Χρήστος Τσιρώνης, Ο πόλεμος ως νομιμοποιημένη επιλογή και ως απευκταία αντίδραση. Θεολογικός λόγος και κοινωνικά διλήμματα στην Ελληνορθόδοξη Παράδοση

D90_02 (4)

Η εισήγηση του Επίκουρου Καθηγητή του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ στο Διεθνές Διεπιστημονικό Συνέδριο με θέμα: «Θρησκεία και Βία» που έγινε στη Θεσσαλονίκη (27-29 Απριλίου)

α. εισαγωγικά          

Η διαμόρφωση μιας νέας γεωπολιτικής πραγματικότητας στην Ύστερη Νεωτερικότητα, η επανεμφάνιση στη δημοσιότητα ενός εξτρεμιστικού λόγου που αποθεώνει τη βία ως τρόπο επίλυσης κοινωνικών και άλλων δυσλειτουργιών και η εργαλειοποίηση του θρησκευτικού λόγου στο πεδίο ενός παγκόσμιου ανταγωνισμού ιδεολογικής ηγεμονίας θέτουν ξανά ερωτήματα που σχετίζονται με τον ρόλο της θρησκείας στον σύγχρονο κόσμο. Κυρίαρχο ερευνητικό ερώτημα αποτελεί εάν οι θρησκείες είναι παράγοντες ειρήνης ή όξυνσης και διαμάχης. Σε αυτό το πλαίσιο η έρευνα αναζητά συχνά πιθανές αιτιακές συσχετίσεις μεταξύ της χριστιανικής ηθικής και των πολιτικών αποφάσεων που προκαλούν, υποδαυλίζουν ή οδηγούν σε επιλογές χρήσης βίας. Η εξέταση λοιπόν της θεωρίας περί δικαίου πολέμου, των επιχειρημάτων περί νόμιμης χρήσης της βίας και άλλων σχετικών ζητημάτων στο πλαίσιο της Ελληνορθόδοξης Παράδοσης είναι μια καίρια πρόκληση για περιεκτική ανάλυση, η οποία εκ των πραγμάτων καλείται να διερευνήσει μια πληθώρα παραγόντων, που διαρκώς αλληλεπιδρούν και συναρμόζουν ένα πολιτισμικό, θρησκευτικό, κοινωνικό και ηθικό πολύπτυχο. Η κατανόηση του πολύπτυχου αυτού απαιτεί μια διπλή ερμηνευτική προσπάθεια τόσο προς την ερμηνεία του ορίζοντα αναφοράς της κοινωνικής πράξης και της θεολογικής νοηματοδότησής της όσο και προς τα δεδομένα της κοινωνικής πραγματικότητας.

Σε ένα απόσπασμα από το έργο του “Οι δακτύλιοι του Κρόνου” ο M. Sebald περιγράφει μια σκηνή που είναι απροσδόκητα τόσο φρικώδης όσο και οικεία “Σαν σάρπα απλώνει η νύχτα τον ίσκιο της γύρω από τους ώμους της γης και, μόλις δύσει ο ήλιος, σχεδόν όλη η πλάση, από τον έναν μεσημβρινό στον επόμενο, γέρνει να πλαγιάσει, έτσι ώστε αν ακολουθώντας την πορεία του δύοντος ήλιου παρατηρούσε κανείς τον πλανήτη μας…θα τον έβλεπε μονίμως σπαρμένο με αραδιασμένα κορμιά, θερισμένα από το δρεπάνι του Κρόνου – το απέραντο νεκροταφείο μιας σεληνιασμένης ανθρωπότητας” (σ.93).

Στο πλαίσιο αυτό η βία παίρνει τη μορφή μιας κανονικότητας, εντάσσεται στη φυσική ιστορία του κόσμου, αντιμετωπίζεται ως κάτι που είναι σχεδόν μπανάλ, καθημερινώς παρόν και όχι ως κάτι έκτακτο, φοβερό, μακρινό, και που αντί για ύστατη και απευκταία αντίδραση μοιάζει μάλλον με νομιμοποιημένη επιλογή.

Στην ανάλυση που ακολουθεί θα γίνει μια προσπάθεια να ενταχθούν τα ζητήματα της νομιμοποίησης του πολέμου σε συνάφεια με αυτό που θα ονομάζαμε περιεκτικά Ορθόδοξη Παράδοση. Για τον λόγο αυτό θα χρησιμοποιηθούν ιδεότυποι, θα αναζητηθούν δηλαδή στην παράδοση, στη διδασκαλία και στην ιστορική πορεία της Ορθοδοξίας εκείνα τα στοιχεία που συγκροτούν ένα παράδειγμα που μπορεί να έχει συνέχεια, σταθερή αναφορά στις ιδρυτικές αρχές της πιστεύουσας κοινότητας και που τέλος μπορεί να αποτελέσει μέτρο ανάλυσης, κρίσης και διάκρισης με όρους αυθεντικότητας, παρέκκλισης ή ψευδούς συνείδησης. Με τη χρήση των ιδεοτύπων η πολύπλοκη πραγματικότητα παρουσιάζεται κυρίως μέσα από τις πιο χαρακτηριστικές πτυχές – μορφές που πλαισιώνουν ένα πολιτισμικό παράδειγμα ενώ στην παρουσίασή τους εντάσσεται συχνά η ιστορική προοπτική, υπό την προϋπόθεση όμως ότι η τελευταία τίθεται αποκλειστικώς στην υπηρεσία της κοινωνικής ανάλυσης. Με άλλα λόγια η κοινωνική ανάλυση ανατρέχει στην ιστορία για να περιγράψει τη διαμόρφωση των ιδεοτύπων στο χρόνο, πλην όμως δεν ενδιαφέρεται για το ιστορικό αφήγημα αλλά προσπαθεί να αναδιοργανώσει το ιστορικό υλικό στο πλαίσιο των κοινωνικών του προκειμένων.

ΘκΒ_20

β. Το αίτημα της δίκαιης ειρήνης και η άρνηση της βίας: Θεολογική νοηματοδότηση και κοινωνικές πρακτικές στην Ορθόδοξη Παράδοση

Η στάση της Ορθόδοξης Θεολογίας έναντι των ζητημάτων της ειρήνης και του πολέμου διαμορφώνεται μέσα από ένα δυναμικό συνεχές που ενσωματώνει διαχρονικές αξίες, ποιμαντικές επιλογές, ηθική διδασκαλία και συγχρονικά σπαράγματα της πραγματικότητας που κάθε φορά την περιβάλλει.

Η συστηματική οργάνωση καθορισμένων αρχών εφαρμοσμένης ηθικής δεν ανήκει στα τυπικά χαρακτηριστικά της ορθόδοξης ηθικής διδασκαλίας. Οι ηθικές και δεοντολογικές προτάσεις της είναι εκφράσεις των χριστιανικών κοινοτήτων, οι οποίες εκφαίνουν την εμπειρία τους στους λειμώνες της ιστορίας. Έτσι μπορεί κανείς να εντοπίσει στη μακρόχρονη και πολυποίκιλτη ιστορία των κοινοτήτων των ορθόδοξων λαών τόσο τις ρίζες της άρνησης του πολέμου όσο και περιπτώσεις, όπου η ολέθρια χρήση βίας αποτέλεσε επιλογή και πραγματώθηκε. Ενώ όμως μπορεί κανείς να εντοπίσει διαφορετικές προσεγγίσεις, διαχρονικά η μόνη αρχή που εμφανίζεται με σταθερή βεβαιότητα ως το αυθεντικό μέρος της Ορθόδοξης Παράδοσης είναι η προτροπή προς τους Χριστιανούς να μην αφήσουν το κακό να τους υπερβεί αλλά να αναλάβουν την ευθύνη να ξεπεράσουν το κακό με το καλό (Μὴ νικῶ ὑπὸ τοῦ κακοῦ, ἀλλὰ νίκα ἐν τῷ ἀγαθῷ τὸ κακόν [Ρωμ. 12:21]).

Έτσι λοιπόν ο 13ος κανόνας του Μ. Βασιλείου αποτελεί ένα ανυπέρβλητο όριο για κάθε θεολογική θεώρηση των αποτόκων του πολέμου και της ειρήνης, καθώς διατυπώνει και εκφράζει στην εποχή του την εμπειρία της πίστης των πρωτο-χριστιανικών κοινοτήτων και την εξακτινώνει στο μέλλον.

Η διατύπωση του Μ. Βασιλείου είναι εξαιρετικά προσεκτική, ώστε από την μια να αποκηρύξει τις συνθήκες πολέμου και από την άλλη να προσεγγίσει ποιμαντικά την πραγματικότητα των Χριστιανών που ζουν σε έναν κόσμο γεμάτο έριδες και συγκρούσεις. Ένα μεγάλο μέρος του ποιμνίου του στην Καισάρεια ήταν ακρίτες, ταγμένοι από την αδήριτη σπείρα της ιστορίας να υπερασπίζονται την αυτοκρατορία, τις οικογένειές τους, κάθε αδύναμο πλάσμα που εξαρτιόταν από το δικό τους αγώνα. Τα θέματα λοιπόν αυτά για τους ανθρώπους στους οποίους απευθύνεται δεν ήταν αφαιρετικές θεωρητικές συλλήψεις αλλά απτή πραγματικότητα και λογισμός στην κόψη του ξυραφιού, ένα ζήτημα ζωής και θανάτου.

Στη βάση αυτή μια ορθόδοξη θεολογική θεώρηση έναντι της πρόκλησης του πολέμου είναι δίτοκη: από τη μια μεριά καταδικάζεται ο πόλεμος και από την άλλη δίδεται ιδιαίτερη ποιμαντική μέριμνα στους ανθρώπους εκείνους που αναγνωρίζουν τον πόλεμο ως μια απάνθρωπη και ανυπέρβλητη πραγματικότητα και τη συμμετοχή τους σε αυτόν ως ένα δεινό αίτιο για αληθινή Μετάνοια. Κάθε απόπειρα μονιστικής ερμηνείας των κανόνων που εστιάζει με νομικισμό στη δυνατότητα «νομιμοποιημένης αφαίρεσης ζωής» και παραβλέποντας τον ποιμαντικό χαρακτήρα τους περιγράφει συνθήκες υπό τις οποίες ο πόλεμος μπορεί να θεωρηθεί ως «δίκαιος», αδυνατεί να αναγνωρίσει το ανακόλουθο των συμπερασμάτων της. Η σύγχυση που απαρέγκλιτα ταλανίζει τώρα και πάντοτε τους χριστιανούς έναντι των προκλήσεων του πολέμου δεν είναι πρόβλημα που προέρχεται από ελλιπή θεολογική αιτιολόγηση παρά μάλλον από την έλλειψη θεολογίας στη σχετική επιχειρηματολογία.

Η κατανόηση όμως της θεολογικής νοηματοδότησης απαιτεί τη διάκριση μεταξύ δύο θεολογικών ρευμάτων σε σχέση με την αντιμετώπιση των ζητημάτων ειρήνης. Στο ένα συγκαταλέγεται ο Λόγος περί Ειρήνης και στο άλλο ο Ειρηνικός Λόγος. Στο Λόγο περί Ειρήνης συμπεριλαμβάνονται όλες οι αναλύσεις, οι όροι, τα κείμενα, οι περιγραφές και οι ερμηνευτικές προσεγγίσεις της θεολογικής νοηματοδότησης της ειρήνης. Σε σημαντικό βαθμό οι παραπάνω προσπάθειες λαμβάνουν χαρακτήρα διακήρυξης και ανοιχτής πρόσκλησης και ολοκληρώνονται με την ευαγγελική ευχή Εἰρήνη ὑμῖν (Ιω 20:21). Στο φάσμα αυτού του ρεύματος περιλαμβάνονται σύγχρονες θεολογικές μονογραφίες και άρθρα, τα ανακοινωθέντα των Διορθόδοξων συναντήσεων και οι διακηρύξεις των Συνάξεων των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών, οι αναφορές και τα κείμενα των Ορθοδόξων στο πλαίσιο του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών, οι εγκύκλιοι της Ιεράς Συνόδου, τα μηνύματα, οι δηλώσεις και τα γραπτά των επισκόπων, κ.α.

Από την άλλη, ο Ειρηνικός Λόγος κατά το παράδειγμα της Πατερικής Παράδοσης πραγματώνει τον θεολογικό και προφητικό του χαρακτήρα παρεμβαίνοντας στην ιστορική πραγματικότητα. Όποιος αναλαμβάνει τον Σταυρό του Ειρηνικού Λόγου διακινδυνεύει να λάβει συγκεκριμένες θέσεις στο πλευρό των ελαχίστων αδελφών του Χριστού και προτείνει –πρώτιστα διά του προσωπικού παραδείγματος- συγκεκριμένα μέτρα οικοδόμησης της ειρήνης. Η σύγχρονη ελληνική θεολογία στάθηκε με μεγάλη αμηχανία έναντι αυτής της στάσης καθώς ιδιαίτεροι ιστορικοί, πολιτικοί και κοινωνικοί παράγοντες διήθησαν το θεολογικό λόγο κατά τρόπο ώστε κάθε ανάλογη παρέμβαση να εννοείται από ορισμένους είτε ως εγκατάλειψη της αρχής της πολιτικής ουδετερότητας, είτε ως ακτιβισμός, είτε τέλος ως αντιγραφή των παρεμβάσεων άλλων χριστιανικών ομολογιών.

Από την άλλη μεριά, φωτεινά παραδείγματα σε ζοφερές εποχές στάθηκαν λαϊκοί και ιερωμένοι και όλοι εκείνοι οι ανώνυμοι χριστιανοί που συνέβαλαν με κάθε τρόπο στην οικοδόμηση ενός πιο ειρηνικού και δίκαιου κόσμου στην Ελλάδα και έξω από αυτήν.

Δεν θα πρέπει πάντως να διαφεύγει της προσοχής ότι οι ολιστικές ταξινομήσεις δεν μπορούν να ενσωματώσουν τη μοναδικότητα και τον δραματικό χαρακτήρα του ανθρώπινου βιοκόσμου: Οι άνθρωποι κάνουν λάθη, μερικές φορές απογοητεύονται από τα δικά τους οράματα και μερικές φορές είναι απογοητευτικά «ανεπαρκείς» για να υπηρετήσουν τα οράματά τους, είναι ικανοί τόσο για τις πιο συμπονετικές όσο και για τις πιο απάνθρωπες ενέργειες, μπορεί να είναι σε κοινωνία με τον Θεό και τους ανθρώπους, όπως και να αποκόπτονται μηδενιστικά από κάθε κοινωνία. Ωστόσο, οι άνθρωποι έχουν επίγνωση της ήττας και της εκτροπής στην ιστορία, μπορούν να κατανοούν τη διαφορά μεταξύ μετάνοιας και αμετανοησίας, και έχουν επίγνωση της δυνατότητας να διορθωθούν τα ανθρώπινα πράγματα. Η ευθύνη λοιπόν για την ανθρώπινη δράση και τα αποτελέσματά της είναι ένα ύψιστο κοινωνικό διακύβευμα.

ΘκΒ_291

2. Η Απορητική περιεκτικότητα του θεολογικού λόγου: Διλήμματα και ερμηνείες

Η διασύνδεση των χριστιανικών εκκλησιών με τις περιπέτειες των εθνικών κρατών είναι ένα εξαιρετικά πολύπλοκο πεδίο έρευνας που δεν μπορεί να εξαντληθεί με ιδεαλιστικές ή απλουστευτικές προσεγγίσεις. Μια γενική αποτίμηση των ιστορικών παραδειγμάτων θα μπορούσε να επισημάνει ότι όταν η Ορθόδοξη Εκκλησία ταυτίστηκε με πολιτικά και κομματικά κινήματα ή καθεστώτα το αποτέλεσμα μακροχρόνια ήταν αρνητικό και για τη διάδοση του μηνύματός της αλλά και για την αποδοχή της στην κοινωνία. Σε ό,τι αφορά πιο ειδικά τον σύγχρονο Ελληνισμό, η διακίνηση ιδεών σε όλο τον ευρωπαϊκό χώρο για τη συγκρότηση των εθνικών κρατών, οι συνθήκες του υπόδουλου ελληνισμού, η πολιτισμική, γλωσσική και θρησκευτική ιδιαιτερότητα των Ελλήνων υπό την Οθωμανική επικυριαρχία και άλλοι παράγοντες συνάρμοσαν ποικιλοτρόπως τα εθνικά οράματα και τον λόγο της Εκκλησίας.

Ωστόσο, η ισχυρή πεποίθηση των Ελλήνων ότι η ελευθερία τους είναι συμβατή με το θέλημα του Θεού ποτέ δεν στάθηκε ικανή συνθήκη ώστε να διαμορφωθεί μια θεωρία περί δίκαιου πολέμου και νομιμοποίησης της αφαίρεσης της ζωής στο πλαίσιο της Ορθόδοξης Θεολογίας. Οι πρωταγωνιστές της Επανάστασης αναγνωρίστηκαν ως ήρωες αλλά δεν έγιναν άγιοι.

 Παρόλα αυτά ο θεολογικός λόγος δεν έμεινε πάντοτε ανεπηρέαστος από τις δραματικές εξελίξεις ενώ οι μεγάλοι αγώνες για εθνική απελευθέρωση προκάλεσαν βαθιά επίδραση στην κοινωνική κατανόηση των ζητημάτων ειρήνης και πολέμου. Σε αυτό το επίπεδο υπήρχαν αστοχίες που ταλάνισαν το εκκλησιαστικό σώμα και δημιουργήθηκαν κάποιες προϋποθέσεις για έκφραση «θεολογίζοντος» επικού λόγου.

Εντούτοις, η εν γένει ορθόδοξη θεολογική προσέγγιση των ηθικών ζητημάτων, η διαφορετική κατανόηση της πνευματικής πατρότητας, το συνοδικό σύστημα και η έλλειψη μιας απόλυτης πνευματικής αρχής που με δεσμευτικού χαρακτήρα εγκυκλίους θα όριζε εξάπαντος τη ζωή και την οργάνωση των ορθόδοξων κοινοτήτων απέτρεψε τη δυνατότητα μιας διακριτής και συστηματοποιημένης θεωρίας περί δίκαιου πολέμου στην Ορθόδοξη Παράδοση και την εκκλησιαστική συνείδηση. Συνοψίζοντας: Η έννοια του δίκαιου πολέμου που διεξάγεται ή μπορεί να διεξαχθεί με συγκεκριμένες προϋποθέσεις και κριτήρια (όπως στη Ρ/Καθολική εκκλησία με το περίφημο jus ad bellumjus in bello) δεν υπάρχει στην Ορθόδοξη Παράδοση. Οι Έλληνες χρησιμοποίησαν φράσεις και όρους που προσδιορίζουν την καταφατική επιθυμία της στήριξης από τον Θεό σε οριακές στιγμές του βίου, αλλά οι φράσεις αυτές δύσκολα μπορούν να νοηθούν ως ταυτοποίηση των πρακτικών πολέμου με το θέλημα του Θεού. Η αντιμετώπιση στο πλαίσιο της Ορθόδοξης Παράδοσης είναι μάλλον ποιμαντικού χαρακτήρα.

ΘκΒ_243

Η αναλυτική περιγραφή των παραπάνω καταλήγει στα ακόλουθα συμπεράσματα:

Α) Σύμφωνα με την Ορθόδοξη Παράδοση, ο πόλεμος και κάθε καταστροφική δράση που οδηγεί σε άμεση ή έμμεση δολοφονία δεν φαίνεται να δικαιώνονται από την εκκλησιαστική συνείδηση ούτε με τη μορφή της εκδικητικής ανταπάντησης ούτε και με αυτήν της καθιέρωσης της αφαίρεσης ζωής. Η συγκινητική εξιστόρηση της φιλοξενίας και προστασίας που παρείχε ο Άγιος Διονύσιος ο Ζακυνθινός στο φονιά του αδελφού του αποτελεί μια προβολή της εκκλησιαστικής συνείδησης ως προς την κατανόηση της αγιότητας και της αρνησικακίας στη Χριστιανική Ηθική. Πολλά παραδείγματα, όπως αυτά του Ακάκιου επισκόπου Αμίδης εμπλουτίζουν και τη Χριστιανική Ηθική σε καιρό πολέμου. Είναι επίσης γνωστό το περιστατικό της άρνηση του Πατριάρχη Πολύευκτου (956-970) να αναγνωρίσει ως αγίους τους πεσόντες στρατιώτες του  αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά.

Β) Στο πλαίσιο της ελληνικής Ορθόδοξης Θεολογίας υπάρχει σαφής διάκριση μεταξύ ενός επιθετικού πολέμου από επιλογή και ενός αμυντικού που είναι περισσότερο ή λιγότερο αναπόφευκτος. Αυτό όμως που είναι πιο σημαντικό είναι το ερώτημα αν ο πόλεμος είναι πάντοτε αναπόφευκτος, δεδομένου ότι ένας πόλεμος δεν είναι απλά μια μάχη, η οποία είναι πραγματικά ως ένα ορισμένο σημείο ιστορικά ανυπέρβλητη συνθήκη, αλλά μια μακρά διαδικασία στο χρόνο που οδηγεί στη λατρεία της βίας, ή τις συνθήκες του πολέμου. Η προληπτική συμβολή στην υπέρβαση των αιτιών του πολέμου προσφέρει περισσότερα από τη διαδικασία επούλωσης και έχει διαφορετικές προϋποθέσεις από τους παραδοσιακούς τρόπους παρέμβασης. Η εστίαση συνεπώς του ηθικού λόγου είναι αναγκαίο να συντονίζεται με το αίτημα της δίκαιης ειρήνης.

Τι συμβαίνει όμως σε περίοδο πολέμου όταν όλα μοιάζουν να εμπλέκονται σε μια ολέθρια δύνη; Η ανθρώπινη αγωνία σε μαύρους καιρούς κουρνιάζει στα όρια της ύπαρξης και είναι σίγουρα μια sui generis κατάσταση. Η ανθρώπινη εμπειρία δεν εκφράζεται θετικά, αλλά αρνητικά, καθώς μόνο λίγες αναλαμπές ζωής διαρρηγνύουν το σκοτάδι του πολέμου.

Οι Ορθόδοξοι βέβαια δεν κατάφεραν να αντιμετωπίσουν πάντοτε τα διλήμματα της βίας κατά το ιδεατό, αυθεντικό, επιθυμητό μέτρο του ιδεοτύπου που περιγράφηκε παραπάνω ως η θεολογική επεξεργασία και έκφανση της πίστης στο κοινωνικό πεδίο. Το πόσο ακραία οριακή είναι η στιγμή της αντίδρασης απέναντι στην κτηνωδία ή τον ωμό μηδενισμό της αδικίας φαίνεται από την αντίδραση του μηδενιστή και σκληρού Ιβάν προς τον αδελφό του Αλιόσα που ζει σε μια μονή στο έργο του Φ. Ντοστογιέφσκι “Αδελφοί Καραμαζόφ”. Του διηγείται πυρετικά μια ιστορία φρίκης για να θέσει σε πειρασμό την πίστη και τη χριστιανική ηθική του αδελφού του: ένας πλούσιος στρατηγός βασανίζει και σκοτώνει ένα παιδί μπροστά στα μάτια της μάνας του. Ρωτάει λοιπόν ο Ιβάν για την τύχη του στρατηγού που συνελήφθη και είναι σαν να ρωτάει τον καθένα από εμάς: “Να τον εκτελούσαν; Να τον εκτελέσουν για να ικανοποιηθεί το αίσθημα της ηθικής; Λέγε, Αλιόσα!

– Να τον τουφεκίσουν! πρόφερε ο Αλιόσα μ’ ένα χλωμό, κάπως στραβό χαμόγελο, σηκώνοντας τα μάτια και κοιτάζοντας τον αδερφό του.

– Μπράβο! ούρλιαξε ο Ιβάν μ’ ενθουσιασμό. Μια και το λες εσύ, θα πει πως . . . αχ, ρασοφόρε μου! …

– Είπα μιαν ανοησία, αλλά . . .

– Αυτό είναι ίσα ίσα, πως υπάρχει το αλλά . . . φώναξε ο Ιβάν .”

ΘκΒ_270

Αν δεχτούμε την ισχύ ενός ιδεοτύπου ως αυτού που εκτέθηκε παραπάνω τα μέτρα και τα σταθμά υπάρχουν και αναμένουν την εναπόθεση της πράξης στην ανελέητη και ακριβοδίκαιη ζυγαριά του απευκταίου: Αγιάζει ο σκοπός τα μέσα; Νομιμοποιείται η ευλογία των όπλων από την Ευαγγελική διδασκαλία; Κατοχυρώνεται στην Ορθόδοξη Παράδοση η έννοια του δίκαιου πολέμου; Δικαιώνονται οι Χριστιανοί όταν απαντούν στη βία με βία στο όνομα του Χριστού; Μπορεί τέλος να δημιουργηθεί στο πλαίσιο της ορθόδοξης παράδοσης μια ήπια παραλλαγή της θεωρίας περί δικαίου πολέμου;

Κύριες και κύριοι η απάντηση αυτή σύμφωνα με την παραπάνω ανάλυση  έχει δοθεί από νωρίς και είναι αρνητική. Αυτό όμως που έχει σημασία για κάθε ζωντανή κοινότητα είναι τα ερωτήματα των απαρχών να τίθενται διαρκώς και να απαντώνται διαρκώς στο πλαίσιο της ελευθερίας των ανθρώπων στην καθημερινότητα, στον πολιτισμό και στην αυτοσυνείδησή τους.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.