Giorgio Feliciani, Κονκορδάτο και θρησκευτική ελευθερία: η ιταλική εμπειρία

Εισήγηση στο 13ο Διαχριστιανικό Συμπόσιο με θέμα «Χριστιανικός βίος και πολιτική εξουσία» που διεξήχθη στο Μιλάνο (28-30 Αυγούστου) 

IMG_55281. Το Κονκορδάτο του Λατερανού. Το 1929, το Σύμφωνο του Λατερανού που υπογράφηκε από την Αγία Έδρα και το Βασίλειο της Ιταλίας, τερμάτισε ένα βαθύ ρήγμα που ξεκίνησε με την καθυπόταξη (debellatio) του παπικού Κράτους, το οποίο κορυφώθηκε το 1870 με την κατάληψη της Ρώμης από τα ιταλικά στρατεύματα. Το Σύμφωνο περιλαμβάνει δύο ξεχωριστά κείμενα που, μολονότι έχουν την ίδια νομική φύση με αυτή των διεθνών συνθηκών, διαφέρουν μεταξύ τους σε μεγάλο βαθμό ως προς το περιεχόμενο. Το πρώτο, η επονομαζόμενη «Συνθήκη», θέτει σε εντελώς νέες βάσεις τις σχέσεις μεταξύ της Αγίας Έδρας και της Ιταλίας, οδηγώντας στη γέννηση της Πόλης-Κράτους του Βατικανού. Το δεύτερο, υπό από το τίτλο «Σύμφωνο», ρυθμίζει το νομικό καθεστώς της Εκκλησίας στην Ιταλία.

Μετά το τέλος του φασιστικού καθεστώτος, το κύρος της Συνθήκης του Λατερανού επιβεβαιώθηκε από το Ιταλικό δημοκρατικό Σύνταγμα, γεγονός που κατέστησε δυνατές ενδεχόμενες τροποποιήσεις της Συνθήκης με τη συμφωνία των συμβαλλομένων μερών ή μέσω της διαδικασίας της συνταγματικής αναθεώρησης.

Αυτή ήταν η κατάσταση τη στιγμή σύγκλησης της Β΄ Συνόδου του Βατικανού.

2. Η συνοδική διδασκαλία. Στην περίοδο αμέσως μετά τη Β΄ Σύνοδο του Βατικανού υποστηρίχθηκε από διάφορες πλευρές, ότι η συνοδική διδασκαλία συνέστησε μια απόρριψη ή, τουλάχιστον, μια ριζική αλλαγή της παραδοσιακής διδασκαλίας της Εκκλησίας στο θέμα των σχέσεών της με τα Κράτη. Ειδικότερα, κρίθηκε, ότι η ρητή αναγνώριση της «θεμιτής αυτονομίας» των πολιτειακών θεσμών[1] και η ταυτόχρονη ενίσχυση της ευθύνης των λαϊκών έναντι της πολιτικής εξουσίας[2] σήμαιναν, ως λογική συνέπεια, όχι μόνο το απόλυτο προνόμιο για τη δημιουργία «σχέσεων βάσης», αλλά επίσης και την αποφασιστική αποκήρυξη κάθε μορφής «σχέσεων κορυφής»[3]. Ως εκ τούτου, ορισμένοι έφτασαν στο συμπέρασμα ότι η Σύνοδος αποτέλεσε την ταφόπλακα του Κονκορδάτου.

Σήμερα είναι πολύ εύκολο να υποστηρίξουμε, ότι όχι μόνο η πρόβλεψη αυτή αποδείχθηκε στην πράξη εντελώς αβάσιμη, αλλά και ότι η συνθήκη του Κονκορδάτου μετά τη Β΄ Σύνοδο του Βατικανού έχει βιώσει και βιώνει μια εποχή ευρύτατης διάδοσης και μοναδικής εξέλιξης[4].

Θα υπάρχουν σίγουρα και κάποιοι που θεωρούν, πως όλα αυτά δεν είναι μια άρνηση των ισχυρισμών τους, αλλά μια πραγματική προδοσία της διδασκαλίας της Συνόδου του Βατικανού. Στην πραγματικότητα, τόσο οι Δογματικές Διατάξεις Lumen Gentium και Gaudium et Spes, όσο και η Διακήρυξη Dignitatis humanae, ενώ δεν υπολείπονται σημαντικών συνεισφορών και αδιαμφισβήτητης καινοτομίας και πρωτοτυπίας, επιβεβαιώνουν με απόλυτη σαφήνεια τις βασικές αρχές της προσυνοδικής διδασκαλίας αναφορικά με το θέμα. Αρκεί μόνο να υπενθυμίσουμε, πως η Δογματική Διάταξη Gaudium et Spes επιβεβαιώνει την ανεξαρτησία της Εκκλησίας έναντι των Κρατών με τους ίδιους όρους που αυτή είχε υιοθετηθεί από τον Λέοντα ΙΓ΄ στην Εγκύκλιο Immortale Dei, ως αναντίρρητο κοινωνικό προνόμιο που οι εκκλησιαστικές αρχές υποστήριξαν πάντοτε με σθένος[5].

Σε ό,τι αφορά ειδικότερα το Κονκορδάτο, όσοι εναντιώνονταν σ’ αυτό θεωρούν, πως βρήκαν σαφή επιβεβαίωση των προσανατολισμών τους στο γνωστό εδάφιο της Δογματικής Διάταξης Gaudium et Spes, η οποία αναφέρει, ότι η Εκκλησία «δε στηρίζει την ελπίδα της στα προνόμια που της προσφέρει η πολιτική εξουσία», αλλά ότι αντίθετα «θα παραιτηθεί της άσκησης ορισμένων θεμιτά κεκτημένων δικαιωμάτων της, εάν διαπιστώσει, πως η χρήση τους είναι πιθανόν να θέσει υπό αμφισβήτηση την ειλικρίνεια της μαρτυρίας της ή όταν νέες συνθήκες απαιτήσουν άλλες διατάξεις»[6].

Όμως, βλέποντας εγγύτερα το παραπάνω απόσπασμα, διαπιστώνουμε, ότι ενώ επιβεβαιώνει την απολύτως ειρηνική και παραδοσιακή διδασκαλία, ότι η Εκκλησία θέτει την ελπίδα της μονάχα «στη δύναμη του Αναστάντος Κυρίου»,[7] δεν αρνείται καθόλου, ότι μπορεί να αποκτήσει με θεμιτό τρόπο προνόμια εκ μέρους των πολιτικών αρχών και να τα ασκήσει ελεύθερα. Προειδοποιεί μονάχα, ότι θα αρνηθεί την άσκησή αυτών των προνομίων εάν αυτά αποδειχθούν εμπόδιο στην αποστολή της ή εάν δεν ανταποκρίνονται πλέον στις ανάγκες της λόγω αλλαγής των ιστορικών περιστάσεων.

Από την άλλη πλευρά, σύμφωνα με την ίδια συνοδική Δογματική Διάταξη, τόσο η Εκκλησία όσο και η Πολιτεία υπάρχουν, έστω και «με διαφορετικό τρόπο», «ώστε να υπηρετούν την προσωπική και κοινωνική δραστηριότητα του ανθρώπου» και «θα ασκήσουν αυτό το έργο τους επ’ ωφελεία όλων, με τρόπο τόσο αποτελεσματικό όσο υγιέστερη είναι η συνεργασία μεταξύ τους»[8]. Αυτή η συνεργασία, ως εκ τούτου, επιτυγχάνεται όχι μόνο μεταξύ μεμονωμένων πιστών και πολιτών, [9] αλλά και μεταξύ Κράτους και Εκκλησίας, «με τον κατάλληλο τρόπο, αναλόγως με τις κάθε φορά τοπικές και χρονικές συνθήκες»,[10] που μπορούν ν’ απαιτήσουν ειδικές συμφωνίες μεταξύ των σχετικών θεσμών με σκοπό τη θεσμοθέτηση κανόνων – όχι απαραίτητα προνομιακής υφής – ειδικού χαρακτήρα πολιτειακής και κανονικής τάξης.

Από μια γενικότερη σκοπιά πρέπει επίσης να σημειωθεί, ότι, στο σύνολό της, η συνοδική διδασκαλία αναφορικά με τις σχέσεις της Εκκλησίας με τις πολιτειακές αρχές, νομιμοποιεί τη χρήση μέσων συμφωνίας με πολύ πιο θετικό τρόπο από ό,τι το έκαναν η προηγούμενη θέση του jus externum publicum ecclesiasticum. Σ’ εκείνη τη συνάφεια, αρκεί να σημειώσουμε, ότι σύμφωνα με ένα έγκυρο σύμφωνο που επανεκδόθηκε από την Πολυγλωσσική Τυπογραφική Υπηρεσία του Βατικανού παραμονές της Β΄ Συνόδου, τα Κονκορδάτα είχαν ως «ultima ratio seu […] causa radicalis» την απουσία, εκ μέρους των Κρατών, της τιμής προς τη θρησκεία, ώστε οι αντίστοιχες διατάξεις έφεραν το «στίγμα» (stigma) των «ατελών» (imperfectae) σχέσεων, που ήταν σε θέση να εγκαθιδρύσουν «cum societate laicismi, liberalismi, statolatriae principiis devicta» [11]. Επρόκειτο για μια κρίση αναμφίβολα αυστηρή, αλλά απολύτως σύμφωνη με την πεποίθηση, ότι δυνάμει του «indirecta subordinatio potestatis temporalis ad potestatem spiritualem»[12], το Κράτος, σε περίπτωση διαμάχης, θα έπρεπε από μόνο του (per se) να συμμορφωθεί καθ’ όλα (omnino) με την έγκυρη κρίση της Εκκλησίας[13].

Η Β΄ Σύνοδος, αναγνωρίζοντας τη νόμιμη αυτονομία των Κρατών και παραιτούμενο από την αξίωση της potestas indirecta in temporalibus, που πλέον διασωζόταν μονάχα στα κανονικά εγχειρίδια,[14] ξεπέρασε σίγουρα αυτή τη διατύπωση: δεδομένου ότι η Εκκλησία δεν διεκδικεί πλέον να ρυθμίζει με εξουσιαστικό τρόπο τις διαφορές της με τα Κράτη, τα Κονκορδάτα δεν μπορούν πλέον να θεωρούνται μόνο μια οδυνηρή αναγκαιότητα ή ένα ελάσσον κακό, αλλά γίνονται ένας από τους «κανονικούς» τρόπους, για να το διατυπώσουμε έτσι, πρόληψης και διευθέτησης των διενέξεων αρμοδιότητας και δημιουργούν σχέσεις «υγιούς συνεργασίας»[15].

IMG_5526

3. Ένα νέο μοντέλο Κονκορδάτου: η Συμφωνία του 1984. Εκτός αυτού, η θεωρία που θεωρεί τη Β΄ Σύνοδο του Βατικανό ως την ταφόπλακα των Κονκορδάτων εμπεριέχει ένα στοιχείο αλήθειας, καθώς στη συνοδική διδασκαλία προβλέπονται οι κατευθυντήριες γραμμές σ’ αυτό το ζήτημα που αφορούν μια διεξοδική ανασκόπηση των «μοντέλων» των συμβάσεων που προηγουμένως είχαν θεσπιστεί[16].

Καταρχήν, η Εκκλησία δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να ζητήσει ή να δεχθεί, για τον εαυτό της και τους πιστούς της, προϋποθέσεις «προνομίων» που να οδηγούν στον περιορισμό της θρησκευτικής ελευθερίας των άλλων πολιτών και δογμάτων. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η Διακήρυξη Dignitatis humanae είναι απολύτως σαφής απαιτώντας, εκεί όπου  «έχοντας μελετηθεί οι ιδιαίτερες συνθήκες των ανθρώπων στο νομικό σύστημα μιας κοινωνίας, αποδίδεται σε μια θρησκευτική κοινότητα μια ειδική νομική αναγνώριση», ν’ αναγνωριστεί ή να γίνει σεβαστό το δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας όλων των πολιτών και κοινοτήτων[17].

Και ενώ οριοθετείται αυστηρά το πεδίο εφαρμογής των «προνομίων» που μπορούν ν’ αποκτηθούν νόμιμα, ενθαρρύνεται η σημαντική μείωση του πεδίου εφαρμογής των παραδοσιακών παραχωρήσεων εις όφελος των πολιτειακών αρχών αναφορικά με το διορισμό επισκόπων, όπως θα δείξουμε αργότερα[18].

Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα του νέου μοντέλου συνθηκών, από το οποίο εμπνέονται σε μεγάλο βαθμό οι μετέπειτα conventiones, είναι αναμφίβολα η Συμφωνία που επέφερε τροποποιήσεις στο Κονκορδάτο του Λατερανού, που υπογράφηκε μεταξύ της Ιταλικής Δημοκρατίας και της Αγίας Έδρας το 1984 και που επικυρώθηκε το επόμενο έτος. Η παρούσα μελέτη δεν αποσκοπεί να υπομνήσει όλες τις διατάξεις. Θα φέρει απλά στο φως ορισμένες πτυχές που τεκμηριώνουν με σαφήνεια την καινοτομία της νέας ρύθμισης.

IMG_5745

4. Η διάκριση των αρμοδιοτήτων. Η αλλαγή είναι ήδη εμφανής στις αρχές που εμπνέουν τη Συμφωνία. Η τελευταία τις εντοπίζει αφενός στις αρχές που διέπουν το Ιταλικό Σύνταγμα και, αφετέρου, στις συνοδικές διακηρύξεις σχετικά με τη θρησκευτική ελευθερία και τη σχέση Εκκλησίας και Πολιτείας. Δύο διαφορετικές, λοιπόν, πηγές που συγκλίνουν στη φόρμουλα που υιοθετήθηκε στο άρθρο 1, εκεί όπου τα συμβαλλόμενα μέρη καταρχήν «επιβεβαιώνουν ότι το Κράτος και η Καθολική Εκκλησία είναι, το καθένα στο δικό του χώρο, ανεξάρτητα και κυρίαρχα, δεσμευόμενα να σεβαστούν πλήρως αυτήν την αρχή στις μεταξύ τους σχέσεις». Πράγματι, από τη μία πλευρά γίνεται επίκληση του άρθρου 7, παράγραφος 1 του Ιταλικού Συντάγματος ενώ, αφετέρου, η αρχή, έτσι όπως δηλώνεται, είναι σε πλήρη συμμόρφωση με τις διατάξεις της συνοδικής Δογματικής Διάταξης Gaudium et Spes, αρ. 76. Επομένως, αποκλείεται κατηγορηματικά οποιαδήποτε μορφή ένωσης μεταξύ θρόνου και θυσιαστηρίου που να θεσμοποιεί τα συστήματα του καισαρο-παπισμού ή της δικαιοδοσίας του Κράτους στις εκκλησιαστικές υποθέσεις.

Γενικότερα, η βούληση των δύο μερών να σεβαστούν με τον πιο απόλυτο τρόπο τη διάκριση των αρμοδιοτήτων του καθενός αναδύεται με ιδιαίτερα εμφανή τρόπο στην πρόβλεψη του πρόσθετου Πρωτοκόλλου το οποίο, ως γνωστόν, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της Συμφωνίας. Πρόκειται για προσθήκη ή διευκρίνιση του άρθρου 1 της Συμφωνίας, στην οποία τα συμβαλλόμενα μέρη δηλώνουν, ότι θεωρούν πως «δεν ισχύει πλέον η αρχή που αρχικά επικαλείτο η Συνθήκη του Λατερανού, ότι η καθολική θρησκεία είναι η μόνη θρησκεία του Ιταλικού Κράτους». Η Διάταξη είναι σημαντική, όχι τόσο για το περιεχόμενό της, το οποίο θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι είχε ήδη εμπεδωθεί ειρηνικά στην πολιτική και θρησκευτική συνείδηση του ιταλικού λαού, όσο κυρίως ως διαδικαστική εξέλιξη. Στην πραγματικότητα, υπερβαίνει το ίδιο το αντικείμενο της Συμφωνίας – η οποία, ως γνωστόν, αφορά την αναθεώρηση της Συνθήκης του Λατερανού – από τη στιγμή που η Διάταξη που θεωρείται ότι δεν είναι πλέον σε ισχύ δεν βρίσκεται εντός της Συμφωνίας, αλλά στη Συνθήκη του Λατερανού η οποία διέπει μέχρι σήμερα τις σχέσεις μεταξύ της Αγίας Έδρας και του Ιταλικού Κράτους.

Επιπλέον, οι συντάκτες της αναθεώρησης του Κονκορδάτου δεν μπορούσαν ασφαλώς  να παραβλέψουν ν’ ασχοληθούν με την εν λόγω αρχή, εξαιτίας της στενής συνάφειας της δέσμευσης που είχαν αναλάβει, καθώς αυτό ενέπνεε αρκετές διατάξεις του Κονκορδάτου του Λατερανού και, σε πιο στενή ανάλυση, αποτελούσε την έσχατη αιτία αυτού.

Ο σεβασμός στη διάκριση των αρμοδιοτήτων τεκμηριώνεται στη νέα Συμφωνία σαφώς από την απουσία παραχωρήσεων υπέρ του Κράτους που προβλέπονταν στο Κονκορδάτου του Λατερανού, πέρα από τις επιθυμίες που εξέφρασε η Β΄ Σύνοδος. Η τελευταία, όπως ήδη αναφέρθηκε, είχε δεσμευθεί να μην παραχωρούνται πλέον «δικαιώματα ή προνόμια εκλογής, διορισμού, ή και απόδοσης τίτλου αναφορικά με το αξίωμα του επισκόπου». Καμία από αυτές τις μορφές παρέμβασης ίσχυε στην Ιταλία, όπου, όμως, ήταν σε ισχύ μια διαδικασία που ήταν γνωστή με το όνομα της «ανεπίσημης ειδοποίησης». Στην πραγματικότητα, το Κονκορδάτου του Λατερανού προέβλεπε, ότι προκειμένου για το διορισμό όχι μόνο των επισκόπων (άρθρο 19), αλλά και των εφημερίων (άρθρο 21), η αρμόδια εκκλησιαστική αρχή όφειλε να κοινοποιεί εμπιστευτικά στην Κυβέρνηση το όνομα του προσώπου που είχε διοριστεί, προκειμένου να εξακριβωθεί η ύπαρξη τυχόν ενστάσεων εκ μέρους του ιδίου. Ένα σύστημα που εξακολουθεί να ισχύει σε πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της «κοσμικής» Γαλλίας, που, ακόμα και αν δεν αναφέρεται ρητά από τη Β΄ Σύνοδο, αποτελεί αναμφίβολα μια παρέμβαση της κοσμικής εξουσίας στα θέματα της εκκλησιαστικής διοίκησης[19].

Με τη Συμφωνία του 1984, ως εκ τούτου, έχουν ανασταλεί ριζικά οι παρεμβάσεις της κοσμικής εξουσίας στο διορισμό των εκκλησιαστικών αξιωματούχων, με τον απλό περιορισμό η εκκλησιαστική αρχή να κοινοποιεί στις αρμόδιες πολιτειακές αρχές τους διορισμούς σε εκείνα τα εκκλησιαστικά αξιώματα που σχετίζονται με την κρατική ευταξία (άρθρο 3, παράγραφος 2). Στο πλαίσιο αυτό μπορεί να ενταχθεί η απαλλαγή της υποχρέωσης των επισκόπων να δίδουν όρκο πίστης στον Αρχηγό του Κράτους προτού εγκατασταθούν στις επισκοπές τους.

Μια άλλη μορφή παρέμβασης των δημόσιων αρχών αφορά την εδαφική οργάνωση της Εκκλησίας. Εν προκειμένω, το Κονκορδάτο του Λατερανού προέβλεπε ότι, μέσω κοινών επιτροπών, θα υπήρχε μέριμνα για «την αναθεώρηση των ορίων των επισκοπών, με σκοπό να καταστούν αυτές κατά το δυνατόν αντίστοιχες με τις επαρχίες του Κράτους» (άρθρο 16). Η Συμφωνία του 1984 ακύρωσε και αυτήν την πρόβλεψη, με τον περιορισμό απλώς της δέσμευσης της Αγίας Έδρας «να μην περιλαμβάνει σε μέρος της ιταλικής επικράτειας επισκοπή της οποίας ο επίσκοπος βρίσκεται στο έδαφος ενός άλλου Κράτους» (άρθρο 3, παράγραφος 1)[20].

Με μια πρώτη ματιά, μπορεί να φαίνονται καινοτομίες μικρής σημασίας, επειδή, από τη μία πλευρά, απ’ όσο γνωρίζουμε, το θέμα των διορισμών φαίνεται ότι δεν είχε προκαλέσει σημαντικά προβλήματα και, αφετέρου, η αναθεώρηση των ορίων της επισκοπής ουδέποτε εφαρμόστηκε[21]. Επιπλέον, είναι προφανής η σημασία των αλλαγών αυτών στις διατάξεις του Κονκορδάτου ως σαφής επιβεβαίωση της αυστηρής διάκρισης μεταξύ των δύο θεσμών, τέτοιας που να μην επιτρέπει οποιοδήποτε σύγχυση αρμοδιοτήτων.

IMG_5602

5. Η αμοιβαία συνεργασία για την πρόοδο του ανθρώπου και το καλό του Κράτους. Η περίπτωση της πολιτιστικής κληρονομιάς. Κάποιος θα μπορούσε ίσως να υποστηρίξει, ότι η αποτελεσματικότητα της παραπάνω αρχής είναι πιθανό να μετριάζεται από τη δέσμευση των συμβαλλομένων μερών – όπως ορίζεται στο εν λόγω άρθρο 1 – για την «αμοιβαία συνεργασία για την πρόοδο της ανθρωπότητας και το καλό της χώρας». Συνεπώς, αξίζει να θυμόμαστε, ότι ακόμα και σε αυτό τον τομέα θα πρέπει να υπάρχει μια όσο το δυνατόν αυστηρή διάκριση των διατάξεων. Η ίδια η Συμφωνία ήταν προσεκτική στο να επισημάνει ως μόνη μορφή συνεργασίας που σαφώς προβλέπεται τα σχετικά την πολιτιστική κληρονομιά, ένα θέμα που αγνοείται εντελώς στο Κονκορδάτο του Λατερανού. Οι σχετικές διατάξεις είναι άξιες προσοχής, επειδή έχουν προκαλέσει έντονη κριτική από εκείνους που πίστευαν, ότι με αυτές το Κράτος είχε παραιτηθεί των αναφαίρετων προνομίων του, των προβλεπομένων ρητώς από το άρθρο 9 του Συντάγματος, με αποτέλεσμα να θίγονται τα συμφέροντα όλων των πολιτών.

Ως προς αυτό, θα πρέπει να σημειωθεί, καταρχήν, ότι το άρθρο 12, αρ. 1 της Συμφωνίας, προβλέποντας τη συνεργασία της Αγίας Έδρας με την Ιταλική Δημοκρατία «για την προστασία της ιστορικής και καλλιτεχνικής κληρονομιάς», επισημαίνει με προσοχή, και με σαφή αναφορά στο άρθρο 7 του Ιταλικού Συντάγματος, ότι αυτή η συνεργασία πραγματοποιείται στο πλαίσιο των «σχετικών αρμοδιοτήτων». Κατά συνέπεια, αποκλείεται κάθε σύγχυση εξουσιών και αρμοδιοτήτων.

Θα πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι, σε μια πιο στενή αξιολόγηση, τα συμβαλλόμενα μέρη περιορίζονται στο να λάβουν γνώση για ό,τι ήδη συνέβαινε από αμνημονεύτων χρόνων. Πράγματι – όπως σημειώνει ο Antonio Paolucci, πρώην υπουργός Πολιτιστικών Αγαθών και Έφορος της Τοσκάνης, σήμερα διευθυντής των Μουσείων του Βατικανού – κανείς Έφορος δε θα μπορούσε να εκτελέσει αξιοπρεπώς τα καθήκοντά του αγνοώντας τους επισκόπους και τους εφημέριους, δεδομένου ότι ένα μεγάλο μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς που υπάγεται στο δημόσιο δίκαιο φυλάσσεται από την Εκκλησία και δεν συνιστά κόστος για το Κράτος[22].

Το ίδιο άρθρο προβλέπει, επίσης, ότι «προκειμένου να εναρμονιστεί η εφαρμογή της ιταλικής νομοθεσίας με τις ανάγκες θρησκευτικού χαρακτήρα, οι αρμόδιες αρχές των δύο συμβαλλόμενων μερών θα πρέπει να συμφωνήσουν τις κατάλληλες διατάξεις για την προστασία, αναβάθμιση και αξιοποίηση της θρησκευτικής σημασίας πολιτιστικής κληρονομιάς που ανήκει σε φορείς και θεσμικά όργανα της Εκκλησίας». Η ευκαιρία, για να μην πούμε αναγκαιότητα, αυτών των συμπληρωματικών διατάξεων, στις οποίες θα επιστρέψουμε στη συνέχεια, δικαιολογείται εύκολα εάν λάβουμε υπόψη, ότι στα πολιτιστικά αγαθά επιδρούν δύο διαφορετικής υφής συμφέροντα, θρησκευτικής και πολιτιστικής φύσης αντίστοιχα. Και από τη στιγμή που και τα δύο «αναγνωρίζονται και προστατεύονται συνταγματικά», θα «πρέπει να πετύχουν τη συμφιλίωση τους» μέσω της «συνεργασίας των δύο μερών που, σύμφωνα με το Σύνταγμα, είναι οι αντίστοιχοι φορείς τους: πρώτον, η Ιταλική Δημοκρατία και από την άλλη, η Καθολική Εκκλησία (ή, αντίστοιχα, τα άλλα θρησκευτικά δόγματα)»[23].

Εν ολίγοις, οι εν λόγω διατάξεις δεν έχουν άλλο σκοπό από το να διασφαλιστεί η καλύτερη προστασία της ιστορικής και καλλιτεχνικής κληρονομιάς της χώρας και να προστατευθεί η θρησκευτική ελευθερία.

Διατάξεις που δεν μπορούν να θεωρηθούν με οποιονδήποτε τρόπο ως προνομιακής φύσης, διότι, όσον αφορά τη συνεργασία, αντικατοπτρίζονται στις Συμφωνίες που υπεγράφησαν από το Κράτος με τα άλλα θρησκευτικά δόγματα[24]. Μια πραγματικότητα που επιβεβαιώνεται σαφώς από το άρθρο 9 του νομοθετικού διατάγματος της 22ας Ιανουαρίου 2004, σχετικά με τον «Κώδικα της πολιτιστικής κληρονομιάς και τοπίου», όπου, μεταξύ άλλων, θεσπίζεται, ότι το Υπουργείο και, στο βαθμό της αρμοδιότητάς τους, οι Περιφέρειες πρέπει να παρατηρούν «τις διατάξεις που έχουν καθιερωθεί από τις συμφωνίες σύμφωνα με το άρθρο 12 της Συμφωνίας για την τροποποίηση του Κονκορδάτου του Λατερανού […] δηλαδή από τους νόμους που θεσπίστηκαν βάσει των συμφωνιών με τα θρησκευτικά δόγματα πέραν του καθολικού, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 3 του Συντάγματος».

IMG_6151

6. Το δικαίωμα επιλογής ωφέλειας της διδασκαλίας της καθολικής θρησκείας στα δημόσια σχολεία. Ανάμεσα στις διάφορες διατάξεις που ορίζονται στο Κονκορδάτο του Λατερανού σχετικά με επιμέρους θέματα, αξίζουν ιδιαίτερης προσοχής εκείνες που αναφέρονται στη διδασκαλία της καθολικής θρησκείας στα δημόσια σχολεία, καθώς, λόγω της σύγκρισής τους με τις προβλέψεις της νέας Συμφωνίας, αναδεικνύεται σαφώς η διαφορά του μετασυνοδικού μοντέλου συνθήκης σε σχέση με ό,τι προηγουμένως είχε υιοθετηθεί.

Μία προφανής διαφορά υπάρχει ήδη στο επίπεδο των σκοπιμοτήτων. Πράγματι, οι διατάξεις του 1929 θεωρούσαν, το δίχως άλλο, ότι η διδασκαλία της καθολικής θρησκείας είναι «το θεμέλιο και η κορωνίδα της δημόσιας εκπαίδευσης» (άρθρο 36). Κατά συνέπεια, οι εκτελεστικές διατάξεις έκριναν, ότι η παρακολούθησή του μαθήματος ήταν υποχρεωτική, ακόμα κι αν αποδέχονταν ένα ευρύ φάσμα απαλλαγών. Πολύ διαφορετική είναι η ρύθμιση της Συμφωνίας του 1984, η οποία νομιμοποιεί τη διδασκαλία του μαθήματος αναγνωρίζοντας την «αξία του θρησκευτικού πολιτισμού» και σημειώνοντας, ότι «οι αρχές του καθολικισμού αποτελούν μέρος της ιστορικής κληρονομιάς του ιταλικού λαού» (άρθρο 9 , παράγραφος 2). Είναι λόγοι που σχετίζονται με την αποστολή του εκπαιδευτικού συστήματος το οποίο δε θα εκπλήρωνε την αποστολή του, εάν αγνοούσε την πολιτιστική σημασία του θρησκευτικού φαινομένου ή έμενε αδιάφορο για τους παράγοντες που συμβάλλουν στον προσδιορισμό της ταυτότητας της χώρας την οποία αυτό υπηρετεί. Επιπλέον, σε σχέση με τον λεγόμενο «ομολογιακό» χαρακτήρα της διδασκαλίας, η νέα Συμφωνία ήρε το καθήκον της υποχρεωτικής παρακολούθησης, αφήνοντάς την εξ’ ολοκλήρου στη βούληση των μαθητών ή των γονέων τους. Πράγματι, στους τελευταίους αναγνωρίζεται, κατά την εγγραφή στο σχολείο, «το δικαίωμα να επιλέξουν εάν επιθυμούν να κάνουν χρήση αυτής της διδασκαλίας […] δίχως η επιλογή τους να μπορεί να οδηγήσει σε κάποιας μορφής διάκριση». Ως εκ τούτου, υιοθετήθηκε μια λύση που να σέβεται πλήρως την ελευθερία όλων και ν’ αποφεύγει την αίτηση ξεχωριστής δήλωσης είτε από όσους επιθυμούν να επωφεληθούν του μαθήματος, είτε και από όσους δε ζητούν απαλλαγή. Και οι δύο έχουν εξίσου την ίδια υποχρέωση, να δηλώσουν δηλαδή την πρόθεσή τους.

Η εισαγωγή αυτού του στοιχείου ευελιξίας σε μια άκαμπτη δομή όπως αυτή του ιταλικού σχολείου έχει προκαλέσει αρκετά προβλήματα. Ειδικότερα, είναι λυπηρό το γεγονός, ότι ο ορισμός των εναλλακτικών, ή καλύτερα παράλληλων, δραστηριοτήτων όσων έχουν απαλλαχθεί του μαθήματος, δεν έχει βρει ακόμη μια κατάλληλη και πειστική λύση. Η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου που αναγνώρισε στους απαλλαγέντες το δικαίωμα να απουσιάζουν από το σχολείο κατά τη διάρκεια αυτών των ωρών σίγουρα δεν διευκόλυνε το θέμα (απόφαση 13 της 14ης Ιανουαρίου 1991).

Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να σημειωθεί, ότι το δικαίωμα επιλογής, όπως ορίζεται στη Συμφωνία του 1984, εκτός από την προστασία της ελευθερίας των πεποιθήσεων του καθενός, πιστού και μη, είναι ένα σημαντικό μέσο για την προώθηση της βούλησης των πολιτών και των επιλογών που πηγάζουν από αυτή. Μια αξιολόγηση που είναι ακόμη πιο εμφανής στο σύστημα χρηματοδότησης της Εκκλησίας που θεσπίστηκε με το Νόμο 20/1985, αρ. 222, που πηγάζει από το Κονκορδάτο.

IMG_52967. Η χρηματοδότηση της Εκκλησίας ανατίθεται στην ελεύθερη επιλογή των φορολογουμένων. Μέχρι την έναρξη ισχύος αυτού του νόμου, η πιο σημαντική οικονομική δέσμευση του Κράτους έναντι της Καθολικής Εκκλησίας ήταν αυτή που σχετιζόταν με τη συντήρηση του κλήρου. Το Κράτος καθόριζε, επί τη βάσει συγκεκριμένων κατηγοριών, για τα εκκλησιαστικά αξιώματα ένα ελάχιστο ποσό εισοδήματος που ονομαζόταν «αρμόζον», καθώς θεωρείτο επαρκές για τη συντήρησή τους. Σε περίπτωση που αυτό το απαιτούμενο ποσό δεν επιτυγχάνετο από τα έσοδα των εκκλησιαστικών αγαθών που προορίζονταν για αυτούς, τότε το Κράτος θα προέβλεπε να τους ενισχύσει με μια περαιτέρω αποζημίωση. Αυτό το σύστημα, που στα βασικά του χαρακτηριστικά χρονολογούταν περισσότερο από έναν αιώνα, εκτός του ότι δεν ήταν απολύτως σύμφωνο με την κοσμικότητα του Κράτους, είχε αρκετά μειονεκτήματα. Από τη μία πλευρά σήμαινε για τον ίδιο το Κράτος σημαντικές διοικητικές επιβαρύνσεις και από την άλλη, περιόριζε την ελευθερία της Εκκλησίας στη διαχείριση της περιουσίας της, υποβάλλοντας την σε κρατικό έλεγχο. Επιπλέον, η αποζημίωση που καταβαλλόταν στους ιερείς τούς έκανε να εξαρτώνται οικονομικά από το Κράτος, προωθώντας μια διαστρεβλωμένη εικόνα της ιερατικής διακονίας που, μολονότι ελάφρυνε την οργανική της σχέση με την χριστιανική κοινότητα, κατέληγε να είναι μια δημόσια απασχόληση[25].

Δεν εκπλήσσει, επομένως, ότι αυτή η μορφή χρηματοδότησης έχει πλήρως αντικατασταθεί στην πιο πρόσφατη νομοθεσία με ένα εντελώς νέο σύστημα που έχει πρωτότυπο χαρακτήρα χρηματοδότησης και που χωρίζεται σε δύο διακριτούς τρόπους. Ο πρώτος είναι η δυνατότητα που παρέχεται στους ιδιώτες να «αφαιρέσουν από τα έσοδά τους τις συνολικές δωρεές μετρητών μέχρι του ποσού των δύο εκατομμυρίων λιρετών, υπέρ του Κεντρικού Ινστιτούτου για τη συντήρηση του κλήρου» (άρθρο 46, παράγραφος 1). Με τον τρόπο αυτό, ο φορολογούμενος μπορεί να εξαιρεθεί από ποσό εισφοράς μέχρι του ποσού του 1.032,91 ευρώ, εξοικονομώντας, επομένως, φόρο ανάλογο με το ποσό του φορολογικού συντελεστή του. Ο δεύτερος τρόπος είναι, όπως προαναφέρθηκε, η δυνατότητα του φορολογουμένου να βοηθήσει και να καθορίσει – με επιλογή στην φορολογική του δήλωση – να κατατεθεί ένα μερίδιο ίσο με το οκτώ τοις χιλίοις του συνόλου των φορολογητέων εσόδων του για θρησκευτικούς προορισμούς που διαχειρίζεται άμεσα η Καθολική Εκκλησία, έτσι όπως αυτοί προσδιορίζονται αυστηρά: θρησκευτικές ανάγκες του πληθυσμού, συντήρηση του κλήρου, «φιλανθρωπικές παρεμβάσεις υπέρ της εθνικής συλλογικότητας και των χωρών του Τρίτου Κόσμου» (άρθρο 47, παράγραφοι 2-3 και άρθρο 48).

Συνολικά, το νέο σύστημα έχει σημαντικά πλεονεκτήματα από τα οποία προκύπτει η πλήρη αρμονία με την αμοιβαία ανεξαρτησία Εκκλησίας και Κράτους και με την αρχή της κοσμικότητας. Πράγματι, όχι μόνο το ποσό της χρηματοδότησης της Εκκλησίας, αλλά, βλέποντάς το καλύτερα, η ίδια η δυνατότητά της επαφίεται τώρα στην επιλογή των φορολογουμένων. Αξίζει τον κόπο να θυμηθούμε, ότι όταν το 1984 σε μια συνέντευξη τύπου ρωτήθηκε ο Margiotta Broglio, πρόεδρος εκ μέρους της κυβέρνησης της Μικτής Επιτροπής που είχε διατυπώσει το κείμενο του σχετικού νόμου, ν’ αναφέρει το ύψος των κεφαλαίων που η Εκκλησία θα μπορούσε να αντλήσει από το οκτώ τοις χιλίοις, εκείνος απάντησε: από μηδέν λιρέτες έως ολόκληρο το οκτώ τοις χιλίοις των φορολογητέων εσόδων όλων των φυσικών προσώπων.

Ο ίδιος ο Margiotta Broglio είχε αναγνωρίσει στο νέο σύστημα μια μοναδικότητα: να κάνει «τους φορολογούμενους ν’ ανακαλύψουν την ύπαρξη των άλλων θρησκειών, χριστιανικών και μη, που παρουσιάζονταν πλέον όχι στις εγκυκλοπαίδειες, αλλά στα έγγραφα για την πληρωμή των φόρων», εκεί όπου κάποιες από αυτές τις θρησκείες εμφανίζονταν ως πιθανές αποδέκτριες του οκτώ τοις χιλίοις[26]. Σ’ αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να σημειωθεί, ότι το νέο σύστημα σχεδιάστηκε και δομήθηκε για την Καθολική Εκκλησία, αλλά στη δεδηλωμένη προοπτική του επεκτάθηκε, με τις τηρούμενες αναλογίες, και στις άλλες ομολογίες, εφόσον αυτές εμπεριέχονται στις Συμφωνίες του άρθρου 8 του Συντάγματος και επιθυμούν να επωφεληθούν αυτής. Μια δυνατότητα που βρήκε ευρείας απήχησης στο βαθμό που ο εν λόγω νόμος έγινε το πρότυπο που ενέπνευσε τις επακόλουθες συμφωνίες με τα διάφορα δόγματα[27]. Θα πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί, ότι λόγω του νεωτερισμού του, το νέο σύστημα εξακολουθεί να δημιουργεί σοβαρά προβλήματα. Οι προσφορές που εκπίπτουν υπέρ του Κεντρικού Ινστιτούτου για τη συντήρηση του κλήρου έχουν παραγάγει ένα αποτέλεσμα μάλλον ασήμαντο, ώστε να είναι δυνατόν να μιλάμε για ουσιαστική αποτυχία. Ένα εντελώς απροσδόκητο με αποτέλεσμα ο καρδινάλιος Nicora – Πρόεδρος εκ μέρους της Εκκλησίας της Μικτής Επιτροπής για την προετοιμασία του κειμένου του νέου νόμου – το απέδωσε στο γεγονός, ότι «ο ιταλός πιστός είναι εμφανώς γενναιόδωρος», αλλά «δύσκολα μπορεί να σκεφτεί με ομοιόμορφο τρόπο αναφορικά με τον κλήρο της Ιταλίας με τη μεσολάβηση του Κεντρικού Ινστιτούτου και των επισκοπικών Ινστιτούτων»[28].

Μια διαφορετική έκβαση είχε το δεύτερο κανάλι χρηματοδότησης, το οκτώ τοις χιλίοις, παρότι και αυτό παρουσιάζει κάποιες σκιές. Ειδικότερα, δεν βρήκε μια ομόφωνη αποδοχή από τους φορολογούμενους, καθώς το ποσοστό αυτών που κάνουν μια επιλογή, όποια κι αν είναι αυτή, κινείται μεταξύ λίγο πάνω από το 40% και λίγο κάτω από το 60%, σύμφωνα με τις διάφορες μεθόδους ανίχνευσης. Επιπλέον, η περιορισμένη συμμετοχή δεν οφείλεται πρωτίστως σε μια εχθρότητα προς το σύστημα, αλλά στο γεγονός, ότι η σταδιακή απλοποίηση της γραφειοκρατίας στη φορολογική περάτωση έχει, παραδόξως, καταστήσει πιο δύσκολο για αρκετούς φορολογούμενους την άσκηση του δικαιώματος επιλογής τους. Το ερώτημα είναι, ωστόσο, πιο ευαίσθητο από ό,τι μπορεί να φαίνεται με μια πρώτη ματιά, από τη στιγμή που το συνολικό ποσό του οκτώ τοις χιλίοις κατανέμεται ανάλογα με τις επιλογές, δίχως να λαμβάνει υπόψη του τις επιλογές που δεν εκφράζονται, και έτσι κάθε θρησκευτικό δόγμα στο τέλος λαμβάνει ποσά πολύ υψηλότερα από αυτά που θα δικαιούνταν με βάση αποκλειστικά και μόνο τις επιλογές που εκφράζονται υπέρ του.

IMG_56

8. Η υπέρβαση μιας «κάθετης» προσέγγισης. Η πρόβλεψη για περαιτέρω συμφωνίες για την πολιτιστική κληρονομιά που υπάρχει στο άρθρο 12 αποτελεί μια σημαντική ένδειξη των γενικών χαρακτηριστικών της νέας Συμφωνίας. Αυτή σίγουρα απομακρύνεται από την αυστηρά «κάθετη» προσέγγιση, που ήταν τυπική των προσυνοδικών Κονκορδάτων, καθώς δίνει στην Ιταλική Επισκοπική Σύνοδο (Conferenza Episcopale Italiana/C.E.I.) αρμοδιότητες τόσο ευρείες, ώστε να την καταστήσει το νέο πρωταγωνιστή στις σχέσεις της Ιταλικής Καθολικής Εκκλησίας  με το Ιταλικό Κράτος. Η ρητή αναγνώριση της C.E.I. ως νόμιμου συνομιλητή και διαπιστευμένου για τις πολιτειακές αρχές παρέχεται από το προτελευταίο άρθρο της Συμφωνίας, εκεί όπου προβλέπεται, ότι «τα περαιτέρω θέματα για τα οποία θα εκδηλωθεί η ανάγκη συνεργασίας μεταξύ της Καθολικής Εκκλησίας και του Κράτους θα μπορούν να ρυθμιστούν», ακόμη και «με συμφωνίες μεταξύ των αρμοδίων αρχών του Κράτους και της Ιταλικής Επισκοπικής Συνόδου» (άρθρο 13, παράγραφος 2). Σε ό,τι αφορά θέματα που έχουν ήδη ρυθμιστεί, θα πρέπει να υπενθυμιστεί, ότι το πρόσθετο Πρωτόκολλο αναθέτει στην C.E.I. το καθήκον να μεριμνήσει για την επίτευξη συμφωνιών με τις αρμόδιες εκπαιδευτικές αρχές, προκειμένου να καθορίσει τα βασικά χαρακτηριστικά της καθολικής θρησκευτικής εκπαίδευσης στα δημόσια σχολεία (αρ. 5, β΄). Ωστόσο, προκειμένου ν’ αναδειχθεί πλήρως ο ρόλος της C.E.I. στο νέο πλαίσιο του Κονκορδάτου, δεν επαρκεί να σημειωθούν οι κανόνες που το αναφέρουν ρητώς. Θα πρέπει, ακόμα, να ληφθούν υπόψη όλες οι διατάξεις που προβλέπουν συμφωνίες με την αρμόδια εκκλησιαστική αρχή, δεδομένου ότι, σε πολλές περιπτώσεις, η τελευταία ταυτίζεται με την ίδια την C.E.I. όπως για παράδειγμα συμβαίνει, πέρα από τα ζητήματα πολιτιστικής κληρονομιάς, σε θέματα σχετικά με την παροχή πνευματικής αρωγής σε συγκεκριμένα κοινωνικά ιδρύματα (άρθρο 11). Ας προστεθεί ακόμα, ότι στο νέο σύστημα συντήρησης του κλήρου αποδόθηκε στην C.E.I. ένα σύνολο λειτουργιών τόσο μεγάλο και πολύπλοκο, ώστε τα συμβαλλόμενα μέρη να θεωρήσουν αναγκαίο να της αναγνωρίσουν μία υποχρέωση γενικού χαρακτήρα, ως αρμόδια αρχή που «θέτει σε κανονική ισχύ τις αναγκαίες διατάξεις για την εφαρμογή του συστήματος» (άρθρο 75, παράγραφος 3 του Ν. 222/1985)[29].

Σίγουρα δεν είναι εδώ η περίπτωση να σταθούμε αναλυτικά σ’ όλη τη δραστηριότητα που διεξάγεται από την C.E.I. για να εφαρμόσει τα καθήκοντά της: από τις πολυάριθμες συμφωνίες που αφορούν τη διδασκαλία της θρησκείας, μέχρι τις διατάξεις περί πολιτιστικών αγαθών και αρχείων και από τους πολλούς σχετικούς κανόνες με τη συντήρηση του κλήρου, μέχρι τις συμφωνίες για την πνευματική αρωγή προς την αστυνομία του Κράτους, ενώ είναι ακόμα σε αναμονή οι κανόνες που σχετίζονται με την πνευματική αρωγή σε νοσοκομεία, γηροκομεία ή τη φροντίδα σε δημόσιους οργανισμούς πρόληψης και σωφρονισμού.

Αυτό που έχει σημασία να σημειωθεί είναι, ότι η Συμφωνία του 1984 σηματοδότησε μια σημαντική εξέλιξη στην παραδοσιακή πρακτική των Κονκορδάτων, η οποία μπορεί να περιγραφεί ως ένα «Κονκορδάτο/πλαίσιο», καθώς περιορίζεται στο να καθορίσει τις ουσιώδεις αρχές, αναθέτοντας κάθε περαιτέρω εξειδίκευση στις επόμενες συμφωνίες, για τις οποίες συχνά το πιο κατάλληλο εκκλησιαστικό υποκείμενο για να διαπραγματευθεί με τις δημόσιες αρχές φαίνεται να είναι η Επισκοπική Σύνοδος.

Για λόγους πληρότητας, θα πρέπει επίσης να σημειωθεί, ότι δεν είναι μόνο η C.E.I., αλλά και οι Περιφερειακές Επισκοπικές Σύνοδοι που καλούνται να διαδραματίσουν ένα σημαντικό ρόλο στις σχέσεις με τις πολιτειακές αρχές. Αυτή η διαπίστωση, με την πρώτη ματιά, μπορεί να φαίνεται αμφίβολη, δεδομένου ότι οι ρητές αναφορές για τους επισκοπικούς θεσμούς στις διατάξεις των Κονκορδάτων είναι λίγες και ελάσσονος σημασίας. Αντιθέτως, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε, ότι το Νοέμβριο του 1994, η Αγία Έδρα, με μια σειρά από διατάγματα της Επιτροπής (Congregatio) για τους Επισκόπους, έχει αναγνωρίσει στις εκκλησιαστικές περιφέρειες, που υπάρχουν για μακρύ χρονικό διάστημα στην Ιταλία, την ιδιότητα του νομικού προσώπου δημοσίου κανονικού δικαίου, δίνοντας στις περιφερειακές επισκοπικές συνόδους, που αποτελούν το διοικητικό τους όργανο, την εξουσία να συνάπτουν συμφωνίες με τις αντίστοιχες κρατικές Περιφέρειες[30]. Μια δυνατότητα που οι περιφερειακές σύνοδοι χρησιμοποίησαν ευρέως, φθάνοντας σε πολλαπλές συμφωνίες, ιδίως στον τομέα της πολιτιστικής κληρονομιάς και της πνευματικής αρωγής[31].

IMG_5987

9. Συμπερασματικές παρατηρήσεις. Ως συμπέρασμα μπορούμε να πούμε, ότι η Συμφωνία του 1984, ενώ εξασφαλίζει την ξεκάθαρη διάκριση των αρμοδιοτήτων της Εκκλησίας και του Κράτους στο χώρο ευθύνης τους, αναδεικνύει την ελευθερία επιλογής των πολιτών και, υπερβαίνοντας μια αυστηρά «κάθετη» δομή, αφήνει ευρύ χώρο για τη σύναψη συμφωνιών σε διάφορα επίπεδα μεταξύ των αρμοδίων οργάνων των δύο συμβαλλομένων μερών.

Σε κάθε περίπτωση, η δια των Κονκορδάτων ευταξία στις σχέσεις της Ιταλικής Δημοκρατίας με την Καθολική Εκκλησία δεν μπορεί να θεωρηθεί ένα άδικο προνόμιο, επιζήμιο της ελευθερίας των πιστών των άλλων δογμάτων. Αντιθέτως, κοιτώντας το θέμα προσεκτικά, μπορούμε να πούμε ότι ιστορικά, έστω και έμμεσα και μονάχα σ’ ένα ορισμένο βαθμό, η εμπειρία των Κονκορδάτων στη χώρα μας συνέβαλε στη διαμόρφωση  μιας νομοθεσίας που ν’ αναφέρεται στα άλλα θρησκευτικά δόγματα με μεγαλύτερο σεβασμό ως προς τα προνόμιά τους και με περισσότερο προσοχή ως προς τις ανάγκες τους. Πράγματι, φαίνεται, ότι μπορούμε ορθά να υποστηρίξουμε, ότι ακριβώς αυτή η εμπειρία ώθησε το νομοθέτη να εκτείνει την εφαρμογή των αρχών της συμφωνίας και στα άλλα δόγματα[32], προβλέποντας, ότι «οι σχέσεις τους με το Κράτος ρυθμίζονται δια νόμου επί τη βάσει συμφωνιών με τους αντίστοιχους εκπροσώπους αυτών» (άρθρο 8, παράγραφος 3). Μια πρόβλεψη που, ωστόσο, παρέμεινε κενό γράμμα μέχρι που το 1984, τρεις ημέρες μετά την υπογραφή της Συμφωνίας που επέφερε την αναθεώρηση στο Κονκορδάτο του Λατερανού, το Κράτος υπέγραψε τη Συμφωνία με τις Εκκλησίες που εκπροσωπούν τη Συνομοσπονδία των Βαλδιστών. Μια σύμπτωση που πιθανότατα υπαγορεύθηκε από την ανησυχία της Κυβέρνησης ν’ αποφύγει μια υπερβολικά εμφανή διαφορά καθεστώτος μεταξύ της διαδεδομένης θρησκείας και των υπολοίπων δογμάτων.

Εάν στη συνέχεια μελετήσουμε τις πολυάριθμες συμφωνίες που υπεγράφησαν κατ’ εφαρμογή του άρθρου 8, παραγράφου 3 του Συντάγματος[33], αναδεικνύεται καθαρά, ότι αρκετές από τις διατάξεις, ακόμα και με τις απαραίτητες υποσημειώσεις και κατάλληλες προσαρμογές, συμμορφώθηκαν με το μοντέλο της Συμφωνίας του 1984 με την Καθολική Εκκλησία. Επί τούτου, αναφέρθηκαν ήδη τα σχετικά με τη χρηματοδότηση, αλλά, εμμένοντας πάντοτε στο πλαίσιο του Νόμου 222/85, θα μπορούσαν ν’ αναφερθούν και οι διατάξεις οι σχετικές με το σκοπό των θρησκευτικών θεσμών, με την εγγραφή τους στον κατάλογο των νομικών προσώπων, με τη διάκριση μεταξύ θρησκευτικών δραστηριοτήτων και δραστηριοτήτων άλλης φύσεως. Αντίστοιχες εκτιμήσεις ισχύουν για τα άρθρα της Συμφωνίας που επέφεραν τροποποιήσεις στο Κονκορδάτο του Λατερανού. Έτσι, κατέστη δυνατόν να οικοδομηθεί ένας επιμελημένος και αξιόλογος συνοπτικός πίνακας που φέρνει στο φως τις συμφωνίες και τις διαφορές μεταξύ όσων προβλέπονται στα επιμέρους θέματα στη Συμφωνία του 1984 με την Καθολική Εκκλησία και όσων προβλέπονται στις άλλες Συμφωνίες[34].

Ωστόσο, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε, ότι στη χώρα μας η κατάσταση είναι απόλυτα ικανοποιητική. Παρά τις διάφορες απόπειρες των τελευταίων δεκαετιών, λείπει ακόμα ένας νόμος για τη θρησκευτική ελευθερία που να δίδει πλήρη και εμφανή λειτουργικότητα στην αρχή της ισότητας όλων των δογμάτων που έχει επίσημα επικυρωθεί από την πρώτη παράγραφο του άρθρου 8 του Συντάγματος[35].

Μεταξύ των διαφόρων ανωμαλιών που προκύπτουν, μπορούμε να σταχυολογήσουμε τις σχετικές με τους χώρους λατρείας. Το ζήτημα δεν αφορά μονάχα την αρκετά γνωστή υπόθεση της κατασκευής των τζαμιών, αλλά συνδέεται, μολονότι σε διαφορετική έκταση, με όλα τα θρησκευτικά δόγματα και την ίδια την Καθολική Εκκλησία. Πράγματι, από τη μία πλευρά η συμπλοκή και υπερκάλυψη διατάξεων και κανονισμών που προέκυψαν από μονομερείς κρατικές, περιφερειακές, δημοτικές συμφωνίες, και από την άλλη η ευρύτατη διακριτικότητα που αναγνωρίζεται στις αρμόδιες διοικητικές αρχές, καθιστούν συχνά δύσκολη την ουσιαστική άσκηση του δικαιώματος των δογμάτων να ιδρύουν και να διαχειρίζονται ελεύθερα χώρους λατρείας προσαρμοσμένους στις ανάγκες τους. Ένα δικαίωμα που – είναι καλό να ενθυμούμαστε –αποτελεί ουσιώδες μέρος του ευρύτερου δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας.

Μετάφραση από τα ιταλικά: Δρ. Δημήτριος Κεραμιδάς


[1] Διάταγμα Apostolicam actuositatem, αρ. 7 και Δογματική Διάταξη Gaudium et spes, αρ. 36.
[2] Ως προς αυτό, πρέπει να υπενθυμίσουμε, ότι η Δογματική Διάταξη Gaudium et spes, αρ. 76, υπογραμμίζει την ανάγκη να «γίνει μια καθαρή διάκριση μεταξύ των ενεργειών μέσω των οποίων οι πιστοί, ατομικά ή μέσω ομάδων, τελούν με την ιδιότητα του πολίτη, οδηγούμενοι από τη χριστιανική συνείδηση, και των ενεργειών που οι ίδιοι τελούν στο όνομα της Εκκλησίας και σε κοινωνία με τους ποιμένες τους».
[3] Για μια έκθεση και κριτική αυτής της ιδέας βλ. G. Casuscelli, Concordati, intese e  pluralismo confessionale, Milano 1974, σ. 82εξ. και M. Tedeschi, Le attuali relazioni tra Chiesa e Stato, στο ιδίου, Saggi di diritto ecclesiastico, Torino 1987, σ. 136εξ.
[4] Βλ. την τελευταία μελέτη του R. Minnerath, L’Église catholique face aux États. Deux siècles de pratique concordataire 1801-2010, Paris 2012, κυρίως σ. 77-117.
[5] Διακήρυξη Dignitatis humanae, αρ. 13.
[6] Δογματική Διάταξη Gaudium et spes, αρ. 76.
[7] Βλ. Δογματική Διάταξη Lumen gentium, αρ. 8.
[8] Δογματική Διάταξη Gaudium et spes, αρ. 76.
[9] Σχετικά με την ανάγκη και τη σημασία αυτής της συνεργασίας βλ. το Διάταγμα Apostolicam actuositatem, αρ. 7 και 14.
[10] Δογματική Διάταξη Gaudium et spes, αρ. 76.
[11] A. Ottaviani, Institutiones iuris publici ecclesiastici, adiuvante I. Damizia, Vol. II, Città del Vaticano 1960, σ. 259.
[12] Βλ. ό.π. σ. 136εξ.
[13] Βλ. F. M. Cappello, Summa iuris publici ecclesiastici, Roma 1954, σ. 252.
[14] Ως προς αυτό, βλ. G. Catalano, Cenni sulle vicende dell’istituto concordatario nell’età contemporanea, in Idem, I Concordati tra storia e diritto, Messina 1992, σ. 41.
[15] Πράγματι, τα Κονκορδάτα «εμπεριέχουν την αρχή της υγιούς συνεργασίας» και επομένως μπορούν να πραγματώσουν αυτήν τη «συνεργασία» και «συγκλίνουσα δράση μεταξύ της Καθολικής Εκκλησίας και της πολιτικής κοινότητας» για την οποία η Β΄ Σύνοδος  επισημαίνει, ότι υπάρχουν «όχι μονοδιάστατες μορφές». M. Maccarrone, I concordati nella storia della Chiesa, «Iustitia», 28 (1975), σ. 338· βλ. J. de Salazar Abrisquieta, El Concilio Vaticano II y los Concordatos, στο ΣΥΛΛΟΓΙΚΌ ΤΟΜΟ, La institución concordataria en la actualidad, Salamanca 1971, σ. 101-102.
[16] Γι’ αυτά τα μοντέλα βλ. F. Margiotta Broglio, L’istituzione concordataria nella Chiesa del Vaticano II, «Il Mulino», 28 (1979), σ. 122-127, όπου επιπλέον αναδεικνύεται, ότι στις συμφωνίες που υπεγράφησαν μεταξύ του 1966 και του 1977 δεν έχει ακόμα διαπιστωθεί μια ουσιαστική συμμόρφωση με τις συνοδικές αυτές αρχές (σ. 129).
[17] Διακήρυξη Dignitatis humanae, αρ. 6.
[18] Διάταγμα «Christus Dominus», αρ. 20. Για τους διορισμούς των εφημερίων βλ. αρ. 31.
[19] Για μια ευρύτερη παρουσίαση βλ. G. Feliciani, Autonomia istituzionale della Chiesa, στο Ιδιου, Le pietre, il ponte e l’arco. Scritti scelti, Milano 2012, σ. 347-361.
[20] Για περισσότερες πληροφορίες βλ. G. Feliciani, Il riordinamento delle diocesi in Italia da Pio IX a Giovanni Paolo II, στο Ιδιου, Le pietre, il ponte e l’arco, ό.π., σ. 161-179.
[21] Βλ. σχετικά ό.π., σ. 283εξ.
[22] A. Paolucci, Interesse culturale e valenza religiosa: problemi di applicazione della nuova normativa a) Beni storico-artistici, στο ΣΥΛΛΟΓΙΚΌ ΤΟΜΟ, Beni culturali di interesse religioso. Legislazione dello Stato ed esigenze di carattere confessionale, G. Feliciani, επιμ., Bologna 1995, σ. 204-205.
[23] G. Pastori, L’art. 12 dell’Accordo 18 febbraio 1984 nel quadro dell’ordinamento giuridico italiano, στο ΣΥΛΛΟΓΙΚΌ ΤΟΜΟ, Beni culturali di interesse religioso, ό.π., σ. 31.
[24] Βλ. A. Chizzoniti, La tutela dei beni culturali di interesse religioso nell’ordinamento giuridico italiano, in «Derecho e Religión», 5 (2010), σ. 191-193.
[25] Για περισσότερες πληροφορίες βλ. σχετικά G. Feliciani, Il trattamento economico del clero nella nuova legislazione concordataria, στο «Aggiornamenti sociali», 36 (1985), σ. 451-457.
[26] F. Margiotta Broglio, Gli Accordi del 1984 e la legislazione ecclesiastica successiva: riflessioni su un ventennio di sperimentazione, στο ΣΥΛΛΟΓΙΚΌ ΤΟΜΟ, Enti di culto e finanziamento delle confessioni religiose. L’esperienza di un ventennio (1985-2005 I. Bolgiani, επιμ., Bologna 2007, σ. 369. Επί του παρόντος, πρόκειται για τις Εκκλησίες που εκπροσωπούν τη Συνομοσπονδία των Βαλδιστών, την Ένωση των χριστιανικών Εκκλησιών των Αντβεντιστών των Τελευταίων Ημερών της Ιταλίας, τη «Σύναξη του Θεού» της Ιταλίας, την Ένωση των Εβραϊκών κοινοτήτων της Ιταλίας, τη χριστιανική Ευαγγελική Ένωση των Βαπτιστών της Ιταλίας, τη Λουθηρανική Ευαγγελική Εκκλησία της Ιταλίας, την Ιερά Ορθόδοξη Αρχιεπισκοπή της Ιταλίας και Εξαρχία Νοτίου Ευρώπης, την Αποστολική Εκκλησία της Ιταλίας.
[27] Όλες οι Συμφωνίες που έχουν μέχρι τώρα υπογραφεί, είτε έχουν προηγουμένως εγκριθεί από νόμο είτε όχι, προβλέπουν δωρεές, με εξαίρεση αυτή με την Εκκλησία του Ιησού Χριστού των Αγίων των τελευταίων ημερών, καθώς και το οκτώ τοις χιλίοις. Ωστόσο, θα πρέπει να διευκρινιστεί, ότι οι Συνάξεις του Θεού, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά και η Αποστολική Εκκλησία της Ιταλίας δε συμμετέχουν στο διαμοιρασμό των μη εκπεφρασμένων επιλογών των φορολογουμένων.
[28] A. Nicora, Gli Accordi del 1984 e la legislazione ecclesiastica successiva: riflessioni su un ventennio di sperimentazione, στο ΣΥΛΛΟΓΙΚΌ ΤΟΜΟ, Enti di culto e finanziamento delle confessioni religiose, ό.π., σ. 361.
[29] Για περισσότερες πληροφορίες βλ. G. Feliciani, Il ruolo della Conferenza episcopale italiana nell’attuazione dei nuovi accordi, στο ΣΥΛΛΟΓΙΚΌ ΤΟΜΟ, Il Codice di diritto canonico e il nuovo concordato vent’anni dopo, L. Iannaccone, επιμ., Bologna 2006, σ. 247-256.
[30] Για περισσότερες πληροφορίες βλ. G. Feliciani, Le regioni ecclesiastiche italiane da Leone XIII a Giovanni Paolo II, στο Ιδιου, Le pietre, il ponte e l’arco, ό.π., σ. 109-126.
[31] Για μια κριτική αξιολόγηση βλ. I. Bolgiani, Regioni e fattore religioso. Analisi e prospettive normative, Milano 2012, σ. 139-172. Για τα κείμενα των Συμφωνιών βλ. CesenLa Chiesa cattolica in Italia. Normativa pattizia, επιμέλεια Ιδιου, Milano 2009, ενώ για τις Συμφωνίες που υπογράφηκαν κατά τα επόμενα έτη βλ. www.olir.it/cesen.
[32] Βλ «Dibattiti alla Costituente» σχετικά με το κείμενο του άρθρου 8, στο R. Pertici, Chiesa e Stato in Italia. Dalla Grande Guerra al nuovo Concordato (1914-1984), Bologna 2009, επισυναπτόμενο CD.
[33] Ήδη έχουν εγκριθεί δια νόμου οι Συμφωνίες με τις Εκκλησίες που εκπροσωπούν τη Συνομοσπονδία των Βαλδιστών, την Ιταλική Ένωση των Χριστιανικών Εκκλησιών των Αντβεντιστών της Έβδομης Ημέρας, τις «Συνάξεις του Θεού» της Ιταλίας, την Ένωση των Εβραϊκών Κοινοτήτων της Ιταλίας, τη χριστιανική Ευαγγελική Ένωση Βαπτιστών της Ιταλίας, τη Λουθηρανική Ευαγγελική Εκκλησία της Ιταλίας, την Ιερά Ορθόδοξη Αρχιεπισκοπή Ιταλίας και Εξαρχία Νοτίου Ευρώπης, την Εκκλησία του Ιησού Χριστού των Αγίων των Τελευταίων Ημερών, την Αποστολική Εκκλησία της Ιταλίας. Επίσης, έχουν υπογραφεί, αλλά όχι ακόμα εγκριθεί δια νόμου, οι Συμφωνίες με τη χριστιανική Σύναξη των Μαρτύρων του Ιεχωβά και τη Βουδιστική Ένωση της Ιταλίας Sanatana Dharma Samgha.
[34] Βλ. L. De Gregorio, La legge generale sulla libertà religiosa. Disegni e dibattiti parlamentari, Tricase 2012, κυρίως πίνακα αρ. 5, σελ. 36-45.

[35] Βλ. L. De Gregorio, Le alterne vicende selle proposte di legge sulla libertà religiosa, στο ΣΥΛΛΟΓΙΚΌ ΤΟΜΟ, Proposta di riflessione per l’emanazione di una legge generale sulle libertà religiose, V. Tozzi, επιμ., G. Macrì e M. Parisi, Torino 2010, σελ. 54-89.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.