Antonio Carile, Ο αυτοκράτορας, οι σύνοδοι και η εκκλησιαστική τάξη

Εισήγηση στο 13ο Διαχριστιανικό Συμπόσιο με θέμα «Χριστιανικός βίος και πολιτική εξουσία» που διεξήχθη στο Μιλάνο (28-30 Αυγούστου) 

IMG_5262Η περίοδος πολέμου του Κωνσταντίνου Αυγούστου της Δύσης εναντίον του συντρόφου Λικίνιου, Αυγούστου της Ανατολής, σημάδεψε μια δημόσια τοποθέτηση από χριστιανικής άποψης εκ μέρους του Κωνσταντίνου, ο οποίος προηγουμένως φρόντιζε να κινείται στο πλαίσιο του συγκρητισμού, χαρακτηριστικού των όψιμων αρχαίων αριστοκρατιών. Κατ’ αυτές τις αριστοκρατίες, οι τριακόσιες διαφορετικές λατρείες, που είχε δηλώσει ο εθνικός φιλόσοφος Θεμίστιος (317-388), δεν ήταν άλλο από πολιτισμικά διαφορετικές εκδηλώσεις της Θεότητας, του Ύψιστου Θεού: «Ο θεός μπορεί να λατρευτεί με διαφορετικούς τρόπους», «Ποιος είναι ο θεός της αιωνιότητας, που δημιουργεί αιώνια (και) αιώνια βασιλεύει; Ο μόνος αθάνατος θεός» – βεβαιώνει ένας αιγυπτιακός πάπυρος εκείνης της περιόδου. Παγανιστές κάθε λατρείας και χριστιανοί κάθε προσανατολισμού μπορούσαν να δεχτούν αυτές τις διφορούμενες διατυπώσεις, πάνω στις οποίες στηρίζεται ο Κωνσταντίνος με σκοπό να διατηρήσει τη συναίνεση των παγανιστών, της πλειονότητας, προσπαθώντας να διευκολύνει την ένταξη των χριστιανών μέσα στη δυναμική της respublica (του κράτους), που βασιζόταν παραδοσιακά στον σεβασμό των θεών: αντίθετα προς τη δική μας νοοτροπία, στην αρχαία πόλη και στην όψιμη αρχαιότητα, μεταξύ αστικής ζωής και θρησκευτικής ζωής δεν υπήρχε παρά ταύτιση, έτσι ώστε να μπορούμε να μιλάμε για μια θεοκεντρική κοινωνία.

Η ρήξη μεταξύ Λικίνιου και Κωνσταντίνου εκδηλώθηκε επίσης με την ανάληψη εκ μέρους του Αυγούστου της Ανατολής μιας πολιτικής αντιχριστιανικής: αυτός απομάκρυνε τους χριστιανούς από το παλάτι και τον στρατό· σε ένα στρατόπεδο στη Θράκη «με ιερή εντολή των δύο αρχόντων, Λικίνιου του Αυγούστου και Λικινιανού του Καίσαρα, καθιερώθηκε ένα άγαλμα προς τον ιερό θεό Ήλιο», μας βεβαιώνει μια επιγραφή (Dessau 8940). Ο Κωνσταντίνος, κατά την πορεία του προς την υποταγή του ανατολικού τομέα της αυτοκρατορίας και επομένως την εξάλειψη του Αυγούστου της Ανατολής και του περιβάλλοντός του, καθιερώνοντας το τέλος του συστήματος της τετραρχίας που είχε δείξει τις λειτουργικές του αδυναμίες ήδη από το 305, υιοθέτησε ένα νέο στρατιωτικό έμβλημα: μια μακρά χρυσή λόγχη με ένα πορφυρό ύφασμα, και από πάνω το Χριστόγραμμα στεφανωμένο με δάφνη, στη θέση του παραδοσιακού αυτοκρατορικού αετού. Το ύφασμα κρεμασμένο από ένα μέρος της λόγχης παρουσίαζε τις προσωπογραφίες του αυτοκράτορα και των γιων του διαδόχων, με μια συγκεκριμένη επιλογή δυναστειο-οικογενειακή. Το σύμπλεγμα αποτελούσε το λάβαρο, έμβλημα νίκης, που το προστάτευε μία φρουρά πενήντα ανδρών. Αποτυπωμένη στα νομίσματα, η πίσω όψη φέρει την εικόνα του λάβαρου που τρυπά το φίδι, σύμβολο της απόλυτης κακίας του «τυράννου», και περιβαλλόταν από την επιγραφή Spes Publica. Το 324 οι δυνάμεις του Κωνσταντίνου υπερίσχυσαν και εκείνος βρέθηκε να είναι ο Ύψιστος Αύγουστος.

Η δεύτερη προφανής – και αμφισβητηθείσα – δημόσια δήλωση περί χριστιανισμού και ρήξης με την παγανιστική παράδοση, ακόμη και στα κρατικά τελετουργικά, έγινε το 326 – χρονολογία που σήμερα προτιμάται αντί του 312 – στη Ρώμη, το ιδεατό επίσης κέντρο της αυτοκρατορίας, όταν ο Κωνσταντίνος, με προτροπή ενός «αιγύπτιου» λέει ο παγανιστής Ζώσιμος, αλλά πιθανόν του Επισκόπου Οσίου της Κόρδοβα, αποσύρθηκε από την επίσημη ιεροτελεστία ανόδου του στρατού στο Καπιτώλιο, προκαλώντας τις διαμαρτυρίες της Γερουσίας και του λαού. Το ανώνυμο δίστιχο που αφισοκολλήθηκε στην πύλη του ανακτόρου ανακαλούσε την εξόντωση του γιου Κρίσπου και της συζύγου Φάουστας, που συνέβησαν την ίδια εκείνη χρονιά, ειρωνευόμενο την ιδιαίτερη ευτυχία της εποχής:

Saturni aurea saecla quis requirat?

Sunt gemmea, sed neroniana.

(ποιος θα μπορούσε να νοσταλγήσει τη χρυσή εποχή του Κρόνου;

Αυτή είναι η πολύτιμη, αλλά νερώνεια, πέτρα).

Δεν χρειάζεται να αναφέρουμε εδώ μαζί με τον Bardill (2012): Constantine, Divine Emperor of the Christian Golden Age, τον πυκνό κατάλογο χριστιανικών κτιρίων που οικοδομήθηκαν από τον Κωνσταντίνο και τα μέλη της οικογένειάς του, ήδη από το 315, σχεδόν συναγωνιζόμενος τον Αύγουστο, ο οποίος στα Res Gestae καυχόταν ότι είχε αναστηλώσει και ανοικοδομήσει ογδόντα δύο ναούς.

Η δημόσια υιοθέτηση του χριστιανισμού δεν αλλοίωσε τον μεταϊστορικό ρόλο που χαρακτηρίζει τον αυτοκράτορα της όψιμης αρχαιότητας. Στις αρχές του 4ου αιώνα η χριστιανική πολιτική σκέψη στην ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία βασιζόταν στην ελληνιστική πολιτική θεωρία. Η ταύτιση των συμφερόντων των χριστιανικών Εκκλησιών με τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία μπόρεσε να συμβεί χάρις επίσης στο στοχασμό του Ωριγένη, κατά τον οποίο η θεία ειρήνη που επιβλήθηκε από την αυτοκρατορία κατά τον 1ο αιώνα είχε ευνοήσει τη διάδοση της πίστεως. Η θεωρία της θείας μοναρχίας, σταθερό σημείο της ελληνιστικής πολιτικής θεωρίας της βασιλείας, επιβλήθηκε κατά την αυτοκρατορία του Κωνσταντίνου, όταν οι χριστιανοί ήταν πρόθυμοι να βρουν τον Θεό στην αντανάκλαση της επίγειας μοναρχίας και να δουν τον αυτοκράτορα ως εικόνα της θεότητας. Η ανάπτυξη και η ρητορική κωδικοποίηση αυτής της θεωρίας έγινε χάρη στον Ευσέβιο Καισαρείας, ο οποίος στην Demonstratio evangelica συνδύασε τη θεία μοναρχία με την Pax Augusti, σύμφωνα με τον συγχρονισμό του Ωριγένη περί ενσαρκώσεως του Θεού εν Χριστώ, οι μαθητές του οποίου δεν θα ήταν σε θέση να ταξιδεύουν ελεύθερα και να κηρύττουν το ευαγγέλιο εάν τα διάφορα έθνη δεν είχαν υποταγεί από τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Για τον Ευσέβιο η μοναρχία του Αυγούστου σημάδεψε την αρχή του μονοθεϊσμού ενώ η κατάρρευση των εθνικών κρατών σημάδεψε το τέλος του πολυθεϊσμού.

IMG_5087

Η ελληνιστική παράδοση περί βασιλείας, που υιοθετήθηκε από την εποχή του Ιουλίου Καίσαρα και του Αυγούστου, επικυρώθηκε στη μεταϊστορική διευθέτηση της Τετραρχίας μεταξύ 284 και 305, που παρομοίαζε τον αυτοκράτορα με έναν από τους θεούς: ο ύψιστος αύγουστος Διοκλητιανός ήταν Δίας, ο σύντροφος Μαξιμιανός ήταν Ηρακλής, ο καίσαρας Κωνστάντιος Χλωρός ήταν Ήλιος, ο καίσαρας Γαλέριος ήταν Άρης. Εξάλλου ο παγανιστής Θεμίστιος στην Oratio XIX επαινώντας την humanitas του Θεοδόσιου, βλέπει στην επίγεια βασιλεία ένα αντίγραφο της βασιλείας του Δία, ύψιστου βασιλέα και πατέρα της ανθρώπινης φυλής. Ο ανώνυμος χριστιανός των Quaestiones Veteris et Novi Testamenti, γραπτό που αποδιδόταν ήδη στον Άγ. Αυγουστίνο, βεβαιώνει ότι ο αυτοκράτορας εκλέγεται από τον Θεό για να κυβερνά τους ανθρώπους, «κάθε διακυβέρνηση είναι από τον Θεό και Εκείνος την αναθέτει σε όποιον εκλέγει. Γι’ αυτό, καθώς η εξουσία του επίγειου αυτοκράτορα διαποτίζει τα πάντα και εμπνέει παγκόσμιο σεβασμό, έτσι και ο Θεός καθόρισε  να προέρχεται η εξουσία του από τον ίδιο τον βασιλιά και να διαποτίζει τα πάντα». Τελικά ο αυτοκράτορας υψώνεται στον ρόλο του εκπροσώπου του Θεού. Φέρει «την εικόνα του Θεού, όπως και ο Επίσκοπος του Χριστού».

Χριστιανοί και παγανιστές κατά τον 4ο αιώνα συμφωνούσαν ότι η ρωμαϊκή μοναρχία θεμελιωνόταν και παρεχόταν από τον Θεό. Αυτή η αντίληψη βοήθησε τον Κωνσταντίνο και τους διαδόχους του να εδραιώσουν μια αυτοκρατορία με πολλά “πιστεύω” μέσα σε μια χριστιανική ενότητα.

Με την ευκαιρία των εγκαινίων της βασιλικής του Παναγίου Τάφου στην Ιερουσαλήμ ένας καθολικός ιερέας φαίνεται ότι εκνεύρισε τον Κωνσταντίνο με τον ισχυρισμό του ότι ήταν “μακάβριος”, επειδή «ήδη από την επίγεια ζωή είχε λάβει την τιμή της απόλυτης εξουσίας επάνω σε όλους τους ανθρώπους και στο μέλλον θα βασίλευε μαζί με τον Υιό του Θεού». Η τοποθέτηση όμως της σαρκοφάγου του, κατά βούληση του Κωνσταντίνου, στην Κωνσταντινούπολη στη βασιλική των δώδεκα Αποστόλων, στο κέντρο μιας συμβολικής ένωσης με τα κενοτάφια των δώδεκα Αποστόλων, έξι από κάθε πλευρά της σαρκοφάγου, έδειξε φανερά την πρόθεση του Κωνσταντίνου να παρομοιάσει τον εαυτό του με τον Χριστό. Ο γιος Κωνστάντιος απομάκρυνε το 359 τη σαρκοφάγο από τη βασιλική με την ευκαιρία μιας ανασυγκρότησης και ανοικοδόμησε ένα μαυσωλείο απέναντι από την είσοδο της βασιλικής (370) όπου τοποθέτησε τη σαρκοφάγο του Κωνσταντίνου, που έγινε έτσι, κατά τον Άγ. Ιωάννη Χρυσόστομο «ο θυρωρός των ψαράδων». Εντωμεταξύ όμως η κωνσταντίνεια ιδέα της θεοποίησης διαρκεί. Ο Νικηφόρος Γρηγοράς (περ. 1295-1359) μετά το 1334/1335 και πριν από το 1341/1342, ολοκληρώνει τον Βίο του Κωνσταντίνου με μια προσευχή απευθυνόμενη στον αυτοκράτορα ο οποίος ανέβηκε στους ουρανούς και «συμβασιλεύει» με τον Χριστό επί της αυτοκρατορίας των Ρωμαίων· του ζητά να μην παύσει να φροντίζει για την πόλη του και την αυτοκρατορία των ρωμαίων», «εμείς είμαστε ο λαός σου και τα πρόβατα της βοσκής σου» (Ψ. 78,13) επικαλούμαστε το όνομα σου Θεέ, εξίσου με της ίδιας της Τριάδος και είμαστε λατρευτές σου, γι’ αυτό στηριζόμαστε στην προστασία σου για τη σωτηρία και την αποκατάσταση της αυτοκρατορίας χάρη στον Χριστό».

Κατά την ίδια επίσημη ομιλία, για τα Tricennalia του Κωνσταντίνου το 335, δύο χρόνια πριν από τη βάπτιση του αυτοκράτορα τον Μάιο 337 και από τον θάνατό του, ο Επίσκοπος Ευσέβιος Καισαρείας (260-340 περ.) παρουσιάζει το έργο του αυτοκράτορα ως τον άνθρωπο μέσω του οποίου η ύψιστη θεότητα ενεργεί στη γη, αποφεύγοντας να ονομάσει τον Χριστό. Ουράνια βασιλεία και επίγεια βασιλεία, βασιλιάς του ουρανού και βασιλιάς της γης αντικατοπτρίζονται και ο αυτοκράτορας είναι εκφραστής της θείας βουλής. Στην ομιλία, που εγκρίθηκε από τον Κωνσταντίνο, δεν αναφέρεται το όνομα του Χριστού, αλλά ανατρέχει σε συνηθισμένους όρους του συγκρητισμού: ύψιστος θεός, ύψιστη θεότητα, με προφανή σκοπό να αποκτήσει τη συναίνεση όλων των υπηκόων της αυτοκρατορίας, παγανιστών ή χριστιανών. Εξάλλου στην πράξη ίδρυσης της Κωνσταντινούπολης μεταξύ 325 και 330, ο Κωνσταντίνος έβαλε να τοποθετήσουν στο κέντρο της κυκλικής αγοράς του μια γιγαντιαία κολόνα από πορφυρίτη, που υποστήριζε ένα δικό του άγαλμα «και πάνω στην κολόνα του τοποθέτησε το άγαλμά του, που έχει στο κεφάλι επτά ακτίνες», βεβαιώνει κατά τον 6ο αιώνα ο χριστιανός Ιωάννης Μαλάλα. Η επιγραφή που διαβάστηκε κατά το 931-944 από τον Κωνσταντίνο Ρόδιο «Χριστέ, βασιλιά και κύριε του σύμπαντος, / σ’ εσένα προσφέρω αυτή την πόλη ως δούλη, / τα σκήπτρα της και όλη την εξουσία της Ρώμης: / φύλαξέ την και απάλλαξέ την από κάθε κακό», είναι κατά πάσαν πιθανότητα μια όψιμη προσθήκη, που δεν αφαιρεί τίποτα από τον ηλιακό συμβολισμό του αγάλματος.

Σύμφωνα με την παραδοσιακή θρησκευτική πολιτική αυτοκρατορικού ελέγχου επί της κανονικότητας κάθε λατρείας για να επιτευχθεί η συμπαράσταση των θεών για την καλή τύχη του κράτους (respublica), ο Κωνσταντίνος φρόντιζε να εξασφαλίζει την ενότητα της χριστιανικής λατρείας και κυρίως της χριστιανικής θεολογίας: δύσκολο πρόβλημα, γι’ αυτόν και για τους διαδόχους του.

Στην επιστολή του 314 προς τον χριστιανό Ελάφιο, αντιπρόσωπό του στην Αφρική, συγκαλεί μια σύνοδο στο Arles για να προσδιορίσει το ζήτημα του σχίσματος των δονατιστών. Ανάμεσα στους πιστούς της Αφρικής είχε δημιουργηθεί ένας διχασμός μεταξύ εκείνων που δεν θεωρούσαν έγκυρα τα μυστήρια που χορηγούσαν οι «προδότες», εκείνοι δηλαδή που είχαν παραδώσει τα ιερά κείμενα στις αρχές κατά τον διωγμό, και εκείνων αντιθέτως που εξαρτούσαν την εγκυρότητα του μυστηρίου από την κατάσταση χάριτος του ιερέα που το χορηγούσε. Με την ευκαιρία της επισκοπικής εκλογής του επισκόπου Καικιλιανού, επειδή ανάμεσα στους επισκόπους που τον είχαν χειροτονήσει εμφανιζόταν ο Φήλιξ από το Aptungi, ακριβώς ένας προδότης, οι αντίπαλοί του δήλωσαν άκυρη την εκλογή του και εξέλεξαν ως επίσκοπο τον Μαγιορίνο, τον οποίο διαδέχθηκε μετά τον θάνατό του ο Δονάτος. Ο Κωνσταντίνος επενέβη τον Απρίλιο 313 διατάσσοντας τον κυβερνήτη της επαρχίας της Αφρικής να χρηματοδοτεί τους ιερείς της νομοταγούς λατρείας, που ο αυτοκράτορας θεωρούσε ότι ήταν οι «μη δονατιστές». Από το 313 ως το 321 ο Κωνσταντίνος προσπάθησε να συμφιλιώσει τους δονατιστές, που η πλειονότητα καταδίκαζε ως σχισματικούς ή αιρετικούς, μέχρις ότου το 321 αναγκάστηκε να χορηγήσει την ανοχή στην Εκκλησία των δονατιστών. Το 316 όταν επιτρέπει στους δονατιστές επισκόπους να επανέλθουν στην Αφρική, δηλώνει στον κυβερνήτη Κέλσο: «Δεν θα είμαι ποτέ ευχαριστημένος ούτε θα περιμένω ευημερία και ευτυχία από τη φιλεύσπλαχνη εξουσία του Παντοδυνάμου, μέχρις ότου δεν ακούω ότι οι άνθρωποι προσφέρουν στον παναγιότατο την ορθή προσκύνηση της καθολικής θρησκείας μέσα σε μια κοινή αδελφοσύνη». Στην επιστολή προς τις ανατολικές επαρχίες του 324 ο Κωνσταντίνος ομολογεί ανοιχτά ότι είναι χριστιανός πιστός ενώ δηλώνει πλάνες τις άλλες λατρείες, αλλά η συμβίωση μεταξύ των θρησκειών πρέπει να είναι ειρηνική: «Ακόμη και εκείνοι που παραμένουν στην πλάνη, ας αντλούν εξίσου όφελος από την ειρήνη και την ησυχία, όπως ακριβώς και οι πιστοί… Εκείνοι αντιθέτως που παραμένουν αποκομμένοι, ας κρατήσουν, αφού έτσι πιστεύουν, τα ιερά της πλάνης». «Η πεποίθηση που τρέφει ο καθένας και για την οποία είναι πεπεισμένος, δεν πρέπει να είναι μέσον για να προσβάλλονται οι άλλοι». Αντιθέσεις μεταξύ παγανιστών και χριστιανών, διχόνοιες εσωτερικές μεταξύ των διαφόρων μορφών χριστιανισμού, παρέσυραν την αυτοκρατορική εξουσία σε διενέξεις πολιτικού και ταυτόχρονα θρησκευτικού χαρακτήρα.

Δίνοντας συνέχεια στο διάταγμα ανοχής του Γαλέριου το 311 και από το λεγόμενο διάταγμα των Μεδιολάνων του 313, ο Κωνσταντίνος εξίσωσε τη χριστιανική θρησκεία με τις άλλες λατρείες, παραχώρησε στις Εκκλησίες το δικαίωμα του παραδοσιακού ασύλου των ειδωλολατρικών ναών, το 315 απάλλαξε από τους φόρους και από τον επισιτισμό τις χριστιανικές λατρείες, το 316 εξουσιοδότησε τις απελευθερώσεις των σκλάβων στην εκκλησία εκ μέρους των επισκόπων· το 318 αναγνωρίστηκε στον επίσκοπο η εξουσία δικαστηρίου διαιτησίας όταν ένα από τα μέρη ήταν χριστιανός, χορηγώντας γι’ αυτό ισχύ δημοσίου δικαίου στην επισκοπική δικαιοδοσία που εξασκείτο στο εσωτερικό των εκκλησιών. Γι’ αυτό λαϊκοί δικαστές και εκκλησιαστικοί δικαστές εξισώθηκαν όταν ο ένας που προσέφευγε ήταν χριστιανός. Ο Επίσκοπος της Ρώμης απαγόρευσε στη συνέχεια στους εκκλησιαστικούς να επιλύουν τις διαφορές τους ενώπιον λαϊκών δικαστών. Η επισκοπική ακρόαση έθετε τις βάσεις της αστικής εξουσίας των επισκόπων. Το 321 οι εκκλησίες εξουσιοδοτήθηκαν να δέχονται κληροδοτήματα από διαθήκες. Το 319 το προσωπικό της χριστιανικής λατρείας απαλλάχθηκε από τα καθήκοντα της κούριας, από τα οποία δεσμεύονταν τα εξέχοντα μέλη των τοπικών αστικών κοινωνιών. Το 321 ορίστηκε δια νόμου ότι δεν μπορούσε να έχει την εκκλησιαστική ιδιότητα όποιος καταγόταν από υπαλλήλους του δήμου ή διέθετε περιουσία κατάλληλη για να αναλάβει δημόσιες θέσεις: πράγματι αυτή η κατηγορία ανθρώπων ήταν υπεύθυνη για την αντιστοιχία του ύψους των φόρων του κτηματολογίου και για τον επισιτιστικό ανεφοδιασμό του αστικού πληθυσμού. Το 326 αυτός ο νόμος ανανεώθηκε και αυστηροποιήθηκε, για να εμποδιστεί η έξοδος των μελών των εύπορων αστικών τάξεων προς την εκκλησιαστική ιδιότητα, δηλαδή στην απαλλαγή από διαχειριστικά βάρη. Οι δύο νόμοι του 321 για την κυριακάτικη ανάπαυση της dies Solis (ημέρα του Ήλιου), η οποία κατά τη διάρκεια του 4ου αιώνα θα γινόταν dies dominica (Κυριακή ημέρα), αποκορύφωμα της ρωμαϊκής πλανητικής εβδομάδας, που ισχύει ακόμη στις κοινωνίες μας, καθόρισαν: «κατά την ιερή ημέρα του Ήλιου όλοι οι δικαστές και ο πληθυσμός των πόλεων οφείλουν να τηρούν την ανάπαυση» εκτός από τους αγρότες και τους στρατιώτες, οι οποίοι όμως είχαν το δικαίωμα σε ωριαίες παύσεις για να συμμετάσχουν σε θρησκευτικούς εορτασμούς, παγανιστικούς ή χριστιανούς.

IMG_5264

Το 325 ο Κωνσταντίνος συγκάλεσε στη Νίκαια τη λεγόμενη πρώτη Οικουμενική Σύνοδο. Ανάμεσα στα σημαντικά προβλήματα εμφανίστηκε η συζήτηση για τις θεολογικές ιδέες του πρεσβυτέρου Αρίου από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, που έδωσε αρχή στον αριανισμό και που απασχόλησε τις χριστιανικές Εκκλησίες κατά τους επόμενους αιώνες. Σημαντικός ήταν επίσης ο καθορισμός μιας ενωτικής ημερομηνίας για το Πάσχα και ο προσδιορισμός της ιεραρχίας των Επισκόπων.

Η αμφισβήτηση του πρεσβυτέρου Αρίου εκινείτο γύρω από την κατανόηση της φύσεως του Θεού, στη σχέση του μεταξύ Θεού πατέρα και υιού του Θεού, ζήτημα που εθεωρείτο βασική για τη λύτρωση του κάθε ατόμου που έπρεπε να διατρέξει τη μοναδική αληθινή πορεία προς τη λύτρωση. Ο Άριος επανερχόμενος στις θεωρίες του Ωριγένη, στις αρχές του 4ου αιώνα διαχώρισε τον υιό από τον Πατέρα: «Ο υιός έχει αρχή, αλλά ο Θεός είναι άναρχος. Ο λόγος είναι από κάθε άποψη άλλος και ανόμοιος από τη φύση του Πατέρα. Υπήρξε καιρός κατά τον οποίο δεν υπήρχε, και δεν υπήρχε πριν αρχίσει να υπάρχει». Το 324 ο Κωνσταντίνος απηύθυνε επιστολή προς τον Άριο και τον Επίσκοπο Αλεξανδρείας Αλέξανδρο, με την οποία τους προέτρεπε κατά της ανοησίας να εκδηλώνουν δημόσια τη θεολογική τους διαφωνία. «Χάρη στη θεία Πρόνοια και υπό την προστασία του Σωτήρα, εγγυήσου σ’ εμένα τον δούλο και προσκυνητή του τη δυνατότητα να φέρω σε αίσιο πέρας αυτό το έργο, να δω τον λαό του συναγμένο στην ενότητα της πίστεως με τα λόγια μου, με τη συμπαράστασή μου, με τις επίμονες εκκλήσεις μου».

Μετά από τις οργανωτικές αντιθέσεις και τις θεολογικές διαφορές ο Κωνσταντίνος το 325 συγκάλεσε τις ανατολικές Εκκλησίες στο αυτοκρατορικό ανάκτορο της Νικαίας, όπου υποδέχθηκε 318 επισκόπους. Ο Κωνσταντίνος πρότεινε να ζητηθεί η γενική έγκριση της Συνόδου και η υπογραφή όλων των επισκόπων απειλώντας με εξορία όποιον αρνιόταν. Στη συνέχεια ο Κωνσταντίνος εφάρμοσε την εξορία και στους εκπροσώπους της αντιαριανής ορθοδοξίας, όπως στον Αθανάσιο (300-373) εξόριστο στο Treviri από το 335 ως το 337, παρόλο που συνεργάστηκε με τον επίσκοπο Αλέξανδρο στη Σύνοδο της Νικαίας και διάδοχό του στην Επισκοπή της Αλεξανδρείας, εξαιτίας των πειθαρχικών του υπερβολών και των βιαιοτήτων κατά των αντιπάλων.

Στη Νίκαια η εξέλιξη των συνεδριάσεων ήταν όμοιες με τις διαδικασίες απόφασης της ρωμαϊκής Γερουσίας και αυτή η διαδικασία υιοθετήθηκε επίσης κατά τη Σύνοδο της Νικομηδείας το 327 και στη Σύνοδο του 336 στην Κωνσταντινούπολη. Παρόλο που δεν ήταν ακόμη μέλος της θρησκευτικής κοινότητας, ο Κωνσταντίνος συγκάλεσε και προΐστατο της Συνόδου και όρισε την εφαρμογή της. Από τη σκοπιά του αυτοκράτορα η επέμβασή του ήταν ευεργετική για το κράτος (respublica) στις σχέσεις του με τον Θεό και αυτή η επέμβαση προερχόταν είτε από τον ρόλο του ως Υπέρτατος Αρχιερέας (Pontifex maximus), όπως θεωρούσε το 1933 ο Silva Tarouca, αλλά που απορρίπτει ο Dvornik, είτε από τον ελληνιστικό ορισμό των βασιλικών αρμοδιοτήτων που έδιναν δικαίωμα να επεμβαίνει στα θρησκευτικά ζητήματα δεδομένης της φύσεως του βασιλιά, όπως προτιμά ο Dvornik. Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Ο Κωνσταντίνος ήταν υποχρεωμένος να διδάξει στους υπηκόους του «ποια και τι είδους λατρεία έπρεπε να χρησιμοποιείται προς την θεότητα».

Το 326, αφού απέτυχε η ενοποιητική προσπάθεια, ο Κωνσταντίνος άρχισε να επιφορτίζει αιρετικούς και σχισματικούς με καθήκοντα (munera), τα οποία προοδευτικά μειώνονταν στους ορθοδόξους. Αυτή η έμμεση μέθοδος όμως εγκαταλείφθηκε με ένα νόμο κατά των αιρέσεων των νοβατιανών, των βαλεντινιανών, των μαρκιονιτών, των παυλιανών και των φριγών (μοντανιστών). Ήταν όλες χριστιανικές λατρείες σε αντίθεση με την επίσημη εκκλησία. Ενώ οι δονατιστές έβλεπαν να τους αρνούνται τα φορολογικά προνόμια, τώρα οι αιρετικοί υποβάλλονταν σε άμεσες κυρώσεις: δεν αναγνωρίστηκαν ως θρησκευτικές κοινότητες κι επομένως τους απαγορευόταν οι συνάξεις, οι περιουσίες δημεύτηκαν ενώ οι χώροι λατρείας παραχωρήθηκαν στη νομοταγή εκκλησία. Ο Κωνσταντίνος είχε στόχο τη θρησκευτική ενότητα απαγορεύοντας τον πολλαπλασιασμό της διαφοροποιημένης χριστιανικής λατρείας. «Η περιφρόνηση της θρησκείας… προκάλεσε σοβαρές ζημιές στο κράτος (respublica)». Ο Θεός του Κωνσταντίνου, αντίθετα από ό,τι οι παγανιστικές θεότητες, δεν ανεχόταν άλλες θεότητες δίπλα του, οπότε αναπτύχθηκε η διαδικασία προς την κρατική χριστιανική Εκκλησία, αδιάλλακτη και επιθετική προς τις άλλες λατρείες και άλλες θεότητες, αλλά αυτό έγινε φανερό στο δεύτερο μισό του 4ου αιώνα, μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.