Τά Λόγια του Ίησού, την κριτική έκδοση τών οποίων παρουσιάζουμε σήμερα στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό (Μέρος Α), είναι τό αρχαιότερο Ευαγγέλιο – πιθανότατα μάλιστα άποτελεί και τό αρχαιότερο γραπτό μνημείο του χριστιανισμού. ’Αναμφίβολα άποτελεί τήν αρχαιότερη συλλογή λογίων του Ιστορικού Ίησού, ή οποία διέσωσε μερικά άπό τά σπουδαιότερα τμήματα τής χριστιανικής γραμματείας, όπως π.χ. ή Κυριακή Προσευχή, ή Έπί του ’Όρους/Τόπου Πεδινού Όμιλία, ή ’Αποστολή τών Μαθητών του Ίησού, ό Ταλανισμός τών Γραμματέων καί τών Φαρισαίων κ.ά.
Τά Λόγια του Ίησού, ή Πηγή τών Λογίων, όπως συνηθίζεται νά άποκαλείται στούς επιστημονικούς κύκλους, είναι τό κείμενο εκείνο τό όποιο, σύμφωνα μέ τά πορίσματα τής νεώτερης έπιστήμης, χρησιμοποίησαν οι συγγραφείς τών Κατά Ματθαίον καί Κατά Λουκάν Ευαγγελίων γιά νά παρουσιάσουν τή διδασκαλία του Ίησου. Τά λόγια αυτά του Ίησού oi μεταγενέστεροι Συνοπτικοί εύαγγελιστές (Ματθαίος καί Λουκάς) τά προσάρμοσαν στο άφηγηματικό πλαίσιο του κατά Μάρκον Ευαγγελίου, έντάσσοντάς τα κατ’ αυτόν τον τρόπο στήν κηρυγματική (παύλεια) θεολογική παρουσίαση του προσώπου του Χριστού. Ή Πηγή τών Λογίων, ως εκ τούτου, άποτελεί μιά άπό τις βασικότερες ιστορικές πηγές άποκατάστασης τής διδασκαλίας καί του προσώπου του Ιστορικού Ίησού, του ιδρυτή δηλαδή τής θρησκείας πού προσδιόρισε έπί δύο χιλιετίες καθοριστικά τις τύχες τής οικουμένης.
Τά ίχνη του σημαντικότατου αύτού κειμένου του άρχέγονου χριστιανισμού, μετά τή χρησιμοποίησή του άπό τούς ευαγγελιστές Ματθαίο καί Λουκά, χάθηκαν στο διάβα του χρόνου. Τά εντόπισε ή σύγχρονη βιβλική επιστήμη, μετά από τιτάνια προσπάθεια καί εξονυχιστική έρευνα εκατό καί πλέον έτών, στο κοινό ύλικό τών δύο παραπάνω Ευαγγελίων.