Προσφώνηση του Προέδρου του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ καθηγητή Χρυσόστομου Σταμούλη στο Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο με θέμα «Εξουσία και Διακονία κατά τον Απόστολο Παύλο»

Πέτρου_22Η διερεύνηση του θέματος της εξουσίας και της διακονίας στον απ. Παύλο και κατ’ επέκταση στον χριστιανισμό θίγει ένα κομβικό συστημικό του στοιχείο, που είναι η αρχή της αμφισημίας. Η αμφισημία αυτή κατά τον πατέρα Αλέξανδρο Σμέμαν αναδεικνύει τη σπουδαιότητα του χριστιανισμού. Λέξεις μεστές νοημάτων, όπως «εξουσία», «διακονία», «ελεημοσύνη», «αγάπη», «κάλλος» συμπλέκονται και συνυπάρχουν μέσα στην εκκλησία υπογραμμίζοντας έτσι την αμφισημία που εμπεριέχει εξ ορισμού ο χριστιανισμός: αφενός καταφάσκει στο «οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ θεὸς τὸν κόσμον…» (Ιω 3,16), αφετέρου προειδοποιεί «Μὴ ἀγαπᾶτε τὸν κόσμον μηδὲ τὰ ἐν τῷ κόσμῳ» (Α΄ Ιω 2,15). Οι χριστιανοί αιώνες τώρα ταξιδεύουν στο πέλαγος της ιστορίας μέσα στον κόσμο, με τον κόσμο και ενάντια στον κόσμο. Πυξίδα τους αλάνθαστη η εντολή της αγάπης του Κυρίου που τους την παρέδωσε σε γράμματα αιμάτινα ο Θεός. Με τη βοήθειά της ο άνθρωπος αγωνίζεται να ξεπεράσει το «ἀκαλλές» της πτώσεως[1] και να οικειοποιηθεί  το προπτωτικό κάλλος.

Ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας θερμός υποστηρικτής αυτής της θέσης, που εκφράζει το πνεύμα όλης της ορθόδοξης πατερικής παράδοσης, αναφέρεται στο θέμα χρησιμοποιώντας λέξεις κλειδιά, που δηλώνουν την πορεία έκπτωσης της σχέσης του ανθρώπου με τον Θεό. Ομιλεί λοιπόν για αφανισμό και αποβολή, για παραχάραξη του εξαίρετου και σεπτού κάλλους[2]. Έχασε δηλαδή ο άνθρωπος τη γνησιότητα και την αυθεντικότητά του, οι οποίες βεβαιώνονται μόνον εν σχέσει, μόνο εντός της ενότητας του δημιουργήματος με τη χάρη του Θεού, στην ενότητά του με το «ἐν ἀρχαῖς εμφυσηθέν … Ἅγιον Πνεῦμα»[3]. Πρόκειται για εγκατάλειψη του ανθρώπου από τον Θεό, για άρση της σχέσεως για την οποία ευθύνεται αποκλειστικά ο άνθρωπος. Όσο παράξενο και να φαντάζει, ο παντοδύναμος Θεός δεν μπορεί να νικήσει την ελευθερία του ανθρώπου που ο ίδιος του χάρισε. Και τούτο εξάπαντος δεν αποτελεί φανέρωση της αδυναμίας του Δημιουργού, αλλά έκφραση άκρας ελευθερίας, έκρηξη της ελευθερίας του Θεού, που δεν  “γνωρίζει» το κακό[4].

Ουσιαστικά, η θέση του αγίου Κυρίλλου φανερώνει την οντολογική διάσταση της ορθόδοξης θεολογίας, όπου ως απώλεια του κάλλους δεν νοείται η απουσία μιας κάποιας ηθικής ζωής του λογικού όντος, δηλαδή η απομάκρυνση από την «ἁγαθουργία» και τη «δικαιοσύνη», αλλά κυρίως και πρωτίστως η απώλεια της μετοχής του Αγίου Πνεύματος, η αδυναμία κοινωνίας με τον Τριαδικό Θεό. Έτσι η «αγαθουργία» και η «δικαιοσύνη», όπως και η διακονία και η αλληλεγγύη και η ελεημοσύνη δεν αποτελούν προϋποθέσεις της κοινωνίας με τον Θεό, αλλά αποτελέσματα, φανερώσεις της υπάρχουσας προσωπικής σχέσης.

Ξεκάθαρο γίνεται από τα παραπάνω ότι η απώλεια του κάλλους της εικόνας από τον άνθρωπο δεν είναι απλά και μόνον η απώλεια απρόσωπων καταστάσεων και συστατικών της φυσικής πραγματικότητας του κτίσματος, αλλά απώλεια της κοινωνίας με τον προσωπικό Θεό της αποκαλύψεως, η απόρριψη του αμαρτωλού από το πρόσωπο του Θεού και η «αποστροφή του Πνεύματος».

Έτσι και η λύση στο πρόβλημα δεν βρίσκεται σύμφωνα με την ορθόδοξη παράδοση στην επαναφορά κάποιας χαμένης νομικής τάξης, μιας κάποιας τυπικής συμπεριφοράς, αντιεξουσιαστικής και διακονικής, αλλά στη σάρκωση του Θεού Λόγου και στην «υποστροφή» του Πνεύματος, στην ενότητα θείας και ανθρώπινης φύσεως στο πρόσωπο του Λόγου του Θεού Πατέρα[5]. Στην πατερική αυτοσυνειδησία ο Χριστός δεν είναι ο δημιουργός και εισηγητής κάποιου συστήματος ηθικής συμπεριφοράς, αλλά το πρόσωπο του αγιασμού, ο τόπος του αγιασμού.

Συνεπώς  ο κτιστός άνθρωπος, προκειμένου να καταξιώσει την ύπαρξή του, να επανακτήσει το προ-πτωτικό κάλλος καλείται με την ένταξή του στη μυστηριακή ζωή να ενδυθεί τον Χριστό, να εγκαταλείψει τον παλαιάνθρωπο και να γίνει χώρος φανέρωσης του Αγαθού, χώρος έλαμψης του θείου φωτός. Να γίνει μέτοχος της αποκαλυπτόμενης αλήθειας, κατάλυμα της αγίας και ομοουσίου Τριάδος και συνεπώς εμπειρικός εκφραστής, ως παθών και μαθών τα θεία, αυτής της πραγματικότητας. Ο άνθρωπος με άλλα λόγια, καθίσταται «χωρίον» του Θεού, και ο Θεός γίνεται ο «τόπος» των αξιών, ο οίκος και το ένδυμά τους, η τροφή τους και η πόση τους, το φως τους και ο πλούτος τους, η βασιλεία και το νόημα τους, το όνομά τους[6]. Λαμπρό παράδειγμα άξιου, αγιασμένου ανθρώπου, που κατανοεί την τριαδική δημιουργία του κόσμου αποτελεί «εν πρώτοις» ο πατριάρχης Αβραάμ, ο οποίος φιλοξενεί την Αγία Τριάδα, και διδάσκεται «ἐν τῷ περὶ μονάδος λόγῳ τον ἄυλον περὶ Τριάδος λόγον»[7].

Αγαπητοί Σύνεδροι, με αυτά τα ολίγα ολοκληρώνω με τη βεβαιότητα ότι στο πλαίσιο του συνεδρίου πολλοί και σοφοί ομιλητές όλων των ειδικοτήτων θα μας βοηθήσουν να προσεγγίσουμε το μεγάλο αυτό θέμα της εξουσίας και της διακονίας κατά τον απόστολο Παύλο.  

Ως πρόεδρος του Τμήματος Θεολογίας, εύχομαι καλή επιτυχία στις εργασίες του συνεδρίου.


[1] Βλ. Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Περί της εν Πνεύματι και αλήθεια προσκυνήσεως και λατρείας 9, PG 68, 149Α.

[2] Βλ. Χ. Α. Σταμούλη, Κυρίλλου Αλεξανδρείας Κατά Ανθρωπομορφιτών 10, σ. 142.
[3] Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Ψαλμών 50, 13, PG 69, 1100B.
[4] Βλ. Χ. Α. Σταμούλη, Κυρίλλου Αλεξανδρείας Κατά Ανθρωπομορφιτών 13, σ. 154.
[5] Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Ψαλμών 50, 13, PG 69, 1100B.
[6] Γρηγορίου Νύσσης, Περί ψυχής ακι αναστάσεως, PG 46, 104AC.

[7] Μαξίμου του Ομολογητού, Προς Θαλάσσιον περί διαφόρων απόρων της θείας Γραφής, PG 90, 360D.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.