Θεοδόσης Κυριακίδης (M.Th και υπ. Δρ. του Πανεπιστημίου Μακεδονίας), Πολιτικοί ανταγωνισμοί και αντιπαραθέσεις στην καθολική ιεραποστολή στην Οθωμανική Αυτοκρατορία στο τέλος του 19ου και αρχές 20ου αιώνα

D90_202

Περίληψη της εισήγησης στο Διεθνές Διαθρησκειακό Συμπόσιο με θέμα: Ορθόδοξη προσέγγιση για μια θεολογία των θρησκειών

Στην εισήγηση με τον τίτλο: Πολιτικοί ανταγωνισμοί και αντιπαραθέσεις στην καθολική ιεραποστολή στην Οθωμανική Αυτοκρατορία στο τέλος του 19ου και αρχές 20ου αιώνα γίνεται προσπάθεια να σκιαγραφηθεί το ιστορικό πλαίσιο και τα χαρακτηριστικά του έντονου ανταγωνισμού των Μεγάλων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων στο ιεραποστολικό πεδίο στην καταρρέουσα οθωμανική Αυτοκρατορία του 19ου αιώνα.

Οι φιλοδοξίες των χριστιανικών ευρωπαϊκών κρατών για γεωγραφική και εμπορική εξάπλωση στην Εγγύς Ανατολή υποβοηθούνται από την ύπαρξη ιεραποστολικών ταγμάτων που δραστηριοποιούνται στην επικράτεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και οι ευρωπαϊκές δυνάμεις καταβάλλουν προσπάθειες για ν’ αυξήσουν την επιρροή τους μέσω της δράσης των συγκεκριμένων ταγμάτων.

Παραδοσιακά από την εποχή των Διομολογήσεων οι καθολικοί που βρίσκονταν στην επικράτεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στρέφονταν για προστασία στις γαλλικές διπλωματικές αποστολές. Άλλωστε η γαλλική επιρροή ήταν εκείνη που ενίσχυσε την ανακήρυξη της καθολικής κοινότητας σε ξεχωριστή νομική οντότητα μέσα στην Αυτοκρατορία το 1830. Χαρακτηριστικό της πολιτικής σπουδαιότητας που αναγνώριζε η Γαλλία στην ιεραποστολική δράση, την οποία θεωρούσε προέκταση της επεκτατικής της πολιτικής στην Ανατολή, αποτελεί η αντίφαση ότι ενώ στα τέλη του 19ου αιώνα παρουσίαζε μια έντονα αντικληρικαλιστική συμπεριφορά και εχθρική τάση προς την Καθολική Εκκλησία, ενίσχυσε την ιεραποστολική δραστηριότητα στην Ανατολή. Εκεί δηλαδή που ενδιαφερόταν ν’ αυξήσει την επιρροή και την παρουσία της.

Στον αντίποδα της Γαλλίας βρισκόταν η Ιταλία με την οποία οι σχέσεις των Παπών και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας ήταν ιδιαίτερα ψυχρές μετά την ενοποίηση της και την ίδρυση της ιταλικής εθνικής κυβέρνησης στη Ρώμη το 1870, την οποία ούτε ο Πίος ΙΧ, αλλά ούτε και ο Λέοντας XIII αναγνώρισε. Το υπουργείο εξωτερικών της Ιταλίας επιδείκνυε έντονο ενδιαφέρον για τις χριστιανικές κοινότητες της Ανατολής και την ιεραποστολή που πραγματοποιούνταν εκεί, το οποίο αυξανόταν συνεχώς και κορυφώθηκε στην πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα.

Βέβαια πρέπει να σημειωθεί ότι το ενδιαφέρον αυτό των Ιταλών τη συγκεκριμένη περίοδο δεν είναι άσχετο με τις πολιτικές επιδιώξεις τους. Από τα παραδείγματα που παρατίθενται μέσα από το αρχειακό υλικό που αποθησαυρίζεται στις διάφορες αρχειακές συλλογές του Βατικανού, καθίσταται ξεκάθαρο ότι οι πολιτικές των ευρωπαϊκών κρατών χρησιμοποιούσαν ή προσπαθούσαν να χρησιμοποιούν το ιεραποστολικό έργο προκειμένου να διευρύνουν τις σφαίρες επιρροής τους.

Η Γαλλία δεν είχε να συναγωνιστεί μόνο την Ιταλία αλλά και την Αυστρία, η οποία σταδιακά άρχισε να διεκδικεί τον ίδιο προστατευτικό ρόλο για τις καθολικές κοινότητες της Ανατολής. Διαμάχες μεταξύ των προξένων των ευρωπαϊκών χωρών ξεσπούσαν στο ιεραποστολικό πεδίο ακόμη και για ασήμαντη φαινομενικά αφορμή, ενώ η προσπάθεια επικράτησης στις ιεραποστολές κορυφώθηκε με αφορμή τον έλεγχο των σχολείων.

Αν στον 19ο αιώνα η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία είχε να αντιμετωπίσει ιδεολογικά ρεύματα αρνητικά διακείμενα προς τον χριστιανισμό, η εκκίνηση του 20ου αιώνα διαμήνυε ότι οι προκλήσεις όχι μόνο δεν θα καταλάγιαζαν, αλλά θα παρουσιάζονταν με μεγαλύτερη ορμή και ένταση. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος υπήρξε καταλυτικός για την παρουσία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και τους συσχετισμούς μεταξύ των ευρωπαϊκών δυνάμεων στην καταρρέουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο Πόλεμος αυτός θα είναι και το ορόσημο, το οποίο θα σημάνει την παρακμή των ιεραποστολικών σταθμών στην Εγγύς και Μέση Ανατολή καθώς πολλοί ιεραπόστολοι επιστρατεύτηκαν, ενώ έκλεισαν και πολλοί ιεραποστολικοί σταθμοί. Ιδιαίτερα μετά την αποχώρηση των δυτικών λόγω του πολέμου και με την μονομερή κατάργηση του συστήματος του προτεκτοράτου η Καθολική Εκκλησία συνάντησε σοβαρά προβλήματα επιβίωσης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Καθ’ όλη την περίοδο του πολέμου η προστασία των χριστιανών στην Τουρκία είχε περάσει από τη Γαλλία και την Ιταλία, οι οποίες βρίσκονταν πια στο αντίπαλο με την Τουρκία στρατόπεδο, στην Αυστρία και στη Γερμανία, οι οποίες ως συμμαχικές χώρες μπορούσαν να εγγυηθούν την ασφάλεια τους. Στο ευρύτερο παγκόσμιο ιεραποστολικό πεδίο η Γαλλία έχασε μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο την πρωτοκαθεδρία της, ενώ την ίδια περίοδο παρατηρήθηκε σημαντική αύξηση του ενδιαφέροντος για την ιεραποστολή από άλλες ευρωπαϊκές χώρες όπως η Γερμανία, η Ιταλία, το Βέλγιο και η Ολλανδία.

Η ίδια η Οθωμανική Αυτοκρατορία αναγκάστηκε να δεχτεί στους κόλπους της τους ιεραποστόλους ως αναγκαίο κακό, έλαβε όμως τα κατάλληλα μέτρα και συχνά προειδοποιούσε τους υπηκόους της με σουλτανικά διατάγματα να προστατεύονται από τον ξένο κίνδυνο. Πολύ ορθά ο Selim Direngil σκιαγραφεί το ιεραποστολικό πρόβλημα ως εξής: «Καμιά από τις προκλήσεις που δέχτηκε η νομιμότητα του οθωμανικού κράτους, και όλα όσα αυτό συμβόλιζε, δεν ήταν περισσότερο επικίνδυνη, στη μακρά διάρκεια, από εκείνη της ιεραποστολικής δραστηριότητας. Η απειλή του στρατιώτη, του διπλωμάτη, του εμπόρου, αφορούσαν όλες τους στο εδώ και το τώρα· αντίθετα, οι ιεραπόστολοι μέσω των σχολείων τους, συνιστούσαν έναν κίνδυνο για το μέλλον».

Εν κατακλείδι, καταφαίνεται ότι οι πολιτικές αρχές των ευρωπαϊκών κρατών,  παρά το γεγονός ότι ανήκαν στην ίδια Καθολική Εκκλησία και θ’ ανέμενε κανείς τη συνεργασία τους στο ιεραποστολικό πεδίο, όχι μόνο διαγκωνίζονταν και αντιμάχονταν, αλλά προσπαθούσαν με κάθε τρόπο ν’ αυξήσουν την παρουσία τους και την επιρροή τους σε βάρος της παρουσίας του αντιπάλου έθνους. Το γεγονός αυτό βέβαια πρέπει να συσχετιστεί με το περίφημο Ανατολικό Ζήτημα, το οποίο κορυφώνεται στα τέλη του 19ου αιώνα, όπου η Οθωμανική Αυτοκρατορία καταρρέει και ο ανταγωνισμός των Μεγάλων Δυνάμεων βρίσκεται στο απόγειο του.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε , , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.