Δημήτριος Κεραμιδάς (Δρ. Θεολογίας), «Διαθρησκειακός διάλογος και θεολογία των θρησκειών. Το παράδειγμα της ρωμαιοκαθολικής θεολογίας»

D90_148

Περίληψη της εισήγησης στο Διεθνές Διαθρησκειακό Συμπόσιο με θέμα: Ορθόδοξη προσέγγιση για μια θεολογία των θρησκειών

Ο 20ος αιώνας ανέδειξε μια νέα, καθοριστική όψη του ιεραποστολικού έργου: αυτή του διαθρησκειακού διαλόγου. Η θεολογία των θρησκειών είναι σήμερα η επιτομή της θεολογίας της ιεραποστολής και καλείται να διαμορφωθεί σε συνθήκες δυναμικής συμβίωσης των διαφόρων θρησκευμάτων, αλλά και σε μια εποχή όπου η Ευρώπη και η Δύση δεν αντιπροσωπεύει πια το «κωνσταντίνειο» Corpus christianum. Οι χριστιανικές Εκκλησίες προσκαλούνται να κατανοήσουν θεολογικά τη σχέση τους με τις άλλες θρησκείες, να προσδιορίσουν το ρόλο των τελευταίων στη θεία οικονομία και ν’ απαντήσουν στο ερώτημα εάν και σε ποιο βαθμό εκτός των ορατών/κανονικών ορίων της Εκκλησίας υπάρχει σωτηριολογική αυτάρκεια.

Στο χώρο της ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, τόσο του επίσημου διδακτικού σώματος όσο και μεμονωμένων θεολόγων, το ζήτημα αντιμετωπίστηκε με προοδευτική προσοχή. Στην προ της Β΄ Συνόδου του Βατικανού (1962-1965) περίοδο, η επικρατούσα καθιδρυματική εκκλησιολογία προέκρινε το αξίωμα ότι «εκτός Εκκλησίας δεν υπάρχει σωτηρία» (extra ecclesiam nulla salus), πρότεινε δηλ. την προτεραιότητα ένταξης στην Εκκλησία – η οποία διαθέτει ανόθευτη δογματική αλήθεια, έγκυρα μυστήρια, κανονική υπό τον επίσκοπο και πάπα Ρώμης ιεραρχία και αυτάρκεια σωτηριωδών μέσων – ως αποκλειστική προϋπόθεση σωτηρίας. Το 19ο αιώνα, ωστόσο, διατυπώνεται η θεολογική ιδέα του «βαπτίσματος της επιθυμίας», που αφορούσε όσους μη χριστιανούς διήγαν έντιμο και ηθικό βίο, και που κατ’ αυτόν τον τρόπο εξέφραζαν την  επιθυμία τους να ενταχθούν στην Εκκλησία, έστω και δίχως βάπτισμα «εξ ύδατος».

Το πρώτο μισό του 20ου αιώνα, η επιρροή της γαλλικής nouvelle théologie, το ενδιαφέρον για την πατερική θεολογία, η στροφή σε λειτουργικά θέματα, η ανάδειξη των βιβλικών σπουδών, η ανανέωση των θεολογικών μοτίβων του σχολαστικισμού και νέο-σχολαστικισμού ανέδειξε δυναμικούς θεολόγους και νέες εκκλησιολογικές έννοιες που αντικατέστησαν την αυστηρή καθιδρυματική εκκλησιολογική αυτοκατανόηση της Ρώμης. Άρχισε να γίνεται λόγος για την Εκκλησία ως «λαός του Θεού», «σημείο» της Βασιλείας του Θεού, «μυστήριο» και «παγκόσμιο όργανο» της σωτηρίας. Η έμφαση στη μυστηριακή, κοινοτική διάσταση της Εκκλησίας, επέτρεψε να διερευνηθεί ο διαφορετικός βαθμός μετοχής στην Εκκλησία, που αφορούσε πλέον και τους μη χριστιανούς, οι οποίοι – όπως θα διακηρύξει η Β΄ Σύνοδος του Βατικανού – μπορούν να σωθούν όχι μεμονωμένα και ανεξάρτητα των θρησκειών των οποίων ακολουθούν, αλλά εντός των θρησκειών τους, οι οποίες διαθέτουν στοιχεία αλήθειας και αγιότητας και αντανακλούν τη «μια ακτίνα εκείνης της Αλήθειας που φωτίζει τον άνθρωπο», στοιχεία που είναι τα σπέρματα του Λόγου (semina Verbi) που φωλιάζει στο εσωτερικό των θρησκευτικών παραδόσεων.

Τα κείμενα της Β΄ Συνόδου του Βατικανού ανέδειξαν τα στοιχεία που ενώνουν το ανθρώπινο γένος: την κοινή προέλευση, τον κοινό προορισμό της ανθρωπότητας, την έμφυτη διάθεση του ανθρώπου να δώσει απαντήσεις στα μεγάλα ερωτήματα της ανθρώπινης ζωής. Το Lumen Gentium θα επισημαίνει (§16) ότι: «Αυτοί που δίχως δικό τους φταίξιμο αγνοούν το Ευαγγέλιο του Χριστού, αλλά αναζητούν με ειλικρίνεια το Θεό και με τη βοήθεια της θείας χάρης προσπαθούν να κάνουν πράξη τη θέλησή Του με πράξεις αγάπης […] προσπαθούν, όχι δίχως τη θεία χάρη, να διάγουν έναν ορθό βίο».

Σε αντίθεση με το προσυνοδικό «αποκλειστικό» παράδειγμα, η συνοδική και μετασυνοδική θεολογία εισήγαγε την «περιεκτική» αντίληψη, σύμφωνα με την οποία η χάρη και πρόνοια του Θεού δεν εγκαταλείπει το μη χριστιανικό κόσμο, αλλά είναι πάντοτε εντυπωμένη στην καρδιά του κάθε ανθρώπου, προκειμένου να τον βοηθήσει να δεχτεί τη χριστιανική αλήθεια. Σκοπός της χριστιανικής ιεραποστολής είναι ν’ αναδείξει τα στοιχεία αλήθειας και αγιότητας που υπάρχουν στις άλλες θρησκείες και να «πληρώσει» υπό το φως της θείας αποκάλυψης την προσμονή των εθνών να δεχτούν το Χριστό (preparatio evangelica), που είναι μυστικά Παρών και εκτός των ορίων της Εκκλησίας.

Ένα τρίτο παράδειγμα θεολογικής κατανόησης των θρησκειών ήταν αυτό του θρησκευτικού πλουραλισμού, εισηγητές του οποίου ήταν θεολόγοι τόσο καθολικοί όσο και προερχόμενοι από άλλες ομολογίες (P. Knitter, R. Panikkar, J. Hick, κ.α.). Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή προτάθηκε, κατά περίπτωση, ότι: α) η εν Χριστώ αποκάλυψη του Θεού δεν ήταν οριστική· υπήρξαν και άλλες θεοφάνειες ή λογοφάνειες, άρα ο Χριστός δεν είναι ο αποκλειστικός μεσίτης της σωτηρίας, β) η εν Πνεύματι οικονομική φανέρωση του Θεού είναι διακριτή αυτής του Θεού Λόγου, συνεπώς υπάρχει μια οικονομία του Αγίου Πνεύματος που ενεργεί ανεξάρτητα αυτής του Χριστού, γ) η ευαγγελιζόμενη Βασιλεία του Θεού δεν ταυτίζεται με την κανονική και χαρισματική ζωή της Εκκλησίας, αλλά φανέρωσης αυτής αποτελούν και οι μη χριστιανικές θρησκείες. Τελικά, για τους περισσότερους θεωρητικούς του θρησκευτικού πλουραλισμού οι μη χριστιανικές θρησκείες αποτελούν συμπληρωματικές ή παράλληλες οδούς σωτηρίας μαζί με το Χριστιανισμό.

D90_140Με λιγότερα ριζικό, πιο μετριοπαθή και δογματικά προσεκτικότερο τρόπο οι απόψεις αυτές εκφράστηκαν και από εξέχοντες καθολικούς θεολόγους των θρησκειών (όπως τον βέλγο J. Dupuis). Το 2000, η Σύνοδος (Congregatio) για τη Διδασκαλία της Πίστης – της οποίας Πρόεδρος ήταν ο τότε καρδινάλιος J. Ratzinger, μετέπειτα πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ΄ – παρενέβη αποφασιστικά με τη Διακήρυξη Dominus Iesus για να τονίσει: α) την ενότητα, παγκοσμιότητα και μοναδικότητα της εν Χριστώ σωτηρίας, β) την ταύτιση μεταξύ Θεού Λόγου και Ιησού Χριστού, που είναι η μόνη και οριστική αποκάλυψη του Λόγου, γ) την ενότητα μεταξύ της εν Χριστώ σωτηριώδους οικονομίας και της οικονομίας του Αγίου Πνεύματος, δ) τη φανέρωση της Βασιλείας του Θεού στο πλαίσιο της χριστιανικής πίστης, ε) τη διάκριση μεταξύ χριστιανικής «πίστης» και θρησκευτικών «πεποιθήσεων», μεταξύ θεοπνευστίας των κειμένων του χριστιανικού κανόνα και απουσία θεοπνευστίας στα θεωρούμενα ως «ιερά» κείμενα των άλλων θρησκευτικών παραδόσεων.

Η Διακήρυξη DI, λόγω κυρίως του αυστηρού της ύφους, προκάλεσε αντιδράσεις, καθώς θεωρήθηκε ότι προσπαθούσε ν’ ακυρώσει τη μετασυνοδική διαθρησκειακή προσέγγιση. Η Διακήρυξη, που θέλησε να κινηθεί στα χνάρια του «περιεκτικού» παραδείγματος της Β΄ Συνόδου του Βατικανού, προέβαλε όντως την ανάγκη ο διάλογος και ο ιδεολογικός σχετικισμός να μην αποκαταστήσει την ιεραποστολική προτεραιότητα της μεταστροφής στο Χριστό, τη μόνη αλήθεια που ενυπάρχει πλήρως στην Εκκλησία. Τελικά, το ερώτημα που έθεσε η Διακήρυξη (και που παραμένει έως σήμερα ανοιχτό) είναι εάν είναι θεμιτή ή όχι η υπεράσπιση της δογματικής καθαρότητας της χριστιανικής/εκκλησιαστικής ταυτότητας και η προτεραιότητα του ιεραποστολικού καθήκοντος της αναγγελίας του Ευαγγελίου του Χριστού έναντι ενός λιγότερο ή περισσότερο ασαφούς και δίχως σαφή στοχοθεσία διαθρησκειακού διαλόγου.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε , , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.