Χρήστος Τσιρώνης, Πολιτική και πολιτική εξουσία: Θεολογική και κοινωνική προσέγγιση

Εισήγηση στο 13ο Διαχριστιανικό Συμπόσιο με θέμα «Χριστιανικός βίος και πολιτική εξουσία» που διεξήχθη στο Μιλάνο (28-30 Αυγούστου)   

Α. Ύστερη Νεωτερικότητα: πολιτική-θρησκεία-άνθρωπος

IMG_5635Είναι πολύ δύσκολο να δοθεί ένας μόνο ορισμός της πολιτικής στην Ύστερη Νεωτερικότητα. Η Ύστερη Νεωτερικότητα περιγράφεται στο χώρο των κοινωνικών επιστημών ως η παρούσα, ύστερη φάση του μοντέρνου παραδείγματος στην ιστορία. Η φάση αυτή χαρακτηρίζεται από την εντατικοποίηση των χαρακτηριστικών της νεωτερικότητας, από τις ραγδαίες και συχνά απροσδόκητες αλλαγές στα κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά δεδομένα και από τη ρευστότητα στις διαδικασίες διαμόρφωσης του ορίζοντα αναφοράς σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο. Σε ό,τι αφορά τη «ρευστότητα», ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κατάσταση κατά την οποία –μεταξύ πολλών άλλων εξελίξεων- η προσωπική ταυτότητα, οι εθνικές (αλλά και οι μετα-εθνικές) αναφορές, οι πολιτισμικές αναφορές, οι κοινωνικές, πολιτικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις δεν παραδίδονται πλέον ως δεδομένα ούτε και ενσωματώνονται εξολοκλήρου μέσα από την κοινωνικοποίηση. Οι διαδικασίες οικειοποίησής τους σήμερα είναι εξαιρετικά πιο πολύπλοκες, μερικές φορές παραμένουν ανολοκλήρωτες ή δια βίου υπό διαπραγμάτευση, αφού μπορεί να μεταλλάσσονται με πιο αργό ή πιο γοργό ρυθμό ενώ είναι δυνατόν ακόμη και να αλλάξουν ριζικά στη διάρκεια της ζωής ενός ανθρώπου.

Οι συνθήκες αυτές επηρεάζουν και τους τρεις παράγοντες της σχέσης πολιτική-θρησκεία-άνθρωπος προκαλώντας άλλοτε θετικές και άλλοτε αρνητικές προκλήσεις: Άλλοτε εντείνονται οι δυνατότητες ελεύθερης και συνειδητής επιλογής της πίστης και του τρόπου ζωής και άλλοτε η ηθική και ιδεολογικο-πολιτική σύγχυση. Στον κόσμο μας η απελευθέρωση από δεισιδαιμονίες ή από αρνητικές πρακτικές του παρελθόντος συμβαδίζει με την αναγέννηση του ακραίου φανατισμού ή και του μισάνθρωπου σκοταδισμού. Η ενδυνάμωση της συμμετοχής των πολιτών στο κοινωνικό γίγνεσθαι είναι το βασικότερο εκ των θετικών σημείων ενώ ο απρόσωπος σχηματισμός κέντρων-φορέων πολιτικής ή εξουσίας με χαρακτηριστικό παράδειγμα πολυεθνικές εταιρίες με υπερεθνικά συμφέροντα είναι η κυριότερη πρόκληση. Στη μια περίπτωση ο πολίτης αποκτά πρόσωπο (εδώ νοείται η έννοια του κοινωνικού υποκειμένου με προσωπικές ευθύνες και δικαιώματα) και στη δεύτερη δημιουργούνται φορείς που δεν έχουν πρόσωπο (η οικονομική δομή συγκροτείται μέσα από ένα πλέγμα φορέων και ομάδων συμφερόντων).

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες συνυπάρχουν σε παγκόσμιο επίπεδο παραδοσιακές και μετα-παραδοσιακές μορφές και τύποι διαμόρφωσης της πολιτικής και της πολιτικής εξουσίας. Για μεθοδολογικούς και μόνο λόγους θα αναφέρουμε τρεις βασικές αναλυτικές κατηγορίες, οι οποίες δεν εξαντλούν βέβαια την ποικιλία και τη μοναδικότητα της κοινωνικής συνθήκης αλλά αποδίδουν περιεκτικά γενικότερες τάσεις:

Έτσι λοιπόν διακρίνουμε στην ιστορία τρία βασικά μοντέλα πολιτικής εξουσίας:

Α) Ο πρώτος τύπος είναι η προσωποκεντρική, η οποία αποτελούσε την κυρίαρχη μορφή στο παρελθόν. Σήμερα έχει αποδυναμωθεί αρκετά αλλά υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις που εξακολουθεί να υφίσταται. Αυτός ο τύπος χαρακτηρίζεται από ένα παράδοξο σε σχέση τουλάχιστον με το Χριστιανισμό: Συχνά αυτή η μορφή εξουσίας αποτελεί την πιο ακραία αντίθεση σε σχέση με τη χριστιανική ηθική, καθώς βασίζεται στην προσωπολατρία και τη σχεδόν υπεράνω νόμων και νομιμοποίηση άσκηση της εξουσίας. Ο Χριστός και οι πρώτες χριστιανικές κοινότητες υπέφεραν από δομές προσωποκεντρικής πολιτικής εξουσίας ενώ ακόμη και στη σύγχρονη εποχή δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που διάφοροι δικτάτορες θέλοντας να επιβάλλουν την εξουσία τους δεν δίστασαν να διώξουν σκληρά τους Χριστιανούς. Είναι πάρα πολλά και πολύ σημαντικά τα κείμενα της χριστιανικής γραμματείας που ασκούν έλεγχο σε αυτού του είδους την απόλυτη εξουσία. Για παράδειγμα, ο Ισίδωρος Πηλουσιώτης, γράφει συχνά με μεγάλη αυστηρότητα ότι οι άρχοντες θα πρέπει να διοικούν με δικαιοσύνη και νομιμότητα. Το δίπτυχο αυτό αποτελεί πραγματικά βασικό στοιχείο της θεώρησής του για την εξουσία μεταφέροντας δυναμικά το προφητικό πνεύμα του αρχέγονου χριστιανισμού. Το ίδιο δυναμικά απαιτεί και ο ιερός Αυγουστίνος τη δίκαιη και υπεύθυνη άσκηση της εξουσίας[1]. Πάρα ταύτα, υπήρξαν περιπτώσεις στην ιστορία στις οποίες οι χριστιανικές ομάδες συνδέθηκαν με προσωποπαγή καθεστώτα και δικτατορίες με ακραίο παράδειγμα τους «Γερμανούς Χριστιανούς» (Deutsche Christen) στη ναζιστική Γερμανία. Ακόμη και σήμερα σε περιπτώσεις εμφύλιων πολέμων ή σκληρών ανταγωνισμών υπάρχουν προτάσεις προς τις διάφορες Εκκλησίες να ταυτιστούν με τη μία ή την άλλη πλευρά με βάση τη «μυθολογία του ηγέτη» και όχι με βάση τη χριστιανική ηθική.

Β) Ο δεύτερος τύπος είναι η δομο-κεντρική πολιτική, στο πλαίσιο της οποίας υπάρχουν διάφοροι φορείς- ηγέτες εξουσιαστικών δομών και σχημάτων, οι οποίοι διαμορφώνουν ένα σύστημα σχέσεων, εξαρτήσεων και αλληλεπιδράσεων. Βασικό χαρακτηριστικό αυτού του τύπου είναι η ύπαρξη δομών που στηρίζονται από επιμέρους ελίτ, οι οποίες άλλοτε συνασπίζονται και άλλοτε ανταγωνίζονται ανηλεώς. Τελικώς όμως η ισορροπία δυνάμεων μεταξύ τους ενδυναμώνει την ισορροπία του ευρύτερου status της πολιτικής εξουσίας. Έτσι παρά τους ανταγωνισμούς γίνονται κάθε φορά συμμαχίες και συνασπισμοί έναντι όσων αμφισβητούν την υπάρχουσα τάξη και διεκδικούν αλλαγή των κανόνων, των δομών και των τρόπων διαχείρισης του κοινωνικού και πολιτικού γίγνεσθαι. Υπό αυτό το πρίσμα ερμηνεύεται και το γεγονός ότι ανίερες συμμαχίες με ετερόκλητα επιμέρους συμφέροντα συγκροτήθηκαν με στόχο την κατάπνιξη αιτημάτων ελευθερίας και δικαιοσύνης. Στο παρελθόν υπήρξαν περιπτώσεις που οι Εκκλησίες έπαιξαν σε κάποιο βαθμό έναν ρόλο υποστηρικτικό των συμμαχιών των ελίτ έναντι των νέων θεωρήσεων, ή και κοινωνικών ρευμάτων γεγονός που τραυμάτισε την εμπιστοσύνη των ευρωπαίων στο θεσμικό τους ρόλο και προκάλεσε σοβαρά προβλήματα στη νομιμοποίηση του λόγου τους στο δημόσιο χώρο. Με την ανάδειξη της νεωτερικότητας και των μεγάλων πολιτικών και κοινωνικών αλλαγών στη βιομηχανική και μετα-βιομηχανική εποχή ο αγώνας εναντίον της απολυταρχίας και των ελίτ εξουσίας σε αρκετές περιπτώσεις έλαβε και αποχρώσεις αγώνα εναντίον της θεσμικής έκφρασης της Εκκλησίας.

Γ) Ο τρίτος τύπος είναι η πλουραλιστική πολιτική στην Ύστερη Νεωτερικότητα, ή καλύτερα η ανάδυση του πλουραλιστικού περιβάλλοντος διαμόρφωσης και άσκησης πολιτικής, στο οποίο εμπλέκονται όχι μόνο διάφοροι κοινωνικοί, πολιτικοί και οικονομικοί παράγοντες, αλλά και συνυπάρχουν πολλαπλά πεδία και κέντρα πολιτικής σκέψης και πράξης. Σε αυτό το πλαίσιο η πολιτική διαμορφώνεται άλλοτε με δομημένο και άλλοτε με μη προγραμματικό τρόπο και αναπτύσσεται με αγωγούς επικοινωνίας τόσο παραδοσιακούς όσο και καινοτόμους, ακόμη και μετα-δημοκρατικούς. Αλλαγές και νέες προκλήσεις συντελούνται καθώς από την παραδοσιακή πρόσωπο με πρόσωπο άσκηση της εξουσίας το κέντρο βάρους μετακινείται στη διαχείριση και διάχυση πληροφοριών και τάσεων μέσα σε δίκτυα σχέσεων και εξελίξεων, όπου ευνοείται η ταυτόχρονη ύπαρξη πολλαπλών προτάσεων και όπου η τελική ισορροπία δυνάμεων είναι ένα αίνιγμα που η απάντησή του βρίσκεται διαρκώς υπό διαμόρφωση. Για παράδειγμα, τα κινήματα και οι διαμαρτυρίες που οργανώνονται σε μεγάλο βαθμό με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι απρόβλεπτα ως προς την τροπή του πολιτικού τους λόγου αλλά και ως προς τα αποτελέσματά τους, τη στιγμή που παλαιότερες πολιτικές συμμαχίες, επικοινωνίες και ανταγωνισμοί σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο φαίνεται να βρίσκονται σε διαρκή μεταβολή.

IMG_5631

Β. Πολιτική και πολιτική εξουσία

Ποιο είναι το νόημα της πολιτικής; Αυτό είναι ένα διαχρονικό ερώτημα με το οποίο θέλησαν να αναμετρηθούν οι άνθρωποι κάθε κοινωνίας. Σε κάθε περίπτωση είναι άγονος αγώνας να ορισθεί άπαξ και δια παντός το νόημα της πολιτικής και ο τρόπος άσκησής της. Οι στατικοί ορισμοί κάνουν την κοινωνία να μοιάζει με τα στάσιμα νερά ενός βάλτου ενώ στην πραγματικότητα η «κοινωνική συνθήκη» μοιάζει περισσότερο με τα ορμητικά νερά ενός ποταμού που άλλοτε πιο ορμητικά και άλλοτε πιο γαλήνια αρδεύει το χωράφι της ιστορίας με συνεχείς αλλαγές και κοινωνικούς μετασχηματισμούς. Σήμερα λοιπόν η αντίληψη, ο ρόλος και η λειτουργία της πολιτικής έχει αλλάξει περισσότερο από ποτέ[2]. Δεν ισχύει πλέον το αξίωμα ότι η πολιτική ταυτίζεται με την πολιτική εξουσία και συνεπώς ότι από τη μια μεριά βρίσκονται οι υπήκοοι/ διοικούμενοι και από την άλλοι οι έχοντες την εξουσία και διακυβέρνηση, οι «άρχοντες», που ήταν ένας όρος που περιοριζόταν σε ελάχιστους ανθρώπους (π.χ. ο αυτοκράτορας και οι συν αυτώ διοικούντες/ μέλη της ελίτ). Αυτή ήταν η πραγματικότητα του παλαιού κόσμου και μέσα σε αυτήν την πραγματικότητα οι χριστιανοί φρόντιζαν από πολύ νωρίς να προσεύχονται για όλους τους ανθρώπους καθώς και για τους έχοντες την εξουσία (Α΄ ΤΙ 2:1-2), ώστε οι τελευταίοι με σοφία και ευθύνη να μη δρουν καταστροφικά για την κοινωνία και κυρίως για τα πιο αδύναμα μέλη της. Αυτή ήταν μια επιλογή σύνεσης και ανάγκης που συντονιζόταν απολύτως με τα δεδομένα της εποχής εκείνης.

Στο σύγχρονο κόσμο δημιουργήθηκε ένα πολύπλοκο γραφειοκρατικό σύστημα πολιτικής εξουσίας με επιμέρους περιοχές και πεδία διοίκησης[3]. Στα πιο πρόσφατα χρόνια της Ύστερης Νεωτερικότητας η πολιτική αρένα και η άσκηση πολιτικής έλαβαν νέα χαρακτηριστικά. Στην πολύπλοκη κοινωνική πραγματικότητα υπάρχουν ποικιλόμορφοι και ισχυροί παράγοντες πολιτικής στις παλαιές και νέες μορφές κοινωνικής ιεραρχίας, στην «αγορά», στην Κοινωνία των Πολιτών κ.α., ενώ το κοινωνικό γίγνεσθαι βρίσκεται διαρκώς υπό διαπραγμάτευση. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι παλιές αρχές εξουσίας έχουν χάσει το ρόλο τους, σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα έχουν γίνει πιο αδιαφανείς και για αυτό ίσως και πιο ισχυρές. Δημιουργούνται και αναδημιουργούνται όμως συνεχώς πεδία παραγωγής, υλοποίησης και εφαρμογής πολιτικής και πολιτικών σε συλλογικό και ατομικό επίπεδο. Έτσι έχουμε τις «πολιτικές» (policies) υπερεθνικών οργανισμών, την κυβερνητική πολιτική που σε αντίθεση όμως με το παρελθόν βρίσκεται διαρκώς υπό αίρεση και κρίση, την πολιτική ως χώρο κοινωνικών ζυμώσεων, τις ατομικές πολιτικές ζωής (life/ sub politics)[4] και βεβαίως την πολιτική ως έκφανση της κοινωνικής βούλησης, της ηθικής στάσης και των επιλογών ζωής ατόμων και ομάδων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ενώ ο χριστιανισμός δεν είναι μια πολιτική ιδεολογία, η βίωση του χριστιανικού τρόπου ζωής δημιουργεί διαμέσου της συμμετοχής των χριστιανών στην κοινωνία τάσεις, επιλογές, στρατηγικές, μεθοδεύσεις και ενισχύει ή δημιουργεί «λειτουργικά προαπαιτούμενα» για την κοινωνία. Για παράδειγμα, μια ανοιχτή άρνηση της εκκλησίας να στηρίξει έναν εθνικιστικό πόλεμο δεν είναι πολιτική πρόταση. Ο βαθμός πάντως που οι χριστιανοί επιλέξουν αυτήν τη στάση στο κοινωνικό πεδίο και έναντι όλων των άλλων θεσμικών παραγόντων και μοντέλων κοινωνικής διαχείρισης παράγει πολιτική.

Ενώ λοιπόν ο κανονιστικός λόγος των Χριστιανικών Εκκλησιών φαίνεται να έχει αποδυναμωθεί αρκετά στο πεδίο της άμεσης διακυβέρνησης, η ηθική και πνευματική διάσταση της διδασκαλίας της δημιουργεί πολιτική, ή τουλάχιστον ασκεί κάποια επιρροή στα πεδία όπου πραγματώνεται η πολιτική και ασκείται η εξουσία.

Για να γίνει κάπως πιο κατανοητός ο βαθμός των αλλαγών στην Ύστερη Νεωτερικότητα αξίζει να σκεφτεί κανείς το ρόλο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και επικοινωνίας στις ετερόκλητες πολιτικές εξελίξεις από τις αρχές του 2000 ως σήμερα. Μια γενικευτική αλλά μάλλον βάσιμη υπόθεση εργασίας είναι ότι η εποχή της μονοκρατορίας ή της αυταρχικής διοίκησης που δημιουργεί και επιτελεί την πολιτική αποκλειστικά εντός των κλειστών τειχών της κοινωνικής ελίτ έχει τελειώσει. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι ισχυρές μειοψηφίες δεν εξακολουθούν να επηρεάζουν με ιδιαίτερη ισχύ τη διαμόρφωση του πολιτικού πεδίου, αλλά μάλλον ότι το πεδίο της πολιτικής και οι τρόποι άσκησης εξουσίας είναι πλέον αποτελέσματα εξαιρετικά πολύπλοκων δικτύων λόγου και δράσης. Για αυτόν το λόγο είναι εξαιρετικά σημαντική η παραδοσιακή αρχή του χριστιανισμού και της Ορθόδοξης Εκκλησίας για τη μη ταύτιση με συγκεκριμένους φορείς εξουσίας. Στις περιπτώσεις ταύτισης η Εκκλησία είναι εκτεθειμένη καθώς φυσάει ο άνεμος της ιστορίας και κινδυνεύει να υποστηρίζει άρχοντες που τους έχουν εγκαταλείψει οι αρχόμενοι κατά την παραδοσιακή ερμηνεία των πραγμάτων ή καλύτερα με σύγχρονους όρους θα λέγαμε ότι μπορεί να υποστηρίζει κέντρα άσκησης εξουσίας χωρίς πολιτική και κοινωνική νομιμοποίηση.

IMG_4895

Γ. Θεολογική και πολιτική νοηματοδότηση της ανθρώπινης δράσης

Για διάφορους ιστορικούς και πολιτισμικούς λόγους οι χριστιανικές Εκκλησίες –στην Ευρώπη τουλάχιστον- κατανοούσαν και εξακολουθούν να κατανοούν την πολιτική αποκλειστικά σχεδόν ως πεδίο εξουσίας. Έτσι οι πολιτικοί από παλιά ως και σήμερα θεωρούνται ως παράγοντες εξουσίας, οι θεσμοί ως φορείς εξουσίας, η πολιτική ως ένα πεδίο άσκησης ή διαχείρισης της εξουσίας και το ενδιαφέρον για την πολιτική συμμετοχή επικεντρώνεται στην επιρροή των πόλων ή κέντρων εξουσίας.

Για τον Χριστιανισμό έχει ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι στον ευαγγελικό του πυρήνα δεν συγκροτείται μια κοινωνικο-πολιτική πρόταση διαχείρισης και άσκησης της εξουσίας μέσα σε συνθήκες κοινωνικού ανταγωνισμού. Βεβαίως υπάρχουν στοιχεία με ηθικές, κοινωνικές και υπαρξιακές διαστάσεις που δεν αναφέρονται μόνο στη σωτηρία (ατομική και συλλογική) και στην εσχατολογική προοπτική αλλά και νοηματοδοτούν την καθημερινή δράση, την παρέμβαση στην ιστορία. Αυτά τα στοιχεία όμως είναι οδοδείκτες για τη χριστιανική ζωή και όχι μια πρόταση για την πολιτικο-κοινωνική οργάνωση των χριστιανών. Σε αυτήν την περίπτωση οι αρχές για τη ζωή της κοινότητας είναι η διακονία, η αγάπη, η αυτοθυσία και η άρνηση της βίαιης επιβολής (Μρκ 8:34). Η ζωή της πρώτης χριστιανικής κοινότητας –ζωή απλή, δίκαιη, αλληλέγγυα- είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Στο σύντομο χρονικό διάστημα της ύπαρξής της η παραίτηση από τα εγωιστικά κίνητρα και τα καταστροφικά πάθη στο όνομα του Χριστού και η βαθιά εμπειρία πίστης ήταν τα βασικά χαρακτηριστικά του κοινού βίου. Το ενθουσιαστικό πνεύμα, η εσχατολογική προοπτική και το γεγονός ότι όλα τα μέλη της μοιράζονταν την ίδια πίστη οδήγησαν σε μια κατάσταση που την επαίνεσαν και την αναζητούσαν ως αιτούμενο πλέον ήδη στους πρώτους αιώνες οι Πατέρες της Εκκλησίας.

Τι συμβαίνει όμως έξω από τα τείχη της κοινότητας στο φλεγόμενο κόσμο, όπου το κύριο πρόβλημα της πολιτικής είναι η διαχείριση αντίθετων και αντιμαχόμενων συμφερόντων; Αν κοιτάξει κανείς τη ροή του ποταμού της ιστορίας από αυτήν την προοπτική τότε ο χριστιανισμός προσφέρει ένα πολύ άβολο αντιπαράδειγμα που καμιά πολιτική δύναμη δεν επιχείρησε να πραγματοποιήσει: διακονία στον άγνωστο και στον εχθρό, αντίδραση στην αδικία και διάρρηξη του Νόμου για να βρεθεί η Δικαιοσύνη (Μρκ 2:27), υπέρβαση των ορίων της κοινότητας, των εθίμων και των κανόνων με στόχο τη συνάντηση με τον άνθρωπο (Ιω 4:9) και κυρίως ανατροπή των βασικών εννοιών της πολιτικής και κοινωνικής εξουσίας και ιεραρχίας, καθώς οι πρώτοι πρέπει να γίνουν διάκονοι (Μρκ 9:35).

Σε αντίθεση λοιπόν με αυτό το παράδειγμα από χριστιανούς και μη επιλέχθηκαν οι όροι εξουσίας[5] αντί της διακονίας και σε ορισμένες περιπτώσεις μόνο υπήρξε μια μεγαλύτερη και πιο ισχυρή αναφορά στο χριστιανικό πρότυπο ζωής από ηγέτες και αυτοκράτορες. Με αυτόν τον τρόπο πολιτική και εξουσία συνδέθηκαν στην ιστορία με αδιάσπαστους δεσμούς: Μολονότι ο Χριστός αρνήθηκε με κάθε τρόπο τη χρήση βίας ακόμη και για να υπερασπισθεί τον εαυτό του (Mτ. 26:53)[6] οι ηγεμόνες δεν δίστασαν να χρησιμοποιήσουν κάθε μορφή βίας ακόμη και της πιο βάρβαρης για να υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους. Ίσως γιατί ταύτιζαν τα ατομικά τους συμφέροντα με τους θεσμούς που εκπροσωπούσαν. Όταν θέλουμε λοιπόν να κατανοήσουμε την πολιτική στον παρελθόντα κόσμο ανατρέχουμε στο Ν. Μακιαβέλι και όχι στους πατέρες της ερήμου. Τα πιο γνωστά πολιτεύματα προϋποθέτουν μάλιστα προσωπικό και συλλογικό αγώνα μέσα σε ένα πολύμορφο και ετερόκλητο κοινωνικό περιβάλλον, ανηλεείς ανταγωνισμούς μεταξύ διαφορετικών προοπτικών και συμφερόντων, τιμωρία, αίμα και κυρίως παραδειγματισμό με την τελετουργική και δημόσια ποινή – σε αυτήν την περίπτωση κεντρικό ρόλο λαμβάνει η θυσία των άλλων αντί της αυτοθυσίας- για την επίτευξη της τάξης ή ενός γενικότερου καλού. Σε αυτό το πνεύμα οι πεινώντες και διψώντες για εξουσία (και όχι για δικαιοσύνη) δεν δίστασαν ακόμη και να επικαλεστούν το όνομα του Χριστού ή το «καλό της Εκκλησίας» για να δικαιολογήσουν προφανείς πράξεις βίας.

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες επιλέχθηκε από τους χριστιανούς συγγραφείς –στην Ορθόδοξη τουλάχιστον παράδοση-να μην ασκήσουν προσωπικά πολιτική εξουσία αλλά να επηρεάσουν θετικά τους φορείς εξουσίας με κατήχηση, έλεγχο, νουθεσίες, προτροπές και προσωπικά παραδείγματα με σκοπό να καλυτερεύσει ο κόσμος και η κοινωνία. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ίσως ο Μ. Βασίλειος που δεν άσκησε πολιτική εξουσία και η διδασκαλία του είχε αυστηρά χριστιανικό ηθικό περιεχόμενο, ταυτόχρονα όμως το έργο του άσκησε ιδιαίτερη επίδραση στην εξέλιξη του κοινωνικού και πολιτικού παραδείγματος σε μια πλειάδα από θέματα και πρακτικές του βίου των χριστιανών[7]. Δεοντολογικά λοιπόν η ορθόδοξη παράδοση αποτρέπει την ταύτιση της Εκκλησίας με την εξουσία και τους πολιτικούς φορείς κάτι που βέβαια στην ιστορία δεν τηρήθηκε παντού και πάντα με την ίδια συνέπεια. Αρχέτυπο φυσικά στάθηκε πάντοτε ο ίδιος ο Χριστός που αρνήθηκε την κοσμική εξουσία (Ιω 6:15).

Σε κάθε περίπτωση η σύγχρονη κοινωνικο-πολιτική πραγματικότητα είναι τελείως διαφορετική από εκείνη του παρελθόντος. Η πολιτική είναι ένα πυκνό πεδίο αλληλεπιδράσεων, παραγόντων, φορέων και τρόπων πολιτικής επικοινωνίας. Έτσι, η αποκλειστική αναφορά στους «άρχοντες»- φορείς εξουσίας ή η ταύτιση μαζί τους απομονώνει πλέον τις Εκκλησίες από τις κοινωνικές ζυμώσεις και από τα δυναμικά ρεύματα διαμόρφωσης του μέλλοντος και δεν ενδυναμώνει το ρόλο τους. Αυτό που πραγματικά λοιπόν είναι το ζητούμενο σήμερα είναι να βρίσκονται οι Εκκλησίες κοντά στους ανθρώπους και όχι σε υπερ- κοινωνικές δομές που διαμορφώνουν πολιτικές για τους ανθρώπους. Τα κινήματα πολιτών, οι τοπικές κοινότητες, τα δίκτυα και η κοινωνία των πολιτών, η επικοινωνία στο διαδίκτυο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι μερικά μόνο από τα νέα πεδία, τα οποία η Χριστιανική Ηθική και ο κοινωνικός στοχασμός οφείλουν να κατανοήσουν και να αναπτύξουν τις προτάσεις τους.

Αυτή η ανάγκη για αλλαγή παραδείγματος στον τρόπο με τον οποίο οι Εκκλησίες αντιμετωπίζουν τα ζητήματα της πολιτικής φαίνεται παραστατικά στην παρούσα συγκυρία της οικονομικής, πολιτικής και ηθικής κρίσης και της αναβίωσης ακραίων πολιτικών προτάσεων. Η εμφάνιση απάνθρωπων, δυσανεκτικών και τρομοκρατικών πολιτικών προτάσεων και η ενίσχυση του ιδεολογικού ρόλου των εξτρεμιστικών επιχειρημάτων και φοβιών με την απλουστευτική λογική ότι τα όρια της «καθαρότητας» απειλούνται, άρα και η ίδια η κοινότητα απειλείται και συνεπώς απαιτείται σκλήρυνση της στάσης έναντι των εκτός αλλά και των εντός της κοινότητας ήπιων μορφών διαλόγου και καταλλαγής, δημιουργούν νέες προκλήσεις σήμερα. Την πολιτική νομιμοποίηση της διαχείρισης της κρίσης ζητά να την αναλάβει η αυθεντικά σκληρή μερίδα του πολιτικού φάσματος, αυτή που δεν έκρυψε ποτέ τις προθέσεις της και την ετοιμότητα να χρησιμοποιήσει μέσα που προκαλούν αποτροπιασμό. Χωρίς να κερδίζει την πλειοψηφία, αυτή η πολιτική πρόταση αποκτά αρκετή δύναμη για να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα. Η ευθύνη των Εκκλησιών είναι πλέον σημαντική για την καταπολέμηση αυτών των φαινομένων.

IMG_5078

Δ. Καταληκτικό σχόλιο

Η εργαλειοποίηση του ευαγγελικού μηνύματος για την ενίσχυση μιας ιδεολογικο-πολιτικής αντιπαλότητας είναι ένα αναγνωρίσιμο και εξαιρετικά επικίνδυνο φαινόμενο στην ιστορία. Είναι εύκολο να καταλάβουμε γιατί χρησιμοποιείται η χριστιανική επίφαση από τόσους πολλούς και τόσο διαφορετικούς ιδεολογικούς κήνσορες: προσφέρει μια επίγευση αισθητικής ανωτερότητας, διαχρονικής αναφοράς αλλά και ιδιαίτερης δυναμικής στο σύγχρονο πεδίο. Ωστόσο, αυτή η αναφορά στερείται σωτηριολογικού περιεχομένου (δεν αποσκοπεί στη σωτηρία των ανθρώπων αλλά στη δέσμευση και στη καθυπόταξή τους), στερείται πνευματικότητας και στερείται επίσης κοινωνικής αναφοράς (επιμερίζει και δεν ενώνει την κοινωνία, ενώ προβάλλοντας το επιχείρημα του γενικού καλού υπηρετεί ιδιωτικά συμφέροντα και φιλοδοξίες).

Το ερώτημα λοιπόν είναι προφανές: γιατί αποδέχονται ορισμένοι χριστιανοί (είτε προσωπικά είτε μέσα από τις θεσμικές εκφράσεις τους) αυτήν την κακοποίηση; Οι περιπτώσεις της σύμπραξης ή και της σιωπής ομάδων χριστιανών έναντι διδακτόρων κάθε χρώματος και ιδεολογικής προοπτικής στη Λατινική Αμερική, στην Ευρώπη και αλλού δεν απαιτεί μόνο μετάνοια αλλά και βαθιά ανάλυση ώστε να ερμηνευθούν τα αίτια και τα αποτελέσματα τούτων των φαινομένων. Η ευθύνη της Κοινωνιολογίας του Χριστιανισμού στο σύγχρονο κόσμο είναι πρόδηλη και μάλιστα όχι ως όργανο πολεμικής αλλά ως ελεύθερος και επιστημονικός στοχασμός που επιχειρεί να αναλύσει και να εκθέσει θετικά και αρνητικά στίγματα στην ιστορία, άβολες αλήθειες αλλά και γόνιμες προοπτικές.

 Ως προλεγόμενα μιας ανάλογης προσπάθειας μπορούν να επισημανθούν τρία σημεία-προτάσεις για μια αλλαγή στη θεώρηση της πολιτικής από τις χριστιανικές Εκκλησίες:

Α) Καμιά υπέρβαση δεν μπορεί να πραγματωθεί αν δεν βιωθεί πρώτα ως αυθυπέρβαση. Καμιά κριτική φωνή προς την εξουσία δεν μπορεί να αποκτήσει νόημα αν δεν στρέψει πρώτα το βλέμμα της στον ίδιο τον εαυτό της. Καμιά θεωρητική προσέγγιση δεν μπορεί σήμερα να επηρεάσει τις εξελίξεις στον κόσμο αν δεν γίνει πρώτα παράδειγμα και ζωντανή μαρτυρία[8].

Β) Είναι καιρός πλέον ο χριστιανικός στοχασμός να αναγνωρίσει την (σύγχρονη) πραγματικότητα που τον περιβάλλει όχι ως μια κατάσταση δίωξης και φθοράς αλλά ως το πεδίο της ιστορίας μέσα στο οποίο καλείται να ενεργήσει. Οι χριστιανοί πραγματικά προσβλέπουν σε έναν άλλο κόσμο και η δύναμη της πίστης τους «δεν είναι εκ του κόσμου τούτου», πλην όμως συνδημιούργησαν τον παρόντα κόσμο και συνέβαλλαν στα πιο δημιουργικά στοιχεία αλλά –αλίμονο- και σε μερικά από τα πιο ζοφερά (θρησκευτικοί πόλεμοι, αποικιοκρατία κ.α.). Συνεπώς δεν μπορεί ο θεολογικός λόγος να διαμορφώνει μόνο μια αμυντική στάση έναντι του κόσμου. Χρειάζεται να προσπαθεί να τον αλλάξει αλλά όχι ως ένα πεδίο εχθρικό και αντίπαλο αλλά ως έναν καμβά όπου η θεολογία μπορεί να ενδυναμώσει την ελεύθερη δημιουργικότητα των χριστιανών. Η άρνηση του μοντέρνου χρησιμοποιείται σε ορισμένες περιπτώσεις ως αφορμή για παθητικότητα και απόσυρση στον ηθικισμό και στο στόχο της ατομικής σωτηρίας, ενώ σήμερα πραγματικά υπάρχει ανάγκη του κοινοτικού και αλληλέγγυου πνεύματος του Χριστιανισμού.

Γ) Συνεπώς, η μαρτυρία του Χριστιανισμού στο σύγχρονο κόσμο δεν μπορεί να αναπτύσσεται μόνο με αρνητικό λόγο αλλά οφείλει και να δημιουργήσει και να προβάλλει θετικές προτάσεις. Η πολιτική είναι ένα πεδίο ζυμώσεων, αναζήτησης νέων προτάσεων σε καινοφανή προβλήματα, αποτίμησης, συντήρησης και ανανέωσης κάθε στοιχείου που έρχεται από το παρελθόν και προεκτείνεται γόνιμα προς το μέλλον. Δεν είναι δυνατόν λοιπόν ο χριστιανικός λόγος να προσεγγίζει αυτά τα προβλήματα με αυτάρκεια και διάθεση αυτοδικαίωσης, διότι σε αυτήν την περίπτωση φωλιάζει ο πειρασμός ταύτισης με αυταρχικά καθεστώτα τα οποία μεταχειρίζονται το χριστιανισμό όχι ως δύναμη σταθερότητας αλλά στασιμότητας, όχι ως πρόταση κοινωνικής ανανέωσης αλλά κοινωνικής οπισθοδρόμησης.

Αν θέλουμε να αναζητήσουμε έναν τρόπο με τον οποίο ο χριστιανισμός δεν θα γίνεται μέρος του πολιτικού παιγνίου αλλά θα ασκεί επίδραση στη νοηματοδότηση της πολιτικής δράσης των σύγχρονων ανθρώπων αυτή είναι η ηθική πρόταση της προσφοράς, της συνηγορίας, της διακονίας για τον Άλλο, τον όποιο Άλλο και ιδιαίτερα τον ξένο που απογυμνωμένος, πληγωμένος και ημιθανής (Λκ 10:30) από την απανθρωπιά και τη βαρβαρότητα ληστών κινδυνεύει σήμερα όχι μόνο να χάσει τα υπάρχοντά του ή και τα απαραίτητα για την αξιοπρεπή διαβίωσή του αλλά και την ελπίδα που δίνει νόημα και γονιμοποιεί τη ζωή.

Τελικώς, αν πρέπει να αναζητήσουμε ένα locus όπου συναντάται η κοινωνική δράση των χριστιανών με τις πολιτικές συνέπειές της, η επαγγελία και η προσπάθεια σωτηρίας, η επιτέλεση του Λόγου και της πράξης του σώματος της εκκλησίας (Ρωμ. 12:5) το locus αυτό είναι ο εμπερίστατος, ο αδύναμος, ο αναγκεμένος, ο ελάχιστος αδελφός, όπως ο ίδιος ο Χριστός έχει περιγράψει (Μτ 25: 31-46).


[1] «Δικαίως τοιγαροῦν καί νομίμως ἄρχε» βλ.: PG 78, 1556C. Βλ. σχετικά: «Δικαιοσύνη-Αλήθεια-Αγάπη. Βασικά ζητήματα κοινωνικής ηθικής στο έργο του Ισίδωρου Πηλουσιώτη», στο: Χ.Ν Τσιρώνης, Άνθρωπος και Κοινωνία. Συμβολή στο διάλογο Θεολογίας και Κοινωνικής Θεωρίας, Θεσσαλονίκη: Βάνιας, 2013, σελ. 81-104. Βλ. ακόμη:“Introduction”, στο: E. Atkins, – R. Dodaro (Eds.), Augustine. Political Writings, Cambridge: Cambridge University Press, 2004, σελ. xviii.
[2] Για τις διαφορετικές – στο πλαίσιο της Κοινωνικής Θεωρίας -αναλύσεις της φύσης και της λειτουργίας της εξουσίας στο σύγχρονο κόσμο βλ.: A. Giddens, Politics, Sociology and Social Theory, Stanford: Stanford University Press, 1995/ D. Layder, Modern Social Theory. Key Debates and New Directions, London: Routledge, 2005, σελ. 127-129.
[3] M. Weber (Trans. H. H. Gerth – C. W. Mills), From Max Weber: Essays in Sociology, New York: Oxford University Press, 1946, σελ. 196-239/ P. Blau, Bureaucracy in Modern Society, New York: Random House, 1956.
[4] Ul. Beck, Democracy without Enemies, Cambridge: Polity, 1998, σελ. 38/ Ul. Beck – El. Beck-Gernsheim, Individualization. Institutionalized Individualism and its Social and Political Consequences,London: Sage, 2002, σελ. 44-45.
[5] Βλ. σχετικά: Αισχύλου, «Προμηθεύς Δεσμώτης» (στ. 1-87), όπου το Κράτος και η Βία στην υπηρεσία του Δία.
[6] «ἢ δοκεῖς ὅτι οὐ δύναμαι παρακαλέσαι τὸν πατέρα μου, καὶ παραστήσει μοι ἄρτι πλείω δώδεκα λεγιῶνας ἀγγέλων;» (Mτ. 26:53).
[7] Για τα ζητήματα της χρήσης βίας σε καιρό πολέμου βλ.: C. N. Tsironis, “Peace-War-Ecclesia in Modern Greece: Fragments and Continuities”, στο: S. Asfaw- Al. Chehadeh-M. Simion (Eds.), Just Peace: Orthodox Perspectives, Geneva: WCC, 2012, σελ. 128-152. Για τη συμβολή του Μ. Βασιλείου στις προνοιακές δομές βλ.: T. Miller, The Birth of the Hospital in the Byzantine Empire, Baltimore: J. Hopkins University Press, 1997 [1985], σελ. 85-88.

[8] Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις A’ Κορ. Ομ. στ΄, PG 61, 52-53.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.