Βασίλειος Κουκουσάς, Ο Πάπας Λέων Α΄ και η στάση του έναντι της πολιτικής εξουσίας

D90_01 (2)

Η εισήγηση του Καθηγητή του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας του ΑΠΘ στο διεθνές επιστημονικό συνέδριο με θέμα: “Ο πάπας Λέων Α΄, ως γέφυρα διαλόγου Ανατολής και Δύσης” που έγινε στη Θεσσαλονίκη (20-21 Απριλίου 2015)

Ο Πάπας Λέων ο Α΄ (440-461), επονομαζόμενος και Μέγας, υπήρξε μια μεγάλη θρησκευτική μορφή του 5ου αιώνα, σε Ανατολή  και Δύση. Έζησε σε μια ταραγμένη εποχή. Το Δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας βρισκόταν σε αναστάτωση, λόγω των επιδρομών των βαρβάρων, ενώ το Ανατολικό αντιμετώπιζε προβλήματα με τις αιρέσεις. Μέσα στις συνθήκες αυτές αναδείχθηκε η προσωπικότητα του Πάπα, ως ηγέτη της Εκκλησίας της Δύσεως.

Μετά τη λήψη των αποφάσεων της Ενδημούσης Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως το 448, η οποία καταδίκασε και καθαίρεσε τον αρχιμανδρίτη Ευτυχή, ο τελευταίος έκαμε έκκληση προς τους θρόνους της Ρώμης και της Αλεξανδρείας για να δικαιωθεί. Στην επιστολή του προς τον Λέοντα, περιέγραφε ραδιουργίες και πιέσεις των αντιπάλων του σε βάρος του. Μάλιστα, ο πρωθυπουργός Χρυσάφιος, προσπάθησε νε επιτύχει την εύνοια του Πάπα Λέοντα για τον Ευτυχή. Ο Λέων Α΄, όμως, καίτοι, σε επιστολή του, εξήρε την αγωνιστικότητα του Ευτυχούς, δεν έλαβε θέση, μέχρι να ενημερωθεί πλήρως για το ζήτημα.

Όταν ο πάπας έλαβε τις αποφάσεις της Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως απέστειλε, το 449, στον Κωνσταντινουπόλεως Φλαβιανό (446-449), μια δογματική επιστολή, η οποία είναι γνωστή στην Ιστορία της Εκκλησίας, ως ο Τόμος του Πάπα Λέοντος.

Το ίδιο έτος, ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Β΄ ο μικρός (408-450 ) συγκάλεσε Σύνοδο στην Έφεσο για να αποκαταστήσει τον αρχιμανδρίτη Ευτυχή. Στη Σύνοδο αυτή κλήθηκαν να συμμετάσχουν και εκπρόσωποι του Πάπα Λέοντος. Ο Πάπας δέχθηκε την πρόσκληση και απέστειλε τρεις εκπροσώπους του. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η Σύνοδος συγκλήθηκε επ’ ονόματι των αυτοκρατόρων της Ανατολής Θεοδοσίου Β΄ και της Δύσεως Βαλεντινιανού Γ΄. Με τον τρόπο αυτό η αυτοκρατορία αν και διηρημένη, προσπαθούσε να εμφανίζεται ενωμένη. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο πάπας υπήρξε πάντοτε υπέρμαχος της επιείκειας. Την ίδια άποψη εξέφρασε και στο ζήτημα του Ευτυχούς, με την προϋπόθεση να  μετανοήσει. Για το λόγο αυτό δε θεωρούσε απαραίτητη τη σύγκληση της Συνόδου. Τελικά, η Σύνοδος συγκλήθηκε, δικαίωσε τον αρχιμανδρίτη Ευτυχή, άλλαξε τη σειρά των Πατριαρχείων και έθεσε την Κωνσταντινούπολη στην τελευταία θέση, ενώ διατήρησε τη Ρώμη στην πρώτη. Το ζήτημα είναι ότι η Σύνοδος δεν επέτρεψε να αναγνωστεί η επιστολή του πάπα Λέοντος, παρά τις διαμαρτυρίες των παπικών αντιπροσώπων. Έτσι οι εκπρόσωποι του Πάπα αρνήθηκαν να αποδεχθούν τις αποφάσεις της.

Ο πάπας Λέων Α΄, μόλις πληροφορήθηκε όλα όσα διαδραματίσθηκαν στη Σύνοδο, αντέδρασε δυναμικά. Ήλθε σε αντιπαράθεση με τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄,  ο οποίος, εν τω μεταξύ, είχε αναγνωρίσει και επικυρώσει τις αποφάσεις της Συνόδου. Καταδίκασε την αυτοκρατορική πολιτική και με σαφήνεια χαρακτήρισε τη Σύνοδο της Εφέσου ως ληστρική: nec opus est epistolaris pagina comprebendi quidquid in illo Ephesino non judico, sed latrocinio potuit perpetrar. Το σημαντικό, στην επιστολή αυτή, που απεστάλη τον Ιούνιο του 451, είναι το γεγονός ότι απευθύνεται στην Πουλχερία την αδελφή του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β΄. Με άλλη του επιστολή προς τον αυτοκράτορα ο Πάπας κατηγόρησε τον Διόσκορο, διότι δεν επέτρεψε να αναγνωσθούν οι επιστολές του προς τον Φλαβιανό και τη Σύνοδο της Εφέσου. Παράλληλα, κατέγραψε μια σειρά από παρατυπίες που τελέστηκαν στη Σύνοδο. Στη συνέχεια, με Σύνοδο, που συγκάλεσε στη Ρώμη, καταδίκασε το Διόσκορο και τον Ευτυχή.

D90_60

Διαπιστώνουμε ότι ο Πάπας Λέων όχι μόνο δε δίστασε να έλθει σε αντιπαράθεση με την αυτοκρατορική εξουσία, αλλά χρησιμοποίησε πολύ αυστηρές εκφράσεις για να χαρακτηρίσει τις ενέργειες του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Β΄, που αφορούσαν στη σύγκληση της Συνόδου της Εφέσου. Να μη λησμονούμε ότι οι άλλοι πατριαρχικοί θρόνοι αποδέχτηκαν, με τη βία, τις αποφάσεις της Συνόδου της Εφέσου. Έτσι, μόνο ο πάπας Λέων ο Μέγας βρέθηκε να υπερασπίζεται την ορθοδοξία, γνωρίζοντας ότι η πολιτική του αυτή θα τον έφερε σε αντίθεση με τον αυτοκράτορα. αυτοκράτορα. Ο Πάπας ζήτησε, μάλιστα, από τον Βαλεντινιανό, την Πλακιδία και την Ευδοξία, σύζυγο του αυτοκράτορα, να αποταθούν στον Θεοδόσιο Β΄ και να του ζητήσουν να αποδεχθεί τις απόψεις του: ταῦτα μαθὼν ὁ πάπας Λέων πρόσεισι τῷ βασιλεῖ Οὐαλεντινιανῷ καὶ ταῖς αὐγούσταις μετᾶ δακρύων αἰτῶν ἐπιστολὰς Θεοδοσίῳ τῷ βασιλεῖ διόρθωσιν γενέσθαι τῶν ἐν Ἐφέσῳ ἀθέσμως καὶ ἀκανονίστως πραχθέντων. Για να δώσει δε και συνοδική υπόσταση στις απόψεις του, ο πάπας συγκάλεσε Σύνοδο στη Ρώμη, η οποία καταδίκασε τη ληστρική Σύνοδο.

Διαπιστώνουμε ότι ο Πάπας χρησιμοποίησε κάθε μέσο το οποίο διέθετε, ώστε να πείσει τον Θεοδόσιο Β΄ να αλλάξει εκκλησιαστική πολιτική. Τελικά, όμως δεν κατόρθωσε να πείσει τον αυτοκράτορα.

Το επόμενο έτος (450) ο αυτοκράτορας απεβίωσε, όταν έπεσε από το άλογό του. Με τον τρόπο αυτό σταμάτησε η διάσταση μεταξύ του Λέοντος Α΄ και της εκκλησιαστικής και πολιτικής εξουσίας στην Κωνσταντινούπολη.

Στον αυτοκρατορικό θρόνο στην Κωνσταντινούπολη ανήλθε ο Μαρκιανός (450-457), ο οποίος είχε νυμφευθεί την Πουλχερία (450-453), αδελφή του Θεοδοσίου Β΄. Ο πάπας Λέων Α΄ γνώριζε τα ορθόδοξα αισθήματα της Πουλχερίας. Με τον τρόπο αυτό είχε αναπτυχθεί μεταξύ των δύο προσώπων (Λέοντος και Πουλχερίας) μια σχέση εμπιστοσύνης. Ο Μαρκιανός είχε υποσχεθεί στον πάπα τη σύγκληση Συνόδου για να λυθεί το ζήτημα του μονοφυσιτισμού. Στην ίδια γραμμή συντάχθηκε και ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ανατόλιος, ο οποίος αποδέχθηκε τον Τόμο του πάπα Λέοντος και συγκάλεσε Ενδημούσα Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη, το 450, η οποία αποκατέστησε τον Φλαβιανό και καταδίκασε τον Ευτυχή. Ο ενθουσιώδης Λέων Ρώμης, με επιστολές του προς τον αυτοκράτορα, την Πουλχερία, και τον Πατριάρχη και άλλα εκκλησιαστικά πρόσωπα, δεν έκρυψε τον ενθουσιασμό του, για την εξέλιξη αυτή.

Αποδεικνύεται ότι και ο αυτοκράτορας και ο πατριάρχης επιθυμούσαν να έχουν τη στήριξη του Πάπα Λέοντος, στον αγώνα τους εναντίον των αποφάσεων της Ληστρικής Συνόδου.

Ο πάπας ανταποκρίθηκε στη πρόσκληση του αυτοκράτορα Μαρκιανού να συγκαλέσει Σύνοδο, για να ασχοληθεί με το ζήτημα του μονοφυσιτισμού και απέστειλε  εκπροσώπους του για να συμμετάσχουν στις εργασίες της Συνόδου. Και το διάταγμα αυτό εκδόθηκε και επ΄ ονόματι του Μαρκιανού και του αυτοκράτορα της Δύσεως Ουαλεντινιανού Γ΄. Ως εκπρόσωποι του Πάπα στη Σύνοδο ορίσθηκαν οι:  Πασχασίνος, επίσκοπος Λιλυβαίου της Σικελίας, Λουκίνσιος επίσκοπος Ερκουλάνων, Ιουλιανός, επίσκοπος Κώου, και πρεσβύτεροι Βονιφάτιος και Βασίλειος. Η εξουσία, η προσωπικότητα και ο δυναμισμός του Λέοντος, καθώς και η τάξη της Εκκλησίας, επέβαλαν η προεδρία της Συνόδου να ασκείται από τον ίδιο, παρ΄ ότι ήταν απών. Όπως σημειώνεται στα πρακτικά της Συνόδου: ἐξάρχουσιν οἱ θεοφιλέστατοι καὶ ὁσιώτατοι πατέρες ἡμῶν Λέων καὶ Ἀνατόλιος. Ο πάπας της Ρώμης, με το κύρος και το δυναμισμό του, κατόρθωσε, μέσω των εκπροσώπων του να είναι παρών. Άλλωστε με την επιστολή του προς τη Σύνοδο είχε ανακοινώσει την πρόθεσή του να τον αναπληρώσει στην προεδρία ο εκπρόσωπός του Πασχασίνος. Αυτή υπήρξε και η βούληση του αυτοκράτορα Μαρκιανού, ο οποίος επιθυμούσε ο Λέων, δια μέσω των εκπροσώπων του, να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στις εργασίες της Συνόδου.

Ένα από τα βασικά ζητήματα, τα οποία τέθηκαν στη Σύνοδο, ήταν η αποδοχή του Τόμου του πάπα Λέοντος Α΄ από τους Πατέρες της Συνόδου, ως η βάση για τον Όρο της Συνόδου. Toτόνισε ο ίδιος ο Λέων στην επιστολή που απηύθυνε προς τη Σύνοδο και αναγνώστηκε στη δεύτερη Συνεδρία της 31ης Οκτωβρίου. Επιπλέον, η επιστολή τόνιζε ότι οι εκπρόσωποί του, θα εκτελούσαν, όπως σημειώσαμε παραπάνω, αντ’ αυτού, χρέη προέδρου στη Σύνοδο. Ακόμη, ζητούσε να αποκατασταθούν οι επίσκοποι που απομακρύνθηκαν από τη θέση τους, με απόφαση της Ληστρικής Συνόδου. Ο αυτοκράτορας Μαρκιανός τάχθηκε υπέρ της αποδοχής του Τόμου του Λέοντος, ώστε να αποτελέσει τη δογματική βάση του Όρου της Συνόδου, άποψη την οποία τελικά υιοθέτησε η Σύνοδος. Έτσι, ο Τόμος του πάπα Λέοντος αποτέλεσε τη δογματική βάση, κατά τη συνεδρία της 22ας Οκτωβρίου, επάνω στην οποία στηρίχθηκε ο Όρος της Συνόδου, ενώ διασαφηνίσθηκαν οι όποιες ασάφειες υπήρχαν στο περιεχόμενό του. Με τον τρόπο αυτό έγιναν αποδεκτές από τη Σύνοδο όλες οι προτάσεις που είχε καταθέσει με την επιστολή του ο Πάπας. Στο σημείο αυτό φάνηκε ότι η συνεργασία μεταξύ πάπα Λέοντος και αυτοκράτορα Μαρκιανού, οδήγησε στη σύνταξη του Όρου της Συνόδου και στην καταδίκη του Μονοφυσιτισμού.

Ακολούθως, όμως, τέθηκε ένα άλλο ζήτημα, το οποίο διατάραξε τις σχέσεις των Εκκλησιών της Ανατολής και της Δύσεως, αλλά και τις διορθόδοξες σχέσεις στις ημέρες μας.

Με την προτροπή των αρχόντων που εκπροσωπούσαν τον Μαρκιανό συνεχίσθηκαν οι εργασίες της Συνόδου στη δεκάτη πέμπτη συνεδρία της 30ης Οκτωβρίου, όπου, για πρώτη φορά, τέθηκε το αίτημα να συζητηθεί η άποψη της Συνόδου για θέση της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως στην Εκκλησία. Η συζήτηση έλαβε χώρα, την επομένη, αφού προηγήθηκε στη β΄ συνεδρία, η ανάγνωση της επιστολής του Πάπα προς τη Σύνοδο. Ακολούθησε η γ΄ συνεδρία της 31ης Οκτωβρίου, στην οποία συζητήθηκε η πρόταση των αρχόντων να εξεταστεί η θέση της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως. Πρέπει, όμως, να τονισθεί ότι οι παπικοί αντιπρόσωποι δε συμμετείχαν στις εργασίες αυτές. Αυτό συνέβη διότι δεν ήσαν προετοιμασμένοι για μια τέτοια συζήτηση, για την οποία άλλωστε δεν είχαν λάβει εντολή από τον Πάπα Λέοντα: ἐντολὰς μὴ εἰληφέναι τοιαύτας. Ο Μαρκιανός, προκειμένου να μην έλθει σε ευθεία αντιπαράθεση με τον Λέοντα Α΄, δε συμμετείχε στις εργασίες της Συνόδου της Χαλκηδόνος, όταν συζητήθηκε το ζήτημα της θέσης της Κωνσταντινούπολης. Το θέμα είναι, όμως, ότι οι άρχοντες, οι οποίοι προκάλεσαν τη συζήτηση, δε συμμετείχαν στις εργασίες αυτές, αλλά κάλεσαν τη Σύνοδο τοῦτο αὐτὸ διασκοπῆσαι. Όπως ήταν αναμενόμενο η Σύνοδος θέσπισε το γνωστό 28ο κανόνα, ο οποίος συζητήθηκε στην επόμενη συνεδρίαση της 1ης Νοεμβρίου, παρουσία των εκπροσώπων του Πάπα, αλλά και των αρχόντων. Στη συνεδρίαση αυτή, παρά τις αντιδράσεις των εκπροσώπων του Πάπα, επικυρώθηκε ο 28ος κανόνας.

D90_32

Ακολούθησαν σχετικές επιστολές, τις οποίες απέστειλαν στον Πάπα Λέοντα η Σύνοδος, ο Πατριάρχης Ανατόλιος και αυτοκράτορας Μαρκιανός. Οι επιστολές αυτές αναφέρονται, μεταξύ άλλων, στο ζήτημα του 28ου κανόνος. Ο Λέων Α΄, παρά τις πιέσεις, δεν αποδέχθηκε τον κανόνα αυτό. Απεναντίας, με μια σειρά επιστολών του προς τον αυτοκράτορα, την αυτοκράτειρα, τον Πατριάρχη και άλλους ιεράρχες, εξέφρασε την πλήρη αντίθεσή του, ως προς το περιεχόμενό του. Παρά τη διαφωνία του με τον 28ο κανόνα και με τον τρόπο με τον οποίο μεθοδεύτηκε η σύνταξή του, δεν έφτασε στο σημείο να διασπάσει την ενότητα της Εκκλησίας.

Ενώ συνέβαιναν αυτά στην Ανατολή στη Δύση ο πάπας Λέων αύξησε την επιρροή του. Αυτό οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στην παρουσία των γερμανικών φύλων στην Κεντρική Ευρώπη. Οι Γερμανοί εκχριστιανίσθηκαν, και δημιούργησαν δικά τους κράτη, τα περισσότερα από τα οποία ακολουθούσαν τη διδασκαλία του Αρείου. Αυτό σημαίνει ότι οι αρειανικές γερμανικές Εκκλησίες δεν είχαν επικοινωνία και κανενός είδους εξάρτηση από τη Ρώμη. Η κατάσταση αυτή, αρχικά, δημιούργησε επιπλέον προβλήματα και αναταραχή στην ευρύτερη περιοχή. Ο Πάπας Λέων Α΄ όμως, κατόρθωσε να ανατρέψει τις δυσκολίες και σταδιακά να μεταφέρει τις γερμανικές Εκκλησίες στη δικαιοδοσία της Ρώμης. Να μη λησμονούμε ότι η Εκκλησία της Ρώμης επεδίωκε να επεκτείνει την επιρροή της στη Δύση. Για το σκοπό αυτό επιθυμούσε μια ενιαία ορθόδοξη πίστη. Παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι Εκκλησίες της Δύσεως, ο πάπας Λέων ενίσχυσε το κύρος του. Διαπίστωσε ότι η πολιτική και στρατιωτική εξουσία αδυνατούσε να επιλύσει το πρόβλημα. Παράλληλα, αντιλήφθηκε ότι οι κάτοικοι των περιοχών που κατέκτησαν τα γερμανικά φύλα συνέχιζαν να θεωρούν ως εκκλησιαστική τους αρχή την Εκκλησία της Ρώμης. Με τον τρόπο, όμως, αυτό ο Πάπας Λέων είχε τη δυνατότητα, αλλά και την υποχρέωση, να ασχολείται με το ποίμνιό του, που κατοικούσε στα γερμανικά κράτη.

Από την άλλη πλευρά, ο Λέων είχε να αντιμετωπίσει και άλλα προβλήματα, που προέρχονταν, όμως, από περιοχές που ήσαν ορθόδοξες και προσπάθησαν να γίνουν ανεξάρτητες από την Εκκλησία της Ρώμης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο επίσκοπος Αρελάτης Ιλάριος, ο οποίος επεδίωξε την ανεξαρτησία του από τη δικαιοδοσία του πάπα Λέοντος Α΄. Ο πάπας αντιλήφθηκε ότι οι διασπαστικές αυτές τάσεις στο χώρο των Εκκλησιών της Δύσεως απειλούσαν όχι μόνο την ισχύ του παπικού θεσμού, αλλά και την ενότητα της πίστεως. Για το λόγο αυτό συνεργάσθηκε με τον αυτοκράτορα της Δύσεως Βαλεντινιανό Γ΄, ο οποίος με διάταγμά του το 445 (rescriptum) διέταξε να έχουν ισχύ νόμου στην επικράτεια του Κράτους του, οι αποφάσεις του θρόνου της Ρώμης: Pro lege sit, quicquid sanxit vel apostolicae sedis auctoritas. Με το διάταγμα αυτό οι αποφάσεις του πάπα είχαν την ισχύ νόμου, γεγονός που σημαίνει ότι όλοι οι υπήκοοι ήσαν υποχρεωμένοι να τις αποδεχθούν. Το διάταγμα αυτό βοήθησε προς την κατεύθυνση της ενότητας της Εκκλησίας της Δύσεως κάτω από τη δικαιοδοσία του Πάπα Λέοντος Α΄.

Με τον τρόπο αυτό ο Λέων Α΄ κυριάρχησε στις Εκκλησίες που περιλαμβάνονταν στο Δυτικό Ρωμαϊκό Κράτος. Ο Πάπας, όμως, είχε η δυνατότητα να πράξει αυτό που αδυνατούσε να κάνει ο αυτοκράτορας της Δύσεως. Να έχει άμεση επικοινωνία με τους πιστούς των γερμανικών κρατών, να συνδιαλέγεται με τις αρχές τους και στην ουσία να επεμβαίνει στα εσωτερικά τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το Κράτος των Βανδάλων στη Βόρειο Αφρική. Οι Βάνδαλοι ήσαν οπαδοί του Αρείου και δημιούργησαν σημαντικά προβλήματα στην Τοπική Εκκλησία. Ως εκ τούτου, οι τοπικοί επίσκοποι και οι πιστοί διαπίστωσαν ότι ο μόνος που μπορούσε να διατηρήσει την ενότητα της Εκκλησίας τους ήταν ο Πάπας Λέων Α΄. Έτσι, όταν ο Πάπας επενέβη σε εσωτερικά ζητήματα της Τοπικής Εκκλησίας, οι επίσκοποι και οι πιστοί, όχι μόνο δεν αντέδρασαν, αλλά αποδέχθηκαν με χαρά τις ενέργειές του.

Με τον τρόπο αυτό, ο Λέων Α΄ κατέστη ο προστάτης και ο εγγυητής της ενότητας του ορθοδόξου ποιμνίου στη Δύση. Από την πορεία των γεγονότων διαπιστώνεται ότι ο Λέων δεν είχε κατά νου να καταστεί ο κυρίαρχος στη Δύση και τη Βόρεια Αφρική. Ο ίδιος αγωνίσθηκε για επιτύχει την ενότητα της Εκκλησίας και της πίστεως. Οι συνθήκες, όμως, επέβαλαν να ασχοληθεί και με ζητήματα πολιτικά. Λόγω της αδυναμίας της πολιτικής εξουσίας, το κενό που δημιουργήθηκε το κάλυψε ο Μέγας αυτός Πάπας, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν υπήρχε άλλη προσωπικότητα να αναλάβει αυτή την ευθύνη. Η θέση αυτή του Πάπα Λέοντος διαφαίνεται με σαφήνεια στις δύο παρακάτω περιπτώσεις.

Η πρώτη περίπτωση αφορά στον Αττίλα, τον αρχηγό των Ούννων, ο οποίος έφτασε στη Ρώμη. Ο αυτοκράτορας Βαλεντινιανός Γ΄ (425-455) δεν κατόρθωσε να σταματήσει την προέλασή του και ζήτησε διαπραγματεύσεις. Το ρόλο του μεσολαβητή είχε αναλάβει ο Πάπας Λέων Α΄, ο οποίος επικεφαλής αντιπροσωπείας συνάντησε τον Αττίλα. Δεν γνωρίζουμε πολλές λεπτομέρειες από τη συνάντηση αυτή. Το ζήτημα είναι ότι ο Πάπας, κομίζοντας δώρα, έπεισε τον αρχηγό των Ούννων να μην επιτεθεί εναντίον της Ρώμης. Στο θετικό αυτό αποτέλεσμα σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν η προσωπικότητα και η διαπραγματευτική ικανότητα του Πάπα Λέοντος Α΄. Με τον τρόπο αυτό αυξήθηκε το κύρος του Πάπα, ο οποίος κατέστη παράγοντας σταθερότητας και αξιοπιστίας στη Δύση. Ήταν η προσωπικότητα που είχε τη δυνατότητα να επεμβαίνει και να βρίσκει λύσεις, στις περιπτώσεις που οι αρμόδιοι πολιτικοί και στρατιωτικοί αδυνατούσαν να το πράξουν.

Σε αντίστοιχη δύσκολη θέση βρέθηκε η Ρώμη με την πολιορκία των Βανδάλων, το 455, μετά τη δολοφονία του Βαλεντινιανού Γ΄. Αυτή τη φορά ο πάπας δεν είχε τη δυνατότητα να πράξει κάτι, διότι οι επιδρομείς δεν επιθυμούσαν διαπραγμάτευση, αλλά τον πλούτο της Ρώμης. Οι Βάνδαλοι κατόρθωσαν να καταλάβουν την αιώνια πόλη, την οποία λεηλάτησαν και απογύμνωσαν από τους θησαυρούς της. Και στην περίπτωση αυτή η παρουσία του Πάπα Λέοντος Α΄ υπήρξε καταλυτική, γιατί αγωνίσθηκε να διασώσει το ποίμνιό του. Στη συνέχεια, όταν ο κίνδυνος των Βανδάλων απομακρύνθηκε, ο Πάπας ασχολήθηκε με την αποκατάσταση των καταστροφών που υπέστη η Ρώμη από την επιδρομή τους.

D90_106

Η θέση του πάπα έναντι της κοσμικής εξουσίας φαίνεται με σαφήνεια στην επιστολή που απέστειλε στον αυτοκράτορα, στην οποία υποστηρίζει ότι ο Μαρκιανός βασιλεύει υπηρετώντας τον Θεό, και υπηρετεί το Θεό βασιλεύοντας: Quanta sit in vestra clementia dilectio Dei, cui serviendo regnatis, et regnando servitis. Ο Πάπας αναγνωρίζει την κοσμική εξουσία ως προερχόμενη από τον Θεό. Άρα ο βασιλεύς πρέπει να υπηρετεί το Θεό. Με τον τρόπο  αυτό θα βασιλεύει υπέρ των υπηκόων του, που είναι η εικόνα του Θεού. Στην περίπτωση τώρα κατά την οποία ο αυτοκράτορας παρεκκλίνει από το δρόμο του Θεού, οι εκκλησιαστικοί ηγέτες οφείλουν να τον επαναφέρουν στο δρόμο του Θεού. Αυτό, όμως, πρέπει να το κάνουν με σύνεση, χωρίς φανατισμό, χρησιμοποιώντας κάθε θεμιτό μέσο. Αν η πολιτική εξουσία επιμένει στις απόψεις της, ο εκκλησιαστικός ηγέτης δεν πρέπει να υποχωρήσει, αλλά να συνεχίσει να ελέγχει την εξουσία, με σκοπό την επαναφορά της στο δρόμο του Θεού.

Αυτή τη θέση προσπάθησε να ακολουθήσει καθ΄ όλη τη διάρκεια της παποσύνης του ο Λέων Α΄. Συνδιαλέχτηκε και συζήτησε με όλους: αυτοκράτορες, αυτοκράτειρες, βαρβάρους, πατριάρχες και επισκόπους. Δε δίσταζε να επικοινωνεί μαζί τους και να τους πιέζει να αποδεχθούν την ορθοδοξία. Πάντοτε είχε ως σκοπό και στόχο την επικράτηση της ορθοδόξου πίστεως και τη σωτηρία του ορθοδόξου λαού. Όσες φορές ανέλαβε πολιτικές και διπλωματικές υποχρεώσεις, δεν το επεδίωξε ο ίδιος. Δεν αρνήθηκε, όμως, την πρόσκληση, για το καλό πάντοτε του ποιμνίου του. Υπήρξε πραγματικά, όπως περιλαμβάνεται και στον τίτλο του Συνεδρίου μας, η γέφυρα μεταξύ Ανατολής και Δύσης! Ως εκ τούτου, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι υπήρξε ο πρώτος πάπας που ονομάστηκε Μέγας, και τιμάται ως άγιος σε Ανατολή και Δύση.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.