Χαράλαμπος Ατματζίδης, Ο Πάπας Λέων Α´ (ο Μέγας) και η πρόσληψη της Βίβλου στην 28η Επιστολή του ("Τόμος")

D90_66_F_C

Η εισήγηση του εψηφισμένου Αναπληρωτή Καθηγητή του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ στο διεθνές επιστημονικό συνέδριο με θέμα: “Ο πάπας Λέων Α΄, ως γέφυρα διαλόγου Ανατολής και Δύσης” που διαξάγεται στη Θεσσαλονίκη (20-21 Απριλίου 2015)

Ο «Τόμος» του Πάπα της Ρώμης Λέοντα Α΄ του Μεγάλου αποτελεί ένα από τα πλέον γνωστά κείμενα του χριστιανισμού. Η φήμη του αυτή σχετίζεται με το περιεχόμενό του, που αναφέρεται στην αντιμετώπιση των θέσεων του αιρετικού Ευτυχή και με την συμβολή του στην διαμόρφωση του χριστολογικού δόγματος στην Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας (451).

Ταυτόχρονα όμως ο «Τόμος» δεν παύει  ν’ αποτελεί μια επιστολή του Λέοντα Α΄, την οποία αυτός αποστέλλει το 449 στον Αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως Φλαβιανό (446-449) και στη συνέχεια αναγιγνώσκεται και συμπεριλαμβάνεται στα πρακτικά της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου.

Συνήθως το ενδιαφέρον των ερευνητών επικεντρώνεται στο περιεχόμενο της Επιστολής, στο οποίο ο Λέων Α΄ καθόρισε με ακρίβεια τις δύο φύσεις του Χριστού. Η Επιστολή αυτή ακούστηκε με ενθουσιασμό και άρεσε πάρα πολύ στα μέλη της Συνόδου και στον αυτοκράτορα Μαρκιανό. Η χρησιμότητα της επίσης ήταν μεγάλη, γιατί βοήθησε στην διαμόρφωση των όρων της Συνόδου.

Αντίθετα δεν δίδεται μεγάλη σημασία από τους ερευνητές στην δομή της Επιστολής και στoν τρόπο χρήσης και πρόσληψης των βιβλικών κειμένων από τον Λέοντα Α΄.  Τα δύο αυτά στοιχεία θεωρούμε ότι δεν συνιστούν απλώς μεθοδολογικού χαρακτήρα προαπαιτούμενα για την κατανόηση του παπικού κειμένου, αλλά κάτι επιπλέον, όπως θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε στην παρούσα εισήγησή μας.

Σε αυτή θα ασχοληθούμε: Πρώτον, με την μορφολογία και την δομή της Επιστολής, που ονομάζουμε «Η μορφολογία και η δομή της Επιστολής» (Ι). Δεύτερον, με το ρητορικό τρόπο χρήσης από τον Λέοντα Α΄ των βιβλικών κειμένων στην Επιστολή, που τον ονομάζουμε «Η ρητορική πρόσληψη της Βίβλου στην Επιστολή» (ΙΙ). Τρίτον, με τον τρόπο πρόσληψης των βιβλικών χωρίων από τον Λέοντα Α΄, που τον ονομάζουμε «Η ερμηνευτική και θεολογική πρόσληψη της Βίβλου στην Επιστολή» (ΙΙΙ). Θα ολοκληρώσουμε με τα συμπεράσματα.

D90_1

Ι . Η μορφολογία και η δομή της Επιστολής

  1. Μορφολογικά ο Τόμος του Λέοντα είναι επιστολή και έχει τα ακόλουθα επιστολικά χαρακτηριστικά[1]:

1.1 Αποτελείται, όπως όλες οι επιστολές από την επιγραφή (11,1[2]), το προοίμιο (11,1), το κύριο μέρος (11,2-6), και τον επίλογο (11,6).

Στην επιγραφή (11,1) αναφέρεται ως αποστολέας ο Επίσκοπος Ρώμης Λέων Α΄ («Λέων [ἐπίσκοπος ῾Ρώμης]”) και ως παραλήπτης ο Επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Φλαβιανός  («Τῷ ἀγαπητῷ ἀδελφῷ Φλαβιανῷ»).

Στο προοίμιο (11,1) αναφέρεται η αιτία της σύνταξης της επιστολής, που είναι η καταγγελία των αιρετικών χριστολογικών θέσεων του Ευτυχή. Αυτός σύμφωνα με το κείμενο, για να περιγράψει τον Χριστό, στηρίζεται στον εαυτό του («ἐφ᾽ ἑαυτοὺς ἀνατρέχοντες») και δεν λαμβάνει υπόψη του την διδασκαλία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης.

Στο κύριο μέρος της Επιστολής (11,2-6) παρατίθενται ομαδοποιημένες πρώτα οι θέσεις του Ευτυχή. Αυτές τις αναφέρει ο Λέων Α΄ είτε αμέσως είτε εμμέσως. Στη συνέχεια, παρατίθενται κατά τρόπο αντιθετικό προς τις θέσεις του Ευτυχή οι θέσεις του Λέοντα Α΄. Αξιοσημείωτο είναι ότι οι θέσεις του επισκόπου Ρώμης συνοδεύονται και τεκμηριώνονται από χωρία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης.

Στον επίλογο (11,6) της Επιστολής περιλαμβάνονται προσφωνήσεις και ευχές του Λέοντα Α΄ προς τον Φλαβιανό («Ὁ θεὸς ἐρρωμένον σε διαφυλάττοι, ἀδελφὲ προσφιλέστατε»), καθώς και η ημερομηνία  σύνταξης της επιστολής, που είναι η 13η Ιουνίου του 449 («Ἐδόθη Εἰδοῖς Ἰουνίαις Ἀστυρίου καὶ Πρωτογενοῦς τῶν λαμπρότατων ὑπάτων» = 13 Ιουνίου 449).

1.2 Η Επιστολή έχει περιορισμένη έκταση. Αυτή δεν περιλαμβάνει εκτενείς αναφορές στις θέσεις του Ευτυχή, ούτε στις θέσεις του επισκόπου Ρώμης. Μπορούμε, λοιπόν, να ισχυριστούμε ότι ο Λέων Α΄ διατυπώνει στην Επιστολή κατά τρόπο «αποφθεγματικό» τις θέσεις του για την χριστολογία.

Αντίθετα αξιοπρόσεκτο είναι ότι ο Λέων Α΄ δεν φείδεται στις αναφορές του στην Βίβλο, τις οποίες παραθέτει, όποτε θεωρεί ότι είναι αναγκαίο να το πράξει. Συνολικά παραθέτει στην Επιστολή πέντε (5) χωρία από την Π.Δ. και σαράντα (40) χωρία από την Κ.Δ.. Σημειώνουμε εδώ ένα στοιχείο, που θα διευκρινίσουμε στο δεύτερο μέρος της εισήγησής μας.  Ο Λέων Α΄ θεωρεί τα βιβλικά κείμενα ως ένα ενιαίο σύνολο. Δεν τα διαχωρίζει σε παλαιοδιαθηκικά και σε καινοδιαθηκικά κείμενα. Επίσης προσεγγίζει τα βιβλικά κείμενα συγχρονιστικά και όχι διαχρονικά.

1.3 Η Επιστολή βρίσκεται από μορφολογικής άποψης πιο κοντά στις επιστολές της Καινής Διαθήκης απ’ ό,τι στις επιστολές – πραγματείες, που συνηθίζαν να συντάσσουν φιλόσοφοι της αρχαιότητας, όπως ο Σενέκας.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα της μορφολογικής συγγένειας της Επιστολής με καινοδιαθηκικές επιστολές αποτελούν οι παύλειες επιστολές και, κατά την γνώμη μας, η Β΄ Πέτρου. Δεν θα προβούμε εδώ σε αναλυτική αντιπαράθεση των ομοιοτήτων και των διαφορών αυτών. Απλώς αναφέρουμε επιλεκτικά τα εξής:

Πρώτον, στην Επιστολή του Λέοντα Α΄, όπως και στις προαναφερθείσες καινοδιαθηκικές επιστολές, γίνεται επίκληση βιβλικών χωρίων. Διευκρινίζουμε ότι στις παύλειες επιστολές οι βιβλικές παραθέσεις είναι από την Παλαιά Διαθήκη, αφού για τους χριστιανούς της εποχής ως Γραφή θεωρείται η Π.Δ.. Και αυτό συμβαίνει, επειδή το χρονικό αυτό διάστημα δεν υπάρχουν ακόμη κείμενα, που αναφέρονται στην ζωή και το έργο του Ιησού και στην διδασκαλία των αποστόλων. Αντίθετα, στην Β΄ Πέτρου, επιστολή που είναι μεταγενέστερη των παύλειων επιστολών[3], γίνεται για πρώτη φορά επίκληση κειμένων του αποστόλου Παύλου και άλλων καινοδιαθηκικών κειμένων (Β΄ Πε 1,17-18 · 3,15-16)[4]. Τέλος υπογραμμίζουμε ότι στην 28η Επιστολή του Λέοντα Α΄ έχουμε την επίκληση κειμένων τόσο από την Παλαιά Διαθήκης όσο και από την Καινή Διαθήκη.

Δεύτερον, σε όλες τις επιστολές που προαναφέραμε χρησιμοποιείται η ρητορική. Σε αυτή όμως και στην χρήση της στην Επιστολή του Λέοντα Α΄ θα αναφερθούμε παρακάτω.

  1. Ως προς την δομή του κυρίου μέρους της Επιστολής ή Τόμου σημειώνουμε τα εξής:

Η δομή του είναι τριμερής. Πρώτα αναφέρονται άμεσα ή έμμεσα οι θέσεις του Ευτυχή για τον Χριστό. Ακολουθεί η παράθεση των θέσεων του Λέοντα Α΄. Σε ορισμένες περιπτώσεις κατά την ανάπτυξη των θέσεων του Λέοντα Α΄ υπονοούνται και οι αντίθετες θέσεις του Ευτυχή. Τέλος, έπονται οι βιβλικές αναφορές. Συγκεκριμένα:

Στο κεφάλαιο 1 ο Επίσκοπος Ρώμης αναφέρεται στην πλάνη του Ευτυχή, ο οποίος επιχειρεί να προσεγγίσει την χριστολογία με τις δικές του δυνάμεις αγνοώντας την Βίβλο. Για ν’ αποδείξει ότι η πλάνη του Ευτυχή οφείλεται στην άγνοιά του επικαλείται ως άτεχνη απόδειξη το Ψλ 35,3 (Ο΄).

Στο κεφάλαιο 2 ο Λέων Α΄ αναφέρεται στην πλάνη του Ευτυχή και τονίζει ότι η διπλή γέννηση και φύση του Χριστού αποδεικνύεται από την πίστη της Εκκλησίας και από την Βίβλο. Ταυτόχρονα ο Λέων ο Α΄ περιγράφει αδρά τα παραπάνω χαρακτηριστικά του Χριστού. Τέλος επιχειρηματολογεί επικαλούμενος χωρία από την Π.Δ. και την Κ.Δ. και είναι κατά σειρά οι εξής: Εβρ 2,14 · Μτ 1,1 · Ρωμ 1,1 · Γεν 22,18 · Γαλ 3,8 · Ησ 7,14 · Μαλ 1,23 · Ησ 9,6 · Λκ 1,35 · Πρμ 9,1 · Ιω 1,14.

Στα κεφάλαια 3 και 4 ο Λέων Α΄ αναφέρεται εκτενώς, αντιπαρατιθέμενος ταυτόχρονα με τον Ευτυχή, στο πώς η αλήθεια και η δικαιοσύνη του Θεού φανερώνονται μέσα από την ενανθρώπιση του Ιησού Χριστού. Επίσης περιγράφει, πώς η κάθε φύση του Χριστού διατηρεί τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της. Τέλος επιχειρηματολογεί χρησιμοποιώντας χωρία από την Π.Δ. και την Κ.Δ. που είναι κατά σειρά οι εξής: Α΄ Τιμ 2,5· Ιω 1,1· Ιω 14· Ιω 1,3· Γαλ 4,4· Μτ 2,16· Μτ 3,17· Μτ 4,11· Ιω 4,10.14· Μτ 14,25· Λκ 8,24· Ιω 11,35· Ιω 11,39.43· Μτ 27 45.51· Λκ 23,43· Ιω 10,30· Ιω 14,28.

Στο κεφάλαιο 5 ο Λέων Α΄ επεξηγεί, υπονοώντας τις αιρετικές θέσεις του Ευτυχή, πώς  εννοείται η αντίδοση των ιδιωμάτων των δύο φύσεων στο ένα πρόσωπο του Χριστού. Επίσης αναλύει και υποστηρίζει την αλήθεια της ανθρώπινης φύσης του Χριστού. Όλες τις θέσεις του τις στηρίζει στα εξής  βιβλικά χωρία:  Α΄ Κορ 2,8· Μτ 16,13.15· Μτ 16,16· Πρ 1,3· Πρ 1,4· Ιω 20,19.22· Λκ 24,39· Α΄ Ιω 4,2.3· Ιω 19,34· Α΄ Πε 1,2· Α΄ Πε 1,18.19· Α΄ Ιω 1,7· Α΄ Ιω 5,4-8.

Στο κεφάλαιο 6, το τελευταίο κεφάλαιο της επιστολής, ο Λέων Α΄ αντικρούει την θέση του Ευτυχή, ότι ο Χριστός είχε δύο φύσεις πριν την ένωση, την θεϊκή και την ανθρώπινη, και μία φύση μετά την ένωση, την θεϊκή. Στη συνέχεια ο Λέων Α΄ προτρέπει να ληφθούν  τα απαραίτητα μέτρα ώστε να καταδικαστούν οι αιρετικές θέσεις του Ευτυχή και να δοθεί η δυνατότητα σε αυτόν να σωθεί. Ο Λέων Α΄ για μια ακόμη φορά επικαλείται χωρία της Βίβλου για να προβάλει ότι η μεγαλοψυχία της Εκκλησίας πηγάζει από την στάση και την διδασκαλία του Χριστού (Ιω 10,11 · Λκ 9,56).

Αξιοπρόσεκτο είναι ότι οι παραθέσεις από την Βίβλο βρίσκονται πάντοτε μετά τις αναφορές στις αιρετικές θέσεις του Ευτυχή και μετά την περιγραφή του χριστολογικού δόγματος που κάνει ο Λέων Α΄. Η Βίβλος παρατίθεται στο τέλος κατά την γνώμη μας σκόπιμα, για να δηλωθεί ότι αυτή δεν εμπλέκεται στο όποιο «διάλογο» του Λέοντα Α΄ με τον Ευτυχή. Αντίθετα ο Επίσκοπος Ρώμης επικαλείται την αυθεντία της Βίβλου, ως το πλέον ατράνταχτο τεκμήριο υπέρ των χριστολογικών θέσεών του.

D90_7

ΙΙ. Η ρητορική πρόσληψη της Βίβλου στην Επιστολή

Ήδη αναφέραμε παραπάνω ότι στις παύλειες Επιστολές, στην Β΄ Πε και στην Επιστολή του Λέοντα Α΄ χρησιμοποιείται η ρητορική.

Σημειωτέον όμως ότι η ρητορική αυτή δεν είναι η ίδια με την κλασική ρητορική της ελληνορωμαϊκής εποχής. Αυτή δεν είναι η κλασική ρητορική του Δημοσθένη, του Ισοκράτη, του Κικέρωνα και των άλλων κλασικών ρητόρων. Αντίθετα η ρητορική που χρησιμοποιείται στις παραπάνω αναφερθείσες επιστολές είναι αναθεωρημένη και συγχρονισμένη με τα νέα ιδεολογικά, θρησκευτικά και κοινωνικά δεδομένα. Με άλλα λόγια η συνάφεια που καθρεφτίζεται σε αυτές τις επιστολές δεν είναι κάποιος χώρος δικαστηρίου ούτε μια πολιτική συγκέντρωση ούτε μια πανηγυρική συνάθροιση πολιτών. Αυτές οι τρεις συνάφειες αποτέλεσαν, ως γνωστόν, την μήτρα ανάπτυξης των τριών κλασικών γενών του ρητορικού λόγου[5]. Αντίθετα η ρητορική συνάφεια των επιστολών αυτών σχετίζεται με θέματα μιας νέας κοινότητας, της χριστιανικής, η οποία έχει νέες ανάγκες και νέα θεματική.

Ακόμη, στις επιστολές αυτές δεν καθρεφτίζεται κάποια «διαδικασία» ενώπιον κάποιου δικαστηρίου ή κάποιας πολιτικής συγκέντρωσης ή κάποιας πανηγυρικής συνάθροισης του λαού. Αντίθετα τη θέση όλων αυτών έχουν πάρει πλέον νέες «διαδικασίες», λειτουργίες και στάσεις ζωής,  που έχουν να κάνουν με τις νέες συσσωματώσεις ανθρώπων στα χωριά, στις πόλεις, με την εμφάνιση νέων αντιλήψεων και θέσεων, πολλές από τις οποίες χρήζουν αντιμετώπισης και ανασκευής και με νέα όργανα λήψης αποφάσεων, όπως είναι οι Οικουμενικές Σύνοδοι[6].

Τέτοιο δείγμα καινοφανών θέσεων αποτέλεσαν οι απόψεις του Ευτυχή, ο οποίος εισήγαγε νέες ιδέες ως προς την χριστολογία και την σωτηριολογία, που έρχονται σε αντίθεση με τις αποδεκτές από την Εκκλησία θέσεις. Αυτός είναι και ο λόγος της σύνταξης της Επιστολής από τον Λέοντα Α΄. Αυτή όχι μόνον αποστέλλεται προς τον Επίσκοπο Κων/πόλεως Φλαβιανό, αλλά αναγιγνώσκεται και ενσωματώνεται στα πρακτικά του ανώτατου συλλογικού οργάνου λήψης αποφάσεων επί δογματικών θεμάτων, που είναι η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος.

Ως προς τα ρητορικά στοιχεία της 28ης Επιστολής διαπιστώνουμε ότι ο Λέων ο Α΄ χρησιμοποιεί σε αυτή μέρος της επιχειρηματολογίας που υπάρχει στην κλασική ρητορική και στις παραπάνω αναφερθείσες καινοδιαθηκικές επιστολές. Συγκεκριμένα:

Πρώτον, χρησιμοποιεί στοιχεία του ρητορικού είδους του «ψόγου» για να ελέγξει τον Ευτυχή.

Σημειώνουμε ότι το ρητορικό είδος του «ψόγου» (vituperatio)[7] είναι η λεκτική επίθεση του ρήτορα κατά κάποιου προσώπου ή πράγματος. Ο «ψόγος» μαζί με τον «έπαινο» ανήκουν κατά τον Αριστοτέλη στο τρίτο γένος του ρητορικού λόγου, το «πανηγυρικό ή επιδεικτικό γένος» (genus demostrativum)[8]. Περιγραφή και υποδείγματα σύνταξης ενός «ψόγου» βρίσκουμε στα “Προγυμνάσματα”[9], τις ασκήσεις ρητορικής τέχνης που είχαν συνταχθεί για τους φοιτητές της ρητορικής. Σε ένα από αυτά ο ρήτορας Αφθόνιος (4αι. – 5 αι. μ.Χ.)[10] αναφέρεται στο ρητορικό είδος του «ψόγου». Κατ’ αρχήν ορίζει τον «ψόγο» ως το ρητορικό είδος που εκθέτει τα κακά χαρακτηριστικά κάποιου προσώπου ή τόπου («Ψόγος ἐστὶ λόγος ἐκθετικὸς τῶν προσόντων κακῶν»[11]). Επισημαίνει επίσης ότι η δομή ενός «ψόγου» πρέπει να είναι παρόμοια με εκείνη του «εγκωμίου»[12]. Ακόμη ότι πρέπει να περιλαμβάνει και ν’ αναφέρει όλα τα κακά χαρακτηριστικά του προσώπου, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τον ρήτορα για να επιτύχει τον σκοπό του[13]. Ο Αφθόνιος μετά την γενική αναφορά του στο ρητορικό είδος του «ψόγου» παραθέτει τον «Ψόγο Φιλίππου», ένα υπόδειγμα «ψόγου» για τους σπουδαστές της ρητορικής τέχνης. Σε αυτόν αναφέρεται στον Φίλιππο Β΄ της Μακεδονίας (382-336 π.χ.) και τα έργα του κατά τρόπο υπερβολικό και απαξιωτικό.

Υπογραμμίζουμε ότι ο Λέων Α΄ δεν καταφέρεται κατά τρόπο επιθετικό και απαξιωτικό κατά του Ευτυχή, αλλά ελεγκτικό. Σκοπός του δεν είναι να τον υποβαθμίσει ηθικά, αλλά να αναδείξει την πλάνη του. Έτσι τον κατηγορεί ότι δεν αποδείχτηκε άξιος για το αξίωμα του πρεσβυτέρου («ὁ τοῦ πρεσβυτέρου προσηγορίᾳ τιμῆς εἶναι ἄξιος νομισθείς»[14]) με το οποίο τον τίμησε η Εκκλησία. Επίσης ότι αυτός με τις πράξεις του αποδέχτηκε «ασύνετος», «αμαθής», «ασεβής» και «άφρονας», αφού δεν έλαβε υπόψη του τις αποφάσεις τις Εκκλησίας και κυρίως την Βίβλο[15].

Δεύτερον, ο Λέων Α΄ χρησιμοποιεί επίσης τις αποκαλούμενες στην Ρητορική «αποδείξεις», με τις οποίες ενισχύει τις χριστολογικές θέσεις του έναντι των θέσεων του Ευτυχή.

Σημειώνουμε ότι στην κλασική ρητορική, όπως την περιγράφει και την οριοθετεί ο Αριστοτέλης στο έργο του με τον τίτλο «Ρητορική», υπάρχουν δύο είδη αποδείξεων, «πίστεων», όπως τις ονομάζει. Οι αποδείξεις αυτές «προσάγονται» στο δικαστήριο ή άλλού στο πλαίσιο ενός ρητορικού λόγου και είναι δύο ειδών, οι έντεχνες αποδείξεις (“ἔντεχνοι πίστεις”) και οι άτεχνες αποδείξεις (“ἄτεχνοι πίστεις”). Στις έντεχνες αποδείξεις ο Αριστοτέλης περιλαμβάνει λογικές κατασκευές, συλλογισμούς, που έχουν σκοπό να πείσουν τον δικαστή και το ακροατήριο για την αλήθεια των όσων υποστηρίζονται. Tέτοιες “ἔντεχνοι πίστεις” είναι το “ἐνθύμημα”, το “παράδειγμα” κ.ά.[16]. Στην κατηγορία των άτεχνων αποδείξεων ο Αριστοτέλης περιλαμβάνει τους νόμους, τους μάρτυρες και τα διάφορα έγγραφα που προσκομίζουν ή επικαλούνται οι ρήτορες. Όλα αυτά αποσκοπούν να πείσουν τον δικαστή και το ακροατήριο για την αλήθεια των όσων υποστηρίζονται[17].

Ο Λέων Α΄ επιλέγει και χρησιμοποιεί στην Επιστολή του «άτεχνες αποδείξεις», για να πείσει για την αλήθεια των θέσεών του. Αυτές είναι οι μαρτυρίες της Βίβλου για το πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Αντίθετα δηλαδή με τον Αριστοτέλη, που θεωρούσε ότι οι «έντεχνες αποδείξεις» είναι οι σημαντικότερες σε έναν ρητορικό λόγο,  ο Λέων Α΄ προτιμά τις «άτεχνες αποδείξεις» που σχετίζονται με την επίκληση βιβλικών χωρίων. Έτσι καταδεικνύεται η μεγάλη σημασία που αυτός προσδίδει στην Βίβλο. Άλλωστε αυτό το δηλώνει ήδη στην αρχή του λόγου του. Εκεί αναφερόμενος στον Ευτυχή και τις θέσεις του τονίζει ότι ο Ευτυχής αποδείχτηκε

 …πολύ τις ἀσύνετος καὶ λίαν ἀμαθὴς ἀποδεικνύεται, ὡς περὶ αὐτοῦ καὶ τὸ τοῦ προφήτου εἰρῆσθαι· “Οὐκ ἠβουλήθη συνιέναι τοῦ ἀγαθῦναι, ἀδικίαν ἐμελέτησεν ἐπὶ τῆς κοίτης αὐτοῦ[18] ”. [19]

Ο Λέων Α΄ στο παραπάνω κείμενο χρησιμοποιεί ένα ψαλμικό χωρίο και χαρακτηρίζει ως ασύνετο και αμαθή τον Ευτυχή. Και αυτό γιατί τόσο ο Ευτυχής όσο και άλλοι ασύνετοι και αμαθείς σαν κι αυτόν, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, για να προσεγγίσουν το πρόσωπο του Χριστού δεν στηρίζονται

…ἐπὶ τὰς προφητικὰς δὲ φωνάς, οὐκ ἐπὶ τὰς τῶν ἀποστόλων γραφάς, οὐκ ἐπὶ τὰς εὐαγγελικὰς αὐθεντίας, ἀλλ᾽ ἐφ᾽ ἑαυτοὺς ἀνατρέχοντες, καὶ διὰ τοῦτο διδάσκαλοι πλάνης ἀναδεικνύμενοι, ἐπειδὴ τῆς ἀληθείας μαθηταὶ μὴ γεγόνασι. ποίαν γὰρ ἀπὸ τῶν θείων βίβλων παιδείαν τῆς τε παλαιᾶς καὶ καινῆς διαθήκης προσέλαβεν (ο Ευτυχής), ὃς οὐδὲ αὐτοῦ τοῦ συμβόλου τῶν προοιμίων ἐδράξατο;[20]

Σύμφωνα με το κείμενο το ολέθριο σφάλμα του Ευτυχή είναι ότι επιχειρεί να προσεγγίσει το χριστολογικό δόγμα στηριζόμενος στον εαυτό του και όχι στην αυθεντία της Βίβλου.

Παρατηρούμε λοιπόν ότι ο Λέων Α΄ και μέσα από την ρητορική που εφαρμόζει στην Επιστολή τονίζει την ιδιαιτερότητα και την μεγάλη σημασία της Βίβλου για την διαμόρφωση του χριστολογικού δόγματος. Είναι σημαντικό επίσης να επισημάνουμε ότι ο Επίσκοπος Ρώμης δεν υπεισέρχεται σε λεπτομέρειες σχετικές με την θέση της Βίβλου στην όλη χριστιανική παράδοση ούτε σε άλλες σχετικές θεωρητικές αναλύσεις. Αυτό που τον ενδιαφέρει είναι να τονίσει από την αρχή το ολέθριο σφάλμα του Ευτυχή να επιδιώξει να περιγράψει την χριστολογία στηριζόμενος μόνον στον εαυτό του και όχι και στην διδασκαλία της Βίβλου για τον Χριστό.

D90_26

ΙΙ. Η ερμηνευτική και θεολογική πρόσληψη της Βίβλου στην Επιστολή

Μετά την αναφορά μας στην μορφολογία και στην δομή της Επιστολής, καθώς και στην ρητορική πρόσληψη της Βίβλου στην Επιστολή θα εξετάσουμε τον ερμηνευτικό και θεολογικό τρόπο πρόσληψης των βιβλικών χωρίων από τον Λέοντα Α΄.

Πρώτα θα παραθέσουμε  ενδεικτικά τρία παραδείγματα από την Επιστολή, με τα οποία θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε τον τρόπο πρόσληψης της Βίβλου από τον Λέοντα Α΄. Στη συνέχεια θα παραθέσουμε κωδικοποιημένα  τα κύρια χαρακτηριστικά που έχει η ερμηνευτική προσέγγιση  των βιβλικών κειμένων από τον Λέοντα Α΄. Τέλος, θα προσπαθήσουμε να αξιολογήσουμε την ερμηνευτική τακτική του Λέοντα Α΄.

  1. Παρακάτω αναφέρω τα  τρία παραδείγματα:

Πρώτο παράδειγμα:  Ο Λέων Α΄ στο πλαίσιο αντιμετώπισης του Ευτυχή τον κατηγορεί ότι δεν έλαβε υπόψη του

“τὰς προφητικὰς δὲ φωνάς”, οὐκ ἐπὶ τὰς τῶν ἀποστόλων γραφάς, οὐκ ἐπὶ τὰς εὐαγγελικὰς αὐθεντίας”[21].

Για τον Λέοντα Α΄ τόσο τα παλαιοδιαθηκικά κείμενα όσο και τα καινοδιαθηκικά κείμενα αποτελούν ένα ενιαίο σώμα και έτσι πρέπει να προσεγγίζονται. Ελλείπει, και είναι φυσικό, η σύγχρονη θεώρηση, ότι πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι τα κείμενα αυτά είναι δημιουργήματα, στα οποία υπάρχει και η ανθρώπινη σφραγίδα. Επομένως πρέπει να ισχύουν γι’ αυτά τα ίδια που ισχύουν για οποιοδήποτε άλλο ανθρώπινο πνευματικό δημιούργημα. Η θεώρηση όμως αυτή φαίνεται να συγκρούεται με την κατηγορηματική θέση του Λέοντα, ότι τα βιβλικά κείμενα συνιστούν τις “θείες γραφές”[22] ή τις “άγιες γραφές”[23].

Δεύτερο παράδειγμα: Ο Λέων Α΄, για να θεμελιώσει την θέση για την ανθρώπινη φύση του Χριστού επικαλείται δύο διαφορετικές σχετικές βιβλικές παραδόσεις, μία από την Π.Δ. (Γεν 22,18) και μία από την Κ.Δ. (Γαλ 3,16).  Η πρώτη παράδοση αναφέρεται στη δήλωση του Θεού προς τον Αβραάμ ότι με τον απόγονο του Αβραάμ, το “σπέρμα”, θα ευλογηθούν όλα τα έθνη της γης, επειδή ο Αβραάμ υπάκουσε στις εντολές του Θεού[24]. Η δεύτερη παράδοση αναφέρεται στον Παύλο, ο οποίος τονίζει χαρακτηριστικά ότι οι επαγγελίες του Θεού δόθηκαν ως διαθήκη – συμφωνία με τον Αβραάμ και τον απόγονό του («σπέρμα»). Ο Παύλος επεξηγεί ότι η Γραφή δεν λέει και στους απογόνους του Αβραάμ αλλά κάνει λόγο για ένα απόγονο, που κατά τον Παύλο είναι ο Χριστός[25].

Για την σύγχρονη ερμηνευτική τα εν λόγω χωρία χρήζουν αυτόνομης ερμηνείας. Η αναφερόμενη λέξη «σπέρμα» θεωρείται ότι μπορεί να έχει «συλλογική σημασία» (collectivemeaning) και να μην αναφέρεται αναγκαστικά σε ένα πρόσωπο.  Μπορεί όμως να αναφέρεται και σε ένα πρόσωπο. Στην έρευνα έχουμε αποδείξεις μιας τέτοιας σημασίας. Π.χ. στο Γεν 22,16-17 · 24,7 ο όρος «σπέρμα» φαίνεται να αναφέρεται στον Ισαάκ.  Επίσης στο Β΄ Σαμ (Βασ Β΄) 7,12-14 χρησιμοποιείται η λέξη «σπέρμα» για τον διάδοχο του Δαβίδ, τον Σολομώντα. Τέλος στο κείμενο του Κουμράν 4QFlor (4Q174) 1.10-11 η λέξη «σπέρμα» προσλαμβάνει μεσσιανικές διαστάσεις, αφού αναφέρεται ότι με την λέξη αυτή εννοείται ο Μεσσίας.  Τέλος υπενθυμίζουμε ότι ο απ. Παύλος στο Γαλ 3,16, ερμηνεύοντας τον Γεν 22,18, συνδέει την όλη ευλογία και επαγγελία του Θεού προς τον Αβραάμ με τον Χριστό[26].

Αντίθετα ο Λέων Α΄ δεν ερμηνεύει αυτόνομα το παλαιοδιαθηκικό χωρίο άλλα το συνδέει με την Καινή Διαθήκη. Ως προς αυτό υιοθετεί την ερμηνευτική τακτική  του Παύλου. Παράλληλα όμως απομακρύνεται ερμηνευτικά από αυτόν. Συγκεκριμένα, ο Παύλος στο Γαλ 3,6-16 και στο πλαίσιο της αντιπαράθεσής του με τους ιουδαΐζοντες αντιπάλους του επιχειρεί να πείσει τους Γαλάτες χριστιανούς για τις θετικές επιπτώσεις της πίστης προς τον Θεό προβάλλοντας σ’ αυτούς ως πρότυπο τον Αβραάμ. Συγκεκριμένα επικαλείται την Παλαιά Διαθήκη, την οποία αναφέρει ως η Γραφή (Γαλ 3,6), προβάλλει τον Αβραάμ ως υπόδειγμα πιστού και αναφέρεται μέσω του όρου «ἐπαγγελία» στην υπόσχεση του Θεού προς αυτόν και στην ευλογία του προς όλα τα έθνη μέσω του Αβραάμ και του απογόνου του («σπέρματος»), δηλαδή του Χριστού. Ο Λέων  Α΄ όμως μέσω των δύο αυτών βιβλικών χωρίων και άλλων που συναριθμεί τονίζει ότι αναφέρονται και αναδεικνύουν την ανθρώπινη φύση του Ιησού Χριστού.

D90_23

Τρίτο παράδειγμα: Ο Λέων Α΄, για να θεμελιώσει την θέση για την ανθρώπινη φύση του Χριστού επικαλείται δύο διαφορετικές σχετικές βιβλικές παραδόσεις, μια από το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο και μια από την προς Ρωμαίους Επιστολή. Η πρώτη παράδοση αναφέρεται στην γενεαλογία του Ιησού, όπως αυτή παρατίθεται στο Μτ 1,1εξ. Σε αυτό γίνεται σύνδεση του Ιησού με την γενιά του Δαβίδ[27]. Η άλλη είναι η μοναδική αναφορά του Παύλου στην καταγωγή του Ιησού από τον Δαβίδ (Ρωμ 1,3)[28]. Και οι δύο λοιπόν βιβλικές αναφορές κάνουν λόγο για την καταγωγή του Ιησού από τον Δαβίδ, δηλαδή από τον εξέχοντα βασιλιά του Ισραήλ. Αυτό όμως που ενδιαφέρει τον Λέοντα Α΄στο σημείο αυτό είναι να επιβεβαιωθεί βιβλικά η αλήθεια για την ανθρώπινη φύση του Χριστού. Γι’ αυτό παραθέτει απλά δύο καινοδιαθηκικά κείμενα, χωρίς να τον απασχολεί οτιδήποτε άλλο σχετικό με την παράδοση των κειμένων αυτών.

  1. Τα παραπάνω παραδείγματα μας βοηθούν να προσδιορίσουμε τα κύρια χαρακτηριστικά  που έχει η ερμηνευτική προσέγγιση  των βιβλικών κειμένων από τον Λέοντα Α΄, τα οποία και παραθέτουμε:

Πρώτον, τα βιβλικά κείμενα θεωρούνται από τον Λέοντα Α΄ ως η ύψιστη αυθεντία και χαρακτηρίζονται «θείες γραφές» ή «άγιες γραφές»[29].

Οι Γραφές αυτές θεωρούνται από τον Επίσκοπό Ρώμης ως ένα σύνολο κειμένων, που συνδέονται ποικιλόμορφα με τον Θεό και συντάσσονται από τους προφήτες, αποστόλους και τους επιμέρους εμπνευσμένους συγγραφείς της Αγίας Γραφής (πρβλ. «Ἔνθα ὁ μακάριος Πέτρος θεόθεν ἐμπνευσθεὶς»)[30]. Το σύνολο αυτό των κειμένων, όπως είναι παγιωμένο, καλείται ο πιστός αναγνώστης να το διαβάσει και να εξαγάγει τα όποια συμπεράσματά του.

Ο Λέων Α΄ αναφέρεται βέβαια και ξεχωριστά στην Π.Δ. και την Κ.Δ.[31] ή σε συγγραφείς βιβλικών κειμένων[32]. Η αναφορά του όμως αυτή, θεωρούμε ότι είναι επεξηγηματική και ρητορική. Ο Λέων Α΄ συνηθίζει ν’ αναφέρει τα διάφορα σχετικά χωρία, χωρίς να γράφει και το σχετικό κεφάλαιο ή στίχο του εκάστοτε βιβλίου. Γι’ αυτό θέλει, με την αναφορά του στον βιβλικό συγγραφέα ή στον απόστολο ή στον προφήτη που διατύπωσε την σχετική θέση, να καθοδηγήσει τον αναγνώστη της επιστολής. Επίσης θεωρούμε ότι ο Επίσκοπος Ρώμης, με την αναφορά του στους προφήτες, στους αποστόλους και στους συγγραφείς των θείων κειμένων, αποσκοπεί να ισχυροποιήσει έτι περαιτέρω την αυθεντία της Βίβλου.

Όμως ή θεώρηση του Λέοντα Α΄ ότι τα βιβλικά κείμενα αποτελούν την ύψιστη αυθεντία και χαρακτηρίζονται «θείες γραφές» ή «άγιες γραφές», ενώ είναι κατ’ αρχήν σωστή, εν τούτοις χρήζει περαιτέρω εξήγησης. Και βεβαίως τα βιβλικά κείμενα συνιστούν την υπέρτατη αυθεντία, αφού αποτελούν, όπως γράφει ο Καθηγητής Νίκος Ματσούκας, τους «…εκλεκτούς και εύχυμους καρπούς της εκκλησιαστικής ζωής». Ταυτόχρονα όμως ο ίδιος σημειώνει ότι, επειδή τα βιβλικά κείμενα είναι και ανθρώπινα πνευματικά δημιουργήματα, είναι απαραίτητο αυτά να ερευνώνται και επιστημονικά[33].

Δεύτερον, ο Λέων Α΄ αντιμετωπίζει την Βίβλο, την Π.Δ. και την Κ.Δ. ως θείο χριστιανικό κείμενο. Αυτό όμως παραβλέπει το γεγονός ότι η ονομαζόμενη από τους χριστιανούς ως «Παλαιά Διαθήκη» είναι πρώτα απ’ όλα ιουδαϊκό κείμενο. Επίσης η θέση αυτή αντιπαρέρχεται το γεγονός ότι τα βιβλικά κείμενα, που προήλθαν μέσα από μια μακραίωνη διαδικασία, πρέπει να εξεταστούν συναφειακά και στο εκάστοτε πολιτισμικό τους πλαίσιο.

Τρίτον, ο Λέων Α΄ ερμηνεύει την Π.Δ. χριστιανικά (interpretatio christiana). Θεωρεί δηλαδή ότι τα κείμενα της Π.Δ. αναφέρονται και εκπληρώνονται στην Κ.Δ. Αυτός είναι και ο λόγος που ο Λέων Α΄, όταν τα χρησιμοποιεί στο κείμενό του τα παραθέτει μαζί με χωρία της Κ.Δ., χωρίς να τα ξεχωρίζει ούτε να τα αναλύει αυτόνομα[34]. Σημειώνουμε ότι η ερμηνευτική αυτή τάση εφαρμόζεται ήδη από τους συγγραφείς της Κ.Δ.. Ο επίσκοπος Ρώμης υιοθετεί την παράδοση που ήδη υπάρχει στην Κ.Δ. και η οποία πρεσβεύει ότι η Κ.Δ. είναι συνέχεια της Π.Δ..

Έτσι όμως αίρεται η χρονική και από πλευράς περιεχομένου αυτοτέλεια των κειμένων.

Τέταρτον, ο Λέων Α΄ ερμηνεύει τα αναφερθέντα βιβλικά χωρία χριστοκεντρικά. Την τάση αυτή του Επισκόπου Ρώμης την χαρακτηρίζω «ερμηνευτικό χριστοκεντρισμό».

 Ο επίσκοπος της Ρώμης ενδιαφέρεται δηλαδή πρώτιστα να αναδείξει τις δύο φύσεις του Ιησού Χριστού και να ανατρέψει τον μονοφυσιτισμό του Ευτυχή. Για την επίτευξη του σκοπού του αυτού επικαλείται οποιοδήποτε αγιογραφικό χωρίο, παλαιοδιαθηκικό και καινοδιαθηκικό, αποδεικνύει κατά την γνώμη του και κατά τρόπο αυθεντικό, επειδή είναι αγιογραφικό,  την αλήθεια της θέσης του για τις δύο φύσεις του Χριστού.

Και αυτή όμως η ερμηνευτική τακτική του Λέοντα καθρεφτίζει μόνον ένα μέρος του περιεχομένου του εκάστοτε βιβλικού χωρίου.

3. Σύμφωνα με τα παραπάνω και σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση των ερμηνευτικών προσεγγίσεων του Λέοντα Α΄, σημειώνουμε την ιδιαίτερη ερμηνευτική και επιλεκτική τάση, που εφαρμόζει ο Επίσκοπος Ρώμης, στα βιβλικά κείμενα που παραθέτει στην Επιστολή του. Ταυτόχρονα, όμως  και εξαιτίας της στάσης του επισκόπου Ρώμης εγείρεται στον σημερινό ερευνητή, αλλά και τον μη ειδικό, το ερώτημα για την της αιτία που οδήγησε τον Λέοντα Α΄ να επιλέξει τις παραπάνω αρχές και να προσεγγίσει με τον συγκεκριμένο τρόπο τα βιβλικά κείμενα.

Θεωρούμε ότι η απάντηση στο ερώτημα αυτό εξαρτάται από την παραδοχή ή μη της πραγματικότητας που ισχύει στην ερμηνευτική των βιβλικών κειμένων. Σήμερα είναι πλέον αποδεκτό ότι για την προσέγγιση οποιουδήποτε βιβλικού κειμένου απαιτείται μια συνδυαστική χρήση των διάφορων ερμηνευτικών μεθόδων, διαχρονικών και συγχρονικών. Η τάση αυτή βοηθά να προσεγγιστεί το κείμενο πολύπλευρα και έτσι να δοθεί η δυνατότητα να αναδειχτούν οι διάφορες σηματοδοτήσεις του.  Έχει παρέλθει πλέον ο χρόνος που μια ερμηνευτική μέθοδος διεκδικούσε την αποκλειστικότητα στην ερμηνεία των κειμένων. Σήμερα η πράξη έχει δείξει το αντίθετο, γι’ αυτό και προβάλλεται ο ερμηνευτικός πλουραλισμός.

Θεωρούμε  ακόμη ότι στην περίπτωση της κατανόησης και αξιολόγησης της Ερμηνευτικής του Λέοντα Α΄  μπορεί να βοηθήσει η ερμηνευτική μέθοδος που σχετίζεται με την αναγνωστική θεωρία ή αλλιώς θεωρία της πρόσληψης[35].

Θα επιχειρήσω εντελώς επιγραμματικά να περιγράψω την μέθοδο αυτή και ταυτόχρονα να καταθέσω τις, κατά την γνώμη μου, έξι σταθερές που διέπουν την ανάγνωση ενός κειμένου, άρα και ενός βιβλικού κειμένου, από τον εκάστοτε χριστιανό αναγνώστη, άρα και τον αναγνώστη Πατέρα της Εκκλησίας.

 Η αναγνωστική θεωρία λοιπόν χαρακτηρίζεται από την ευρύτητά της και περιλαμβάνει στους κόλπους της πολλές υπό-θεωρίες. Αυτός είναι και ο λόγος που η αναγνωστική θεωρία ονομάζεται επίσης θεωρία της πρόσληψης (reception theory) ή αισθητική της πρόσληψης (reception esthetic) ή θεωρία της αναγνωστικής – αισθητικής ανταπόκρισης (reader – response criticism)[36].

Η εν λόγω θεωρία αποσκοπεί στην ανάδειξη του ρόλου του αναγνώστη κατά την αναγνωστική διαδικασία. Η θεωρία αυτή που εκπροσωπείται μεταξύ των άλλων, από τους   H. R. Jauss[37], D. Bleich και S. Fish[38], καθώς και από τον W. Iser[39], επηρεάστηκε αποφασιστικά από τις θέσεις του φιλοσόφου H.-G. Gadamer, ο οποίος διατύπωσε την θεωρία της «συγχώνευσης των οριζόντων»[40] ή αλλιώς τη θέση «περί  σύμμειξης των οριζόντων του συγγραφέα και του αναγνώστη ενός κειμένου»[41]. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή το νόημα ενός λογοτεχνικού έργου δεν εξαντλείται ποτέ στις προθέσεις του συγγραφέα. Καθώς το έργο περνά από το ένα πολιτισμικό ή κοινωνικό πλαίσιο στο άλλο, οι αναγνώστες μπορούν να αποκομίσουν από αυτό καινούργια νοήματα, τα οποία ίσως δεν είχαν προβλέψει ο συγγραφέας ή το σύγχρονό του αναγνωστικό κοινό. Έτσι η κατανόηση του κειμένου επιτυγχάνεται με τη «συγχώνευση των οριζόντων», δηλ. ο ιστορικός ορίζοντας των αναγνωστών συγχωνεύεται με τον ιστορικό ορίζοντα του έργου. Επομένως, η ερμηνεία του έργου είναι ένας διάλογος του παρελθόντος και του παρόντος, ενώ η κατανόησή του εξαρτάται από τι είδους ερωτήματα θέτουν οι αναγνώστες σ’ αυτό. Σημειώνουμε ότι η θέση αυτή του H.-G. Gadamer υιοθετήθηκε από τους εκπροσώπους της αναγνωστικής θεωρίας και στη συνέχεια εμπλουτίστηκε με νέα θέσεις. Από αυτές θεωρούμε αξιοπρόσεκτη και πολύ βοηθητική για την ερμηνευτική των βιβλικών κειμένων την θέση του W. Iser, ο οποίος θεωρεί ότι ο ρόλος του αναγνώστη στην ερμηνεία του κειμένου είναι καθοριστικής σημασίας, αλλά συγχρόνως υποστηρίζει ότι το κείμενο έχει μιαν αντικειμενική δομή (αυθεντία), ακόμη κι αν αυτή πρέπει να συμπληρωθεί από τον αναγνώστη. Η αναγνωστική θεωρία του W. Iser, λοιπόν, δεν εστιάζει τόσο την προσοχή της στα αποτελέσματα της ανάγνωσης, όσο στον τρόπο με τον οποίο τα αποτελέσματα αυτά διαμορφώνονται από την δομή του ίδιου του κειμένου.

D90_81

Παρακάτω παραθέτω τις εξής έξι σταθερές, που κατά την γνώμη μου, διέπουν την ανάγνωση ενός κειμένου, άρα και ενός βιβλικού κειμένου, από τον εκάστοτε χριστιανό αναγνώστη, άρα και τον αναγνώστη Πατέρα της Εκκλησίας :

α) Η σταθερή του ορίζοντα προσδοκίας του βιβλικού κειμένου. Με τον όρο αυτόν εννοούμε τον ορίζοντα προσδοκίας του αρχικού αναγνώστη, όπως τον προσδιόρισε ο H. R. Jauss, συνδεδεμένο όμως με την θέση του W. Iser περί της αντικειμενικής δομής του κειμένου. Η σταθερή αυτή, είναι κατά τη γνώμη μας, καθοριστικής σημασίας, διότι είναι πολυδιάστατη, περιβάλλεται από αυθεντία και επενεργεί διαπλαστικά στους Πατέρες της Εκκλησίας.

β) Η σταθερή του ορίζοντα εμπειρίας του εκάστοτε αναγνώστη Πατέρα. Αυτή προσδιορίζεται από τις αντιλήψεις του εκάστοτε Πατέρα και από την εν γένει συνάφεια της εποχής του.

γ) Η σταθερή της σύμμειξης των δύο οριζόντων. Αυτή έχει δισδιάστατο χαρακτήρα, συγχρονικό και διαχρονικό. Συγχρονικό, με την έννοια ότι ο ορίζοντας προσδοκίας του βιβλικού κειμένου αναγιγνώσκεται από ένα συγκεκριμένο Πατέρα. Διαχρονικό, με την έννοια ότι ο ορίζοντας εμπειρίας του εκάστοτε αναγνώστη Πατέρα προκαθορίζεται από τις αντιλήψεις του και από την συνάφεια της εποχής του.

δ) Η σταθερή του επιλεκτικού τονισμού κατά την σύμμειξη των δύο οριζόντων. Αυτή συνίσταται στον επιλεκτικό τονισμό ενός μέρους του πολυδιάστατου ορίζοντα του κειμένου από τον εκάστοτε Πατέρα.

ε) Η σταθερή της χρήσης συγκεκριμένου μέσου ή κώδικα κατά την ανάγνωση. Αυτή η σταθερή επιλέγεται από τον εκάστοτε αναγνώστη Πατέρα με βάση την ιστορική συνάφεια και μπορεί να έχει χριστολογικό, πνευματολογικό και άλλο χαρακτήρα. Η όλη διαδικασία μοιάζει με την φυσιολογική είσοδο σε ένα κτίριο πολλαπλών χρήσεων. Αυτή είναι δυνατή μέσω των πολλών κλειδωμένων θυρών που αυτό διαθέτει και οι οποίες ξεκλειδώνουν μόνον με τα κατάλληλα κλειδιά – όργανα ή κώδικες.

στ) Η σταθερή του παραπληρωματικού χαρακτήρα των εκάστοτε νοηματοδοτήσεων. Κάθε νοηματοδότηση του βιβλικού κειμένου, επειδή προκύπτει από την σύμμειξη των δύο οριζόντων, του ορίζοντα προσδοκίας του κειμένου και του ορίζοντα εμπειρίας του εκάστοτε αναγνώστη Πατέρα, είναι αποδεκτή, επειδή αυτή καθρεφτίζει το αποτέλεσμα της εκάστοτε σύμμειξης των δύο οριζόντων.

Με βάση τις παραπάνω σταθερές θα μπορούσαμε να αποκρυπτογραφήσουμε την ερμηνευτική προσπάθεια του Λέοντα Α΄.

Συμπερασματικά διαπιστώνουμε ότι στα τρία βιβλικά παραδείγματα που παραθέσαμε παραπάνω από την επιστολή του Λέοντα Α΄ ο ορίζοντας  προσδοκίας των βιβλικών αυτών κειμένων συμφύρεται με τον ορίζοντα εμπειρίας του επισκόπου Ρώμης. Επίσης, ότι κατά την διαδικασία της σύμμειξης των δύο οριζόντων ο Λέων Α΄  επικεντρώνει επιλεκτικά στον χριστοκεντρισμό των κειμένων αυτών, που ανταποκρίνεται στον δικό του ορίζοντα εμπειρίας. Ας μην λησμονούμε ότι βρισκόμαστε στην περίοδο των χριστολογικών ερίδων. Ακόμη, ότι ο Λέων Α΄, για να αναδείξει το χριστοκεντρικό νόημα των κειμένων, χρησιμοποιεί ως όργανο ή κώδικα ανάγνωσης στοιχεία που συνδέονται με τον ή τον άλλο τρόπο με τον Χριστό. Τέλος, ότι η χριστοκεντρική αυτή ανάγνωση και νοηματοδότηση των βιβλικών κειμένων δεν αναιρεί τις όποιες άλλες εν δυνάμει ενυπάρχουσες σε αυτό νοηματοδοτήσεις.

D90_103

Συμπεράσματα

Συμπερασματικά διαπιστώνουμε ότι ο Λέων Α΄  στην σχετικά μικρή σε έκταση Επιστολή του παραθέτει κατά σειρά, πρώτα τις θέσεις του Ευτυχή για τον Χριστό, μετά τις δικές του χριστολογικές θέσεις και στο τέλος τις βιβλικές μαρτυρίες, που αποδεικνύουν κατά τρόπο αυθεντικό την αλήθεια των θέσεών του.

Ακόμηο Επίσκοπός Ρώμης προσλαμβάνει την ρητορική, συγκεκριμένα το ρητορικό σχήμα του «ψόγου» και το ρητορικό αποδεικτικό είδος της «άτεχνης απόδειξης» για να ελέγξει τον αιρετικό Ευτυχή και για να σφραγίσει με την σφραγίδα της αυθεντίας της Βίβλου τις δικές τους χριστολογικές θέσεις.

Τέλος, ο Λέων ο Α΄ κατά την ανάγνωση των βιβλικών κειμένων προσλαμβάνει από τον ευρύ ορίζοντα νοημάτων που αυτά περιλαμβάνουν εκείνα που ανταποκρίνονται στον δικό του ορίζοντα εμπειρίας. Επιλέγει λοιπόν  και αναδεικνύει το νόημα εκείνο που είναι συμβατό με τον δικό του σκοπό, που είναι η αντιμετώπιση της αίρεσης του Ευτυχή. Η προσληπτική αυτή πράξη του Λέοντα Α΄ επ’ ουδενί μηδενίζει τα υπόλοιπα νοήματα των βιβλικών χωρίων. Αντίθετα, αναδεικνύει την ρητορική, ερμηνευτική και θεολογική δεινότητα του Επισκόπου Ρώμης.

D90_49

[1] Για το επιστολικό είδος βλ., μεταξύ των άλλων, H. – J. Klauck, 2006 · Ι. Συκουτρής, 2001.

[2] Η αρίθμηση των στίχων της επιστολής είναι από το έργο του E. Schwartz, Concilium Universale Chalcedonense, Volumenprimum, parsprima, epistularum colectiones, actioprima, του ίδιου, Acta Conciliorum Oecumenicorum, tοmus αlter, voloumenprimum, parsprima, W. deGruyter, Berlin MDCCCCXXXIII/1962. Στο εξής: [28η Επιστολή (“Τόμος”) Λέοντα Α΄].

[3] Βλ., μεταξύ των άλλων Χ. Ατματζίδης, 2014α, 19-22.

[4] Βλ. Χ. Ατματζίδης, 2014α, 529-546.

[5] Ο Αριστοτέλης, Ρητορική, 1358b, διακρίνει τρία γένη του ρητορικού λόγου, που είναι το «συμβουλευτικό γένος», το «δικανικό γένος» και το «πανηγυρικό ή επιδεικτικό γένος». Σημειώνουμε ότι αργότερα επικράτησαν οι λατινικοί όροι, σύμφωνα με τους οποίους τα τρία γένη (genera) του ρητορικού λόγου είναι το «genus deliberativum», το «genus judicale» και το «genus demostativum».

[6] Βλ. και Χ. Ατματζίδης, 2014α, 94-95.

[7]  Βλ. H. Lausberg, 1990, § 1129. Βλ. και W.-L. Liebermann, “Invektive”, 1049-1051 (βιβλιογραφία)· W. Spickermann, “Polemik”, 3-6 (βιβλιογραφία).

[8] Πρβλ. Αριστοτέλη, Ρητορική 1959/1964, 1358b: «Ἐπιδεικτικοῦ δὲ τὸ μὲν ἔπαινος τὸ δὲ ψόγος».

[9] Για τα προγυμνάσματα βλ., μεταξύ των άλλων, Δ. Κούκουρα, 2003, 106-112· H. Lausberg, 1990, § 1106· D. E. Aune, “Progymnasmata”, location 10065-15117.

[10] Βλ. M. Weißenberger, “Αφθόνιος”, 844.

[11] Αφθόνιος, «Περί ψόγου», 10,27.

[12] Εννοεί τον «έπαινο».

[13] Αφθόνιος, «Περί ψόγου», 10,27-28. Βλ. επίσης Αφθόνιος, «Ψόγος Φιλίππου», 10, 28-31.

[14] 28η Επιστολή (“Τόμος”) Λέοντα Α΄, 11,1.

[15] Βλ. 28η Επιστολή (“Τόμος”) Λέοντα Α΄, 11,1 (“…δι᾽ ὧν Εὐτυχής, ὁ τῇ τοῦ πρεσβυτέρου προσηγορίᾳ τιμῆς εἶναι ἄξιος νομισθείς, πολύ τις ἀσύνετος καὶ λίαν ἀμαθὴς ἀποδεικνύεται”)· του ίδιου, 11,2 (: “Ἀγνοῶν τοίνυν τί δέοι περὶ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ θεοῦ λόγου νοεῖν καὶ τῶν θείων γραφῶν ἐν τῶ πλάτει πονεῖν οὐ βουλόμενος, ὅπως ἂν τοῦ φωτὸς τῆς ἐντεῦθεν γνώσεως ἄξιος γένηται”)· του ίδιου, 11, 6 (“θαυμάζω τὴν οὕτως ἀλλόκοτον καὶ οὕτω διεστραμμένην ὁμολογίαν μηδεμιᾷ τῶν δικαζόντων ἐπιτιμήσει δόξασαν ἐπιλήψιμον, καὶ τὸν οὕτως ἄφρονα λόγον ἐν παραδρομῇ γεγονότα ὡς τῶν ἀκουσθέντων οὐδενὶ προσκρουσάντων· ὁπότε τὸν αὐτὸν τρόπον ἐστὶν ἀσεβὲς τὸ λέγειν”).

[16] Πρβλ. Αριστοτέλης, Ρητορική 1959/1964, 1355b – 1358a (ενθύμημα) και 1393a, 23 – 1397a, 6 (παράδειγμα).

[17] Πρβλ. Αριστοτέλης, Ρητορική 1959/1964, 1375a, 21 – 1377b.

[18] Ψλ 35,4 (Ο΄).

[19] 28η Επιστολή (“Τόμος”) Λέοντα Α΄, 11,1.

[20] 28η Επιστολή (“Τόμος”) Λέοντα Α΄, 11,1.

[21] 28η Επιστολή (“Τόμος”) Λέοντα Α΄, 11,1, 8-10.

[22] 28η Επιστολή (“Τόμος”) Λέοντα Α΄, 11,2, 16 («καὶ τῶν θείων γραφῶν ἐν τῷ πλάτει πονεῖν οὐ βουλόμενος») · του ίδιου, ό.π., 11,5,7 («καὶ χαριζόμενος τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως τῶν θείων γραφῶν ἀπεκάλυπτε τὰ ἀπόρρητα»).

[23] 28η Επιστολή (“Τόμος”) Λέοντα Α΄,11,2,12 («ἐν γραφαῖς ἁγίαις»).

[24] Γεν 22,18: “καὶ ἐνευλογηθήσονται ἐν τῷ σπέρματί σου πάντα τὰ ἔθνη τῆς γῆς ἀνθ᾿ ὧν ὑπήκουσας τῆς ἐμῆς φωνῆς”.

[25] Γαλ 3,16: “τῷ δὲ Ἀβραὰμ ἐρρέθησαν αἱ ἐπαγγελίαι καὶ τῷ σπέρματι αὐτοῦ. οὐ λέγει· καὶ τοῖς σπέρμασιν, ὡς ἐπὶ πολλῶν ἀλλ᾿ ὡς ἐφ᾿ ἑνός· καὶ τῷ σπέρματί σου, ὅς ἐστιν Χριστός”.

[26]Βλ. μεταξύ άλλων, M. de Boer, Galatians, A Commentary, Westminster John Knox Press, Louisville Kentucky, 2011 [M. de Boor, 2011], 222-224218-225 ·  Χ. Ατματζίδης, 2014β, 258-262.

[27] Βλ., μεταξύ των άλλων, J. Gnilka, 1988, 1-14.

[28] Βλ. μεταξύ των άλλων, R. Jewett, 2007, 95-116.

[29] Βλ. 28η Επιστολή (“Τόμος”) ΛέονταΑ΄, 11,2, 16 («καὶ τῶν θείων γραφῶν ἐν τῷ πλάτει πονεῖν οὐ βουλόμενος»)· 11,2,12 («ἐν γραφαῖς ἁγίαις»)· του ίδιου, ό.π., 11,5,7 («καὶ χαριζόμενος τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως τῶν θείων γραφῶν ἀπεκάλυπτε τὰ ἀπόρρητα»).

[30] Πρβλ. 28η Επιστολή (“Τόμος”) Λέοντα Α΄, 11,1,12.

[31] Βλ. 28η Επιστολή (“Τόμος”) Λέοντα Α΄, 11,5,20-21.

[32] Βλ. π.χ. 28η Επιστολή (“Τόμος”) Λέοντα Α΄, 11,1,12. («ἀποστόλων γραφάς») · του ίδιου, ό.π., 11,2,8 («λέγοντος Ματθαίου»)· του ίδιου, ό.π., 11,2,9-11 («καὶ τοῦ ἀποστολικοῦ δὴ κηρύγματος τὴν εἰσήγησιν ἂν ἐπεζήτησε, καὶ ἀναγινώσκων ἐν τῷ πρὸς ῾Ρωμαίους· «Παῦλος δοῦλος Ἰησοῦ Χριστοῦ»)· του ίδιου, ό.π., 11,5,5 («Ακουέτω δὲ καὶ τοῦ μακαρίου Πέτρου τοῦ ἀποστόλου»).

[33] Ν. Ματσούκας, 1985, 184.186. Βλ. και Χ. Ατματζίδης, 2014β, 21. 59-61. 70-71.

[34] Βλ. 28η Επιστολή (“Τόμος”) Λέοντα Α΄, 11,2, 15-16 (Γεν 22,18). 20-26 (Ησ 7,44 · 9,6) . 9-10 (Πρμ 9,1).

[35] Αναλυτικά για την αναγνωστική θεωρία σε σχέση με την ερμηνευτική των Πατέρων της Εκκλησία βλ. Χ. Ατματζίδης, Θεολογία, 2014, 247-248· αναδημοσίευση του άρθρου στα Χ. Ατματζίδης, 2014γ, 345-385· Χ. Ατματζίδης, 2014δ, 629-674. Γιά την αναγνωστική θεωρία γενικά βλ., μεταξύ των άλλων, Γ. Μαρκαντωνάτος, 2013, 38-40· K. N. Newton, 2013, 83-89, 332-357.

[36] Γ. Μαρκαντωνάτος, 2013, 38. Σημειώνω ότι με την με την εν λόγω θεωρία συγγενεύει και η μέθοδος της ιστορίας της πρόσληψης ενός κειμένου (reception history – Wirkungsgeschichte), η οποία, σημειωτέον, μπορεί να “αποτυπώνεται” τόσο κειμενικά όσο και εικαστικά (π.χ. σε εικόνες).  Αναλυτικά Βλ., μεταξύ άλλων, P. Gooder, 2010, 187-200. 213-226.

[37] Βλ. H. R. Jauss 1969· H. R. Jauss, 1982· H. R. Jauss 1995. Βλ. και L. Tyson 2006, 169-208.

[38] Βλ.,  μεταξύ άλλων, D. Bleich 1978·  S.  Fish 1967· Συνοπτικά L. Tyson 2006, 169-208.

[39] Βλ. W. Iser 1976· W. Iser 1978· Συνοπτικά L. Tyson 2006, 169-208.

[40] Ο όρος στα γερμανικά:  «Horizontverschmelzung” και στα αγγλικά:  “Fusion of horizons”.

[41]  Βλ. Θ. Πελεγρίνη, «H.-G. Gadamer», 752-753· H.-G. Gadamer, 2010.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.