Leonhard Lehmann, Ο άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης γράφει στους κυβερνήτες: Η αγαπητική παρρησία ενός φτωχού


Εισήγηση στο 13ο Διαχριστιανικό Συμπόσιο με θέμα «Χριστιανικός βίος και πολιτική εξουσία» που διεξήχθη στο Μιλάνο (28-30 Αυγούστου) 

IMG_5396Σκοπός της μικρής μου συμβολής στο παρόν Συμπόσιο είναι να δείξει με ποιο τρόπο ο Φραγκίσκος ενώ από τη μια πλευρά αρνιόταν οποιαδήποτε θέση εξουσίας απέναντι στους άλλους και ιδιαίτερα στο εσωτερικό της αδελφότητάς του, από την άλλη απευθυνόταν ως «ταπεινός καί ἀξιοκαταφρόνητος δοῦλος» σε διάφορες κατηγορίες ανθρώπων, ζητώντας απ’ αυτούς να εισακούουν τον Λόγο του Θεού και να τηρούν τις εντολές Του. Ως παράδειγμα θα πραγματευθούμε την επιστολή του προς όλους τους κυβερνήτες η οποία φανερώνει πώς ένας άνθρωπος δίχως εξουσία, ένας  “δια Χριστόν σαλός” ή ένας προφήτης, μπορεί να απευθύνεται ελεύθερα στους ισχυρούς κερδίζοντας αν όχι την προσοχή τουλάχιστον τον σεβασμό τους.

“Οι αδελφοί να μην έχουν καμιά εξουσία, κυρίως μεταξύ τους”

Από την άποψη αυτή, ο Φραγκίσκος διαφοροποιείται όχι μόνο από την κοινωνία αλλά και από τα άλλα μοναστικά τάγματα, κυρίως από τον μοναχισμό που είχε και έχει μια αυστηρή ιεραρχική δομή: οι μοναχοί καθοδηγούνται από τον ηγούμενο σε ένα μοναστήρι και από τον αβά σε ένα αβαείο. Μόλις δέκα χρόνια μετά τη μεταστροφή του, όταν αναζητούσε ονομασίες για τα διακονήματα εντός της διαμορφούμενης αδελφότητας, ο Φραγκίσκος υπαγορεύει στον πρώτο του Κανόνα:

Καί κανείς νά μήν ἀποκαλεῖται ἀνώτερος, ἀλλά ὅλοι ἀδιακρίτως νά ἀποκαλοῦνται ἐλάσσονες ἀδελφοί. Καί ὁ ἕνας νά πλένει τά πόδια τοῦ ἄλλου[1]. (Rnb 6,3-4: FF 23).[2]

Το πλύσιμο των ποδιών, σύμφωνα με τη χειρονομία του Ιησού (Ιω 13-14), στα μοναστικά περιβάλλοντα δεν ήταν απλώς ένα λειτουργικό δρώμενο της Μεγάλης Πέμπτης, αλλά και μια καθημερινή πρακτική στο εσωτερικό της κοινότητας και ιδιαίτερα απέναντι στους επισκέπτες και τους προσκυνητές που έφταναν στην πύλη της μονής. Παρόλα αυτά όμως οι μοναχοί δεν οδηγούνταν από το παράδειγμα του Ιησού στη διδασκαλία και στην πρακτική μιας χειροπιαστής ισότητας: η κοινότητα παρέμενε -όπως εξάλλου και η φεουδαλική κοινωνία του Μεσαίωνα-διαρθρωμένη πάνω σε μια οιονεί εξαγιασμένη ιεραρχική δομή. Ο Φραγκίσκος αντίθετως εφαρμόζει μέχρι κεραίας τη διδασκαλία του Ιησού, αρνούμενος το όνομα και τον ρόλο ενός ηγουμένου, δηλαδή κάποιου που έχει την πρωτοκαθεδρία, το γενικό πρόσταγμα, ένα είδος εξουσίας πάνω στους άλλους. Πόσο κομβική, πόσο ριζωμένη και τεκμηριωμένη στο Ευαγγέλιο είναι η άρνηση της εξουσίας για τον Φραγκίσκο φαίνεται από ένα μεγαλύτερο απόσπασμα του προαναφερθέντος Κανόνα:

 Παρομοίως, οἱ ἀδελφοί νά μήν ἔχουν σ’ αὐτό καμία ἐξουσία καί κυριότητα, πρωτίστως μεταξύ τους. Γιατί ὅπως λέει, πράγματι, ὁ Κύριος στό Εὐαγγέλιο: «Οἱ ἡγέτες τῶν ἐθνῶν ἀσκοῦν ἀπόλυτη ἐξουσία πάνω τους καί οἱ ἄρχοντες τά καταδυναστεύουν. Μεταξύ τῶν ἀδελφῶν ὅμως δέν πρέπει νά συμβαίνει αὐτό. Ὅποιος ἀπό αὐτούς θέλει νά γίνει μεγάλος, πρέπει νά γίνει ὑπηρέτης τους[3] καί δοῦλος. Καί ὅποιος ἀνάμεσά τους εἶναι ὁ ἀνώτερος πρέπει νά γίνει σάν τόν κατώτερο»[4]. (Rnb 5,9-12: FF 19).

Ο Φραγκίσκος απαρνιέται οποιαδήποτε μορφή εξουσίας στην αδελφότητά του, η οποία πρέπει να είναι τέτοια όχι μόνο κατ’ όνομα αλλά και εν τοις πράγμασι: όλοι είναι αδελφοί, ανάμεσά τους πρέπει να δεσπόζουν αδελφικές σχέσεις, ανεξαρτήτως ηλικίας, κοινωνικής καταγωγής (ευγενικής ή αστικής) και μορφωτικού επιπέδου (πεπαιδευμένοι και αναλφάβητοι). Για να αποφύγει οποιαδήποτε παρερμηνεία ο Φραγκίσκος προσθέτει et servus στο βιβλικό παράθεμα από το Κατά Ματθαίον, σύμφωνα με το οποίο ο Ιησούς φέρεται να λέγει:

Ὑμεῖς δὲ μὴ κληθῆτε ραββί· εἷς γὰρ ὑμῶν ἐστιν ὁ διδάσκαλος, ὁ Χριστός· πάντες δὲ ὑμεῖς ἀδελφοί ἐστε. Καὶ πατέρα μὴ καλέσητε ὑμῶν ἐπὶ τῆς γῆς· εἷς γάρ ἐστιν ὁ πατήρ ὑμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. Μηδὲ κληθῆτε καθηγηταί· εἷς γὰρ ὑμῶν ἐστιν ὁ καθηγητής, ὁ Χριστός. Ὁ δὲ μείζων (maior) ὑμῶν ἔσται ὑμῶν διάκονος (minister). Ὅστις δὲ ὑψώσει ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, καὶ ὅστις ταπεινώσει ἑαυτὸν ὑψωθήσεται. (Mτ 23, 8-12).

Σε ολόκληρο τον πρώτο μη εγκεκριμένο Κανόνα αλλά και στον οριστικό του 1223, που εγκρίθηκε από τον πάπα Ονώριο Γ΄ μέσω σχετικής βούλας, το λειτούργημα του “ηγουμένου” περιγράφεται με τον διπλό προσδιορισμό minister et servus. Ο εμψυχωτής της αδελφότητας είναι πρώτα απ’ όλα κάποιος που διακονεί, κάποιος που χορηγεί “πνεύμα και ζωή”, όπως ο Φραγκίσκος λέει στους κληρικούς που τελούν τα μυστήρια (Testamentum, 13). Ο “ηγούμενος” στην φραγκισκανική προοπτική είναι ένας ελάσσων ανάμεσα στους ελάσσονες, ο δούλος όλων των άλλων. Η ανάδειξή του μέσω εκλογής εκ μέρους της κοινότητας -στην περίπτωση του γενικού Προϊσταμένου και των επαρχιακών Προϊσταμένων- ή κατόπιν επιλογής -στην περίπτωση του φύλακα- δεν πρέπει να βιώνεται απ’ αυτόν ως αφορμή έπαρσης και επιβεβαίωσης της εξουσίας του. Έχοντας επίγνωσης αυτού του πειρασμού, ο Φραγκίσκος λέει σε μια από τις Νουθεσίες του:

Αλίμονο σ’ εκείνο το μοναχό που εξυψώνεται από τους άλλους, και κατόπιν αρνείται με τη θέλησή του να ταπεινωθεί. Μακάριος αντίθετα ο δούλος εκείνος (Μτ 24,46) που δεν εξυψώνεται από τη δική του θέληση και επιθυμεί πάντα να είναι υποπόδιο όλων των άλλων.(Am 19, 3-4: FF 169).

Είναι αξιοπρόσεκτο ότι ο Φραγκίσκος χρησιμοποιεί ένα αντιθετικό σχήμα για να εκφράσει με ενάργεια την ιδέα του γύρω από την υπακοή και την ταπείνωση. Πρώτα εφιστά την προσοχή με ένα “αλίμονο”, στη συνέχεια εξαίρει με ένα “μακάριος”, δηλαδή αρχίζει με την αρνητική περίπτωση και ολοκληρώνει με τη θετική. Και στο περίφημο Ύμνο των δημιουργημάτων βρίσκουμε τη διαδοχή του “αλίμονο” και του “μακάριοι”:

Αλίμονο σ’ εκείνους που θα πεθάνουν με θανάσιμα αμαρτήματα:

  μακάριοι εκείνοι που θα τους βρει να τηρούν τις αγιότατες εντολές σου, γιατί ο δεύτερος θάνατος δεν θα τους βλάψει[5]. (Cant 13: FF ? ) controllare la citazione

Στην παραπάνω Νουθεσία προκαλεί ενδιαφέρον ότι ο Φραγκίσκος υπογραμίζει τη θέληση του ανθρώπου: ο πρώτος αρνείται με τη θέλησή του να ταπεινωθεί”, ο δεύτερος «δεν εξυψώνεται από τη δική του θέληση και επιθυμεί πάντα να είναι υποπόδιο όλων των άλλων ”. Ο πρώτος ευνοήθηκε από τους άλλους που τον εξύψωσαν αλλά αφού εξελέγη δεν ήθελε πλέον να ταπεινωθεί, προσκολλήθηκε στο αξίωμά του, στη θέση του την οποία θέλει να εκμεταλλευθεί προς ίδιον όφελος. Αφ’ ής στιγμής κατέκτησε ή μάλλον δέχθηκε την εξουσία δεν θέλει να την εγκαταλείψει. Ένας τέτοιος μοναχός δεν είναι πραγματικός ελάσσων αδελφός γιατί προδίδει την ελαχιστότητα.

Ο πραγματικός ελάσσων αδελφός δεν λαχταράει την καριέρα, δεν επιθυμεί να εκλεγεί, αλλά εξυψώνεται όχι με τη δική του θέληση και, αφού βρεθεί στην ανώτερη θέση, διατηρεί ακοίμητη την επιθυμία να «είναι υποπόδιο όλων των άλλων». Αυτός ο αδελφός δεν απολαμβάνει την εκλογή, δεν επωφελείται από τη θέση του, αλλά πραγματώνει το λειτούργημά του σύμφωνα με την πρόθεση του ιδρυτή. Είναι πράγματι διάκονος και δούλος, όχι μόνο πλένοντας τα πόδια των άλλων αλλά ακόμη περισσότερο θέτοντας τον εαυτό του κάτω από τα πόδια των άλλων. Αυτό που ισχύει στο εσωτερικό της αδελφότητας, ισχύει και απέναντι στην Εκκλησία και στους εκπροσώπους της. Σύμφωνα με τον Κανόνα οι αδελφοί υπόσχονται να τηρούν «τήν φτώχεια, τήν ταπεινότητα καί τό ἅγιο Εὐαγγέλιο τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ», «παραμένοντας πάντα ὑποκείμενοι καί ὑπήκοοι στά πόδια αὐτῆς τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας, σταθεροί στήν καθολική πίστη» (Rb 12,4).

IMG_5472

Αυτό το ιδεώδες της υποταγής εκφράζεται στον ποιητικό Χαιρετισμό προς τις αρετές, που κορυφώνονται στην δοξολογία της απροϋπόθετης υπακοής:

Ἡ ἁγία ὑπακοή διαλύει κάθε ἴδιο θέλημα σωματικό καί σαρκικό, / και κρατά το σώμα του καθένα ἀπονεκρωμένο ἐξαιτίας τῆς ὑπακοῆς στό πνεῦμα καί τῆς ὑπακοῆς στόν ἀδελφό του·/καί τότε αὐτός εἶναι ὑποκείμενος καί ὑποταγμένος (subditus et suppositus) σέ ὅλους τους ἀνθρώπους πού ὑπάρχουν στόν κόσμο,/καί ὄχι στούς ἀνθρώπους μόνο, ἀλλά καί σέ ὅλα τά ζῶα καί τά ἄγρια θηρία,/ἔτσι ὥστε νά μποροῦν νά τόν κάνουν ὅ,τι θέλουν, / στό μέτρο πού θά τούς ἐπιτραπεῖ ἀπό ψηλά[6] ἀπό τόν Κύριο. (SalVirt 14-18: FF 258).

“Σε κανέναν κυρίαρχος, κυριαρχημένος απ’ όλους: έτσι πρέπει να είναι αυτό το ανώνυμο υποκείμενο που ορίζεται, παρεμπιπτόντως, ως αδελφός του αδελφού του.[7] «Σε οποιοδήποτε περιβάλλον ο Φραγκίσκος υπογραμμίζει την υποταγή για την πραγμάτωση της ελαχιστότητας, που συμπύκνωσε το όραμα για την ίδια του την ύπαρξη και για το Τάγμα του. Έτσι στον χώρο της εργασίας οι αδελφοί δεν πρέπει να αναλαμβάνουν διευθυντικές θέσεις αλλά μόνο θέσεις υπηρεσίας με την κυριολεκτική σημασία του όρου, όπως λέγει ο πρώτος Κανόνας:

Ὅλοι οἱ ἀδελφοί, ὅπου κι ἄν βρίσκονται κοντά σέ ἄλλους γιά ὑπηρεσία καί ἐργασία, νά μήν κάνουν οὔτε τούς ἀρχιγραμματεῖς, οὔτε τούς διαχειριστές (camerarii neque cancellarii) στά σπίτια ὅπου ὑπηρετοῦν. Οὔτε νά δέχονται κανένα ἄλλο ἀξίωμα πού εἶναι δυνατόν νά προκαλέσει σκάνδαλο στόν πλησίον καί ζημιά στήν ψυχή τους[8]. Ἀλλά νά εἶναι ἐλάσσονες καί νά ὑποτάσσονται σέ ὅλους ὅσοι κατοικοῦν στό ἴδιο σπίτι. (Rnb 7,1-2).[9]

Στον ίδιο Κανόνα ο Φραγκίσκος προτείνει σε αυτούς που πηγαίνουν στους μη χριστιανούς πρώτα απ’ όλα «νά ἀποφεύγουν τίς φιλονικίες καί τίς λογομαχίες, ἀλλά νά ὑποτάσσονται σέ κάθε ἀνθρώπινη ἐξουσία, γιά χάρη τοῦ Κυρίου[10] καί νά ὁμολογοῦν ὅτι εἶναι χριστιανοί» (Rnb 16,6).[11]

Ο ίδιος ο ιδρυτής παρέμεινε πιστός σε αυτή την προγραμματική αρχή μέχρι τον θάνατό του. Πάντα ήθελε να είναι υποκείμενος σε κάποιον άλλο, ή και «φυλακισμένος στα χέρια» ενός φύλακα, όπως ο ίδιος λέει στη Διαθήκη του, που γράφτηκε στις τελευταίες εβδομάδες της ζωής του:

Ἐγώ θέλω σταθερά νά ὑπακούω στόν γενικό προϊστάμενο αὐτῆς τῆς ἀδελφότητας καί στόν ἄλλο ἡγούμενο στόν ὁποῖο ἐκεῖνος θά εὐαρεστηθεῖ νά μέ παραπέμψει. Καί ἔτσι θέλω νά εἶμαι φυλακισμένος στά χέρια του, ὥστε νά μήν μπορῶ νά ἐνεργήσω ἤ νά κάνω κάτι πέρα ἀπό τήν ὑπακοή καί τή θέλησή του, γιατί αὐτός εἶναι ὁ κύριός μου (Test 27-28: FF 124).

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Φραγκίσκος ως ιδρυτής θέλει να είναι αυτός που υποτάσσεται περισσότερο σε όλους. Και εκείνοι που έχουν επωμισθεί την διοίκηση των άλλων θα πρέπει να είναι περισσότερο υποταγμένοι από τους άλλους, για να αντισταθμίσουν έτσι τη φαινομενική εξύψωσή τους. Με κάθε τρόπο, ο Φραγκίσκος δεν χάνει ευκαιρία να τονίσει ότι οι διάκονοι και δούλοι που έχουν κληθεί να καθοδηγήσουν τους αδελφούς, πρέπει «νά τούς ἐπισκέπτονται καί νά τούς νουθετοῦν, καί νά τούς διορθώνουν μέ ταπεινότητα καί ἀγάπη, χωρίς νά τούς προστάζουν κάτι πού ἀντιτίθεται στήν ψυχή τους καί στόν Κανόνα μας». (Rb 10,1: FF? ). Ακριβώς επειδή οι «ηγούμενοι» έχουν κληθεί να υπηρετήσουν ο Φραγκίσκος διατηρεί την ονομασία τους ως «διακόνων και δούλων» και στον οριστικό Κανόνα του 1223 και στη Διαθήκη του 1226, αν και στο μεταξύ ο αριθμός των αδελφών αυξήθηκε πολύ και τα λειτουργήματα του Τάγματος διαφοροποιήθηκαν σε αυτό του γενικού προϊσταμένου όλης της αδελφότητας και των επαρχιακών προϊσταμένων σύμφωνα με τη διαίρεση σε επαρχίες (πρβλ. Rb 9). Ενώ οι δομινικανοί αποαλούν τον δικό τους ηγούμενο “Γενικό Διδάσκαλο”, οι φραγκισκανοί συνεχίζουν να τον αποκαλούν “Γενικό Προϊστάμενο”.

Ποιοι είναι οι λόγοι για τους οποίους ο Φραγκίσκος επιμένει στην ονομασία “διάκονος και δούλος”; Ένας από αυτούς έχει ήδη επισημανθεί. Πρόκειται για την κυριολεκτική και ριζοσπαστική εφαρμογή του ευαγγελικού μηνύματος (Μτ 20,26-28· 23,10-12). Πιθανόν να υπήρξε και μια επίδραση ορισμένων προγενέστερων μοναστικών κειμένων, όπως του 7ο κεφαλαίου του Κανόνα του αγίου Βενεδίκτου της Νούρσιας και της Πραγματείας γύρω από τους βαθμούς της ταπείνωσης του αγίου Βερνάρδου του Κραιρβώ. Όμως ο ισχυρότερος λόγος είναι το παράδειγμα του ίδιου του Ιησού Χριστού, ο οποίος «ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων οὐχ ἁρπαγμὸν ἡγήσατο τὸ εἶναι ἴσα Θεῷ, ἀλλ’ ἑαυτὸν ἐκένωσε μορφὴν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος, καὶ σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ» (Φιλ 2,6-8). Η εισακουσθείσα κάθοδος, η ενσάρκωση του Θεού που έγινε άνθρωπος συγκινεί τον Φραγκίσκο σε τέτοιο βαθμό, ώστε αυτός το 1223 στο Greccio, να αναπαραστήσει τη γέννηση του Χριστού μεταμορφώνοντας τη μεσαιωνική κωμόπολη σε δεύτερη Βηθλεέμ. Αυτός όπως κανείς άλλος μέχρι τότε υμνεί την ταπείνωση του Θεού κυρίως στα Χριστούγεννα και στη θεία λειτουργία. Αυτός που θέλει να ακολουθήσει τον Χριστό, συνεπώς, πρέπει να μιμηθεί την ταπείνωσή του. Για τον λόγο αυτό ο Φραγίσκος απευθύνει στους αδελφούς την ακόλουθη προτροπή: «Ἀτενίστε, ἀδελφοί, τήν ταπεινότητα τοῦ Θεοῦ καί μπροστά του ἀνοῖξτε τίς καρδιές σας[12]• ταπεινωθεῖτε κι ἐσεῖς, γιά νά ἐξυψωθεῖτε ἀπ’ αὐτόν[13]»  (Επιστολή προς όλο το Τάγμα, 3, 28). Αυτός που ατενίζει την κένωση του Θεού που συντελέστηκε στην Ενσάρκωση δεν μπορεί παρά να σκύβει για να πλύνει τα πόδια των άλλων και να είναι πρόθυμος να διακονήσει όπως διακόνησε ο Χριστός. Αυτός που στοχάζεται πώς ο Υιός του Παντοδύναμου αρνείται κάθε εξουσία, δεν μπορεί παρά να αρνηθεί κάθε ανθρώπινη εξουσία και κάθε είδους καριέρας. Πράγματι, το να είναι κανείς διάκονος και δούλος, το να είναι ελάσσων αδελφός, υποκείμενος και υποταγμένος, αποτελεί την ουσία της φραγκισκανικής ταυτότητας.[14] Αν και ο όρος “ελαχιστότητα” δεν εντοπίζεται ούτε στα κείμενα του Φραγκίσκου ούτε στις πρώιμες βιογραφίες του, ωστόσο συμπυκνώνει τον πυρήνα και την καινοτομία του φραγκισκανικού χαρίσματος. Η ονομασία «Τάγμα ελασσόνων αδελφών» (“Ordo fratrum minorum”) που δόθηκε στην αδελφότητα αντανακλά τη συμπεριφορά των αδελφών όπως την περιγράφει ο Θωμάς Τσελάνο στο έργο του Βίου του μακαρίου Φραγκίσκου  (Vita beati Francisci) το 1228:

Και πράγματι ήταν Ελάσσονες, υποκείμενοι σε όλους και αναζητούσαν την τελευταία θέση και τις υπηρεσίες οι οποίες συνεπάγονται μια κάποια ταπείνωση (1 Cel 38: FF 386).

Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι το πλαίσιο που έχει μέχρι τώρα περιγραφεί αφορά μόνο τις αρχές του Τάγματος των Ελασσόνων, μέχρι περίπου το 1220. Αυτή τη χρονιά, κατά τη διάρκεια της συνέλευσης των αδελφών που πραγματοποιήθηκε στον ναό της Αγίας Μαρίας της Porziuncola, ο Φραγκίσκος «υπέβαλε την παραίτησή του από το αξίωμα του ηγουμένου (officium prelationis), λέγοντας ενώπιον όλων των αδελών: “Από τώρα και στο εξής εγώ είμαι νεκρός για σας. Όμως ιδού ο αδελφοός Πέτρος Cattani, στον οποίο εγώ και εσείς θα υπακούουμε”. Στη συνέχεια ο μακάριος Φραγκίσκος γονάτισε μπροστά στον αδελφό Πέτρο και του υποσχέθηκε υπακοή και σεβασμό. Από εκείνη τη στιγμή μέχρι τον θάνατό του υπήρξε υπήκοος (subditus) όπως οποιοσδήποτε από τους άλλους αδελφούς» (Legenda Perusina 105: FF 1661). Το ίδιο έτος η αδελφότητα δέχθηκε να αποκαλείται “Τάγμα των ελασσόνων Αδελφών”. Με αφορμή τη συγκεκριμένη  σύμπτωση ανάμεσα στην παραίτηση του Φραγκίσκου από την καθοδήγηση της αδελφότητας και στη μεταμόρφωση της τελευταίας σε τάγμα, ο μελετητής της αδελφότητας συμπεραίνει: «Αυτή η άρνηση της εξουσίας στον Φραγκίσκο της Ασίζης παρά τον ολοφάνερο και αποφασιστικό χαρακτήρα της συνοδεύεται από μια αποδοχή του θεσμού»[15]. Κατά τη διάρκεια αυτής της θεσμοποίησης προκύπτουν διοικητικές απαιτήσεις. Ποιες είναι αυτές οι απαιτήσεις και πώς συμβιβάζονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με τις ευαγγελικές επιλογές του Φραγκίσκου αποτέλεσε το αντικείμενο του βιβλίου του Dalarun. Κατά τη γνώμη του, τα κρίσιμα χρόνια είναι τα εξής: το 1220, το 1239 και το 1260. Η διοικητική φυσιογνωμία του Τάγματος αλλάζει δραματικά μετά την καθαίρεση του αδελφού Ηλία (1239) και με τους Κανονισμούς της Narbona το 1260 που επανασυγκροτεί ο Bonaventura και οι οποίοι αυξάνουν την πραγματική εξουσία των ηγουμένων γενικά και του επικεφαλής του Τάγματος ειδικότερα. Η αδελφότητα των μετανοούντων της Ασίζης χωρίς καμιά εξουσία -εκτός από την πνευματική και ηθική- μεταμορφώνεται σε παγκόσμιο Τάγμα, με διδασκάλους, επισκόπους και καρδιαναλίους και, συνεκδοχικά, σε έναν σημαντικό και ισχυρό οργανισμό στην Εκκλησία και στην κοινωνία.

Ας επιστρέψουμε όμως στον Φραγκίσκο που αυτοπροσδιορίζεται «αμαθής και αγράμματος» (Επιστολή προς όλο το Τάγμα, 39)[16], “νέος δια Χριστόν σαλός”, “servus parvulus” e “pauperculus” απ’ όπου πηγάζει το πολύ διαδεδομένο όνομα στην Ιταλία: ο «Φτωχούλης». Αφού διαπιστώσαμε πως αυτός αρνιόταν κάθε εξουσία, ας εξετάσουμε πώς συμπεριφερόταν απέναντι στους ισχυρούς αυτού του κόσμου, σχολιάζοντας την Επιστολή του προς τους κυβερνήτες των λαών.

IMG_5382

Ο φτωχούλης που στερείται εξουσίας γράφει στους ισχυρούς

Κατά τη διάρκεια των ιεραποστολικών του ταξιδιών, ο Φραγκίσκος απευθύνθηκε σε κάθε κατηγορία ανθρώπου: στους φτωχούς και στους ισχυρούς, στους κλέφτες και στους πρίγκιπες, στους χωρικούς και στους εμπόρους, στον απλό λαό και στους ευγενείς. Μολονότι προτιμούσε τη συντροφιά των ασήμαντων, δεν αρνιόταν την πρόσκληση του κόμη Ορλάνδου. Από τη μια πλευρά ο Φραγκίσκος ορίζει στον Κανόνα οι αδελφοί να κηρύττουν στις ενορίες μόνο αφού έχουν εξασφαλίσει τη σχετική άδεια του επισκόπου και του εφημερίου, από την άλλη όμως τολμά να κηρύξει στον πάπα Ιννοκέντιο Γ΄ και στον πάπα Ονώριο Γ΄. Και όπως λένε κάποιες πηγές, κήρυξε ακόμη και στον σουλτάνο al-Malik-al Kậmil. Σε αυτό το ιστορικό ταξίδι στους μουσουλμάνους, που μαρτυρείται από πολλούς χρονογράφους από την Αγγλία μέχρι τους Αγίους Τόπους, από συγγραφείς φραγκισκανούς και μη[17], ο Φραγκίσκος διαμόρφωσε μια νέα κατανόηση της θρησκείας τους, που την εποχή εκείνη θεωρείτο εχθρική καθώς και ένα νέο άνοιγμα προς όλους ανεξάρτητα από την θρησκεία και από την κοινωνική τους θέση. Όμως επειδή οι ασθένειες του Φραγκίσκου επιδεινώνονταν μετά από εκείνο το ταξίδι στην Ανατολή και αυτός δεν μπορούσε πλέον να έρθει σε άμεση επαφή με τους ανθρώπους, εντατικοποίησε την αποστολική του δραστηριότητα μέσω των επιστολών. Διαθέτουμε μια σχετική μαρτυρία στην αρχή της Επιστολής του προς όλους τους πιστούς:

Όμως, αναλογιζόμενος ότι εξαιτίας της ασθένειας και της ατονίας του σώματός μου, δεν είμαι σε θέση να επισκεφθώ τον καθένα σας προσωπικά, αποφασίζω να σας απευθύνω την παρούσα επιστολή και το μήνυμα, όπου εκθέτω τα λόγια του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, που είναι ο Λόγος του Πατρός, και τα λόγια του Αγίου Πνεύματος, που πνεύμα εστί και ζωή (Ιω 6,63)» (2η Επιστολή προς τους πιστούς 3).

Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι μετά το έτος 1220 έχουμε επιστολές του Φραγκίσκου που απευθύνονται ακριβώς όχι μόνο “σε όλους τους πιστούς”, αλλά και “σε όλους τους άνδρες και τις γυναίκες που κατοικούν σε όλον τον κόσμο” (2η Επιστολή προς τους πιστούς 1), καθώς και εργότερα την πολύ πιο θαρραλέα Επιστολή στους κυβερνήτες των λαών, η οποία παρά τη φτωχή μαρτυρική της τεκμηρίωση θεωρήθηκε γνήσια τόσο από τον K. Esser όσο και από τον C. Paolazzi[18]. Τη χωρίζουμε σε τέσσερα τμήματα, προκειμένου να αναδείξουμε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της.

Ο συνδυασμός ταπείνωσης και θάρρους

Όπως σε όλες τις επιστολές του έτσι και σ’ αυτήν ο Φραγκίσκος παρουσιάζεται με μεγάλη ταπείνωση ως “δούλος εν Κυρίω τω Θεώ” των αποδεκτών και θεωρώντας τον εαυτό του “ταπεινό και αξιοκαταφρόνητο”. Infatti, la circolare inizia così:

Σέ ὅλους τους τοπικούς ἄρχοντες καί τούς πρόξενους, τούς δικαστές καί τούς κυβερνῆτες ὅλων τῶν περιοχῶν τοῦ κόσμου καί σέ ὅλους τους ἄλλους, στούς ὁποίους θά φθάσει αὐτή ἡ ἐπιστολή, ὁ ἀδελφός Φραγκίσκος, ταπεινός καί ἀξιοκαταφρόνητος δοῦλος σας ἐν Κυρίῳ τῷ Θεῷ, εὔχεται σέ ὅλους σας ὑγεία καί εἰρήνη (Επιστολή προς τους κυβερνήτες των λαών 1, στο εξής ΕΚΛ: FF 210).

Οι αποδέκτες κατομάζονται στην αρχή. Ανάμεσά τους οι «τοπικοί άρχοντες και οι πρόξενοι», ακριβής ονομασίας για την διοίκηση των δήμων και της Ασίζης στην εποχή του Φραγκίσκου. Αυτή η ακρίβεια στη γνώση της κοινωνικής πραγματικότητας είναι μια ισχυρή ένδειξη για τη γνησιότητα της επιστολής, η οποία, πάντως, δεν απευθύνεται μεμονωμένα στους κυβερνήτες στην Ασίζη και στην Ιταλία, αλλά και στους «κυβερνήτες κάθε περιοχής του κόσμου», δηλαδή σε όλους όσοι κατέχουν διοικητική εξουσία.  Σήμερα θα λέγαμε ότι το κείμενο του Φραγκίσκου είναι μια ανοιχτή επιστολή σε όλους τους πολιτικούς. Στη συνέχεια της εισαγωγής διευρύνει ακόμη περισσότερο τον κύκλο των αποδεκτών, εφόσον ο Φραγκίσκος προσθέτει και «καί σέ ὅλους τους ἄλλους, στούς ὁποίους θά φθάσει αὐτή ἡ ἐπιστολή». Θα λέγαμε, όποιος ενδεχομένως δει το χαρτί του Φραγκίσκου καλείται να το διαβάσει, γιατί το περιεχόμενό του αφορά όλους ανεξαιρέτως και ιδιαίτερα τους ισχυρούς αυτού του κόσμου. Μετά τη φιλοφρόνηση προς τους αποδέκτες της επιστολής ο αποστολέας συστήνεται όπως πάντα ως «αδελφός Φραγκίσκος». Θέλει να είναι ο αδελφός όλων, μιλώντας σε όλους προσωπικά. Δεν θεωρεί τον εαυτό του ανώτερο των άλλων, απεναντίας αυτοπροσδιορίζεται ως δικός τους δούλος εν Κυρίω και προσθέτει πως είναι «ταπεινός και αξιοκαταφρόνητος». Το ακολουθείν τον Χριστό τον καλεί στην διακονία και στην ελαχιστότητα, ως χαρακτηριστικά της ζωής σύμφωνα με το Ευαγγέλιο. Και σύμφωνα επίσης με το Ευαγγέλιο ο Φραγκίσκος δεν εύχεται τίποτε άλλο εκτός από «υγεία και ειρήνη» (salutem et pacem), την υγεία και την ειρήνη αυτού του κόσμου και αυτής της παρούσας ζωής, αλλά και τη σωτηρία και την ειρήνη της προσδοκώμενης αιώνιας ζωής. Έτσι παρατηρούμε ήδη στον πρώτο στίχο της Επιστολής προς τους κυβερνήτες των λαών τον συνδυασμό ενός μεγάλου θάρρους και μιας βαθιάς ταπείνωσης. Αυτή η τελευταία χαρακτηρίζει τον Φραγκίσκο, ως ελάσσονα αδελφό, μα ακριβώς επειδή αυτός νιώθει «δούλος εν Κυρίω», συμμετέχει επίσης και στην αποστολή εκείνου και θέλει να ευαγγελιστεί ολόκληρο τον κόσμο. Με αυτή την έννοια στο πρόσωπό του είναι ενωμένες η ειλικρινής ταπείνωση χωρίς συμπλέγματα κατωτερότητας και η πλήρης συνείδηση μιας παγκόσμιας αποστολής.

IMG_4886

Η σχετικότητα της εξουσίας και της ιδιοκτησίας μπροστά στον θάνατο

Το πρώτο και τελευταίο πράγμα που ο Φραγκίσκος θέτει μπροστά στα μάτια των αποδεκτών της επιστολής του είναι ο θάνατος, η οποία κρίνει την έσχατη μοίρα κάθε ανθρώπου. Μετά τον χαιρετισμό το κείμενο συνεχίζει ως εξής:

Στοχαστεῖτε καί δεῖτε ὅτι ἡ μέρα τοῦ θανάτου πλησιάζει[19]. Σᾶς παρακαλῶ, λοιπόν, μέ ὅλο τόν σεβασμό πού διαθέτω, παρόλες τίς ἐγκόσμιες φροντίδες καί μέριμνες πού ἔχετε, φροντίστε νά μή λησμονεῖτε τόν Κύριο καί νά μήν παρεκκλίνετε τῶν ἐντολῶν του, ἐπειδή ὅλοι αὐτοί πού λησμονοῦν τόν Κύριο καί ἀπομακρύνονται ἀπό τίς ἐντολές του εἶναι καταραμένοι[20] καί θά λησμονηθοῦν ἀπ’ αὐτόν[21]. Καί ὅταν θά ἔρθει ἡ μέρα τοῦ θανάτου, ὅλα αὐτά πού πίστευαν ὅτι ἔχουν, θά τούς ἀφαιρεθοῦν. Καί ὅσο πιό σοφοί καί πιό ἰσχυροί ὑπῆρξαν σ’ αὐτόν τόν κόσμο, τόσο μεγαλύτερα βάσανα θά ὑποφέρουν στήν κόλαση[22]. (ΕΚΛ 2-5: FF 211).

Η πρώτη προτροπή της επιστολής είναι ταυτόχρονα και το μότο της: στοχαστείτε την εγγύτητα του θανάτου! Ζήστε με την προοπτική της τελικής κρίσης. Αυτό είναι το περιεχόμενο του μηνύματος του Φραγκίσκου. Ακολουθώντας τον τόνο του χαιρετισμού δεν εντέλλεται αλλά «με όλο τον σεβασμό» που διαθέτει, δηλαδή με σεβασμό και ταπείνωση. Έχοντας πλήρη επίγνωση των πολλών κοσμικών μεριμνών που βασανίζουν τους πολιτικούς ο Φραγκίσκος τους παρακαλεί δύο πράγματα:  να μην λησμονούν τον Θεό και να μην παρεκκλίνων των εντολών Του. Αμφότερες οι παρακλήσεις του είναι θεμελιωμένες στην Παλαιά Διαθήκη και παραπέμπουν στην αρχαία συμμαχία ανάμεσα στον Γιαχωέ και στον λαό του. Με τον τρόπο αυτό, η παράκληση του Φτωχούλη είναι πολύ γενική και μπορεί να γίνει αποδεκτή από τους χριστιανούς καθώς επίσης και από τους εβραίους και τους μουσουλμάνους, εφόσον αυτές οι τρεις θρησκείες που αναγνωρίζουν τον Αβραάμ ως πατέρα της πίστης του και τον Μωυσή ως εκπρόσωπο του λαού με τον οποίο ο Θεός συνήψε συμμαχία. Είναι ενδιαφέρον ότι ο Φραγκίσκος συχνά ευλογεί σε πρώτο πρόσωπο ποτέ όμως δεν καταράται άμεσα αλλά πάντα μέσω ενός βιβλικού παραθέματος, εν προκειμένω με έναν στίχο του Ψαλμού 118.  Ακόμη και για να εκφράσει την παραδοχή ότι αυτοί που λησμονούν τον Θεό θα λησμονηθούν απ’ αυτόν καταφεύγει σε μια απειλή που διατύπωσε ο προφήτης Ιεζεκιήλ.

Αυτός που κατέχει πολλά είναι απασχολημένος με τα αγαθά του και δεν σκέφτεται τον Θεό. Αυτή η πραγματικότητα αντιπαραβάλλεται με τον θάνατο που για τον καθένα αποτελεί ένα σίγουρο δεδομένο: «θά ἔρθει ἡ μέρα τοῦ θανάτου». Την ώρα εκείνη ο μελλοθάνατος πρέπει να αφήσει όλα του τα αγαθά, θα τον συνοδεύουν μόνο οι αρετές του, τα πράγματα που προσέφερε στους άλλους, τα έργα της φιλανθρωπίας και τις προσευχές που αφιέρωσε στον Θεό. Είναι αξιοσημείωτη η λεπτότητα με την οποία ο Φραγκίσκος εκφράζει την απατηλή ιδιοκτησία των πλουσίων: Αυτοί πίστευαν ότι κατέχουν πολλά αγαθά, όμως στην πραγματικότητα κατέχουν λιγοστά. Εξαπατήθηκαν γιατί προσέδεσαν την καρδιά τους στα υλικά πράγματα που περνούν, αντί να “συσσωρεύουν θησαυρό στον ουρανό”. «Ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ καὶ ἡ καρδία ὑμῶν ἔσται» (Λκ 12,34). Αιχμηρή είναι η προειδοποίηση του Φραγκίσκου για τους σοφούς και τους ισχυρούς αυτού του κόσμου: «… ὅσο πιό σοφοί καί πιό ἰσχυροί ὑπῆρξαν σ’ αὐτόν τόν κόσμο, τόσο μεγαλύτερα βάσανα θά ὑποφέρουν στήν κόλαση». Σε αυτό την αφοριστική θέση εκφράζεται όλη η καχυποψία του Φραγκίσκου απέναντι στη σοφία και στην εξουσία, και όλη η εσχατολογική του πίστη: παράδεισος, καθαρτήριο και κόλαση. Τέλος παρατηρούμε ότι ο Φραγκίσκος ούτε δαιμονοποιεί ούτε καταδικάζει την εξουσία και την ιδιοκτησία καθαυτές, αλλά εφιστά την προσοχή στους μεγάλους κινδύους που διατρέχουν εκείνοι που είναι προσκολλημένοι σ’ αυτές. Αυτή η στάση απέναντι στην ιδιοκτησία και στην εξουσία είναι ακριβώς η ίδια με εκείνη που περιέγραψε ο Ιησούς στην επί του Όρους Ομιλία και στους Μακαρισμούς.

Η έκκληση στους χριστιανούς να κοινωνούν

Η γενική νουθεσία που μέχρι τώρα απευθύνεται σε όλους τους κυβερνήτες των τριών θρησκειών που συνυπάρχουν στο περιβάλλον του Φραγκίσκου, εστιάζεται πλέον στους καθολικούς:

Γι’ αὐτό ἐγώ σᾶς συμβουλεύω μέ ἐπιμονή, κύριοί μου, ἀφοῦ ἀφήσετε κατά μέρος κάθε ἄλλη φροντίδα καί μέριμνα, νά δεχθεῖτε μέ προθυμία τό ἁγιότατο σῶμα καί τό ἁγιότατο αἷμα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ σέ ἁγία ἀνάμνηση ἐκείνου. (ΕΚΛ 6: FF 212).

Σχετικά με την τελική κρίση των ανθρώπων καθοριστικό δεν είναι μόνο το γεγονός ότι αυτοί λησμόνησαν τον Θεό, αλλά για τους χριστιανούς και το γεγονός ότι δεν συμμετείχαν στην μυστηριακή ζωή. Το να σκέφτεται κανείς τον Θεό συνεπάγεται και την επιθυμία να μεταλαμβάνει. Από τη μια πλευρά είναι απαραίτητο κανείς να απομακρυνθεί από κάθε κοσμική φροντίδα και μέριμνα προκειμένου να προετοιμαστεί η καρδιά του να δεχθεί τον Θεό. Από την άλλη πρέπει κανείς να θέλει και να επιθυμεί (libenter) την επίσκεψη του Κυρίου που πραγματοποιείται στην θεία κοινωνία, η οποία την εποχή του Φραγκίσκου συμπεριλάμβανε και το Σώμα και το Αίμα Του. Με την έκκλησή του στους χριστιανούς να λαμβάνουν «τό ἁγιότατο σῶμα καί τό ἁγιότατο αἷμα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ», ο Φραγκίσκος απηχεί τη διδασκαλία της δ΄ Συνόδου του Λατερανού (1215), η οποία ορίζει ότι κάθε χριστιανός πρέπει να μεταλαμβάνει τουλάχιστον μια φορά τον χρόνο, il quale prescrisse che ogni credente dovesse comunicarsi almeno una volta nell’anno, κατά προτίμηση την περίοδο του Πάσχα. Από την υψηλή ευχαριστιακή θεολογία  που αναπτύσσει ο Φραγκίσκος στην Επιστολή του προς τους κληρικούς και στην Νουθεσία Ι[23] παραμένει στην υπό εξέτασιν επιστολή προς τους πολιτικούς μόνο η άποψη ότι η θεία ευχαριστία τελείται «σέ ἁγία ἀνάμνηση ἐκείνου». Συνεπώς, ο Φραγκίσκος γνωρίζει την εντολή του Ιησού “Τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν» (Λκ 22, 19), όπως επίσης γνωρίζει ότι σε θεία λειτουργία επαναλαμβάνεται με αναίμακτο τρόπο ο σταυρικός θάνατος του Χριστού και η ανάστασή Του. Ο σεβασμός του Φραγκίσκου προς αυτό το μυστήριο είναι τόσο μεγάλος που το αποκαλεί πάντα «αγιότατο» και το προβάλλει σε κάθε επιστολή του, συμπεριλαμβανομένης και αυτής προς τους πολιτικούς όλου του κόσμου.

IMG_5673

Η ιδέα ενός δημόσιου σινιάλου ώστε ο Παντοδύναμος Θεός να δοξολογείται από όλους

Η μεγαλύτερη καινοτομία σε αυτή την επιστολή αφορά το σινιάλο που καλεί όλους τους χριστιανούς να δοξάσουν τον Θεό. Είναι η δεύτερη έκκληση που διατυπώνεται στην καρδιά του κειμένου:

Καί νά θελήσετε νά ἀποδίδετε στόν Κύριο τόσο μεγάλη τιμή ἀνάμεσα στόν λαό ἡ κηδεμονία τοῦ ὁποίου σᾶς ἔχει ἀνατεθεῖ, ὥστε κάθε βράδυ, μέσω ἑνός τελάλη ἤ κάποιου ἄλλου σινιάλου, νά καλεῖτε ὅλον τόν λαό νά ἀναπέμπει αἴνους καί εὐχαριστίες πρός τόν παντοδύναμο Κύριο Θεό. Ἄν δέν τό κάνετε αὐτό, νά ξέρετε ὅτι θά πρέπει νά ἀποδώσετε λόγο γι’ αὐτό ἐνώπιόν του Κυρίου καί Θεοῦ σας Ἰησοῦ Χριστοῦ τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως[24] (ΕΚΛ 7-8: FF 213).

Γράφοντας με αυτούς τους όρους, «ο Φραγκίσκος είχε σίγουρα στον νου του τη δημόσια πρόσκληση των μουσουλμάνων στην προσευχή»[25], φανερώνοντας με αυτή την πρωτοβουλία «μια διαθρησκειακή ευαισθησία που υπερβαίνει κάθε σύνορο όταν πρόκειται για τη δοξολογία του Θεού».[26] Σχετικά με αυτή την επιθυμία η πρώτη Επιστολή στους ηγουμένους είναι ακόμη πιο σαφής. Σ’ αυτήν μιλά με τέτοιο τρόπο για τη δοξολογία του Θεού που θα πρέπει να αναφέρεται σε μια συνήθεια που ίσχυε ακόμη στην εποχή του. Ο Φραγκίσκος παρακαλεί τους φύλακες, δηλαδή εκείνους που έχουν την ευθύνη για τις περιπλανώμενες και μόνιμες ομάδες των ελασσόνων αδελφών[27]:

Καί σχετικά μέ τούς ὕμνους πρός τον Θεό, σέ ὅλους τους λαούς πρέπει νά ἀναγγέλλετε καί νά κηρύττετε αὐτό, πώς σέ κάθε ὥρα καί ὅταν σημαίνουν οἱ καμπάνες, πάντα ἀπ’ ὅλους τους ἀνθρώπους νά ἀναπέμπονται ὕμνοι καί εὐχαριστίες στόν παντοδύναμο Θεό σέ ὁλόκληρο τόν κόσμο» (1η Επιστολή προς τους ηγουμένους 8: cfr. FF 243).[28]

Προκαλεί έκπληξη η συχνή χρήση των όρων universus και totus: “ab universo populo”, “per totam terram”. Ο Φραγίσκος έχει Francesco έχει στον νου του ολόκληρη την ανθρωπότητα επιθυμώντας μια δοξολογία του Θεού που να είναι πραγματικά παγκόσμια. Ειδικότερα, ο συντάκτης της επιστολής επιθυμεί, για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, ολόκληρη η γη και όλη η ανθρωπότητα να αναφέρονται δοξολογικά στον παντοδύναμο Θεό. Εφόσον η ιδέα είναι καινοφανής και ασυνήθιστη, αυτός νιώθει την ανάγκη να υπογραμμίσει επαναλαμβάνοντας: όλα τα έθνη, όλος iο λαός, πάντα, σε ολόκληρη τη γη.[29]

Παρατηρώντας τις διαφορές ανάμεσα στις δύο επιστολές, επισημαίνουμε ότι η δεύτερη είναι πιο επιτακτική: Ενώ η Επιστολή προς τους κυβερνήτες μιλά για δημόσια δοξολογία “κάθε βράδυ”, η Επιστολή προς τους ηγουμένους θέλει «σέ κάθε ὥρα (omni hora) καί ὅταν σημαίνουν οἱ καμπάνες, πάντα ἀπ’ ὅλους τους ἀνθρώπους νά ἀναπέμπονται ὕμνοι καί εὐχαριστίες στόν παντοδύναμο Θεό σέ ὁλόκληρο τόν κόσμο». Πιθανόν με την έκφραση «κάθε ὥρα» να εννοεί «κάθε λειτουργική ώρα», δηλαδή την Πρώτη, την Τρίτη, την Τέταρτη, την Ενάτη κ.λπ.

Αξιοσημείωτη είναι και μια ακόμη διαφορά: Ενώ η Επιστολή προς τους κυβερνήτες αναθέτει την πρόσκληση του λαού για κοινή προσευχή σε ένα «τελάλη» ἤ «μέσω κάποιου ἄλλου σινιάλου», (per nuntium vel per aliud signum), η Επιστολή προς τους ηγουμένους συγκεκριμενοποιεί το σινιάλο της πρόσκλησης λέγοντας: «ὅταν σημαίνουν οἱ καμπάνες». Απευθυνόμενος στους ηγουμένος, δηλαδή στους αδελφούς του, ο Φραγκίσκος αναφέρεται στις καμπάνες που χρησιμοποιούνται στον χριστιανικό κόσμο, ενώ όταν απευθύνεται στους κυβερνήτες όλης της γης παραμένει πιο ανοιχτός και γενικόλογος, μιλώντας για «τελάλη» ἠ «κάποιο άλλο σινιάλο», υπονοώντας τον muezzin του Ισλάμ και άλλα πρόσωπα ή σινιάλα που χρησιμοποιούνται στη δημόσια διοίκηση.

Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να δείχνει ότι τελεσφόρησε η ιδέα μιας κοινής πρόσκλησης στην προσευχή πιστών από διαφορετικές θρησκείες. Αυτοί που έλαβαν την επιστολή του Φτωχούλη δεν αναγνώρισαν τη δυνατότητα που αυτή προσέφερε και θεώρησαν την ιδέα ανέφικτη και υπερβολικά ουτοπική. Μερικοί ηγούμενοι ίσως συνειδητά εξαφάνισαν αυτές τις επιστολές ή τουλάχιστον εμπόδισαν τη διάδοσή τους. Εν πάση περιπτώσει, η φτωχή χειρόγραφη παράδοση της Επιστολή προς τους ηγουμένους και εκείνης προς τους Κυβερνήτες των λαών είναι ενδεικτική όχι τόσο της αμφιβαλλόμενης πατρότητάς τους[30] όσο της αμέλειας των αποδεκτών τους. Αυτοί δεν πρόσεξαν όσα ο Φραγκίσκος γράφει στο τέλος της Επιστολής προς τους ηγουμένους καθώς επίσης και στο τέλος της Επιστολής προς τους Κυβερνήτες των λαών που τελειώνει με τα ακόλουθα λόγια:

Αὐτοί ὅμως πού θά κρατήσουν αὐτό τό γραπτό καί θά ἐφαρμόσουν τό περιεχόμενό του, νά ξέρουν ὅτι θά εἶναι εὐλογημένοι ἀπό τόν Κύριο Θεό (ΕΚΛ 9: FF 213).

IMG_5594Πάντως, με την τολμηρή Επιστολή του προς τους Κυβερνήτες των λαών, που αποτέλεσε καρπό του επίσης τολμηρού ταξιδιού του στον Σουλτάνο της Αιγύπτου, ο Φραγκίσκος απέδειξε ότι ήταν ένας δια Χριστόν “σαλός”, ένας προφήτης. Εκφράστηκε ελεύθερα, δίχως φόβο απέναντι στον σουλτάνο. Αναγνώρισε τους μουσουλμάνους ως βαθιά ευσεβείς προς τον ύψιστο Θεό. Συγκινημένος από την ευλάβειά τους προσπαθεί να χτίσει μια γέφυρα ανάμεσα σ’ αυτούς και στους χριστιανούς. Γι’ αυτό απευθύνεται στους κυβερνήτες που έχουν την εξουσία. Στην επιστολή του τους παρακαλεί ταπεινά να χρησιμοποιούν την περιουσία και την εξουσία τους με υπευθυνότητα απέναντι στον Θεό αποδίδοντας σ’ Αυτόν, που είναι Παντοδύναμος κάθε τιμή και δόξα. Ο φτωχός της Ασίζης, με την αγαπητική του παρρησία, μας θυμίζει ότι οι μεγάλοι στόχοι όπως είναι η ειρήνη μεταξύ των θρησκειών και η “οικουμενική” προσευχή απαιτούν ταυτόχρονα θάρρος και ταπείνωση, μια θέαση  παγκόσμια και συνάμα ένα βλέμμα εστιασμένο σε αυτό που είναι εφικτό κάθε στιγμή.

Αντί συμπερασμάτων: Λίγες σκέψεις του Σεβ. Padovese

Θα ήθελα να κλείσω με λίγες σκέψεις του μακαριστού μας πατρός Luigi Padovese, που εισηγήθηκε και προώθησε αυτή τη σειρά των διαχριστιανικών Συμποσίων. Έντεκα χρόνια πριν με την ιδιότητα του Προέδρου του Φραγκισκανικού Ινστιτούτου Πνευματικότητας του Ποντιφικικού Πανεπιστημίου Antonianum στο Urbe, ογράνωσε και διηύθυνε ένα συνέδριο με θέμα «Minores et subditi omnibus: χαρακτηριστικά γνωρίσματα της φραγκισκανικής ταυτότητας». Στην εισαγωγική του ομιλία ο Luigi Padovese μίλησε για τη διαχρονικότητα του αγίου Φραγκίσκου λέγοντας μεταξύ άλλων:

Ο άγιος που, πρώτος ανάμεσα στους ιδρυτές μοναστικών Ταγμάτων, εισάγει στον Κανόνα μια συνέλευση γύρω από τον ευαγγελισμό των μουσουλμάνων, σκιαγραφεί και τον τρόπο προσέγγισής τους και μας προτείνει να υποκείμεθα σ’ αυτούς για την αγάπη του Θεού, αποφεύγοντας διαπληκτισμούς και διαμάχες. Σήμερα δεν μπορεί κανείς να κλείνει τα μάτια του μπροστά στις αντιθέσεις ανάμεσα στον δυτικό και στον μουσουλμανικό κόσμο. Είναι μια αντιπαραβολή που υπερβαίνει τον αγώνα διεκδίκησης δικαιωμάτων και παίρνει τη μορφή μιας σύγκρουσης μεταξύ των θρησκειών και, για τους άμεσα ενδιαφερόμενους, μια πάλης στο όνομα του Θεού ανάμεσα στο (δικό μας) καλό και στο κακό (του αντιπάλου).

Ο Φραγκίσκος μάς καλεί να μην δαιμονοποιούμε όποιον σκέφτεται διαφορετικά από μας, αλλά να τον σεβόμαστε. Είναι η αγάπη που βοηθά στο να ελκύσουμε και να ενθαρρύνουμε την αποδοχή της αλήθειας μάλλον παρά την αντιπαράδεση στο επίπεδο των ιδεών. Εδώ έγκειται το ιεραποστολικό νόημα της φραγκισκανικής ελαχιστότητας, που αποσκοπεί να ενσαρκώσει ένα χριστιανισμό ξένο προς τις διαφωνίες και, συνεπώς, αρνούμενο να συρρικνωθεί στο πεδίο της ιδεολογίας η οποία είναι πάντα μονοφωνική και αναπόφευκτα παράγει φανατισμούς[31]


[1] Πρβλ. Ιω 13, 14.
[2] Per gli scritti di san Francesco e le biografie e testimonianze su di lui indico qui una volta per sempre la famosa raccolta delle Fonti Francescane. Nuova edizione, a cura di Ernesto Caroli, Editrici Francescane, Padova 2004, ristampa 2012 (= FF), con le corrispondenti sigle dei singoli scritti, biografie, cronache e testimonianze.
[3] Μτ 20, 25-27.
[4] Λκ 22, 26.
[5] Πρβλ. Απ 2,11• 20,6.
[6] Πρβλ. Ιω 19, 11.
[7] J. Dalarun, Francesco d’Assisi: il potere in questione e la questione del potere, Milano 1999, 23.
[8] Πρβλ. Μτ 6, 16.
[9] Cfr. L. Lehmann, “Sed sint minores”. La minorità nella Regula non bullata: proposte e reazioni, in “Minores et subditi omnibus”. Tratti caratterizzanti dell’identità francescana. Atti del Convegno Roma, 26-27 nov. 2002, a cura di Luigi Padovese, Roma, Edizioni Collegio S. Lorenzo da Brindisi, 2003, 129-147.
[10] Α’ Πε 2, 13.
[11] Cfr. L. Lehmann, I principi della Missione Francescana secondo le fonti primitive, in L’Italia Francescana 65 (1990) 239-278.
[12] Ψλ 62, 9.
[13] Πρβλ. Α’ Πε 5, 6· Ιακ 4, 10.
[14] Cfr. L. Lehmann, Minority: the Core of Poverty, in The Cord 52 (2002) 207-219.
[15] J. Dalarun, Francesco d’Assisi: il potere in questione, 29-30.
[16] Cfr. O. Schmucki, “Soy ignorante e idiota” (CtaO 39). El grado de formación escolar de S. Francisco de Asís, in Selecciones de Franciscanismo 11 (1982) 89-106.
[17] Le testimonianze sono state raccolte in FF 2230-38: “Francesco nei cronisti della Quinta Crociata”, quelle di Bonaventura, Giacomo da Vitry e Ernoul anche in L. Radi, Francesco e il Sultano, Cittadella Editrice, Assisi 2006, 73-85. J. Tolan, Le Saint chez le Sultan. La rencontre de François d’Assise et de l’Islam, huit siècles d’interprétation, Paris 2007; trad. it. Ed. Laterza, Roma – Bari 2009. L. Lehmann, Francisco ante el Sultán, una misión de paz, in Verdad y Vida 67 (2009) 397-447, mettendo a confronto le fonti francescane e quelle provenienti da fuori dell’Ordine, arriva alla conclusione che l’iniziativa coraggiosa di Francesco non era motivata tanto dal desiderio di raggiungere il martirio o di convertire il sultano quanto di portare il Vangelo della pace.
[18] K. Esser, Gli scritti di san Francesco d’Assisi, edizione critica e versione italiana, Edizioni Messaggero, Padova 1982, 324-328; C. Paolazzi, Francisci Assisiensis Scripta, Ed. Collegio San Bonaventura, Grottaferrata (Roma) 2009, 148.
[19] Πρβλ. Γεν 47, 29.
[20] Πρβλ. Ψλ 119, 21.
[21] Πρβλ. Ιεζ 33, 13.
[22] Πρβλ. Σολ 6, 8.
[23] Cfr. C. Vaiani, Vedere e credere. L’eucarestia in Francesco d’Assisi, Glossa, Milano 2000.
[24] Πρβλ. Μτ 12, 36.
[25] J. Hoeberichts, Francesco e l’Islam, Messaggero di S. Antonio, Padova 2002, 162.
[26] Paolazzi, Francisci Assisiensis Scripta, 148; lo specialista degli Scripta sembra non conoscere lo studio di L. Lehmann, Der Brief des hl. Franziskus an die Lenker der Völker. Aufbau und missionarische Anliegen, in Laurentianum 25 (1984) 287-324.
[27] K. Esser, Gli scritti di san Francesco, 209: “Il loro ufficio solo nel corso della storia dell’Ordine acquistò una fisionomia più precisa. Francesco usa ancora questa parola per designare tutti i superiori dell’Ordine.”
[28] Paolazzi, Francisci Assisiensis Scripta, 147, traduce: “E riguardo alla lode di lui…” (= FF 243), ma cfr. L. Lehmann, Die beiden Briefe an die Kustoden. Ansätze für eine christlich-islamische Ökumene im Loben Gottes, in Franziskanische Studien 69 (1987) 3-33, qui 6-9; Idem, Francesco, uomo ecumenico, in Italia Franc. 71/1 (1996) 62-75. Solo sull’Eucaristia si concentra D. Schiopetto, Le Lettere ai custodi di Francesco d’Assisi, in Vita Minorum 81 (2010) 189-209, dicendo: “Francesco esorta tutti gli uomini a lodare l’Eucaristia non solo al suono delle campane ma altresì ad ogni “ora” intendendo con questo termine le Ore canoniche dove i religiosi lodavano il Signore” (205).
[29] La ricorrenza, l’impiego e l’importanza di queste parole sono state illustrate da L. Lehmann, La dimensione universale negli scritti di Francesco d’Assisi, in Due volti del Francescanesimo. Miscellanea in onore di Optatus van Asseldonk e Lazzaro Iriarte, a cura di A. Tomkiel, Edizioni Collegio San Lorenzo da Brindisi, Roma 2002, 89-125, spec. 119-122.
[30] Infatti, l’autenticità della 1Lcust e della Lrp è stata messa in dubbio da Walter Goetz, ma difesa con buone ragioni da K. Esser, Gli scritti di san Francesco, 201-203, 324-328 e da C. Paolazzi, Francisci Assisiensis Scripta, 145 e 148. Questi due editori difendono anche l’autenticità della 2Lcust negata invece da G. G. Merlo in Francesco d’Assisi, Scritti, a cura di A. Cabassi, Editrici Francescane, Padova 2002, 328. La 2Lcust manca pure nella raccolta francese: François d’Assise. Écrits, Vies, témoignages, sous la direction de J. Dalarun, Éditions du Cerf, Paris 2010.

[31] L. Padovese, “Minores et subditi omnibus” ossia il recupero di una categoria evangelica. Introduzione al Convegno, in “Minores et subditi omnibus”. Tratti caratterizzanti dell’identità francescana. Atti del Convegno Roma, 26-27 nov. 2002, a cura di L. Padovese, Edizioni Collegio S. Lorenzo da Brindisi, Roma 2003, 5-18, qui 13-14.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.