Στις 19 και 20 Φεβρουαρίου του 2014 η Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ διοργανώνει διεθνές επιστημονικό συνέδριο με θέμα: 50 Χρόνια Λειτουργικής Έρευνας και Διακονίας στη Θεσσαλονίκη εις μνήμη του καθηγητή Ιωάννη Φουντούλη. Οι εργασίες του συνεδρίου θα λάβουν χώρα στην αίθουσα συνεδριάσεων της Ι. Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης και στην αίθουσα συνεδριάσεων της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ (1ος όροφος). Το απόγευμα της Πέμπτης 20 Φεβρουαρίου θα γίνει και η επίσημη παρουσίαση του συλλογικού τόμου προς τιμήν και μνήμην καθηγητή Ιωάννη Φουντούλη “Γηθόσυνον Σέβασμα“ στην αίθουσα τελετών της παλαιάς Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ. Δείτε παρακάτω το αναλυτικό πρόγραμμα και τους εισηγητές:
Έχει γραφεi ότι ἡ Θεσσαλονίκη θεωρεῖται ὡς ὁ κατ’ ἐξοχὴν «βιότοπος» τῆς ᾽Ορθοδόξου Θεολογίας. Καθοριστικὴ συμβολὴ στὴ διαμόρφωση αὐτῆς τῆς πραγματικότητας, στὴν ἀνάπτυξη δηλαδὴ καὶ καλλιέργεια τῶν θεολογικῶν σπουδῶν καὶ τῆς στηριγμένης στὴ βιβλική, πατερικὴ καὶ λειτουργικὴ παράδοση θεολογικῆς σκέψης καὶ παραγωγῆς, εἶχαν κορυφαῖοι Καθηγητὲς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ διεθνοῦς φήμης λειτουργιολόγος ᾽Ιωάννης Μ. Φουντούλης. Ἄνθρωπος καθημερινός, ἠπιόθυμος καὶ πρᾶος, μὲ μεγάλη διάκριση, ἁπλότητα καὶ χάρη· δάσκαλος σοφός, ἐζωσμένος τὸ λέντιον τῆς μαθητείας, καὶ μὲ ἀγάπη ποὺ «χρηστεύεται» καὶ «οὐ περπερεύεται».
Λειτουργιολόγος ἐρευνητὴς μὲ κριτικὴ σκέψη καὶ θεωρητικὸ ἐξοπλισμὸ πλούσιο, στοιχεῖα ποὺ τὸν ἀνέδειξαν σηματωρὸ καὶ κήρυκα «τῶν λειτουργικῶν πραγμάτων» στὴν ἐποχή μας. Γι’ αὐτὰ τὰ θέματα, «τὰ μικρὰ καὶ τὰ μεγάλα» τῆς θείας Λατρείας ἐργάσθηκε μὲ ἐπιμονή, ὑπομονὴ καὶ αἰσιοδοξία, ἐμπνεόμενος πάντοτε ἀπὸ τὸν ἅγιο Συμεὼν Θεσσαλονίκης καὶ τοὺς Κολλυβάδες. «Λέγω· –γράφει σὲ ἐπιστολή του πρὸς ἕνα λόγιο ἱερέα– Σπέρνε καὶ ὁ Θεὸς ἄς τὰ ποτίσει καὶ ἄς τὰ αὐξήσει. Ἄλλος ἐστὶν ὁ σπείρων καὶ ἄλλος ὁ θερίζων. ῾Η βελτίωσις τῶν λειτουργικῶν πραγμάτων εἶναι μακρόπνοος ὑπόθεσις καὶ ἔχει ἑκατοντάδες παραμέτρους».
Τὴν προσωπικότητα λοιπὸν καὶ τὸ μακρόπνοο ἔργο τοῦ ἔμπειρου λειτουργιολόγου, καὶ κατὰ τὴν εὐστόχως διατυπωθεῖσα ἔκφραση συνεχιστῆ «τῆς κολλυβαδικῆς λειτουργικῆς παραδόσεως», θὰ προσπαθήσουμε νὰ παρουσιάσουμε στὴ συνέχεια.
Ακολουθεί το βιογραφικό του αείμνηστου καθηγητή, το οποίο εκπόνησε ο αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ Παναγιώτης Σκαλτσής. Τα ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ ΔΡΩΜΕΝΑ δημοσιεύουν εδώ ένα μέρος από το πολυσέλιδο κείμενο, το οποίο έχει δημοσιευτεί στο συλλογικό τόμο: Σκαλτσής Παναγιώτης-Σκρέττας Νικόδημος (επιμ. έκδοσης), Γηθόσυνον Σέβασμα: Αντίδωρον Τιμής και Μνήμης εις τον Μακαριστόν Καθηγητήν της Λειτουργικής Ιωάννην Μ. Φουντούλην, τ. Α΄, εκδόσεις Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2013.
Ο ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΟΛΟΓΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ Ι. Μ. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗΣ (1927-2007).
Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ
῾Ο ᾽Ιωάννης Μ. Φουντούλης εἶναι γόνος τῆς Μικρασιατικῆς γῆς. Ἀπὸ γονεῖς Ἀϊβαλιῶτες γεννήθηκε στὸ Μεσαγρὸ τῆς Γέρας Λέσβου στὶς 26-11-1927. Στὴ γενέτειρά του ὁλοκλήρωσε τὰ ἐγκύκλια μαθήματα καὶ στὴ Μυτιλήνη τελείωσε τὸ ἑξατάξιο τότε Γυμνάσιο, κοντὰ σὲ καλοὺς δασκάλους. Οἱ καταβολές του αὐτὲς σφράγισαν καὶ τὴ μετέπειτα πορεία του, τὴν ὁποίαν διέκρινε ἡ μικρασιατικὴ ἀρχοντιά, ἡ ζυμωμένη στὰ λειτουργικὰ βιώματα εὐλάβεια, ἡ ὑπέρμετρη ἀγάπη γιὰ τὸν τόπο ποὺ τὸν ἀνέθρεψε, ὁ σεβασμὸς καὶ ἡ προβολὴ τῶν ἁγίων, τῶν μνημείων καὶ τοῦ πολιτισμοῦ τῆς ᾽Ιωνίας καὶ τῆς Λέσβου. Γι’ αὐτὰ μιλοῦσε κι ἔγραφε συνέχεια. ᾽Ενδεικτικὰ τῶν ἐμπειριῶν ποὺ καθόριζαν τὴ ζωή του εἶναι καὶ τὰ ὅσα σημειώνει γιὰ τὴν Κυδωνιάτισσα Παναγία. «Γνώρισα τὴν Παναγία Φανερωμένη τῶν Κυδωνιῶν ἀπὸ τότε ποὺ γνώρισα τὸν κόσμο. Γύρω ἀπὸ τὴν εὕρεση τῆς εἰκόνος της, τὰ θαύματά της, τὴν τιμὴ καὶ τὴν πανήγυρή της κατὰ τὰ ᾽Εννιάμερα, τὴ συρροὴ τῶν ἀναρίθμητων προσκυνητῶν χριστιανῶν καὶ μουσουλμάνων, στρέφονταν ἀτέλειωτες διηγήσεις τοῦ πατέρα μου, ποὺ τὸ σπίτι τους ἦταν ἀκριβῶς ἀπέναντι ἀπὸ τὸ “Ἁγίασμα” στὴ γωνία μὲ τὸ “πλατὺ σοκάκι”. Μ’ αὐτὴν ἦταν συνδεδεμένες ὅλες οἱ παιδικὲς καὶ νεανικές του ἀναμνήσεις. Μὰ τὸ πιὸ σπουδαῖο ἦταν πὼς ἡ ζωὴ τῆς οἰκογένειάς του κυλοῦσε πάντα κάτω ἀπὸ τὸ στοργικὸ μητρικὸ βλέμμα τῆς εἰκόνος της. Ἀντίγραφο τῆς Φανερωμένης εἶχε φέρει ἡ μητέρα του ἀπὸ τὸ Ἀϊβαλὶ κατὰ τὸ διωγμὸ τοῦ 1922 στὴ Μυτιλήνη, ποὺ ἦταν τὸ μόνο σχεδὸν ἀντικείμενο ποὺ διέσωσαν ἀπὸ τὸ σπίτι τους»[1].
Μ’ αὐτὴν τὴν πνευματικὴ καὶ πολιτισμικὴ θωράκιση μετέβη στὴν Ἀθήνα γιὰ σπουδὲς στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ ἀπὸ τὴν ὁποία ἔλαβε τὸ πτυχίο μὲ «Ἄριστα» τὸ ἔτος 1950. Κατὰ τὴ διάρκεια τῶν σπουδῶν του οἰκοδόμησε δυνατὲς φιλίες ποὺ τίμησαν ἀργότερα τὴν ᾽Εκκλησία καὶ τὴ θεολογία. Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα εἶναι ὁ σύνδεσμός του μὲ τὸ μακαριστὸ Μητροπολίτη Νέας Σμύρνης κυρὸ Χρυσόστομο Βοῦλτσο, γιὰ τὸν ὁποῖο σὲ εἰδικὴ γιαυτὸν ἐκδήλωση ἀναφέρει ὅτι «ἦταν πάντα τὸ “διὰ Χριστὸν παιδίον”. Ἀδιαφοροῦσε ἂν κανεὶς αὐτὴν τὴν ἐν ἁπλότητι καὶ ἀκακίᾳ παιδικὴ συμπεριφορά του τὴν ἐξελάμβανε ὡς ἀνωριμότητα… Ἄφηνε “ὑπόδειγμα” σ’ ὅλους ἐμᾶς φρονήματος καὶ πίστεως, ζωῆς καὶ ἐνεργείας, “τελείας ἀγάπης” ποὺ “ἔξω βάλλει” κάθε φόβο (Α´ ᾽Ιω. 4, 18), κάθε ὑπόκριση, κάθε κοσμικὸ φρόνημα, κάθε ἐπίγειο δοξάριο»[2].
Γνώρισε ἐπίσης στὴν Ἀθήνα τὴν ἁγιορειτικὴ παράδοση στὸ μετόχι τῆς Ἀναλήψεως τῆς ἱερᾶς Μονῆς Σίμωνος Πέτρας, στὴν περιοχὴ τοῦ Βύρωνος καὶ κοντὰ στοὺς ἔμπειρους μοναχοὺς καὶ βαθεῖς γνῶστες τῆς λειτουργικῆς, «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ»[3], ἀκριβείας, τοὺς πατέρες ῾Ιερώνυμο καὶ Φώτιο. ῾Η μαθητεία του αὐτὴ στὸ Ἀναλόγιο καὶ τὴν ἐν γένει λατρευτικὴ ἀτμόσφαιρα τοῦ Ναοῦ τῆς Ἀναλήψεως τοῦ ἔμαθε πολλὰ πράγματα, τὰ ὁποῖα ἀξιοποίησε καὶ διετύπωσε ἀργότερα τόσο στὸ συγγραφικό, ὅσο καὶ στὸ διδακτικό του ἔργο. Οἱ βασικές του π.χ. ἀρχὲς ὅτι τὸ τυπικὸ δὲν εἶναι θεωρητικὴ ὑπόθεση, ἀλλὰ διδάσκεται στὴν πράξη, αἰσθητοποιεῖ τὴν ἐν τῇ Λατρείᾳ ἑνότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος καὶ ἀποκαλύπτει τὸν νοῦν τῆς ἱερουργίας καὶ τὰ σημαινόμενα σ’ αὐτήν, ἔχουν τὶς ρίζες των καὶ στὴν κατὰ τὰ φοιτητικὰ χρόνια βιωματικὴ ἐμπειρία τοῦ μακαριστοῦ λειτουργιολόγου.
Σημαντικὸ σταθμὸ στὴν ἱστορική του διαδρομὴ ἀπετέλεσε καὶ ἡ στρατιωτική του θητεία ἀπὸ τὸ 1950 ἕως τὸ 1953 στὴ Δυτικὴ Μακεδονία καὶ κυρίως στὴν Καστοριά, τὴ Σιάτιστα καὶ τὸ Τσοτύλι. Ἀγάπησε αὐτὸν τὸν τόπο καὶ ἀγαπήθηκε ἀπὸ τοὺς κατοίκους του, τοὺς ὁποίους συναναστρεφόταν μὲ ἄνεση καὶ τὸν ἄκουγαν νὰ μιλάει κατὰ τὶς περιοδεῖες καὶ τὰ κηρύγματά του. Ἀξίζει νὰ ἐπισημάνουμε τὴ γνωριμία του μὲ τὸν μακαριστὸ π. Χρυσόστομο Ζαφειρόπουλο, τὸ «σύγχρονο ἅγιο τοῦ Τσοτυλίου», ὅπως ὁ ἴδιος σὲ δημοσιευμένη νεκρολογία χαρακτηρίζει[4]. Στὸ σπίτι αὐτοῦ τοῦ ἁγίου ἀνθρώπου, κατὰ προφορικὴ στὸν γράφοντα μαρτυρία, εἶδε γιὰ πρώτη φορὰ τὸ ἔργο τοῦ ἁγίου Συμεὼν Θεσσαλονίκης στὴν παλαίτυπη ἔκδοση τοῦ Πατριάρχου ῾Ιεροσολύμων Δοσιθέου (ἐν «Γιασίῳ τῆς Μολδαβίας» τό 1683). ῎Εκτοτε ἄρχισε καὶ τὸ ἐπιστημονικὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὸν λειτουργιολόγο Πατέρα, τοῦ ὁποίου τὰ κείμενα καὶ οἱ περὶ τὴν λατρεία Ἀποκρίσεις σημάδεψαν τὴ λειτουργική του σκέψη καὶ τὴν περὶ τὴν ἔρευνα σταδιοδρομία του.
Μετὰ τὴν στρατιωτική του θητεία, ὁ ᾽Ιωάννης Φουντούλης ἀπὸ τὸ 1953 ἕως τὸ 1956 ὑπηρέτησε ὡς βοηθὸς στὸ Θεολογικὸ Σπουδαστήριο τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν κοντὰ στὸν μακαριστὸ Καθηγητὴ τῆς Ἀρχαιολογίας Γεώργιο Σωτηρίου. ῎Ετσι ἐξηγοῦνται οἱ γνώσεις του ὅσον ἀφορᾶ τὴν βυζαντινὴ Ἀρχαιολογία ἀλλὰ καὶ τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ τὴν τέχνη σὲ σχέση μὲ τὴ θεία Λατρεία, μολονότι ὁ ἴδιος μὲ τὸ χιοῦμορ ποὺ τὸν διέκρινε ἔλεγε ὅτι δὲν εἶναι ἀρχαιολόγος οὔτε «υἱὸς ἀρχαιολόγου»! «᾽Εγὼ –ἀναφέρει κάπου– “ἐκ μέρους γινώσκω καὶ ἐκ μέρους προφητεύω” [5]. ῾Η εἰδικότητά μου εἶναι ἄλλη· ἡ Λειτουργική, ἡ ἱστορία δηλαδὴ καὶ ἡ θεωρία τῆς χριστιανικῆς Λατρείας. Σ’ αὐτὴν ὅμως ἀπολήγουν καὶ αὐτὴν ὑπηρετοῦν οἱ ἱερὲς τέχνες»[6]. Ἀκόμη καὶ τὸν τίτλο τῆς εἰδικότητάς του δὲν τὸν ἤθελε. Σὲ ἀνύποπτο χρόνο εἶχε ἐκφραστεῖ μὲ τὸ «μήπως εἶπα ὅτι εἶμαι Λειτουργιολόγος». Τοῦ ἄρεσε μόνο νὰ λέγει ὅτι «ὁ τίτλος “Καθηγητὴς τῆς Λειτουργικῆς” εἶναι ἐπαρκής»[7].
῾Η ἀλήθεια πάντως εἶναι ὅτι ὑπῆρξε κλητὸς λειτουργιολόγος, ἀφοῦ ἀπὸ πολὺ νέος ζυμώθηκε μὲ τὴ θεία Λατρεία[8] καὶ αὐτὴν ὑπηρέτησε ἕως τέλους. ῾Υπῆρξε κατὰ κοινὴν ἀναγνώριση ὁ λειτουργιολόγος τῆς ᾽Εκκλησίας[9] καὶ «δικαίως ἐθεωρήθη καὶ ἐτιμήθη ὡς αὐθεντία τῶν νεωτέρων χρόνων, καταλείψας μέγαν ἀριθμὸν συγγραμμάτων»[10]. ῞Οπως δὲ σημειώνει ὁ ὁμότιμος Καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ. κ. Στέργιος Σάκκος «ὅλη ἡ οἰκουμενικὴ ᾽Ορθοδοξία σεμνύνεται γιὰ τὸν ᾽Ιωάννη Φουντούλη, τὸν πιὸ μεγάλο καὶ σεμνὸ λειτουργιολόγο τῶν ἡμερῶν μας. ᾽Ιδιαίτερα τὸν καμάρωνε καὶ τὸν θεωροῦσε λαμπρὸ καύχημά του ὁ ἀείμνηστος Καθηγητής του στὴ Λειτουργικὴ Παναγιώτης Τρεμπέλας»[11].
῾Η ἀφετηρία τῆς λειτουργικῆς του σταδιοδρομίας βρίσκεται στὴν ἐκτίμηση ποὺ ἔτρεφε γι’ αὐτὸν ὁ μακαριστὸς Παναγιώτης Τρεμπέλας καὶ τὴ συνεργασία ποὺ εἶχε μαζί του. Σὲ ἐκδήλωση μάλιστα ποὺ ἔγινε στὴ Στεμνίτσα Γορτυνίας στὶς 2/10/2005 ὁ μαθητὴς ᾽Ιωάννης Φουντούλης ἀπέδωσε κατὰ τὸν καλύτερο τρόπο τὸ ὀφειλόμενο χρέος ἀπέναντι στὸ δάσκαλό του καὶ ἀποτίμησε τὸ ἔργο του λέγοντας· «῾Η μεγαλύτερη τιμή, γιὰ τὸν ὑποφαινόμενο, δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τοῦ νὰ ἀναγνωρίζει στὸν ἑαυτό του τὸ βλάστημα τοῦ ἐπιστημονικοῦ σπόρου, ἐκείνου, καὶ τὴν ὅποια καρποφορία σὰν συνέπεια τῆς σπορᾶς ἐκείνου… Πρωτοπόρος αὐτός, ὁραματίζεται τὴν ἔξοδο τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, τῆς ᾽Εκκλησίας, ἀπὸ μιὰ τυπικὴ λειτουργικὴ θρησκευτικότητα, στὴν ὁποία ζοῦσε καὶ τὴν ὁποία συντηροῦσε ἡ εὐλάβεια τοῦ χριστοφόρου κλήρου καὶ λαοῦ σὲ χαλεποὺς καιρούς, ποὺ εἶχαν ὅμως ἀνεπιστρεπτὶ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ παρέλθει. ῎Επρεπε ἡ λειτουργικὴ ζωὴ νὰ ἀναζωπυρωθεῖ κατὰ τὰ πρότυπα τῆς μεγάλης περιόδου τῆς ἀκμῆς τῶν χρόνων τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς ᾽Εκκλησίας. ῾Ο τύπος νὰ ξαναβρεῖ τὴν οὐσία. Τὸ πνεῦμα νὰ ἀνακαινίσει τὸ γράμμα. ῾Η Λατρεία νὰ ξαναγίνει ζῶσα καὶ λογική, τροφοδοτώντας τὴν μὲ ἐπίγνωση εὐσέβεια τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, προσφέροντάς του τὸ μάννα καὶ τὸ ὕδωρ τὸ ἐκ πέτρας στὴν ἔρημο τοῦ κόσμου, ἀνακαινίζοντάς τον ἐν Χριστῷ καὶ προάγοντας οὐσιαστικὰ τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας του. Μὲ ἄλλα λόγια: ῾Οραματίσθηκε ὅ,τι καὶ σήμερα ἐπιδιώκει ἡ ᾽Εκκλησία καὶ ἐργάζεται γιὰ τὴν ἐπίτευξή του, αὐτὴ δηλαδὴ τὴ λεγόμενη “Λειτουργικὴ ἀναγέννηση”»[12].
᾽Ενθαρρυνόμενος λοιπὸν ἀπὸ τὸν πρῶτο ἐπὶ τῆς Λειτουργικῆς σοφὸ καὶ ἔμπειρο δάσκαλό του, τὸν Παναγιώτη Τρεμπέλα, μετέβη στὸ Βέλγιο καὶ σπούδασε ἐπὶ τριετία (1956-1959) Φιλολογία καὶ ῾Ιστορία τῆς Χριστιανικῆς Ἀνατολῆς στὸ Ἀνατολικὸ ᾽Ινστιτοῦτο τοῦ Καθολικοῦ Πανεπιστημίου τῆς Louvain, ὅπου καὶ ἀρίστευσε. Παρακολούθησε ἐπίσης τὰ σχετικὰ μὲ τὴ Λειτουργικὴ μαθήματα στὴ Θεολογική, Φιλοσοφικὴ καὶ τὴ Σχολὴ Θρησκευτικῶν ᾽Επιστημῶν τοῦ ἐν λόγῳ Πανεπιστημίου. Φοίτησε ἀκόμη στὸ Ἀνώτατο Λειτουργικὸ ᾽Ινστιτοῦτο τοῦ Λειτουργικοῦ Κέντρου τῆς Μονῆς Mont-César στὴ Louvain. Στὸ πλαίσιο τῶν ἐπὶ τῆς Λειτουργικῆς σπουδῶν του στὸ Βέλγιο εἶχε τὴν εὐκαιρία νὰ μαθητεύσει κοντὰ σὲ διαπρεπεῖς λειτουργιολόγους ὅπως οἱ B. Capelle καὶ B. Botte. Οἱ μελετητὲς ἐπίσης τῆς Ἀνατολῆς G. Caritte καὶ R. Draguet ἦταν Καθηγητές του. ᾽Εργάσθηκε στὴ βιβλιοθήκη τῶν Βολλανδιστῶν στὶς Βρυξέλλες κοντὰ στὸν ἁγιολόγο ἐρευνητὴ π. Fr. Halkin καὶ γνώρισε ἀπὸ κοντὰ τὸν τρόπο λειτουργίας τῶν Λειτουργικῶν Κέντρων Chevetogne, Mont-César καὶ αὐτῶν στὸ Παρίσι.
Τὸ θερινὸ ἑξάμηνο τοῦ ἀκαδημαϊκοῦ ἔτους 1959-1960 μετέβη στὰ Τρέβηρα (Trier) τῆς Δυτικῆς Γερμανίας ὅπου παρακολούθηκε τὰ μαθήματα καὶ τὰ φροντιστήρια Λειτουργικῆς καὶ ῾Ομιλητικῆς τοῦ Καθηγητοῦ B. Fischer στὴν ἐκεῖ Θεολογικὴ Σχολή. ᾽Εργάστηκε ἐπίσης στὰ Λειτουργικὰ Κέντρα τῶν Τρεβήρων καὶ τῆς Μονῆς Maria Laach. Κατὰ τὰ ἔτη 1957-1960 παρακολούθησε τὰ τακτικὰ Λειτουργικὰ Συνέδρια τοῦ Ρωσικοῦ Θεολογικοῦ ᾽Ινστιτούτου τοῦ Ἁγίου Σεργίου στὸ Παρίσι, τὶς Λειτουργικὲς ῾Εβδομάδες γιὰ τοὺς Καθηγητὲς τῆς Λειτουργικῆς τοῦ Λειτουργικοῦ Κέντρου Mont-César καὶ τὸ Λειτουργικὸ Συνέδριο τοῦ Μονάχου (1960).
Μετὰ τὴν τριετὴ παραμονή του καὶ τὶς ἄριστες σπουδές του στὸ ἐξωτερικό, ἐπέστρεψε στὴν ῾Ελλάδα γιὰ νὰ ἀκολουθήσει λαμπρὴ ἀκαδημαϊκὴ καριέρα, ἀναγνωριζόμενος μάλιστα καὶ ἀπὸ ἐκτὸς τοῦ χώρου τῆς Θεολογίας ἐπιστήμονες καὶ πανεπιστημιακοὺς δασκάλους, φιλολόγους, ἀρχαιολόγους, βυζαντινολόγους, λαογράφους. Πολὺ συχνὰ στὰ Συνέδρια καὶ τὶς ἐπιστημονικὲς συναντήσεις ἀκουγόταν ἀπὸ τοὺς θύραθεν ἐρευνητὲς ἡ φράση· «῾Ο Φουντούλης ξέρει γράμματα». ῾Η ἐπιστημονικὴ–ἀκαδημαϊκή του σταδιοδρομία εἶχε τὴν ἑξῆς πορεία. Τὸ ἔτος 1961 διορίσθηκε βοηθὸς τῆς ἕδρας τῆς Λειτουργικῆς – ῾Ομιλητικῆς στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, θέση στὴν ὁποία ὑπηρέτησε ἕως τὸ ἔτος 1966. Κατὰ τὰ ἔτη 1961-1963 παρακολούθησε τὸν κύκλο τῶν μαθημάτων τοῦ Καθηγητοῦ τῆς ἕδρας κ. Εὐαγγέλου Θεοδώρου[13], καθὼς ἐπίσης καὶ τὸ πατρολογικὸ φροντιστήριο τοῦ μακαριστοῦ Καθηγητοῦ Παναγιώτου Χρήστου.
Τὸ Δεκέμβριο τοῦ ἔτους 1961 μετέβη γιὰ διάστημα ἑνὸς μηνὸς στὴν ᾽Ιταλία προκειμένου νὰ μελετήσει λειτουργικὰ χειρόγραφα στὶς Βιβλιοθῆκες Βενετίας, Φλωρεντίας, Βατικανοῦ καὶ Κρυπτοφέρρης. Τὸν ᾽Οκτώβριο τοῦ 1964 ἀναγορεύθηκε διδάκτωρ, ἀφοῦ ὑπέβαλε στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Α.Π.Θ. διατριβὴ μὲ θέμα: «῾Η εἰκοσιτετράωρος ἀκοίμητος δοξολογία». Στὸν πρόλογο αὐτῆς τῆς ἐργασίας πρωτίστως εὐχαριστεῖ τὸν Καθηγητή του κ. Εὐάγγελο Θεοδώρου «διὰ τὴν εὐμενῆ εἰσήγησιν καὶ τὰς πολυτίμους ὑποδείξεις».
Γενικότερα στὸν ἐξαίρετον αὐτὸν ἄνθρωπο, ἀκάματο ἐρευνητὴ καὶ σοφὸ δάσκαλο ὁ ᾽Ιωάννης Φουντούλης ἔτρεφε ἰδιαίτερο σεβασμὸ καὶ μεγάλη ἐκτίμηση. Σὲ ἐκδήλωση δὲ ποὺ ὀργάνωσε πρὸς τιμὴν τοῦ κ. Θεοδώρου ἡ ῾Ιερὰ Σύνοδος τῆς ᾽Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος (16 ᾽Ιανουαρίου 2004), μεταξὺ ἄλλων ὁ Καθηγητὴς ᾽Ιωάννης Φουντούλης τόνισε ὅτι «δὲν κατέχωσε τὸν θησαυρὸ τῆς λειτουργικῆς του ἀναδιφήσεως στὴ γῆ, ἀλλὰ τὸν κατέθεσε στοὺς τραπεζίτες, τὸν κυκλοφόρησε σὰν ὑγιὲς νόμισμα στὰ χέρια τῆς ᾽Εκκλησίας, στὰ χέρια τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Δὲν τὸν ἀπέσπασε δηλαδὴ ἀπὸ τὸν ἄμεσο καὶ ἀπώτερο σκοπό του· δὲν ἔμεινε ἐγωκεντρικὰ στὸν ναρκισσιστικὸ θαυμασμὸ τοῦ κάλλους τῆς Λατρείας, ποὺ ὅλο καὶ περισσότερο ἀνακάλυπτε· δὲν κλείστηκε στὸ σπουδαστήριο· δὲν μίλησε “εἰς τὸ οὖς”, ἀλλὰ κήρυξε “ἐπὶ τῶν δωμάτων”. ῏Ηταν καὶ εἶναι μαθητὴς καὶ διδάσκαλος, ὁ μύστης καὶ μυσταγωγός, ὁ κατηχούμενος καὶ κατηχητής, ὁ σοφὸς ποὺ σοφίζει καὶ ὁ πλούσιος ποὺ πλουτίζει τοὺς ἄλλους»[14].
῾Ο μακαριστὸς ᾽Ιωάννης Φουντούλης τὸ ἔτος 1966 ἐξελέγη ὑφηγητὴς τῆς ἕδρας τῆς Λειτουργικῆς-῾Ομιλητικῆς, ἀφοῦ ὑπέβαλε διατριβὴ μὲ τίτλο: «Τὸ λειτουργικὸν ἔργον Συμεὼν τοῦ Θεσσαλονίκης-(Συμβολὴ εἰς τὴν ἱστορίαν καὶ θεωρίαν τῆς θείας Λατρείας)». Μὲ τὴ μελέτη αὐτὴ γιὰ πρώτη φορὰ γίνεται εὐρύτερα γνωστὸ τὸ ἔργο τοῦ βυζαντινοῦ λειτουργιολόγου καὶ ἀναδεικνύονται οἱ ἱστορικὲς καὶ θεολογικὲς προϋποθέσεις τῶν ἑρμηνευτικῶν του κειμένων, τὰ ὁποῖα ἕως καὶ σήμερα θεραπεύουν κατὰ τὸν καλύτερο τρόπο τὸ αἴτημα τῆς λειτουργικῆς ἀναγέννησης «πάντοτε βεβαίως ἐπὶ τῆς γραμμῆς τῶν πηγῶν τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως»[15].
Ἀπὸ τὸ ἀκαδημαϊκὸ ἔτος 1966-1967 δίδαξε τὸν Βυζαντινὸ Λειτουργικὸ τύπο στοὺς δευτεροετεῖς φοιτητὲς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς ὡς ἐντεταλμένος ὑφηγητής. Μὲ τὴν ἀποχώρηση τοῦ Καθηγητοῦ κ. Εὐαγγέλου Θεοδώρου στὴν Ἀθήνα καὶ τὸν διορισμό του στὴ Διεύθυνση τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς ᾽Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος 1967-1968 δίδαξε καὶ τὸ μάθημα τῆς ῾Ομιλητικῆς στοὺς τριτοετεῖς φοιτητὲς τῆς Σχολῆς. Κατὰ τὰ ἔτη 1966-1967 καὶ 1967-1968 δίδαξε ῾Ομιλητική, ῾Υμνολογία καὶ Ἁγιολογία στὴν Ἀνωτέρα ᾽Εκκλησιαστικὴ Σχολὴ Θεσσαλονίκης, καθὼς ἐπίσης Λειτουργική, ῾Υμνολογία καὶ Ἁγιολογία στὸ Ἀνώτερο ᾽Εκκλησιαστικὸ Φροντιστήριο Θεσσαλονίκης[16].
Τὸ ἔτος 1969 ἐξελέγη τακτικὸς Καθηγητὴς τῆς ἕδρας Λειτουργικῆς–῾Ομιλητικῆς καὶ γιὰ τρεῖς περίπου δεκαετίες διακόνησε ἐπαξίως τὴ θεολογικὴ ἐπιστήμη, τὴν ᾽Εκκλησία καὶ τὴν κοινωνία. Στὸ διάστημα αὐτὸ διετέλεσε δύο φορὲς Κοσμήτορας ἀπὸ τὸ 1970-1973, Συγκλητικός, καὶ Πρόεδρος τοῦ Τμήματος Ποιμαντικῆς τὰ πρῶτα χρόνια τῆς λειτουργίας του (1982-1984). Δίδαξε ἐπίσης μαθήματα Λειτουργικῆς στὴν ᾽Εκκλησιαστικὴ Παιδαγωγικὴ ᾽Ακαδημία (Πυλαία) κατὰ τὰ ἔτη 1977-1985 καὶ Λειτουργικὴ στὸ Τμῆμα Θεολογίας. Διετέλεσε τακτικὸ μέλος τοῦ ΔΙΚΑΤΣΑ (1985-1995), μέλος τῶν ἐπιτροπῶν τοῦ ῾Ιδρύματος Κρατικῶν ῾Υποτροφιῶν, μέλος τῆς ἐπὶ τῆς Θείας Λατρείας ἐπιτροπῆς τῆς Διαρκοῦς ῾Ιερᾶς Συνόδου τῆς ᾽Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος καὶ τῆς Εἰδικῆς Συνοδικῆς ᾽Επιτροπῆς Λειτουργικῆς Ἀναγεννήσεως, καθὼς καὶ μέλος τῆς ᾽Επιτροπῆς Διαλόγου μὲ τοὺς Προχαλκηδονίους γιὰ θέματα Λειτουργικῆς καὶ Ποιμαντικῆς.
῾Ως ὑφηγητὴς καὶ λίγο ἀργότερα ὡς Καθηγητὴς καὶ Κοσμήτορας, διηύθυνε τὸ Φροντιστήριο τῶν ῾Ιεροκηρύκων τῆς ῾Ιερᾶς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης (ἀπὸ τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 1968) ἐπὶ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης κυροῦ Λεωνίδου. ῾Η ἀξιόλογη αὐτὴ προσπάθεια σὲ συνεργασία μὲ τοὺς Καινοδιαθηκολόγους ἑρμηνευτὲς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. μακαριστὸ Καθηγητὴ Σ. Ἀγουρίδη, τοὺς Καθηγητὲς κ.κ. Σ. Σάκκο, ᾽Ι. Καραβιδόπουλο καὶ τὸν τότε διδάκτορα μακαριστὸ Καθηγητὴ Β. Στογιάννο, ὠφέλησε τὰ μέγιστα τοὺς Ἱεροκήρυκες καὶ εἶχε ὡς καρπὸ τὴν ἔκδοση δύο τόμων μὲ τὴν ἑρμηνεία τῶν εὐαγγελικῶν περικοπῶν τῶν Κυριακῶν τοῦ ἔτους, καθὼς ἐπίσης τὴν ἔκδοση ῾Εσπερινῶν ῾Ερμηνευτικῶν ῾Ομιλιῶν μὲ θέμα 1. «᾽Ελπὶς ζῶσα» (Α´ Πέτρου) ὑπὸ Βασιλείου Π. Στογιάννου καὶ 2. Τὸ Σωτήριον Πάθος (Λουκᾶ κεφ. 22-23) ὑπὸ ᾽Ιωάννου Δ. Καραβιδοπούλου.
῾Ως Καθηγητὴς ἄνοιξε νέους ὁρίζοντες στὰ σχετικὰ μὲ τὴ θεία Λατρεία μαθήματα καὶ ἀναβάθμισε τὴ Λειτουργικὴ ᾽Επιστήμη δημιουργώντας μὲ τὶς πρωτοβουλίες καὶ τὶς ἐπιλογές του Σχολή, τὸ ἔργο τῆς ὁποίας ἀποτυπώνεται στὴν περὶ τὴν θεία Λατρεία πλούσια ἐρευνητικὴ παραγωγὴ σήμερα, στὴν ἀναβαθμισμένη τὰ τελευταῖα χρόνια λειτουργικὴ παιδεία κληρικῶν τε καὶ λαϊκῶν, ἀλλὰ καὶ στὸ ἐνδιαφέρον τῆς ποιμαίνουσας ᾽Εκκλησίας νὰ ἀποδέχεται καὶ νὰ ἐπεξεργάζεται τὴ δική του ἐπιστημονικὰ τεκμηριωμένη λειτουργικὴ γνώση καὶ μαρτυρία.
Φίλεργος πολύ, μεθοδικός, μὲ ἀγάπη στὸ ἀντικείμενό του καὶ ὁραματιστὴς μίας Λατρείας λογικῆς καὶ βιωματικῆς πορεύθηκε βάσει σχεδίου σὲ τρεῖς κατευθύνσεις, μὲ πρώτη τὴν ἐκπαιδευτικὴ διαδικασία, δεύτερη τὴ μελέτη τῶν πηγῶν καὶ τὴν ἔκδοση τῶν λειτουργικῶν κειμένων καὶ τρίτη τὸ ἄνοιγμα πρὸς τὴν κοινωνία καὶ τὴν ποιμαντικὴ ἀξιοποίηση τῆς ἐπιστημονικῆς του ἔρευνας.
῾Ως πρὸς τὸ πρῶτο ἐμπλούτησε τὸ ἐκπαιδευτικὸ πρόγραμμα μὲ λειτουργικὰ μαθήματα σὲ ὅλα σχεδὸν τὰ ἑξάμηνα τοῦ Τμήματος ποὺ διακονοῦσε, ὅπως Εἰσαγωγὴ στὴ θεία Λατρεία, ῾Ιστορία καὶ θεολογία τῆς Λατρείας, ῾Υμνολογία, Ἁγιολογία καὶ ῾Εορτολογία, ῾Ερμηνεία λειτουργικῶν κειμένων, ἱστορία καὶ θεωρία τοῦ κηρύγματος, Ψαλτικὴ καὶ Μουσικολογία. Τὸν ἐνδιέφεραν ἰδιαίτερα οἱ λειτουργικὲς τέχνες, γιατὶ ἀκριβῶς σ’ αὐτὲς ἐκφράζεται ἡ ὀρθόδοξη θεολογία καὶ ταυτισμένες μὲ τὴν παράδοση ἀποτελοῦν τὸ ἔρεισμα γιὰ τὴν πνευματικὴ καὶ πολιτισμικὴ ἀναβάθμιση καὶ ἀνάταση τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου. ᾽Οργάνωσε ἐπίσης τὸ ἑβδομαδιαῖο (κάθε Πέμπτη) Φροντιστήριο Λειτουργικῆς γιὰ τὴν ἄσκηση τῶν φοιτητῶν καὶ τὴ συμμετοχή τους στὰ τελούμενα. Στὸ Φροντιστήριο αὐτὸ ἔδιδε ξεχωριστὴ σημασία, γιατὶ τὸ θεωροῦσε ὄχι μόνο ὡς μία ἐποπτεία, ἀλλὰ καὶ ἕναν ὁραματισμὸ «γιὰ βελτίωση τῶν λειτουργικῶν μας πραγμάτων στὰ πλαίσια τῆς ἀπηκριβωμένης παραδόσεως καὶ τῆς ὀρθῆς τάξεως τῆς θείας Λατρείας»[17]. Ἀνάλογη σπουδαιότητα εἶχαν καὶ οἱ ἐκτὸς Σχολῆς λατρευτικὲς εὐκαιρίες κυρίως σὲ ῾Ι. Μονές, ἀλλὰ καὶ ἡ παρακολούθηση Λειτουργιῶν ἄλλων λειτουργικῶν τύπων στὴ Θεσσαλονίκη, ὅπως π.χ. Ἀρμενίων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν.
῾Ως πρὸς τὸ δεύτερο, τὴν ἐπιστημονικὴ δηλαδὴ ἔρευνα, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἔκδοση τῶν Εὐχῶν καὶ τῶν ῞Υμνων τοῦ ἁγίου Συμεὼν Θεσσαλονίκης[18], ποὺ ἀποτελοῦν ἕνα τμῆμα τοῦ ἀνέκδοτου ἔργου του, ὡς βαθὺς γνώστης τῆς χειρογράφου παραδόσεως καὶ τῶν λειτουργικῶν πηγῶν, ἀσχολήθηκε μὲ τὴν ἔκδοση τῶν λειτουργικῶν κειμένων καὶ τὴν ἐμβριθὴ μελέτη τῶν διαφόρων πτυχῶν τῆς θείας Λατρείας.
῾Ως πρὸς τὴν τρίτη κατεύθυνση τῶν λειτουργικῶν του ἐνδιαφερόντων καὶ ὁραματισμῶν, ἔδωσε μεγάλη σημασία στὴν ἐπικοινωνία καὶ ἐπαφὴ μὲ τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ γενικότερα καὶ εἰδικότερα μὲ τοὺς ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι ἔχουν τὴν εὐθύνη τῆς διαποίμανσης καὶ τῆς λειτουργικῆς του ἀγωγῆς. ᾽Εκτὸς ἀπὸ τὶς ὁμιλίες στὸ εὐρὺ κοινὸ πολλῶν Μητροπόλεων τῆς ῾Ελλαδικῆς ᾽Εκκλησίας, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἐξωτερικοῦ, συνέχισε τὸν ἐπὶ λειτουρικῶν θεμάτων διάλογο ποὺ εἶχε ξεκινήσει ἀπὸ τὸ ἔτος 1964 μὲ τοὺς ἱερεῖς στὸ περιοδικὸ «῾Ο ᾽Εφημέριος». Τὸ περιεχόμενο αὐτοῦ τοῦ διαλόγου, ποὺ ἔγινε μὲ πολλὴ ἀγάπη πρὸς τοὺς ἱερεῖς καὶ ἔδωσε λύσεις, ἱστορικῆς καὶ θεολογικῆς σημασίας, σὲ σημαντικὰ καὶ δύσκολα λειτουργικὰ ζητήματα, ἔχει ἐκδοθεῖ σὲ πέντε τόμους μὲ τὸν τίτλο «Ἀπαντήσεις εἰς Λειτουργικὰς Ἀπορίας»[19].
῾Ο συνδυασμὸς τῆς ἀκαδημαϊκῆς ἔρευνας μὲ τὴν ποιμαντικὴ λειτουργικὴ μόρφωση καὶ παιδεία ἀποτυπώθηκε καὶ στὰ Λειτουργικὰ καὶ Ἁγιολογικὰ Συνέδρια στὰ ὁποῖα εἶχε τὴν κύρια εὐθύνη. Ἀπὸ τοὺς σχετικοὺς δὲ τόμους ποὺ ἔχουν ἐκδοθεῖ διαπιστώνεται ἡ σημασία καὶ σπουδαιότητά των. Ἀπὸ τὸ 1991 ξεκίνησε μία ἄριστη συνεργασία μὲ τὸν μακαριστὸ Μητροπολίτη Δράμας κυρὸ Διονύσιο στὴν ῾Ιερὰ Μονὴ Εἰκοσιφοινίσσης, ἡ ὁποία διήρκεσε ἕως τὸ 2005, μὲ ἀποτέλεσμα τὴν ὀργάνωση δέκα λειτουργικῶν συνεδρίων παρουσίᾳ τῶν ἱερέων τῆς τοπικῆς αὐτῆς ᾽Εκκλησίας. ᾽Εκ τῶν συνεδρίων αὐτῶν ἐκδόθηκαν οἱ τόμοι τῶν ὀκτὼ μὲ σημαντικὲς εἰσηγήσεις τόσο τοῦ ᾽Ιωάννου Φουντούλη, ὅσο καὶ ἄλλων Καθηγητῶν καὶ συνεργατῶν του. Σὲ κάποιους μάλιστα ἐκ τῶν τόμων αὐτῶν δημοσιεύονται σὲ κριτικὴ ἔκδοση, μὲ μετάφραση καὶ σχόλια, τμήματα τοῦ ἔργου τοῦ ἁγίου Συμεὼν Θεσσαλονίκης ἀπὸ τὸν 155ο τόμο τῆς Patrologia Graeca, τὴν ἔκδοση τοῦ Δοσιθέου Ἱεροσολύμων στὸ ᾽Ιάσιο τῆς Μολδαβίας τὸ 1683 καὶ τὸν κώδικα Ζαγορᾶς 23. Ἀκόμη καὶ μετὰ τὴ συνταξιοδότησή του ἀπὸ τὸ Πανεπιστήμιο (31-8-1996), ὡς ῾Ομότιμος πλέον Καθηγητής, συνέχισε μὲ τὸν ἴδιο ζῆλο τὴν ἐρευνητικὴ δραστηριότητα, ἀλλὰ καὶ τὴν προσφορά του στὴν ᾽Εκκλησία.
Τὸ ἔτος 1998 ὀργανώθηκε στὴν ἰδιαίτερή του πατρίδα, τὴ Μυτιλήνη, τὸ πρῶτο Ἁγιολογικὸ ᾽Επιστημονικὸ Συνέδριο πρὸς τιμὴν τοῦ Νεομάρτυρος ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Βυζαντίου. Ἀκολούθησαν ἄλλα δύο, ἕνα τὸ ἔτος 2003 γιὰ τὸν ἅγιο Ἀνδρέα ἀρχιεπίσκοπο Κρήτης τὸν ῾Ιεροσολυμίτη καὶ πολιοῦχο ᾽Ερεσοῦ Λέσβου καὶ ἕνα τὸ ἔτος 2005 γιὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο ἐπίσκοπο Ἄσσου τὸ θαυματουργό. Καὶ τῶν τριῶν Συνεδρίων, τῶν ὁποίων οἱ τόμοι ἔχουν ἐκδοθεῖ, ψυχὴ καὶ ἰθύνων νοῦς ἦταν ὁ μακαριστὸς ᾽Ιωάννης Φουντούλης.
Ἀπὸ τὸ ἔτος 1999 ἡ ᾽Εκκλησία τῆς ῾Ελλάδος, στὸ πλαίσιο τῶν πρωτοβουλιῶν τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ Πάσης ῾Ελλάδος κυροῦ Χριστοδούλου γιὰ τὴν ἀναζωπύρηση τῆς λειτουργικῆς ζωῆς καὶ τὴν ἐπὶ λειτουργικῶν θεμάτων ἐνημέρωση τῶν στελεχῶν τῆς ῾Ελλαδικῆς ᾽Εκκλησίας, ξεκίνησε μία ἀξιόλογη καὶ πρωτοποριακὴ προσπάθεια διοργάνωσης Πανελληνίων Λειτουργικῶν Συμποσίων. Ἤδη ἔχουν γίνει δώδεκα Συμπόσια μὲ τὴν εὐλογία τῆς ῾Ιερᾶς Συνόδου τῆς ᾽Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος καὶ τὴν εὐθύνη τῆς Εἰδικῆς Συνοδικῆς ᾽Επιτροπῆς Λειτουργικῆς Ἀναγεννήσεως. ῾Ο ᾽Ιωάννης Φουντούλης ἦταν καὶ πάλι, τουλάχιστον στὰ ὀκτὼ ποὺ ἔλαβε μέρος, σταθερὸς στηριγμὸς καὶ πολύτιμος σύμβουλος.
᾽Ενδεικτικὸ τῆς ἐκ μέρους τῆς ᾽Εκκλησίας καὶ τῆς κοινωνίας ἀναγνώρισής του εἶναι καὶ τὸ ὅτι τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο τὸν τίμησε μὲ τὸ ὀφφίκιο τοῦ Ἄρχοντος Χαρτουλαρίου καὶ τοῦ ἐμπιστεύθηκε ἀπὸ τὸ ἔτος 1989, καὶ γιὰ μία δεκαπενταετία περίπου, τὴ διεύθυνση τοῦ Πατριαρχικοῦ ῾Ιδρύματος Πατερικῶν Μελετῶν. ᾽Επὶ τῶν ἡμερῶν του ὡς Διευθυντοῦ ἐγκαινιάσθηκε ἡ σειρὰ «Λειτουργικὰ Βλατάδων». ῎Ετσι ἐκδόθηκαν τὸ «Τυπικὸν» (1994) τοῦ Σκιαθίτη Οἰκονόμου καὶ πνευματικοῦ ἀπογόνου τῶν Κολλυβάδων π. Γεωργίου Ρήγα, τὰ «Ζητήματα Τυπικοῦ» (1999) τοῦ ἰδίου λογίου κληρικοῦ καὶ συγγραφέα καὶ τὸ ἔργο «Αἱ ἀρχαιόταται καὶ αἱ σύγχρονοι λειτουργίαι τῶν κυριωτέρων τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησιῶν» τοῦ λογίου ἱεράρχου Ἀμβροσίου Σταυρινοῦ. Ξεκίνησε ἐπίσης ἡ σειρὰ «Ψαλτικὰ Βλατάδων» (1998), ἐπανεκδόθηκε τὸ περιοδικὸ «᾽Ορθοδοξία» καὶ διευθετήθηκε τὸ θέμα τῆς τακτικῆς ἔκδοσης τοῦ ἐπιστημονικοῦ περιοδικοῦ «Κληρονομία».
῾Ο ᾽Ιωάννης Φουντούλης ἔτυχε καὶ ἄλλων διακρίσεων, ὅπως εἶναι ἡ ἐκ μέρους τῆς ᾽Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος ἀπονομὴ τοῦ παρασήμου τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καὶ ἡ ἀνακήρυξή του σὲ ἐπίτιμο διδάκτορα ἀπὸ τὴ Θεολογικὴ Σχολὴ Βελιγραδίου τὸ ἔτος 2003. ῾Η εἰσήγησή του κατὰ τὴν ἐπίσημη αὐτὴ τελετὴ εἶχε τὸν τίτλο· «Λειτουργική. ῾Η ἐπιστήμη τῆς θείας Λατρείας». ῾Η ῾Ιερὰ Μονὴ Σίμωνος Πέτρας ἀπὸ τοῦ ἔτους 1989 τοῦ ἐμπιστεύθηκε τὸν εἰσαγωγικὸ σχολιασμὸ καὶ τὴν ἐποπτεία τῆς ἀξιόλογης προσπάθειας ἔκδοσης τομιδίων, ὅπως τοῦ ῾Ιερατικοῦ, τοῦ Συλλειτουργικοῦ, τοῦ Προεστωτικοῦ καὶ ὁρισμένων κειμένων ἐκ τοῦ «Μεγάλου Εὐχολογίου». Τὰ κείμενα αὐτὰ μικρὰ στὸ μέγεθος, ἄριστα στὴν ἐμφάνιση καὶ μὲ παραδοσιακὰ κριτήρια ἐπιμελημένα ἔχουν τύχει εὐμενοῦς ἀποδοχῆς ἀπὸ τοὺς ἐνδιαφερόμενους καὶ συνιστοῦν ὑπόδειγμα μίας σύγχρονης, φροντισμένης καὶ σοβαρῆς ἔκδοσης τῶν λειτουργικῶν βιβλίων.
Ἀνάλογη συμβολὴ εἶχε καὶ στὴν ἀπὸ τὴν ῾Ιερὰ Μονὴ Παντοκράτορος τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἔκδοση τοῦ γνωστοῦ ἀπὸ τὸ δωδέκατο αἰώνα καὶ γιὰ τὴν ἰδιωτικὴ προσευχὴ τῶν κελλιωτῶν πατέρων προοριζόμενου βιβλίου μὲ τὸν τίτλο· «Ψαλτήριον μετὰ Τροπαρίων καὶ Εὐχῶν, ἤτοι τύπος κελλιωτικῆς Ἀγρυπνίας», Ἅγιον Ὄρος 2004.
῾Ο μακαριστὸς Καθηγητὴς λάτρευε κυριολεκτικὰ τὸ Ψαλτήριο. Τὸ ἔφερε πάντοτε στὴν τσέπη του, τὸ μελετοῦσε συνέχεια καὶ χωρὶς ὑπερβολὴ τὸ γνώριζε ἀπέξω. Πολὺ συχνὰ δὲ διάνθιζε τὸ γραπτὸ ἢ τὸν προφορικό του λόγο μὲ ἀνάλογα ψαλμικὰ χωρία. «Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς»[20], ἐπαναλάμβανε συνέχεια. Μέσα στὴν τύρβη τῶν προβλημάτων τῆς ζωῆς, στὴ μέριμνα γιὰ τὴν μετὰ τὴν πρόωρη κοίμηση τῆς ἀγαπημένης του συζύγου ῾Ελένης ἀνατροφὴ τῶν τριῶν παιδιῶν του, καὶ στὴν εὐθύνη γιὰ τὰ πανεπιστημιακὰ καὶ ἐρευνητικὰ καθήκοντά του, ἔπαιρνε δύναμη ἀπὸ τὴ θεία Λατρεία καὶ δὴ τὸ Ψαλτήριο. ῏Ηταν ὁ καθημερινός του κανόνας σὰν τοὺς παλαιοὺς ἐρημίτες καὶ ἀσκητὲς ποὺ μελετοῦσαν καὶ ἔψαλλαν τοὺς ψαλμοὺς «καθ’ ἑκάστην ἡμέρα καὶ νύκτα». Ἀκόμη καὶ κατὰ τὴν περίοδο τῆς ἐπώδυνης ἀσθένειάς του, ποὺ «ἔμοιαζε καρφωμένος στὸ σταυρό»[21], τὸ Ψαλτήριο μελετοῦσε μόνος του ἢ ἔβαζε κάποιον ἄλλον νὰ τοῦ τὸ διαβάζει.
Στὶς 24 ᾽Ιανουαρίου τοῦ σωτηρίου ἔτους 2007, παραμονὴ τῆς μνήμης τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου τὸν κάλεσε κοντά του ἐν σκηναῖς δικαίων. ῾Η ἐξόδιος ἀκολουθία, προεξάρχοντος τοῦ Παναγιωτάτου Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης κ. Ἀνθίμου, ἐψάλη τὴν 25 ᾽Ιανουαρίου στὸν Καθεδρικὸ Ναὸ τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας μὲ τὴ συμμετοχὴ πολλῶν ῾Ιεραρχῶν καὶ τὴν παρουσία συναδέλφων του, φίλων καὶ μαθητῶν του. Τὴν Α. Θ. Παναγιότητα, τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη, ἐξεπροσώπησε ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Τυρολόης καὶ Σερεντίου κ. Παντελεήμων, ῾Ομότιμος Καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ., σεβαστὸς καὶ ἀγαπητὸς συνάδελφος τοῦ ἀειμνήστου. ῾Ο Σεβ. Μητροπολίτης Καισαριανῆς, Βύρωνος καὶ ῾Υμηττοῦ καὶ Πρόεδρος τῆς Εἰδικῆς Συνοδικῆς ᾽Επιτροπῆς Λειτουργικῆς Ἀναγεννήσεως κ. Δανιὴλ ἐξεπροσώπησε τὴν ῾Ιερὰν Σύνοδον τῆς ᾽Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος. ῞Ολοι ὅσοι παρέστησαν καὶ συμπροσευχήθηκαν στὸ Ναὸ τὸν συνόδευσαν στὴν τελευταία του κατοικία στὸ δημοτικὸ κοιμητήριο τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου στὴ Θέρμη, μὲ τὴν εὐχὴ ἡ μνήμη του νὰ εἶναι αἰωνία καὶ τὸ ἔργο του νὰ προβληθεῖ καὶ νὰ ἀξιοποιηθεῖ ὅσο γίνεται περισσότερο γιὰ τὸ καλὸ τῆς Θεολογικῆς ᾽Επιστήμης καὶ τοῦ πληρώματος τῆς ᾽Εκκλησίας.
[21]. Σ. Σάκκου, «᾽Ιωάννης Φουντούλης, ὁ σοφὸς καὶ σεμνὸς λειτουργιολόγος», ἐν ᾽Ορθόδοξος Τύπος, 23-3-07, σ. 4.