π. Ιωάννης Σκιαδαρέσης, Ενότητα Λειτουργικής Ζωής και Κοινωνικής Διακονίας στο Έργο των Τριών Ιεραρχών

Η ομιλία του Αναπλ. Καθηγητή του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ που έγινε στην Τελετή Εορτασμού των Τριών Ιεραρχών την Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2015 στην Αίθουσα Τελετών του Πανεπιστήμιου

Δημοσιεύουμε το κείμενο χωρίς υποσημειώσες

12 ΔΕΣ Ελληνικής Εταιρείας ΒιβλικώνΠαναγιώτατε,

Σεβαστοί πατέρες,

κ. Υπουργέ, κ. Βουλευτές,

κ. Πρύτανη, κ. Αντιπρυτάνεις,

κ. Κοσμήτορες,

κ. Πρόεδροι των Τμημάτων του Πανεπιστημίου μας,

Σεβαστοί Ομότιμοι,

Κυρίες και κύριοι  συνάδελφοι Καθηγητές,

Αγαπητές Κυρίες και ἀγαπητοί Κύριοι,

Αγαπητές Φοιτήτριες και αγαπητοί Φοιτητές,

Ἡ κοινή γιορτή των τριών Ιεραρχών, του M. Βασιλείου, του Γρηγορίου του Θεολόγου και του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, είναι γιορτή της παιδείας και του πολιτισμού. Είναι κατ’ επέκταση γιορτή του ανθρώπου και των υψηλών του προδιαγραφών.

Οι πατέρες αυτοί, τους οποίους ονομάζουμε, εξ αιτίας της εμβέλειάς τους, και «οικουμενικούς διδασκάλους», δίδαξαν το γένος μας, και ευρύτερα την ανθρωπότητα, τα αληθινά και τα ουσιώδη αιώνες πριν και όχι μόνο από το 1842, που επισήμως η Σύγκλητος του Πνεπιστημίου Αθηνών τους όρισε ως πρότυπα καὶ προστάτες των Ελληνικών γραμμάτων. Αυτοί – και άλλοι φυσικά δάσκαλοι του Γένους, που βάδισαν στα ίχνη τους, και που τους ενθυμούμεθα με ευγνωμοσύνη την ημέρα αυτή – γαλούχισαν το λαό διαχρονικά, τον έθρεψαν και τον διαπαιδαγώγησαν.

Η μνήμη τους, κάθε φορά, δίδει την ευκαιρία να θυμηθούμε κάποια πτυχή του έργου τους για να αντλήσουμε επίκαιρα μηνύματα από αυτό.

Επέλεξα, από το όντως τεράστιο και πολυσχιδές έργο τους, να σας υπενθυμίσω απλώς ένα μέρος του μόνο, να αναφερθώ δηλαδή στην προσφορά τους στη λειτουργική ζωή και κυρίως να υπογραμμίσω την άρρηκτη ενότητα αυτής της ζωής με την Κοινωνική διδασκαλία και διακονία. Αυτή η προσφορά τους, που συμπυκνώνει το πώς θα φέρει κανείς το πρόσωπο του Θεού από τη λειτουργία στην κοινωνία, νομίζω ότι ανακεφαλαιώνει, εν πολλοίς, ολόκληρο το έργο τους, ιδιαίτερα αυτό που χαρακτηρίζουμε κοινωνικό.

Αρχίζω, λοιπόν, απλώς απαριθμώντας τους τομείς της λατρείας και της λειτουργικής, τους οποίους οι τρεις πατέρες μας σφράγισαν ανεξίτηλα.

Ως ιερείς και αρχιερείς που ήταν οι τρεις ιεράρχες, εκόσμισαν και ανύψωσαν τη λειτουργική πράξη της Εκκλησίας, όχι μόνο με τη θεωρία τους αλλά και με την πράξη τους. Η συμβολή τους στη διαμόρφωσή της υπήρξε καθοριστική, διότι πρώτον κατέγραψαν τη μέχρι τότε, λίγο ώς πολύ, ρευστή αποστολική και μετααποστολική παράδοση και δεύτερον δημιούργησαν τις λειτουργικές οικογένειες ή ὀπως είναι ευρύτερα γνωστοί, τους νέους λειτουργικούς τύπους. Αυτό το πέτυχαν με όπλο την πλατειά παιδεία τους, με την ελληνική γλώσσα (γλώσσα υψηλών προδιαγραφών και οικουμενικού τότε χαρακτήρα)και με τη σφραγίδα του ήθους τους. Έτσι, με τη σύζευξη κυρίως της βιβλικής πράξης με αρχαιοελληνικά δραματουργικά στοιχεία, ἔγραψαν ή τελειοποίησαν τις τρεις λειτουργίες, που φέρουν, ως γνωστό, τα ονόματά τους και είναι σχεδόν οι μόνες, ιδίως του Βασιλείου και του Χρυσοστόμου, εν χρήσει σήμερα. Περαιτέρω έκαναν αξιόλογες λειτουργικές μεταρυθμίσεις, που αναφέρονταν στην τέλεση των Μυστηρίων ή σε άλλες βασικές ακολουθίες του νυχθημέρου, γράφοντας και εντάσσοντας σ’αυτές κατάλληλες ευχές, που εκφράζουν τις κάθετες και οριζόντιες, όπως λέμε, ανάγκες του ανθρώπου. Συνέβαλαν στη συστηματοποίηση της ολοένα αυξανόμενης λατρευτικής τιμής των μαρτύρων, με εγκωμιαστικὲς ομιλίες και με ειδικά μαρτυρολόγια. (Τα κείμενά τους αυτά, που αποτελούν διαχρονική πηγή έμπνευσης για τους εκκλησιαστικούς ποιητές, επηρέασαν τη σύγχρονη αλλά και μεταγενέστερη υμνογραφία). Πρωτοστάτησαν στην ανάπτυξη των πανηγυρικών συνάξεων στη μνήμη μαρτύρων και αγίων. Έγραψαν τέλος λόγους εορταστικούς στις μεγάλες και μικρές γιορτές του Χριστιανισμού, συμβαλλοντας έτσι στην περαιτέρω ανάπτυξή των γιορτών αυτών.

Στο σημείο αυτό ας μνημονεύσω ειδικά τη μέριμνα του ιερού Χρυσοστόμου να εισαγάγει τις νυκτερινές προσευχές, ώστε κανείς από τους εργαζόμενους την ημέρα, να μη στερείται τις καθημερινές ακολουθίες. Τις εισήγαγε μάλιστα, κατα μίμηση των Αρειανών, που ήταν οι μόνοι που τελούσαν νυκτερινές ακολουθίες.

Ο Γρηγόριος τέλος ήταν και ποιητής επών «και οι ύμνοι του, αν και δεν έχουν εισαχθεῖ στη λατρεία μας, μπορούν να καταταγούν μεταξύ των καλλιτέρων και ωραιοτέρων προϊ-όντων της εκκλησιαστικής μας ποίησης».

Αυτό ήταν, σε πολύ γενικές γραμμές, το πλούσιο λατρευτικό-λειτουργικό έργο των τριών πατέρων. Έργο που μελετούν σήμερα πολλαπλώς πολλοί σπουδαίοι Λειτουργιο-λόγοι, Γραμματολόγοι και άλλοι επιστήμονες όχι μόνο στον τόπο μας, αλλά και όπου γης.

Εμάς εδώ ἐνδιαφέρει, όπως είπαμε ήδη, από όλο αυτό το έργο να ἐξάρουμε, δι’ολίγων, μιά μόνο του πτυχή: Να δείξουμε ότι σ’αυτό αποτυπώνεται λαμπικαρισμένος ο στόχος της λατρείας της Εκκλησίας: να ανακαινίζει υπαρξιακά τον άνθρωπο και ταυτόχρονα να τον ωθεί σε αποδεκτές συμπεριφορές προς την κοινωνία, ή  καλύτερα, να αποβαίνει η λειτουργία μεταμορφωτική δύναμη για τον άνθρωπο και ταυτόχρονα αφετηρία και έρεισμα κοινωνικής ανθρώπινης συμπεριφοράς.

Πριν δούμε ειδικά παραδείγματα από τα έργα των πατέρων για αὐτό τον συνδυασμό, να παρεμβάλλουμε λίγες σκέψεις για την προϊστορία της ίδιας πράξης, τόσο στη Βίβλο όσο και στην μέχρι τότε παράδοση:

Η διπλή αυτή αποστολή της λατρείας, η κάθετη δηλαδή σχέση του ανθρώπου με τον Θεό και ταυτόχρονα η οριζόντια ευαισθητοποίησή του έναντι της κοινωνίας των συνανθρώπων του, δεν ήταν την εποχή των πατέρων μας πρωτόγνωρη. Είναι παλαιά όσο και η αρχή της. Έχει τις ρίζες της στη Βίβλο και κυρίως στην Καινή Διαθήκη, στην πράξη του Χριστού και της πρώτης εκκλησίας.

Η κοινότητα της Π. Διαθήκης λ.χ. νοείται αποκλειστικά ως μια λατρεύουσα κοινότητα, με πυρήνα το Ναό. Ο Νόμος και η εξαγγελία του προφητικού μηνύματος, που συνίστατο κυρίως στην αναζήτηση της δικαιοσύνης ανάμεσα στον κόσμο – και ιδιαίτερα σ’ αυτόν πού γύρισε από την εξορία πτωχός και ταπεινωμένος – γινόταν στο Ναό. Από εκεί ξεκινούσε και σ’ αυτόν κατέληγε η κάθε διακονία και υπηρεσία πού προσφερόταν στο λαό.

Ὀμως η πιο στενή σύζευξη λατρείας και κοινωνίας συναντάται κυρίως στην Κ. Διαθήκη, η οποία και προβάλλει το κύριο χαρακτηριστικό του νέου τρόπου ζωής του Χριστού :την εσωτερική στενή σχέση ευχαριστιακού οράματος και μαρτυρίας στον κόσμο.

Από τα πολλά παραδείγματά της να μνημονεύσουμε ελάχιστα:

«Όταν προσφέρεις το δώρο σου», λέει ο Χριστός, όταν μετέχεις δηλαδή σε μια λατρευτική πράξη, «και θυμηθείς ότι  ο αδελφός σου έχει κάτι εναντίον σου, εγκατέλειψε το δώρο σου στο θυσιαστήριο και πήγαινε πρώτα να συμφιλιωθείς μαζί του και κατόπιν ολοκλήρωσε την προσφορά σου στο Θεό» (Μθ. 5,23-24). Τα λόγια αυτά δείχνουν ὅτι η συμμετοχή στη λατρεία όχι μόνο δεν είναι άσχετη με τη κοινοτική ζωή, αλλά πρέπει να αντανακλά απαραιτήτως σωστές διανθρώπινες σχέσεις. Και κάτι παραπάνω, στο παράδειγμά μας η λατρεία του Θεού απαιτεί όχι μόνο συγχώρηση και συμφιλίωση με τον αδελφό αλλά σίγουρα και συμμόρφωση με την δικαιοσύνη και μάλιστα με πρωτοβουλία δικιά σου και όχι του άλλου.

Όμως τη διανθρώπινη διάσταση της λατρείας και μάλιστα της ευχαριστίας στην Κ. Διαθήκη έδειξε κυρίως ο Χριστός στον Μυστικό Δείπνο. Στη διήγηση του ευαγγελιστού Λουκά – του ευαγγελιστή με τις περισσότερες κοινωνικές ευαισθησίες- ευθύς μετά την παράδοση του μυστηρίου της ευχαριστίας (22,14-20) και την φιλονικία των μαθητών για το «ποιος απ’ αυτούς  είναι ο ανώτερος» στην πιο κρίσιμη ώρα της ζωής του Χριστού, παρατίθεται λόγιό του, στο οποίο ανατρέπονται ριζικά τα εξουσιαστικά μοντέλα και κριτήρια του κόσμου και είσάγεται το διακονικό μοντέλο του γνήσιου μαθητή του. Εξαιτίας αυτής της φιλονικίας ο Χριστός λέει στους μαθητές: «Εσείς, όμως δεν πρέπει να κάνετε το ίδιο (με τους κοσμικούς άρχοντες) αλλά ο ανώτερος ανάμεσά σας πρέπει να γίνει σαν τον κατώτερο, κι ο αρχηγός,  σαν τον υπηρέτη».   

Η σύνδεση ευχαριστίας και κοινωνικής συμπεριφοράς, την οποία εισάγει ο Χριστός, φαίνεται σαφέστερα στη διήγηση του Μυστικού Δείπνου σύμφωνα με τον ευαγγελιστή Ιωάννη (Ιω 13,2-17), ο οποίος, αντί της ρητής σύστασης του μυστηρίου της ευχαριστίας, διηγείται την πλύση των ποδιών των μαθητών, φωτίζει με άλλα λόγια τις συνέπειες του μυστηρίου της ευχαριστίας. Η πλύση των ποδιών των Αποστόλων από τον Χριστό παραπέμπει στην οριζόντια διακονία και την προσφορά στον αδελφό, που όπως θα δούμε παρακάτω, είναι το άλλο μυστήριο. «Αν εγώ» τον οποίο εσείς προσφωνείτε Κύριο και διδάσκαλο», λέει ο Χριστός «σας έπλυνα τα πόδια, έχετε και σεις την υποχρέωση να πλένετε ο ένας τα πόδια του άλλου. Σας έδωσα το παράδειγμα για να κάνετε κι εσείς, όπως έκανα ἐγώ».

Την κενωτική αυτή πράξη της νίψης βλέπει ο ευαγγελιστής όχι ως υποκατάστατο του μυστηρίου της ευχαριστίας, αλλά ως προέκτασή του. Με αυτή ο Χριστός δεν αποδεικνύεται απλά ως ένας αξιοπρεπής «φίλος», πρόθυμος να εξυπηρετεί τους κατωτέρους του, σε ανθρώπινο επίπεδο. Πολύ περισσότερο δεν εκφράζει με την πράξη του αυτή μια εσωτερική αβεβαιότητα, ως προς το ποιος είναι. Ούτε απλά εξευτελίζει τον εαυτό του, πάλι σε ανθρώπινο επίπεδο. Αντίθετα ήταν πράξη ενός που είχε εξουσία. Ήταν πράξη του Θεανθρώπου. Που ενεργούσε πηγαία. Ήταν πράξη φυσική, ενταγμένη στο μυστήριο της σάρκωσης και της εκούσιας κένωσης. Γι’ αυτό και αυτή η προσφορά χαρακτηρίζεται ως μυστήριο.

Έκτοτε η σύνδεση της κλάσης του άρτου με την διακονία της αγάπης απέβη, λίγο ώς πολύ, το σταθερό μοτίβο της φανέρωσης της εκκλησίας στον κόσμο: ο θεσμός της κοινοκτημοσύνης, όπως τον παρουσιάζει το βιβλίο των Πράξεων, τα ευχαριστιακά δείπνα, για τα οποία κάνει λόγο και μεριμνά ο Απόστολος Παύλος, η εκλογή των επτά διακόνων, που εκλέγονται για τη διακονία των τραπεζών και η καθ’ εκάστην Κυριακή συγκέντρωση χρημάτων (λογεία) για τη  διακονία τῶν πτωχών που κάνει ο Παύλος, έγιναν μορφές φανέρωσης της Εκκλησίας, πού συνδέουν άμεσα  τη λατρεία και ειδικότερα το μυστήριο της ευχαριστίας με το αίτημα της προέκτασής της στον κόσμο -με την κοινοτική αλληλεγγύη.

Την ίδια πρακτική άρρηκτης σύνδεσης της λατρείας του Θεού και της κοινωνικής διακονίας ακολουθεί η εκκλησία στους μεταποστολικούς χρόνους, κατά πως αποδεικνύουν κείμενα, όπως η Διδαχή των Αποστόλων, oι Απολογίες του Ιουστίνου, η προς Διόγνητον Επιστολή κ.ά. Μνημονεύω μόνο τη χαρακτηριστική  μαρτυρία του Ιουστίνου, σύμφωνα με την οποία, κατά την ευχαριστιακή Κυριακάτικη σύναξη  μετά την ανάγνωση των απομνημονευμάτων των Αποστόλων ή των συγγραμμάτων των προφητών, το κήρυγμα, τις ευχές, την μετάληψη του ευχαριστιακού άρτου και του οίνου και την αποστολή των τιμίων δώρων στους απόντες, όσοι από τους παρόντες ήθελαν πρόσφεραν οικονομική ενίσχυση γι’ αυτούς που είχαν ανάγκη. Σημειώνει χαρακτηριστικά ο Ιουστίνος: «όσοι είναι ευκατάστατοι και έχουν τη θέληση, ο καθένας σύμφωνα με την προαίρεσή του, προσφέρει στο κοινό ταμείο ελεύθερα ό,τι επιθυμεί. Το ποσό που συγκεντρώνεται το εμπιστεύονται στον προεστώτα της σύναξης. Κι αυτός βοηθάει με αυτό το ποσό τα ορφανά και τις χήρες και όσους γενικά στερούνται εξ αιτίας κάποιας ασθένειας ἠ κάποιας άλλης αιτίας. Βοηθάει επίσης όσους βρίσκονται φυλακισμένοι και όσους ξένους παρεπιδημούν στον τόπο τους. Και γενικά γίνεται προστάτης ὀσων βρίσκονται σε ανάγκη».

Μετά από την σύντομη αλλά απαραίτητη αυτή παρένθεση, στην οποία φάνηκε η προϊστορία της έμπρακτης σύζευξης ευχαριστίας και κοινωνικής διακονίας στη μέχρι τότε εκκλησιαστική παράδοση, θα προσπαθήσουμε να δείξουμε τη σύζευξη, για την οποία μιλάμε, μέσα από συγκεκριμένα παραδείγματα από τα κείμενα των τριών ιεραρχών.

Αξίζει τον κόπο να παρακολουθήσουμε λ.χ. λίγο την λειτουργία του Μ. Βασιλείου. Να ακούσουμε κάποια από τα αιτήματα που απευθύνει στον Θεό. Ἡ λειτουργία λοιπόν παρακαλεί:  για την ενότητα και την ειρήνευση του σώματος της εκκλησίας, για στερέωση των  ευκτηρίων της οίκων, για τους προσκομίσαντες τα δώρα της ευχαριστίας και για κείνους για τους οποίους τα πρόσφεραν, για όσους καρποφορούν και εργάζονται στις εκκλησιές, για όσους θυμούνται τους  φτωχούς, γι’ αυτούς που πέθαναν, γι’ αυτούς που ασκούνται  ή ζουν στις ερημιές, στα όρη, στα σπήλαια, και στις οπές της γης, για όσους ζουν με παρθενία και άσκηση και σεμνότητα, για τους άρχοντες, για το λαό, για όσους – εξ αιτίας κάποιας ανάγκης – δεν προσήλθαν στο Ναό. Παρακαλεί να γεμίσει ο Θεός τις αποθήκες του κόσμου με αγαθά, να συντηρήσει τις συζυγίες τους με ειρήνη και ομόνοια, να αναθρέψει τα νήπια, να παιδαγωγήσει τους νέους, να δώσει ισχύ στους γέροντες, να ενισχύσει τους μικρόψυχους, να ξαναμαζέψει τους εσκορπι-σμένους, να επαναφέρει όσους πλανήθηκαν και να τους ξαναενώσει με την εκκλησία, να ελευθερώσει αυτούς που ενοχλούνται από πονηρά πνεύματα, να συντροφεύει αυτούς πού πλέουν στη θάλασσα, τους ταξιδιώτες της ξηράς. Ζητάει να προστατεύσει τις χήρες και να υπερασπισθεί τα ορφανά, να λυτρώσει τους αιχμαλώτους, να θεραπεύσει τους ασθενείς, να θυμηθεί όσους σύρονται στα δικαστήρια, όσους δουλεύουν στα μεταλλεία, όσους βρίσκονται στην εξορία, και στην πικρή δουλεία, όσους βρίσκονται σε θλίψη, ανάγκη και δύσκολη περίσταση. Όλους να ευσπλαχνισθεί. Όσους μας αγαπούν και όσους μας μισούν. Όλο το λαό και να ικανοποιήσει τα αιτήματά του. Και τέλος παρακαλεί να υπολογήσει ο Θεός και όσους δεν μνημονεύονται παραπάνω είτε διότι ο συγγραφέας τους αγνοεί είτε για το πλήθος των ονομάτων τους, τους παρέλειψε. Αυτός που γνωρίζει το όνομα του καθενός και την ηλικία και την πόλη της καταγωγής του να περιλάβει στο ενδιαφέρον του όλους. Να ενδιαφερθεί για την οικογένεια του καθενός και την ανάγκη του. Να διαφυλάξει την πόλη που κατοικούν και κάθε πόλη και χώρα από πείνα, επιδημία, σεισμό και καταποντισμό, και πυρκαγιά και σφαγή και επιδρομή εχθρών και εμφύλιο πόλεμο. Παρακαλεί να κάνει εύκρατο και ωφέλιμο τον αέρα, να δωρίσει βροχές ήσυχες και κατάλληλες προς καρποφορία, να ευλογήσει ολόκληρο τον κύκλο του έτους.

Αλήθεια διερωτάται κανείς αν ο Μ. Βασίλειος ξέχασε στην εποχή του κάποιον ή τίποτε από τα καθημερινά.

Βλέπει λοιπόν κανείς ότι στη λειτουργία αυτή, η οποία είναι το πιο αριστουργηματικό κείμενο που γράφτηκε ποτέ στην ιστορία της χριστιανικής λατρείας, όπως και στις άλλες δύο των υπολοίπων πατέρων, αγκαλιάζονται κατ’ αρχήν όλοι οι άνθρωποι και έπειτα τα προς τον Θεό αιτήματά της λειτουργίας αυτής υπεισέρχονται στο σύνολο της καθημερινής ζωής τους. Είναι παρών όλος ο άνθρωπος με όλες τις ανάγκες του.

Δεν είναι και δεν πρέπει να γίνεται λοιπόν η κάθε λειτουργία υπόθεση ατομικής θρησκευτικότητας, ούτε απόκοσμη τελετή ατομικής ευσέβειας. Είναι γεγονός και φανέρωση εκκλησιαστικής και κοσμικής  καθολικότητας, όπου η οριζόντια διάσταση είναι συνέχεια της κάθετης.

Συνεχίζοντας να σταχειολογούμε από τα έργα των πατέρων παραδείγματα, που δείχνουν τον αδιάσπαστο σύνδεσμο ευχαριστίας και κοινωνικής διακονίας, στεκόμαστε, για τη σημειολογία της, στην πληροφορία την οποία δίδει ο Μ. Βασίλειος στην 94η επιστολή του προς τον Κυβερνήτη της Καππαδοκίας Ηλίαν. Πριν παρέλθει, λέει η επιστολή, διετία από την άνοδό του στην επισκοπική έδρα ο Βασίλειος, στο κέντρο της περίφημης Βασιλειάδας ή στην «καινήν πόλιν» όπως  τη χαρακτηρίζει ο Γρηγόριος στον περίφημο Επιτάφιο στον Βασίλειο, ανέγειρε, ως πρώτο κτίριο, μεγαλοπρεπή καθεδρικὸ Ναὸ. Από την ίδια επιστολή μαθαίνουμε ότι όλα τὰ ὑπόλοιπα φιλανθρωπικὰ οἰκήματα (ξενώνες για τη φιλοξενία τῶν ξένων και των περαστικών από την πόλη, νοσοκομείο για τη θεραπεία των ασθενών με το αναγκαίο προσωπικό από ιατρούς, νοσοκόμους, οδηγούς, υποζύγια, οίκους προς στέγαση των απαραιτήτων ἐργαστηρίων και τῶν τεχνιτῶν) περιέβαλαν τον ευκτήριο οἶκο». Έδωσε έτσι ο Βσίλειος χωροταξικά τὸ στίγμα της στενής σχέσης λατρείας και κοινωνικής διακονίας. Και έγινε η Βασιλειάδα το πρώτο γνωστό οργανωμένο συγκρότημα νοσοκομειακής περίθαλψης και κοινωνικῆς μέριμνας στην ιστορία, που κέντρο του είχε ένα περικαλή καθεδρικό ναό. Ο Ναός έτσι απέβη σημειολογικά το κέντρο του κοινοτικού βίου της Βασιλειάδας και θα προσθέταμε και προϋπόθεση της θεραπείας του: Στο Ναό ετελείτο η ευχαριστία και γύρω από το Ναό ετελεσιουργείτο το μυστήριο του αδελφού και μάλιστα του πάσχοντος. Μπορούμε να πούμε λοιπόν εδώ ότι ο Βασίλειος έθεσε τις βάσεις αυτού για το οποίο γίνεται στις μέρες μας πολύς λόγος, κυρίως στην οικουμενική κίνηση. Να μιλάμε δηλαδή για αυτό που ονομάζουμε «λειτουργία μετά τη λειτουργία», (όπως πολύ ωραία μας υπενθυμίζει ο συνάδελφος κ. Τσομπανίδης στο έργο του «μετα-λειτουργία»). Να μιλάμε για μυστήριο μετά το μυστήριο. Το ένα είναι το μυστήριο της ευχαριστίας. Το άλλο του αδελφού,

Ακολούθως ο ιερός Χρυσόστομος βαθαίνει το παραδοσιακό αυτό σχήμα της σύνδεσης της ευχαριστίας με την κοινωνική ζωή ακόμη περισσότερο Ακολουθώντας τον Άγιο Πολύκαρπο Σμύρνης και τον Μεθόδιο Ολύμπου, θα μας πει  ότι ο αδελφός, προπαντός ο φτωχός αδελφός, είναι ολόκληρος ένα θυσιαστήριο το οποίο μάλιστα οφείλουμε να σεβόμαστε περισσότερο από το θυσιαστήριο του Ναού.

Από τα πολλά που λέει για το θέμα αυτό ο ιερός Χρυσόστομος, ας ακούσουμε, σε ελεύθερη απόδοση, ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα, παρμένο από ομιλία του στα κεφ 8 και 9 της Β’ Κορινθίους (είναι τα κεφάλαια που ο Παύλος μιλάει για τη λογεία), παρακολουθώντας παράλληλα και το παράπονό του: «Αυτό το θυσιαστήριο (του αδελφού)» λέει ο Χρυσόστομος, «συναποτελείται από τα ίδια τα μέλη του Χριστού, και το σώμα του Δεσπότη -η εκκλησία δηλαδή ολόκληρη-, γίνεται για σένα θυσιαστήριο. Δείξε στο θυσιαστήριο αυτό σεβασμό. Αυτό το θυσιαστήριο είναι πιο φρικτό κι από το θυσιαστήριο του Ναού κι από το παλιό θυσιαστήριο, της Π. Διαθήκης». Και προχωρεί ο ιερός πατήρ «Ως προς τη φύση του, το θυσιαστήριο του Ναού είναι λίθινο και γίνεται άγιο επειδή δέχεται το σώμα του Χριστού.  Αυτό όμως του αδελφού είναι άγιο επειδή είναι ολόκληρο το σώμα Χριστού. Το θυσιαστήριο του Ναού καθίσταται σεβαστό για τη θυσία πού γίνεται επάνω του. Το θυσιαστήριο όμως του αδελφού είναι σεβαστό επειδή είναι το ίδιο θυσία… Εσύ όμως το μεν θυσιαστήριο του Ναού τιμάς γιατί δέχεται το σώμα του Χριστού. Αυτός όμως που είναι ο ίδιος το σώμα του Χριστού τον βρίζεις και τον περιφρονείς αφήνοντάς τον να χάνεται. Αυτό το θυσιαστήριο παντού μπορείς να το δεις παραπεταμένο, στα στενά δρομάκια και στις αγορές. Και κάθε ώρα μπορείς σ’ αυτό  το θυσιαστήριο να προσφέρεις θυσία γιατί και σ’ αυτό θυσία τελείται».

Ο ίδιος πατέρας συνεχῖζει, με τον αυτό θα λέγαμε «καινοτόμο τρόπο» να μιλάει για την ιερουργία της προς τον αδελφό αγάπης. «Αυτός που προτρέπει σε εντός του ναού λατρευτική συνάντηση» με τον βασιλέα των όλων, ο ίδιος διακηρύσσει δημόσια: «Αν  πηγαίνοντας, λέει, στην εκκλησία συναντήσεις ένα φτωχό πάρε τον στο σπίτι σου· κάνεις το σπίτι σου εκκλησία. Βάλε τον να καθίσει στο τραπέζι σου· κάνεις το  τραπέζι σου θεία τράπεζα. Δώσε του να φάει από το φαγητό σου· κάνεις το ψωμί και το κρασί σου θεία κοινωνία»

Όλα αυτά τα περί του αδελφού ως θυσιαστηρίου πιο αξιοσέβαστου από το θυσιαστήριο του Ναού και τα περί συναντήσεως με τον φτωχό ως ισοδύναμου με την θεία κοινωνία, είναι γεγονός ότι μας φαίνονται λίγο καινοτόμα για κάποια υπερβολή, την οποία διατυπώνουν. Μέσα όμως από  τη ριζοσπαστικότητα αυτή, όπως εύστοχα παρατηρήθηκε, ο Χρυσόστομος «εκφράζει την αντίθεσή του προς χριστιανούς της εποχής του, που είχαν τυποποιήσει τη λειτουργία, μεταβάλλοντάς την σε απλή τελετουργία, μη συμμετέχοντας συνειδητά στο σώμα του Χριστού και αγνοώντας τις συνέπειες που έχει στη ζωή τους η συμμετοχή στην κοινωνία των πιστῶν». Κατά τα άλλα θέλει και αυτός να καταστήσει σαφές στους Χριστιανούς ότι όλη η ζωή τους πρέπει να γίνει μια λειτουργία, συνέχεια της ευχαριστίας».  

Σεβαστοί, Αξιότιμοι και Αγαπητοί,

Τελειώνοντας αυτή την ομιλία, στην οποία προφανώς αδικήθηκε ο Άγιος Γρηγόριος, μου έρχεται στο νου η Αφρικανική παροιμία, μαζί και γρίφος, με την οποία ο Θανάσης Παπαθανασίου  προλογίζει το βιβλίο του «Η Εκκλησία γίνεται όταν ανοίγεται. Η ιεραποστολή ως ελπίδα και ως εφιάλτης.» Η παροιμία  λέει «κανείς δεν μπορεί να χορέψει καλά στο ένα πόδι».

Έχω τη γνώμη ότι η παροιμία ταιρειάζει σε όσα απλά θέλησα να σας πω.

Καθώς καλούμαστε κυρίως να ξαναανακαλύψουμε την κοινωνική διάσταση της εκκλησίας να μη υποτιμήσουμε την κάθετη. Και το αντίθετο.

Ο κίνδυνος μιας λειτουργίας που την υποβιβάζει σε μια πράξη ατομικής μόνο ευσέβειας και συχνά νεφελοβατεί, ερωτοτροπούσα με ένα Θεό – ιδέα ή Θεό- αθλοθέτη είναι πάντα υπαρκτός. Υπαρκτός εξίσου είναι και ο κίνδυνος μιας λειτουργίας που βλέπει κυρίως μόνο οριζόντια και καταλήγει σε έναν αθεμελίωτο ακτιβισμό.

Έχουμε ανάγκη να διαφυλάττουμε, στη λειτουργία μας, ως κόρη  οφθαλμού, άρρηκτο τον σύνδεσμο της κάθετης σχέσης μας με την οριζόντια, τη σύζευξη της ανακαινιστικής σχέσης μας με το Θεό και της ανάγκης για κοινωνική παρουσία και  διακονία.

Σας ευχαριστώ.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ και χαρακτηρίσθηκε . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.