Η χριστολογία του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου ως παράδειγμα της προωθημένης θεολογίας του

Tου επίκουρου καθηγητή του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ Χαράλαμπου Ατματζίδη

Το κείμενο αποτελεί επιλογή από τη μελέτη με θέμα: “Η θεολογία του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου στο πλαίσιο της Θεολογίας της Καινής Διαθήκης”

Paratext 2_InternetΚατ’ αρχήν θα πρέπει να διευκρινίσουμε, ότι όταν μιλούμε για «προωθημένη θεολογία» του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου σε σχέση με τον Ιησού Χριστό εννοούμε εκείνους του όρους και εκφράσεις με τις οποίες ο ευαγγελιστής χαρακτηρίζει τον Ιησού ως Θεό και την συμπεριφορά του ως θεϊκή. Θα πρέπει, επίσης, να σημειώσουμε ότι και σε άλλα κείμενα της Κ. Δ., προγενέστερα και μεταγενέστερα του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου, μπορούμε να συναντήσουμε αναφορές στη θεότητα του Ιησού. Αυτές είναι άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο ξεκάθαρες. Αναφέρουμε ενδεικτικά τα Φιλ 2,10-11· Α΄ Κορ 8,6· Ρωμ 9,5· Μκ 2,7· Κολ 1,15· Εβ 1,3. 8-9· Απ 5,6· 1,17· 22,13· Τιτ 2,13· Β΄ Πε 1,1. Τέλος τονίζουμε ξεχωριστά το Α΄ Ιω 5,20, όπου κατά τρόπο πανηγυρικό ο συγγραφέας τονίζει την θεότητα του Ιησού Χριστού λέγοντας: “οἴδαμεν δὲ ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ θεοῦ ἥκει καὶ δέδωκεν ἡμῖν διάνοιαν ἵνα γινώσκωμεν τὸν ἀληθινόν, καὶ ἐσμὲν ἐν τῷ ἀληθινῷ, ἐν τῷ υἱῷ αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστῷ. οὗτός ἐστιν ὁ ἀληθινὸς θεὸς καὶ ζωὴ αἰώνιος”. Το τελευταίο χωρίο, που αποτελεί μέρος της ιωάννειας γραμματείας, και που αναγνωρίζει ξεκάθαρα την θεότητα του Ιησού και αποδεικνύει έτσι την προωθημένη θεολογία του συγγραφέα, μας νομιμοποιεί να υιοθετήσουμε την θέση της Εκκλησίας που χαρακτηρίζει τον Ιωάννη ως τον «Θεολόγο» της πρώτης Εκκλησίας.

Στη συνέχεια θα περιηγηθούμε το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο και θα σημειώσουμε εκείνα τα σημεία που κατά τη γνώμη μας φανερώνουν με τον ένα ή τον άλλον τρόπο την προωθημένη θεολογία του ευαγγελιστή σε ότι αφορά το πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Για λόγους συστηματικούς ομαδοποιούμε τα χωρία σε τέσσερις σύνολα που αναφέρονται: α) στον Θεό – Πατέρα  και την στενή σχέση του με τον Υιό, β) στην προΰπαρξη και ενανθρώπιση του Υιού του Θεού, γ) στον χαρακτηρισμό του Υιού ως απεσταλμένου του Πατέρα και δ) στην  ταυτότητα του Υιού.

1. Ο Θεός – Πατέρας  και η στενή σχέση του με τον Υιό

α) Κεντρική διδασκαλία του Ευαγγελίου είναι η κοινή δράση του Θεού με τον Υιό. Επισημαίνεται ότι στην όλη αυτή δραστηριότητα ο Υιός δεν παρουσιάζεται να λειτουργεί ως μέσο ή εργαλείο του Θεού ούτε ως ένα είδος εντολοδόχου του Θεού, αλλά εμφανίζεται να μετέχει της βασικής αυτής ιδιότητας του Θεού.  Με τη δήλωση του Ιησού στο Ιω 10,30 ότι “ἐγὼ καὶ ὁ πατὴρ ἕν ἐσμεν” εκφράζεται πανηγυρικά η ενότητα Πατέρα και Υιού. Παράλληλα καθίσταται φανερό ότι μόνον η σύνδεση της θεολογίας με την χριστολογία στο Ευαγγέλιο βοηθά στην κατανόηση των όσων λέγονται για τον Θεό Πατέρα και τον Υιό.

β) Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό, που εκφράζει τη στενή σχέση του Πατέρα με τον Υιό είναι ο τονισμός με διάφορες λέξεις ή εκφράσεις της αλληλοπεριχώρησης και συνεχούς συνύπαρξης του Πατέρα με τον Υιό. Ενδεικτικά αναφέρω όσα τονίζονται ήδη στην αρχή του Ευαγγελίου, δηλαδή στο Ιω 1,1-3: “Εν ἀρχῇ ἦν ὁ λόγος, καὶ ὁ λόγος ἦν πρὸς τὸν θεόν, καὶ θεὸς ἦν ὁ λόγος. οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν θεόν. πάντα δι᾿ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἕν. ὃ γέγονεν” (πρβλ. και Ιω 10,38). Επίσης, ο Ιησούς τονίζει το ίδιο και στο Ιω, 10,38: “εἰ δὲ ποιῶ, κἂν ἐμοὶ μὴ πιστεύητε, τοῖς ἔργοις πιστεύετε, ἵνα γνῶτε καὶ γινώσκητε ὅτι ἐν ἐμοὶ ὁ πατὴρ κἀγὼ ἐν τῷ πατρί”. Στο χωρίο αυτό οι δηλωτικές της παραπάνω σχέσης εκφράσεις εκφέρονται με την πρόθεση “ἐν”. Αυτές μας θυμίζουν την παύλεια έκφραση “ἐν Χριστῷ”, με την οποία δηλώνεται η στενή σύνδεση του πιστού με τον Ιησού Χριστό.

Άγιος Γερμανός_11γ) Από τον Ιωάννη χρησιμοποιούνται επίσης τα ρήματα “μένω” (π.χ. Ιω 14,10), και “γινώσκω” (π.χ. Ιω 10,15), για να δηλωθεί η παραπάνω σχέση του Πατέρα με τον Υιό. Αλλού τονίζεται ότι όλα όσα έχει ο Πατέρας είναι του Υιού (Ιω 16,15· 17,10). Επίσης, σύμφωνα με το Ιω 8,29, ό,τι πραγματοποιεί ο Υιός, το πραγματοποιεί μαζί με τον Πατέρα, ακριβέστερα επειδή το θέλει ο Πατέρας. Η κοινή αυτή δράση του Πατέρα και του Υιού εκφράζεται με τη χρήση από τον Ευαγγελιστή της λέξης “ἔργον” και του ρήματος “ἐργάζομαι”. Η λέξη “ἔργον” απαντά δύο μόνον φορές στον ενικό βαθμό και εκφράζει  συνολικά το έργο του Υιού που ολοκληρώνει κατ᾽ εντολήν του Πατέρα (Ιω 4,34· 17,4). Πολλές φορές, όμως, η λέξη χρησιμοποιείται στο Ευαγγέλιο στον πληθυντικό αριθμό (“ἔργα”) και άλλοτε αναφέρεται γενικά στο έργο του Ιησού που αποδεικνύει  την ενότητα δράσης του Πατέρα με τον Υιό και άλλοτε στα θαύματα του Ιησού. Τα τελευταία, τα ονομαζόμενα από τον ευαγγελιστή “σημεῖα”, εκφράζουν με τον πλέον πανηγυρικό τρόπο την ενότητα δράσης Πατέρα και Υιού και την δόξα του Υιού, επιβεβαιώνουν την αυθεντία του Υιού και νομιμοποιούν την στενή σχέση του με τον Πατέρα. Τέλος με το ρήμα “ἐργάζομαι”, με αφορμή τη θεραπεία του παραλυτικού της Βηθεσδά, ο Υιός τονίζει την οντολογική ταυτότητά του με τον Πατέρα και την από κοινού δράση τους, λέγοντας, μεταξύ άλλων, ότι “ὁ πατήρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται κἀγὼ ἐργάζομαι” και “ὥσπερ γὰρ ὁ πατὴρ ἐγείρει τοὺς νεκροὺς καὶ ζῳοποιεῖ, οὕτως καὶ ὁ υἱὸς οὓς θέλει ζῳοποιεῖ.

2.   Η προΰπαρξη και ενανθρώπιση του Υιού του Θεού

Η δεύτερη ομάδα χωρίων που αναδεικνύει την προωθημένη χριστολογία του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου αναφέρεται στην προΰπαρξη και την ενανθρώπιση του Υιού του Θεού. Επισημαίνεται ότι το θέμα προΰπαρξη και ενανθρώπιση του Υιού του Θεού, ιδιαίτερα η ενανθρώπιση, αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου. Γι’ αυτό γίνεται λόγος ότι στα ιωάννεια κείμενα κυριαρχεί η θεολογία της ενανθρώπισης (theologia incarnationis), όπως στα κείμενα του Παύλου κυριαρχεί η θεολογία του Σταυρού (theologia crucis). Αυτό φαίνεται χαρακτηριστικά σε τρεις κεντρικής σημασίας στίχους των ιωάννειων κειμένων, το Ιω 1,14, το Α΄ Ιω 4,2 και το Β΄ Ιω 7.

α) Στο Ευαγγέλιο εκφράζεται ποικιλότροπα η προΰπαρξη του Υιού, δηλαδή η άχρονη ύπαρξη του Υιού στους ουρανούς πριν την ενανθρώπισή του και πριν την δημιουργία. Ο Ιησούς φροντίζει, καθώς διδάσκει τους μαθητές του, ν’ αναφέρεται στην ουράνια κατοικία του, όπου υπήρχε πριν την ενανθρώπισή του (Ιω 6,62). Επίσης αλλού δηλώνει κατηγορηματικά ότι : “ἐξῆλθον παρὰ τοῦ πατρὸς καὶ ἐλήλυθα εἰς τὸν κόσμον· πάλιν ἀφίημι τὸν κόσμον καὶ πορεύομαι πρὸς τὸν πατέρα” (Ιω 16,28). Ο Υιός προέρχεται “ἄνωθεν”, από τον ουρανό και εκεί, στην οικία του Πατέρα του, θα επιστρέψει. Η κάθοδος και η άνοδός του Υιού και ο ερχομός στη γη και η επιστροφή του στον Πατέρα εκφράζονται ιδιαίτερα στο Ευαγγέλιο με τα ρήματα “καταβαίνειν – ἀναβαίνειν και “ἔρχεσθαι – ὑπάγειν”. Όλες οι παραπάνω περιγραφές της καθόδου ή ερχομού του Ιησού στη γη και της ανόδου ή επιστροφής του στον ουρανό φανερώνουν την ελευθερία του Ιησού. Αυτός δεν υπόκειται σε τοπικούς ή χρονικούς περιορισμούς. Αντίθετα, μόλις ολοκληρώσει του έργο του στη γη θα επιστρέψει στον Πατέρα του.  Ακόμη και οι μεγάλες μορφές της Π.Δ., όπως ο Μωυσής, ο Αβραάμ, και ο Ησαΐας, φέρονται στο Ευαγγέλιο ν’ αναγνωρίζουν την προΰπαρξη του Υιού.

β) Όμως, το σημαντικότερο και σχετικό με το θέμα κείμενο του Ευαγγελίου είναι ο αποκαλούμενος «Πρόλογος του Ευαγγελίου» (Ιω 1,1-18). Ο Θεός και ο Λόγος, σύμφωνα με τον Πρόλογο, είναι άχρονοι, ταυτίζονται διατηρώντας την αυτοτέλειά τους και δρουν από κοινού. Ο Θεός δημιουργεί διά του Λόγου και αποκαλύπτεται διά του Λόγου δίνοντας τη δυνατότητα στους ανθρώπους να δουν τη δόξα του μέσα από την πίστη τους στον μονογενή Υιό και Λόγο Ιησού Χριστό.

Το τελευταίο είναι ιδιαίτερης σημασίας, γιατί εκφράζει την κινητικότητα του Λόγου μεταξύ του επέκεινα και της δημιουργίας, άρα και του ανθρώπου, ή αλλιώς τη δημιουργική και σωστική προβολή του Λόγου στη δημιουργία. Σύμφωνα με τον Πρόλογο ο άνθρωπος είναι δημιούργημα του Λόγου (Ιω 1,3), εξαρτάται και καθορίζεται από τον Λόγο, αφού  «ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων» (Ιω 1,4· πρβλ. Ιω 1,9β). Η σύνδεση Λόγου και ανθρώπου και η δημιουργική – ζωοποιητική παρέμβαση του Λόγου χάριν του ανθρώπου περιγράφεται κατά τρόπο συμβολικό μέσα από τον αντιθετικό σχήμα φως – σκοτάδι. Ο Λόγος είναι το φως «καὶ τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει, καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβεν» (Ιω 1,5). Αυτός ήλθε στον τόπο τον δικό του («εἰς τὰ ἴδια ἦλθεν»  [Ιω 1,11α]) και καθώς έρχεται στον κόσμο φωτίζει κάθε άνθρωπο (Ιω 1,9) δίνοντας του τη δυνατότητα είτε να τον απορρίψει (Ιω 1,11β) είτε να τον δεχτεί και να πιστέψει σε αυτόν (Ιω 12). Στη δεύτερη περίπτωση έδωσε και δίδει στους ανθρώπους το δικαίωμα «τέκνα θεοῦ γενέσθαι» (Ιω 1,12).

Η παραπάνω αναφερθείσα δημιουργική κινητικότητα του Λόγου και ταυτόχρονα σωστική προβολή του στον κόσμο κορυφώνεται με την ενανθρώπισή του, όπως χαρακτηριστικά δηλώνεται με τη φράση «Ο Λόγος έγινε άνθρωπος» (Ιω 1,14). Ο Λόγος θέλει να είναι τόσο κοντά στον άνθρωπο, ώστε γίνεται ο ίδιος άνθρωπος. Η ενανθρώπιση βέβαια δεν ανατρέπει τη θεότητα του Ιησού. Ο Ιησούς έγινε άνθρωπος και ταυτόχρονα διατήρησε τη θεότητά του. Ταυτόχρονα, είναι άνθρωπος μεταξύ των ανθρώπων και Υιός του Θεού, χωρίς να παρατηρούμε κάποιου είδους κένωση του Ιησού Χριστού, όπως στον ύμνο της προς Φιλιππησίους Επιστολής (Φιλ 2,5εξ.).

Στον πρόλογο τονίζεται, επίσης, ότι με την ενανθρώπιση του  προϋπάρχοντος Λόγου πραγματοποιείται η αποκάλυψη της δόξας  Θεού: «…και είδαμε τη θεϊκή του δόξα, τη δόξα που ο μοναχογιός την έχει από τον Πατέρα». Με την αποκάλυψη της δόξας του Θεού οι άνθρωποι αποκτούν την εμπειρία να δουν μέσω του Ιησού Χριστού την θεϊκή λαμπρότητα και ταυτόχρονα τους δίδεται η δυνατότητα να μετέχουν της θεϊκής αυτής λαμπρότητας. Ακόμη στον Πρόλογο γίνεται δύο φορές αναφορά στην έννοια της αλήθειας (Ιω 1,14. 17), η οποία ήλθε στον κόσμο διά του Ιησού Χριστού. Στο Ευαγγέλιο, όμως, η αλήθεια δεν εξετάζεται ως μια έννοια, αλλά προσωποποιείται. Ο Ιησούς είναι η αλήθεια, όπως θα τονιστεί παρακάτω, στο Ιω 14,6.

Άγιος Γερμανός_38Τέλος θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η αναφορά του Ευαγγελίου στην ενανθρώπιση του Λόγου αποτελεί απάντηση σε όσους αμφισβητούσαν την εν σαρκί παρουσία του Λόγου στον κόσμο. Όπως φαίνεται από το συμβάν με τους μαθητές στο Ιω 6,60-71 αλλά και από τις αναφορές στην Α΄ Ιω πρέπει να είχαν εμφανιστεί μέσα στην ιωάννεια κοινότητα μέλη (Α΄ Ιω 2,19) που θεωρούσαν «ὅτι Ἰησοῦς οὐκ ἔστιν Χριστός» (Α΄ Ιω 2,22), παραγνώριζαν, δηλαδή, την σημασία που έχει για τη σωτηρία του ανθρώπου η ζωή, το έργο και το πάθος του Ιησού Χριστού. Πρόκειται για μια μορφή δοκητισμού, τον οποίο καταπολεμά η Α΄ Ιωάννου προβάλλοντας τη σημασία της ενανθρώπισης (Α΄ Ιω 4,2) και του εξιλεωτικού για τους ανθρώπους θανάτου του Ιησού (Α΄ Ιω 2,2· 3,16· 4,10).

3.  Ο Υιός, ο απεσταλμένος από τον Πατέρα

Ο αποστολή του Υιού από τον Πατέρα αποτελεί ένα ακόμη σημαντικό θέμα του Ευαγγελίου του Ιωάννη σχετικό με το θέμα μας.

Αυτή περιγράφεται με τα ρήματα «ἀποστέλλειν» και «πέμπειν». Οι όροι αυτοί σχετίζονται με την Π.Δ., όπου περιγράφεται η κλήση των προφητών και η ανάθεση από τον Θεό μιας συγκεκριμένης αποστολής (π.χ. Ησ 6,8-9· 61,1-2). Ο προφήτης πλέον είναι εκπρόσωπος του Θεού στον κόσμο, και δραστηριοποιείται για τον Θεό. Το μοτίβο αυτό της αποστολής απαντά και στην πρωτοχριστιανική παράδοση. Θα πρέπει πάντως να επισημάνουμε, πριν προχωρήσουμε στην διαπραγμάτευση του θέματος, ότι στον Ιωάννη με το μοτίβο της αποστολής δηλώνεται κάτι παραπάνω από την απλή αποστολή των προφητών που περιγράφεται στην Π.Δ. Αυτό φαίνεται καλύτερα στο Ιω 12,44-45, όπου ο Ιησούς τονίζει ότι «…ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ πιστεύει εἰς ἐμὲ ἀλλὰ εἰς τὸν πέμψαντά με, καὶ ὁ θεωρῶν ἐμὲ θεωρεῖ τὸν πέμψαντά με».

Το μοτίβο της αποστολής του Υιού από τον Πατέρα διατρέχει το Ευαγγέλιο. Αναφέρουμε δύο παραδείγματα, το Ιω 6,44, όπου στα πλαίσια της ομιλίας του για τον άρτο της ζωής ο Ιησούς τονίζει χαρακτηριστικά ότι «οὐδεὶς δύναται ἐλθεῖν πρός με ἐὰν μὴ πατὴρ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν, κἀγὼ ἀναστήσω αὐτὸν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ». Επίσης, το Ιω 5,36, όπου ο Ιησούς με αφορμή τον Ιωάννη τον Βαπτιστή αναφέρει ότι «’Εγὼ δὲ ἔχω τὴν μαρτυρίαν μείζω τοῦ Ἰωάννου· τὰ γὰρ ἔργα δέδωκέν μοι πατὴρ ἵνα τελειώσω αὐτά, αὐτὰ τὰ ἔργα ποι μαρτυρεῖ περὶ ἐμοῦ ὅτι πατήρ με πέσταλκεν». Από το παραπάνω χωρίο και από άλλα (Ιω 1,6. 33) συνάγεται ότι η αποστολή του Υιού υπερέχει εκείνης του Ιωάννη του Βαπτιστή μια και ο Ιησούς Χριστός, όπως τονίζει «ἐγὼ δὲ οὐ παρὰ ἀνθρώπου τὴν μαρτυρίαν λαμβάνω, ἀλλὰ ταῦτα λέγω ἵνα ὑμεῖς σωθῆτε» (Ιω 5,34). Η αποστολή του Ιωάννη του Βαπτιστή αναφέρεται και σχετίζεται με την αποστολή του Ιησού (Ιω 3,28), ενώ η αποστολή του Ιησού, ως μια έκφραση της αγάπης του Θεού, χαρίζει τη σωτηρία στον κόσμο, όπως χαρακτηριστικά λέγεται στο Ιω 3,17: «οὐ γὰρ πέστειλεν θεὸς τὸν υἱὸν εἰς τὸν κόσμον ἵνα κρίνῃ τὸν κόσμον, ἀλλ᾿ ἵνα σωθῇ κόσμος δι᾿ αὐτοῦ».

Η αποστολή, λοιπόν του Υιού από τον Πατέρα πηγάζει από την αγάπη του Θεού και αποσκοπεί στη σωτηρία του κόσμου. Σε αυτή την αγαπητική και ταυτόχρονα σωτήρια διαδικασία ο ρόλος του απεσταλμένου Υιού είναι κεντρικός. Όπως επισημαίνεται «Ο απεσταλμένος (Υιός) δεν εκπροσωπεί μόνον τον αποστολέα (Πατέρα–Θεό), αλλά είναι ο ίδιος, όπως ο αποστολέας · δεν μεταφέρει απλώς το νέο (σωτηριώδες) μήνυμα, αλλά είναι ο ίδιος «ενσάρκωση» του μηνύματος». Αυτό φαίνεται σε πλήθος χωρίων. Έτσι ο Ιησούς όταν ο Φίλιππος του ζητά να τους δείξει τον Πατέρα απαντά: «Δεν πιστεύεις ότι εγώ είμαι αχώριστος από τον Πατέρα, κι ο Πατέρας από μένα; Τα λόγια που σας λέγω εγώ δεν τα λέω εγώ, δεν τα λέω από μόνος μου · κι ο Πατέρας, που είναι ένα μ’ εμένα, αυτός πραγματοποιεί τα έργα» (Ιω 14,10). Με τα παραπάνω τονίζει τόσο την υπεροχή του απέναντι σε άλλους απεσταλμένους, όσο και την στενή σχέση με τον Πατέρα, η οποία αναγνωρίζεται στην ταυτότητα των λόγων του Πατέρα και του Υιού. Επίσης σε μια από τις επισκέψεις του στην Ιερουσαλήμ, κατά τη γιορτή της Σκηνοπηγίας, απαντά στους Ιουδαίους που τον θεωρούν αγράμματο: «Αυτά που διδάσκω δεν είναι δικά μου αλλά εκείνου που με έστειλε» (Ιω 7,16). Ο Ιησούς φροντίζει να επισημαίνει σε όλες τις αναφορές του, τις σχετικές με την αποστολή του από τον Θεό – Πατέρα τον στενό δεσμό του με εκείνον, είτε, π.χ., όταν μιλά για την ενιαία βούληση που οι δύο έχουν, είτε για την ενιαία δράση τους.

Τα παραπάνω δείχνουν ότι η διδασκαλία του Ιωάννη περί της αποστολής του Υιού από τον Πατέρα, αναδεικνύεται καλύτερα, αν συνδεθεί με τα υπόλοιπα θέματα της χριστολογίας του Ευαγγελίου, δηλαδή εκείνα της προΰπαρξης και ενσάρκωσης του Λόγου, του θανάτου του Ιησού Χριστού κ.ά.

4.  Η ταυτότητα του Υιού   

Το τέταρτο θέμα που συνδέεται με την χριστολογία στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο αναφέρεται στην ταυτότητα του Ιησού. Όπως είναι γνωστό στην ιωάννεια γραμματεία, όπως και σε άλλα καινοδιαθηκικά κείμενα, αποδίδονται στον Ιησού διάφορα αξιώματα, τα οποία αποκαλούνται «χριστολογικοί τίτλοι υψηλότητας ή κυριαρχίας». Τέτοιοι είναι: «ο Λόγος», «ο υιός του Θεού», «ο Χριστός/ο Μεσσίας», «ο κύριος», «ο βασιλεύς του Ισραήλ/ο βασιλεύς των Ιουδαίων»  και  «υιός ανθρώπου/ο υιός του ανθρώπου». Υπάρχουν όμως και άλλοι χαρακτηρισμοί για τον Ιησού, με τους οποίους δεν εκφράζεται ακριβώς η παραπάνω κυριαρχική λειτουργία του, αλλά άλλοι τρόποι ύπαρξης και δράσης του. Τέτοιοι είναι: «ο σωτήρ του κόσμου»«ο άγιος του Θεού», «ο αμνός του Θεού», ο Ιησούς ως «Θεός» και «ο μονογενής». Επειδή και οι δύο ομάδες χαρακτηρισμών αναφέρονται στον Χριστό ονομάζουμε τους τίτλους της πρώτης ομάδας ως καθαυτό χριστολογικούς τίτλους και εκείνους της δεύτερης ομάδας ως οιονεί χριστολογικούς τίτλους.

Οι δύο αυτές κατηγορίες τίτλων διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στα ιωάννεια κείμενα, γιατί από τη μια μεριά αναδεικνύουν, τι είναι ο Ιησούς, και από την άλλη αποκαλύπτουν στον πιστό τη χριστιανική διδασκαλία, όπως χαρακτηριστικά δηλώνεται στο Ιω 20,31: «ταῦτα δὲ γέγραπται ἵνα πιστεύ[σ]ητε ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ θεοῦ, καὶ ἵνα πιστεύοντες ζωὴν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ».

Εμείς θα επιλέξουμε και θα αναφερθούμε μόνον σε έναν από τους τίτλους αυτούς, αυτόν με τον οποίο ο Ιησούς χαρακτηρίζεται ως Θεός. Με την αναφορά μας αυτή θα ολοκληρώσουμε και την εισήγησή μας για την θεολογία του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου στο πλαίσιο της θεολογίας της Κ.Δ.

Είδαμε προηγουμένως ότι στα ιωάννεια συγγράμματα συναντούμε τις πιο ξεκάθαρες αναφορές για τη θεότητα του Ιησού. Αυτές είναι δεδομένο στην έρευνα ότι εκφράζουν την πεποίθηση του ευαγγελιστή για τη θεότητα του Ιησού Χριστού. Παράλληλα ορισμένοι ερευνητές διακρίνουν σε ορισμένα από τα παρακάτω χωρία υπαινιγμούς κατά της λατρείας του Ρωμαίου  αυτοκράτορα.

Οι αναφορές στον οιονεί χριστολογικό τίτλο «θεός» βρίσκονται:

α) Στον Πρόλογο του Ευαγγελίου, όπου αναφέρεται για τον Ιησού-Λόγο ότι «καὶ θεὸς ἦν λόγος» (Ιω 1,1γ), και ότι «Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακεν πποτε· μονογενὴς θεὸς ὢν εἰς τὸν κόλπον τοῦ πατρὸς ἐκεῖνος ἐξηγήσατο» (Ιω 1,18). Από τους δύο αυτούς στίχους συνάγουμε ότι ο Λόγος, ο οποίος χαρακτηρίζεται ως θεός κατά τρόπο αόριστο («θεὸς ἦν λόγος»), μετέχει της θεότητας, αφού τονίζεται δύο φορές ότι «…ὁ λόγος ἦν πρὸς τὸν θεόν» (Ιω 1,1β) και ότι «οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν θεόν» (Ιω 1,2), χωρίς βέβαια να ταυτίζεται με τον Θεό. Επίσης, στο Ιω 1,18 διευκρινίζεται ότι κάθε πληροφορία ή εξήγηση για τον Θεό δίδεται κατά τρόπο αυθεντικό από τον σαρκωθέντα Λόγο, τον μονογενή Υιό του Θεού. Μάλιστα ο ευαγγελιστής, χρησιμοποιώντας την μετοχή «ὤν» (παροντικός χρόνος) και την εικόνα του Υιού να βρίσκεται μέσα στην αγκαλιά του Πατέρα του, δηλώνει έμμεσα ότι ο μονογενής Υιός ως ευρισκόμενος μαζί με τον Θεό – Πατέρα μπορεί να χαρακτηριστεί συνεχώς ως Θεός και ως αυθεντικός εκπρόσωπος του Πατέρα.

β) Ο Χριστός φροντίζει να επισημαίνει κατά τη διάρκεια της δράσης του την στενή σχέση Θεού – Πατέρα και Ιησού – Υιού. Έτσι, σε μια δημόσια διδασκαλία του αναφέρει ότι «… θεωρῶν ἐμὲ θεωρεῖ τὸν πέμψαντά με» (Ιω 12,45). Επίσης, σε άλλη στιγμή, καθώς απευθύνεται στον Φίλιππο, διευκρινίζει ότι « ἑωρακὼς ἐμὲ ἑώρακεν τὸν πατέρα» (14,9). Τέλος, όταν απαντά στους Ιουδαίους, δηλώνει κατηγορηματικά ότι «ἐγὼ καὶ πατὴρ ἕν ἐσμεν» (Ιω 10,30). Εδώ αξίζει να αναφέρουμε και τις αναφορές στη θεότητα του Ιησού, που κάνουν οι ίδιοι οι Ιουδαίοι όταν τον κατηγορούν ότι «…καὶ πατέρα ἴδιον ἔλεγεν τὸν θεὸν ἴσον ἑαυτὸν ποιῶν τῷ θεῷ» (Ιω 5,18· βλ. και Ιω 10,33).

γ) Προς το τέλος του Ευαγγελίου επαναλαμβάνεται ο οιονεί χριστολογικός τίτλος «θεός», με τον οποίο γίνεται ακόμη μια φορά αναφορά στη θεότητα του Ιησού. Συγκεκριμένα στο περιστατικό του Ιησού με τον Θωμά, ο μαθητής απευθυνόμενος προς τον αναστημένο Ιησού ομολογεί: « κύριός μου καὶ θεός μου» (Ιω 20,28). Στην ίδια θεολογική συνάφεια μπορούμε να εντάξουμε και την γεμάτη απόγνωση φράση της Μαρίας της Μαγδαληνής, η οποία μπροστά στο κενό μνήμα του Ιησού, όταν ερωτάται από τους δύο αγγέλους, γιατί κλαίει, αυτή απαντά και συνάμα ομολογεί τη θεότητα του Ιησού: «ὅτι ἦραν τὸν κύριόν μου, καὶ οὐκ οἶδα ποῦ ἔθηκαν αὐτόν» (Ιω 20,13). Αξιοπρόσεκτη είναι η χρήση και στα δύο χωρία της προσωπικής αντωνυμίας, η οποία χρωματίζει με ένα προσωπικό τόνο την ομολογία πίστης του μαθητή Θωμά και της μαθήτριας Μαρίας της Μαγδαληνής.

Ιδιαίτερα η ομολογία του Θωμά θεωρείται η πλέον σημαντική, γιατί σε αυτή περιέχεται ο ύψιστος χαρακτηρισμός «θεός», που αποδίδεται στον Ιησού Χριστό στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο. Τέλος, αξίζει της προσοχής μας ότι ο ευαγγελιστής με τον χαρακτηρισμό «θεός» πλαισιώνει το Ευαγγέλιό του. Συγκεκριμένα, «ανοίγει» το Ευαγγέλιό του με την αναφορά στη θεότητα του προϋπάρχοντα Λόγου (Ιω 1,1γ) και του σαρκωθέντα μονογενούς Υιού (Ιω 1,18) και το «κλείνει» με την ομολογία του Θωμά ότι ο αναστημένος Ιησούς Χριστός είναι ο Θεός και ο Κύριος (Ιω 20,28).

Δευτέρα Παρουσία 0045Επίσης, θεωρήθηκε από την έρευνα ότι και η πολύ σημαντική ομολογία του Θωμά για τον Ιησού στο Ιω 20,28 (« κύριός μου καὶ θεός μου) εκφράζει την αντίθεση του ευαγγελιστή προς την λατρεία του αυτοκράτορα. Στο συμπέρασμα αυτό οδήγησε η διαπίστωση ότι  ανάλογη σύνδεση της λέξης «κύριος» με τη λέξη «θεός» απαντά: 1) Στον Ψαλμ 34,23 (Ο´), από τον οποίο επηρεάστηκε κατά πάσα πιθανότητα και η έκφραση στο Ιω 20,28. 2) Αξιοπρόσεκτο, επίσης, είναι ότι ο Suetonius αναφερόμενος στον αυτοκράτορα Δομιτιανό επισημαίνει ότι αυτός χρησιμοποιούσε για τον εαυτό του την προσφώνηση «Dominus et deus noster». 3) Ακόμη είναι αξιοσημείωτο ότι ο Δίων ο Χρυσόστομος λογοδοτώντας προς τους συμπατριώτες του αναφέρεται στον υπεύθυνο της εξορίας του και εχθρό του αυτοκράτορα Δομιτιανό και δηλώνει κατά τρόπο απαξιωτικό γι΄ αυτόν ότι αντιστάθηκε εναντίον του «ἰσχυρώτατου» και «βαρύτατου», όπως αποκαλεί τον Δομιτιανό, τον από τους υπηκόους της αυτοκρατορίας «δεσπότην ὀνομαζόμενον καὶ θεόν παρὰ πᾶσιν Ἕλλησιν καὶ βαρβάροις». Οι δύο τελευταίες πηγές, αλλά και άλλες φανερώνουν μια κριτική στάση πολλών θύραθεν συγγραφέων της εποχής εναντίον της λατρείας του αυτοκράτορα ως θεού, την οποία φαίνεται να υιοθετεί και ο συγγραφέας της επιστολής και ο ευαγγελιστής. Αυτό συνάγεται από την συνάφεια του κειμένου σε ότι αφορά την επιστολή και από την σύνδεση των λέξεων «κύριος» και «θεός» μεταξύ τους και με τον Χριστό που πραγματοποιεί ο ευαγγελιστής. Έτσι ο Χριστός προβάλλεται ως ο αληθινός θεός και κύριος σε αντίθεση με τον αυτοκράτορα, τον ψεύτικο θεό και κύριο.

Κλείνοντας θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ο χαρακτηρισμός του Ιησού ως Θεού στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, αναγνωρίστηκε από την έρευνα ως ιδιαίτερα σημαντικός για τους χριστιανούς. Ταυτόχρονα, όμως, θεωρήθηκε ως ιδιαίτερα δύσκολος ως προς την κατανόησή του. Γιατί θα έπρεπε να δοθεί εξήγηση, πως ο ευαγγελιστής και οι πρώτοι χριστιανοί εννοούσαν την θεότητα του Ιησού αποδεχόμενοι παράλληλα την μοναδικότητα του Θεού. Παραθέτουμε δυο απόπειρες εξήγησης.

Σύμφωνα με την πρώτη, θεωρήθηκε ότι δεν αποκαλεί ο Ιησούς τον εαυτό του Θεό, αλλά ο ευαγγελιστής και ο Θωμάς με την μορφή μιας ομολογίας πίστης (Ιω 1,1.18· 20,28). Δηλαδή, ότι το ευαγγέλιο αντανακλά την απάντηση που έδωσαν οι πρώτοι χριστιανοί στην κατηγορία των Ιουδαίων για πίστη σε δύο θεούς (Ιω 5,18· 10,33· 1,7), μετά τον χωρισμό της χριστιανικής κοινότητας από την ιουδαϊκή. Οι χριστιανοί με την ομολογία τους αυτή τόνιζαν την αποστολή του Ιησού με τη βοήθεια του Πατέρα. Ο Υιός δεν δρα μόνος, αλλά με τον Πατέρα, οποίος τον αποστέλλει στον κόσμο (Ιω 5,23.37· 6,44). Η αυθεντία του Υιού βασίζεται στην αυθεντία του Πατέρα και ο Ιησούς δεν προκαλεί ούτε αμφισβητεί τη θέση περί ύπαρξης ενός Θεού.

Η άλλη εξήγηση θεωρεί ότι με τον οιονεί χριστολογικό τίτλο «θεός» τονίζεται στο Ευαγγέλιο η στενή σύνδεση του Ιησού με τον Θεό, χωρίς αυτό να σημαίνει και οντολογική ταύτιση μεταξύ τους. Η θέση αυτή στηρίζεται στην ρήση του Ιησού Χριστού στο Ιω 10,33-38, όπου αναφέρεται ο χαρακτηρισμός «θεός» σε ανθρώπους, και σε κείμενα ιουδαϊκά και ελληνικά, όπου ο χαρακτηρισμός αποδίδεται σε αγγέλους, ανθρώπους, μυθικές μορφές κ.ά. και εκφράζεται με αυτόν η στενή σχέση των παραπάνω με τον Θεό.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑ ΑΡΘΡΑ και χαρακτηρίσθηκε , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.