Κωνσταντίνος Ζάρρας (Επίκ. Καθηγητής Τμήματος Θεολογίας ΕΚΠΑ), Ιστορία των Χρόνων της Καινής Διαθήκης 515 π.Χ.-135 μ.Χ., εκδόσεις Έννοια, Αθήνα

Από την εισαγωγή του βιβλίου

zarrasΕάν ο ιστορικός της εποχής της Καινής Διαθήκης είχε κληθεί πριν από εξήντα χρόνια να περιγράψει το πεδίο της έρευνας στις αρχές του 21ου αιώνα, πολύ δύσκολα θα μπορούσε να φανταστεί έστω το περίγραμμα των θεμάτων που απασχολούν τον σύγχρονο μελετητή. Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι τον καιρό που έληγε μια μεγάλη περιπέτεια επιβίωσης για τον άνθρωπο (εκείνη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου), τότε ακριβώς άρχιζε μια νέα πνευματική αναζήτηση στους χώρους της αρχαιολογίας, της θεολογίας και της ιστορίας των θρησκευτικών κινημάτων. Η εικόνα που είχαν λίγο πριν από τα μέσα του εικοστού αιώνα οι ιστορικοί και οι θεολόγοι για την Παλαιστίνη των χρόνων του Ιησού Χριστού έμοιαζε σχετικά ολοκληρωμένη. Βεβαίως, ερωτηματικά και ασάφειες υπήρχαν, όμως τα σταθερά σημεία ήταν τόσα, ώστε τα δευτερεύοντα στοιχεία στο περιβάλλον του Θεανθρώπου φαίνονταν κάποτε επαρκώς φωτισμένα ή άλλοτε πως τίποτε περισσότερο δεν θα μπορούσε (ή θα άξιζε) να προστεθεί σε αυτά. Ο ναός της Ιερουσαλήμ έχαιρε απαράμιλλου μεγαλείου και αναμφισβήτητης μοναδικότητας, οι ιερείς, οι τάσεις των Φαρισαίων και των Σαδδουκαίων, ο κόσμος των αποκαλυπτικών, όλα έδειχναν να έχουν διερευνηθεί επαρκώς και τα εξαχθέντα συμπεράσματα ταίριαζαν με την ισχύουσα πρόταση. Ο δε Ιουδαϊσμός που περιέβαλλε στις διάφορες πτυχές του το θείο δράμα και τους πρωταγωνιστές του φαινόταν καλά γνωστός στον ερευνητή. Ύστερα ήλθε η ανακάλυψη των χειρογράφων στο Nag Hammadi (1945) και στο Qumran (1947) και ένας καινούργιος κύκλος ερευνών ξεκίνησε. Καθώς η ακτίνα αυτού του κύκλου διαρκώς διευρυνόταν, έφτασε να αγγίζει τελικά και πεδία μελέτης που αρχικά έμοιαζαν να βρίσκονται εκτός αυτής.

Κατ’ αρχήν, σοβαρά προσεβλήθη η εικόνα του ενός σχετικώς ομογενούς Ιουδαϊσμού. Εσφαλμένως η Ραββινική ή “Νομική” τάση ταυτίστηκε στο παρελθόν από τους ερευνητές με το σύνολο του Ιουδαϊσμού, παραμερίζοντας ή υποβαθμίζοντας άλλες σημαντικές ροπές, τάσεις ή κινήματα, τα οποία διέθεταν -έστω και για λίγο χρόνο- μεγάλη δυναμική και επιρροή στο θρησκειοϊστορικό τους περιβάλλον. Από την άλλη πλευρά, οι μελετητές του πρώιμου και του μέσου Ιουδαϊσμού αγνοούσαν σε σημαντικό βαθμό τη μελέτη των αποκαλυπτικών και των άλλων μη-ραββινικών κειμένων, αρνούμενοι κατ’ αυτό τον τρόπο και τη διαπίστωση επιρροής (άμεσης ή έμμεσης) των πρώτων πάνω στα δεύτερα. Βεβαίως, ύστερα από την ανακάλυψη των χειρογράφων της Νεκράς Θαλάσσης το κλίμα έχει μεταβληθεί θεαματικά. Ενώ έως τότε πιστευόταν ότι κυριαρχούσε ο “νομικός” Ιουδαϊσμός, άλλες πτυχές του άρχισαν τώρα να μονοπωλούν το ενδιαφέρον των μελετητών. Επί παραδείγματι, αν και η Κοινότητα του Κουμράν φαίνεται ότι είχε ιερατικό χαρακτήρα και ίσως Σαδδωκική προέλευση, ούτε ναό διέθετε ούτε περιοριζόταν στη Μωσαϊκή Τορά. Ακόμη, το αρκετά αρχαιότερο αυτής λεγόμενο “κίνημα Ενώχ” αμφισβητούσε ευθέως τον επίσημο Ιουδαϊσμό του ναού καθώς και τις πρακτικές και τα ιερά του κείμενα. Επιπροσθέτως, το πιθανώς συνδεόμενο με το κίνημα αυτό φαινόμενο των Εσσαίων καλεί πλέον σε επανεξέταση των συμπερασμάτων του παρελθόντος.

Με παρόμοιο τρόπο η έρευνα έχει στραφεί και πάλι στη μελέτη των αποκαλυπτικών κειμένων, αφού η γένεση του φαινομένου αφενός αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά κεφάλαια στην ιστορία της περιόδου του δεύτερου ναού, αφετέρου μοιάζει να φωτίζει κάποιες πτυχές ενός άλλου Ιουδαϊσμού (ή “Ιουδαϊσμών”) που εν πολλοίς αναπτύχθηκε στη σκιά. Κατά συνέπεια, το ενδιαφέρον εστιάζεται και στον καλούμενο “επίσημο” ή Ραββινικό Ιουδαϊσμό, ο οποίος, αν και κυριάρχησε ύστερα από την καταστροφή του ναού το 70 μ.Χ., φαίνεται ότι δεν κατάφερε και να εξαλείψει τα ίχνη κάποιων άλλων τάσεων στο εσωτερικό του. Έτσι, πολλοί μελετητές τα τελευταία χρόνια έχουν ριχτεί στην προσπάθεια διερεύνησης όχι μόνο των κατ’ εξοχήν Ραββινικών κειμένων (Μισνά, Ταλμουδίμ), αλλά και κάποιων άλλων για τα οποία σχεδόν τίποτε δεν είχε γραφεί ως τα μέσα του εικοστού αιώνα. Αυτά είναι τα έργα του πρώιμου μυστικού Ιουδαϊσμού (Μαασε Μερκαβά, κυρίως), που εν πολλοίς επαναλαμβάνουν το εγχείρημα των αποκαλυπτικών: με τον τρόπο τους, καταλύουν την αυθεντία του Ραββινικού Ιουδαϊσμού, όπως αυτή ήταν γνωστή, και δείχνουν προς μιαν άλλη οδό υπηρεσίας και επαφής με τον Θεό. Το δε παράδοξο στην περίπτωση της γραμματείας των Ανακτόρων Χεκαλότ), η οποία εξέφραζε εκείνο το μυστικό ρεύμα, είναι πως, για να πετύχει στο σκοπό της, χρησιμοποιεί τόσο την αυθεντία του ραββίνου ως κεντρικού προσώπου στην κοινότητα όσο και αυτή την Τορά.

Έτι περισσότερο, μέχρι πριν λίγες δεκαετίες η σε βάθος μελέτη του Ιουδαϊσμού της περιόδου του δεύτερου ναού ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Σήμερα η έρευνα για τον πρώιμο και μέσο Ιουδαϊσμό αποτελεί αντικείμενο εντρύφησης στο οποίο στρέφονται ολοένα και πιο πολλοί επιστήμονες. Ως εκ τούτου, οι μελέτες που δημοσιεύονται σήμερα είναι περισσότερες από ποτέ. Για την ακρίβεια, το ενδιαφέρον για αυτή την ιστορική περίοδο σε όλες της τις πτυχές έχει αυξηθεί τόσο πολύ, ώστε να γίνεται πλέον λόγος για πραγματική επανάσταση στις ιουδαϊκές μελέτες. Η δε εικόνα που είχαν οι μελετητές για τον πρώιμο και μέσο Ιουδαϊσμό έχει αλλάξει τόσο πολύ τα τελευταία χρόνια, ώστε ένας μεγάλος ερευνητής αυτής της περιόδου να κάνει λόγο για «μια επανάσταση στον τρόπο με τον οποίο κατανοούμε τον αρχαίο κόσμο» μια επανάσταση, που μόλις ξεκίνησε. Μάλιστα, όπως υποστηρίζει, η εικόνα που προσφέρει η μελέτη των νέων δεδομένων μόλις έχει αρχίσει να διαφαίνεται, εννοώντας πως και άλλα σημαντικά στοιχεία της πρόκειται σύντομα να έλθουν στο φως.

Ως αποτέλεσμα όλων αυτών, έχει αναζωπυρωθεί το ενδιαφέρον για την έρευνα του πρώιμου Χριστιανισμού, επίσης κυρίως δε, μέσα από το πρίσμα των αδιαμφισβήτητων ιουδαϊκών καταβολών του. Σήμερα, ο μελετητής μπορεί να κατανοήσει καλύτερα τα γεγονότα της γέννησης και των πρώτων σταδίων του Χριστιανισμού εξάγοντας χρήσιμα συμπεράσματα. Την ίδια στιγμή η ποικιλία τάσεων και κινημάτων εντός του πρώιμου Ιουδαϊσμού προσφέρει για τον ιστορικό των πρώτων αιώνων έναν πολύ χρήσιμο καμβά, ώστε να κατανοήσει σε ένα βαθύτερο επίπεδο τον κόσμο των πρώτων αιρέσεων ή των Γνωστικών κινημάτων που για “πολλούς καιρούς ταλάνισαν το νεοσύστατο Χριστιανισμό. Έχοντας υπόψιν του τα παραπάνω σε όλες τους τις πτυχές, ο ερευνητής διαπιστώνει ότι μια νέα εικόνα αρχίζει να διαφαίνεται μπροστά του. Ο κόσμος της περιόδου του δεύτερου ναού, η Παλαιστίνη του πρώτου αιώνα, η Ιουδαία και η Ιερουσαλήμ, όπου έζησε και δίδαξε ο Ιησούς Χριστός, μοιάζουν τώρα σαν χώροι πολύ πιο σύνθετοι, πλούσιοι και διαφορετικοί.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΒΙΒΛΙΑ και χαρακτηρίσθηκε , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.