Εκκλησία, κοινοτικοί δεσμοί και κοινωνικά δίκτυα

Η εισήγηση του εψηφισμένου επίκουρου καθηγητή του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ Χρήστου Τσιρώνη στο Διεθνές Συνέδριο με θέμα «Χριστιανισμός-Ορθοδοξία και μέσα ενημέρωσης στον σύγχρονο κόσμο», που διοργάνωσε η Διακοινοβουλευτική Συνέλευση Ορθοδοξίας στη Θεσσαλονίκη

Εισαγωγή

IMG_5635Τα ηλεκτρονικά κοινωνικά δίκτυα (Facebook, Twitter, Google+, LinkedIn, WordPress, Blogspot, Tumblr, YouTube κ.α.) και ο ρόλος τους στην καθημερινή ζωή και επικοινωνία του σύγχρονου ανθρώπου θέλγουν ολοένα και περισσότερο το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης αλλά και ποικίλων επιστημονικών κλάδων, όπως της δημοσιογραφίας, της φιλοσοφίας, της θεολογίας, της οικονομίας, της πολιτικής επιστήμης και φυσικά όλων των κοινωνικών επιστημών. Τα ηλεκτρονικά κοινωνικά δίκτυα ως κάτι το καινοφανές προκαλούν αμφίσημες αντιδράσεις. Ο ενθουσιασμός από τη μια μεριά και η εντατική ενασχόληση με αυτά αποτελούν για κάποιους απτή απόδειξη προσωπικού και κοινωνικού εκσυγχρονισμού ενώ από την άλλη η επίδραση που έχει η εικονική υπόστασή τους στην εμπειρική πραγματικότητα περιγράφεται με όρους εφιαλτικής εισβολής στον πυρήνα της ανθρώπινης εμπειρίας. Ειδικότερα για το θέμα της επίδρασης που ασκεί η ανάπτυξη των μέσων αυτών στο λόγο και στη ζωή της Εκκλησίας οι αντιθέσεις είναι ακόμη πιο ισχυρές. Ας σημειωθεί προκαταβολικά ένα γενικευτικό –όχι όμως χωρίς βάση στα γεγονότα-παράδοξο: στη φαρέτρα των επιχειρημάτων όσων χρησιμοποιούν εκτεταμένα τα μέσα αυτά είναι η προβολή της αυθεντικότητας της Ορθοδοξίας και της κοινοτικής της εμπειρίας. Όσοι αντιτίθενται στις εξελίξεις στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών συχνά κοινωνούν τις απόψεις τους με εντατική χρήση των μέσων αυτών. Μια απλή έρευνα σε μια ηλεκτρονική σελίδα αναζήτησης αναδεικνύει το πλήθος των σχετικών σελίδων: συντηρητικές και λιγότερο συντηρητικές φωνές στο εσωτερικό των θρησκευτικών ομάδων, λάτρεις και μαχητές της νεότερης τεχνολογίας επικοινωνιών, εκσυγχρονιστές και παραδοσιαρχικοί χρησιμοποιούν τα μέσα αυτά για να εκθέσουν τις απόψεις τους σε όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους.  Τα social media χρησιμοποιούν πλέον ο πάπας της Ρώμης, αλλά και η Εκκλησία της Ελλάδος, τοπικές μητροπόλεις, ενορίες και χριστιανικές κινήσεις. Παράλληλα, η blogo-σφαιρα βρίθει της παρουσίας θεσμικών και μη θεσμικών πρωτοβουλιών, προσωπικών κατά βάση ιστοσελίδων που συχνά όμως συνοδεύονται από τον τίτλο του κατόχου της ιστοσελίδας (π.χ. καθηγητής θεολόγος, αρχιμανδρίτης, νομικός κ.α.), γεγονός που από μόνο του επικαλείται πολύ περισσότερα από την απλή έκφραση προσωπικής γνώμης.

ΔΣΟ_41

Κοινωνικά Δίκτυα και Σύγχρονη Κοινωνική Θεωρία

Παρόλο που τα ηλεκτρονικά κοινωνικά δίκτυα βασίζονται προφανώς σε πολύ σύγχρονες τεχνολογικές εξελίξεις, η ανάλυση του ρόλου που έχουν τα δίκτυα στην οργάνωση της κοινωνίας και ο χαρακτήρας της κοινωνικής αλληλεπίδρασης στις κοινότητες των ανθρώπων αποτέλεσαν κεντρικά αναλυτικά σχήματα στις κοινωνικές επιστήμες.  Ενώ λοιπόν τα «δίκτυα» είναι παλιές αναλυτικές κατηγορίες στην ανάλυση των κοινωνικών οργανισμών και συστημάτων, τα ηλεκτρονικά κοινωνικά δίκτυα ως κόμβοι άμεσης και συνεχούς επικοινωνίας, που εδράζονται στην εικονική –ηλεκτρονική πραγματικότητα και βασίζονται στην τεχνολογία των υπολογιστικών συστημάτων είναι μια ολοκαίνουργια πρόκληση.

Τις τελευταίες δεκαετίες η προσοχή στρέφεται στην άνοδο της Κοινωνίας των Δικτύων κατά τον γνωστό όρο του M. Castells. Ο Castells επισημαίνει ότι διαμορφώνονται πλέον σε παγκόσμιο επίπεδο σχέσεις και αλληλεπιδράσεις σε ένα δίκτυο οικονομικών ροών, όπου η πληροφορία και η γνώση είναι ό,τι πολυτιμότερο, ότι η ύπαρξη του παρόντος τεχνοοικονομικού συστήματος βασίζεται στη λειτουργία των δικτύων και αναπαράγει χαρακτηριστικά και δομές που εξυπηρετούν την απρόσκοπτη συνέχεια στο χώρο και στο χρόνο των ηλεκτρονικών λειτουργιών τους.

Τα δίκτυα είναι λοιπόν ένα σύνολο κόμβων επικοινωνίας σε διασχεσιακό, εικονικό, και δια-τοπικό επίπεδο. Σε αυτά εμπεριέχονται διάφορες πτυχές επικοινωνίας, και αλληλεπίδρασης, υπάρχει σε κάποιο βαθμό μια ορισμένη αλληλεξάρτηση, εκφράζονται αξιακές αναφορές και πραγματοποιούνται ανταλλαγές δεδομένων και συναλλαγές. Η συνάρμοση όλων αυτών μοιάζει ή παρουσιάζεται ως να συγκροτεί ένα τέχνημα παγκόσμιας αναφοράς, μια ευθεία πρόκληση για την κοινωνική κατανόηση των τοπικών και χρονικών διαστάσεων στην ανθρώπινη εμπειρία, κάτι που ορισμένοι δεν θα δίσταζαν να περιγράψουν ως ένα universum technicus.

Ιδιαιτέρως το ζήτημα της νοηματοδότησης της κοινωνικής συμμετοχής στα δίκτυα απασχολεί τον κοινωνιολόγο Z. Bauman. Ο Bauman επισημαίνει τις ποικίλες αλλαγές στο χώρο των ηλεκτρονικών κοινωνικών δικτύων αποδίδοντάς τους κυρίως αρνητικό χαρακτήρα,  καθώς κατά την ανάλυσή του η αποκλειστική σχεδόν εστίαση σε ευέλικτα δίκτυα τείνει να υπερβεί την έννοια της κοινωνίας. Για αυτόν οι επιλογές της διαδικτυακής επικοινωνίας και της ηλεκτρονικής κοινωνικής δικτύωσης αποτελούν μια αντανάκλαση των προτύπων της Καταναλωτικής Κοινωνίας στον εικονικό κόσμο, καθώς «οι άνθρωποι προβάρουν, αλλάζουν, διορθώνουν εικονικούς εαυτούς ή εικόνες της προσωπικής τους ταυτότητας με απόλυτο σκοπό να δειγματίσουν θετικά στον εικονικό κόσμο τον εαυτό τους με τη μορφή ενός ευπώλητου αγαθού».

Σε ό,τι αφορά ειδικότερα την Ορθόδοξη Εκκλησία η πρωταρχική πρόκληση είναι να προσδιοριστούν αρχές αποτίμησης του ρόλου των ηλεκτρονικών κοινωνικών δικτύων στη ζωή, την αλληλεπίδραση και την επικοινωνία των πιστών τόσο ατομικά όσο και συλλογικά. Να γίνουν με άλλα λόγια κατανοητά τα χαρακτηριστικά των κοινοτικών δεσμών στην Κοινωνία των Δικτύων και να διευκρινιστούν οι έννοιες κοινότητα και (επι)κοινωνία σε αυτό το πλαίσιο.

ΔΣΟ_14

Εκκλησία και κοινωνικά μέσα δικτύωσης

Η ανάλυση της θεματικής Εκκλησία και ηλεκτρονικά κοινωνικά δίκτυα προϋποθέτει την αναγνώριση μιας σχεδόν παράδοξης συνθήκης: Η Ορθόδοξη Εκκλησία όχι μόνο έχει σημαντικές θεσμικές, κανονιστικές, δομικές και λειτουργικές αναφορές στο προμοντέρνο αλλά και σε πολλά θέματα αντιμετωπίζει το λιγότερο με καχυποψία, αν όχι με αντιπαλότητα, ποικίλες εξελίξεις της νεωτερικότητας. Ταυτόχρονα όμως φαίνεται ότι μετά από κάποια χρονική καθυστέρηση έχει ενταχθεί σε σημαντικό βαθμό στον κόσμο των διαδικτυακών κοινωνικών μέσων.

Οι κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες λοιπόν διαθέτουν επίσημες ιστοσελίδες, κάνουν χρήση του twitter και του Facebook είτε με επίσημες αναρτήσεις είτε μέσα από κάποιες υπηρεσίες τους, ενώ παρά πολλοί ορθόδοξοι χριστιανοί χρησιμοποιούν αυτόν το χώρο για να αναρτήσουν υλικό που αποσκοπεί -κατά δήλωσή τους- στην ηλεκτρονική μαρτυρία της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Τα πρόσωπα αυτά  μπορεί να είναι ιεράρχες, θεολόγοι, ανησυχούντες χριστιανοί, πιστοί με ενδιαφέροντα επικοινωνίας κ.α. Τα ερευνητικά ερωτήματα που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον από κοινωνιολογική σκοπιά είναι με ποιες προϋποθέσεις γίνεται η χρήση των ηλεκτρονικών κοινωνικών δικτύων από διαφορετικές κατηγορίες πιστών-χρηστών, ποια η σκοπιμότητα και ποια τα αποτελέσματα της χρήσης τους στην κοινωνική πραγματικότητα.

Η αναλυτική προσέγγιση των ζητημάτων αυτών μπορεί να γίνει μέσα από το πρίσμα δύο βασικών προκλήσεων, να ερευνηθεί δηλαδή α) ποια είναι η στάση της Εκκλησίας έναντι κακόβουλων θέσεων και επιθέσεων και β) ποια είναι η στάση της Εκκλησίας έναντι των μελών της που κάνοντας χρήση των δικτύων και διεκδικώντας για τον εαυτό τους την αυθεντική ορθόδοξη μαρτυρία, επιτίθενται στο εσωτερικό της κοινότητάς τους ή και έξω από αυτήν εκφράζοντας ακραίες θέσεις, φονταμενταλιστικές προθέσεις ή και διχαστικό λόγο. Σε όλες τις περιπτώσεις αυτό που προκαλεί ιδιαίτερη ανησυχία είναι η άνοδος του εξτρεμισμού (ως πρόθεση ή αντίδραση) σε παγκόσμιο επίπεδο και η συσχέτισή του με τις συνθήκες ανωνυμίας ή ισοπεδωτικής οχλοκρατίας που συχνά επικρατούν στο διαδίκτυο, ακόμη και στο χώρο των θρησκευτικών ιστοσελίδων. Αρκεί μια γρήγορη ματιά στα σχόλια που παρατίθενται κάτω από καταχωρήσεις διαφόρων ιστοσελίδων για να διαπιστώσει κανείς με πόση επιθετικότητα εκφράζονται θέσεις που παραπέμπουν σε λεκτική βία ή ωθούν ακόμη και σε φυσική βία. Πρόκειται για σχόλια που δεν θα γινόταν με τόσο μεγάλη ευκολία σε μια ενοριακή συνάντηση, σε μια εκκλησιαστική σύναξη, σε ένα ακαδημαϊκό περιβάλλον, σε μια τέλος πάντων κατά πρόσωπον συζήτηση. Θα μπορούσε ίσως κανείς να συνταιριάσει σε πρώτη φάση αυτήν την κατάσταση με ευρύτερες εξελίξεις στην Καταναλωτική Κοινωνία: Οι πύρινοι λόγοι βάζουν φωτιά στο δίκτυο, η ανακύκλωση σχολίων μεγιστοποιείται και με αυτόν τον τρόπο ένα ιστολόγιο μπορεί να χαρίζει στον ιδιοκτήτη του την ηδονή της μεγάλης επισκεψιμότητας, των ευάριθμων likes!, και των πολλών ακολούθων (followers) σε μια ιδιότυπη αρένα διαρκούς αναμέτρησης. Οι σελίδες αυτές μπορούν να κατασκευαστούν ως «χειροποίητες» με ελάχιστες τεχνικές γνώσεις και με μηδενικό σχεδόν κόστος, πράγμα που τις καθιστά απείρως ελκυστικά εργαλεία στο παίγνιο της αυτοπροβολής και της εμμονικής κατανάλωσης δεδομένων και εικόνων. Μία προσέγγιση όμως μόνο από την πλευρά της παρουσίασης της προσωπικής ταυτότητας ως ευπώλητο εμπόρευμα στην Καταναλωτική Κοινωνία  δεν είναι αρκετή.

Αυτή η κατάσταση μπορεί να επηρεάζει σε κάποιο βαθμό και τις λειτουργικές σχέσεις και τη θεσμική συγκρότηση των θρησκευτικών κοινοτήτων όχι μόνο στην εικονική πραγματικότητα αλλά και στον off line κόσμο. Δεν γνωρίζουμε για παράδειγμα πόσο ακριβώς αυτά τα μηνύματα των θρησκευτικά φανατισμένων χρηστών του δικτύου μπορεί να επηρεάζουν αποφασιστικά στην εκδήλωση θρησκευτικής βίας ή την πορεία της θρησκευτικής κοινότητας στον κόσμο δημιουργώντας κλίμα αντιπαράθεσης. Το πρώτο έχει περισσότερο σχέση με τους πολιτικούς νόμους, ενώ το δεύτερο με τις διδαχές και τη ζωή των θρησκευτικών κοινοτήτων.

Η λειτουργία των ηλεκτρονικών κοινωνικών δικτύων εδράζεται στις έννοιες της κοινοποίησης, του «κοινού» και του διαμοιρασμού των πληροφοριών και των ηλεκτρονικών δεδομένων. Δημιουργούνται κόμβοι επικοινωνίας και στη συνέχεια «ηλεκτρονικές κοινότητες» που αποσκοπούν στο να μεταδοθούν και να μοιραστούν στα μέλη της κοινότητας τα δεδομένα ως «κοινά» και «ευάρεστα», όπως προδίδει το εμβληματικό ιντερνετικό δίπτυχο «share- like!». Πώς εννοείται λοιπόν αυτού του είδους η κοινότητα, ποια τα κοινά και ευάρεστα και ποιες οι αρχές και προϋποθέσεις της συμμετοχής εκκλησιαστικών και θρησκευτικών φορέων στα ηλεκτρονικά κοινωνικά δίκτυα;

ΔΣΟ_73

Καταρχήν προκύπτουν ζητήματα ταυτότητας και αυτοσυνείδησης για την Εκκλησία ως θεσμό και για τους πιστούς ως μέλη του σώματος. Ποια είναι η εικόνα που έχουν οι ίδιοι οι ορθόδοξοι για την Ορθοδοξία στη νέα χιλιετία και πως νοηματοδοτείται αυτή η εικόνα μέσα στις ηλεκτρονικές λεωφόρους του διαδικτύου; Ας φανταστούμε προς χάριν αναλύσεως ότι κάποιος ερευνητής που δεν έχει καμιά εμπειρία ή γνώση για την Ορθοδοξία επισκέπτεται τις ιστοσελίδες, τα ιστολόγια και τα άλλα ηλεκτρονικά κοινωνικά δίκτυα και διαβάζει τόσο το υλικό τους όσο και τα σχόλια που ακολουθούν. Ειδικά τα σχόλια ως μια μη οργανωμένη, χωρίς παιδαγωγική στοχοθεσία, άμεση απόκριση στα αναρτηθέντα είναι δυνατόν να θεωρήσουμε ότι αναδεικνύουν τον αληθινό παλμό της Ορθοδοξίας και ποιος είναι αυτός; Πόσοι ορθόδοξοι θα μπορούσαν να ταυτιστούν με το περιεχόμενο, το ύφος, το ήθος, την αισθητική και το πνεύμα του διαλόγου σε ιντερνετικές αντιπαραθέσεις που αναρτώνται καθημερινά σε θρησκευτικά και μη θρησκευτικά μέσα;

Παρά το γεγονός όμως ότι και στις πολιτικές εφημερίδες και στα ευρύτερου περιεχομένου μέσα η συζήτηση για τα ηθικο-θρησκευτικά ζητήματα παρουσιάζει ανάλογα χαρακτηριστικά, ας εστιάσουμε σε ηλεκτρονικά κοινωνικά δίκτυα με μεγαλύτερη θρησκευτική εστίαση. Ποια εικόνα λοιπόν θα σχημάτιζε ένας ερευνητής των ιστολογίων; Πρόκειται για την Ορθοδοξία των ανοιχτών οριζόντων, της αυτοθυσίας, της καταλλαγής και του πράου αγαπητικού πνεύματος; Είναι η Ορθοδοξία μια εμπειρία του ταπεινού και άφοβου Ευαγγελικού φρονήματος όπου βιώνεται το «η γαρ δύναμις μου εν ασθενεία τελειούται» (Β΄ Κορ 12:9); Μήπως ο μελετητής θα σχημάτιζε μια εικόνα για μια θριαμβεύουσα Ορθοδοξία ως θρησκεία με δύναμη και κρατικές προεκτάσεις, ανταγωνιστική, διεκδικητική, με θεσμική και εξουσιαστική αντίληψη; Ένα γεγονός κοινωνίας ή μια θρησκειοποιημένη πρόταση που είναι ή οφείλει να είναι κραταιά, απόλυτη, (αντι)μαχόμενη στις παρεμβάσεις της; Η αλήθεια είναι ότι μπορεί κανείς να βρει και τις δύο προοπτικές. Το πρόβλημα είναι πως όπως βρίσκονται όλες αυτές οι αναφορές αταξινόμητες και ανιεράρχητες στη διαδικτυακή θάλασσα των πληροφοριών και αφού όλοι μιλούν εξ ονόματος του πραγματικού πνεύματος της Ορθοδοξίας και με στόχο την προβολή της μίας αληθινής Ορθόδοξης Παράδοσης, ποια είναι τα μέτρα της διάκρισης, ποιοι και πως μπορούν να μιλήσουν στο σώμα για το σώμα εκ μέρους του σώματος των πιστών; Πώς διαχωρίζονται οι απόψεις από τη μαρτυρία της πίστης;

Σε αυτό το επίπεδο το μεγαλύτερο ζήτημα για τους χριστιανούς και την Εκκλησία είναι η σύγχυση μεταξύ του ιδιωτικού και θεσμικού λόγου και η ανάλογη προσπάθεια νομιμοποίησής του, η ισχνή σχέση μεταξύ κοινωνικής δικτύωσης και κοινωνικότητας και η θολή/αδιάκριτη αλληλεπίδραση μεταξύ του εικονικού-online  και εμπειρικού –offline κόσμου.  Υπό το φως αυτών των ερωτημάτων η χρήση των κοινωνικών μέσων από τα μέλη της Εκκλησίας μπορεί να λαμβάνει εκκλησιολογικές διαστάσεις στο θεολογικό κόσμο.

Ειδικά για το ζήτημα της διάκρισης μεταξύ των προσωπικών θέσεων/αναρτήσεων και του λόγου της Ορθόδοξης Εκκλησίας χρειάζεται μια πιο ειδική έρευνα στο πεδίο της Κοινωνιολογίας του Χριστιανισμού. Ο λόγος της Εκκλησίας στην Ορθόδοξη Παράδοση είναι αποτέλεσμα μιας λεπτής και σύνθετης διαδικασίας που προκύπτει από την ιστορική ζύμωση της Παράδοσης, της εμπειρίας της κοινότητας στο παρόν και της εσχατολογικής της προοπτικής. Ενώ από τη μια μεριά στον κόσμο του Διαδικτύου και των Ηλ.Κοι.Δι ο χρόνος παίρνει νέες διαστάσεις, από την άλλη μεριά στο άμεσο, στιγμιαίο, άυλο, εικονικό παρόν κάθε σχολίου, κάθε ιστοσελίδας κάποιος χρήστης μπορεί να εμφανίζεται ότι παρουσιάζει την αναλλοίωτη, αληθινή, ανόθευτη και αιώνια αλήθεια της Ορθοδοξίας στο σύνολό της, να αντιπαραθέτει τη θέση του αυτή έναντι άλλων που «προδίδουν» ή «αλλοιώνουν» τα χαρακτηριστικά της Ορθοδοξίας και να διεκδικεί την απόλυτη νομιμοποίηση ως φωνή του σώματος των πιστών στο παρελθόν και στο σήμερα. Εάν στο παρελθόν η Εκκλησία ως Σώμα καλούνταν να κρίνει και να διακρίνει μεταξύ θέσεων και αντιθέσεων μέσα από χρονοβόρους ελέγχους, διάλογο και συναποφάσεις με στόχο την ομοφωνία, σημερινά δημοσιεύματα διεκδικούν το αυταπόδεικτο μέσα από την αυτο-αναφορικότητά τους.  Αυτό που θα είχε ενδιαφέρον να απαντηθεί είναι αν εκκλησιολογικώς θα μπορούσε μια δυναμική πρόταση –ακόμη και αν είναι  εμβριθής, έξυπνη, λόγια- να υποκαταστήσει τη συνείδηση του σώματος των πιστών ως ζώσα έκφραση της κοινότητας καθώς και τους τρόπους έκφρασής της ως θεσμική λειτουργία ενός οργανισμού όπως η Εκκλησία που η συγκρότησή του βασίζεται σε οργανωμένους και καταγεγραμμένους κανόνες. Σε ό,τι αφορά το βίωμα, την αλληλεπίδραση και την ευθύνη της κοινότητας να κρίνει, να επιλέγει, να ζει, όλα αυτά μαζί συναρμόζουν ένα τόσο πυκνό δίκτυο σχέσεων και νοηματοδοτήσεων, που και μόνο η αυτοανακήρυξη κάποιου ως ολιστικής, υπερχρονικής και υπερ-κοινοτικής έκφρασης του όλου στις συγχρονικές και διαχρονικές διαστάσεις αποτελεί μόνη της μια αναλυτική πρόκληση κατανόησης.

Ας γίνει και μια ιδιαίτερη αναφορά στις περιπτώσεις εκείνες όπου παρατηρούνται προβλήματα νομικής φύσεως, όπως για παράδειγμα περιπτώσεις συκοφαντίας, διασποράς ψευδών ειδήσεων, έκφρασης μισάνθρωπου ή και αντικοινωνικού λόγου. Βασική μου θέση αποτελεί ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρξουν γενικές απαγορεύσεις ούτε και να διώκεται γενικώς και αορίστως η έκφραση γνώμης και η μετάδοση ειδήσεων. Η ελευθερία του λόγου είναι μια από τις πιο πολύτιμες κατακτήσεις του σύγχρονου κόσμου για να επιτραπεί να γίνει επίδικο εξτρεμιστών κάθε φύσεως. Αυτό βέβαια δεν αναιρεί το γεγονός ότι οι κατάλληλες νομικές ρυθμίσεις θα πρέπει πάντοτε να προστατεύουν την αξιοπρέπεια και τη ζωή κάθε πολίτη. Θα μπορούσε πάντως να υπάρξει μια ευρεία συζήτηση και ως αποτέλεσμα αυτής μια σειρά από πρωτοβουλίες διαφάνειας και ρύθμισης του εκκλησιαστικού λόγου στα ηλεκτρονικά κοινωνικά δίκτυα. Αυτού του είδους οι πρωτοβουλίες βέβαια δεν είναι πρωτοφανείς. Στο πλαίσιο διεθνών οργανισμών υπάρχουν ανάλογοι προβληματισμοί που ξεκινούν από παρόμοια ή ανάλογα προβλήματα, όπως για παράδειγμα ποιος έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιεί το λογότυπο της UNESCO, να μιλά στο όνομα ενός διεθνούς οργανισμού ή να διεκδικεί τη νομιμοποίηση του προσωπικού λόγου με βάση το ηθικό βάρος που έχει ο οργανισμός. Μια διακήρυξη ηθικών αρχών και κανόνων για τη χρήση του χριστιανικού ή και θρησκευτικού λόγου στο διαδίκτυο θα ήταν ένα βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση. Η ενημέρωση και ευαισθητοποίηση των μελών της Εκκλησίας για τα ανάλογα θέματα και βεβαίως η σταθερή και προσεκτική παρατήρηση των εξελίξεων σε αυτόν τον τομέα από ειδικούς διαμορφώνουν μια δέσμη πρώτων ενεργειών.

ΔΣΟ_2

Καταληκτικές παρατηρήσεις

Τέλος, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η χρήση των νέων μέσων είναι αναγκαία στο πλαίσιο της σύγχρονης επικοινωνίας και αλληλεπίδρασης. Αυτό που χρειάζεται είναι τα ηλεκτρονικά κοινωνικά δίκτυα να αποτελούν αληθινούς διαύλους επικοινωνίας και διαλόγου, ώστε να μεταφέρονται νέα, ενημερώσεις, προτάσεις, διδασκαλίες, παρατηρήσεις και να δημιουργείται προς όλους τους μετέχοντες ένα αμοιβαίο αίσθημα ευθύνης.  Στον εκκλησιαστικό χώρο αποφασιστικά μέτρα προς αυτήν την κατεύθυνση είναι α) μια ξεκάθαρη πολιτική ταυτότητας  (ποιος γράφει, τι/ποιους εκπροσωπεί η θέση που αναρτά κ.λπ) και β) μια σχετική φειδωλότητα στη χρήση –ταιριαστή άλλωστε στο ασκητικό πνεύμα της Ορθοδοξίας- και εθελούσια βραδυπορία στην αντίδραση. Εάν μιλά κανείς στο όνομα της Ορθόδοξης Κληρονομίας και των ορθόδοξων κοινοτήτων ανά την  Οικουμένη δεν χρειάζεται να μιλά συνέχεια, να λέγει πολλά και για τα πάντα και κυρίως είναι αναγκαίο να μην σπεύδει να αντιδράσει χωρίς να ζυγίσει τα γραφόμενα στη σοφία του χρόνου και στην αλήθεια της πράξης.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.