Ορθοδοξία και Πολιτική

Επιλογή από το βιβλίο του ομότιμου καθηγητή του ΑΠΘ Πέτρου Βασιλειάδη,  Ενότητα και Μαρτυρία: Ορθόδοξη Χριστιανική Μαρτυρία και Διαθρησκειακός Διάλογος-Εγχειρίδιο Ιεραποστολής, εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2007, 176-188.

Με ποιο μέσο εκφράζει ο Ορθόδοξος χριστιανισμός τις πολιτικές του θέσεις;

vassilΠερνώντας στο ερώτημα «με ποιο μέσο εκφράζει ο Ορθόδοξος χριστιανισμός τις πολιτικές του θέσεις;» η απάντηση είναι αυτονόητη: μέσω της ευχαριστιακής του λειτουργίας, θεωρούμενης ως αναλαμπής και πρόγευσης της εσχατολογικής Βασιλείας του Θεού. Στον Ορθόδοξο χριστιανισμό η ιστορία δεν εξαγγέλλεται ως ένα γεγονός του παρελθόντος, αλλά ως παρούσα και μελλούμενη πραγματικότητα, ως προσωπική ιστορία με σοβαρές κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις για κάθε συγκροτημένη κοινωνία. Γι’ αυτό το λόγο ο πολιτικός ρόλος των μελών της αρχίζει αμέσως μετά τη λειτουργία, κατά την μετα-λειτουργία, προκειμένου να δώσουν μαρτυρία για αυτά τα ιδανικά τους με οποιαδήποτε μέσο, συμπεριλαμβανομένης και της πολιτικής. Τα μέσα, βέβαια, αυτά ποτέ δεν έχουν σαφώς καθοριστεί, εκτός από έναν πολύ γενικό ορισμό, ότι δηλαδή δεν πρέπει να παρεκκλίνουν από το ευαγγέλιο, όπως αυτό κηρύχτηκε από τον Ναζωραίο, από τους μαθητές και αποστόλους του, και στη συνέχεια από πλήθος Αγίων.

Με δεδομένο ότι οι κύριες πηγές του Ορθοδοξίας είναι οι ίδιες με τον υπόλοιπο χριστιανισμό (Αγία Γραφή και Παράδοση), και ότι η ειδοποιός της διαφορά είναι η λειτουργική της (δηλ. ευχαριστιακή) διάσταση, αυτονόητα (συγκρινόμενη με τη Δύση) η Ορθόδοξη παράδοση υπογραμμίζει πιο έντονα την εσχατολογική διάσταση της χριστιανικής πίστεως: «ἡμῶν γὰρ τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει, ἐξ οὗ καὶ σωτῆρα ἀπεκδεχόμεθα Κύριον ᾿Ιησοῦν Χριστόν» (Φιλιπ 3:20). Και «οὐ γὰρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν» (Εβρ 13:14).

Και όχι μόνο αυτό· τα μέλη της αρχέγονης Εκκλησίας σχεδόν πάντα αντιμετωπίζονταν ως «πάροικοι» και «παρεπίδημοι», (Α΄ Πε 2:11) σ’ αυτόν τον κόσμο. Παρόλο που το σημαντικότερο ζήτημα στην πολιτική είναι το «ποιος» κάνει «τι» σε «ποιον», τα καθήκοντα αυτά  συνειδητά, και σε ορισμένες περιπτώσεις διστακτικά, μεταβιβάστηκαν στα λαϊκά μέλη της Εκκλησίας, και σε ορισμένες περιπτώσεις στις κοσμικές αρχές. Αυτή η μετάθεση πολιτικής ευθύνης προκύπτει από την αδυναμία χρήσης (έστω και νόμιμης) βίας από την Εκκλησία, και κυρίως επειδή αυτή (και ειδικότερα η ιερωσύνη) αποτελεί κατ’ ουσίαν αναλαμπή και απεικόνιση ενός ένδοξου και ιδανικού τρόπου διακυβέρνησης (Βασιλείας), ειρήνης, δικαιοσύνης κλπ. για την πραγμάτωση των οποίων ουσιαστικά οφείλει να αγωνίζεται. Μόνο σε ειδικές περιπτώσεις, όπως π.χ. όταν ο λαός μιας οργανωμένη εθνότητας αναθέτει στον επικεφαλής της τοπικής Ορθόδοξης Εκκλησίας την ευθύνη να πάρει αποφάσεις και να ηγηθεί σε κοσμικά θέματα, μόνον τότε βρίσκει κανείς Ορθόδοξη εκκλησιαστική προσωπικότητα να συμμετέχει ενεργά στην πολιτική (εθναρχίες). Κατευθυντήρια γραμμή για την άσκηση τέτοιων καθηκόντων αποτελεί η προειδοποίηση του Ιησού Χριστού στους μαθητές του: «οἱ βασιλεῖς τῶν ἐθνῶν κυριεύουσιν αὐτῶν, καὶ οἱ ἐξουσιάζοντες αὐτῶν εὐεργέται καλοῦνται· ὑμεῖς δὲ οὐχ οὕτως, ἀλλ᾿ ὁ μείζων ἐν ὑμῖν γινέσθω ὡς ὁ νεώτερος, καὶ ὁ ἡγούμενος ὡς ὁ διακονῶν» Λουκ 22:25-26).

Οφείλουμε να υπογραμμίσουμε στο σημείο αυτό, ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρεί ως κύριο έργο της την προληπτική φανέρωση αυτής ακριβώς της ιδανικής κατάστασης (ή υπεσχημένης μελλοντικής πραγματικότητας) κατά την ευχαριστιακή της σύναξη, η οποία απεικονίζει τη νέα, ιδανική τάξη της ερχόμενης Βασιλείας. Για αυτόν ακριβώς το σκοπό οι  πιστοί κυριολεκτικά αποστέλλονται κατά το τέλος της Λειτουργίας να πορευθούν ειρηνικά («εν ειρήνη προέλθωμεν» κατά τη Λειτουργία μετά τη (συμβατική)) λειτουργία, προκειμένου να μεταβιβάσουν την εμπειρία που βίωσαν κατά τη Λειτουργία – ως αναλαμπή βέβαια και πρόγευση –της ένδοξης «παρουσίας» του Χριστού. Από αυτή την άποψη η Ορθόδοξη πίστη αγκαλιάζει στην πραγματικότητα όλες τις πτυχές της ανθρώπινης ζωής.

Γι’ αυτό το λόγο στα αρχικά στάδια ιστορίας τους, οι χριστιανοί γινόταν συχνά αντικείμενο υποψίας για την πολιτική τους αδιαφορία, αποκαλούμενοι ακόμη και «μισάνθρωποι» (odium generis humani, προφανώς σε αντιπαραβολή προς την υποτιθέμενη «φιλανθρωπία της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας»!). Ο Ωριγένης, που αναλαμβάνει να απαντήσει σε μια παρόμοια κατηγορία του Κέλσου, επέμεινε ότι οι χριστιανοί «έχουν ένα άλλο πολιτικό σύστημα» («άλλο σύστημα πατρίδος»).[1]Ο Τερτυλλιανός μάλιστα έφτασε μέχρι το σημείο να υποστηρίζει ότι οι χριστιανοί «προς τίποτα δεν είναι πιο ξένοι από ό,τι προς τις δημόσιες υποθέσεις» (nec ulla magis res aliena quam publica).[2]Μια περισσότερο ισορροπημένη θέση, παρόλα αυτά, βρίσκουμε σε μια ανώνυμη επιστολή των αρχών του β΄ μ.Χ. αιώνα. Στην περίφημη Προς ΔιόγνητονΕπιστολή οι χριστιανοί παρουσιάζονται να ζουν στον κόσμο, αλλά να μην είναι μέρος του κόσμου: «κατοικούντες δε πόλεις ελληνίδας τε και βαρβάρους …».[3] 

Πανελλαδική Απεργία

Οι ιδιαιτερότητες της περί πολιτικής αντίληψης της Ορθόδοξης Ανατολής

Όλα αυτά, βέβαια, αποτελούν κοινή κληρονομιά τόσο του Ανατολικού, όσο και του Δυτικού χριστιανισμού. Εκεί που ο Ορθόδοξος χριστιανισμός φαίνεται να διαφοροποιείται από την Καθολική και την Προτεσταντική θεώρηση όσον αφορά την πολιτική, είναι η περίφημη «βυζαντινή σύνθεση», ένα μοναδικό πείραμα για τα πολιτικά ζητήματα. Αυτό το πείραμα ήταν η πρώτη ουσιαστική Ορθόδοξη χριστιανική περιπέτεια στο χώρο της πολιτικής. Σύμφωνα με τον π. Γεώργιο Φλορόφσκυ, «ήταν ένα ανεπιτυχές και πιθανώς ατυχές πείραμα. Πρέπει, παρόλα αυτά, να κριθεί στις πραγματικές του διαστάσεις».[4]Στην πραγματικότητα, αυτή η λύση στο πολυσυζητημένο ζήτημα των σχέσεων Εκκλησίας-Κράτους, που άρχισε να εφαρμόζεται με την γενικότερη πολιτική του Μεγάλου Κωνσταντίνου,[5]έχει τις απαρχές του στην παύλεια θεολογία, και συγκεκριμένα στην αντίληψη του αποστόλου Παύλου για το ρόλο των κοσμικών αρχόντων. Εκεί όντως οι κοσμικές αρχές θεωρούνται ως καθιερωμένες από το Θεό, ότι δηλαδή έχουν θεϊκή προέλευση: «πᾶσα ψυχὴ ἐξουσίαις ὑπερεχούσαις ὑποτασσέσθω. οὐ γὰρ ἔστιν ἐξουσία εἰ μὴ ἀπὸ Θεοῦ· αἱ δὲ οὔσαι ἐξουσίαι ὑπὸ τοῦ Θεοῦ τεταγμέναι εἰσίν»  (Ρωμ 13:1εξ) Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο στις αποκαλούμενες Ποιμαντικές Επιστολές ο πιστός καλείται να προσεύχεται ακόμη και για τις κοσμικές αρχές: «παρακαλῶ οὖν πρῶτον πάντων ποιεῖσθαι δεήσεις, προσευχάς, ἐντεύξεις, εὐχαριστίας, ὑπὲρ πάντων ἀνθρώπων, ὑπὲρ βασιλέων καὶ πάντων τῶν ἐν ὑπεροχῇ ὄντων, ἵνα ἤρεμον καὶ ἡσύχιον βίον διάγωμεν ἐν πάσῃ εὐσεβείᾳ καὶ σεμνότητι» (Α΄ Τιμ 2:1-2).

Οι απαντήσεις των πρώτων χριστιανών σε τέτοια διλήμματα, της ταυτόχρονης δηλαδή μετοχής τους στον κόσμο της ιστορίας και στον κόσμο των εσχάτων, δεν ήταν πάντοτε η ίδια. Οι συμβιβαστικές και ρεαλιστικές απόψεις του αποστόλου Παύλου όσον αφορά στις κοσμικές αρχές βρίσκονται προφανώς σε οξεία αντίθεση με τις ριζοσπαστικότερες απόψεις που εκφράζει ο συγγραφέας του βιβλίου της Αποκάλυψης (κεφ. 13). Εκεί οι κοσμικές Ρωμαϊκές αρχές συγκρίνονται με το θηρίο, που πολεμάει την εσχατολογική κοινότητα της Εκκλησίας, την «Νέα Ιερουσαλήμ», κάνοντας έτσι αδύνατη οποιαδήποτε συναλλαγή και διασύνδεση του λαού του Θεού με τις εχθρικές κοσμικές αρχές.[6]

Αυτή η λύση έφθασε στο αποκορύφωμά της τον Στ΄ μ.Χ. αιώνα. Διατυπώθηκε με σαφή και λεπτομερή τρόπο στην εισαγωγή της διάσημης Έκτης Νεαράς του Ιουστινιανού, η οποία αποτελεί μια περίληψη των βασικών αρχών του βυζαντινού πολιτικού συστήματος, το οποίο έχει σε πολύ μεγάλο βαθμό επηρεάσει τις πολιτικές απόψεις του μεταγενέστερου Ορθόδοξου χριστιανικού κόσμου, ακόμη και ως τις μέρες μας. «Μέγιστα εν ανθρώποις εστι δώρα θεού παρά της άνωθεν δεδομένα φιλανθρωπίας: ιερωσύνη και βασιλεία…», και σε μετάφραση: «Υπάρχουν δύο σημαντικές δωρεές που ο Θεός έχει δώσει στον άνθρωπο από άπειρη καλοσύνη: η ιερωσύνη και η βασιλεία – sacerdotium και imperium. Από αυτές, η πρώτη ασχολείται με τα θεία, και η δεύτερη προΐσταται των ανθρώπινων υποθέσεων και τις φροντίζει. Προερχόμενες από την ίδια πηγή, και οι δύο λειτουργούν για το καλό της ανθρώπινης ζωής. Τίποτα δεν αποτελεί μεγαλύτερο χρέος για τους αυτοκράτορες από την τιμή του αξιώματος της ιερωσύνης, ώστε οι ιερείς να μπορούν με τη σειρά τους να προσεύχονται στο Θεό για αυτούς. Όταν, λοιπόν, ο ένας είναι άμεμπτος από κάθε άποψη και εμπιστεύεται απόλυτα το Θεό, και ο άλλος υπερασπίζεται σωστά και όπως αρμόζει κάθε φορά το κοινό καλό, τότε υπάρχει μια δίκαιη αρμονία, η οποία μπορεί να επιφέρει τα αναγκαία για την ανθρωπότητα. Γι’ αυτό το λόγο ενδιαφερόμαστε ιδιαίτερα για τα αληθινά δόγματα που εμπνέονται από το Θεό και για το αξίωμα των ιερέων. Είμαστε πεπεισμένοι ότι, εάν διατηρήσουν το αξίωμά τους, ο Θεός θα παραχωρήσει και σε μας μεγάλα οφέλη, και θα διατηρήσουμε σταθερά οτιδήποτε κατέχουμε ως τώρα, και επιπλέον θα αποκτήσουμε εκείνα που δεν έχουμε ακόμα εξασφαλίσει. Ένα ευτυχές τέλος στέφει πάντα εκείνα, τα οποία έγιναν με κατάλληλο τρόπο, αποδεκτό στο Θεό. Αυτό συμβαίνει, όταν τηρούμε προσεκτικά τους ιερούς κανόνες, τους οποίους οι ένδοξοι Απόστολοι, οι σεβάσμιοι αυτόπτες μάρτυρες και διάκονοι του θεϊκού κόσμου, μας έχουν παραδώσει, και οι Άγιοι Πατέρες διατήρησαν και ερμήνευσαν».[7]

Η Έκτη Νεαρά του Ιουστινιανού, φυσικά, δεν μιλά για την Εκκλησία και το Κράτος, αλλά για δύο διακονίες-λειτουργήματα. Και επιπλέον αποτελεί ένα κοσμικό (νομικό), όχι ένα θρησκευτικό (θεολογικό) κείμενο. Εκεί το imperium αποτελεί ταυτόχρονα μια εξουσία και μια διακονία. Αυτό το μοντέλο, που συχνά αποκαλείται «συμφωνία», ή συναλληλία, αναπτύχθηκε περαιτέρω στη γνωστή Επαναγωγή, ένα συνταγματικό κείμενο του 9ου μ.Χ αιώνα, που συντάχθηκε πιθανότατα από τον Μέγα Φώτιο.[8]«Της πολιτείας εκ μερών και μορίων αναλόγως των ανθρώπων συνισταμένης, τα μέγιστα και αναγκαιότατα μέρη βασιλεύς εστι καί πατριάρχης. Διό και η κατά ψυχήν καί σώμα των υπηκόων ειρήνη και ευδαιμονία βασιλείας εστί και αρχιερωσύνης εν πάσι ομοφροσύνη και συμφωνία».[9]

Ορθόδοξος χριστιανισμός και ετερόδοξοι: Πολιτική και οι εκτός των ορίων της Ορθοδοξίας

DSC_73Η ιστορία έχει δείξει ότι οι Ορθόδοξες Εκκλησίες έχουν σε γενικές γραμμές παραδοσιακά επιδείξει περισσότερο ανεκτική στάση απέναντι στους ετεροδόξους, ιδιαίτερα τους πιστούς άλλων θρησκειών. Είναι πολύ χαρακτηριστική η περίπτωση των σταυροφόρων, οι οποίοι έβρισκαν τους Ορθοδόξους της Κωνσταντινουπόλεως απροσδόκητα και απαράδεκτα ανεκτικούς προς τους Μουσουλμάνους! Κατά παρόμοιο τρόπο, περισσότερη ανεκτικότητα και φιλοξενία επιδείχτηκε από τους Ορθόδοξους λαούς και στην περίπτωση των εξόριστων Εβραίων από την Ιβηρική χερσόνησο τον  ιστ΄ μ.Χ. αιώνα. Αυτά δεν ήταν τυχαία περιστατικά. Η θεολογική τεκμηρίωση της συμπεριφοράς των Ορθοδόξων προς τους πιστούς άλλων θρησκειών, πηγάζει από την διπλή θεμελιώδη ιεραποστολική θεώρηση του Ορθόδοξου χριστιανισμού για τη θεότητα: (α) αυτή καθαυτή η υπό­σταση της θεότητας είναι ζωή κοινωνίας και (β) η επέμβαση του Θεού στην ιστορία στοχεύει στο να οδηγήσει την ανθρωπό­τητα, αλλά και ολόκληρη τη δημιουργία, σ’ αυτή την κοινωνία με την ίδια την ύπαρξη του Θεού. Ίσως γι’ αυτόν το λόγο ο Ορθόδοξος χριστιανισμός δεν έχει αναπτύξει ποτέ μια παγκόσμια ιεραποστολή προσηλυτισμού. Αντίθετα οι Ορθόδοξοι στρέφουν φυσιολογικά τις προσπάθειές τους τη μετάδοση της ζωής της κοινωνίας που ενυπάρχει στη θεότητα, και όχι στη μεταβίβαση διανοητικών αληθειών, δογμάτων, ηθι­κών επιταγών και κοινωνικών κανόνων. [10]

Εάν, λοιπόν, προεκτείνουμε λίγο περισσότερο αυτή την κατανόηση της ιεραποστολής, θα μπορέσουμε ασφαλώς να υποστηρίξουμε ότι η πολιτική δεν μπορεί να εμπεριέχει τη χρήση δύναμης, εξουσίας και πολιτικού εξαναγκασμού, που αναπόφευκτα περιλαμβάνει και την έννομη βία. Οι Ορθόδοξοι, αντίθετα, οφείλουν μάλλον να κατανοούν την αποστολή τους ως μαρτυρία – με τρόπο ανοχής, αγάπης και συμφιλίωσης της προληπτικής εμπειρίας του της Βασιλείας του Θεού, που βιώνουν στην ζωή κοινωνίας της λειτουργικής/ευχαριστιακής τους πράξης. Σύμφωνα με την Ορθόδοξη θεολογία, η αποστολή της Εκκλησίας δεν εστιάζεται απλώς στη μεταστροφή των «άλλων» με τη διάδοση ως τα πέρατα του κόσμου του ευαγγελίου της πλούσιας αγάπης του Θεού (κάτι που μόνο του αναπόφευκτα οδηγεί σε «ομολογιακή και θρησκευτική αποκλειστικότητα»). Κύρια αποστολή της είναι να διακονεί αυτόν τον πολυπολιτισμικό και πλουραλιστικό κόσμο, ως η μαρτυρία της εσχατολογικής (και όχι βεβαίως της θεσμικής) ταυτότητας της Εκκλησίας (κάτι που μπορεί να χαρακτηριστεί ως «εκκλησιακή περιεκτικότητα»). Πρόκειται, λοιπόν, για μια κατανόηση της ιεραποστολής, που έχει αποτρέψει σε γενικές γραμμές την Ορθοδοξία από κάθε είδος επιθετικού προσηλυτισμού. Για την Ορθόδοξη Εκκλησία, ο πραγματικός στόχος της ιεραποστολής δεν ήταν τόσο το να φέρνει τα έθνη και τους πιστούς των άλλων θρησκειών στον δικό της θρησκευτικό «μικρόκοσμο»· ο πραγματικός στόχος της ήταν πάντα «να αφήνει» το Πνεύμα του Θεού να χρησιμοποιεί τόσο τους «ιεραποστόλους», όσο και τους αποδέκτες της χριστιανικής μαρτυρίας, δηλαδή τους «ευαγγελιζόμενους», προκειμένου να εγκαταστήσει τη Βασιλεία του Θεού. Σύμφωνα με αυτήν την Ορθόδοξη ιεραποστολική κατανόηση, τα πάντα ανήκουν στο Θεό, και στη Βασιλεία του· με απλούστερα λόγια όλα ανήκουν στη νέα εσχατολογική πραγματικότητα, που εγκαινιάζεται φυσικά στο μεσσιανικό έργο του Ιησού, αλλά αναμένεται να φθάσει στο τελικό της στάδιο κατά το τέλος της ιστορίας. Η Εκκλησία στην ιστορική εκδοχή της δεν διαχειρίζεται όλη την πραγματικότητα, όπως πιστευόταν για αιώνες στη Δύση· απλώς προετοιμάζει το δρόμο για εκείνη την πραγματικότητα, όντας στην ουσία εικόνα της.

Συμπέρασμα

Η θρησκεία  είναι πολύ σημαντική υπόθεση για την ανθρώπινη ύπαρξη για να μπορεί κανείς να την αποκλείσει από την πολιτική· και αυτό αποτελεί αναμφισβήτητα και απειλή, και ελπίδα. Μπορεί να αποβεί απειλή εάν οι φονταμενταλιστές αποκτήσουν ανεξέλεγκτη δύναμη, όπως στην περίπτωση της 11ης Σεπτεμβρίου της πρώτης χρονιάς της τρίτης χιλιετίας, αλλά και σε περιπτώσεις εγκατάστασης θεοκρατικών καθεστώτων.

Παρόλα αυτά αποτελεί και ελπίδα, εάν η θρησκεία μπορέσει να ασκήσει τις τεράστιες δυνατότητες και τη δύναμή της να επαναφέρει τις ηθικές αξίες, και εάν καταφέρει να αναδημιουργήσει και να δημιουργήσει νέες εικόνες του τι σημαίνει να είναι κανείς άνθρωπος σε έναν δίκαιο, ειρηνικό και βιώσιμο κόσμο. Αυτό ακριβώς είναι το προφητικό μοντέλο άσκησης πολιτικής αποτελεί και το ιδεώδες της Ορθόδοξης περί πολιτικής αντίληψης. Στην πρόσφατη «Έκκληση για (πολιτική) δράση» των χριστιανών καλούμαστε να δράσουμε πολιτικά/προφητικά στη βάση της διαπίστωσης ότι «οι διάφορες πτυχές της κλιματικής αλλαγής είναι αλληλένδετες και αλληλοπεριχωρούνται με τις οικολογικές, τις οικονομικές, και τις κρίσεις χρέους. Αυτές οι κρίσεις δεν μπορούν πλέον να αντιμετωπίζεται ανεξάρτητα η μία από την άλλη» (παρ. 10). Αυτό σημαίνει πως οποιαδήποτε «συμφωνία» δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί ανεξάρτητα και σε αντίθεση με τον υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο, αλλά σε συνεργασία μαζί του, ως παράδειγμα «κοινής χριστιανικής μαρτυρίας». Ακόμη και οι πιστοί των άλλων καθιερωμένων θρησκειών θα πρέπει να θεωρούνται ως εταίροι και συνεργάτες σε ορισμένα μείζονα παγκόσμια πολιτικά προβλήματα, όπως απέδειξε μια από τις πιο πρόσφατες πρωτοβουλίες του primus inter pares Προκαθημένου του Ορθόδοξου Πατριαρχικού θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως στο οικολογικό πρόβλημα. Στο μικρό παγκόσμιο χωριό στο οποίο ζούμε, σ’ αυτό το μυστήριο σύμπαν, οι αξίες της Βασιλείας του Θεού είναι κοινές για όλους τους ανθρώπους καλής θέλησης, θρησκευόμενους ή μη! Μόνο οι άνθρωποι πονηροί θα μπορούσαν να αντιτεθούν στην υπεύθυνη πολιτική εμπλοκή των θρησκειών, και της Ορθοδοξίας πιο συγκεκριμένα, υπό τον όρο φυσικά να τηρούνται οι βασικοί δημοκρατικοί κανόνες.


[1] Ωριγένη, Contra Celsum VIII 75.
[2] Tερτυλλιανού, Apologeticum 38.3. Πρβλ. επίσης τη φράση του στο de Pallio: «έχω αποσυρθεί από την κοινωνία» (secessi de populo)” (5).
[3] Ad Diognetum 5,6.
[4] G. Florovsky, “The Antinomies of Christian History,” Chapter III of The Collected Works of George Florovsky, Nordland Press, Belmont, Massachusetts 1976., σ. 67-100 The Collected Works. σ. 77.
[5] Η σημασία για το χριστιανισμό της θρησκευτικής πολιτικής του Κωνσταντίνου έγκειται όχι τόσο στην εφαρμογή της θρησκευτικής ελευθερίας των θεμάτων του, ούτε τόσο στη μεταστροφή του στο Χριστιανισμό. Έγκειται, κυρίως, στο γεγονός ότι εισήγαγε μια σημαντική μετατόπιση στην πολιτική, αντικαθιστώντας την κοσμο-κεντρική θεώρηση της Ελληνο-Ρωμαϊκής αρχαιότητας με την θεοκεντρική κοσμοθεωρία του χριστιανισμού, μια διαδικασία που ουσιαστικά τελείωσε εντυπωσιακά κατά τη νεωτερικότητα, της εποχή δηλαδή του Διαφωτισμού. Στο πρόσωπο του Κωνσταντίνου, η Εκκλησία αναγνώρισε τον άνδρα που τα παρέσχε τη δυνατότητα να εκφράσει την καθολικότητά της, αλλά και τον ιδρυτή της ορατής οικουμενικότητάς της, και γι’ αυτόν κυρίως τον λόγο τον αγιοποίησε, δίδοντάς του μάλιστα τον υψηλό τίτλο ισαπόστολος.
[6] Αν ερμηνεύσουμε θεολογικά το βιβλίο της Αποκάλυψης, εκεί εκφράζεται η νίκη των καταπιεσμένων από τα απρόσωπα και καταπιεστικά κοσμικά συστήματα, η νίκη της «πολιτικής της θεολογίας» επί της «(ψευδο-)θεολογίας της πολιτικής».
[7] R. Schoel-W Kroll, Corpus Juris Civilis, τόμ. 3 Bερολίνο 1928, σ. 35εξ (Υπάρχουν δύο σημαντικές δωρεές που ο Θεός έχει δώσει στον άνθρωπο από άπειρη καλοσύνη: η ιερωσύνη και η βασιλεία – sacerdotium και imperium. Από αυτές, η πρώτη ασχολείται με τα θεία, και η δεύτερη προΐσταται των ανθρώπινων υποθέσεων και τις φροντίζει. Προερχόμενες από την ίδια πηγή, και οι δύο λειτουργούν για το καλό της ανθρώπινης ζωής. Τίποτα δεν αποτελεί μεγαλύτερο χρέος για τους αυτοκράτορες από την τιμή του αξιώματος της ιερωσύνης, ώστε οι ιερείς να μπορούν με τη σειρά τους να προσεύχονται στο Θεό για αυτούς. Όταν, λοιπόν, ο ένας είναι άμεμπτος από κάθε άποψη και εμπιστεύεται απόλυτα το Θεό, και ο άλλος υπερασπίζεται σωστά και όπως αρμόζει κάθε φορά το κοινό καλό, τότε υπάρχει μια δίκαιη αρμονία, η οποία μπορεί να επιφέρει τα αναγκαία για την ανθρωπότητα. Γι’ αυτό το λόγο ενδιαφερόμαστε ιδιαίτερα για τα αληθινά δόγματα που εμπνέονται από το Θεό και για το αξίωμα των ιερέων. Είμαστε πεπεισμένοι ότι, εάν διατηρήσουν το αξίωμά τους, ο Θεός θα παραχωρήσει και σε μας μεγάλα οφέλη, και θα διατηρήσουμε σταθερά οτιδήποτε κατέχουμε ως τώρα, και επιπλέον θα αποκτήσουμε εκείνα που δεν έχουμε ακόμα εξασφαλίσει. Ένα ευτυχές τέλος στέφει πάντα εκείνα, τα οποία έγιναν με κατάλληλο τρόπο, αποδεκτό στο Θεό. Αυτό συμβαίνει, όταν τηρούμε προσεκτικά τους ιερούς κανόνες, τους οποίους οι ένδοξοι Απόστολοι, οι σεβάσμιοι αυτόπτες μάρτυρες και διάκονοι του θεϊκού κόσμου, μας έχουν παραδώσει, και οι Άγιοι Πατέρες διατήρησαν και ερμήνευσαν).
[8] Η Επαναγωγή ήταν στην πραγματικότητα ένα προσχέδιο που ποτέ δεν δημοσιεύτηκε επίσημα. Εντούτοις, οι βασικές της θέσεις ενσωματώθηκαν στην μεταγενέστερη νομοθεσία, κυρίως όμως έλαβε ευρεία κυκλοφορία και απέκτησε μεγάλη εκτίμηση σε όλο τον Ορθόδοξο κόσμο. 
[9] J. Zepos and P. Zepos (εκδ.), Jus Graecoromanum, τομ. II, Aθήνα 1931, σ. 240εξ.

[10] Βλ. I. Bria-Π. Βασιλειάδη, Ορθόδοξη χριστιανική μαρτυρία. Εγχειρίδιο Ιεραποστολικής, εκδόσεις Τέρτιος, Κατερίνη 1986, σ. 15.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑ ΑΡΘΡΑ και χαρακτηρίσθηκε . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.