Μακάριος Γρινιεζάκης (Ἀρχιμανδρίτης τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου ), «Τό ἦθος τοῦ Διαλόγου»

Εισήγηση στο Β΄ Επιστημονικό Συνέδριο με θέμα: «ἵνα ὑμεῖς ὑπάγητε καὶ καρπὸν φέρητε (Ιω. 15:16)…». Ο Διάλογος της αλήθειας και της αγάπης μεταξύ Ρωμαιοκαθολικών και Ορθοδόξων 50 χρόνια μετά την πρώτη συνάντηση του Πάπα Παύλου ΣΤ΄ με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα Α΄ στα Ιεροσόλυμα» που διοργανώθηκε από το Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών σε συνεργασία με την Sezione Tommaso d” Aquino della Pontificia Facoltà Teologica dell” Italia Meridionale στις 27-28 Μαΐου του 2014 στην Ιερά Βασιλική Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Βλατάδων στη Θεσσαλονίκη 

18-50_53

«Καί εἶπεν ὁ Θεός ἐξελεύσῃ αὔριον καί στήσῃ ἐνώπιον Κυρίου ἐν τῷ ὄρει. ἰδού παρελεύσεται Κύριος. Καί ἰδού πνεῦμα κραταιόν διαλῦον ὄρη καί συντρίβον πέτρας ἐνώπιον Κυρίου. οὐκ ἐν τῷ πνεύματι Κύριος. Καί μετά τό πνεῦμα συσσεισμός. οὐκ ἐν τῷ συσσεισμῷ Κύριος. Καί μετά τόν συσσεισμόν πῦρ. οὐκ ἐν τῷ πυρί Κύριος. Καί μετά τό πῦρ φωνή αὔρας λεπτῆς. καί ἐκεῖ Κύριος»[2].

Σεβασμιώτατοι,

Θεοφιλέστατε ἅγιε Καθηγούμενε,

Σεβαστοί πατέρες,

Ἐντιμότατοι Ἄρχοντες,

Ἐλλογιμώτατοι κύριοι καθηγητές,

Ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,

Στό παραπάνω χωρίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὁ Προφήτης Ἠλίας ἀγωνιᾶ νά ἐρευνήσει πῶς φανερώνεται ὁ Θεός. Καί διαπιστώνει ὅτι τό πνεῦμα «τό διαλῦον ὄρη καί συντρίβον πέτρας», ὁ «συσσεισμός» καί τό «πῦρ», ἐνῶ φαίνεται ὅτι ἀναγγέλουν τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ, τελικά τήν ἀποκρύπτουν, διότι ὁ Θεός δέν φανερώνεται ἐν «ὑπερβολῇ δυνάναμεως», δηλαδή δέν φανερώνεται μέσα ἀπό τήν ἰσχύ τῆς συντριβῆς, τήν μανία τῆς διαλύσεως, τήν ἀπειλή τοῦ σεισμοῦ καί τήν βιαιότητα τοῦ πυρός, ἀλλά ἔρχεται ἀνεπαίσθητα. Ἁπλᾶ, ταπεινά, ἀθόρυβα καί ἐλεύθερα σάν λεπτή αὔρα πού μόνο δροσίζει καί χαριτώνει τόν ἄνθρωπο, πού μόνο εἰρηνεύει καί γαληνεύει τήν Ἐκκλησία. Στήν λεπτή αὔρα τελικά κρύβεται ὁ Θεός διότι ὁ Θεός φανερώνεται ἐν «ὑπερβολῇ ἀγάπης».

Ἡ λεπτή αὔρα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, προερχομένη ἀπό τό λόφο τοῦ Γολγοθά καί ἀπό τόν Πανάγιο Τάφο, μᾶς ἐπισκιάζει σήμερα, δύο μόλις ἡμέρες μετά τήν συνάντηση τῶν δύο Προκαθημένων, τοῦ Πάπα τῆς παλαιᾶς Ρώμης Φραγκίσκου καί τοῦ Πατριάρχου τῆς Νέας Ρώμης Βαρθολομαίου, μιά συνάντηση ἡ ὁποία ἔγινε, γιά νά μνησθεῖ μιᾶς ἄλλης παλαιοτέρας καί ἱστορικῆς, μέ ἀφορμή τή συμπλήρωση πενήντα ἐτῶν ἀπό τότε: αὐτῆς τοῦ Πάπα Παύλου τοῦ Στ´ μέ τόν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα τόν Α´, τό 1964.

Μετά ἀπ᾽ αὐτές τίς δύο πολύ ἱστορικές καί σημαντικές συναντήσεις, ἐπιβεβαιώνουμε στή συνείδησή μας γιά μιά ἀκόμη φορά ὅτι ὁ Θεός κρύβεται στήν «ὑπερβολή τῆς ἀγάπης». Δέν στεκόμαστε στό «πνεῦμα δυνάμεως» ἤ στόν «συσσεισμό» καί τό «πῦρ» πού ἐπικρατοῦσαν ἀνάμεσα στήν Ἀνατολή καί τή Δύση γιά ἐννέα ὁλόκληρους αἰῶνες, ἀλλά μένουμε νά θαυμάζουμε τή «λεπτή αὔρα», ἡ ὁποία ξεκίνησε νά διαχέεται στίς Ἐκκλησίες μας ἀπό τό 1963 καί ἑξῆς. Τότε, ὑποψιαστήκαμε γιά πρώτη φορά τί σημαίνει ὁ Θεολογικός Διάλογος. Σήμερα, πενήντα χρόνια ἀργότερα, διαπιστώνουμε μέ βεβαιότητα ὅτι ἤδη κάτι ἐνσαρκώθηκε ἀπό τό λόγο τῆς «ἐν ἡμῖν ἐλπίδος»[3] καί ἐπαληθεύομε στή συνείδησή μας τήν πρόοδο τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου μέσα ἀπό τόν ἔλεγχο τῶν «οὐ βλεπομένων πραγμάτων»[4], χωρίς αὐτά τά μή βλεπόμενα καί μή ὁρώμενα νά ἀπεκδύονται ἀπό τόν μυστικό καί θεολογικό τους χαρακτῆρα.

Ἐξάλλου, ὅλοι συμφωνοῦμε ὅτι ἀρκετά κρίναμε καί κατακρίναμε ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Ἀρκετά μᾶς ταλαιπώρησε τό «πνεῦμα δυνάμεως», ὁ «συσσεισμός» καί τό «πῦρ». Οἱ δύο Ἐκκλησίες ἐπανασυναντήθηκαν μέ τήν πνοή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γνωρίσαμε καί συνεχίζουμε νά γνωρίζουμε καλύτερα ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Ἔγινε ἡ ἱστορική ἄρση τῶν ἀναθεμάτων, ἡ ὁποία χαρακτηρίστηκε τότε ἀπό τήν Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν «ὡς βαρυσήμαντον ἱστορικόν γεγονός καί μέγα βῆμα ἐν τῷ διαλόγῳ τῆς Ἀγάπης καί ὡς προπαρασκευή τοῦ μέλλοντος Θεολογικοῦ Διαλόγου μεταξύ τῶν Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν»[5]. Καί ἐπί τέλους ἀντιληφθήκαμε ὅτι ὁ ἄλλος δέν εἶναι ἄξιος τοῦ μίσους ἀλλά τῆς ἀγάπης μας. Ἔχομε ἀνάγκη τή δροσιά τῆς λεπτῆς αὔρας τοῦ Θεοῦ. Ὁ Μεγάλος Πατριάρχης Ἀθηναγόρας συνειδητοποίησε τότε ὅτι ἔφτασε ἡ ὧρα νά ἀγαπήσουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλο, εἶναι δέ βέβαιο ὅτι στό σημεῖο αὐτό θά κριθοῦμε ὅλοι μας τελικῶς.

Τό θέμα τῆς εἰσηγήσεώς μου εἶναι: «Τό ἦθος τοῦ Διαλόγου». Ἐπιτρέψατέ μου ὅμως νά δηλώσω ἐξ ἀρχῆς, ὅτι δέν τό ἐπέλεξα ἐπειδή θερωρῶ τόν ἑαυτό μου ἠθικό, μέ τήν ἔννοια πού κάποιοι Ὀρθόδοξοι ἀδελφοί μας ἐκλαμβάνουν τή σημασία τοῦ ἦθους στή ζωή τους καί τή διακονία τους. Καί αὐτό, διότι ἡ μεγαλύτερη ἀνηθικότητα πού μπορεῖ νά ὑπάρξει στήν ἐκκλησιαστική σκέψη καί ζωή εἶναι νά θεωροῦμε ὅτι εἴμαστε ἠθικοί καί ὅτι καλούμαστε ἐπί τῇ βάσει τῆς δικῆς μας ἠθικῆς νά μετρήσουμε τήν ζωή τῶν ἄλλων. Ὅσο πιό πολύ ἐμπιστευόμαστε τό δικό μας ἠθικό πῆχυ τόσο περισσότερο θά ἀδικοῦμε τόν ἄλλο στίς ἐκτιμήσεις μας. Ἐξάλλου δέν πρέπει νά ξεχνοῦμε ὅτι ὁ Χριστός χρησιμοποίησε τά φοβερά «οὐαί», γιά νά ἐλέγξει καί νά καυτηριάσει τήν ἀνηθικότητα τῶν ἠθικῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς του.

18-50_80

Ὁ Σεβασμιώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Αὐστραλίας κ. Στυλιανός κατά τό διάστημα τῆς ἐπιτυχοῦς διακονίας του ὡς Προέδρου τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου, δημοσίευσε κάποια κείμενα στά ὁποῖα ἐντόπιζε «τίς ἠθικοθεολογικές προϋποθέσεις πού προδικάζουν τήν ποιότητα καί τό ἦθος τοῦ Διαλόγου»[6]. Πρῶτος αὐτός μίλησε καί ἔγραψε γιά τό ἦθος τοῦ Διαλόγου, περιγράφοντας οὐσιαστικά τά χαρακτηριστικά γνωρίσματα ἑνός εἰλικρινοῦς, εἰρηνικοῦ, δίκαιου καί πολιτισμένου διαλόγου ὁ ὁποῖος, ὅπως πολύ ἐμπνευσμένα εἶχε σημειώσει τότε, πρέπει νά βασίζεται σέ πέντε σημεῖα: α. στή μετάνοια, β. στήν εὐγνωμοσύνη, γ. στήν ὑπομονή, δ. στήν προσοχή καί ε. στήν προσευχή.

Ὁ Σεβασμιώτατος ἅγιος Αὐστραλίας, βέβαια, ἔγραψε τότε, ἔχοντας τήν πολυετῆ πεῖρα τῆς διακονίας του στό Διάλογο καί γνωρίζοντας τά πράγματα ἐκ τῶν ἔσω – ἐμπερικά καί πρακτικά – χαράζοντας σαφέστατες κατευθυντήριες γραμμές γιά τό ἦθος τοῦ Διαλόγου πού πρέπει νά διακρίνει τούς διαλογομένους ἑταῖρους καί τίς δύο ἀδελφές Ἐκκλησίες, μέ σκοπό τήν προώθηση τῆς ἑνότητας τοῦ Χριστιανικοῦ κόσμου. Στήν πορεία ὅμως τῆς ἐξέλιξης τοῦ Διαλόγου, διαπιστώσαμε ὅλοι μας ὅτι ἀπό πλευρᾶς Ὀρθοδόξων ὑπῆρξαν πολλές ἀντιδράσεις, πολλές ἀρνητικές φωνές ἀκούστηκαν, πολλές κρίσεις ἤ μάλλον κατακρίσεις διατυπώθηκαν ὄχι μόνο γι᾽ αὐτούς οἱ ὁποῖοι μετέχουν ὡς μέλη τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στόν Θεολογικό Διάλογο ἀλλά καί γιά ὅλους ἐμᾶς, οἱ ὁποῖοι στηρίζομε καί ἀποδεχόμαστε τήν προσπάθεια αὐτή, ἡ ὁποία, δέν πρέπει νά ξεχνοῦμε, εἶναι προσπάθεια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Μία ἐπιπολαιότητα χαρακτηρίζει, δυστυχῶς, τήν ἀποτίμηση τῆς πορείας τοῦ Διαλόγου καί γενικότερα τήν ὅλη προσπάθεια. Σήμερα παριστάμεθα μάρτυρες μιᾶς ὑπερέντονης δραστηριότητας, ἑνός ἀλόγιστου δυναμισμοῦ, μιᾶς ἄμετρης ἐνεργητικότητας, ἑνός ἀθέμιτου ἀνταγωνισμοῦ, μιᾶς τάσης κατάκτησης τῆς δημοσιότητας, ἑνός ἀβαθοῦς ἐντυπωσιασμοῦ. Λείπει τό μέτρο, ἡ σωστή στάθμιση τῶν πραγμάτων. Μέσα σέ αὐτό τό κλῖμα ἐντάσσεται, δυστυχῶς, καί κρίνεται καί ὁ Θεολογικός Διάλογος, γι᾽ αὐτό πολλά ἀπαράδεκτα λέγονται καί γράφονται ἀπό πλευρᾶς Ὀρθοδόξων, τά ὁποῖα δέν ἔχουν καμία σχέση μέ τήν ὀρθόδοξη πνευματικότητα οὔτε φυσικά μέ τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ.

Ἀναφερόμενοι, ἑπομένως, στό ἦθος τοῦ Διαλόγου θά πρέπει νά ἀναλογιστοῦμε πρῶτοι ἐμεῖς τίς δικές μας ἠθικές εὐθύνες καί ὑποχρεώσεις. Ἐνδεχομένως χρειαζόμαστε τήν αὐτοκριτική μας, ἡ ὁποία σίγουρα θά μᾶς βοηθήσει νά ἐπαναπροσδιορίσουμε στή σκέψη μας καί στή συνείδησή μας ποιές εἶναι οἱ βασικές ἠθικοθεολογικές προϋποθέσεις πού προδικάζουν τήν ποιότητα καί τό ἦθος τοῦ Διαλόγου, ὄχι ὡς συνόλου, ὄχι ὡς γενικῆς ἐννοίας, ὄχι ὡς ἀφηρημένης φιλοσοφίας καί ψιλῆς ἰδέας, ὄχι ὡς πρακτικῆς διαδικασίας, ἀλλά ὡς ὑπαρκτοῦ καί ἀναγκαίου ἐκκλησιαστικοῦ γεγονότος, τό ὁποῖο μέ ὀρθόδοξο ἦθος καί φρόνημα θά πρέπει νά ἀντιμετωπίσουμε ὅλοι μας, κληρικοί καί λαϊκοί, μέλη τῆς Ὀρθόξης Ἐκκλησίας μας. Αὐτές τίς ἠθικοθεολογικές προϋποθέσεις ἀπό πλευρᾶς τῶν Ὀρθοδόξων ἐπιτρέψτε μου νά ἐντοπίσω στά ὅσα ἀκολουθοῦν.

Θά πρέπει πρωτίστως νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι ὁ Θεολογικός Διάλογος ἀνταποκρίνεται σέ μία θεϊκή κλήση ἀγάπης καί καταλλαγῆς. «Εἴτε πάσχει ἕν μέλος, συμπάσχει πάντα τά μέλη»[7]. Ὁ Θεολογικός Διάλογος δέν εἶναι κάτι θεωρητικό ἤ ἀφηρημένο, ἀλλά βασίζεται στή διαλογική φύση τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀφοῦ, ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε, ἀκόμη καί ἡ Θεία Λειτουργία, τό μυστήριο τῶν Μυστηρίων, συνιστᾶ ἕνα διάλογο. Ἡ Ἐκκλησία χωρίς διάλογο παύει νά εἶναι Ἐκκλησία. Γι᾽ αὐτό ἡ πίστη στό Χριστό μᾶς ὁδηγεῖ στή συνειδητοποίηση τῆς σημασίας τῆς ἑνότητας μέσα ἀπό τό διάλογο, ὁ ὁποῖος δέν βασίζεται τόσο στήν συμφωνία τῶν λόγων, ὅσο στήν προσδοκία τῆς κοινῆς δοξολογίας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.

Ὁ διάλογος, οὐσιαστικά, ἐκφράζει τήν πάλη ἀνάμεσα στήν ἕνωση καί στή διάσπαση. Κι αὐτό πρέπει ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι νά τό συνειδητοποιήσουμε. Ὁ Θεολογικός Διάλογος ἀγωνίζεται κατά τοῦ διχαστικοῦ παρελθόντος μας. Κι ὅπως ἀκριβῶς ὁ διάλογος τῆς Θείας Λειτουργίας προσπαθεῖ νά ἐνώσει τά διεστῶτα καί νά ἐπαναφέρει τόν φθαρέντα ἄνθρωπο στήν πρό τῆς πτώσεως κατάσταση, κατά τόν ἴδιο τρόπο καί ὁ Θεολογικός Διάλογος ἱερουργεῖ τό μυστήριο τῆς ἑνότητας τῶν δύο Ἐκκλησιῶν. Σαφῶς, βέβαια, ἀναγνωρίζεται η διαφορετικότητα καί ἡ ποικιλία πού ὑπάρχει στίς δύο πλευρές. Ὡστόσο, δέν πρέπει νά ξεχνοῦμε αὐτό πού πολύ σοφά σημείωνε ὁ μακαριστός Ἐφέσου Χρυσόστομος: «εἶναι ὑπαρκτές οἱ ἑτερότητες. Ὁ ἄλλος ὑπάρχει. Ἑπομένως πρέπει νά ἀποφασίσουμε τί προτιμοῦμε. Τήν ἀπομόνωση καί τήν ἐσωστρέφεια ἤ τήν κοινωνία; Τό ἄνοιγμα ἤ τήν ἀπαξίωση τοῦ ἄλλου;».

Πέραν ὅμως τούτων, ὁ διάλογος ἦταν πάντοτε καί συνεχίζει νά εἶναι ἕνα χρήσιμο καί ἀναγκαῖο ἐργαλεῖο καταλλαγῆς, ἀγάπης, κοινωνίας, ἐπιτυχίας, προόδου καί πολιτισμοῦ. Γι᾽ αὐτό ὅλοι σήμερα ἐνδιαφέρονται καί σπεύδουν νά διαλεχθοῦν, προσπαθώντας ἔτσι νά λύσουν τά πολλά προβλήματα πού ἀπασχολοῦν τόν κόσμο καί τήν Ἐκκλησία. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ διάλογος ἀφενός προϋποθέτει τή διαφορά καί τήν ἀσυμφωνία, ἀφετέρου προσβλέπει καί σέ ἕνα κοινό ἀποτέλεσμα, σέ ἕνα κοινό στόχο. «Ἄν δέν ὑπῆρχε ὁ λόγος καί ὁ διάλογος κάθε ἀντίθεση καί διαφορά θά ὁδηγοῦσε μοιραῖα σέ μιά αἰώνια καταδίκη, σέ μιά ὁριστική καί ἀμετάκλητη ἀπομόνωση»[8]. Τό ζήτημα εἶναι ἀπό ποῦ ξεκινάει κανείς καί ποῦ θέλει νά καταλήξει μέ τό διάλογο. Γιατί εἶναι γεγονός ὅτι μέ τόν ἴδιο διαλεκτικό τρόπο πού πᾶμε νά στηρίξουμε τήν ἀλήθεια, μέ τόν ἴδιο τρόπο, μποροῦμε καί νά τήν ἀνασκευάσουμε[9].

Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κάνουμε διάλογο, ἀλλά ἐπειδή ὅλοι αὐτοί οἱ ἀντιδρῶντες καί ἐπικρίνοντες ἔχουν ἐπηρεαστεῖ ἀπό τήν «παρά φύσιν» νόσο τοῦ ζηλωτισμοῦ, δέν μποροῦν, δυστυχῶς, νά συνειδητοποιήσουν ὅτι ὁ δικός μας Διάλογος δέν εἶναι σάν τούς διαλόγους τοῦ κόσμου ἤ τῶν πολιτικῶν, ἀλλά  πρόκειται γιά ὁμολογία πίστεως καί γιά μαρτυρία Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καί εἶναι πολύ λυπηρό νά ἀφήνουμε νά περνᾶ στίς συνειδήσεις τῶν πιστῶν μας ὅτι ἄλλη μπορεῖ νά εἶναι ἡ πίστη καί τό ἐκκλησιαστικό φρόνημα τοῦ Πατριάρχου καί ὅλων αὐτῶν πού ἐμπλέονται στό Θεολογικό Διάλογο καί ἄλλη ἡ πίστη καί τό φρόνημα μερικῶν ἐπισκόπων, κληρικῶν καί λαϊκῶν πού ἀντιδροῦν στό Θεολογικό Διάλογο.

18-50_51

Τό σχῖσμα τῶν δύο Ἐκκλησιῶν εἶναι ἕνα ὑπαρκτό καί ἐπώδυνο γεγονός πού πρέπει νά μᾶς θλίβει βαθιά, ἄσχετα ἀπό τό ποιός ἔχει τήν εὐθύνη τῆς διάσπασης. «Ὅταν ἡ εἰρήνη καί ἡ συνοχή μιᾶς οἰκογένειας καταστρέφεται, δέν ὑποφέρει μόνο ἐκεῖνος πού ἔχει ἤ πρέπει νά ἔχει τύψεις γιά τόν βαθμό τῆς ἐνοχῆς του, ἀλλά καί τά μέλη πού δέν ἔφταιξαν κι ὅμως πλήττονται ἄμεσα ἀπό τόν ἀκρωτηριασμό. Ἡ διαίρεση εἶναι πάντα μιά κοινή συμφορά»[10]. Ἡ διαίρεση εἶναι μιά κοινή δυστυχία καί ὅποιος ἀγαπᾶ τήν Ἐκκλησία δέν ἐπαναπαύεται σ᾽ αὐτήν τήν κατάσταση, ἀλλά αἰσθάνεται τό χρέος νά διορθώσει τή διάσπαση, νιώθει πόνο ψυχῆς καί ἔχει ἀγωνία γιά τήν ἀποκατάσταση καί τήν ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν, μετά τόν ἀξιοθρήνητο καί δαιμονικό κατακερματισμό τῆς Ἐκκλησίας.

Θά πρέπει νά ὑπενθυμίσουμε, ἑπομένως, σέ κάποιους ἀδελφούς μας ὅτι ὁ συγκεκριμένος Θεολογικός Διάλογος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μέ τήν Ρωμαιοκαθολική ἔχει ἤδη χαρακτηρισθεῖ ὡς Διάλογος «ἐπί ἴσοις ὅροις» καί ταυτόχρονα ὡς διάλογος «ἐν ἀληθείᾳ καί ἀγάπῃ». Τό «ἐπί ἴσοις ὅροις» δηλώνει ὅτι ὑπάρχει ἀλληλοσεβασμός στήν ἰδιαίτερη ταυτότητα τῆς κάθε Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία διαμορφώθηκε μέσα ἀπό ἱστορικές συγκυρίες, ἐνῶ παράλληλα σημαίνει τή δημιουργία ἤ καλύτερα τήν ἐξασφάλιση ἴσων εὐκαιριῶν καί δυνατοτήτων «ἐν τῷ διαλέγεσθαι». Τό «ἐν ἀληθείᾳ καί ἀγάπῃ» εἶναι αὐτό πού προσδιορίζει τίς ἐκκλησιολογικές, μά, κυρίως, τίς ἠθικές προϋποθέσεις τοῦ διαλόγου, οὕτως ὥστε νά ἐξασφαλιστεῖ ἀλληλοσεβασμός, ἀλληλοκατανόηση καί ἀλληλοπεριχώρηση[11].

Ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι δέν θά εἶχε προχωρήσει ὁ Διάλογος, ἄν δέν εἶχαν ἐξασφαλιστεῖ αὐτές οἱ δύο προϋποθέσεις.  Σέ καμία περίπτωση δέν μπορεῖ νά παραθεωρηθεῖ ὁ νόμος τῆς ἀγάπης, πού ἀποτελεῖ ὕψιστο ἀγαθό στίς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων, οὔτε φυσικά καί ἡ βάση τῆς ἀληθείας πού θά ὁδηγήσει τελικῶς τήν πορεία μας στό φῶς τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Χριστοῦ. Γιατί, ἄν μείνουμε μόνο στήν ἀγάπη, τότε θά ὁδηγηθοῦμε σέ ἕνα ἀπόλυτο συναισθηματισμό, ἐάν πάλι μείνουμε μόνο στήν ἀλήθεια, τότε θά ὁδηγηθοῦμε στόν ἀπολυταρχισμό καί στή σκληρότητα τῆς φαρισαϊκῆς νοοτροπίας. Γι᾽ αὐτό γιά τήν Ὀρθόδοξη Θεολογία ὁ Διάλογος δέν θεωρεῖται μία ἀκαδημαϊκή διεργασία ἤ μία συνεδριακή διαδικασία, μέσα στό πλαίσιο μιᾶς συντεχνιακῆς προοπτικῆς συμφερόντων ἤ, ἀκόμη χειρότερα, μιᾶς ἐπικοινωνιακῆς πολιτικῆς.

Μέσα σέ αὐτό τό πλαίσιο θεωροῦμε ὅτι ὁ Διάλογος ἀποτελεῖ ἔκφραση τοῦ συνόλου τῆς Ἐκκλησίας, με σκοπό τήν μεταμόρφωση καί τον ἐξαγιασμό. Ὁ Θεολογικός Διάλογος δέν συνιστᾶ μία κλειστή διαδικασία. Δέν ἀνήκει μόνο στόν κλῆρο. Δέν εἶναι ὑπόθεση μόνο τῆς διοικούσης Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία διαχειρίζεται ἤ κατευθύνει τήν πορεία του ὡς μία κλειστή καί περιχαρακωμένη ἐκκλησιαστική ἐλίτ. Μέσα ἀπό τόν Θεολογικό Διάλογο ἐκφράζεται, πρέπει νά ἐκφράζεται καί ὁ λαός καί ὁ κλῆρος. Καί οἱ ἀποφάσεις τοῦ Διαλόγου πρέπει νά ἀντέχουν στά κριτήρια τοῦ κλήρου καί τοῦ λαοῦ μας. Ὄχι τῶν εὐσεβιστῶν ἤ τῶν ἀρκαίων ζηλωτῶν, τῶν λεγομένων φονταμενταλιστῶν τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά τοῦ εὐαγοῦς κλήρου καί τοῦ εὐσεβοῦς φιλοχρίστου λαοῦ μας.

Μιά πρόχειρη ἀποτίμηση τοῦ Διαλόγου μπορεῖ νά μᾶς ὁδηγήσει στήν παρατήρηση πώς οὔτε ἡ μία Ἐκκλησία οὔτε ἡ ἄλλη ἔχουν πρᾶξει ὅ,τι εἶναι δυνατόν στόν τομέα αὐτό. Γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἴσως πρέπει νά ὑπάρξει περισσότερη ἐνημέρωση καί θεολογική διαφώτιση τοῦ κλήρου καί τοῦ λαοῦ, οὕτως ὥστε νά κατανοήσουν κυρίως οἱ μή μετέχοντες στό Διάλογο ὅτι προσπαθοῦμε νά ἀνακαλύψουμε ξανά μία λανθάνουσα ἡ μία κατεστραμμένη, ἀπό τό παρελθόν, ἀδελφοσύνη[12]. Δέν πᾶμε γιά νά προδώσουμε τήν πίστη μας, δέν πᾶμε γιά νά ἀλλοιώσουμε τό δόγμα μας.

Ὁ λαός μας θυμᾶται μέ παράπονο καί πικρία τίς σταυροφορίες καί τήν Οὐνία καί δηλητηριάζεται ἀπό ὅσα ἀρνητικά δημοσιεύονται ἐναντίον τοῦ Διαλόγου καί τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας. Ἴσως δέν ξέρει ὁ λαός μας ὅτι ὁ Διάλογος πραγματοποιεῖται μέ τήν ἐντολή τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Τό τραγικό εἶναι ὅτι, ἀκόμη καί κάποιοι θεολόγοι, κληρικοί καί ἐπίσκοποι πού τό γνωρίζουν, δέν σταματοῦν νά κατακρίνουν καί νά ἐλέγχουν ὅλους αὐτούς πού θεολογικῶς διαλέγονται καί ὑπακοῦν στή γνώμη καί τήν ἐντολή τῆς Ἐκκλησίας τους. Εἶναι, βέβαια, πνευματικό, ἐκκλησιαστικό καί θεολογικό ὁλίσθημα νά χαρακτηρίζεις τούς ἄλλους ὡς προδότες, θεωρώντας τόν ἑαυτό σου, ἀπό ὑπερβάλλοντα ζῆλο, ὡς ὑπερορθόδοξο.

Τό ἦθος αὐτό δέν ἐκφράζει σέ καμία περίπτωση τήν Ὀρθόδοξη Θεολογία. Εἶναι πνεῦμα συντρίβον καί διαλῦον. Πρόκειται γιά πνεῦμα ἐγωισμοῦ. Ἀξίζει στό σημεῖο αὐτό νά θυμηθούμε ὅτι οἱ ἱστορικές διασπάσεις τῆς ἐκκλησιατικῆς ἑνότητας ὀφείλονται κατ᾽ οὐσίαν στόν ἀνθρώπινο ἐγωισμό, ὅταν τά κοσμικά κριτήρια κατίσχυσαν ἔναντι τῶν ἐκκλησιαστικῶν. Τό πρωτεῖο καί τά ὅρια ἐξουσίας εἶναι τά βασικά σημεῖα τοῦ σχίσματος, ἀλλά εἶναι καί θέματα πού ἀκόμη ἐξακολουθοῦν νά μᾶς ἀπασχολοῦν. Βέβαια, νά σημειώσουμε ὅτι τό πρωτεῖο εἶναι σημαντικό ζήτημα καί γιά τή Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία, ἀφοῦ ἀφενός ὑπῆρξε ὁ βασικότερος παράγοντας γιά τό σχῖσμα μεταξύ Δύσης καί Ἀνατολή τό 1054, καί ἀφετέρου ὁ βασικός ἐπίσης λόγος δημιουργίας σχίσματος μέσα στήν ἴδια τή Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία καί ἀφορμή γιά τήν γέννηση τῆς Προτεσταντικῆς Μεταρρύθμισης ὅπως θά μᾶς πεῖ ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος[13].

18-50_35

Πάντως, θά κριθοῦμε στά δύσκολα θέματα τοῦ διαλόγου, τά ὁποῖα κυρίως σχετίζονται μέ τό πρωτεῖο καί τό ἀλάθητο τοῦ Πάπα, διότι ἐκεῖ θά φανεῖ ἡ πιστότητά μας στόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό καί στήν ἀποστολική καί πατερική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας Του. Στό σημεῖο αὐτό, ἐπίσης, θά φανεῖ κατά πόσο εἴμαστε ἔτοιμοι νά θυσιάσουμε κάτι ἀπό τό μέχρι τώρα εἶναι μας, ὄχι χάριν τοῦ ἄλλου, ἀλλά χάριν τῆς ἀλήθειας, πού εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστός[14].

Γι᾽ αὐτό, ὅταν πᾶμε στό Θεολογικό Διάλογο, δέν πᾶμε γιά νά γίνουν οἱ  ἄλλοι σάν ἐμᾶς. Πᾶμε ὡς φορεῖς τῆς ἀληθείας ἀλλά ὄχι ὡς κάτοχοι τῆς ἀποκλειστικής ἀληθινῆς σωτηριολογικῆς θέσης. Γιατί ἄλλο σημαίνει «εἶμαι φορέας τῆς ἀλήθειας» καί ἄλλο «εἶμαι κάτοχος τῆς ἀλήθειας». Ἄν πιστέψουμε ὅτι ἐμεῖς εἴμαστε κάτοχοι τῆς ἀληθείας, τότε αὐτόματα μπαίνουμε στή θέση τοῦ κριτή καί ἀπαξιοῦμε ὅλους τούς ἄλλους. Ἄν ὅμως πιστέψουμε ὅτι ἔμεῖς εἴμαστε φορεῖς τῆς ἀλήθειας, τότε σημαίνει ὅτι αἰσθανόμαστε τήν εὐθύνη τῆς μετάδοσής της κατά τόν τρόπο τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν ταλάντων καί τῶν ἄρτων. Ἡ ἀλήθεια πού μᾶς χαρακτηρίζει δέν εἶναι κατόρθωμα δικό μας ἀλλά δῶρο τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.

Βάση τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου, λοιπόν, εἶναι τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ὡς ἑνοποιητικός Λόγος συνδέει τήν ἱστορία μέ τήν ἐσχατολογία. Ὁ τελικός Κριτής τῶν πάντων δέν εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀλλά ὁ Χριστός. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά περιορίσει τό Ἅγιο Πνεῦμα, γι᾽ αὐτό ὁ Διάλογος ἀποτελεῖ τό καταλληλότερο μέσο γιά νά κατανοήσουμε τήν ἱστορία καί νά ἐπιλύσουμε τά προβλήματά της. Τά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας ἔχουν θεσπιστεῖ, ὄχι γιά νά περιορίζουν τήν Ἐκκλησία ἀπό τόν ὑπόλοιπο κόσμο, ἀλλά γιά νά ὁρίζουν τίς σχέσεις της μέ αὐτόν. Ἑπομένως, δέν χωρεῖ κανένας ἀποκλεισμός στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Κι αὐτό τό δίδαξε πρῶτος ὁ ἴδιος ὁ Χριστός.

Ὁ διάλογος εἶναι ἡ μόνη ὁδός, γιά νά ἔλθουν σέ ἐπαφή τά διεστῶτα. Γι᾽ αὐτό τό ἦθος τοῦ Διαλόγου εἶναι μαρτυρικό. Ἡ διακονία τοῦ Διαλόγου δέν εἶναι εὔκολη ὑπόθεση, ἀφοῦ καλούμαστε μέσα ἀπό τό Διάλογο νά ἀκολουθήσουμε μιά μαρτυρική πορεία πρός τό Χριστό. Μιά πορεία πού μᾶς βοηθᾶ νά ξεπεράσουμε τίς δυνάμεις τῶν παθῶν. Δυστυχῶς, μερικές φορές, κάποιοι ἀδελφοί μας ἀποφαίνονται γιά διαχριστιανικά θέματα, ἔχοντας τήν ψευδαίσθηση μιᾶς ἐκκλησιολογικῆς ἀσφάλειας. Ἀλλά θά πρέπει νά ξεπεράσουμε αὐτή τήν ἐσωστρεφῆ ἀσφάλειά μας. Νά ξεπεράσουμε τήν ἄγνοια καί ἀπαξίωση πρός τήν ὑπαρξη τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν, διότι οἱ ἄλλες Ἐκκλησίες ὑπάρχουν.

Ἡ ὕπαρξη τῆς κάθε Ἐκκλησίας εἶναι σεβαστή πραγματικότητα. Ὡστόσο, τό ἦθος τοῦ διαλόγου ἀπορρίπτει κάθε ἔννοια καί πρακτική προσηλυτισμοῦ πού μπορεῖ νά ἐφαρμοστεῖ ἀπό αὐτές. Ἀπαιτεῖται εἰλικρίνεια κι ὅταν αὐτή δέν ὑπάρχει, δημιουργοῦνται μείζονα προβλήματα, τά ὁποῖα γεννοῦν πικρία καί στίς δύο πλευρές καί δυσχεραίνουν τήν πορεία τοῦ Διαλόγου. Ἕνα σημαντικό τέτοιο ζήτημα ἀπό τήν πλευρά τῆς ἀδελφῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ Οὐνία. Ἀναφέρομαι στό θέμα αὐτό, ὄχι μόνο διότι ἐπιβαρύνει τό Διάλογο μέ κλῖμα μή θετικό οὔτε διότι καί θέλω νά ἐλέγξω τήν Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία ἀλλά διότι ἡ Οὐνία ὁπλίζει μέ ἀρνητικά ἐπιχειρήματα καί ὅλους αὐτούς, ἀπό πλευρᾶς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἐκ τῶν προτέρων ἀντιτιθέμενοι στήν προσπάθεια τοῦ Διαλόγου καί τῆς ἑνώσεως, ἐξ οὗ καί μιλοῦν ἀπερίσκεπτά περί «ἐξουνιτισμοῦ» τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, περί ὑπάρξεως συμπεφωνημένων λύσεων, περί προδοσίας τοῦ δόγματος καί περί ἐπισπεύσεως ἐπιβολῆς τῆς ἑνότητος καί μυστηριακῆς κοινωνίας τῶν δύο Ἐκκλησιῶν[15].

Βασική ἠθική ἀρχή γιά τό Θεολογικό Διάλογο, λοιπόν, εἶναι νά βασίζεται στήν εἰλικρίνεια, στήν ἄρση τῆς καχυποψίας, στήν ἀμοιβαιότητα, στό μοίρασμα καί στήν καταλλαγή. Ὁ Διάλογος ὀφείλει νά στηρίζεται στήν λεγόμενη προσληπτικότητα, ὡς ἰδίωμα ἑνός ζωντανοῦ ὀργανισμοῦ. Ἔτσι θά ξεφύγει καί θά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τή δυσκαμψία τοῦ παρελθόντος. Οἱ οὐνίτες εἶναι ἕνα πρόβλημα ὑπαρκτό πού δυσκολεύει τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία γι᾽ αὐτό θά βοηθοῦσε κάποια στιγμή νά τούς δοθεῖ ἐπίσημα ἡ προτροπή καί ἡ παραίνεση ἀπό τήν Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία νά ἐπιλέξουν ποῦ ἐπιθυμοῦν τελικῶς νά ἐνταχθοῦν: στή Δύση ἤ στήν Ἀνατολή;

Βέβαια καί μέταξύ τῶν Ὀρθοδόξων ὑπάρχουν ζητήματα, τά ὁποῖα δέν ὀφείλονται στήν ὕπαρξη τῆς Οὐνίας. Ἕνα πολύ λυπηρό φαινόμενο, τό ὁποῖο δηλώνει τήν ἔλειψη ἐκκλησιαστικοῦ ἤθους, εἶναι ἡ ἀνομοιογένεια πού ὑπάρχει μεταξύ μας. Οἱ Ρωμαιοκαθολικοί ἀδελφοί μας εἶναι ἑνωμένοι καί ἐκφράζονται μέ μία φωνή. Ἐμεῖς καταθέτουμε τή μαρτυρία μας μέσα ἀπό τά τέσσερα Παλαίφατα Πρεσβυγενῆ Πατριαρχεία καί τίς ἄλλες δέκα Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες. Ἔχει παρατηρηθεῖ ἀρκετές φορές ὅτι δέν ὑπάρχει ἠθικοθεολογική ἑνότητα μεταξύ μας. Σέ κάποιες περιπτώσεις, μάλιστα, οἱ Ἐκκλησίες μας ἀνταγωνίζονται ἡ μία τήν ἄλλη, κινούμενες εἴτε ἀπό ἐθνοφυλετικά κριτήρια εἴτε ἀπό πολιτικές σκοπιμότητες.

Γιά τοῦ λόγου τό ἀληθές ἀναφέρω ὅτι, ὅπως εἶναι γνωστό, παλαιότερα εἶχαν γίνει ἰδιαίτερες καί μεμονωμένες συμφωνίες μέ κάποιες κατά τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, πού ἔσπευδαν νά ὑποσκελίσουν τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, τό ὁποῖο, δέν πρέπει νά ξεχνοῦμε, ἔχει τόν πρῶτο καί τόν τελευταῖο λόγο, ὡς συντονιστής τῆς ὑποθέσεως τῆς ἑνότητας. Ἡ Μόσχα, γιά παράδειγμα, εἶχε ὑπογράψει συμφωνία μέ τή Ρώμη γιά μυστηριακή κοινωνία, περιορισμένης βεβαίως ἐκτάσεως καί ὑπό ὅρους μέ τήν γνωστή Metropolia τῆς Ἀμερικῆς[16]. Δέν ἀξίζει νά γίνει περισσότερο λόγος γιά τό θέμα αὐτό. Νά ποῦμε μόνο, γιά μία ἀκόμη φορά, ὅτι ὁ Χριστός μᾶς ἐμπιστεύτηκε τήν ὑπερβολή τῆς ἀγάπης καί ὄχι τήν ὑπερβολή τῆς δυνάμεως ἤ τῆς ἐξουσίας. Ἡ ἱστορία μᾶς διδάσκει ἀδιάψευστα ὅτι ἡ ὑπεροχή μιᾶς Ἐκκλησίας σέ ἀριθμούς ἤ ἡ δυναμική πού προέρχεται ἀπό τήν πολιτική προώθηση καί τήν ἐθνική ἐξάρτηση συνήθως φθίνουν πολύ σύντομα. Καί τελικῶς, ἐξαφανίζεται ἐκείνος πού προσπαθεῖ νά γίνει ἀπό ὅλους ὁρατός.

18-50_8

Σεβασμιώτατοι,

Θεοφιλέστατε ἅγιε Καθηγούμενε,

Σεβαστοί πατέρες, ἀγαπητοί ἀδελφοί,

Ὁ Στῆβεν Ράνσιμαν μᾶς πληροφορεῖ «ὅτι ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Πολύευκτος (956-970) δέν εὐλόγησε τόν στρατό τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ (963-969), πού ξεκινοῦσε γιά τήν ἐκστρατεία ἐναντίον τῶν Σαρακηνῶν, ἐπισημαίνοντας ὅτι κανένας πόλεμος δέν μπορεῖ νά εἶναι ἱερός»[17].

Μέσα ἀπ᾽ αὐτό τό κείμενο ἀλλά καί ἀπό τήν ἐν γένει ἱστορική ἐκκλησιαστική πραγματικότητα καταδεικνύεται ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, στό σύνολο τῆς ἱστορικῆς της πορείας, ἦταν «Ἐκκλησία Διαλόγου», σηματοδοτούμενη ἀπό τή θεολογία, καί ὄχι «Ἐκκλησία ἱεροῦ πολέμου», θεμελιούμενη στή ἰδεολογία. Τό ἀπώτερο ὅραμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ἐάν λοιπόν ἡ Θεολογία καί ἡ Ποιμαντική μας ἐπιθυμοῦν νά παραμείνουν σωστικές καί ὄχι νά διολισθήσουν σέ ἰδεολογία, δέν μποροῦν παρά νά βρίσκονται σέ διαρκῆ διάλογο μέ τούς ἄλλους, ἀλλά καί σέ συνεχῆ διάνοιξη καί σχέση μέ τόν «σύμπαντα» κόσμο[18].

Τό νά μήν ἀναγνωρίζουμε τόν ἄλλο εἶναι τελικά πρόβλημα τοῦ ἑαυτοῦ μας. Τό νά ἀποπέμπουμε τόν πλησίον εἶναι δικό μας πνευματικό καί ὑπαρξιακό πρόβλημα. Ὅταν, μάλιστα, ἀγνοοῦμε τήν παρουσία τοῦ ἄλλου, δέν θά μπορέσουμε ποτέ νά ἀναγνωρίσουμε τόν ἑαυτό μας. Καί ὄχι μόνο. Θά γεμίσουμε φόβους καί ἀνασφάλειες καί θά μετατρέψουμε τούς ἄλλους σέ ἐχθρούς καί «ἀλλότριους».

Δύο ἐπιλογές ἔχουμε, λοιπόν. Ἤ θά ἀναπαυθοῦμε στό Διάλογο ἤ θά στραφοῦμε στόν Πόλεμο. Ἄν θελήσουμε νά χρησιμοποιήσουμε καί ἐπιθετικούς προσδιορισμούς, μποροῦμε νά γίνουμε περισσότερο σαφεῖς: Ἤ θά ἀναπαυθοῦμε στό Θεολογικό Διάλογο ἤ θά ἐμπλακοῦμε σέ ἱερό πόλεμο. Ἤ θά ἀναπαυθοῦμε στή λεπτή αὔρα ἤ θά ἐπιδιώξουμε τό «πνεῦμα δυνάμεως» τό «συσσεισμό» καί τό «πῦρ». Τό ἦθος τοῦ διαλόγου ἐκφράζεται πάντως μέσα ἀπό «φωνή αὔρας λεπτῆς», διότι «ἐκεῖ ἤν Κύριος ὁ Θεός ἡμῶν»[19].


[1] Τό Συνέδριο πραγματοποιήθηκε στήν Ἱερά Πατριαρχική καί Σταυροπηγιακή Μονή τῶν Βλατάδων ἀπό 27-28 Μαΐου 2014, ὀργανώθηκε ἀπό τό Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν καί τήν Pontificia Facolta Teologica Dell’  Italia Meridionale Sezione San Tommaso d’ Aquino καί τελοῦσε ὑπό τήν αἰγίδα τῆς Α.Θ.Π. τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου.
[2] Γ´ Βασ. 19, 11-12.
[3] Α´ Πέτρ. 3, 15.
[4] Ἑβρ. 11, 1.
[5] Μητροπολίτου Φιλαδελφείας Βαρθολομαίου (νῦν Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου), «Ἡ πορεία τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν Ρωμαιοκαθολικῆς καί Ὀρθοδόξου», Διάλεξις δοθεῖσα ἐν τῷ πλαισίῳ τοῦ 32ου Οἰκουμενικοῦ Συμποσίου τοῦ ἐν Βιέννῃ Ἱδρύματος Pro Oriente τήν 11η Ἰανουαρίου 1983, δημοσιευθεῖσα στό Περιοδικό: «Οἰκουμένη, Διάλογος καί προβληματισμοί: Ὁ ἐπίσημος Θεολογικός Διάλογος Ὀρθόδοξης καί Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας Παρατηρητής», Τεῦχος 3, σελ. 36.
[6] Ἀρχιεπισκόπου Αὐστραλίας Στυλιανοῦ, «Στό Περιθώριο τοῦ Διαλόγου (1980-1990)», Ἐκδόσεις Δόμος, Ἀθήνα 1991, σελ. 27.
[7] Α´ Κορ. 12, 26.
[8] Ἀρχιεπισκόπου Αὐστραλίας Στυλιανοῦ, ὅπ. π., σελ. 16.
[9] Διονυσίου Ψαριανοῦ Μητροπολίτου Σερβίων καί Κοζάνης, «Ποιμαντικά Κείμενα», Ἔκδοση Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, 1η Ἔκδοση, Ἀθήνα 2001, σελ. 30.
[10] Ἀρχιεπισκόπου Αὐστραλίας Στυλιανοῦ, ὅπ. π., σελ. 15.
[11] Μητροπολίτου Μύρων Χρυσοστόμου (Καλαϊτζή), «Λόγοι ἀποτιμήσεως τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου μεταξύ Ὀρθοδόξου καί Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας», Περιοδικό: Οἰκουμένη, Διάλογος καί προβληματισμοί: Ὁ ἐπίσημος Θεολογικός Διάλογος Ὀρθόδοξης καί Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας Παρατηρητής, Τεῦχος 3, σελ. 16.
[12] Ἀρχιεπισκόπου Αὐστραλίας Στυλιανοῦ, ὅπ. π., σελ. 39.
[13] Μητροπολίτου Μεσσηνίας Χρυσοστόμου Σαββάτου, Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, «Ἡ πορεία καί τά προβλήματα τοῦ Ἐπισήμου Θεολογικοῦ Διαλόγου μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων καί τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν μετά τό κείμενο τῆς Ραβέννας (2007)», Ὁμιλία – Εἰσήγηση στό Β´ Διεθνές Ἐπιστημονικό Συνέδριο μέ γενικό θέμα: «Ἵνα ὑμεῖς ὑπάγητε καί καρπόν φέρητε», Ὁ Διάλογος τῆς ἀγάπης καί τῆς ἀληθείας μεταξύ Ρωμαιοκαθολικῶν καί Ὀρθοδόξων, 50 χρόνια μετά τή συνάντηση τοῦ Πάπα Παύλου τοῦ Στ´ μέ τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Ἀθηναγόρα τόν Α´ στά Ἱεροσόλυμα. Τό Συνέδριο πραγματοποιήθηκε στήν Ἱερά Πατριαρχική καί Σταυροπηγιακή Μονή τῶν Βλατάδων ἀπό 27-28 Μαΐου 2014, ὀργανώθηκε ἀπό τό Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν καί τήν Pontificia Facolta Teologica Dell’  Italia Meridionale Sezione San Tommaso d’ Aquino καί τελοῦσε ὑπό τήν αἰγίδα τῆς Α.Θ.Π. τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου.
[14] Μητροπολίτου Φιλαδελφείας Βαρθολομαίου (νῦν Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου), ὅπ. π., σελ. 47.
[15] Μητροπολίτου Φιλαδελφείας Βαρθολομαίου (νῦν Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου), ὅπ. π., σελ. 40.
[16] Ἀρχιεπισκόπου Αὐστραλίας Στυλιανοῦ, ὅπ. π., σελ. 47.
[17] Runciman Stev. Byzantine Civilization, Λονδῖνο 1961, σελ. 100.
[18] Ἀρχιμανδρίτου Γρηγορίου Παπαθωμᾶ, «Ἐκκλησία ἐν Διαλόγῳ», Θεολογία, Τριμηνιαία Ἔκδοση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Τόμος 84, Τεῦχος 4, Ὀκτώβριος Δεκέμβριος 2013, σελ. 8.

[19] Γ´ Βασ. 19, 11-12

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.