Η αντιφώνηση εκ μέρους των τιμωμένων από τον ομ. καθηγητή του Πανεπιστημίου του ΕΚΠΑ Γεώργιο Α. Γαλίτη στην τιμητική εκδήλωση για τους μεταφραστές της Καινής Διαθήκης

Galitis

Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε κατά την πρώτη ημέρα του διεθνούς συνεδρίου με θέμα: “Η Μετάφραση της Βίβλου στην Εκκλησία και στην Εκπαίδευση” που διοργάνωσε η Ελληνική Βιβλική Εταιρεία στις 12 και 13 Δεκεμβρίου στην Αθήνα

Θεοφιλέστατε ἐκπρόσωπε τοῦ Παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου

Σεβασμιώτατε ἐκπρόσωπε τοῦ Μακαριωτάτου Πάπα καί Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας

Πανοσιολογιώτατε ἐκπρόσωπε τοῦ Μακαριωτάτου Πατριάρχου Ἱεροσολύμων

Σεβασμιώτατε ἐκπρόσωπε τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν

Σεβασμιώτατε Πρόεδρε τῆς Ἑλληνικῆς Βιβλικῆς Ἑταιρείας

Σεβασμιώτατοι, σεβαστοί πατέρες, κύριοι συνάδελφοι, κυρίες καί κύριοι

Ἐκπροσωπώντας (ὡς ἀρχαιότερος καί μόνο) τούς μεταφραστές τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἐπιθυμῶ ἐν πρώτοις νά ἐκφράσω τή βαθειά συγκίνησή μου καί τήν εὐγνωμοσύνη μου γιά τήν προσγενομένη σέ μᾶς τιμή, γιά τό ταπεινό μας ἔργο.

Καί εἶναι ὄντως ταπεινό τό ἔργο μας, ὅσο ταπεινά εἶναι τά ἔργα τοῦ ἀνθρώπου μπροστά στά μάτια τοῦ ὕψιστου Θεοῦ. Ναί, ταπεινό, συνάμα ὅμως καί ὑψηλό, ἄν ἀναλογισθεῖ κανείς ποιό μήνυμα προσπαθήσαμε νά μεταφέρουμε στόν λαό μας. Εἶναι ἕνα ἔργο ἀνθρώπινο, ἀλλά καί θεῖο, ὅπως ὁ ἄνθρωπος, πού εἶναι, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο, σάρξ καί πνεῦμα, καί γι’ αὐτό εἶναι «μικρός καί μέγας, ταπεινός καί ὑψηλός, θνητός καί ἀθάνατος, ἐπίγειος καί οὐράνιος» (Migne, 35, 785). Ἔτσι μποροῦμε κι ἐμεῖς νά λέμε μαζί μέ τόν Παῦλο: «ἐκοπίασα, οὐκ ἐγώ δέ, ἀλλ’ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, ἡ σύν ἐμοί». Τό ἔργο μας εἶναι ἔργο τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, γιατί ἡ μετάφραση, ἡ ἑρμηνεία, τό κήρυγμα καί αὐτή ἡ ἀνάγνωση τῆς Γραφῆς εἶναι λειτουργήματα τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ.

Ἐδῶ θά μοῦ ἐπιτρέψετε νά ἀναλύσω τή φράση αὐτή. Προϋπόθεση τῆς μεταφράσεως εἶναι ἡ ἑρμηνεία. Ἡ μετάφραση εἶναι ἀπόρροια τῆς ἑρμηνείας. Ἡ ἑρμηνεία τῆς θεόπνευστης Γραφῆς εἶναι γίνεται μέσα στόν φυσικό της χῶρο, στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Γραφή εἶναι ἡ μνήμη τῆς Ἐκκλησίας, ἡ κατα-Γραφή τῆς ἐμπειρίας της σχετικά μέ τήν προέλευσή της καί μέ τή φύση της ὡς σώματος τοῦ Χριστοῦ, τοῦ σαρκωθέντος Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἡ κατα-Γραφή αὐτή, ἡ Γραφή σέ ἕνα βιβλίο, στή Βίβλο, ἀκριβῶς ἐπειδή ἐκφράζει τήν ἐν τῷ Πνεύματι τοῦ Θεοῦ ἐμπειρία αὐτή τῆς Ἐκκλησίας καί τήν προσφέρει ἔτσι στόν ἄνθρωπο, εἶναι θεό-πνευστη. Ὁ σκοπός τῆς ἑρμηνείας εἶναι νά συλλάβει τό βαθύτερο νόημα τῶν γραφομένων, καί γιά νά προσεγγίσει τόν σκοπό αὐτό ὁ ἑρμηνευτής πρέπει νά ἔχει «νοῦν Χριστοῦ» κατά τή ρήση τοῦ ἀποστόλου Παύλου.  Ἐφ’ ὅσον τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ ζωοποιεῖται διά τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τοῦ Παρακλήτου πού ὁδηγεῖ τήν Ἐκκλησία «εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν», ἄρα τό ἅγιο Πνεῦμα ὡς Πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι Ἐκεῖνο, πού ἑρμηνεύει αὐθεντικά τή Γραφή, τό βιβλίο τῆς Ἐκκλησίας, τό ἐμπνευσμένο ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ (θεό-πνευστο).  Τό ἅγιο Πνεῦμα εἶναι συνεπῶς ἐκεῖνο πού καθοδηγεῖ τόν ἑρμηνευτή νά δεῖ τό βαθύτερο νόημα ἑνός θεό-πνευστου κειμένου. Τό αὐθεντικό νόημα τοῦ κειμένου τῆς Γραφῆς, ὡς κειμένου πού ἐκφράζει θεοπνεύστως τήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι ἡ ἐμπειρία τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ καί τῆς σωτηρίας πού ἀπορρέει ἀπό τόν Σταυρό καί τήν Ἀνάσταση, μόνον ἡ Ἐκκλησία ἡ ἴδια μπορεῖ νά μᾶς δώσει. Μόνον αὐτή μπορεῖ νά μᾶς πεῖ ποιά πίστη καί ποιά βιώματα κρύβονται πίσω  ἀπό τίς λέξεις στίς φράσεις τῆς Γραφῆς. Αὐτό ἀκριβῶς ἐννοοῦσα ὅταν ἀνέφερα παραπάνω ὅτι ἡ μετάφραση, τό κήρυγμα καί ἡ ἑρμηνεία εἶναι λειτούργημα τῆς Ἐκκλησίας, πού κατά συνέπειαν τελεῖται ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, διά τῆς Ἐκκλησίας καί γιά τήν Ἐκκλησία.

EBE_75

Ὅσα εἴπαμε, εἶναι ἡ προϋπόθεση τῆς ἑρμηνείας καί, συνεπῶς, καί τῆς μεταφράσεως. Αὐτά ὅμως δέν ἀναιροῦν τό ἐπιστημονικό μέρος τῆς ἑρμηνείας. Ὁ ἑρμηνευτής οἱουδήποτε θύραθεν κειμένου, εἶναι τόσο πιό καλός ἑρμηνευτής, ὅσο πιό καλή γνώση ἔχει τῶν σχετικῶν μέ τό κείμενο πληροφοριῶν, ἔτσι ὥστε νά πλησιάσει τόν «νοῦν» τοῦ συγγραφέα ὅταν ἔγραφε τό κείμενο. Ὁ βιβλικός ἑρμηνευτής, ἑρμηνεύοντας ἕνα θεόπνευστο κείμενο, πρέπει νά ἔχει «νοῦν Χριστοῦ», ὅπως εἴπαμε, παράλληλα ὅμως νά ἀξιοποιεῖ, ὅπως και ὁ θύραθεν ἑρμηνευτής, ὅλες τίς δυνατότητες πού τοῦ παρέχει ἡ ἐπιστήμη, μέ τήν ἔρευνα καί τήν ἀναζήτηση τῶν πληροφοριῶν πού σχετίζονται μέ τή συγγραφή τοῦ κειμένου καί μέ τή λιπαρά γνώση τῶν ἑρμηνευτικῶν μεθόδων. Ἐπί πλέον πρέπει νά κατέχει πολύ καλά τή γλώσσα τοῦ κειμένου, τή σύνταξη, τούς ἰδιωματισμούς, τίς ξένες γλωσσικές καί πολιτιστικές ἐπιδράσεις, τό ἱστορικό καί πολιτιστικό περιβάλλον, τίς ἱστορικές, κοινωνικές, οἰκονομικές καί πολιτικές συνθῆκες τῆς ἐποχῆς καί γενικά νά κινεῖται ἄνετα μέσα στόν ἱστορικό καί γεωγραφικό χῶρο στόν ὁποῖον ἀνήκει τό κείμενο.

EBE_72

           Καί ἐρχόμαστε τώρα στή μετάφραση.

Μία μετάφραση δέν μπορεῖ νά εἶναι σωστή, ἄν δέν στηρίζεται στή βαθειά γνώση τῆς ἑρμηνείας. Μόνον ἕνας ἑρμηνευτής μπορεῖ νά ἀναλάβει τό ἔργο τῆς μεταφράσεως. Τό μήνυμα τοῦ εὐαγγελίου μεταφέρεται στόν ἀναγνώστη ἤ ἀκροατή μέ ἕνα ὄχημα, καί τό ὄχημα αὐτό εἶναι ἡ γλώσσα. Ἄν τό ὄχημα δέν εἶναι κατάλληλο, πρέπει νά τό ἀλλάξουμε, νά μεταφέρουμε δηλαδή τό περιεχόμενο ἀπό τό ἕνα ὄχημα σ’ ἕνα ἄλλο. «Φράσον ἡμῖν τήν παραβολήν ταύτην», ἔλεγαν οἱ μαθητές στόν Ἰησοῦ! Ἡ μετα-φορά τῆς φράσεως,σέ ἄλλο ὄχημα, πιό κατάλληλο γιά νά φθάσει τό μήνυμα στόν ἀποδέκτη, αὐτό εἶναι ἡ μετά-φραση.

Παρ’ ὅλα αὐτά, δέν πρέπει νά παραγνωρίζουμε μιάν ἀλήθεια: ὅτι, ὅπως γράψαμε καί ἀλλοῦ (Θεολογία τῆς Μεταφράσεως, στό: Ἡ μετάφραση τῆς ἁγίας Γραφῆς στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, Εἰσήγηση Δ΄ Συνάξεως Ὀρθοδόξων Βιβλικῶν Θεολόγων, Θεσσαλονίκη 1986, σελ. 41), «καμμιά μετάφραση δέν εἶναι τέλεια. Αὐτό σημαίνει ὅτι πάντοτε κατά τή μετα-φορά τοῦ μηνύματος κάτι χάνεται, λίγο ἤ πολύ. Προσπάθεια τῆς μεταφράσεως εἶναι νά χαθεῖ ὅσο γίνεται λιγότερο ἀπό τό ἀρχικό μήνυμα. Ὅσο λιγότερο χαθεῖ, δηλαδή ὅσο καλλίτερα γίνει ἡ μεταφορά, τόσο καλύτερη ἡ μετάφραση. Τό ἰδανικό εἶναι βέβαια νά μή χαθεῖ τίποτε. Τέλεια μετάφραση θά γινόταν, ἄν μποροῦσε ὁ μεταφραστής νά σκεφθεῖ κατά τόν ἴδιο ἀκριβῶς τρόπο μέ τόν συγγραφέα, νά αἰσθανθεῖ ὅ,τι ἀκριβῶς ἐκεῖνος αἰσθανόταν, νά βιώσει ὅ,τι ἐβίωνε τή στιγμή πού συνέγραφε, δηλαδή νά ταυτισθεῖ κατά πάντα πρός τόν συγγραφέα καί κατόπιν νά μεταφέρει αὐτά τά πάντα στή νέα φράση, δηλαδή νά τά μετα-φράσει. Αὐτό ὅμως τό «πάντα» εἶναι ἀνέφικτο». Κατά συνέπειαν μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι, τόσο τελειότερη, πληρέστερη καί ἀληθέστερη εἶναι μία μετάφραση, ὅσο περισσότερο πλησιάζει στόν νοῦ καί στό βίωμα τοῦ συγγραφέα.

Ἅγιοι ἀρχιερεῖς, σεβαστοί πατέρες,

κυρίες καί κύριοι

Σέ λίγες ἡμέρες θά ἑορτάσει ἡ Χριστιανοσύνη τή σάρκωση τοῦ Λόγου. «Ὁ Λόγος, σάρξ ἐγένετο». Δηλαδή, «μετεφέρθη αὐτό πού ἦταν τελείως ἀπρόσιτο στίς ἀντιληπτικές ἱκανότητες τοῦ ἀνθρώπου σέ κάτι ἄλλο, πού εἶναι κοινό καί οἰκεῖο στόν ἄνθρωπο. Ὁ Θεός μετέ-φρασε τόν ἑαυτό του μέ τή σάρκωση τοῦ Λόγου ἐν ἁγίῳ Πνεύματι· ἔτσι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά δεχθεῖ τό μήνυμα τοῦ Θεοῦ καί νά γίνει κοινωνός τῆς ἀποκαλύψεώς του. Μέ ἄλλα λόγια ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ πού ἔγινε μέ τή σάρκωση τοῦ Λόγου εἶναι ἡ μετάφρασητοῦ Θεοῦ Λόγου, ἡ κένωσή του, ἡ ταπείνωσή του καί ἡ προσαρμογή του στά ἀνθρώπινα μέτρα μέ τήν πρόσληψη μορφῆς ὅμοιας μέ τήν ἀνθρώπινη. Ἔτσι ὁ Λόγος, χωρίς νά χάσει τίποτε ἀπό τή θεϊκή του οὐσία, χωρίς νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τούς κόλπους τοῦ Πατρός, ‘’ἐπί γῆς ἐφάνη καθ’ ἡμᾶς ἄνθρωπος’’, γιά νά καλέσει ‘’ὁμοίῳ τό ὅμοιον’’, νά μιλήσει στούς ἀνθρώπους σέ ἀνθρώπινη γλώσσα ἐξ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ καί νά τούς μεταφέρει τό μήνυμά του. Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση, τή μόνη ‘’γλώσσα’’ πού μπορεῖ νά ‘’καταλάβει’’ ὁ ἄνθρωπος» (ὅ.π. σελ. 40). Δηλαδή, κατά τόν εὐαγγελιστή Ἰωάννη, «ὁ μονογενής υἱός, ὁ ὤν εἰς τόν κόλπον τοῦ Πατρός, Ἐκεῖνος ἐξηγήσατο» (Ἰωάνν. 1,18)  – δηλαδή ἑρμήνευσε, μετέφρασε.

EBE_315

Ἡ «μετάφραση» αὐτή τοῦ Θεοῦ διά τοῦ Λόγου του νομιμοποιεῖ καί ἐπιβάλλει καί τή μετάφραση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ ὡς εὐαγγελικοῦ μηνύματος σέ γλώσσα προσιτή καί κατανοητή σέ κάθε ἄνθρωπο. Γι’ αὐτό εἶναι μέγα τό ἔργο τῶν Βιβλικῶν Ἑταιρειῶν, πού δέν φείδονται κόπων καί χρημάτων γιά νά μπορεῖ ὁ καθένας νά ἔχει τόν λόγο τοῦ Θεοῦ στή γλώσσα του. Στό πλαίσο αὐτό καί ἡ Ἑλληνική Βιβλική Ἑταιρεία ἐπιτελεῖ ἀξιολογώτατο ἔργο γιά τήν διαφώτιση τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ πρός δόξαν Θεοῦ. Ἐμεῖς, ὡς μεταφραστές, ἐπράξαμε τό αὐτονόητο: τό καθῆκον μας ὡς μελῶν τῆς Ἐκκλησίας καί ὡς ἐπιστημόνων, πού τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ μᾶς ἐκάλεσε νά Τόν ὑπηρετοῦμε ἀσχολούμενοι μέ τό Βιβλίο τῶν βιβλίων. Ὅ,τι ἐπράξαμε, «οὐκ ἐξ ἡμῶν, Θεοῦ τό δῶρον» (Ἐφ. 2,8). Εὐχαριστοῦμε γιά τήν τιμή πού μᾶς προσεγένετο, τήν ὁποίαν ἐπιστρέφουμε στήν Ἑλληνική Βιβλική Ἑταιρεία, χωρίς τήν πρωτοβουλία καί τή βοήθεια τῆς ὁποίας δέν θά ὑπῆρχε ἡ μετάφραση.

Σᾶς εὐχαριστῶ πολύ.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ, ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε , , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.