ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ ΕΠΙ ΤΗ ΛΗΞΕΙ ΤΟΥ ΣYMΠOΣIOY «ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΓΙΑ ΜΙΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΙΩΝ»

D90_56

“Οἱ Προκαθήμενοι καί οἱ Ἀντιπρόσωποι τῶν Ἁγιωτάτων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν…ἐπαναβεβαιοῦμεν…τήν ἐπιθυμίαν ἡμῶν ὅπως, παρά τάς οἱασδήποτε δυσκολίας, συνεχίσωμεν τούς θεολογικούς διαλόγους μετά τῶν λοιπῶν Χριστιανῶν, ὡς καί τούς διαθρησκειακούς διαλόγους…».

Με δεδομένη τη συμμετοχή των Ορθοδόξων στο διαθρησκειακούς διαλόγους, με ανώτατη μάλιστα συνοδική διατύπωση (Μήνυμα των Προκαθημένων του 2008), αλλά και την αλλαγή παραδείγματος στον τρόπο άσκησης της χριστιανικής ιεραποστολής σε παγκόσμιο επίπεδο, και μάλιστα επί τη βάσει της θεολογικής συμβολής των Ορθοδόξων, η ενασχόληση με την διατύπωση, θετική ή αρνητική, μιας Ορθόδοξης «θεολογίας των θρησκειών» αποτελεί χρέος της Ορθόδοξης ακαδημαϊκής θεολογίας προς την Εκκλησία μας.

Με αφορμή αυτή την ρητή διατύπωση, αλλά και τον προβληματισμό που δημιουργήθηκε, ακόμη και στον επιστημονικό κόσμο, το τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ, από κοινού με τη Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού και το Κέντρο Οικουμενικών, Ιεραποστολικών και Περιβαλλοντικών Μελετών «Μητρ. Παντελεήμων Παπαγεωργίου», διοργάνωσαν σειρά επιστημονικών συμποσίων με στόχο (α) τη διερεύνηση του προβλήματος της ύπαρξης, αλλά και η υπεύθυνη αντιμετώπιση, των σύγχρονων ζωντανών θρησκευμάτων (ημερίδα 11.5.2012), και (β) την καρδιά του σύγχρονου ιεραποστολικού προβληματισμού, δηλαδή την ανάγκη ή δυνατότητα διατύπωσης μιας «θεολογίας των θρησκειών» (συμπόσιο 14-15.6.2013).

Η θεματική και η προβληματική αυτή απασχόλησε ειδικό επί του θέματος μεταπτυχιακό σεμινάριο του Tμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ την περασμένη ακαδημαϊκή χρονιά. Αν και φιλοδοξία της όλης επιστημονικής ενασχόλησης ήταν η επιστημονική έρευνα από την οπτική γωνία της Ορθόδοξης παράδοσης, δεν παρέλειψε να ασχοληθεί και με την εμπειρία επί του θέματος των άλλων χριστιανών.

D90_277

Από τα πορίσματα των συμποσίων συνοπτικά αναφέρονται τα ακόλουθα: ο διαθρησκειακός διάλογος δεν αποτελεί μια σιωπηρή αποδοχή, ότι «όλες οι θρησκείες είναι οι ίδιες». Η ενασχόληση μ’ αυτόν δεν υπονομεύει την καθολικότητα και την αλήθεια της Εκκλησίας. Δεν αναιρεί την πίστη της Εκκλησίας, ότι ο Χριστός είναι «ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή» (Ιω 14:6), ούτε σχετικοποιεί την ομολογία των αποστόλων, ότι «οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία· οὐδὲ γὰρ ὄνομά ἐστιν ἕτερον ὑπὸ τὸν οὐρανὸν τὸ δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς» (Πραξ 4:12). Ο διαθρησκειακός διάλογος δεν θέτει στο περιθώριο τον διαχριστιανικό διάλογο, ούτε οδηγεί στο συγκρητισμό. Ως τμήμα δε της σύγχρονης χριστιανικής μαρτυρίας δεν είναι απλά ένας ακαδημαϊκός διάλογος (inter-religious dialogue), ούτε σχετίζεται με την συγκριτική θρησκειολογία, αλλά διάλογος και (επι)κοινωνία με τους πιστούς των άλλων ζωντανών θρησκευμάτων (inter-faith dialogue), και δεν θα πρέπει να οδηγεί σε συγκρότηση ενός αντι-νεωτερικού μετώπου.

Οι Ορθόδοξοι πιστοί κατά την άσκηση του επιτακτικού ιεραποστολικού των καθήκοντος οφείλουν να προβάλουν τη συμφιλίωση και τη θεραπεία, και να καταθέτουν την μαρτυρία τους ως οι κατ’ εξοχήν «διάκονοι της καταλλαγής», αφού «τὰ πάντα ἐκ τοῦ Θεοῦ τοῦ καταλλάξαντος ἡμᾶς ἑαυτῷ διὰ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ καὶ δόντος ἡμῖν τὴν διακονίαν τῆς καταλλαγῆς» (Β΄ Κορ 5,18).

Η ερευνητική αυτή προσπάθεια εξέτασε σε βάθος τα όρια της εν Χριστώ σωτηρίας, και το εάν νομιμοποιούνται έστω και κατ’ ελάχιστον τα άλλα ζωντανά θρησκεύματα. Με βάση την αμοιβαιότητα που υπάρχει ανάμεσα στην «οικονομία του Υιού» και την «οικονομία του Αγίου Πνεύματος», το οποίο «όπου θέλει πνει» (Ιω. 3,8) διερευνήθηκε αν μπορούμε να αποκλείσουμε τις μη-χριστιανικές θρησκείες ως σημεία στα οποία επενεργεί το Άγιο Πνεύμα. Προεξέτεινε όμως τη διερεύνηση του θέματος και πέραν της Πνευματολογίας προς την Χριστολογία, υπογραμμίζοντας ότι η περί «σπερματικού λόγου» θεολογία μπορεί να αποτελέσει το θεμέλιο μιας υγιούς Ορθόδοξης θεολογίας των θρησκειών, που θα βρίσκεται πέρα από το δίπολο της αποκλειστικότητας (exclusivismus) και της περιεκτικότητας (inclusivismus). Επίσης ανέδειξε και την προοπτική των διαφόρων «διαθηκών» της Π.Δ., αλλά και των ευαγγελικών διηγήσεων, με κορυφαία την παραβολή της τελικής κρίσεως (την magna Charta του Χριστιανισμού), και κυρίως την περί «αφέσεως» διδασκαλία του Χριστού και την παγκοσμιότητα της εν Χριστώ σωτηρίας σε ορισμένα χωρία της Αγίας Γραφής και κυρίως στην διδασκαλία των Ποιμαντικών επιστολών  για την εις Άδου κάθοδο του Χριστού.

D90_85

Κατέληξε στο γενικό συμπέρασμα, ότι τόσο στην Αγία Γραφή όσο και στην Πατερική παράδοση υπάρχουν στοιχεία που κατοχυρώνουν την αντίληψη θεώρησης των άλλων θρησκειών ως ανθρώπινων κατασκευών, αλλά και μαρτυρίες που ενώ αναγνωρίζουν το Χριστό ως τον μοναδικό σωτήρα του κόσμου και την εκκλησία του ως κιβωτό σωτηρίας, αναγνωρίζουν τη σωστική παρουσία του Θεού και πέραν των ορίων της Εκκλησίας. Από θεολογικής απόψεως, και κυρίως στα πλαίσια της Ορθόδοξης παράδοσης, τεκμηριώθηκε ότι είναι δυνατή μία σύνθεση των δύο αυτών θέσεων, που αποτελούν εξ ίσου  ουσιαστικά στοιχεία της χριστιανικής πίστεως, και για το λόγο αυτό η όποια Ορθόδοξη διατύπωση μιας θεολογίας των θρησκειών θα πρέπει να βασίζεται στην καθολικότητα της χριστιανικής παράδοσης και όχι σε επιλεκτικά στοιχεία που τις περισσότερες φορές αντανακλούν προσωπικές φοβίες και ιδεολογικές συντηρητικές ή φιλελεύθερες αντιλήψεις.

Επομένως, σε τελευταία ανάλυση θεωρήθηκε πως από την σκοπιά της Ορθόδοξης θεολογίας είναι δυνατή, εφικτή, αλλά και θεμιτή, μια «θεολογία των θρησκειών», η οποία όμως χρήζει περαιτέρω επιστημονικής θεολογικής διερεύνησης.

Το σύνολο των εισηγήσεων των Ορθόδοξων αυτών διαθρησκειακών συμποσίων θα δημοσιευτούν στο δεύτερο αφιερωματικό τεύχος του 2013 του επιστημονικού περιοδικού της Εκκλησίας της Ελλάδος «Θεολογία», και υποβάλλονται καθηκόντως στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και την Εκκλησία της Ελλάδος.

(Αναλυτικότερη παρουσίαση της ανωτέρω θεματικής και προβληματικής των συμποσίων βλ. παλιότερη ανάρτηση του Amen.gr

 Από την Οργανωτική Επιτροπή

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε , , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.