Άρχισε τις εργασίες του το Διεθνές Διαθρησκειακό Συμπόσιο με θέμα: Ορθόδοξη προσέγγιση για μια θεολογία των θρησκειών

D90_64

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΘΕΜΑ ΤΟΥ ΣYMΠOΣIOY«ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΓΙΑ ΜΙΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΘΡΗΣΚΕΙΩΝ» 

Του ομότιμου καθηγητή του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ Πέτρου Βασιλειάδη

«Οἱ Προκαθήμενοι καί οἱ Ἀντιπρόσωποι τῶν Ἁγιωτάτων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν (αναφέρεται στο Μήνυμα της 12/10/2008 §13γ) … ἐπαναβεβαιοῦμεν…τήν ἐπιθυμίαν ἡμῶν ὅπως, παρά τάς οἱασδήποτε δυσκολίας, συνεχίσωμεν τούς θεολογικούς διαλόγους μετά τῶν λοιπῶν Χριστιανῶν, ὡς καί τούς διαθρησκειακούς διαλόγους, ἰδιαιτέρως μετά τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ καί τοῦ Ἰσλάμ, δοθέντος ὅτι ὁ διάλογος ἀποτελεῖ τόν μόνον τρόπον ἐπιλύσεως τῶν μεταξύ τῶν ἀνθρώπων διαφορῶν, ἰδιαιτέρως εἰς μίαν ἐποχήν, ὡς ἡ σημερινή, κατά τήν ὁποίαν αἱ παντοῖαι διαιρέσεις, περιλαμβανομένων καί ἐκείνων ἐν ὀνόματι τῆς θρησκείας, ἀπειλοῦν τήν εἰρήνην καί ἑνότητα τῶν ἀνθρώπων».

Με αφορμή αυτή την ρητή διαβεβαίωση, αλλά και τον προβληματισμό που δημιουργήθηκε, ακόμη και στον επιστημονικό κόσμο, πέρσι τέτοιο καιρό το τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ, από κοινού με τη Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού, διοργάνωσαν επιστημονική ημερίδα με θέμα:«Διαθρησκειακός Διάλογος και Σύγχρονα Θρησκεύματα». Στόχος εκείνης της εκδήλωσης ήταν η διερεύνηση του προβλήματος της ύπαρξης, αλλά και η υπεύθυνη αντιμετώπιση, των σύγχρονων ζωντανών θρησκευμάτων. Οι επιστημονικές απόψεις που κατατέθηκαν με τις εισηγήσεις, αλλά και τις κάθε μορφής παρεμβάσεις των καθηγητών της Θεολογικής Σχολής, μας οδήγησαν στην απόφαση περαιτέρω διερεύνησης του θέματος σε μεταπτυχιακό επίπεδο καθόλη την περασμένη ακαδημαϊκή χρονιά. Μετά από μια καρποφόρα ακαδημαϊκή χρονιά, στην οποία κινηθήκαμε στη βάση της σύντομης μελέτης/παρέμβασης του Μητ. Περγάμου κ. Ιωάννη (Ζηζιούλα) στο «Βήμα των Ιδεών» της 6.7.2007 με θέμα «Αλήθεια, ανεκτικότητα και μονοθεϊσμός. Είναι δυνατός ένας Διαθρησκειακός Διάλογος;», αποφασίσαμε να προχωρήσουμε ένα βήμα πιο πέρα και να αγγίξουμε την καρδιά του σύγχρονου ιεραποστολικού προβληματισμού, που δεν είναι άλλος από την ανάγκη ή δυνατότητα διατύπωσης μιας θεολογίας των θρησκειών.

Η φιλοδοξία μας βέβαια περιορίζεται στην εξέταση του θέματος από την οπτική γωνία της Ορθόδοξης παράδοσης, μελετώντας όμως και την εμπειρία των άλλων χριστιανών. Η εναρκτήρια εισήγηση του επισκόπου Αβύδου, καθηγητού της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Κυρίλλου Κατερέλου με θέμα, «Paul Knitter: Με τη Θεολογία της απελευθέρωσης στο θρησκευτικό πλουραλισμό και το διαθρησκειακό διάλογο» θα μας παρουσιάσει μια συγκεκριμένη περίπτωση από το χώρο της Δυτικής θεολογίας, ενώ ένα συνολικό πανόραμα της Καθολικής θεολογίας θα μας αναπτύξει ο Δρ. Θ. του Γρηγοριανού Ποντιφικού Πανεπιστημίου και Μαγίστρος Θεολογίας του ΑΠΘ, κ. Δημήτριος Κεραμιδάς, στην εισήγησή του: «Διαθρησκειακός διάλογος και θεολογία των θρησκειών. Το παράδειγμα της ρωμαιοκαθολικής θεολογίας». Επίσης, από το χώρο της νεώτερης εκκλησιαστικής ιστορίας, ο Μαγίστρος του Τμήματος Θεολογίας και υποψ. Δρ. Ι στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας κ. Θεοδόσιος Κυριακίδης, θα μας εισηγηθεί το θέμα, «Η ανάμιξη της πολιτικής εξουσίας στην Καθολική ιεραποστολή στη Μικρά Ασία και ειδικότερα στον Πόντο κατά τον 19ο αιώνα».

D90_57

Αν ο διαθρησκειακός διάλογος επιβεβαιώνεται σε ανώτερο Ορθόδοξο επίπεδο (όπως διατυπώθηκε στο τελευταίο μήνυμα των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών)  και εμφανίζεται στις μέρες μας ως αδήριτη αναγκαιότητα σε αυστηρά επιστημονικό, πολιτικό, και κοινωνικό επίπεδο, δεν συμβαίνει το ίδιο και σε θεολογικό, και κυρίως σε ιεραποστολικό, επίπεδο. Ιδιαίτερα στον χώρο της χριστιανικής ιεραποστολής ο διαθρησκειακός διάλογος ως τμήμα και μεθοδολογία της χριστιανικής μαρτυρίας, συνάντησε από την πρώτη κιόλας στιγμή τεράστιες αντιδράσεις.

Στο περσινό συμπόσιο αποδείξαμε:

– ότι ο διαθρησκειακός διάλογος δεν αποτελεί μια σιωπηρή αποδοχή, ότι «όλες οι θρησκείες είναι οι ίδιες».

– ότι η ενασχόληση μ’ αυτόν δεν υπονομεύει την καθολικότητα και την αλήθεια της Εκκλησίας.

–  ότι δεν αναιρείται η πίστη της Εκκλησίας, ότι ο Χριστός είναι «ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή» (Ιω 14:6).

–  ότι δεν σχετικοποιείται η ομολογία των αποστόλων, ότι «οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία· οὐδὲ γὰρ ὄνομά ἐστιν ἕτερον ὑπὸ τὸν οὐρανὸν τὸ δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς» (Πραξ 4:12).

– ότι η έμφαση στον διαθρησκειακό διάλογο δεν θέτει στο περιθώριο τον διαχριστιανικό διάλογο.

– ότι ένας τέτοιος διάλογος δεν οδηγεί σε συγκρητισμό, όπως εκφράστηκε επίσημα από τον παραδοσιακό προτεσταντικό χώρο, και συνεχίζει να εκφράζεται μέχρι και σήμερα από τις ακραίες παραφυάδες του, και φυσικά επαναλαμβάνεται άκριτα και από ημετέρους ου κατ επίγνωσιν ζηλωτές της πίστεώς μας.

Επίσης στο περσινό συμπόσιο διαπιστώσαμε:

– πως ο διαθρησκειακός διάλογος, ως τμήμα της σύγχρονης χριστιανικής μαρτυρίας, δεν είναι απλά ένας ακαδημαϊκός διάλογος (inter-religious dialogue), ούτε σχετίζεται με την συγκριτική θρησκειολογία, αλλά διάλογος και επικοινωνία με τους πιστούς των άλλων ζωντανών θρησκευμάτων (inter-faith dialogue).

– πως ο διάλογος μεταξύ των μονοθεϊστικών θρησκειών δεν πρέπει να οδηγεί σε συγκρότηση ενός αντι-νεωτερικού μετώπου, όπως διακηρύχτηκε τον προπερασμένο αιώνα, το 1893 στην επίσημη δήλωση: «to unite all religions against irreligion», στο αφελές πείραμα του Σικάγου με απώτερο στόχο την συνένωση των θρησκειών με την μορφή ενός Παγκόσμιου Κοινοβουλίου των Θρησκειών, και την δημιουργία από τις συντηρητικές δυνάμεις της τότε αμερικανικής «αφύπνισης» ενός μετώπου ενάντια στη νεωτερικότητα και την εκκοσμίκευση.

Επίσης στο περσινό συμπόσιο επιβεβαιώσαμε το μήνυμα των προκαθημένων

– ότι ως «Ὀρθόδοξοι χριστιανοί συμμεριζόμεθα μετά τῶν ἄλλων, θρησκευομένων ἤ μή ἀνθρώπων τοῦ πλανήτου, τήν εὐθύνην διὰ τὴν σύγχρονον κρίσιν, διότι ἠνέχθημεν ἤ συνεβιβάσθημεν ἀκρίτως καί πρός ἀκραίας ἐπιλογάς τοῦ ἀνθρώπου χωρίς τήν ἀξιόπιστον ἀντιπαράθεσιν πρός αὐτάς τοῦ λόγου τῆς πίστεως» (§ 6).

– ότι «τό χάσμα μεταξύ πλουσίων καί πτωχῶν διευρύνεται δραματικῶς ἐξ αἰτίας τῆς οἰκονομικῆς κρίσεως, ἡ ὁποία εἶναι συνήθως ἀποτέλεσμα μανιακῆς κερδοσκοπίας ἐκ μέρους οἰκονομικῶν παραγόντων καί στρεβλῆς οἰκονομικῆς δραστηριότητος, ἡ ὁποία, στερουμένη ἀνθρωπολογικῆς διαστάσεως καί εὐαισθησίας, δέν ἐξυπηρετεῖ, τελικῶς, τάς πραγματικάς ἀνάγκας τῆς ἀνθρωπότητος», (§ 8).

Είναι γνωστό σε όλους αυτό που ο Ηans Küng διατύπωσε ως αξιωματική θέση: ότι «δεν μπορεί να υπάρξει ειρήνη στον κόσμο, αν δεν υπάρξει ειρήνη μεταξύ των θρησκειών», και ότι «δεν μπορεί να υπάρξει ειρήνη μεταξύ των θρησκειών αν δεν υπάρχει διάλογος μεταξύ τους». Άλλωστε τα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα αντιμετωπίζει ο κόσμος δεν μπορούν να επιλυθούν μεμονωμένα από οποιαδήποτε μεμονωμένη θρησκευτική παράδοση. Κυρίως όμως στις μέρες μας, μέσω του δια-θρησκειακού διαλόγου, οι πιστοί όλων των θρησκειών, των ηθικών και πνευματικών παραδόσεων του πλανήτη γη, αλλά και άνθρωποι άλλων ιδεολογιών με κοινές με μας του Ορθοδόξους χριστιανούς ευαισθησίες (των «θρησκευομένων ἤ μή ἀνθρώπων τοῦ πλανήτου», κατά την διατύπωση του μηνύματος των προκαθημένων), καλούνται να αξιοποιήσουν ό,τι έχει μείνει ημιτελές κατά τη νεωτερικότητα με τη λεγόμενη “secular or modern, or post-modern condition”, τουλάχιστον αυτό διαφαίνεται από τις πρωτοβουλίες του Οικουμενικού μας Πατριαρχείου. Ο Δρ. Θ. του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ κ. Κωνσταντίνος Μυγδάλης θα μας εισηγηθεί το θέμα: «Πολιτική και Διαθρησκειακός Διάλογος. Το παράδειγμα της Διακοινοβουλευτικής Συνέλευσης Ορθοδοξίας», της οποίας τυγχάνει Σύμβουλος, αλλά και η κινητήρια δύναμή του.

D90_78

Ο διαθρησκειακός δηλαδή διάλογος δεν στοχεύει απλώς στο να εξαλείψει την εχθρότητα και τις εχθροπραξίες μεταξύ των ανθρώπων διαφορετικών θρησκειών – γι’ αυτό κυρίως ενδιαφέρονται οι μεγάλες δυνάμεις, αλλά μόνο για τη σταθερότητα της παρούσας παγκόσμιας τάξης πραγμάτων και του οικονομικού status quo. Ούτε εξαντλείται στο να κάνει τον «άλλον» πραγματικό «εταίρο», και όχι απλώς ένα «αντικείμενο», της ιεραποστολής. Και οι περιοχές όπου το «σύγχρονο νεωτερικό παράδειγμα» απέτυχε  ήταν η πραγματική πνευματική και υλική ευημερία των ανθρώπων, η υποβάθμιση των κοινωνικών και ηθικών αξιών. Αναφέρομαι στην αδυναμία του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού να επιβάλλει μια διαρκή και δίκαιη ειρήνη, στην απροθυμία του να διαφυλαχθεί το φυσικό περιβάλλον, και τέλος στην άνευ όρων παράδοσή του στους κανόνες του κυρίαρχου συστήματος παγκόσμιας οικονομίας, τις συνέπειες του οποίου αρχίζουμε να νοιώθουμε βαθιά στο πετσί μας εμείς οι Έλληνες. Ο Διαθρησκειακός διάλογος επιδιώκεται παράλληλα με τα ανθρώπινα «δικαιώματα» και μια «Παγκόσμια Διακήρυξη Ανθρωπίνων Ευθυνών».

Παρ’ όλες τις διαφορές και παρ’ όλη την ποικιλομορφία τους οι θρησκείες είναι αδιανόητο να μη συνεργάζονται για τη δημιουργία μιας πανανθρώπινης οικογένειας, που επιτέλους θα ζει με ειρήνη και αρμονία. Με την τεράστια μάλιστα απήχηση που έχουν στα λαϊκά στρώματα μόνον αυτές μπορούν να συμβάλουν αποφασιστικά στην διατήρηση της ακεραιότητας της δημιουργίας. Αυτός είναι ο στόχος του διαθρησκειακού διαλόγου, αυτόν προβάλλει ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος, με σημείο μάλιστα αιχμής την διατήρηση της ακεραιότητας της κτιστής δημιουργίας, και αυτό για τους χριστιανούς, ιδιαίτερα μάλιστα για τους Ορθοδόξους δεν μπορεί να είναι επιλογή αλλά αναγκαιότητα.

Στις μέρες μας όλο και περισσότεροι άνθρωποι αναζητούν μια πνευματικότητα που δεν είναι σεχταριστική, αλλά ολιστική, μια πνευματικότητα την ποία, όπως πιστεύουμε εμείς οι Ορθόδοξοι, ανοίγει τις καρδιές στους άλλους και δεν δημιουργεί έχθρα για τους άλλους, ακόμη και θρησκευτική και θεολογική αντιδικία με τους άλλους.

Οι πάντες σήμερα αναμένουν από τις θρησκευτικές κοινότητες να συμβάλουν στην ευημερία του κόσμου, και δεν ανέχονται οι θρησκείες να αποτελούν έναν ακόμη παράγοντα διαίρεσης, μια ακόμα δύναμη κατακερματισμού. Προσδοκούν απ’ αυτές να είναι πηγή συμφιλίωσης και θεραπείας, και από τους χριστιανούς να καταθέτουν την μαρτυρία τους ως οι κατ’ εξοχήν «διάκονοι της καταλλαγής», αφού «τὰ πάντα ἐκ τοῦ Θεοῦ τοῦ καταλλάξαντος ἡμᾶς ἑαυτῷ διὰ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ καὶ δόντος ἡμῖν τὴν διακονίαν τῆς καταλλαγῆς» (Β΄ Κορ 5,18). Στο παγκόσμιο ιεραποστολικό συνέδριο που συνήλθε το 2005 στην Αθήνα η ιεραποστολή ως κοινή χριστιανική μαρτυρία, και κυρίως ως διακονία τῆς καταλλαγῆς, προβλήθηκε. Ο π. Ιουστίνος Κεφαλούρος, μεταπτυχιακός φοιτητής του Τμήματος Θεολογίας, θα μας θυμίσει τι πρέσβευε ο πρώτος «διάκονος της καταλλαγής» της νεώτερης μεταπολεμικής Ορθοδοξίας, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας, για τα άλλα θρησκεύματα.

Αυτή όμως η αδήριτη ανάγκη διαθρησκειακού διαλόγου δεν ήταν πάντοτε αυτονόητη στο παγκόσμιο χριστιανικό ιεραποστολικό κίνημα. Για 50 και πλέον χρόνια τόσο σε πολυμερές, όσο και σε αυστηρά ομολογιακό, επίπεδο οι χριστιανοί ήταν αρνητικά διακείμενοι στην αποδοχή του διαθρησκειακού διαλόγου ως θεμιτό «ιεραποστολικό παράδειγμα». Ήταν ο Ορθόδοξος μητροπολίτης του Όρους του Λιβάνου Georges Khodr που πρώτος κατά την δεκαετία του ’70 υποστήριξε με πάθος την αναγκαιότητά του, με βάση την «οικονομία του Αγίου Πνεύματος». Υπογράμμισε πως μια χριστοκεντρική θεολογία διαχωρίζει το Χριστό από το μυστήριο της Αγίας Τριάδος. Πέρα από την υποστατική αυτονομία του Πνεύματος, υπογράμμισε ότι η έλευση του Αγίου Πνεύματος στον κόσμο δεν είναι υποδεέστερη από αυτή του Υιού, αλλά ούτε και μια απλή λειτουργία του Λόγου. Ανάμεσα στην «οικονομία του Υιού» και την «οικονομία του Πνεύματος υπάρχει μια αμοιβαιότητα. Από τη στιγμή που το Πνεύμα «όπου θέλει πνει» (Ιω. 3,8) δεν μπορούμε να αποκλείσουμε, υποστήριζε, τις μη-χριστιανικές θρησκείες ως σημεία στα οποία επενεργεί το Άγιο Πνεύμα. Ο Khodr θεωρούσε πως το κύριο ιεραποστολικό μας έργο είναι «να ακολουθήσουμε τα ίχνη του Χριστού όπως αυτά γίνονται αισθητά στις σκιές των άλλων θρησκειών» Ο Δρ.Θ. του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ και Αναπληρωτής καθηγητής στο τμήμα Ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών του Αμερικανικού Κολλεγίου στο γνωστικό αντικείμενο «Θρησκείες του κόσμου», κ. Νικόλαος Δημητριάδης θα μας υπενθυμίσει την Ορθόδοξη συμβολή στο διαθρησκειακό διάλογο και τη θεολογία των θρησκειών. 

Με την συμβολή της Ορθόδοξης πνευματολογίας άρχισε σε ευρύτερο διαχριστιανικό επίπεδο να διευρύνεται το θεολογικό όραμα και να αλλάζει ριζικά η έννοια της χριστιανικής μαρτυρίας με τις ποικίλες μορφές ιεραποστολικής δράσης. Εξ ου και οι σπασμωδικές αντιδράσεις τόσο των ακραίων συντηρητικών προτεσταντικών ομάδων, όσο και μερικών εκ αυτοαποκαλούμενων γνήσιων ή υπερ-ορθοδόξων. Προβάλλει, λοιπόν, επιτακτικό το ερώτημα: ποια είναι τα όρια της εν Χριστώ σωτηρίας; Είναι δυνατόν να νομιμοποιούνται έστω και κατ’ ελάχιστον τα άλλα ζωντανά θρησκεύματα; Ποιες μπορεί να είναι οι βιβλικές και πατερικές καταβολές για μια τέτοια θεώρηση;

Αναμφίβολα, τόσο  στην Αγία Γραφή όσο και στην μακραίωνη Παράδοση της Εκκλησίας υπάρχουν στοιχεία που οδηγούν στη θεώρηση των άλλων θρησκειών ως ανθρώπινων κατασκευών, όπως βέβαια υπάρχουν και μαρτυρίες που ενώ αναγνωρίζουν το Ιησού Χριστό ως τον μοναδικό σωτήρα του κόσμου, και την Εκκλησία του ως κιβωτό σωτηρίας, αναγνωρίζουν τη σωστική παρουσία του Θεού και πέραν των ορίων της Εκκλησίας, κυρίως με βάση την «οικονομία του Αγίου Πνεύματος», παράλληλα βέβαια και στον ίδιο βαθμό με την «οικονομία του Υιού». Από θεολογικής απόψεως, λοιπόν, και κυρίως στα πλαίσια της Ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης, είναι δυνατή μία σύνθεση των δύο αυτών θέσεων, που αποτελούν εξ ίσου  ουσιαστικά στοιχεία της χριστιανικής πίστεως; Η Ορθόδοξη θεολογία θα πρέπει να βασίζεται στην καθολικότητα της χριστιανικής  παράδοσης, ή σε επιλεκτικά στοιχεία που τις περισσότερες φορές αντανακλούν προσωπικές φοβίες και ιδεολογικές συντηρητικές ή φιλελεύθερες αντιλήψεις; Σε τελευταία ανάλυση, είναι δυνατή, θεμιτή, ή εφικτή μια θεολογία των θρησκειών;  Στο θέμα αυτό επιχειρεί μια προκαταρτική εξέταση ο καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Τιμίου Σταυρού της Βοστώνης π. Εμμανουήλ Κλάψης με την εισήγησή του «Προς μία θεολογία των θρησκειών. Η παγκόσμια εν Χριστώ σωτηρία», στην οποία θα παρουσιάσει τον προβληματισμό Ελλήνων δογματολόγων που μίλησαν για την παγκοσμιότητα της σωτηρίας και  προσπάθησαν να διαμορφώσουν μια Ορθόδοξη θεολογία των θρησκειών.

D90_45

Από το χώρο της Βίβλου ο λέκτορας του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ κ. Μόσχος Γκουτζιούδης θα μας θυμίσει από την περιοχή της ειδικότητάς του την «περί αφέσεως και ιωβηλαίου διδασκαλία της Κ.Δ. ως πιθανό βιβλικό θεμέλιο για μια θεολογία των θρησκειών». Επίσης, ο μόλις προχθές αποκτήσας κατ’ αρχήν τον τίτλο του Μαγίστρου Θεολογίας στην Κ.Δ., θεολόγος κ. Παύλος Βασιλειάδης θα μας παρουσιάσει το καινοδιαθηκικό υπόβαθρο για μια θεολογία των θρησκειών, ενώ ο μεταπτυχιακός φοιτητής στο χώρο της Π.Δ. κ. Αστέριος Κεχαγιάς  θα μας παρουσιάσει το θέμα: «Οι επιμέρους διαθήκες της Παλαιάς Διαθήκης: Ανιχνεύσεις προς μια Θεολογία των Θρησκειών».

Αλλά και από τον ευρύτατο χώρο της Πατερικής θεολογίας ο καθηγητής του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ κ. Γεώργιος Μαρτζέλος θα μας παρουσιάσει σήμερα τη «Θεολογία του σπερματικού λόγου και τη σημασία της για τους χριστιανικούς και διαθρησκειακούς διαλόγους», ενώ αύριο ο υποψ. Διδάκτορας του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας του ΑΠΘ και Νομικός, κ. Στυλιανός Χαραλαμπίδης, θα μας αναπτύξει την «Μαρτυρία της Πατερικής Παράδοσης» για μια θεολογία των θρησκειών.

Η ενασχόληση επομένως με την διατύπωση, θετική ή αρνητική, μιας Ορθόδοξης «θεολογίας των θρησκειών» αποτελεί χρέος της Ορθόδοξης ακαδημαϊκής θεολογίας προς την Εκκλησία μας. Και αυτή είναι η σκοπιμότητα του παρόντος συμποσίου.

Share this post
          
 
   
Δημοσιεύθηκε στην ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΙΔΕΣ και χαρακτηρίσθηκε , , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.