Διεθνές επιστημονικό συνέδριο με θέμα: 50 Χρόνια Λειτουργικής Έρευνας και Διακονίας εις μνήμη του καθηγητή Ιωάννη Φουντούλη στη Θεσσαλονίκη

ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ_Page_1Στις 19 και 20 Φεβρουαρίου του 2014 η Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ διοργανώνει διεθνές επιστημονικό συνέδριο με θέμα: 50 Χρόνια Λειτουργικής Έρευνας και Διακονίας στη Θεσσαλονίκη εις μνήμη του καθηγητή Ιωάννη Φουντούλη. Οι εργασίες του συνεδρίου θα λάβουν χώρα στην αίθουσα συνεδριάσεων της Ι. Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης και στην αίθουσα συνεδριάσεων της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ (1ος όροφος). Το απόγευμα της Πέμπτης 20 Φεβρουαρίου θα γίνει και η επίσημη παρουσίαση του συλλογικού τόμου προς τιμήν και μνήμην καθηγητή Ιωάννη Φουντούλη “Γηθόσυνον Σέβασμα στην αίθουσα τελετών της παλαιάς Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ. Δείτε παρακάτω το αναλυτικό πρόγραμμα και τους εισηγητές:

ΣΥΝΕΔΡΙΟ

Έχει γραφεi ότι ἡ Θεσσαλονίκη θεωρεῖται ὡς ὁ κατ’ ἐξοχὴν «βιό­το­πος» τῆς ᾽Ορ­θο­δό­ξου Θε­ο­λο­γί­ας. Κα­θο­ρι­στι­κὴ συμ­βο­λὴ στὴ δι­α­μόρ­φω­ση αὐ­τῆς τῆς πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, στὴν ἀ­νά­πτυ­ξη δη­λα­δὴ καὶ καλ­λι­έρ­γεια τῶν θε­ο­λο­γι­κῶν σπου­δῶν καὶ τῆς στη­ριγ­μέ­νης στὴ βι­βλι­κή, πα­τε­ρι­κὴ καὶ λει­τουρ­γι­κὴ πα­ρά­δο­ση θε­ο­λο­γι­κῆς σκέ­ψης καὶ πα­ρα­γω­γῆς, εἶ­χαν κο­ρυ­φαῖ­οι Κα­θη­γη­τὲς τῆς Θε­ο­λο­γι­κῆς Σχο­λῆς, με­τα­ξὺ τῶν ὁ­ποί­ων καὶ ὁ δι­ε­θνοῦς φή­μης λει­τουρ­γι­ο­λό­γος ᾽Ι­ω­άν­νης Μ. Φουν­τού­λης. Ἄν­θρω­πος κα­θη­με­ρι­νός, ἠ­πι­ό­θυ­μος καὶ πρᾶ­ος, μὲ με­γά­λη δι­ά­κρι­ση, ἁ­πλό­τη­τα καὶ χά­ρη· δά­σκα­λος σο­φός, ἐ­ζω­σμέ­νος τὸ λέν­τιον τῆς μα­θη­τεί­ας, καὶ μὲ ἀ­γά­πη ποὺ «χρη­στεύ­ε­ται» καὶ «οὐ περ­πε­ρεύ­ε­ται».

Λει­τουρ­γι­ο­λό­γος ἐ­ρευ­νη­τὴς μὲ κρι­τι­κὴ σκέ­ψη καὶ θε­ω­ρη­τι­κὸ ἐ­ξο­πλι­σμὸ πλού­σιο, στοι­χεῖ­α ποὺ τὸν ἀ­νέ­δει­ξαν ση­μα­τω­ρὸ καὶ κή­ρυ­κα «τῶν λει­τουρ­γι­κῶν πραγ­μά­των» στὴν ἐ­πο­χή μας. Γι’ αὐ­τὰ τὰ θέ­μα­τα, «τὰ μι­κρὰ καὶ τὰ με­γά­λα» τῆς θεί­ας Λα­τρεί­ας ἐρ­γά­σθη­κε μὲ ἐ­πι­μο­νή, ὑ­πο­μο­νὴ καὶ αἰ­σι­ο­δο­ξί­α, ἐμ­πνε­ό­με­νος πάν­το­τε ἀ­πὸ τὸν ἅ­γιο Συ­με­ὼν Θεσ­σα­λο­νί­κης καὶ τοὺς Κολ­λυ­βά­δες. «Λέ­γω· –γρά­φει σὲ ἐ­πι­στο­λή του πρὸς ἕ­να λό­γιο ἱ­ε­ρέ­α– Σπέρ­νε καὶ ὁ Θε­ὸς ἄς τὰ πο­τί­σει καὶ ἄς τὰ αὐ­ξή­σει. Ἄλ­λος ἐ­στὶν ὁ σπεί­ρων καὶ ἄλ­λος ὁ θε­ρί­ζων. ῾Η βελ­τί­ω­σις τῶν λει­τουρ­γι­κῶν πρα­γ­μά­των εἶ­ναι μα­κρό­πνο­ος ὑ­πό­θε­σις καὶ ἔ­χει ἑ­κα­τον­τά­δες πα­ρα­μέ­τρους».

Τὴν προ­σω­πι­κό­τη­τα λοι­πὸν καὶ τὸ μα­κρό­πνο­ο ἔρ­γο τοῦ ἔμ­πει­ρου λει­τουρ­γι­ο­λό­γου, καὶ κα­τὰ τὴν εὐ­στό­χως δι­α­τυ­πω­θεῖ­σα ἔκ­φρα­ση συ­νε­χι­στῆ «τῆς κολ­λυ­βα­δι­κῆς λει­τουρ­γι­κῆς πα­ρα­δό­σε­ως», θὰ προ­σπα­θή­σου­με νὰ πα­ρου­σι­ά­σου­με στὴ συ­νέ­χεια.

Ακολουθεί το βιογραφικό του αείμνηστου καθηγητή, το οποίο εκπόνησε ο αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ Παναγιώτης Σκαλτσής. Τα ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ ΔΡΩΜΕΝΑ δημοσιεύουν εδώ ένα μέρος από το πολυσέλιδο κείμενο, το οποίο έχει δημοσιευτεί στο συλλογικό τόμο: Σκαλτσής Παναγιώτης-Σκρέττας Νικόδημος (επιμ. έκδοσης), Γηθόσυνον Σέβασμα: Αντίδωρον Τιμής και Μνήμης εις τον Μακαριστόν Καθηγητήν της Λειτουργικής Ιωάννην Μ. Φουντούλην, τ. Α΄, εκδόσεις Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2013.

Ο ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΟΛΟΓΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ  Ι. Μ. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗΣ (1927-2007).

Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ

Fountoulis῾Ο ᾽Ι­ω­άν­νης Μ. Φουν­τού­λης εἶ­ναι γό­νος τῆς Μι­κρα­σι­α­τι­κῆς γῆς. Ἀ­πὸ γο­νεῖς Ἀ­ϊ­βα­λι­ῶ­τες γεν­νή­θη­κε στὸ Με­σα­γρὸ τῆς Γέ­ρας Λέ­σβου στὶς 26-11-1927. Στὴ γε­νέ­τει­ρά του ὁ­λο­κλή­ρω­σε τὰ ἐγ­κύ­κλια μα­θή­μα­τα καὶ στὴ Μυ­τι­λή­νη τε­λεί­ω­σε τὸ ἑ­ξα­τά­ξιο τό­τε Γυ­μνά­σιο, κον­τὰ σὲ κα­λοὺς δα­σκά­λους. Οἱ κα­τα­βο­λές του αὐ­τὲς σφρά­γι­σαν καὶ τὴ με­τέ­πει­τα πο­ρεί­α του, τὴν ὁ­ποί­αν δι­έ­κρι­νε ἡ μι­κρα­σι­α­τι­κὴ ἀρ­χον­τιά, ἡ ζυ­μω­μέ­νη στὰ λει­τουρ­γι­κὰ βι­ώ­μα­τα εὐ­λά­βεια, ἡ ὑ­πέρ­με­τρη ἀ­γά­πη γιὰ τὸν τό­πο ποὺ τὸν ἀ­νέ­θρε­ψε, ὁ σε­βα­σμὸς καὶ ἡ προ­βο­λὴ τῶν ἁ­γί­ων, τῶν μνη­μεί­ων καὶ τοῦ πο­λι­τι­σμοῦ τῆς ᾽Ι­ω­νί­ας καὶ τῆς Λέ­σβου. Γι’ αὐ­τὰ μι­λοῦ­σε κι ἔ­γρα­φε συ­νέ­χεια. ᾽Εν­δει­κτι­κὰ τῶν ἐμ­πει­ρι­ῶν ποὺ κα­θό­ρι­ζαν τὴ ζω­ή του εἶ­ναι καὶ τὰ ὅ­σα ση­μει­ώ­νει γιὰ τὴν Κυ­δω­νι­ά­τισ­σα Πα­να­γί­α. «Γνώ­ρι­σα τὴν Πα­να­γί­α Φα­νε­ρω­μέ­νη τῶν Κυ­δω­νι­ῶν ἀ­πὸ τό­τε ποὺ γνώ­ρι­σα τὸν κό­σμο. Γύ­ρω ἀ­πὸ τὴν εὕ­ρε­ση τῆς εἰ­κό­νος της, τὰ θαύ­μα­τά της, τὴν τι­μὴ καὶ τὴν πα­νή­γυ­ρή της κα­τὰ τὰ ᾽Εν­νι­ά­με­ρα, τὴ συρ­ρο­ὴ τῶν ἀ­να­ρίθ­μη­των προ­σκυ­νη­τῶν χρι­στια­νῶν καὶ μου­σουλ­μά­νων, στρέ­φον­ταν ἀ­τέ­λει­ω­τες δι­η­γή­σεις τοῦ πα­τέ­ρα μου, ποὺ τὸ σπί­τι τους ἦ­ταν ἀ­κρι­βῶς ἀ­πέ­ναν­τι ἀ­πὸ τὸ “Ἁ­γί­α­σμα” στὴ γω­νί­α μὲ τὸ “πλα­τὺ σο­κά­κι”. Μ’ αὐ­τὴν ἦ­ταν συν­δε­δε­μέ­νες ὅ­λες οἱ παι­δι­κὲς καὶ νε­α­νι­κές του ἀ­να­μνή­σεις. Μὰ τὸ πιὸ σπου­δαῖ­ο ἦ­ταν πὼς ἡ ζω­ὴ τῆς οἰ­κο­γέ­νειάς του κυ­λοῦ­σε πάν­τα κά­τω ἀ­πὸ τὸ στορ­γι­κὸ μη­τρι­κὸ βλέμ­μα τῆς εἰ­κό­νος της. Ἀν­τί­γρα­φο τῆς Φα­νε­ρω­μέ­νης εἶ­χε φέ­ρει ἡ μη­τέ­ρα του ἀ­πὸ τὸ Ἀ­ϊ­βα­λὶ κα­τὰ τὸ δι­ωγ­μὸ τοῦ 1922 στὴ Μυ­τι­λή­νη, ποὺ ἦ­ταν τὸ μό­νο σχε­δὸν ἀν­τι­κεί­με­νο ποὺ δι­έ­σω­σαν ἀ­πὸ τὸ σπί­τι τους»[1].

Μ’ αὐ­τὴν τὴν πνευ­μα­τι­κὴ καὶ πο­λι­τι­σμι­κὴ θω­ρά­κι­ση μετέ­βη στὴν Ἀ­θή­να γιὰ σπου­δὲς στὴ Θε­ο­λο­γι­κὴ Σχο­λὴ ἀ­πὸ τὴν ὁ­ποί­α ἔ­λα­βε τὸ πτυ­χί­ο μὲ «Ἄ­ρι­στα» τὸ ἔ­τος 1950. Κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τῶν σπου­δῶν του οἰ­κο­δό­μη­σε δυ­να­τὲς φι­λί­ες ποὺ τί­μη­σαν ἀρ­γό­τε­ρα τὴν ᾽Εκ­κλη­σί­α καὶ τὴ θε­ο­λο­γί­α. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ πα­ρά­δειγ­μα εἶ­ναι ὁ σύν­δε­σμός του μὲ τὸ μα­κα­ρι­στὸ Μη­τρο­πο­λί­τη Νέ­ας Σμύρ­νης κυ­ρὸ Χρυ­σό­στο­μο Βοῦλ­τσο, γιὰ τὸν ὁ­ποῖ­ο σὲ εἰ­δι­κὴ για­υτὸν ἐκ­δή­λω­ση ἀ­να­φέ­ρει ὅ­τι «ἦ­ταν πάν­τα τὸ “διὰ Χρι­στὸν παι­δί­ον”. Ἀ­δι­α­φο­ροῦ­σε ἂν κα­νεὶς αὐ­τὴν τὴν ἐν ἁ­πλό­τη­τι καὶ ἀ­κα­κίᾳ παι­δι­κὴ συμ­πε­ρι­φο­ρά του τὴν ἐ­ξε­λάμ­βα­νε ὡς ἀ­νω­ρι­μό­τη­τα… Ἄ­φη­νε “ὑ­πό­δειγ­μα” σ’ ὅ­λους ἐ­μᾶς φρο­νή­μα­τος καὶ πί­στε­ως, ζω­ῆς καὶ ἐ­νερ­γεί­ας, “τε­λεί­ας ἀ­γά­πης” ποὺ “ἔ­ξω βάλ­λει” κά­θε φό­βο (Α´ ᾽Ι­ω. 4, 18), κά­θε ὑ­πό­κρι­ση, κά­θε κο­σμι­κὸ φρό­νη­μα, κά­θε ἐ­πί­γει­ο δο­ξά­ριο»[2].

Γνώ­ρι­σε ἐ­πί­σης στὴν Ἀ­θή­να τὴν ἁ­γι­ο­ρει­τι­κὴ πα­ρά­δο­ση στὸ με­τό­χι τῆς Ἀ­να­λή­ψε­ως τῆς ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Σί­μω­νος Πέ­τρας, στὴν πε­ρι­ο­χὴ τοῦ Βύ­ρω­νος καὶ κον­τὰ στοὺς ἔμ­πει­ρους μο­να­χοὺς καὶ βα­θεῖς γνῶ­στες τῆς λει­τουρ­γι­κῆς, «ἐν πνεύ­μα­τι καὶ ἀ­λη­θεί­ᾳ»[3], ἀ­κρι­βεί­ας, τοὺς πα­τέ­ρες ῾Ι­ε­ρώ­νυ­μο καὶ Φώ­τιο. ῾Η μα­θη­τεί­α του αὐ­τὴ στὸ Ἀ­να­λό­γιο καὶ τὴν ἐν γέ­νει λα­τρευ­τι­κὴ ἀ­τμό­σφαι­ρα τοῦ Να­οῦ τῆς Ἀ­να­λή­ψε­ως τοῦ ἔ­μα­θε πολ­λὰ πράγ­μα­τα, τὰ ὁ­ποῖ­α ἀ­ξι­ο­ποί­η­σε καὶ δι­ε­τύ­πω­σε ἀρ­γό­τε­ρα τό­σο στὸ συγ­γρα­φι­κό, ὅ­σο καὶ στὸ δι­δα­κτι­κό του ἔρ­γο. Οἱ βα­σι­κές του π.χ. ἀρ­χὲς ὅ­τι τὸ τυ­πι­κὸ δὲν εἶ­ναι θε­ω­ρη­τι­κὴ ὑ­πό­θε­ση, ἀλ­λὰ δι­δά­σκε­ται στὴν πρά­ξη, αἰ­σθη­το­ποι­εῖ τὴν ἐν τῇ Λα­τρεί­ᾳ ἑ­νό­τη­τα τοῦ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ σώ­μα­τος καὶ ἀ­πο­κα­λύ­πτει τὸν νοῦν τῆς ἱ­ε­ρουρ­γί­ας καὶ τὰ ση­μαι­νό­με­να σ’ αὐ­τήν, ἔ­χουν τὶς ρί­ζες των καὶ στὴν κα­τὰ τὰ φοι­τη­τι­κὰ χρό­νια βι­ω­μα­τι­κὴ ἐμ­πει­ρί­α τοῦ μα­κα­ρι­στοῦ λει­τουρ­γι­ο­λό­γου.

Ση­μαν­τι­κὸ σταθ­μὸ στὴν ἱ­στο­ρι­κή του δι­α­δρο­μὴ ἀ­πε­τέ­λε­σε καὶ ἡ στρα­τι­ω­τι­κή του θη­τεί­α ἀ­πὸ τὸ 1950 ἕ­ως τὸ 1953 στὴ Δυ­τι­κὴ Μα­κε­δο­νί­α καὶ κυ­ρί­ως στὴν Κα­στο­ριά, τὴ Σι­ά­τι­στα καὶ τὸ Τσο­τύ­λι. Ἀ­γά­πη­σε αὐ­τὸν τὸν τό­πο καὶ ἀ­γα­πή­θη­κε ἀ­πὸ τοὺς κα­τοί­κους του, τοὺς ὁ­ποί­ους συ­να­να­στρε­φό­ταν μὲ ἄ­νε­ση καὶ τὸν ἄ­κου­γαν νὰ μι­λά­ει κα­τὰ τὶς πε­ρι­ο­δεῖ­ες καὶ τὰ κη­ρύγ­μα­τά του. Ἀ­ξί­ζει νὰ ἐ­πι­ση­μά­νου­με τὴ γνω­ρι­μί­α του μὲ τὸν μα­κα­ρι­στὸ π. Χρυ­σό­στο­μο Ζα­φει­ρό­που­λο, τὸ «σύγ­χρο­νο ἅ­γιο τοῦ Τσο­τυ­λί­ου», ὅ­πως ὁ ἴ­διος σὲ δη­μο­σι­ευ­μέ­νη νε­κρο­λο­γί­α χα­ρα­κτη­ρί­ζει[4]. Στὸ σπί­τι αὐ­τοῦ τοῦ ἁ­γί­ου ἀν­θρώ­που, κα­τὰ προ­φο­ρι­κὴ στὸν γρά­φον­τα μαρ­τυ­ρί­α, εἶ­δε γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ τὸ ἔρ­γο τοῦ ἁ­γί­ου Συ­με­ὼν Θεσ­σα­λο­νί­κης στὴν πα­λαί­τυ­πη ἔκ­δο­ση τοῦ Πα­τριά­ρχου ῾Ι­ε­ρο­σο­λύ­μων Δο­σι­θέ­ου (ἐν «Γι­α­σί­ῳ τῆς Μολ­δα­βί­ας» τό 1683). ῎Ε­κτο­τε ἄρ­χι­σε καὶ τὸ ἐ­πι­στη­μο­νι­κὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον γιὰ τὸν λει­τουρ­γι­ο­λό­γο Πα­τέ­ρα, τοῦ ὁ­ποί­ου τὰ κεί­με­να καὶ οἱ πε­ρὶ τὴν λα­­­­τρεί­α Ἀ­πο­κρί­σεις ση­μά­δε­ψαν τὴ λει­τουρ­γι­κή του σκέ­ψη καὶ τὴν περὶ τὴν ἔ­ρευ­να στα­δι­ο­δρο­μί­α του.

Με­τὰ τὴν στρα­τι­ω­τι­κή του θη­τεί­α, ὁ ᾽Ι­ω­άν­νης Φουν­τού­λης ἀ­πὸ τὸ 1953 ἕ­ως τὸ 1956 ὑ­πη­ρέ­τη­σε ὡς βο­η­θὸς στὸ Θε­ο­λο­γι­κὸ Σπου­δα­στή­ριο τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Ἀ­θη­νῶν κον­τὰ στὸν μα­κα­ρι­στὸ Κα­θη­γη­τὴ τῆς Ἀρ­χαι­ο­λο­γί­ας Γε­ώρ­γιο Σω­τη­ρί­ου. ῎Ε­τσι ἐ­ξη­γοῦν­ται οἱ γνώ­σεις του ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ τὴν βυ­ζαν­τι­νὴ Ἀρ­χαι­ο­λο­γί­α ἀλ­λὰ καὶ τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον του γιὰ τὴν τέ­χνη σὲ σχέ­ση μὲ τὴ θεί­α Λα­τρεί­α, μο­λο­νό­τι ὁ ἴ­διος μὲ τὸ χι­οῦ­μορ ποὺ τὸν δι­έ­κρι­νε ἔ­λε­γε ὅ­τι δὲν εἶ­ναι ἀρ­χαι­ο­λό­γος οὔ­τε «υἱ­ὸς ἀρ­χαι­ο­λό­γου»! «᾽Ε­γὼ –ἀ­να­φέ­ρει κά­που– “ἐκ μέ­ρους γι­νώ­σκω καὶ ἐκ μέ­ρους προ­φη­τεύ­ω” [5]. ῾Η εἰ­δι­κό­τη­τά μου εἶ­ναι ἄλ­λη· ἡ Λει­τουρ­γι­κή, ἡ ἱ­στο­ρί­α δη­λα­δὴ καὶ ἡ θε­ω­ρί­α τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς Λα­τρεί­ας. Σ’ αὐ­τὴν ὅ­μως ἀ­πο­λή­γουν καὶ αὐ­τὴν ὑ­πη­ρε­τοῦν οἱ ἱ­ε­ρὲς τέ­χνες»[6]. Ἀ­κό­μη καὶ τὸν τίτ­λο τῆς εἰ­δι­κό­τη­τάς του δὲν τὸν ἤ­θε­λε. Σὲ ἀ­νύ­πο­πτο χρό­νο εἶ­χε ἐκ­φρα­στεῖ μὲ τὸ «μή­πως εἶ­πα ὅ­τι εἶ­μαι Λει­τουρ­γι­ο­λό­γος». Τοῦ ἄ­ρε­σε μό­νο νὰ λέ­γει ὅ­τι «ὁ τίτ­λος “Κα­θη­γη­τὴς τῆς Λει­τουρ­γι­κῆς” εἶ­ναι ἐ­παρ­κής»[7].

῾Η ἀ­λή­θεια πάν­τως εἶ­ναι ὅ­τι ὑ­πῆρ­ξε κλη­τὸς λει­τουρ­γι­ο­λό­γος, ἀ­φοῦ ἀ­πὸ πο­λὺ νέ­ος ζυ­μώ­θη­κε μὲ τὴ θεί­α Λα­τρεί­α[8] καὶ αὐ­τὴν ὑ­πη­ρέ­τη­σε ἕ­ως τέ­λους. ῾Υ­πῆρ­ξε κα­τὰ κοι­νὴν ἀ­να­γνώ­ρι­ση ὁ λει­τουρ­γι­ο­λό­γος τῆς ᾽Εκ­κλη­σί­ας[9] καὶ «δι­καί­ως ἐ­θε­ω­ρή­θη καὶ ἐ­τι­μή­θη ὡς αὐ­θεν­τί­α τῶν νε­ω­τέ­ρων χρό­νων, κα­τα­λεί­ψας μέ­γαν ἀ­ριθ­μὸν συγ­γραμ­μά­των»[10]. ῞Ο­πως δὲ ση­μει­ώ­νει ὁ ὁ­μό­τι­μος Κα­θη­γη­τὴς τῆς Θε­ο­λο­γι­κῆς Σχο­λῆς Α.Π.Θ. κ. Στέρ­γιος Σάκ­κος «ὅ­λη ἡ οἰ­κου­με­νι­κὴ ᾽Ορ­θο­δο­ξί­α σε­μνύ­νε­ται γιὰ τὸν ᾽Ι­ω­άν­νη Φουν­τού­λη, τὸν πιὸ με­γά­λο καὶ σε­μνὸ λει­τουρ­γι­ο­λό­γο τῶν ἡ­με­ρῶν μας. ᾽Ι­δι­αί­τε­ρα τὸν κα­μά­ρω­νε καὶ τὸν θε­ω­ροῦ­σε λαμ­πρὸ καύ­χη­μά του ὁ ἀ­εί­μνη­στος Κα­θη­γη­τής του στὴ Λει­τουρ­γι­κὴ Πα­να­γι­ώ­της Τρεμ­πέ­λας»[11].

῾Η ἀ­φε­τη­ρί­α τῆς λει­τουρ­γι­κῆς του στα­δι­ο­δρο­μί­ας βρί­σκε­ται στὴν ἐ­κτί­μη­ση ποὺ ἔ­τρε­φε γι’ αὐ­τὸν ὁ μα­κα­ρι­στὸς Πα­να­γι­ώ­της Τρεμ­πέ­λας καὶ τὴ συ­νερ­γα­σί­α ποὺ εἶ­χε μα­ζί του. Σὲ ἐκ­δή­λω­ση μά­λι­στα ποὺ ἔ­γι­νε στὴ Στε­μνί­τσα Γορ­τυ­νί­ας στὶς 2/10/2005 ὁ μα­θη­τὴς ᾽Ι­ω­άν­νης Φουν­τού­λης ἀ­πέ­δω­σε κα­τὰ τὸν κα­λύ­τε­ρο τρό­πο τὸ ὀ­φει­λό­με­νο χρέ­ος ἀ­πέ­ναν­τι στὸ δά­σκα­λό του καὶ ἀ­πο­τί­μη­σε τὸ ἔρ­γο του λέ­γον­τας· «῾Η με­γα­λύ­τε­ρη τι­μή, γιὰ τὸν ὑ­πο­φαι­νό­με­νο, δὲν εἶ­ναι ἄλ­λη ἀ­πὸ τοῦ νὰ ἀ­να­γνω­ρί­ζει στὸν ἑ­αυ­τό του τὸ βλά­στη­μα τοῦ ἐ­πι­στη­μο­νι­κοῦ σπό­ρου, ἐ­κεί­νου, καὶ τὴν ὅποι­α καρ­πο­φο­ρί­α σὰν συ­νέ­πεια τῆς σπο­ρᾶς ἐ­κεί­νου… Πρω­το­πό­ρος αὐ­τός, ὁ­ρα­μα­τί­ζε­ται τὴν ἔ­ξο­δο τοῦ λα­οῦ τοῦ Θε­οῦ, τῆς ᾽Εκ­κλη­σί­ας, ἀ­πὸ μιὰ τυ­πι­κὴ λει­τουρ­γι­κὴ θρη­σκευ­τι­κό­τη­τα, στὴν ὁ­ποί­α ζοῦ­σε καὶ τὴν ὁ­ποί­α συν­τη­ροῦ­σε ἡ εὐ­λά­βεια τοῦ χρι­στο­φό­ρου κλή­ρου καὶ λα­οῦ σὲ χα­λε­ποὺς και­ρούς, ποὺ εἶ­χαν ὅ­μως ἀ­νε­πι­στρε­πτὶ μὲ τὴ χά­ρη τοῦ Θε­οῦ πα­ρέλ­θει. ῎Ε­πρε­πε ἡ λει­τουρ­γι­κὴ ζω­ὴ νὰ ἀ­να­ζω­πυ­ρω­θεῖ κα­τὰ τὰ πρό­τυ­πα τῆς με­γά­λης πε­ρι­ό­δου τῆς ἀ­κμῆς τῶν χρό­νων τῶν με­γά­λων Πα­τέ­ρων τῆς ᾽Εκ­κλη­σί­ας. ῾Ο τύ­πος νὰ ξα­να­βρεῖ τὴν οὐ­σί­α. Τὸ πνεῦ­μα νὰ ἀ­να­και­νί­σει τὸ γράμ­μα. ῾Η Λα­τρεί­α νὰ ξα­να­γί­νει ζῶ­σα καὶ λο­γι­κή, τρο­φο­δο­τών­τας τὴν μὲ ἐ­πί­γνω­ση εὐ­σέ­βεια τοῦ λα­οῦ τοῦ Θε­οῦ, προ­σφέ­ρον­τάς του τὸ μάν­να καὶ τὸ ὕ­δωρ τὸ ἐκ πέ­τρας στὴν ἔ­ρη­μο τοῦ κό­σμου, ἀ­να­και­νί­ζον­τάς τον ἐν Χρι­στῷ καὶ προ­ά­γον­τας οὐ­σι­α­στι­κὰ τὸ ἔρ­γο τῆς σω­τη­ρί­ας του. Μὲ ἄλ­λα λό­για: ῾Ο­ρα­μα­τί­σθη­κε ὅ,τι καὶ σή­με­ρα ἐ­πι­δι­ώ­κει ἡ ᾽Εκ­κλη­σί­α καὶ ἐρ­γά­ζε­ται γιὰ τὴν ἐ­πί­τευ­ξή του, αὐ­τὴ δη­λα­δὴ τὴ λε­γό­με­νη “Λει­τουρ­γι­κὴ ἀ­να­γέν­νη­ση”»[12].

᾽Εν­θαρ­ρυ­νό­με­νος λοι­πὸν ἀ­πὸ τὸν πρῶ­το ἐ­πὶ τῆς Λει­τουρ­γι­κῆς σο­φὸ καὶ ἔμ­πει­ρο δά­σκα­λό του, τὸν Πα­να­γι­ώ­τη Τρεμ­πέ­λα, με­τέ­βη στὸ Βέλ­γιο καὶ σπού­δα­σε ἐ­πὶ τρι­ε­τί­α (1956-1959) Φι­λο­λο­γί­α καὶ ῾Ι­στο­ρί­α τῆς Χρι­στι­α­νι­κῆς Ἀ­να­το­λῆς στὸ Ἀ­να­το­λι­κὸ ᾽Ιν­στι­τοῦ­το τοῦ Κα­θο­λι­κοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου τῆς Louvain, ὅ­που καὶ ἀ­ρί­στευ­σε. Πα­ρα­κο­λού­θη­σε ἐ­πί­σης τὰ σχε­τι­κὰ μὲ τὴ Λει­τουρ­γι­κὴ μα­θή­μα­τα στὴ Θε­ο­λο­γι­κή, Φι­λο­σο­φι­κὴ καὶ τὴ Σχο­λὴ Θρη­σκευ­τι­κῶν ᾽Ε­πι­στη­μῶν τοῦ ἐν λό­γῳ Πα­νε­πι­στη­μί­ου. Φοί­τη­σε ἀ­κό­μη στὸ Ἀ­νώ­τα­το Λει­τουρ­γι­κὸ ᾽Ιν­στι­τοῦ­το τοῦ Λει­τουρ­γι­κοῦ Κέν­τρου τῆς Μο­νῆς Mont-César στὴ Louvain. Στὸ πλαί­σιο τῶν ἐ­πὶ τῆς Λει­τουρ­γι­κῆς σπου­δῶν του στὸ Βέλ­γιο εἶ­χε τὴν εὐ­και­ρί­α νὰ μα­θη­τεύ­σει κον­τὰ σὲ δι­α­πρε­πεῖς λει­τουρ­γι­ο­λό­γους ὅ­πως οἱ B. Capelle καὶ B. Botte. Οἱ με­λε­τη­τὲς ἐ­πί­σης τῆς Ἀ­να­το­λῆς G. Caritte καὶ R. Draguet ἦ­ταν Κα­θη­γη­τές του. ᾽Ερ­γά­σθη­κε στὴ βι­βλι­ο­θή­κη τῶν Βολ­λαν­δι­στῶν στὶς Βρυ­ξέλ­λες κον­τὰ στὸν ἁ­γι­ο­λό­γο ἐ­ρευ­νη­τὴ π. Fr. Halkin καὶ γνώ­ρι­σε ἀ­πὸ κον­τὰ τὸν τρό­πο λει­τουρ­γί­ας τῶν Λει­τουρ­γι­κῶν Κέν­τρων Chevetogne, Mont-César καὶ αὐτῶν στὸ Πα­ρί­σι.

Τὸ θε­ρι­νὸ ἑ­ξά­μη­νο τοῦ ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κοῦ ἔ­τους 1959-1960 με­τέ­βη στὰ Τρέ­βη­ρα (Trier) τῆς Δυ­τι­κῆς Γερ­μα­νί­ας ὅ­που πα­ρα­κο­λού­θη­κε τὰ μα­θή­μα­τα καὶ τὰ φρον­τι­στή­ρια Λει­τουρ­γι­κῆς καὶ ῾Ο­μι­λη­τι­κῆς τοῦ Κα­θη­γη­τοῦ B. Fischer στὴν ἐ­κεῖ Θε­ο­λο­γι­κὴ Σχο­λή. ᾽Ερ­γά­στη­κε ἐ­πί­σης στὰ Λει­τουρ­γι­κὰ Κέν­τρα τῶν Τρε­βή­ρων καὶ τῆς Μο­νῆς Maria Laach. Κα­τὰ τὰ ἔ­τη 1957-1960 πα­ρα­κο­λού­θη­σε τὰ τα­κτι­κὰ Λει­τουρ­γι­κὰ Συ­νέ­δρια τοῦ Ρω­σι­κοῦ Θε­ο­λο­γι­κοῦ ᾽Ιν­στι­τού­του τοῦ Ἁ­γί­ου Σερ­γί­ου στὸ Πα­ρί­σι, τὶς Λει­τουρ­γι­κὲς ῾Ε­βδο­μά­δες γιὰ τοὺς Κα­θη­γη­τὲς τῆς Λει­τουρ­γι­κῆς τοῦ Λει­τουρ­γι­κοῦ Κέν­τρου Mont-César καὶ τὸ Λει­τουρ­γι­κὸ Συ­νέ­δριο τοῦ Μο­νά­χου (1960).

Με­τὰ τὴν τρι­ε­τὴ πα­ρα­μο­νή του καὶ τὶς ἄ­ρι­στες σπου­δές του στὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κό, ἐ­πέ­στρε­ψε στὴν ῾Ελ­λά­δα γιὰ νὰ ἀ­κο­λου­θή­σει λαμ­πρὴ ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κὴ κα­ρι­έ­ρα, ἀ­να­γνω­ρι­ζό­με­νος μά­λι­στα καὶ ἀ­πὸ ἐ­κτὸς τοῦ χώ­ρου τῆς Θε­ο­λο­γί­ας ἐ­πι­στή­μο­νες καὶ πα­νε­πι­στη­μια­κοὺς δα­σκά­λους, φι­λο­λό­γους, ἀρ­χαι­ο­λό­γους, βυ­ζαν­τι­νο­λό­γους, λα­ο­γρά­φους. Πο­λὺ συ­χνὰ στὰ Συ­νέ­δρια καὶ τὶς ἐ­πι­στη­μο­νι­κὲς συ­ναν­τή­σεις ἀ­κου­γό­ταν ἀ­πὸ τοὺς θύ­ρα­θεν ἐ­ρευ­νη­τὲς ἡ φρά­ση· «῾Ο Φουν­τού­λης ξέ­ρει γράμ­μα­τα». ῾Η ἐ­πι­στη­μο­νι­κὴ–ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κή του στα­δι­ο­δρο­μί­α εἶ­χε τὴν ἑ­ξῆς πο­ρεί­α. Τὸ ἔ­τος 1961 δι­ο­ρί­σθη­κε βο­η­θὸς τῆς ἕ­δρας τῆς Λει­τουρ­γι­κῆς – ῾Ο­μι­λη­τι­κῆς στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, θέ­ση στὴν ὁ­ποί­α ὑ­πη­ρέ­τη­σε ἕ­ως τὸ ἔ­τος 1966. Κα­τὰ τὰ ἔ­τη 1961-1963 πα­ρα­κο­λού­θη­σε τὸν κύ­κλο τῶν μα­θη­μά­των τοῦ Κα­θη­γη­τοῦ τῆς ἕ­δρας κ. Εὐ­αγ­γέ­λου Θε­ο­δώ­ρου[13], κα­θὼς ἐ­πί­σης καὶ τὸ πα­τρο­λο­γι­κὸ φρον­τι­στή­ριο τοῦ μα­κα­ρι­στοῦ Κα­θη­γη­τοῦ Πα­να­γι­ώ­του Χρή­στου.

Τὸ Δε­κέμ­βριο τοῦ ἔ­τους 1961 με­τέ­βη γιὰ δι­ά­στη­μα ἑ­νὸς μη­νὸς στὴν ᾽Ι­τα­λί­α προ­κει­μέ­νου νὰ με­λε­τή­σει λει­τουρ­γι­κὰ χει­ρό­γρα­φα στὶς Βι­βλι­ο­θῆ­κες Βε­νε­τί­ας, Φλω­ρεν­τί­ας, Βα­τι­κα­νοῦ καὶ Κρυ­πτο­φέρ­ρης. Τὸν ᾽Ο­κτώ­βριο τοῦ 1964 ἀ­να­γο­ρεύ­θη­κε δι­δά­κτωρ, ἀ­φοῦ ὑ­πέ­βα­λε στὴ Θε­ο­λο­γι­κὴ Σχο­λὴ τοῦ Α.Π.Θ. δι­α­τρι­βὴ μὲ θέ­μα: «῾Η εἰ­κο­σι­τε­τρά­ω­ρος ἀ­κοί­μη­τος δο­ξο­λο­γί­α». Στὸν πρό­λο­γο αὐ­τῆς τῆς ἐρ­γα­σί­ας πρω­τί­στως εὐ­χα­ρι­στεῖ τὸν Κα­θη­γη­τή του κ. Εὐ­άγ­γε­λο Θε­ο­δώ­ρου «διὰ τὴν εὐ­με­νῆ εἰ­σή­γη­σιν καὶ τὰς πο­λυ­τί­μους ὑ­πο­δεί­ξεις».

Γε­νι­κό­τε­ρα στὸν ἐ­ξαί­ρε­τον αὐ­τὸν ἄν­θρω­πο, ἀ­κά­μα­το ἐ­ρευ­νη­τὴ καὶ σο­φὸ δά­σκα­λο ὁ ᾽Ι­ω­άν­νης Φουν­τού­λης ἔ­τρε­φε ἰ­δι­αί­τε­ρο σε­βα­σμὸ καὶ με­γά­λη ἐ­κτί­μη­ση. Σὲ ἐκ­δή­λω­ση δὲ ποὺ ὀρ­γά­νω­σε πρὸς τι­μὴν τοῦ κ. Θε­ο­δώ­ρου ἡ ῾Ι­ε­ρὰ Σύ­νο­δος τῆς ᾽Εκ­κλη­σί­ας τῆς ῾Ελ­λά­δος (16 ᾽Ι­α­νου­α­ρί­ου 2004), με­τα­ξὺ ἄλ­λων ὁ Κα­θη­γη­τὴς ᾽Ι­ω­άν­νης Φουν­τού­λης τό­νι­σε ὅ­τι «δὲν κα­τέ­χω­σε τὸν θη­σαυ­ρὸ τῆς λει­τουρ­γι­κῆς του ἀ­να­δι­φή­σε­ως στὴ γῆ, ἀλ­λὰ τὸν κα­τέ­θε­σε στοὺς τρα­πε­ζί­τες, τὸν κυ­κλο­φό­ρη­σε σὰν ὑ­γι­ὲς νό­μι­σμα στὰ χέ­ρια τῆς ᾽Εκ­κλη­σί­ας, στὰ χέ­ρια τοῦ λα­οῦ τοῦ Θε­οῦ. Δὲν τὸν ἀ­πέ­σπα­σε δη­λα­δὴ ἀ­πὸ τὸν ἄ­με­σο καὶ ἀ­πώ­τε­ρο σκο­πό του· δὲν ἔ­μει­νε ἐ­γω­κεν­τρι­κὰ στὸν ναρ­κισ­σι­στι­κὸ θαυ­μα­σμὸ τοῦ κάλ­λους τῆς Λα­τρεί­ας, ποὺ ὅ­λο καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­να­κά­λυ­πτε· δὲν κλεί­στη­κε στὸ σπου­δα­στή­ριο· δὲν μί­λη­σε “εἰς τὸ οὖς”, ἀλ­λὰ κή­ρυ­ξε “ἐ­πὶ τῶν δω­μά­των”. ῏Η­ταν καὶ εἶ­ναι μα­θη­τὴς καὶ δι­δά­σκα­λος, ὁ μύ­στης καὶ μυ­στα­γω­γός, ὁ κα­τη­χού­με­νος καὶ κα­τη­χη­τής, ὁ σο­φὸς ποὺ σο­φί­ζει καὶ ὁ πλού­σιος ποὺ πλου­τί­ζει τοὺς ἄλ­λους»[14].

῾Ο μα­κα­ρι­στὸς ᾽Ι­ω­άν­νης Φουν­τού­λης τὸ ἔ­τος 1966 ἐ­ξε­λέ­γη ὑ­φη­γη­τὴς τῆς ἕδρας τῆς Λει­τουρ­γι­κῆς-῾Ο­μι­λη­τι­κῆς, ἀ­φοῦ ὑ­πέ­βα­λε δι­α­τρι­βὴ μὲ τίτ­λο: «Τὸ λει­τουρ­γι­κὸν ἔρ­γον Συ­με­ὼν τοῦ Θεσ­σα­λο­νί­κης-(Συμβολὴ εἰς τὴν ἱστορίαν καὶ θεωρίαν τῆς θείας Λατρείας)». Μὲ τὴ με­λέ­τη αὐ­τὴ γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ γί­νε­ται εὐρύτερα γνω­στὸ τὸ ἔρ­γο τοῦ βυ­ζαν­τι­νοῦ λει­τουρ­γι­ο­λό­γου καὶ ἀ­να­δει­κνύ­ον­ται οἱ ἱ­στο­ρι­κὲς καὶ θε­ο­λο­γι­κὲς προ­ϋ­πο­θέ­σεις τῶν ἑρ­μη­νευ­τι­κῶν του κει­μέ­νων, τὰ ὁ­ποῖ­α ἕ­ως καὶ σή­με­ρα θε­ρα­πεύ­ουν κα­τὰ τὸν κα­λύ­τε­ρο τρό­πο τὸ αἴ­τη­μα τῆς λει­τουρ­γι­κῆς ἀ­να­γέν­νη­σης «πάν­το­τε βε­βαί­ως ἐ­πὶ τῆς γραμ­μῆς τῶν πη­γῶν τῆς ὀρ­θο­δό­ξου πα­ρα­δό­σε­ως»[15].

Ἀ­πὸ τὸ ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κὸ ἔ­τος 1966-1967 δί­δα­ξε τὸν Βυ­ζαν­τι­νὸ Λει­τουρ­γι­κὸ τύ­πο στοὺς δευ­τε­ρο­ε­τεῖς φοι­τη­τὲς τῆς Θε­ο­λο­γι­κῆς Σχο­λῆς ὡς ἐν­τε­ταλ­μέ­νος ὑ­φη­γη­τής. Μὲ τὴν ἀ­πο­χώ­ρη­ση τοῦ Κα­θη­γη­τοῦ κ. Εὐ­αγ­γέ­λου Θε­ο­δώ­ρου στὴν Ἀ­θή­να καὶ τὸν δι­ο­ρι­σμό του στὴ Δι­εύ­θυν­ση τῆς Ἀ­πο­στο­λι­κῆς Δι­α­κο­νί­ας τῆς ᾽Εκ­κλη­σί­ας τῆς ῾Ελ­λά­δος 1967-1968 δί­δα­ξε καὶ τὸ μά­θη­μα τῆς ῾Ο­μι­λη­τι­κῆς στοὺς τρι­τοε­τεῖς φοι­τη­τὲς τῆς Σχο­λῆς. Κα­τὰ τὰ ἔ­τη 1966-1967 καὶ 1967-1968 δί­δα­ξε ῾Ο­μι­λη­τι­κή, ῾Υ­μνο­λο­γί­α καὶ Ἁ­γι­ο­λο­γί­α στὴν Ἀ­νω­τέ­ρα ᾽Εκ­κλη­σι­α­στι­κὴ Σχο­λὴ Θεσ­σα­λο­νί­κης, κα­θὼς ἐ­πί­σης Λει­τουρ­γι­κή, ῾Υ­μνο­λο­γί­α καὶ Ἁ­γι­ο­λο­γί­α στὸ Ἀ­νώ­τε­ρο ᾽Εκ­κλη­σι­α­στι­κὸ Φρον­τι­στή­ριο Θεσ­σα­λο­νί­κης[16].

Τὸ ἔ­τος 1969 ἐ­ξε­λέ­γη τα­κτι­κὸς Κα­θη­γη­τὴς τῆς ἕ­δρας Λει­τουρ­γι­κῆς–῾Ο­μι­λη­τι­κῆς καὶ γιὰ τρεῖς πε­ρί­που δε­κα­ε­τί­ες δι­α­κό­νη­σε ἐ­πα­ξί­ως τὴ θε­ο­λο­γι­κὴ ἐ­πι­στή­μη, τὴν ᾽Εκ­κλη­σί­α καὶ τὴν κοι­νω­νί­α. Στὸ δι­ά­στη­μα αὐ­τὸ δι­ε­τέ­λε­σε δύ­ο φο­ρὲς Κο­σμή­το­ρας ἀπὸ τὸ 1970-1973, Συγ­κλη­τι­κός, καὶ Πρό­ε­δρος τοῦ Τμή­μα­τος Ποι­μαν­τι­κῆς τὰ πρῶ­τα χρό­νια τῆς λει­τουρ­γί­ας του (1982-1984). Δί­δα­ξε ἐ­πί­σης μα­θή­μα­τα Λει­τουρ­γι­κῆς στὴν ᾽Εκ­κλη­σι­α­στι­κὴ Παι­δα­γω­γι­κὴ ᾽Α­κα­δη­μί­α (Πυ­λαί­α) κα­τὰ τὰ ἔ­τη 1977-1985 καὶ Λει­τουρ­γι­κὴ στὸ Τμῆ­μα Θε­ο­λο­γί­ας. Δι­ε­τέ­λε­σε τα­κτι­κὸ μέ­λος τοῦ ΔΙΚΑΤΣΑ (1985-1995), μέ­λος τῶν ἐ­πι­τρο­πῶν τοῦ ῾Ι­δρύ­μα­τος Κρα­τι­κῶν ῾Υ­πο­τρο­φι­ῶν, μέ­λος τῆς ἐ­πὶ τῆς Θεί­ας Λα­τρεί­ας ἐ­πι­τρο­πῆς τῆς Δια­ρκοῦς ῾Ι­ε­ρᾶς Συ­νό­δου τῆς ᾽Εκ­κλη­σί­ας τῆς ῾Ελ­λά­δος καὶ τῆς Εἰ­δι­κῆς Συ­ν­ο­­δι­κῆς ᾽Ε­πι­τρο­πῆς Λει­τουρ­γι­κῆς Ἀ­να­γεν­νή­σε­ως, καθὼς καὶ μέλος τῆς ᾽Ε­πιτροπῆς Διαλόγου μὲ τοὺς Προχαλκηδονίους γιὰ θέματα Λειτουρ­γικῆς καὶ Ποιμαντικῆς.

῾Ως ὑ­φη­γη­τὴς καὶ λί­γο ἀρ­γό­τε­ρα ὡς Κα­θη­γη­τὴς καὶ Κο­σμή­το­ρας, δι­ηύ­θυ­νε τὸ Φρον­τι­στή­ριο τῶν ῾Ι­ε­ρο­κη­ρύ­κων τῆς ῾Ι­ε­ρᾶς Μη­τρο­πό­λε­ως Θεσ­σα­λο­νί­κης (ἀ­πὸ τὸ Σε­πτέμ­βριο τοῦ 1968) ἐ­πὶ μα­κα­ρι­στοῦ Μη­τρο­πο­λί­του Θεσ­σα­λο­νί­κης κυ­ροῦ Λε­ω­νί­δου. ῾Η ἀ­ξι­ό­λο­γη αὐ­τὴ προ­σπά­θεια σὲ συ­νερ­γα­σί­α μὲ τοὺς Και­νο­δι­α­θη­κο­λό­γους ἑρ­μη­νευ­τὲς τῆς Θε­ο­λο­γι­κῆς Σχο­λῆς τοῦ Α.Π.Θ. μα­κα­ρι­στὸ Κα­θη­γη­τὴ Σ. Ἀ­γου­ρί­δη, τοὺς Κα­θη­γη­τὲς κ.κ. Σ. Σάκ­κο, ᾽Ι. Κα­ρα­βι­δό­που­λο καὶ τὸν τό­τε δι­δά­κτο­ρα μα­κα­ρι­στὸ Κα­θη­γη­τὴ Β. Στο­γιά­ννο, ὠ­φέ­λη­σε τὰ μέ­γι­στα τοὺς Ἱ­ε­ρο­κή­ρυ­κες καὶ εἶ­χε ὡς καρ­πὸ τὴν ἔκ­δο­ση δύ­ο τό­μων μὲ τὴν ἑρ­μη­νεί­α τῶν εὐ­αγ­γε­λι­κῶν πε­ρι­κο­πῶν τῶν Κυ­ρια­κῶν τοῦ ἔ­τους, κα­θὼς ἐ­πί­σης τὴν ἔκ­δο­ση ῾Ε­σπε­ρι­νῶν ῾Ερ­μη­νευ­τι­κῶν ῾Ο­μι­λι­ῶν μὲ θέ­μα 1. «᾽Ελ­πὶς ζῶ­σα» (Α´ Πέ­τρου) ὑ­πὸ Βα­σι­λεί­ου Π. Στο­γιά­ννου καὶ 2. Τὸ Σω­τή­ριον Πά­θος (Λου­κᾶ κεφ. 22-23) ὑ­πὸ ᾽Ι­ω­άν­νου Δ. Κα­ρα­βι­δο­πού­λου.

῾Ως Κα­θη­γη­τὴς ἄ­νοι­ξε νέ­ους ὁ­ρί­ζον­τες στὰ σχε­τι­κὰ μὲ τὴ θεί­α Λα­τρεί­α μα­θή­μα­τα καὶ ἀ­να­βάθ­μι­σε τὴ Λει­τουρ­γι­κὴ ᾽Ε­πι­στή­μη δη­μι­ουρ­γών­τας μὲ τὶς πρω­το­βου­λί­ες καὶ τὶς ἐ­πι­λο­γές του Σχο­λή, τὸ ἔρ­γο τῆς ὁ­ποί­ας ἀ­πο­τυ­πώ­νε­ται στὴν πε­ρὶ τὴν θεί­α Λα­τρεί­α πλού­σια ἐ­ρευ­νη­τι­κὴ πα­ρα­γω­γὴ σή­με­ρα, στὴν ἀ­να­βαθ­μι­σμέ­νη τὰ τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια λει­τουρ­γι­κὴ παι­δεί­α κλη­ρι­κῶν τε καὶ λα­ϊ­κῶν, ἀλ­λὰ καὶ στὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον τῆς ποι­μαί­νου­σας ᾽Εκ­κλη­σί­ας νὰ ἀ­πο­δέ­χε­ται καὶ νὰ ἐ­πε­ξερ­γά­ζε­ται τὴ δι­κή του ἐ­πι­στη­μο­νι­κὰ τε­κμη­ρι­ω­μέ­νη λει­τουρ­γι­κὴ γνώ­ση καὶ μαρ­τυ­ρί­α.

Φί­λερ­γος πο­λύ, με­θο­δι­κός, μὲ ἀ­γά­πη στὸ ἀν­τι­κεί­με­νό του καὶ ὁ­ρα­μα­τι­στὴς μί­ας Λα­τρεί­ας λο­γι­κῆς καὶ βι­ω­μα­τι­κῆς πο­ρεύ­θη­κε βά­σει σχε­δί­ου σὲ τρεῖς κα­τευ­θύν­σεις, μὲ πρώτη ­τὴν ἐκ­παι­δευ­τι­κὴ δι­α­δι­κα­σί­α, δεύ­τε­ρη τὴ με­λέ­τη τῶν πη­γῶν καὶ τὴν ἔκ­δο­ση τῶν λει­τουρ­γι­κῶν κει­μέ­νων καὶ τρί­τη τὸ ἄ­νοιγ­μα πρὸς τὴν κοι­νω­νί­α καὶ τὴν ποι­μαν­τι­κὴ ἀ­ξι­ο­ποί­η­ση τῆς ἐ­πι­στη­μο­νι­κῆς του ἔ­ρευ­νας.

῾Ως πρὸς τὸ πρῶ­το ἐμ­πλού­τη­σε τὸ ἐκ­παι­δευ­τι­κὸ πρό­γραμ­μα μὲ λει­τουρ­γι­κὰ μα­θή­μα­τα σὲ ὅ­λα σχε­δὸν τὰ ἑ­ξά­μη­να τοῦ Τμήματος ποὺ δια­κο­νοῦσε, ὅ­πως Εἰ­σα­γω­γὴ στὴ θεί­α Λα­τρεί­α, ῾Ι­στο­ρί­α καὶ θε­ο­λο­γί­α τῆς Λα­τρεί­ας, ῾Υ­μνο­λο­γί­α, Ἁ­γι­ο­λο­γί­α καὶ ῾Ε­ορ­το­λο­γί­α, ῾Ερ­μη­νεί­α λει­τουρ­γι­κῶν κει­μέ­νων, ἱ­στο­ρί­α καὶ θε­ω­ρί­α τοῦ κη­ρύγ­μα­τος, Ψαλ­τι­κὴ καὶ Μου­σι­κο­λο­γί­α. Τὸν ἐν­δι­έ­φε­ραν ἰ­δι­αί­τε­ρα οἱ λει­τουρ­γι­κὲς τέ­χνες, για­τὶ ἀ­κρι­βῶς σ’ αὐ­τὲς ἐκ­φρά­ζε­ται ἡ ὀρ­θό­δο­ξη θε­ο­λο­γί­α καὶ ταυ­τι­σμέ­νες μὲ τὴν πα­ρά­δο­ση ἀ­πο­τε­λοῦν τὸ ἔ­ρει­σμα γιὰ τὴν πνευ­μα­τι­κὴ καὶ πο­λι­τι­σμι­κὴ ἀ­να­βάθ­μι­ση καὶ ἀ­νά­τα­ση τοῦ σύγ­χρο­νου ἀν­θρώ­που. ᾽Ορ­γά­νω­σε ἐ­πί­σης τὸ ἑ­βδο­μα­δια­ῖο (κά­θε Πέμ­πτη) Φρον­τι­στή­ριο Λει­τουρ­γι­κῆς γιὰ τὴν ἄ­σκη­ση τῶν φοι­τη­τῶν καὶ τὴ συμ­με­το­χή τους στὰ τε­λού­με­να. Στὸ Φρον­τι­στή­ριο αὐ­τὸ ἔ­δι­δε ξε­χω­ρι­στὴ ση­μα­σί­α, για­τὶ τὸ θε­ω­ροῦ­σε ὄ­χι μό­νο ὡς μί­α ἐ­πο­πτεί­α, ἀλ­λὰ καὶ ἕ­ναν ὁ­ρα­μα­τι­σμὸ «γιὰ βελ­τί­ω­ση τῶν λει­τουρ­γι­κῶν μας πραγ­μά­των στὰ πλαί­σια τῆς ἀ­πη­κρι­βω­μέ­νης πα­ρα­δό­σε­ως καὶ τῆς ὀρ­θῆς τά­ξε­ως τῆς θεί­ας Λα­τρεί­ας»[17]. Ἀ­νά­λο­γη σπου­δαι­ό­τη­τα εἶ­χαν καὶ οἱ ἐ­κτὸς Σχο­λῆς λα­τρευ­τι­κὲς εὐ­και­ρί­ες κυ­ρί­ως σὲ ῾Ι. Μο­νές, ἀλ­λὰ καὶ ἡ πα­ρα­κο­λού­θη­ση Λει­­τουρ­γι­ῶν ἄλ­λων λει­τουρ­γι­κῶν τύ­πων στὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη, ὅ­πως π.χ. Ἀρ­με­νί­ων καὶ Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κῶν.

῾Ως πρὸς τὸ δεύ­τε­ρο, τὴν ἐ­πι­στη­μο­νι­κὴ δη­λα­δὴ ἔ­ρευ­να, ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὴν ἔκ­δο­ση τῶν Εὐ­χῶν καὶ τῶν ῞Υ­μνων τοῦ ἁ­γί­ου Συ­με­ὼν Θεσ­σα­λο­νί­κης[18], ποὺ ἀ­πο­τε­λοῦν ἕ­να τμῆ­μα τοῦ ἀ­νέκ­δο­του ἔρ­γου του, ὡς βα­θὺς γνώ­στης τῆς χει­ρο­γρά­φου πα­ρα­δό­σε­ως καὶ τῶν λει­τουρ­γι­κῶν πη­γῶν, ἀ­σχο­λή­θη­κε μὲ τὴν ἔκ­δο­ση τῶν λει­τουρ­γι­κῶν κει­μέ­νων καὶ τὴν ἐμ­βρι­θὴ με­λέ­τη τῶν δι­α­φό­ρων πτυ­χῶν τῆς θεί­ας Λα­τρεί­ας.

῾Ως πρὸς τὴν τρί­τη κα­τεύ­θυν­ση τῶν λει­τουρ­γι­κῶν του ἐν­δι­α­φε­ρόν­των καὶ ὁ­ρα­μα­τι­σμῶν, ἔ­δω­σε με­γά­λη ση­μα­σί­α στὴν ἐ­πι­κοι­νω­νί­α καὶ ἐ­πα­­φὴ μὲ τὸ λα­ὸ τοῦ Θε­οῦ γε­νι­κό­τε­ρα καὶ εἰ­δι­κό­τε­ρα μὲ τοὺς ἱ­ε­ρεῖς, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἔ­χουν τὴν εὐ­θύ­νη τῆς δι­α­ποί­μαν­σης καὶ τῆς λει­τουρ­γι­κῆς του ἀ­γω­γῆς. ᾽Ε­κτὸς ἀ­πὸ τὶς ὁ­μι­λί­ες στὸ εὐ­ρὺ κοι­νὸ πολ­λῶν Μη­τρο­πό­λε­ων τῆς ῾Ελ­­λα­δι­κῆς ᾽Εκ­κλη­σί­ας, ἀλ­λὰ καὶ τοῦ ἐ­ξω­τε­ρι­κοῦ, συ­νέ­χι­σε τὸν ἐ­πὶ λει­του­ρι­κῶν θε­μά­των δι­ά­λο­γο ποὺ εἶ­χε ξε­κι­νή­σει ἀ­πὸ τὸ ἔ­τος 1964 μὲ τοὺς ἱ­ε­ρεῖς στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ «῾Ο ᾽Ε­φη­μέ­ριος». Τὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο αὐ­τοῦ τοῦ δι­α­λό­γου, ποὺ ἔ­γι­νε μὲ πολ­λὴ ἀ­γά­πη πρὸς τοὺς ἱ­ε­ρεῖς καὶ ἔ­δω­σε λύ­σεις, ἱ­στο­ρι­κῆς καὶ θε­ο­λο­γι­κῆς ση­μα­σί­ας, σὲ ση­μαν­τι­κὰ καὶ δύ­σκο­λα λει­τουρ­γι­κὰ ζη­τή­μα­τα, ἔ­χει ἐκ­δο­θεῖ σὲ πέν­τε τό­μους μὲ τὸν τίτ­λο «Ἀ­παν­τή­σεις εἰς Λει­τουρ­γι­κὰς Ἀ­πο­ρί­ας»[19].

῾Ο συν­δυα­σμὸς τῆς ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κῆς ἔ­ρευ­νας μὲ τὴν ποι­μαν­τι­κὴ λει­τουρ­γι­κὴ μόρ­φω­ση καὶ παι­δεί­α ἀ­πο­τυ­πώ­θη­κε καὶ στὰ Λει­τουρ­γι­κὰ καὶ Ἁ­γι­ο­λο­γι­κὰ Συ­νέ­δρια στὰ ὁ­ποῖ­α εἶ­χε τὴν κύ­ρια εὐ­θύ­νη. Ἀ­πὸ τοὺς σχε­τι­κοὺς δὲ τό­μους ποὺ ἔ­χουν ἐκ­δο­θεῖ δι­α­πι­στώ­νε­ται ἡ ση­μα­σί­α καὶ σπου­δαι­ό­τη­τά των. Ἀ­πὸ τὸ 1991 ξε­κί­νη­σε μί­α ἄ­ρι­στη συ­νερ­γα­σί­α μὲ τὸν μα­κα­ρι­στὸ Μη­τρο­πο­λί­τη Δρά­μας κυ­ρὸ Δι­ο­νύ­σιο στὴν ῾Ι­ε­ρὰ Μο­νὴ Εἰ­κο­σι­φοι­νίσ­σης, ἡ ὁ­ποί­α δι­ήρ­κε­σε ἕ­ως τὸ 2005, μὲ ἀ­πο­τέ­λε­σμα τὴν ὀρ­γά­νω­ση δέ­κα λει­τουρ­γι­κῶν συ­νε­δρί­ων πα­ρου­σί­ᾳ τῶν ἱ­ε­ρέ­ων τῆς το­πι­κῆς αὐ­τῆς ᾽Εκ­­κλη­σί­ας. ᾽Εκ τῶν συ­νε­δρί­ων αὐ­τῶν ἐκ­δό­θη­καν οἱ τό­μοι τῶν ὀ­κτὼ μὲ ση­μαν­τι­κὲς εἰ­ση­γή­σεις τό­σο τοῦ ᾽Ι­ω­άν­νου Φουν­τού­λη, ὅ­σο καὶ ἄλ­λων Κα­­­θη­γη­τῶν καὶ συ­νερ­γα­τῶν του. Σὲ κά­ποι­ους μά­λι­στα ἐκ τῶν τό­μων αὐ­­τῶν δη­μο­σι­εύ­ον­ται σὲ κρι­τι­κὴ ἔκ­δο­ση, μὲ με­τά­φρα­ση καὶ σχό­λια, τμή­μα­τα τοῦ ἔρ­γου τοῦ ἁ­γί­ου Συ­με­ὼν Θεσ­σα­λο­νί­κης ἀ­πὸ τὸν 155ο τό­μο τῆς Patro­lo­gia Graeca, τὴν ἔκδοση τοῦ Δοσιθέου Ἱεροσολύμων στὸ ᾽Ιάσιο τῆς Μολ­δα­βίας τὸ 1683 καὶ τὸν κώδικα Ζαγορᾶς 23. Ἀ­κό­μη καὶ με­τὰ τὴ συν­τα­ξι­ο­δό­τη­σή του ἀ­πὸ τὸ Πα­νε­πι­στή­μιο (31-8-1996), ὡς ῾Ο­μό­τι­μος πλέ­ον Κα­θη­γη­τής, συ­νέ­χι­σε μὲ τὸν ἴ­διο ζῆ­λο τὴν ἐ­ρευ­νη­τι­κὴ δρα­στη­ρι­ό­τη­τα, ἀλ­λὰ καὶ τὴν προ­σφο­ρά του στὴν ᾽Εκ­κλη­σί­α.

Τὸ ἔ­τος 1998 ὀρ­γα­νώ­θη­κε στὴν ἰ­δι­αί­τε­ρή του πα­τρί­δα, τὴ Μυ­τι­λή­νη, τὸ πρῶ­το Ἁ­γι­ο­λο­γι­κὸ ᾽Ε­πι­στη­μο­νι­κὸ Συ­νέ­δριο πρὸς τι­μὴν τοῦ Νε­ο­μάρ­τυ­ρος ἁ­γί­ου Θε­ο­δώ­ρου τοῦ Βυ­ζαν­τί­ου. Ἀ­κο­λού­θη­σαν ἄλ­λα δύ­ο, ἕ­να τὸ ἔ­τος 2003 γιὰ τὸν ἅ­γιο Ἀν­δρέ­α ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πο Κρή­της τὸν ῾Ι­ε­ρο­σο­λυ­μί­τη καὶ πο­λι­οῦ­χο ᾽Ε­ρε­σοῦ Λέ­σβου καὶ ἕ­να τὸ ἔ­τος 2005 γιὰ τὸν ἅ­γιο Γρη­γό­ριο ἐ­πί­σκο­πο Ἄσ­σου τὸ θαυ­μα­τουρ­γό. Καὶ τῶν τρι­ῶν Συ­νε­δρί­ων, τῶν ὁ­ποί­ων οἱ τό­μοι ἔ­χουν ἐκ­δο­θεῖ, ψυ­χὴ καὶ ἰ­θύ­νων νοῦς ἦ­ταν ὁ μα­κα­ρι­στὸς ᾽Ι­ω­άν­νης Φουν­τού­λης.

Ἀ­πὸ τὸ ἔ­τος 1999 ἡ ᾽Εκ­κλη­σί­α τῆς ῾Ελ­λά­δος, στὸ πλαί­σιο τῶν πρω­το­βου­λι­ῶν τοῦ μα­κα­ρι­στοῦ Ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που Ἀ­θη­νῶν καὶ Πά­σης ῾Ελ­λά­δος κυ­ροῦ Χρι­στο­δού­λου γιὰ τὴν ἀ­να­ζω­πύ­ρη­ση τῆς λει­τουρ­γι­κῆς ζω­ῆς καὶ τὴν ἐ­πὶ λει­τουρ­γι­κῶν θε­μά­των ἐ­νη­μέ­ρω­ση τῶν στε­λε­χῶν τῆς ῾Ελ­λα­δι­κῆς ᾽Εκ­κλη­σί­ας, ξε­κί­νη­σε μί­α ἀ­ξι­ό­λο­γη καὶ πρω­το­πο­ρια­κὴ προ­σπά­θεια δι­ορ­γά­νω­σης Πα­νελ­λη­νί­ων Λει­τουρ­γι­κῶν Συμ­πο­σί­ων. Ἤ­δη ἔ­χουν γί­νει δώδεκα Συμ­πό­σια μὲ τὴν εὐ­λο­γί­α τῆς ῾Ι­ε­ρᾶς Συ­νό­δου τῆς ᾽Εκ­κλη­σί­ας τῆς ῾Ελ­λά­δος καὶ τὴν εὐ­θύ­νη τῆς Εἰ­δι­κῆς Συ­νο­δι­κῆς ᾽Ε­πι­τρο­πῆς Λει­τουρ­γι­κῆς Ἀ­να­γεν­νή­σε­ως. ῾Ο ᾽Ι­ω­άν­νης Φουν­τού­λης ἦ­ταν καὶ πά­λι, του­λά­χι­στον στὰ ὀ­κτὼ ποὺ ἔ­λα­βε μέ­ρος, στα­θε­ρὸς στη­ριγ­μὸς καὶ πο­λύ­τι­μος σύμ­βου­λος.

᾽Εν­δει­κτι­κὸ τῆς ἐκ μέ­ρους τῆς ᾽Εκ­κλη­σί­ας καὶ τῆς κοι­νω­νί­ας ἀ­να­γνώ­ρι­σής του εἶ­ναι καὶ τὸ ὅ­τι τὸ Οἰ­κου­με­νι­κὸ Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο τὸν τί­μη­σε μὲ τὸ ὀφ­φί­κιο τοῦ Ἄρ­χον­τος Χαρ­του­λα­ρί­ου καὶ τοῦ ἐμ­πι­στεύ­θη­κε ἀ­πὸ τὸ ἔ­τος 1989, καὶ γιὰ μί­α δε­κα­πεν­τα­ε­τί­α πε­ρί­που, τὴ δι­εύ­θυν­ση τοῦ Πα­τρι­αρ­χι­κοῦ ῾Ι­δρύ­μα­τος Πα­τε­ρι­κῶν Με­λε­τῶν. ᾽Ε­πὶ τῶν ἡ­με­ρῶν του ὡς Δι­ευ­θυντοῦ ἐγ­και­νι­ά­σθη­κε ἡ σει­ρὰ «Λει­τουρ­γι­κὰ Βλα­τά­δων». ῎Ε­τσι ἐκ­δό­θη­καν τὸ «Τυ­πι­κὸν» (1994) τοῦ Σκι­α­θί­τη Οἰ­κο­νό­μου καὶ πνευ­μα­τι­κοῦ ἀ­πο­γό­νου τῶν Κολ­λυ­βά­δων π. Γε­ωρ­γί­ου Ρή­γα, τὰ «Ζη­τή­μα­τα Τυ­πι­κοῦ» (1999) τοῦ ἰ­δί­ου λο­γί­ου κλη­ρι­κοῦ καὶ συγ­γρα­φέ­α καὶ τὸ ἔργο «Αἱ ἀρ­χαιόταται καὶ αἱ σύγχρονοι λειτουργίαι τῶν κυριωτέρων τοῦ Χριστοῦ Ἐκ­­κλησιῶν» τοῦ λογίου ἱεράρχου Ἀμβροσίου Σταυρινοῦ. Ξε­κί­νη­σε ἐ­πί­σης ἡ σει­ρὰ «Ψαλ­τι­κὰ Βλα­τά­δων» (1998), ἐ­πα­νεκ­δό­θη­κε τὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ «᾽Ορ­θο­δο­ξί­α» καὶ δι­ευ­θε­τή­θη­κε τὸ θέ­μα τῆς τα­κτι­κῆς ἔκ­δο­σης τοῦ ἐ­πι­στη­μο­νι­κοῦ πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Κλη­ρο­νο­μί­α».

῾Ο ᾽Ι­ω­άν­νης Φουν­τού­λης ἔ­τυ­χε καὶ ἄλ­λων δι­α­κρί­σε­ων, ὅ­πως εἶ­ναι ἡ ἐκ μέ­ρους τῆς ᾽Εκ­κλη­σί­ας τῆς ῾Ελ­λά­δος ἀ­πο­νο­μὴ τοῦ πα­ρα­σή­μου τοῦ Ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου καὶ ἡ ἀ­να­κή­ρυ­ξή του σὲ ἐ­πί­τι­μο δι­δά­κτο­ρα ἀ­πὸ τὴ Θε­ο­λο­γι­κὴ Σχο­λὴ Βε­λι­γρα­δί­ου τὸ ἔ­τος 2003. ῾Η εἰ­σή­γη­σή του κα­τὰ τὴν ἐ­πί­ση­μη αὐ­τὴ τε­λε­τὴ εἶ­χε τὸν τίτ­λο· «Λει­τουρ­γι­κή. ῾Η ἐ­πι­στή­μη τῆς θεί­ας Λα­τρεί­ας». ῾Η ῾Ι­ε­ρὰ Μο­νὴ Σί­μω­νος Πέ­τρας ἀ­πὸ τοῦ ἔ­τους 1989 τοῦ ἐμ­πι­στεύ­θη­κε τὸν εἰ­σα­γω­γι­κὸ σχο­λια­σμὸ καὶ τὴν ἐ­πο­πτεί­α τῆς ἀ­ξι­ό­λο­γης προ­σπά­θειας ἔκ­δο­σης το­μι­δί­ων, ὅπως τοῦ ῾Ι­ε­ρα­τι­κοῦ, τοῦ Συλ­λει­τουρ­γι­κοῦ, τοῦ Προ­ε­στω­τι­κοῦ καὶ ὁ­ρι­σμέ­νων κει­μέ­νων ἐκ τοῦ «Με­γά­λου Εὐ­χο­λο­γί­ου». Τὰ κεί­με­να αὐ­τὰ μι­κρὰ στὸ μέ­γε­θος, ἄ­ρι­στα στὴν ἐμ­φά­νι­ση καὶ μὲ πα­ρα­δο­σια­κὰ κρι­τή­ρια ἐ­πι­με­λη­μέ­να ἔ­χουν τύ­χει εὐ­με­νοῦς ἀ­πο­δο­χῆς ἀ­πὸ τοὺς ἐν­δι­α­φε­ρό­με­νους καὶ συ­νι­στοῦν ὑ­πό­δειγ­μα μί­ας σύγ­χρο­νης, φρον­τι­σμέ­νης καὶ σο­βα­ρῆς ἔκ­δο­σης τῶν λει­τουρ­γι­κῶν βι­βλί­ων.

Ἀ­νά­λο­γη συμ­βο­λὴ εἶ­χε καὶ στὴν ἀ­πὸ τὴν ῾Ι­ε­ρὰ Μο­νὴ Παν­το­κρά­το­ρος τοῦ Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους ἔκ­δο­ση τοῦ γνω­στοῦ ἀ­πὸ τὸ δω­δέ­κα­το αἰ­ώ­να καὶ γιὰ τὴν ἰ­δι­ω­τι­κὴ προ­σευ­χὴ τῶν κελ­λι­ω­τῶν πα­τέ­ρων προ­ο­ρι­ζό­με­νου βι­βλί­ου μὲ τὸν τίτ­λο· «Ψαλ­τή­ριον με­τὰ Τρο­πα­ρί­ων καὶ Εὐ­χῶν, ἤ­τοι τύ­πος κελ­λι­ω­τι­κῆς Ἀ­γρυ­πνί­ας», Ἅ­γιον Ὄ­ρος 2004.

῾Ο μα­κα­ρι­στὸς Κα­θη­γη­τὴς λά­τρευ­ε κυ­ρι­ο­λε­κτι­κὰ τὸ Ψαλ­τή­ριο. Τὸ ἔ­φε­ρε πάν­το­τε στὴν τσέ­πη του, τὸ με­λε­τοῦ­σε συ­νέ­χεια καὶ χω­ρὶς ὑ­περ­βο­λὴ τὸ γνώ­ρι­ζε ἀ­πέ­ξω. Πο­λὺ συ­χνὰ δὲ δι­άν­θι­ζε τὸ γρα­πτὸ ἢ τὸν προ­φο­ρι­κό του λό­γο μὲ ἀ­νά­λο­γα ψαλ­μι­κὰ χω­ρί­α. «Τοῦ Κυ­ρί­ου ἡ γῆ καὶ τὸ πλή­ρω­μα αὐ­τῆς»[20], ἐ­πα­να­λάμ­βα­νε συ­νέ­χεια. Μέ­σα στὴν τύρ­βη τῶν προ­βλη­μά­των τῆς ζω­ῆς, στὴ μέ­ρι­μνα γιὰ τὴν με­τὰ τὴν πρό­ω­ρη κοί­μη­ση τῆς ἀ­γα­πη­μέ­νης του συ­ζύ­γου ῾Ε­λέ­νης ἀ­να­τρο­φὴ τῶν τρι­ῶν παι­δι­ῶν του, καὶ στὴν εὐ­θύ­νη γιὰ τὰ πα­νε­πι­στη­μια­κὰ καὶ ἐ­ρευ­νη­τι­κὰ κα­θή­κον­τά του, ἔ­παιρ­νε δύ­να­μη ἀ­πὸ τὴ θεί­α Λα­τρεί­α καὶ δὴ τὸ Ψαλ­τή­ριο. ῏Η­ταν ὁ κα­θη­με­ρι­νός του κα­νό­νας σὰν τοὺς πα­λαιοὺς ἐ­ρη­μί­τες καὶ ἀ­σκη­τὲς ποὺ με­λε­τοῦ­σαν καὶ ἔ­ψαλλαν τοὺς ψαλ­μοὺς «κα­θ’ ἑ­κά­στην ἡ­μέ­ρα καὶ νύ­κτα». Ἀ­κό­μη καὶ κα­τὰ τὴν πε­ρί­ο­δο τῆς ἐ­πώ­δυ­νης ἀ­σθέ­νειάς του, ποὺ «ἔ­μοια­ζε καρ­φω­μέ­νος στὸ σταυ­ρό»[21], τὸ Ψαλ­τή­ριο με­λε­τοῦ­σε μό­νος του ἢ ἔ­βα­ζε κά­ποι­ον ἄλ­λον νὰ τοῦ τὸ δι­α­βά­ζει.

Στὶς 24 ᾽Ι­α­νου­α­ρί­ου τοῦ σω­τη­ρί­ου ἔ­τους 2007, πα­ρα­μο­νὴ τῆς μνή­μης τοῦ ἁ­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου τοῦ Θε­ο­λό­γου, ὁ Κύ­ριος τῆς ζω­ῆς καὶ τοῦ θα­νά­του τὸν κά­λε­σε κον­τά του ἐν σκη­ναῖς δι­καί­ων. ῾Η ἐ­ξό­διος ἀ­κο­λου­θί­α, προ­ε­ξάρ­χον­τος τοῦ Παναγιωτάτου Μη­τρο­πο­λί­του Θεσ­σα­λο­νί­κης κ. Ἀν­θί­μου, ἐ­ψά­λη τὴν 25 ᾽Ι­α­νου­α­ρί­ου στὸν Κα­θε­δρι­κὸ Να­ὸ τῆς τοῦ Θε­οῦ Σο­φί­ας μὲ τὴ συμ­με­το­χὴ πολ­λῶν ῾Ι­ε­ραρ­χῶν καὶ τὴν πα­ρου­σί­α συ­να­δέλ­φων του, φί­λων καὶ μα­θη­τῶν του. Τὴν Α. Θ. Πα­να­γι­ό­τη­τα, τὸν Οἰ­κου­με­νι­κὸ Πα­τριά­ρχη, ἐ­ξε­προ­σώ­πη­σε ὁ Σεβ. Μη­τρο­πο­λί­της Τυ­ρο­λό­ης καὶ Σε­ρεν­τί­ου κ. Παν­τε­λε­ή­μων, ῾Ο­μό­τι­μος Κα­θη­γη­τὴς τῆς Θε­ο­λο­γι­κῆς Σχο­λῆς Α.Π.Θ., σε­βα­στὸς καὶ ἀ­γα­πη­τὸς συ­νά­δελ­φος τοῦ ἀ­ει­μνή­στου. ῾Ο Σεβ. Μη­τρο­πο­λί­της Και­σα­ρια­νῆς, Βύ­ρω­νος καὶ ῾Υ­μητ­τοῦ καὶ Πρό­ε­δρος τῆς Εἰ­δι­κῆς Συ­νο­δι­κῆς ᾽Ε­πι­τρο­πῆς Λει­τουρ­γι­κῆς Ἀ­να­γεν­νή­σε­ως κ. Δα­νι­ὴλ ἐ­ξε­προ­σώ­πη­σε τὴν ῾Ι­ε­ρὰν Σύ­νο­δον τῆς ᾽Εκ­κλη­σί­ας τῆς ῾Ελ­λά­δος. ῞Ο­λοι ὅ­σοι πα­ρέ­στη­σαν καὶ συμ­προ­σευ­χή­θη­καν στὸ Να­ὸ τὸν συ­νό­δευ­σαν στὴν τε­λευ­ταί­α του κα­τοι­κί­α στὸ δη­μο­τι­κὸ κοι­μη­τή­ριο τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως τοῦ Κυ­ρί­ου στὴ Θέρ­μη, μὲ τὴν εὐ­χὴ ἡ μνή­μη του νὰ εἶ­ναι αἰ­ω­νί­α καὶ τὸ ἔρ­γο του νὰ προ­βλη­θεῖ καὶ νὰ ἀ­ξι­ο­ποι­η­θεῖ ὅ­σο γί­νε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο γιὰ τὸ κα­λὸ τῆς Θε­ο­λο­γι­κῆς ᾽Ε­πι­στή­μης καὶ τοῦ πλη­ρώ­μα­τος τῆς ᾽Εκ­κλη­σί­ας.


[1]. ῾Η Παναγία Φανερωμένη τῶν Κυδωνιῶν (Ἀϊβαλί), Μυτιλήνη 22000, σ. 7. Πρβλ. Π. Ι. Σκαλτση, «῾Ο σοφὸς δάσκαλος τῶν θεολογικῶν γραμμάτων. ῾Ο Κυ­δωνιάτης ᾽Ιωάννης Φουν­τούλης», ἐν Μικρασιατικὴ ᾽Ηχώ, ἔτος 49, ἀριθ. φύλ. 387, Μάρτιος-Ἀπρίλιος 2007, σ. 13.
[2]. «῾Ο Μητροπολίτης Νέας Σμύρνης Χρυσόστομος Βοῦλτσος. Μία δεκαετία ἀπὸ τὴν κοίμησή του (1986-1996)» (῾Ομιλία στὴν ἐκδήλωση στὴν αἴθουσα τῶν Ο.Χ.Ε. 15.12.1996), ἐν Ἀνησυχίες, Περιοδικὸ Χριστιανικοῦ ῾Ομίλου Φοιτητῶν καὶ ᾽Επι­στη­μόνων, ἔτος ΚΔ´, ἀριθ. φύλ. 74, Ἀθήνα ᾽Ιανουάριος-Δεκέμβριος 2006, σσ. 7-8.
[3]. ᾽Ιω. 4, 23.
[4]. «Χρυσόστομος Ζαφειρόπουλος, Ἀρχιμ., ὁ σύγχρονος ἅγιος τοῦ Τσοτυλίου», ἐν ῾Ο Ποιμὴν 47, Μυτιλήνη 1981, σσ. 18-19.
[5]Α´ Κορ. 13, 9.
[6] «Θεία Λατρεία καὶ τέχνη. Σχέσεις Λατρείας καὶ τεχνῶν στὸν ᾽Ορθόδοξο Ναό», ἐν Τελετουργικὰ Θέματα, τόμ. Β´, Ἀποστολικὴ Διακονία, Ἀθήνα 2006, σ. 76.
[7]. «᾽Ιωάννης Μ. Φουντούλης (1927-2007)», ἐν Συμβολή, ᾽Επιθεώρησις τοῦ ᾽Εκ­­κλησιαστικοῦ Τυπικοῦ εἰς τὴν τάξιν τῆς ᾽Ορθοδόξου Λατρείας, 17 (᾽Ιαν.-Μάρτ. 2007) 13.
[8]. Π. Ι. Σκαλτση, «“Μακαρία ἡ ὁδός…”. † ᾽Ιωάννης Μ. Φουντούλης (1927-2007). ῾Ο λειτουργιολόγος τῆς ᾽Εκκλησίας», ἐν Ἀνάπλασις 427 (2007) 28.
[9]. Β. Ι. Καλλιακμάνη (Πρωτοπρ.), «᾽Ιωάννης Φουντούλης. ῾Ο λει­τουρ­γιο­λόγος τῆς ᾽Εκκλησίας (1927-2007)», ἐν ᾽Ορθοδοξία, περ. Β´, ἔτος ΙΔ´, τεῦχος Α´, ᾽Ια­νουάριος-Μάρτιος 2007, σσ. 195-201. Βλ. καὶ Τὸ μυστήριον τοῦ θανάτου εἰς τὴν Λα­­­τρείαν τῆς ᾽Εκκλησίας. Πρακτικὰ Θ´ Πανελληνίου Λειτουργικοῦ Συμποσίου Στε­­λεχῶν ῾Ιερῶν Μητροπόλεων, Βόλος, 5-7 Νοεμβρίου 2007, Ἀθήνα 2009, σσ. 9-17.
[10].  «᾽Εκδημία Καθηγητοῦ ᾽Ιωάννου Φουντούλη», ἐν ᾽Ορθοδοξία, περ. Β´, ἔτος ΙΔ´, τεῦχος Α´, ᾽Ιανουάριος-Μάρτιος 2007, σ. 242.
[11]. «᾽Ιωάννης Φουντούλης, ὁ σοφὸς καὶ σεμνὸς λειτουργιολόγος», ἐν ᾽Ορθόδοξος Τύπος, 23-3-07, σ. 3.
[12]. «῾Ο Καθηγητὴς Παναγιώτης Ν. Τρεμπέλας ὡς λειτουργιολόγος», ἐν Συμ­βο­­λή, ᾽Επιθεώρησις τοῦ ᾽Εκκλησιαστικοῦ Τυπικοῦ εἰς τὴν τάξιν τῆς ᾽Ορθοδόξου Λα­­τρεί­ας, 14 (Πεντηκοστὴ 2006) 3-4.
[13].  Περὶ τῆς προσωπικότητος καὶ τοῦ ἔργου του, βλ. Ἀξίες καὶ Πολιτισμός. Ἀ­φιέ­ρωμα στὸν Καθηγητὴ Εὐάγγελο Θεοδώρου, Ἀθήνα 1991. Βλ. καὶ περιοδ. ᾽Εκ­κλησία, ἔτος ΠΑ´, τεῦχ. 2, Φεβρουάριος 2004, σσ. 119-135.
[14]. ᾽Εκκλησία, ἔτος ΠΑ´, τεῦχ. 2, Φεβρουάριος 2004, σ. 123.
[15]. Γ. Ν. Μαντζαρίδη, «᾽Ιωάννου Φουντούλη, Τὸ λειτουργικὸν ἔργον Συμεὼν τοῦ Θεσσαλονίκης (Συμβολὴ εἰς τὴν ἱστορίαν καὶ θεωρίαν τῆς θείας Λατρείας)», Θεσσαλονίκη 1966, σ. 180, ἐν ῾Ελληνικὰ 20 (1967) 460.
[16]. Τὶς πληροφορίες γιὰ τὶς σπουδὲς τοῦ μακαριστοῦ Καθηγητοῦ ἀντλήσαμε ἀπὸ τὴ Θρησκευτικὴ καὶ ᾽Ηθικὴ ᾽Εγκυκλοπαιδεία 11 (1967) 1203-1204, καὶ κυ­ρίως ἀπὸ τὸ δικό του πολυγραφημένο ῾Υπόμνημα πρὸς τὴν Θεολογικὴν Σχολὴν τοῦ Ἀριστο­τελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Περὶ τῶν σπουδῶν, τῆς δράσεως καὶ τῶν ἐπι­στημονικῶν ἐργασιῶν αὐτοῦ, Θεσσαλονίκη 1969.
[17]. Λειτουργικὴ Α´. Εἰσαγωγὴ στὴ θεία Λατρεία, Θεσσαλονίκη 42004, σ. 20.
[18]. Συμεὼν ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, Τὰ λειτουργικὰ συγγράμματα. Ι Εὐχαὶ καὶ ῞Υμνοι, Θεσσαλονίκη 1968.
[19]. Γιὰ μία γενικότερη ἀποτίμηση τῆς σπουδαιότητας αὐτοῦ τοῦ μνημειώδους ἔργου, βλ. Κ. Καραϊσαρίδη (Πρωτοπρ.), «῾Ο λειτουργιολόγος ᾽Ιωάννης Φουντούλης μέσα ἀπὸ τὸ ἔργο του: “Ἀπαντήσεις εἰς Λειτουργικὰς Ἀπορίας”», ἐν Ἀναβαθμοὶ Λει­τουργικῆς Ζωῆς, Θεσσαλονίκη 2007, σσ. 107-169. Τὸ κείμενο αὐτὸ δημο­σι­εύ­εται καὶ στὸ παρὸν τιμητικὸν ἀφιέρωμα.
[20]. Ψαλμ. 23,1.

[21]. Σ. Σάκκου, «᾽Ιωάννης Φουντούλης, ὁ σοφὸς καὶ σεμνὸς λειτουργιολόγος», ἐν ᾽Ορθόδοξος Τύπος, 23-3-07, σ. 4.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ, ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.