυχιακοί και μεταπτυχιακοί φοιτητές, θεολόγοι και πολλοί επισκέπτες της έκθεσης. Για το βιβλίο «Η μεσσιανική ιδέα και οι μεταμορφώσεις της. Από την Παλαιά Διαθήκη ως τους πολιτικούς μεσσιανισμούς του 20ου αιώνα» μίλησε ο κ. Γιάννης Σταυρακάκης, για το βιβλίο «Υπόμνημα στην επιστολή του αγίου Ιακώβου» μίλησε ο κ. Χαράλαμπος Ατματζίδης και τέλος, για το βιβλίο «Ας συζητήσουμε επιτέλους για το κήρυγμα» μίλησε ο κ. Μιλτιάδης Κωνσταντίνου. Η εκδήλωση έκλεισε με σύντομη συζήτηση γύρω από τα όσα παρουσιάστηκαν.

Μ. Γκουτζιούδης

Σκέψεις με αφορμή το έργο  του Σάββα  Αγουρίδη για την επιστολή του Ιακώβου

Κείμενο: Χαράλαμπος Ατματζίδης, επίκ. καθηγητής του Τμήματος Θεολογίας ΑΠΘ

Ο αείμνηστος καθηγητής της Καινής Διαθήκης Σάββας Αγουρίδης, όταν ήταν ακόμη νέος και φέρελπις επιστήμονας, το 1956, σύνταξε ένα μικρό υπόμνημα στην επιστολή του Ιακώβου. Ο εκδοτικός οίκος «Άρτος Ζωής» προέβη πρόσφατα στην επανέκδοση του υπομνήματος αυτού, αφού το προσάρμοσε στη δημοτική γλώσσα (Υπόμνημα στην επιστολή του αγίου Ιακώβου, εκδόσεις «Άρτος Ζωής», Αθήνα 2012).

Κρατώντας κανείς στα χέρια του το μικρό αυτό πόνημα του Σ. Αγουρίδη εύλογα αναρωτιέται, γιατί επελέγη το συγκεκριμένο έργο του για επανέκδοση. Το υπόμνημα δεν είναι τόσο αναλυτικό. Αποτελείται από μια σύντομη εισαγωγή, από τα εντελώς απαραίτητα σχόλια και μια φτωχή σχετικά βιβλιογραφία. Αλλά και η επιστολή του Ιακώβου, αυτή καθαυτή, δεν συμπεριλαμβάνεται σε εκείνα τα κείμενα που τράβηξαν την προσοχή των αναγνωστών της Καινής Διαθήκης τόσο πολύ, ώστε να θεωρείται απαραίτητο να ασχοληθεί κάποιος ιδιαίτερα με αυτή.

Αντίθετα η μικρή, με μόλις  108 στίχους, επιστολή του Ιακώβου, αποτελεί ένα από τα πιο αμφισβητημένα κείμενα της Κ.Δ. Τρία χαρακτηριστικά της συνέβαλαν σε αυτό. Το ένα είναι η συγγένειά της ως προς το περιεχόμενο με ιουδαϊκά αλεξανδρινά κείμενα. Το άλλο είναι η σπάνια αναφορά της στο πρόσωπο του Χριστού. Τέλος το τρίτο χαρακτηριστικό, που την οδήγησε στην απαξίωση, ιδιαίτερα από τον Λουθηρανισμό, και της προσέδωσε το στίγμα της «αχυρένιας επιστολής», είναι η διαφορετική της τοποθέτηση στο θέμα της δικαίωσης ή σωτηρίας του ανθρώπου από εκείνη του απ. Παύλου.

Ποιο είναι λοιπόν το μυστικό που κρύβει η επιστολή του αδελφόθεου Ιακώβου που τράβηξε την προσοχή του Σάββα Αγουρίδη και τον ώθησε να ασχοληθεί με αυτή;

Στο σημείο αυτό αξίζει να θυμηθούμε τα λόγια της αλεπούς, που συνομιλώντας με τον μικρό πρίγκιπα στο γνωστό βιβλίο του Αντουάν ντε Σαιντ- Εξυπερύ επισημαίνει:

Να το μυστικό μου. Είναι πολύ απλό: δεν βλέπει κανείς πολύ καλά παρά μονάχα με την καρδιά. Ότι είναι σημαντικό, δεν το βλέπουν τα μάτια“.

 

Αγαπητοί  φίλοι

Το ευαίσθητο και ανήσυχο πνεύμα του αείμνηστου καθηγητή προσέγγισε την απαξιωμένη επιστολή εκ νέου,  κατά τρόπο διεισδυτικό και με την δυσεξήγητη πεποίθηση του καθηγητή ότι η πρωτοχριστιανική κοινότητα δίκαια αγκάλιασε με θέρμη την επιστολή και την συμπεριέλαβε στον σκληρό συνταγματικό της πυρήνα, στον Κανόνα.

Έτσι ο Σ. Αγουρίδης με το πόνημά του ανέσυρε από την αφάνεια και ανέδειξε το μυστικό της μικρής αυτής επιστολής. Αυτό, ήταν η ευαισθησία της σε κοινωνικά θέματα και η αγωνία της να προλάβει με παραινέσεις την ολίσθηση της χριστιανικής κοινότητας από την βασική εντολή της αγάπης προς τον πλησίον στην αδιαφορία για τον συνάνθρωπο και την κοινωνική αναλγησία.

Για την κατανόηση των παραπάνω θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι η επιστολή του Ιακώβου προσεγγίζονταν μέχρι τότε από τους ερμηνευτές περισσότερο θεολογικά. Όλους τους μαγνήτιζε η διδασκαλία του Ιακώβου, ότι ο άνθρωπος σώζεται, όταν πιστεύει και πραγματοποιεί έργα αντίστοιχα  της πίστης του. Η θέση του αυτή φάνταζε αναντίστοιχη με την τοποθέτηση του απ. Παύλου ότι ο άνθρωπος δικαιώνεται εκ πίστεως και όχι «εξ έργων νόμου». Ακόμη αυτή έδειχνε να διεμβολίζει την ναυαρχίδα της προτεσταντικής θεολογίας περί της «sola fide» σωτηρίας του ανθρώπου, που χρόνια τώρα αρμένιζε αγέρωχη και ανίκητη με τον άνεμο της παύλειας θεολογίας να φουσκώνει τα πανιά της. Αυτός ήταν και ο λόγος που μεγάλες μορφές της ερμηνευτικής θεολογίας, προτεστάντες και ρωμαιοκαθολικοί, έσπευδαν στην μελέτη της επιστολής του Ιακώβου και αναζήτησαν σε αυτή την δικαίωση του δόγματός τους. Όμως έτσι διάβαζαν την επιστολή προκατειλημμένα και δογματικά.

Ο Σ. Αγουρίδης, εξαιτίας της ευαισθησίας του για τα κοινωνικά θέματα, διέγνωσε σχεδόν κατά τρόπο διαισθητικό το κέντρο της επιστολής που είναι η κοινωνική της διδασκαλία. Εντρύφησε σε αυτή και εγκαινίασε μια νέα τάση, πρωτόγνωρη για την Ελλάδα της δεκαετίας του 50. Ας μην λησμονούμε ότι την εποχή εκείνη η ελληνική κοινωνία  προσπαθούσε να θεραπεύσει τα τραύματα της από τον εμφύλιο σπαραγμό. Τότε, ακόμη και η λέξη «κοινωνικός» θεωρούνταν προκλητική, πόσο μάλλον η ανάδειξη μιας διδασκαλίας βαθιά κοινωνικής μέσα από ένα κείμενο, αυτό της Κ.Δ., που το θεωρούσαν στυλοβάτη του status της άρχουσας αστικής τάξης.

Ο Σ. Αγουρίδης παρόλες τις αντίξοες συνθήκες με την οξεία ερευνητική του ματιά εγκαινίασε έναν νέο τρόπο προσέγγισης της Κ.Δ., τον κοινωνικό, που στο εξής θα επηρέαζε τους ερευνητές, επιστήμονες και απλώς ενδιαφερόμενους για τα καινοδιαθηκικά θέματα στην Ελλάδα. Δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστούμε ότι η σημερινή προσέγγιση στον ελλαδικό ορθόδοξο χώρο των καινοδιαθηκικών κειμένων με την βοήθεια των κοινωνικών επιστημών, όπως της κοινωνιολογίας και της πολιτισμικής ανθρωπολογίας οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον Σ. Αγουρίδη και στο μικρό πόνημά του για την επιστολή του Ιακώβου.

Βέβαια, ματαιοπονεί όποιος προσπαθήσει να βρει στο έργο αυτό του φωτισμένου ερμηνευτή αναλύσεις κοινωνιολογικού περιεχομένου, σαν αυτές που συναντούμε σε σύγχρονα ερμηνευτικά υπομνήματα της Κ.Δ.

Επιβραβεύεται όμως, όποιος επιχειρήσει να ανακαλύψει στο έργο του Σ. Αγουρίδη την πρωτόλεια, θα λέγαμε πρωτόγονη φρασεολογία, που καθρεφτίζει κοινωνικές απόψεις της εποχής του. Με τη γλώσσα αυτή ο καθηγητής αποπειράται να περιγράψει την κατάσταση που επικρατούσε στην χριστιανική κοινότητα προς την οποία στέλνει ο Ιάκωβος την επιστολή του. Παράλληλα, τονίζει ότι ο Ιάκωβος συνδέει τις απόψεις του για κοινωνική δικαιοσύνη με άλλες βασικές χριστιανικές θέσεις, σχετικές με την αναμονή των εσχάτων, την παρουσία του Κυρίου και την παρούσα εσχατολογία.

Για να παρακολουθήσουμε τη σκέψη του καθηγητή παραθέτω ένα παράδειγμα από το βιβλίο του. Ο Σ. Αγουρίδης σχολιάζοντας, όσα αρνητικά αναφέρει η επιστολή για τους πλουσίους (Ιακ 5,1-6) αναφέρει:

Οι πλούσιοι που μυκτηρίζονται και οικτίρονται από τον στ. 5,1 κ.ε. είναι οι ασεβείς εκείνοι γαιοκτήμονες των οποίων ο πλούτος, κατά τους στ. 4-6, προέρχεται από την κατακράτηση του δίκαιου μισθού των εργαζομένων στα χωράφια τους πτωχών. Τον ειρωνικό χαρακτήρα και των δύο αυτών χωρίων αντιλαμβάνεται κανείς μόνον εφόσον το κατανοήσει με υπόβαθρο την πίστη στην εγγίζουσα παρουσία του Κυρίου (πρβλ. 1,9 κ.ε.: Καυχάσθω […] ὁ δὲ πλούσιος ἐν τῇ ταπεινώσει αὐτοῦ, ὅτι ὡς ἄνθος χόρτου παρελεύσεται […]). Διά του θανάτου και της αναστάσεως του Κυρίου, καθώς και διά της ιδρύσεως της Εκκλησίας, ο κόσμος εισήλθε στην εποχή των εσχάτων, δηλαδή στην περίοδο του τέλους του αιώνος τούτου και της αρχής του νέου αιώνος. Μετά την ανάσταση του Χριστού δεν πρέπει να προσδοκάται τίποτε άξιο λόγου από τους χριστιανούς πλην της δευτέρας παρουσίας του Χριστού. Είναι φανερό σύμφωνα με αυτά ότι η πίστη στην εγγίζουσα παρουσία του Χριστού ήταν ακριβώς εκείνη που δεν επέτρεπε την ανάπτυξη οποιασδήποτε κοινωνικής μεταρρυθμιστικής ιδεολογίας στην πρώτη Εκκλησία. Οι οικτιρμοί των εμπόρων και των πλουσίων από τον άγιο Ιάκωβο δεν αποτελούν μέρος κοινωνικού προγράμματος, αλλά περιγραφή του εγγίζοντος τέλους του σχήματος του αιώνος τούτου από την σκοπιά της χριστιανικής εσχατολογίας.

Πρέπει όμως να σημειωθεί, εντελώς άσχετα με τους περί ων ο λόγος οικτιρμούς, ότι η πίστη της χριστιανικής Εκκλησίας στην είσοδο του εσχάτου στη ιστορία με την εμφάνιση και βεβαίως με την ανάσταση του Υιού του Θεού είχε ως αποτέλεσμα αφενός μεν την ελπίδα της ταχείας δευτέρας ελεύσεως του Χριστού, αφετέρου δε την κατά θαυμαστό τρόπο ρύθμιση των ανθρωπίνων σχέσεων εντός της κοινότητας, ωσάν το τέλος να είχε ήδη έλθει και πραγματοποιηθεί μεταξύ των μελών της (realized eschatology). Για τους παραπάνω λόγους οι οικτιρόμενοι, εδώ οι πλούσιοι, δεν πρέπει να συσχετιστούν κατ’ ανάγκην με τους συγχρόνους μας πλούσιους, μεταξύ των οποίων υπάρχουν και αληθινοί κατά το φρόνημα χριστιανοί (Σ. Αγουρίδης 114-115).

Οι παραπάνω ερμηνευτικές αναφορές του Σ. Αγουρίδη είναι προφανές ότι αναδεικνύουν τον ρόλο του οικονομικού και κοινωνικού παράγοντα στην διαμόρφωση της ηθικής που κυριαρχεί στην επιστολή.

Ο Σ. Αγουρίδης κατορθώνει στο υπόμνημά του να αναδείξει την κοινωνική ευαισθησία του συγγραφέα της επιστολής και το ενδιαφέρον του για τα καθημερινά προβλήματα που ταλάνιζαν την τότε χριστιανική κοινότητα καθώς και τη συνεχή προσπάθειά του να συμβουλεύει τους πιστούς για τη στάση πού αυτοί έπρεπε να κρατήσουν. Ακόμη ο καθηγητής αναδεικνύει και το κεντρικό φάρμακο που προτείνει ο Ιάκωβος για την θεραπεία της κοινωνικής ασθένειας, που είναι η χωρίς περιορισμούς εφαρμογή της εντολής της αγάπης και της δικαιοσύνης που αποκλείουν, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, την οργή (Ιακ 1,20), που την γεννοβολά η «ῥυπαρία καὶ (η) περισσεία κακίας» (Ιακ 1,21).

Ο Σ. Αγουρίδης εξετάζει προσεκτικά την περιγραφόμενη από τον Ιάκωβο κατάσταση της κοινότητας. Ερμηνεύει τις κοινωνικές διακρίσεις που περιγράφονται στο κείμενο του Ιακώβου (Ιακ 2,6). Επίσης  αναδεικνύει ότι οι εντάσεις στον εκκλησιαστικό χώρο ήταν καθημερινό φαινόμενο, ότι δεν υπήρχε μέριμνα για τους έχοντες ανάγκη (Ιακ 1,27· 2,15-16), ότι  οι πλούσιοι και οι πτωχοί αντιμετωπίζονταν μεροληπτικά (Ιακ 2,1εξ.), ότι μεταξύ των πιστών επικρατούσε ο φθόνος, οι διαγκωνισμοί και οι συγκρούσεις (Ιακ 3,13εξ. · 4,1εξ. 11εξ. · 5,9), ότι κατά την λατρεία τιμούνταν οι πλούσιοι και προκλητικά ταπεινώνονταν οι φτωχοί (Ιακ 2,1εξ. · 16), ότι οι πλούσιοι εγωιστικά εμπιστεύονταν τον εαυτό τους και όχι τον Θεό (Ιακ 4,13-17) και τέλος, ότι οι μεγαλοϊδιοκτήτες γης πλούτιζαν περισσότερο, απομυζώντας τους εργάτες τους (Ιακ 5,1-6).

Η παραπάνω περιγραφόμενη από τον Ιάκωβο ζοφερή πραγματικότητα συνδέεται άμεσα από τον Σ. Αγουρίδη με τις συνθήκες που επικρατούσαν την εποχή εκείνη και δηλώνεται ξεκάθαρα από αυτόν ότι η παραπάνω κατάσταση αντανακλά την τότε πραγματικότητα και δεν είναι «πνευματοποιημένο» και «ευσεβιστικό» δημιούργημα των φτωχών. Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Σ. Αγουρίδης,

Δεν φαίνεται απίθανο, από όσα ο απόστολος γράφει, κάποια μέλη των χριστιανικών κοινοτήτων να αντιμετώπισαν την καταπίεση των διωκτών τους με βίαια μέσα, την ίδια στιγμή που κάποιοι άλλοι κατέφυγαν στην κολακεία για να τους εξευμενίσουν (Αγουρίδης, 97).

Θα πρέπει βέβαια στο σημείο αυτό να αναφέρουμε ότι ο αείμνηστος καθηγητής φαίνεται να κλίνει προς την θέση ότι οι καταπιεστές των χριστιανών, πλούσιοι, δεν είναι χριστιανοί. Αναφέρει βέβαια και την άλλη θέση της επιστήμης που υποστηρίζει ότι οι πλούσιοι είναι χριστιανοί και ότι πρόκειται για μια ενδοχριστιανική σύγκρουση. Σήμερα βέβαια η επικρατούσα θέση είναι η δεύτερη. Αυτό ενισχύεται από το δεδομένο στην καινοδιαθηκική επιστήμη ότι τα περιγραφόμενα στην επιστολή θέματα αντανακλούν μιαν εποχή, κατά την οποία δεν έχει επέλθει ακόμη η οριστική ρήξη μεταξύ των χριστιανών και των Ιουδαίων, αλλά οι δύο ομάδες συνυπήρχαν και ζούσαν η μια κοντά και μαζί με την άλλη (πρβλ. Ιακ 2,2 για τη συναγωγή).

Ακόμη θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η ασύμβατη με τις χριστιανικές  αρχές κατάσταση ωθεί τον Ιάκωβο, και αυτό το επισημαίνει ο μακαριστός καθηγητής, να παρέμβει για να αλλάξει την συμπεριφορά των πιστών. Η τοποθέτηση του Ιακώβου υπέρ των φτωχών (Ιακ 1,27 : θρησκεία καθαρά…) και η αυστηρή κριτική και καταδίκη των συμπεριφορών των πλουσίων (Ιακ 2,1-3 · 4,13-5,6) είναι για τον Ιάκωβο η βούληση του Θεού. Αυτή η θέση εμπεριέχεται στην ερώτηση που απευθύνει ο Ιάκωβος στο 2,5:

«οὐχ ὁ θεὸς ἐξελέξατο τοὺς πτωχοὺς τῷ κόσμῳ πλουσίους ἐν πίστει καὶ κληρονόμους τῆς βασιλείας ἧς ἐπηγγείλατο τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν;».

Από τον αείμνηστο καθηγητή τονίζεται ακόμη, ότι ο Ιάκωβος δεν αποσκοπεί σε μια ενδοκοινοτική εξισορρόπηση της φτώχιας και του πλούτου. Ούτε ότι υιοθετεί την αυτονόητη την εποχή εκείνη αντίληψη περί «οίκου» και των υπαρχουσών σε αυτόν ανισοτήτων. Αντίθετα, επισημαίνεται από τον Σ. Αγουρίδη ότι ο Ιάκωβος  προπαγανδίζει την ισότητα μεταξύ των μελών της κοινότητας και αγωνίζεται για την επικράτηση μιας ενδοκοινοτικής αλληλεγγύης   (Ιακ 2,14-16),

Το τελευταίο είναι ιδιαίτερα επίκαιρο για την κοινωνία μας που τόσο ταλαιπωρείται τα τελευταία χρόνια. Φωνές όπως αυτή του Ιακώβου που καλούν τους ανθρώπους να επιδείξουν ταπεινότητα, πνεύμα συνεργασίας και αλληλεγγύης μας βοηθούν να ανατρέψουμε νοσηρές κοινωνικού χαρακτήρα πρακτικές. Εδώ έγκειται και η αξία του μικρού αυτού πονήματος του Αγουρίδη. Αυτό δεν μας προσφέρει μόνο μια ιστορική αναπαράσταση της πρωτοχριστιανικής κοινότητας, Μας παρέχει επιπλέον εφόδια για να βελτιώσουμε την κοινωνία μας και τις σχέσεις μας με τους συνανθρώπους μας.

Όλα τα παραπάνω τα επισήμανε ο Σ. Αγουρίδης στο έργο του κατά τρόπο πυρηνικό. Αργότερα, νέοι ερευνητές  του εξωτερικού θα τα αναπτύξουν, όπως οι G. Garleff και G. Theissen. Και οι δύο, για να αναλύσουν τις θέσεις τους επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους, μεταξύ των άλλων, στον Ευαγγελιστή Ματθαίο και στην εντολή της αγάπης προς τον πλησίον.

Και ενώ οι παραπάνω ερευνητές ακολουθούν διαφορετικά κείμενα για να αναδείξουν την ίδια θεματολογία, πάλι συναντώνται με τον Σ. Αγουρίδη και το έργο του, γιατί ο μεγάλος αυτός καινοδιαθηκολόγος ήδη πριν από αυτούς φρόντισε να πλαισιώσει την κοινωνική διδασκαλία του Ιακώβου με άλλες παρόμοιες της Κ.Δ., αναλύοντας το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο και την επί του όρους ομιλία του Ιησού Χριστού.

Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι το μικρό αυτό πόνημα του αείμνηστου καθηγητή αποτελεί το πρώτο ίσως έργο που προβάλλει, κατά τρόπο περιεκτικό την κοινωνική διδασκαλία του αρχέγονου χριστιανισμού, μια διδασκαλία που διακηρύσσει την ισότητα των ανθρώπων μεταξύ τους και την κοινωνική δικαιοσύνη, όπως αυτές εκφράζονται μέσα από την αγάπη προς όλους, που δίδαξε και εφάρμοσε ο Ιησούς Χριστός.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ και χαρακτηρίσθηκε , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.