Στυλιανός Δ. Χαραλαμπίδης (Θεολόγος (Μ.Th.)-Νομικός, Υπ. Δρ. Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ), «Προς μία θεολογία των θρησκειών. Η μαρτυρία της πατερικής παράδοσης (Εισαγωγικό σχεδίασμα)»

D90_173

Περίληψη της εισήγησης στο Διεθνές Διαθρησκειακό Συμπόσιο με θέμα: Ορθόδοξη προσέγγιση για μια θεολογία των θρησκειών

Τα βασικά σημεία της εισήγησης θα μπορούσαν να συνοψισθούν στα ακόλουθα:

1. Η Εκκλησία από τα πρώτα κιόλας ιστορικά της βήματα λειτούργησε ως Εκκλησία διαλεγόμενη, δηλ. ως κοινότητα, η οποία χωρίς φοβικά σύνδρομα, χωρίς ανούσιες κραυγές και στείρες συνθηματολογίες και χωρίς συμπλέγματα ανωτερότητας ή κατωτερότητας δεν δίσταζε να αναμετρηθεί γόνιμα και δημιουργικά με τον εκάστοτε και εκασταχού θεολογικό, φιλοσοφικό, κοινωνικό και πολιτιστικό της περίγυρο. Oι Πατέρες της Εκκλησίας, παρά την οξύτητα του λόγου τους, που  απορρέει από την ποιμαντική ευαισθησία τους και από την αγωνία διαφύλαξης της εκκλησιαστικής ενότητας, λειτούργησαν διαχρονικά ως πρότυπα διαλεκτικής. Άλλωστε, σύνολη η πατερική γραμματεία δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας διαρκής και γόνιμος διάλογος με τα προβλήματα και τις προκλήσεις της εποχής της, αλλά και με τον εκάστοτε άλλον.

2. Μία ενδιαφέρουσα αντινομία καθιστά άκρως επίκαιρη την προσέγγιση του πατερικού λόγου: τόσο οι πολέμιοι όσο και οι υπέρμαχοι του διαθρησκειακού και κάθε άλλου διαλόγου επικαλούνται την πατερική παράδοση, για να θεμελιώσουν τις απόψεις τους. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο απαιτείται μία σοβαρή, γόνιμη και απροκατάληπτη προσέγγιση των πηγών, προκειμένου να φωτισθούν και να αναδειχθούν τα ουσιώδη.

3. Η προσέγγιση περιορίσθηκε στις δύο άλλες μεγάλες μονοθεϊστικές παραδόσεις, δηλ. τον Ιουδαϊσμό και το Ισλάμ και σε συγκεκριμένα χρονικά πλαίσια με απώτατο όριο την άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453). Δεν αποτέλεσαν αντικείμενο της έρευνας τα πατερικά έργα που στρέφονταν κατά Ελλήνων ή – κατά τον προσφυή χαρακτηρισμό του καθηγητή Ν. Ματσούκα – κατά της “ελληνικής μήτρας της αίρεσης”. Και τούτο αφενός μεν διότι η ελληνική φιλοσοφία δε συνιστά ένα συμπαγές και ομοιόμορφο όλον, αλλά εμπλουτίζεται από διαφορετικών αφετηριών και τάσεων “σχολές”, αφετέρου δε διότι η συνάντηση Ελληνισμού και Χριστιανισμού υπήρξε γεγονός με τεράστιες συνέπειες και για τα δύο πνευματικά μεγέθη, οι οποίες εκφεύγουν της συγκεκριμένης ερευνητικής στοχοθεσίας και πάντως θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο μιας άλλης, διευρυμένης ερμηνευτικής δοκιμής.

4. Με βάση την τυπολογία α) της αποκλειστικότητας (exclusivism), σύμφωνα με την οποία μόνο η χριστιανική Εκκλησία κατέχει την αλήθεια και άρα ισχύει το περίφημο “extra ecclesiam nulla salus”, β) της περιεκτικότητας (inclusivism), η οποία διατείνεται ότι οι άλλες θρησκείες μετέχουν σε τμήματα της (παρόλα αυτά μοναδικής) χριστιανικής αλήθειας και γ) της σχετικότητας ή του πλουραλισμού (relativism or cultural pluralism), κατά την οποία όλες οι θρησκείες (συμπεριλαμβανομένου και του χριστιανισμού) κατέχουν τμήματα της αλήθειας, υποστηρίχθηκε ότι η πατερική παράδοση – κατά βάση – ακολουθεί τον πρώτο δρόμο, δηλ. την οδό της αποκλειστικότητας. Μία εξήγηση, όμως, είναι εδώ απαραίτητη. Η επιλογή της αποκλειστικότητας στην περίπτωση των Πατέρων της Εκκλησίας δεν θα πρέπει να συγχέεται με φονταμενταλιστικές εξάρσεις ούτε να ταυτίζεται με την υποτίμηση της θρησκευτικής εμπειρίας του άλλου. Δεν θα πρέπει, ωστόσο, να μας διαφεύγει το γεγονός ότι οι Πατέρες είναι κατά τεκμήριο ποιμένες και διδάσκαλοι, δηλ. υπεύθυνα εκκλησιαστικά πρόσωπα, επιφορτισμένα με την ευθύνη της διαφύλαξης της εκκλησιαστικής ενότητας, η οποία απειλείται από κάθε ετεροδιδασκαλία. Με άλλα λόγια, το κριτήριό τους είναι πάντα ποιμαντικό και σωτηριολογικό και γι’ αυτό αποκλειστικά εκκλησιαστικό. Το ίδιο κριτήριο έχει το πρωτείο και στην περίπτωση του πολλάκις, ποικιλοτρόπως και υπό πολλών κακοποιηθέντος αξιώματος “extra Ecclesiam nulla salus”. Γνωρίζουμε ότι μέσα στον ιερό χώρο της Εκκλησίας έχει αποθησαυρισθεί η πληρότητα των αγιαστικών μέσων, αλλά δεν γνωρίζουμε ποιες διόδους χρησιμοποιεί ο Θεός για τη σωτηρία των εκτός της Εκκλησίας ανθρώπων με δεδομένη μάλιστα τη ρητή διαβεβαίωση ότι αφενός μεν ο Θεός “πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι και εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν” (Α΄ Τιμ. 2, 4), αφετέρου δε το “πνεῦμα ὅπου  θέλει πνεῖ” (Ιω. 3, 8).

5. Μία άκρως ενδιαφέρουσα θέση μέσα στην πατερική γραμματεία  συνιστά η περί “σπερματικού λόγου” θεωρία, η οποία κατά παράδοξο τρόπο δεν έχει τύχει ευρύτερης επεξεργασίας και αξιοποίησης στα πλαίσια του διαθρησκειακού, αλλά και του διαχριστιανικού διαλόγου, παρά τις τεράστιες δυνατότητες που προσφέρει. Η θεωρία αυτή, που αποτελεί σύλληψη του φιλοσόφου και μάρτυρος Ιουστίνου, αναγνωρίζει τη δυνατότητα ύπαρξης στοιχείων της εν Χριστώ αλήθειας και στην προ  ανθρωπότητα. Ως εκ τούτου, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μία περιεκτική θεωρία, η οποία παράλληλα με την καθολικότητα και παγκοσμιότητα του απολυτρωτικού έργου του Χριστού και τη λεγόμενη “οικονομία του Αγίου Πνεύματος”, προσφέρει ένα ασφαλές υπόβαθρο για την οικοδόμηση των πάσης φύσεως διαλόγων της ορθόδοξης Εκκλησίας.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε , , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.