Μ. Γκουτζιούδης, Καινοδιαθηκικές Μελέτες με τη Συνδρομή της Αρχαιολογίας, εκδόσεις Μέθεξις, Θεσσαλονίκη 2012, σελ. 237

Βιβλιοκρισία του Επίκουρου Καθηγητή του Τμήματος Θεολογίας του Α.Π.Θ. Χαράλαμπου Γ. Ατματζίδη που δημοσιεύτηκε στο νέο τεύχος του περιοδικού Δελτίο Βιβλικών Μελετών (σελ. 175-181)

Πρόσφατα, ο Λέκτορας του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. κ. Μόσχος Γκουτζιούδης, εξέδωσε τον παραπάνω καλαίσθητο και σε πρωτότυπο σχήμα τόμο, που θυμίζει οδηγούς μουσείων. Αυτός περιλαμβάνει έναν σύντομο πρόλογο, το κυρίως μέρος, που αποτελείται από επτά άρθρα εμπλουτισμένα με πολλές και αξιόλογες εικόνες αρχαιολογικών χώρων και ευρημάτων, βιβλιογραφία, γλωσσάρι και πίνακες συντομογραφιών, προέλευσης των εικόνων και ευρετηρίου ονομάτων και χωρίων.

18-200_74

1. Στο πρώτο άρθρο με θέμα «Τι είναι η Βιβλική Αρχαιολογία» οριοθετείται από τον συγγραφέα η Βιβλική Αρχαιολογία, ως ο επιστημονικός κλάδος της αρχαιολογίας που εξετάζει τα αρχαιολογικά ευρήματα που σχετίζονται με την Βίβλο και τις περιοχές που αναφέρονται σε αυτή.  Ο συγγραφέας αναφέρεται επίσης στην ιστορία της έρευνας και τις δύο κύριες μεθόδους που πρωτοχρησιμοποιήθηκαν στην αρχαιολογία, την στρωματογραφία και την κεραμική τυπολογία. Ακόμη επισημαίνει την καμπή στη μεθοδολογία της αποκαλούμενης Βιβλικής Αρχαιολογίας, που επέρχεται στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Αυτή επήλθε με τρεις τρόπους: πρώτα με την αποστασιοποίηση της αρχαιολογίας από θεολογικά χρωματισμένα κατάλοιπα, όπως η χρήση των όρων «Βιβλική Αρχαιολογία», «Αρχαιολογία της αγίας Γης» και την επικέντρωση του ενδιαφέροντος της αρχαιολογικής σκαπάνης στην δικαίωση όσων αναφέρονται στην Βίβλο. Έπειτα με την μετονομασία της «Βιβλικής Αρχαιολογίας» σε «Αρχαιολογία της Συρίας και της Παλαιστίνης» Έτσι, όπως επισημαίνει ο κ. Γκουτζιούδης, «πρωταρχικό ενδιαφέρον αποκτούσε τώρα η γη και η ιστορία της Παλαιστίνης» και ότι «η αρχαιολογία της αγίας γης βγήκε από το εκκλησιαστικό περιβάλλον και εντάχτηκε στον ακαδημαϊκό χώρο» με την διεπιστημονική συνεργασία της αρχαιολογίας με άλλους επιστημονικούς κλάδους. Στα παραπάνω σημειώνουμε ότι θα πρέπει να αποφεύγεται ο όρος «αγία γη» ή αυτός να τίθεται σε εισαγωγικά, ως έντονα χρωματισμένος θεολογικά και επικίνδυνος πολιτικά όρος. Επίσης θα έπρεπε να χρησιμοποιείται ο όρος «Ισραήλ» αντί του όρου «Παλαιστίνη». Ο τελευταίος είναι δημιούργημα της ρωμαϊκής πολιτικής στην περιοχή που επιβλήθηκε μετά το 130 μ.Χ. για να υποτιμήσει τους Ισραηλίτες.

18-200_70

Ο κ. Μόσχος Γκουτζιούδης ολοκληρώνει το άρθρο, με μια αναφορά του στην αρχαιολογία που σχετίζεται με τον χώρο της Μεσογείου και με τα κείμενα της Καινής Διαθήκης. Σε αυτή επισημαίνει την πρόοδο που έχει γίνει ως προς τον τομέα αυτό του κλάδου της αρχαιολογίας με τη συγγραφή σχετικών ελληνόγλωσσων και ξενόγλωσσων εργασιών.

2. Στο δεύτερο άρθρο του με τον τίτλο «Στα Βήματα του Αποστόλου Παύλου. Ακολουθώντας τα “Αρχαιολογικά” Ίχνη της Δράσης του στην Ελλάδα» ο συγγραφέας στοχεύει, όπως ο ίδιος επισημαίνει, να «αναδείξει, ποια από τα μνημεία τα οποία συχνά εικονίζονται στις παραπάνω εκλαϊκευμένες εκδόσεις διαφόρων βοηθημάτων -συμπεριλαμβάνει σε αυτά και τους τουριστικούς οδηγούς- συνδέονται άμεσα με τον Παύλο και τη δράση του στην Ελλάδα χωρίς να προέρχονται από κάποια μεταγενέστερη παράδοση». Επίσης ο συγγραφέας επιχειρεί ν’ αναδείξει «με τη συνδρομή της αρχαιολογικής έρευνας, τις αρχαιότητες εκείνες, οι οποίες δεν παρατίθενται στις εν λόγω εκδόσεις για την πορεία του Παύλου στην Ελλάδα, αλλά συνδέονται με συγκεκριμένες περιοχές της ιεραποστολικής δράσης του Παύλου».

Ο κ. Γκουτζιούδης διατρέχει όλες τις περιοχές και πόλεις της Ελλάδας, την Νεάπολη, τους Φιλίππους, την Αμφίπολη, την Απολλωνία, την Θεσσαλονίκη, την Βέροια, την Αθήνα, την Κόρινθο και άλλες, που συνδέονται με τον Παύλο. Επίσης κατηγοριοποιεί με επιστημονικό τρόπο τα διάφορα αρχαιολογικά ευρήματα και τα άλλα κτίσματα που συνδέονται με τον απόστολο των εθνών. Τα αποτελέσματα της έρευνάς του είναι αποκαλυπτικά. Τα περισσότερα από τα ευρήματα αυτά είναι μεταγενέστερα του Παύλου, άλλα είναι δημιουργήματα της παράδοσης που αναπτύχθηκε γύρω από τον Παύλο, ενώ λιγοστά, τα περισσότερα εντοπίζονται στην αρχαία Κόρινθο, μπορούν να συνδεθούν πιο στενά με τον Παύλο.

18-200_65

Χαρακτηριστικό παράδειγμα του τρόπου έρευνας του συγγραφέα αποτελεί η εξέταση όλων όσων αναφέρονται στην επίσκεψη του Παύλου στην Αθήνα. Τα αρχαιολογικά ευρήματα στην πόλη, αναδεικνύονται αυστηροί κριτές όσων αναφέρονται στις Πράξεις για τον Παύλο και τη δράση του στην Αθήνα. Εμείς προσθέτουμε ότι έρχονται να επιβεβαιώσουν την θέση ότι ο συγγραφέας των Πράξεων παρεμβαίνει στην ιστορία και την νοηματοδοτεί θεολογικά. Τέλος σημειώνουμε ότι μια εκτενέστερη αναφορά από τον συγγραφέα στην Νικόπολη σε σχέση με τον Παύλο (Τιτ 3,12) θα έπειθε και τον τελευταίο απαιτητικό αναγνώστη για την θεματική πληρότητα του παραπάνω άρθρου.

3. Στο τρίτο άρθρο του με θέμα «Η Συνδρομή της Τοπογραφίας και της Αρχαιολογικής Μαρτυρίας στην Κατανόηση του Χώρου Δράσης των Χριστιανών της Κορίνθου» ο κ. Μόσχος Γκουτζιούδης επιχειρεί να αναπαραστήσει στον σύγχρονο αναγνώστη, ειδικό και μη, την  εικόνα της πόλης της Κορίνθου την εποχή της Καινής Διαθήκης. Στην προσπάθειά του αυτή επιστρατεύει τα σχετικά αρχαιολογικά ευρήματα, τις αναφορές στην Κόρινθο των δύο επιστολών του αποστόλου Παύλου και την πλούσια σχετική βιβλιογραφία. Πρώτα κάνει λόγο, με παράθεση πλούσιου εποπτικού υλικού,  για τους χώρους και τα μνημεία της πόλης που αναφέρονται στην Καινή Διαθήκη, όπως τις επιγραφές για κάποιον Έραστο (Ρωμ 16,23. Πρ 19,22. Β΄ Τιμ 4,20), για την κρεαταγορά (macellum) της πόλης (Α΄ Κορ 10,25) και την εβραϊκή συναγωγή της πόλης (Πρ 18,6). Από την επεξεργασία των δεδομένων αυτών εξάγεται από τον συγγραφέα το συμπέρασμα ότι όλες οι σχετικές πληροφορίες πρέπει να προσεγγίζονται κατά τρόπο επιστημονικό, ώστε ν’ αποφεύγονται άκριτες και αυθαίρετες απλουστεύσεις σε ό,τι αφορά τη ζωή και τις αντιλήψεις της πρώτης χριστιανικής κοινότητας της Κορίνθου.

Ο παραπάνω τρόπος προσέγγισης των ευρημάτων από τον Μόσχο Γκουτζιούδη φανερώνεται εναργέστερα στο δεύτερο μέρος του άρθρου του, όπου διερευνώνται οι αρχαιολογικοί χώροι και τα επιμέρους αρχαιολογικά ευρήματα της πόλης σε σχέση με συγκεκριμένες αναφορές του Παύλου στις δυο Επιστολές του προς τους χριστιανούς της Κορίνθου. Μια-μια οι αναφορές αυτές συγκρίνονται από τον συγγραφέα με τα αρχαιολογικά ευρήματα και αξιολογούνται με την βοήθεια της πλούσιας για το θέμα σχετικής έρευνας.

18-200_59

Από την επεξεργασία των στοιχείων αυτών αναφέρω ενδεικτικά την επιστημονική συζήτηση που παραθέτει ο συγγραφέας και που αναφέρεται στους λατρευτικούς χώρους σύναξης των χριστιανών της Κορίνθου την εποχή αυτή. Ο συγγραφέας εξετάζει αρχικά μια ρωμαϊκή έπαυλη του πρώτου αιώνα μ.Χ., που ανακαλύφτηκε στην περιοχή Αναπλογά, και διερευνά κατά πόσον αυτή θα μπορούσε να μας βοηθήσει να αναπαραστήσουμε τους πιθανούς λατρευτικούς χώρους συγκέντρωσης των χριστιανών της Κορίνθου. Για τον ίδιο σκοπό ο συγγραφέας εξετάζει και τις κατοικίες που ανακαλύφτηκαν στην οδό της Κορίνθου που βρίσκεται ανατολικά του θεάτρου και οι οποίες δεν ανήκαν σε εύπορους κατοίκους της πόλης και καταλήγει στο συμπέρασμα, ότι «τα παραπάνω  κτίρια είναι σημαντικά, διότι μας δίνουν μια εικόνα του χώρου που καταλάμβαναν οι οικίες της πλειοψηφίας των Κορινθίων και ένα πιθανό υπόβαθρο για τις κατ’ οίκον συγκεντρώσεις της χριστιανικής κοινότητας σαν αυτή που συναθροιζόταν στο σπίτι ή στο χώρο εργασίας του Ακύλα και της Πρίσκιλλας (Α΄ Κορ 16,19)». Ο συγγραφέας ολοκληρώνει το άρθρο του τονίζοντας τη μεγάλη σημασία των αρχαιολογικών ευρημάτων στην Κόρινθο για την επιστημονική «αναπαράσταση», όσο αυτό είναι εφικτό, της ζωής και των αντιλήψεων των πρώτων χριστιανών της Κορίνθου.

4. Στο τέταρτο άρθρο του με θέμα «Η Οικογενειακή Ζωή και οι Αρχαιότητες της Εποχής του Αποστόλου Παύλου», ο συγγραφέας μετατοπίζει το ενδιαφέρον του από την «μακρο-αρχαιολογική» στην «μικρο-αρχαιολογική» έρευνα, ακριβέστερα όπως ο ίδιος επισημαίνει: «στην παρούσα μελέτη θα επιχειρήσουμε με τη συνδρομή των αρχαιοτήτων που προέρχονται χρονικά από τις περιοχές που έδρασε ο Παύλος και οι εκκλησίες του, να διαβάσουμε εκ νέου τις αναφορές στην οικογενειακή ζωή των χριστιανών».

Ο κ. Μόσχος Γκουτζιούδης στηρίζεται στα αρχαιολογικά ευρήματα της Πομπηίας, του Herculaneum, της Κορίνθου και της Εφέσου και επιχειρεί αρχικά να περιγράψει την αρχιτεκτονική μιας αστικής κατοικίας της ρωμαϊκής εποχής, τους ενοίκους της και τα δρώμενα σε αυτή. Σημειώνει ότι οι οικίες αυτές  ήταν τις περισσότερες φορές πολυώροφες και ενταγμένες στον ιστό της πόλης. Επίσης αναφέρει ότι στους χώρους αυτούς κατοικούσε μια τυπική ρωμαϊκή οικογένεια που αποτελούνταν από τους Ρωμαίους γονείς, τα τέκνα τους και τους δούλους. Τέλος επισημαίνεται ότι οι οικίες αυτές ήταν ταυτόχρονα χώροι ανάπτυξης της ιδιωτικής, της κοινωνικής και της επαγγελματικής ζωής της κάθε ρωμαϊκής οικογένειας.

Ο συγγραφέας στη συνέχεια αναζητά αναφορές στις παύλειες επιστολές που θα μπορούσαν να προσεγγιστούν επιτυχέστερα με τη βοήθεια των παραπάνω αρχαιολογικών ευρημάτων και να συμβάλλουν στην αναπαράσταση της θρησκευτικής ζωής των πρώτων χριστιανών. Σημειώνει από την αρχή ότι το εγχείρημα είναι δύσκολο, γιατί «οι πρώτοι χριστιανοί αρχαιολογικά είναι αόρατοι καθώς δεν διακρίνονται από τους εθνικούς γείτονές τους». Ταυτόχρονα όμως υπογραμμίζει ότι είναι δυνατόν μια τέτοια έρευνα να φωτίσει εκ νέου αναφορές από την θρησκευτική ζωή των πρώτων χριστιανών. Παραθέτω δύο παραδείγματα από το άρθρο. Το ένα σχετίζεται με το Γαλ 3,27, όπου αναφέρεται από τον Απόστολο Παύλο ότι «ὅσοι γὰρ εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε». Ο συγγραφέας τονίζει ότι «στο υπόβαθρο του στίχου συχνά θεωρείται ότι υπάρχει σε σύνδεση με τα 4:1-2 η ρωμαϊκή τελετή της toga virilis με την οποία ένα νεαρό αγόρι ενηλικιωνόταν». Το δεύτερο παράδειγμα σχετίζεται με τη θέση της γυναίκας στις πρώτες χριστιανικές κοινότητες. Ο συγγραφέας αναφέρει ότι στη ρωμαϊκή Κόρινθο του 1ου αι. μ.Χ. ζούσε κάποια Ιουνία Θεοδώρα από την Λυκία, προς τιμήν της οποίας αφιερώθηκαν επιγραφές για τη βοήθεια που προσέφερε σε συμπατριώτες της. Επίσης επισημαίνει ότι «εξαιτίας της χρήσης του όρου «προστασία» μπορούμε να συγκρίνουμε το ρόλο της με εκείνο της Φοίβης (Ρωμ 16:1-2), η οποία υπήρξε προστάτις πολλών χριστιανών και του Παύλου».

Εικ-11

Ο κ. Μόσχος Γκουτζιούδης ολοκληρώνει το άρθρο του με ένα προσεκτικά διατυπωμένο συμπέρασμα, στο οποίο αναφέρει: «ο τρόπος ζωής των ρωμαϊκών οικογενειών και ο χώρος δράσης τους εντός των οικιών τους αποτελεί το καταλληλότερο υπόβαθρο για τη μελέτη της ιεραποστολικής δράσης του Παύλου και των συνεργατών του. Έχοντας σήμερα στη διάθεσή μας τις νέες τεχνολογικές δυνατότητες είναι εφικτό να σχηματίσουμε μια εικόνα, έστω και αποσπασματική, για τη ζωή των κατ’ οίκον εκκλησιών στις παύλειες κοινότητες».

5. Στο πέμπτο άρθρο του με τίτλο «Το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο και οι Σχετικές Αρχαιολογικές Ανακαλύψεις» ο κ. Μόσχος Γκουτζιούδης μας μεταφέρει νοερά στο Ισραήλ της εποχής του Χριστού, όπου και διερευνά τα διάφορα αρχαιολογικά ευρήματα σε σχέση με το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο. Η έρευνά του καλύπτει πάνω από 20 σχετικά με το τέταρτο Ευαγγέλιο αρχαιολογικά ευρήματα, όπως η επιγραφή του Θεόδοτου, η κολυμβήθρα της Βηθεσδά, το λιθόστρωτο, η επιγραφή του Πιλάτου, ο τάφος του Ιησού, το οστεοφυλάκιο του Ιακώβου από τον τάφο του Talpiot, το εύρημα ενός εσταυρωμένου άνδρα και το σάβανο σε ένα τάφο στην Ιερουσαλήμ. Ο συγγραφέας προσεγγίζει με επιστημονική υπευθυνότητα τα εν λόγω ευρήματα και συζητά, στο πλαίσιο βέβαια ενός περιορισμένου σε έκταση άρθρου, τη σχέση των ευρημάτων αυτών με όσα αναφέρονται στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο. Από τη σύγκριση αυτή εξάγονται από τον συγγραφέα δύο συμπεράσματα, ένα αρνητικό και ένα θετικό. Το αρνητικό είναι η αναγνώριση της μεγάλης δυσκολίας, ακόμη και της αδυναμίας, να ταυτοποιηθούν πολλά από τα παραπάνω αρχαιολογικά ευρήματα με όσα αναφέρονται στο Ευαγγέλιο. Σαν παράδειγμα αναφέρω την εξέταση του τάφου του Talpiot και των οστεοφυλακίων που βρέθηκαν σε αυτό και κατά καιρούς αποδόθηκαν στον Ιησού, στην Μαρία την Μαγδαληνή και σε άλλα πρόσωπα. Ο συγγραφέας καταλήγει ότι «μέχρι σήμερα η καλύτερη απόδειξη περί αυθεντικότητας του τάφου του Ιησού που βρίσκεται εντός του Πανάγιου Τάφου, είναι το γεγονός ότι το σημείο παρέμενε γνωστό μέχρι την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου ως το μόνο μέρος, όπου ο Ιησούς είχε ενταφιαστεί». Το θετικό συμπέρασμα της έρευνας του συντάκτη του άρθρου σχετίζεται με την ανάδειξη της ιστορικότητας των πληροφοριών που μας παρέχει το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο. Επισημαίνεται ότι με τη βοήθεια της αρχαιολογίας κλονίζεται η επικρατούσα θέση ότι στο τέταρτο Ευαγγέλιο είναι σπάνιο να βρεθούν πληροφορίες που να ανταποκρίνονται στην ιστορική αλήθεια. Αντίθετα, όπως υπογραμμίζεται μεταξύ των άλλων, «οι πληροφορίες του τετάρτου Ευαγγελίου αποδείχτηκαν ακριβείς για την Κανά, την Καπερναούμ, τη Βηθσαϊδά, τη Συχάρ, την Τιβεριάδα, τη Βηθανία, κοντά στην Ιερουσαλήμ και την Εφραίμ». Έτσι κατά τον συγγραφέα, για μια ακόμη φορά καταδεικνύεται η συμβολή της αρχαιολογίας στην διερεύνηση όσων αναφέρονται στην Καινή διαθήκη και ιδιαίτερα στην έρευνα του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου.

Εικόνα 2

6. Το έκτο άρθρο του συγγραφέα τιτλοφορείται «Η Παρουσία και ο Συμβολισμός του Νερού στην Καινή Διαθήκη. Κοινοί Τόποι με την Αρχαία Ελληνική Θρησκεία». Σε αυτό διερευνά το νερό, που όπως αναφέρει, «δεν αποτελεί μόνον βασικό στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης αλλά και απαραίτητο συστατικό της θρησκευτικής ζωής». Ο κ. Μόσχος Γκουτζίουδης, εξαιτίας της περιορισμένης έκτασης ενός άρθρου, περιορίζει την έρευνά του μόνον στην λέξη «ὕδωρ» και όχι σε άλλα συναφή λεξήματα. Αρχικά επισημαίνει ότι ή λέξη χρησιμοποιείται κυριολεκτικά στην Καινή Διαθήκη, στην ιουδαϊκή και στην ελληνορωμαϊκή παράδοση, όπως σε αναφορές που σχετίζονται με την καθημερινή ζωή, παραδείγματος χάρη με την πόση και το πλύσιμο των σωματικών μελών. Επίσης επισημαίνει ότι η λέξη χρησιμοποιείται πολύ συχνά μεταφορικά και συμβολικά στις παραπάνω παραδόσεις.

Η μεταφορική και συμβολική χρήση του νερού αποτελεί στη συνέχεια το αντικείμενο της έρευνας του συντάκτη του άρθρου. Αυτός αναλύει κατά τρόπο συνοπτικό αλλά και επιστημονικό τις περιπτώσεις, στις οποίες το νερό παρουσιάζεται άλλοτε ως μια ζωογόνος δύναμη και άλλοτε ως μια εχθρική και καταστρεπτική δύναμη. Επίσης κάνει λόγο για τη σύγκρουση του Θεού με το νερό και την ανάδειξη της υπεροχής του Θεού στο νερό καθώς και για τη σύνδεση του νερού με τις θεοφάνιες. Ταυτόχρονα ερευνά την αντίληψη για την θεραπευτική και καθαρτήρια ιδιότητα του νερού. Τέλος αναλύει την τάση της τότε εποχής να συνδέεται το νερό με την αθανασία, με τη μετά θάνατον ζωή και με τα έσχατα.

Η παραπάνω έρευνα του συγγραφέα είναι συγκριτική και χρησιμοποιούνται ως πηγές τόσο κείμενα όσο και αρχαιολογικά ευρήματα. Ως περισσότερο σημαντικές και πρωτότυπες θεωρώ τις αρχαιολογικές παραθέσεις του κ. Μόσχου Γκουτζιούδη, γιατί με αυτές αναδεικνύεται κατά τρόπο εντυπωσιακό και ίσως για πρώτη φορά στον ελλαδικό χώρο η σχέση των αναφορών για το νερό στην Καινή Διαθήκη με τις αντίστοιχες αναφορές στον ελληνορωμαϊκό και στον ιουδαϊκό κόσμο. Ως παράδειγμα αναφέρω τη σύγκριση που πραγματοποιεί μεταξύ των αρχαιολογικών ευρημάτων στο Ακρωτήριο της Θήρας, όπου απεικονίζονται νέοι να μεταφέρουν δοχεία με νερό, πιθανόν για να το χρησιμοποιήσουν για τελετουργικούς καθαρμούς, με παρόμοιες πρακτικές που αναφέρονται στην Καινή Διαθήκη και εντοπίστηκαν σε αρχαιολογικά ευρήματα της εποχής του Χριστού στο Ισραήλ.

Εικόνα 5

Ο συγγραφέας μετά την ανάλυσή του συμπεραίνει ότι η παρουσία του νερού και ο συμβολισμός του στην Καινή Διαθήκη «ακολουθεί γενικά την Π.Δ. αλλά δανείζεται και παραστάσεις από τον αρχαίο ελληνικό [θα πρόσθετα και ρωμαϊκό] κόσμο». Επισημαίνει ταυτόχρονα την θετική και αρνητική περιγραφή του νερού στα κείμενα της Καινής Διαθήκης. Επίσης υπογραμμίζει την ποικιλία των συμβολισμών που αποδίδονται στο νερό από τον συγγραφέα του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου. Ακόμη υπογραμμίζει τον ξεχωριστό συμβολισμό του νερού κατά το βάπτισμα που αποδίδεται από τον Παύλο, ακριβέστερα από την  πρωτοχριστιανική παράδοση που υιοθετεί ο Παύλος. Τέλος επισημαίνει εύστοχα τον ρόλο του νερού  (κατακλυσμός) στην Β΄ Πέτρου και στην σύνδεσή της καταστροφικής δράσης του νερού με την καταστροφική δράση ενός άλλου στοιχείου, της φωτιάς, μέσω του οποίου κατά τα έσχατα θα καταστραφεί ο κόσμος και για να εμφανιστούν στη συνέχεια οι καινοί ουρανοί και η καινή γη.

7. Στο έβδομο και τελευταίο άρθρο του, που φέρει τον τίτλο «Η Λατρευτική Δραστηριότητα των Χριστιανικών Κοινοτήτων από την Εποχή της Καινής Διαθήκης μέχρι το Διάταγμα των Μεδιολάνων» ο κ. Μόσχος Γκουτζιούδης καλείται να συνδέσει την λατρευτική πρακτική της πρώτης Εκκλησίας με σχετικά αρχαιολογικά ευρήματα. Το εγχείρημα αυτό του συγγραφέα είναι ιδιαίτερα δύσκολο, εξαιτίας της έλλειψης σχετικών αρχαιολογικών ευρημάτων από τα πρώτα χριστιανικά  χρόνια. Ένα απλό φυλλομέτρημα του άρθρου φανερώνει ότι τα σχετικά με το θέμα της χριστιανικής λατρείας ευρήματα προέρχονται από τον τρίτο μ.Χ. αιώνα και εξής. Αυτό αναγκάζει τον συγγραφέα να αναζητήσει στηρίγματα σε θύραθεν αρχαιολογικά ευρήματα καθώς και σε κείμενα, από την χριστιανική και θύραθεν γραμματεία των πρώτων χριστιανικών αιώνων. Έτσι ο Μόσχος Γουτζιούδης δεν αποφεύγει την συναγωγή συμπερασμάτων που δεν στηρίζονται σε μαρτυρίες αρχαιολογικών πηγών, αλλά σε θεολογικές ερμηνείες κειμένων. Κλασικό παράδειγμα αποτελεί η παράθεση της θέσης για την ευχαριστία, ότι «όλα τα στοιχεία που διαπλέκονται από πολύ νωρίς στην ευχαριστία…παίρνουν νόημα και σημασία από το κυρίαρχο, το ένα και μοναδικό: το εσχατολογικό».

Ο κ. Μόσχος Γκουτζιούδης κατορθώνει τελικά να «δαμάσει» το δύσκολο αυτό θέμα και να παρουσιάσει μια ανάγλυφη εικόνα για την λατρευτική δραστηριότητα των πρώτων χριστιανών. Έτσι αναδεικνύει, μεταξύ των άλλων, τον χριστοκεντρισμό της νέας λατρείας, την έντονη επίδραση σε αυτή της ιουδαϊκής λατρείας και την αρνητική εντύπωση που προκαλούσε στον εθνικό κόσμο η «λατρεία όχι ενός αρχαίου ήρωα ή μιας ξεχωριστής προσωπικότητας, αλλά ενός προσφάτως εσταυρωμένου…(δηλαδή) η λατρεία του Ιησού».

Στη συνέχεια ο συγγραφέας αναφέρεται στο πρόβλημα των πηγών κατά τους τρεις πρώτους αιώνες και εξετάζει μια-μια όλες τις λατρευτικές εκδηλώσεις των πρώτων χριστιανών στους διάφορους ιδιωτικούς οίκους, όπως το κήρυγμα του Ευαγγελίου, την ανάγνωση αποσπασμάτων από την Παλαιά Διαθήκη αλλά και ευαγγελικών και αποστολικών κειμένων, την προσευχή, την υμνολογία, τις δημόσιες δηλώσεις ομολογιών πίστης, την προφητεία. Ο κ. Γκουτζιούδης αναφέρεται επίσης διεξοδικά στην ιεροσύνη, το βάπτισμα, την ευχαριστία, τη μετάνοια και την εξέλιξη της δημόσιας λατρείας, καθώς και στις ιερές ημέρες και γιορτές των χριστιανών.

Εικ_11

Ο συγγραφέας ολοκληρώνει την συνοπτική αλλά περιεκτική εργασία του με τα συμπεράσματα και τονίζει ότι στους πρώτους αιώνες επικρατούσε στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας «έντονη πολυμορφία…Η ενιαία μορφή που επικράτησε αργότερα δεν είναι παρά η υιοθέτηση και διαμόρφωση διαφόρων λατρευτικών πρακτικών που εφαρμόζονταν νωρίτερα» . Επίσης συμπεραίνει ότι «η παράδοση να διαβάζονται βιβλικά αποσπάσματα σε καθορισμένες χρονικές περιόδους οδήγησε στην καθιέρωση ορισμένων εορτών σε ετήσιο κύκλο».

Συμπερασματικά το βιβλίο αυτό του κ. Γκουτζιούδη, που αποτελεί συλλογή άρθρων του, έχει συγκεκριμένα αξιοπρόσεκτα χαρακτηριστικά. Αναφέρεται πρώτα από όλα σε μια θεματική, που είναι η σχέση της Καινής Διαθήκης με την αρχαιολογία. Ακόμη τα επιμέρους θέματα αναπτύσσονται με τη βοήθεια του πλούσιου εποπτικού υλικού κατά τρόπο κατανοητό στον μέσο αναγνώστη, ταυτόχρονα όμως επιστημονικό και πολλές φορές πρωτότυπο. Τέλος, η πλούσια και ενημερωμένη βιβλιογραφία, που παραθέτει ο συγγραφέας, αποτελεί πηγή για περαιτέρω έρευνα κάθε ενδιαφερόμενου. Για όλα τα παραπάνω θεωρώ ότι το εν λόγω έργο του κ. Μόσχου Γκουτζιούδη συμβάλλει στην εμβάθυνση της καινοδιαθηκικής επιστήμης και το συνιστώ ανεπιφύλακτα.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΣΙΕΣ και χαρακτηρίσθηκε , , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.