Καλλιόπη Κράβαρη (Πληροφορικός, MSc, PhDCan.), Ένας διάλογος  για την επιστήμη και τα θρησκευτικά σύμβολα στο ΑΠΘ  

CERN_380

Εισήγηση στο διεθνές συνέδριο: “Θεολογία και Σύγχρονη Φυσική: Ο άνθρωπος ανάμεσα στο μυστήριο του Θεού και το μυστήριο του Σύμπαντος”

Ο θεωρητικός φυσικός Peter Higgs διατύπωσε, το 1964, τη θεωρία του για την ύπαρξη ενός σωματιδίου, το οποίο θα μπορούσε να ερμηνεύσει την προέλευση της μάζας όλων των άλλων στοιχειωδών σωματιδίων[1]. Συγκεκριμένα, πρότεινε ένα μηχανισμό, ο οποίος θα επέτρεπε τη δημιουργία μαζών. Ο μηχανισμός αυτός, ωστόσο, σύμφωνα με την περιγραφή του έπρεπε να λειτουργεί με ένα άγνωστο σωματίδιο, ένα σωματίδιο που θα δίνει μάζα στην ύλη. Το σωματίδιο αυτό ονομάστηκε, αργότερα, μποζόνιο Higgs και χαρακτηρίστηκε ως «το σωματίδιο Θεός»[2]. Ο ίδιος ο Higgs, 49 χρόνια αργότερα, ευρισκόμενος στο αμφιθέατρο του CERN, κοντά στη Γενεύη, για την παρουσίαση της ανακάλυψης του σωματιδίου[3], δήλωσε έκπληκτος που αυτή έγινε όσο ο ίδιος είναι εν ζωή. Η ανακάλυψη του μποζονίου Higgs, όμως, δεν έφερε μόνο χαρά αλλά και αντιδράσεις.

Με αφορμή το επίτευγμα αυτό επανήλθε στην επιφάνεια το ζήτημα της ύπαρξης ή μη χάσματος ανάμεσα στην επιστήμη και τη θεολογία. Πράγματι, σε μια εποχή όπου η πίστη και οι φυσικές επιστήμες φαίνεται να έρχονται συνεχώς σε αντιπαράθεση, αναρωτιέται κανείς αν οι θεολόγοι και οι επιστήμονες μπορούν να βρουν κοινά σημεία. Σε γενικές γραμμές, οι απόψεις διίστανται. Από την μία πλευρά, βρίσκονται όσοι επιμένουν ότι θεολογία και επιστήμη, παρά τις πιθανές ομοιότητες τους, δεν είναι δυνατό να ταυτιστούν και, από την άλλη πλευρά, βρίσκονται όλοι εκείνοι που επιχειρούν να συμφιλιώσουν τους δύο χώρους, θεωρώντας αναχρονιστικό το μοντέλο της μεταξύ τους σύγκρουσης. Σε αυτό το πλαίσιο, έννοιες όπως η πραγματικότητα και η αλήθεια γίνονται αντικείμενο έντονων συζητήσεων. Μια τέτοια περίπτωση συζήτησης αποτελεί και ο διεπιστημονικός διάλογος των μελών του Α.Π.Θ.[4]. Ένας διάλογος που ξεκίνησε, καταδεικνύοντας τις δύο κυρίαρχες τάσεις και έφτασε μέχρι τα θρησκευτικά σύμβολα στο ίδρυμα.

Μελετώντας, λοιπόν, κανείς τις απόψεις των, θετικών ως επί τω πλείστων, επιστημόνων διαπιστώνει ότι ξεκινούν κάνοντας ορισμένες παραδοχές. Παραδοχές που από μια θετική επιστημονική άποψη είναι, κατά γενική ομολογία, κάπως δύσκολο, αν και όχι αδύνατο, να αμφισβητηθούν. Η πρώτη παραδοχή αφορά τον ορισμό της πραγματικότητας, ως το όλον, αυτό που υπάρχει και τα περιλαμβάνει όλα. Ωστόσο, το ζήτημα δεν είναι τόσο απλό. Στις μέρες μας υπάρχει μια έντονη αντιπαράθεση, στους επιστημονικούς κύκλους, σχετικά με το τι είναι πραγματικότητα και αν όντως είναι μια. Πολλοί ισχυρίζονται ότι οι πραγματικότητες είναι πολλές, όπως πολλές είναι και οι συνειδήσεις. Για την ακρίβεια, ο ατομικισμός της εποχής οδηγεί στην αντίληψη ότι υπεράνω της πραγματικότητας είναι η συνείδηση και με αυτή την έννοια η πραγματικότητα μας ανήκει, ελέγχεται από τη συνείδηση.

CERN_322

Όμως, εάν ο καθένας θεωρεί πως τα πράγματα είναι όπως τα βλέπει εκείνος, τότε οι αντιπαραθέσεις, ο ορθός λόγος και οι διαφωνίες χάνουν το νόημά και την αξία τους. Αυτό συμβαίνει, γιατί ο καθένας από αυτούς οχυρώνεται πίσω από τη δική του αντίληψη, κτίζοντας αδιαπέραστα τείχη γύρω του, εμποδίζοντας κάθε προσπάθεια διαλόγου. Έτσι, πολλοί παρακινούμενοι από αυτή την αντίληψη θεωρούν ότι σε άλλη πραγματικότητα βασίζεται η θεολογία και σε άλλη η επιστήμη. Φυσικά, τα πράγματα δεν είναι, πιθανότητα, έτσι αλλά ακόμη και αν είναι, ακόμη, δηλαδή, και αν κανείς ισχυριστεί ότι υπάρχουν πολλές πραγματικότητες, η αρχική παραδοχή της μιας πραγματικότητας δεν αναιρείται, δεδομένου ότι εφόσον αποτελεί το όλον, είναι σε θέση να περιλαμβάνει όλες αυτές τις επιμέρους πραγματικότητες. Έτσι, σε κάθε περίπτωση, τελικά, προκύπτει μία και μοναδική πραγματικότητα. Υπό αυτή την έννοια, η οριζόμενη ως πραγματικότητα, ταυτίζεται με την αρχαιοελληνική έννοια «κόσμος», αυτό που υπάρχει και περιλαμβάνει τα πάντα.

Σε συνέχεια αυτής της πρώτης παραδοχής, έρχεται η δεύτερη, η οποία αφορά τον ορισμό της αλήθειας, ως τη γνώση, την ερμηνεία και την κατανόηση της πραγματικότητας. Ως αλήθεια, δηλαδή, θεωρείται η αμερόληπτη διερεύνηση και προσέγγιση της πραγματικότητας. Σε αυτό το πλαίσιο, η ερμηνεία της πραγματικότητας δεν μπορεί, παρά να εξαρτάται αποκλειστικά από την ίδια την πραγματικότητα και όχι από τη συνείδηση, το επίπεδο των γνώσεων ή τον τρόπο διερεύνησης. Εάν η αλήθεια εξαρτιόταν από διάφορους τέτοιους παράγοντες, τότε δεν θα ήταν ίδια για όλους, καθώς η αλήθεια για τον καθένα είναι η πραγματικότητα που βιώνει, μια πραγματικότητα που καθορίζεται από όσα αισθάνεται και πιστεύει. Ακριβώς για να αποφευχθεί αυτή η σχετικότητα, η επιστήμη αναζητά την αλήθεια μέσα από αυστηρές διαδικασίες ελέγχου. Έτσι, η επιστημονική αλήθεια φαίνεται να είναι αρκετά αντικειμενική καθώς ζητά τα όσα ισχυρίζεται κάποιος να επαληθεύονται πειραματικά, όσες φορές κι αν κάποιο πείραμα επαναλαμβάνεται. Σε αυτό το πλαίσιο, εφόσον η πραγματικότητα είναι μία, αυτή θα πρέπει, προφανώς, να κατανοηθεί και να ερμηνευτεί με έναν ενιαίο τρόπο. Με άλλα λόγια, εφόσον η πραγματικότητα είναι μια, δεν μπορεί παρά να είναι μία και η αλήθεια, ανεξάρτητα από το ποια είναι αυτή.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ωστόσο, αποτελεί το γεγονός ότι οι παραδοχές αυτές δεν είναι μόνο επιστημονικές. Για την ακρίβεια, η παραδοχή για την μία και μοναδική πραγματικότητα είναι και θεολογική, καθώς και η χριστιανική θεολογία δέχεται πως η πραγματικότητα είναι μία. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον χριστιανισμού, ο κόσμος δεν υπήρχε πάντα αλλά δημιουργήθηκε εξολοκλήρου, κάποια στιγμή, από τον ίδιο τον Θεό. Με άλλα λόγια, ο κόσμος, άρα και η πραγματικότητα, ταυτίζεται με τη μια και μοναδική Κτίση, τη Δημιουργία του Θεού. Βεβαία, σε αυτή την περίπτωση, δεν υπάρχει μόνο η Κτίση αλλά και ο ίδιος ο Κτίστης. Ωστόσο, αυτό δεν αναιρεί την παραδοχή πως η πραγματικότητα είναι μία, παρά την συμπληρώνει, καθώς σε αυτή μπορεί να συμπεριληφθεί τόσο η Κτίση όσο και ο Κτίστης. Έτσι, κατά κάποιο τρόπο, διαφαίνεται ένα κοινό σημείο επιστήμης και θεολογίας, το γεγονός ότι η πραγματικότητα θεωρείται από όλους μια, ανεξάρτητα από το τι περιλαμβάνει και πως μελετάται από τον καθένα.

Αυτή η κοινή παραδοχή οδηγεί και σε ένα ακόμη εύλογο συμπέρασμα. Η θεολογία δεχόμενη την μοναδικότητα της πραγματικότητας, αποδέχεται και την μοναδικότητα της αλήθειας. Γεγονός που φαίνεται να προκύπτει, άλλωστε, και από την ρήση του Ιησού «Εγώ ειμί η Οδός και η Αλήθεια και η Ζωή» (Ιω. γ΄ 21). Επομένως, τόσο η επιστήμη όσο και η θεολογία φαίνεται να δέχονται την ύπαρξη μιας πραγματικότητας και μιας αλήθειας. Εύλογα κανείς μπορεί να διερωτηθεί, επομένως, ποια είναι τελικά η διαφοροποίηση μεταξύ επιστήμης και θεολογίας, εφόσον και οι δύο καταλήγουν σε αυτή την θεμελιώδη συμφωνία. Για την ακρίβεια, η βασική διαφωνία έγκειται στην ερμηνεία της πραγματικότητας, δηλαδή συμφωνούν ως προς την μοναδικότητα πραγματικότητας και αλήθειας αλλά διαφωνούν ως προς το ποια είναι αυτή η μία και μοναδική αλήθεια. Η αλήθεια για τη θεολογία προκύπτει εξ αποκαλύψεως και αφορά τη δημιουργία του κόσμου, την ύπαρξη Θεού και τη σχέση του Θεού με τη δημιουργία του. Η θρησκευτική αλήθεια, επομένως, φανερώνει τον ίδιο τον Θεό. Πρόκειται, δηλαδή, για μια αλήθεια σταθερή, περισσότερο αξιωματική και αδιαπραγμάτευτη από αυτή της επιστήμης.

CERN_369

Η αλήθεια, όμως, για την επιστήμη είναι το ζητούμενο της δράσης της, ο λόγος ύπαρξής της. Ωστόσο, είναι προφανές, ότι πλήρης αποκάλυψη της αλήθειας είναι δύσκολο να υπάρξει, δεδομένου ότι η πραγματικότητα είναι ασύλληπτη στην ολότητά της και μεταβαλλόμενη. Βέβαια, ρόλος της επιστήμης είναι συνεχώς να διερευνά και να αναζητά, βασιζόμενη στην παρατήρηση και τη δύναμη του ανθρώπινου μυαλού, πετυχαίνοντας καλύτερη προσέγγισή της. Έτσι, καθώς η επιστήμη κάνει συνεχώς νέες ανακαλύψεις, η επιστημονική αλήθεια αναπροσαρμόζεται ή επεκτείνεται[5]. Βλέπουμε, επομένως, ότι κάθε χώρος αντιλαμβάνεται διαφορετικά την αλήθεια και φαίνεται πως η αντίθεση επιστήμης και θεολογίας κάθε άλλο παρά έχει ξεπεραστεί, παραμένοντας πάντοτε επίκαιρη και σημαντική. Ένα ζήτημα απολύτως διαχρονικό.

Σε αυτό το πλαίσιο, ένα σχετικά απλό παράδειγμα, που καταδεικνύει, ωστόσο, με σαφήνεια την διαφορά στην αντιμετώπιση της αλήθειας είναι η περίπτωση του θαύματος, με την έννοια της παρέκκλισης από τους φυσικούς νόμους. Από την πλευρά της, η θεολογία αποδέχεται τα θαύματα, θεωρώντας ότι μπορούν να συμβούν οπουδήποτε, οποιαδήποτε χρονική στιγμή. Αυτό, όμως, για τις φυσικές επιστήμες είναι αδιανόητο. Από την πλευρά της, η επιστήμη θεωρεί ότι εάν παρατηρηθεί ένα φαινόμενο που δεν μπορεί να ερμηνευτεί, δεν σημαίνει, σε καμιά περίπτωση, πως έχουμε παρέκκλιση από τον τρόπο που λειτουργεί ο φυσικός κόσμος. Αντίθετα, σημαίνει ότι υπάρχει κάτι στη λειτουργία του κόσμου, που δεν έχει ακόμη κατανοηθεί και πρέπει να μελετηθεί. Έτσι, στην πράξη, η επιστημονική έρευνα και αναζήτηση προϋποθέτει την ανυπαρξία Θεού, υπό την έννοια ότι στην επιστήμη δεν επιτρέπεται να συμβαίνουν θαύματα, με την έννοια που δίνει στα θαύματα η θεολογία. Εάν μπορούσαν να συμβούν τότε η αναζήτηση της αλήθειας από την επιστήμη δεν θα είχε νόημα.

Εναλλακτικά, βέβαια, θα μπορούσε η επιστήμη να δεχθεί την ύπαρξη του Θεού και να αναζητά και Αυτόν τον ίδιο, ως συνδεόμενο με την αλήθεια της πραγματικότητας. Όμως, μεγάλο μέρος της θρησκευτικής αλήθειας δεν φαίνεται να είναι δυνατό να τεκμηριωθεί με επιστημονική διαδικασία και ως εκ τούτου γίνεται αποδεκτή μέσω της πίστης. Η πίστη όμως δεν είναι αποδεικτικό εργαλείο για τους επιστήμονες, οι οποίοι συνηθίζουν να λένε ότι εάν η πραγματικότητα συνδέονταν με την ύπαρξη Θεού, τότε η επιστήμη θα Τον συναντούσε μέσα από την έρευνα της και θα επιχειρούσε να Τον μελετήσει, καθώς αυτός είναι ο ρόλος της. Ωστόσο, στην ιστορική πορεία της αναζήτηση τους δεν βρήκαν Θεό Δημιουργό αλλά την Εξέλιξη. Παρόλα αυτά, η επιστήμη, από την μεριά της, δεν μπορεί να αποκλείσει την ύπαρξη Θεού, δεν είναι στη φύση της να το κάνει, εφόσον δεν έχει φτάσει ακόμη στην απόλυτη αλήθεια, γι’ αυτό θα συνεχίζει να ερευνά.

Ίσως αυτός να είναι και ο λόγος ύπαρξης θρησκευτικών συμβόλων στην πλειονότητα των επιστημονικών ιδρυμάτων. Σύμβολα που θα περίμενε κανείς να δει σε θεολογικές σχολές αλλά όχι σε θετικούς επιστημονικούς χώρους. Ένα παράδειγμα αποτελεί το έμβλημα του Α.Π.Θ., όπου αντί του θεμελιωτή του ορθολογισμού Αριστοτέλη, από τον οποίο πήρε το όνομα του, υπάρχει η εικόνα ενός θρησκευτικού συμβόλου του Χριστιανισμού, του Αγίου Δημητρίου. Αν και μια παλιά ιστορία φέρει το έμβλημα να απεικονίζει, από λάθος, την μορφή του Αγίου Νεστορίου και όχι αυτή του Αγίου Δημητρίου[6], η ουσία δεν αλλάζει. Το νόημα του εμβλήματος δεν είναι μια έννοια απόλυτη και στατική αλλά μια ενεργητική διαδικασία, ένα αποτέλεσμα της δυναμικής αλληλεπίδρασης ανάμεσα στο σημείο, τον ερμηνευτή και το αντικείμενο[7]. Επομένως, η αξία του εμβλήματος παραμένει σταθερή, παρά την όποια απεικόνιση του. Έτσι, παρά τις αντιθέσεις που κατά καιρούς καταγράφονται, οι πλειονότητα των επιστημόνων σε όποιο χώρο και αν ανήκουν, δεν απαρνούνται τα θρησκευτικά σύμβολα στα εμβλήματα των ιδρυμάτων τους, συνεχίζουν απλώς να αναζητούν την αλήθεια μέσα από την έρευνα τους.

CERN_371

[1] Peter W. Higgs, Broken Symmetries and the Masses of Gauge Bosons. Physical Review Letters 13, 508, 1964.

[2] Leon M. Lederman & Dick Tenesi, The God Particle: If the Universe Is the Answer, What Is the Question?. DellPublishing, 1993. ISBN: 0-385-31211-3.

[3] Η ανακάλυψη έγινε στις 14 Μαρτίου 2013.

[4] Η παρούσα μελέτη παρουσιάζει μέρος αυτού του διαλόγου που πραγματοποιήθηκε κατά το προηγούμενο έτος και αφορά την άποψη ορισμένων μελών του ιδρύματος σχετικά με την επιστήμη και την σχέση της με την θεολογία και τα θρησκευτικά σύμβολα στο Α.Π.Θ.

[5] Ευθύμης Παπαδημητρίου, Το πρόβλημα του κριτηρίου της Αλήθειας στη σύγχρονη θεωρία της επιστήμης. Δωδώνη 15/Γ, σελ. 49-64, 1986.

[6] Βασίλειος. Δ. Κυριαζόπουλος, Τίτλος και εμβλήματα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Περιοδικό «ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ». σελ. 283, Χριστούγεννα 1985.

[7] F. de Saussure, Μαθήματα Γενικής Γλωσσολογίας. Εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 1979. & Ch. Peirce, Η Λογική ως Σημειωτική: Η Θεωρία των Σημείων. Στο Κείμενα Σημειολογίας, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα, 1981.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.